Peter von Hess, Η είσοδος του βασιλιά Όθωνα της Ελλάδος στην Αθήνα (1839), Νέα Πινακοθήκη Μονάχου.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Το Πάσχα των Ελλήνων
Το Πάσχα των καθολικών στην Ιταλία κι ιδιαίτερα στη Ρώμη έχει μεγαλείο και χάρη. Νιώθεις ανάταση βλέποντας στη μεγάλη πλατεία του Αγίου Πέτρου όλη κείνη την ανθρωποθάλασσα να γονατίζει και να δέχεται την ευλογία του Πάπα.
Η τελετή του Πάσχα στη φτωχή Ελλάδα δεν έχει βέβαια τίποτα απ’ αυτή τη μεγαλοπρέπεια.
Εγώ όμως, που είδα και τις δυο, κατάλαβα πως στη Ρώμη η δόξα κι η μεγαλοπρέπεια της γιορτής περνά από την εκκλησία στο λαό, αλλά πως στην Ελλάδα είναι μια γιορτή που πηγάζει απ’ την καρδιά και το λογισμό του λαού, απ’ όλη του τη ζωή. Κι η εκκλησία δεν είναι παρά ένα μέλος της μόνο.
Πριν απ’ το Πάσχα έχουν μια νηστεία μακριά κι αυστηρή, που δεν την παραβαίνουν ποτέ. Οι χωρικοί στην πραγματικότητα ζουν μόνο με ψωμί, σκόρδο και νερό.
Η αθηναϊκή εφημερίδα τη Μεγάλη Παρασκευή βγήκε με μαύρα περιθώρια για το θάνατο του Χριστού. Τον τίτλο κοσμούσε μια σαρκοφάγος με μια κλαίουσα ιτιά και πιο πάνω ένα παθητικό ποίημα του Σούτσου. Ο γιορτασμός άρχισε κείνη τη βραδιά. Πήγα στην κεντρική εκκλησιά, που ήταν κατάφωτη και κατάμεστη από κόσμο.
Μπροστά στην Αγία Τράπεζα ήταν μια γυάλινη κάσα, δεμένη μ’ ασημένιες γωνιές. Η κάσα σκέπαζε φρέσκα τριαντάφυλλα, που θα συμβόλιζαν τον πεθαμένο Χριστό [μάλλον δεν θα είχε δει ότι κάτω από τα τριαντάφυλλα υπήρχε ο κεντητός επιτάφιος]. Αυτό το σπίτι του Θεού βούιζε με έναν παράξενο τρόπο από κείνους που προσεύχονταν. Παπάδες κι επίσκοποι, ντυμένοι πολύχρωμα ρούχα, πηγαινοέρχονταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα και προσεύχονταν.
Στις εννιά το βράδυ άρχισε μια πένθιμη μουσική κι η πορεία ξεκίνησε απ’ την εκκλησιά περνώντας τον κεντρικό δρόμο για το παλάτια. Απ’ τα παράθυρά μου έβλεπα άνετα την πομπή να προχωρεί σιγά σιγά. Ήταν μια εκστατική στιγμή, που σπάνια ζούσα. Ήταν μια όμορφη, ξάστερη βραδιά, τόσο μαλακιά και ήρεμη. Παντού, σ’ όλα τα μπαλκόνια και σ’ όλα τα ανοιχτά παράθυρα στέκονταν άνθρωποι μ’ αναμμένα κεριά στα χέρια τους.
Από τα δρομάκια αντηχούσε η μουσική κι η μυρωδιά του λιβανιού γέμιζε τον αέρα. Ένα πλήθος άνθρωποι προχωρούσαν ντυμένοι γιορταστικά. Όλοι, ακόμα και τα μωρά παιδιά, κρατούσαν στα χέρια τους από ένα μακρύ, λεπτό, αναμμένο κερί. Η στρατιωτική μουσική ηχούσε πένθιμη, λες κι ένας λαός πήγαινε τον βασιλιά του στον τάφο. Τριγυρισμένοι από παπάδες κουβαλούσαν την κάσα με τα φρέσκα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Απ’ αυτήν κρεμόταν ένα μακρύ πένθιμο ύφασμα, που το κρατούσαν ανώτεροι υπάλληλοι κι αξιωματικοί. Μια ακόμα ομάδα απ’ αυτούς ακολουθούσε κι έπειτα η μεγάλη ανθρώπινη μάζα. Όλοι, όπως ξανάπα, μ’ ένα αναμμένο κερί έκλειναν την πομπή. Ήταν μια σιωπηλή στιγμή, ένας φανερός θρήνος, μια κατάνυξη που δεν μπορούσε να μη συγκινήσει μιάν ανθρώπινη καρδιά.
Μπροστά στο παλάτι, όπου στέκονταν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, μίλησε σύντομα ο επίσκοπος κι ο βασιλιάς φίλησε την Αγία Γραφήν [το Ευαγγέλιο]. Σ’ όλη την τελετή σήμαινε μονότονα μια καμπάνα με δυο πάντα χτύπους [τρεις] κι έπειτα ένα μικρό διάλειμμα. Μέρα νύχτα η εκκλησιά ήταν γεμάτη κόσμο.
Ο βασιλιάς Όθων και η βασίλισσα Αμαλία εκκλησιάζονται στη Μητρόπολη Αθηνών το 1854. Από την έκδοση «1842-1885. Ελλάδα, ιστορική, εικονογραφημένη», Nikolas Books, 1984. Ιδιωτική συλλογή, el.travelogues.gr Από την ιστοσελίδα: Protagon.gr
Τα μεσάνυχτα της παραμονής του Πάσχα ήταν εκεί ο βασιλιάς, η βασίλισσα κι όλη η Αυλή, και γύρω απ’ τη γεμάτη λουλούδια κάσα λυπημένοι παπάδες προσεύχονταν. Ολόκληρος ο λαός προσευχόταν σιγανά. Το ρολόι χτύπησε δώδεκα και την ίδια στιγμή παρουσιάστηκε ο επίσκοπος κι ανάκραξε: «Χριστός ανέστη»!
«Χριστός ανέστη»! αναγάλλιασε κάθε στόμα. Τύμπανα και τρομπέτες βούιζαν κι η μουσική έπαιζε ένα χαρούμενο χορό.
Όλοι οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν κι έλεγαν χαρούμενοι: «Χριστός ανέστη»!
Έξω έριχναν τουφεκιές τη μια πάνω στην άλλη, πετούσαν βολίδες, άναβαν φωτιές. Άντρες και νέα παλικάρια, ο καθένας με το κερί του στο χέρι, χόρευαν σε μια μακριά γραμμή μέσα στους δρόμους της πόλης.
Οι γυναίκες άναβαν φωτιές, έσφαζαν αρνιά και τα ‘ψηναν στο δρόμο. Μικρά παιδιά, με καινούρια παπούτσια, με κόκκινα φέσια, χόρευαν γύρω απ’ τις φωτιές, ντυμένα μόνο μ’ ένα πουκάμισο· φιλιόνταν κι Έλεγαν σαν τους μεγάλους: «Χριστός ανέστη»!
Πώς θα ‘θελα να σφίξω ένα απ’ αυτά τα παιδιά στην αγκαλιά μου και να πω χαρούμενα μαζί του: «Χριστός ανέστη»! Ήταν όλα τόσο συγκινητικά, συναρπαστικά κι ωραία.
Μπορεί κανείς, με το δίκιο του, να πει πως όλα ήταν μόνο μια τελετή, κι ακόμα πως ήταν η ανθρώπινη χαρά για τη νηστεία που πέρασε και γιατί τώρα πια μπορούσαν να φάνε το αρνί, να πιούνε το κρασί τους, που τους έδινε τόσο κέφι.
Αυτή η σκέψη μπορεί να ικανοποιεί άλλους, εγώ όμως έχω το θάρρος να πιστεύω πως ήταν κάτι παραπάνω: μια αληθινή, μια μεγάλη θρησκευτική έξαρση. Ο Χριστός ζούσε στις σκέψεις και στα χείλια τους.
Το «Χριστός ανέστη» δεν ήταν σαν μήνυμα για ένα παλιό γεγονός. Όχι. Ήταν σα να αναστήθηκε την ίδια αυτή νύχτα στη χώρα αυτή. Ήταν σα να ‘φτασε το μήνυμα την ώρα αυτή στ’ αυτιά τους.
Όλα ήτανε μουσική και χορός στην πολιτεία του βασιλιά. Η δουλειά ξεχάστηκε πια στις πόλεις και τα χωριά. Κι άλλο δεν είχαν στο νου τους παρά τη χαρά. Πέρα, στο ναό του Θησέα και τις μαρμάρινες κολόνες του Δία, παντού χοροί και πανηγύρια. Τα μαντολίνα ηχούσαν, οι γέροι άρχισαν τα τραγούδια και μέσα στη χαρά τους άκουγες το «Χριστός ανέστη», όταν καλωσόριζαν ή αποχαιρετούσαν.
Από το βιβλίο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», (εκδόσεις Εστία) μετάφραση Lund Allan.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου