ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Η Άνοδος και η Πτώση του Ανταγωνισμού Μεγάλων Δυνάμεων.- Οι Νέες Σφαίρες Επιρροής του Τραμπ

 






STACIE E. GODDARD είναι Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης Betty Freyhof Johnson ’44 και Αναπληρώτρια Πρύτανης στο Κολλέγιο Wellesley.

«Αφού είχε απορριφθεί ως φαινόμενο περασμένων αιώνων, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων επέστρεψε». Έτσι διακήρυττε η Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας που δημοσίευσε ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ το 2017, αποτυπώνοντας σε μία και μόνο φράση την αφήγηση που οι Αμερικανοί διαμορφωτές εξωτερικής πολιτικής αφηγούνταν στον εαυτό τους και στον κόσμο την τελευταία δεκαετία. Στην περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωκαν γενικά να συνεργαστούν με άλλες δυνάμεις όπου ήταν δυνατό και να τις εντάξουν σε μια παγκόσμια τάξη υπό αμερικανική ηγεσία. Όμως στα μέσα της δεκαετίας του 2010, κυριάρχησε μια νέα συναίνεση: η εποχή της συνεργασίας είχε τελειώσει, και η στρατηγική των ΗΠΑ όφειλε να επικεντρωθεί στην αντιπαράθεση με τους κύριους αντιπάλους τους, την Κίνα και τη Ρωσία. Η βασική προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν σαφής: να παραμείνει μπροστά από αυτούς.

«Οι αντίπαλοί μας αμφισβητούν τα γεωπολιτικά μας πλεονεκτήματα και προσπαθούν να αλλάξουν τη διεθνή τάξη προς όφελός τους», εξηγούσε το έγγραφο του Τραμπ το 2017. Ως αποτέλεσμα, η Στρατηγική Εθνικής Άμυνας που εκδόθηκε την επόμενη χρονιά υποστήριζε ότι ο στρατηγικός διακρατικός ανταγωνισμός είχε γίνει «η κύρια ανησυχία της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ». Όταν ο σφοδρός αντίπαλος του Τραμπ, Τζο Μπάιντεν, ανέλαβε την προεδρία το 2021, ορισμένα σημεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής άλλαξαν δραστικά. Όμως ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων παρέμεινε το βασικό μοτίβο. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας του Μπάιντεν το 2022 προειδοποιούσε ότι «η πλέον πιεστική στρατηγική πρόκληση για το όραμά μας προέρχεται από δυνάμεις που συνδυάζουν αυταρχική διακυβέρνηση με αναθεωρητική εξωτερική πολιτική». Η μόνη απάντηση, υποστήριζε, ήταν να «υπερκεράσουμε» την Κίνα και να περιορίσουμε μια επιθετική Ρωσία.

Ορισμένοι χαιρέτισαν αυτή τη συναίνεση περί ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων· άλλοι τη θρήνησαν. Όμως, καθώς η Ρωσία ενέτεινε την επιθετικότητά της στην Ουκρανία, η Κίνα ξεκαθάριζε τις βλέψεις της για την Ταϊβάν, και οι δύο αυταρχικές δυνάμεις εμβάθυναν τη συνεργασία τους και συνέπρατταν όλο και περισσότερο με άλλους αντιπάλους των ΗΠΑ, λίγοι προέβλεπαν ότι η Ουάσινγκτον θα εγκατέλειπε τον ανταγωνισμό ως βασικό άξονα της στρατηγικής της. Με την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο το 2025, πολλοί αναλυτές περίμεναν συνέχεια: μια εξωτερική πολιτική «Τραμπ-Μπάιντεν-Τραμπ», όπως την περιέγραφε ο τίτλος ενός άρθρου στο Foreign Affairs.

Ύστερα ήρθαν οι πρώτοι δύο μήνες της δεύτερης θητείας του Τραμπ. Με εντυπωσιακή ταχύτητα, ο Τραμπ διέλυσε τη συναίνεση που ο ίδιος είχε συμβάλει να δημιουργηθεί. Αντί να ανταγωνίζεται την Κίνα και τη Ρωσία, ο Τραμπ πλέον επιθυμεί να συνεργαστεί μαζί τους, επιδιώκοντας συμφωνίες που, κατά την πρώτη του θητεία, θα θεωρούνταν αντιθετικές προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι υποστηρίζει την άμεση λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, ακόμη κι αν αυτό απαιτεί τον δημόσιο εξευτελισμό των Ουκρανών, την αγκάλιαση της Ρωσίας και την αποδοχή της κατοχής μεγάλων εκτάσεων ουκρανικού εδάφους από τη Μόσχα.

Οι σχέσεις με την Κίνα παραμένουν τεταμένες, ιδίως καθώς οι δασμοί του Τραμπ τίθενται σε ισχύ και πλανάται η απειλή κινεζικών αντιποίνων. Ωστόσο, ο Τραμπ έχει δώσει το σήμα ότι επιδιώκει μια ευρείας κλίμακας συμφωνία με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Ανώνυμοι σύμβουλοι του Τραμπ δήλωσαν στους New York Times ότι ο Τραμπ θα ήθελε να καθίσει «άντρας με άντρα» με τον Σι ώστε να διαπραγματευτούν όρους που θα διέπουν το εμπόριο, τις επενδύσεις και τα πυρηνικά όπλα. Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ εντείνει την οικονομική πίεση προς τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Ευρώπη και στον Καναδά (τον οποίο ελπίζει να εξαναγκάσει να γίνει «η 51η Πολιτεία») και απειλεί να καταλάβει τη Γροιλανδία και τη Διώρυγα του Παναμά. Σχεδόν εν μία νυκτί, οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν από τον ανταγωνισμό με επιθετικούς αντιπάλους στον εκφοβισμό ήπιων συμμάχων.

Ορισμένοι παρατηρητές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του Τραμπ, επιχείρησαν να εντάξουν εκ νέου τις πολιτικές του στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Κατά την άποψή τους, η προσέγγιση με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι η επιτομή της μεγάλης στρατηγικής – ακόμη και ένα είδος «αντίστροφου Κίσινγκερ», σχεδιασμένο να διασπάσει τη σινορωσική συνεργασία. Άλλοι υποστηρίζουν πως ο Τραμπ ακολουθεί απλώς ένα πιο εθνικιστικό στυλ ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, ένα στυλ που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό τόσο από τον Σι και τον Πούτιν όσο και από τον Ναρέντρα Μόντι της Ινδίας και τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας.

Αυτές οι ερμηνείες θα μπορούσαν να φαίνονται πειστικές τον Ιανουάριο. Πλέον, όμως, είναι ξεκάθαρο ότι το όραμα του Τραμπ για τον κόσμο δεν είναι ένα σύστημα ανταγωνισμού, αλλά συνενοχής μεταξύ μεγάλων δυνάμεων: ένα είδος «κονσέρτου» δυνάμεων, παρόμοιο με εκείνο που διαμόρφωσε την Ευρώπη του 19ου αιώνα. Αυτό που θέλει ο Τραμπ είναι ένας κόσμος που διοικείται από ισχυρούς άνδρες, οι οποίοι συνεργάζονται –όχι πάντα αρμονικά, αλλά πάντοτε με σκοπό– για να επιβάλουν μια κοινή εκδοχή τάξης στον υπόλοιπο πλανήτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σταματήσουν εντελώς να ανταγωνίζονται την Κίνα και τη Ρωσία: ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων ως χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής είναι διαρκής και αδιαμφισβήτητος. Όμως ο ανταγωνισμός ως οργανωτική αρχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αποδείχθηκε ρηχός και βραχύβιος. Κι όμως, αν η ιστορία προσφέρει οποιοδήποτε φως στην προσέγγιση του Τραμπ, είναι πως το πιθανότερο είναι να οδηγηθεί σε κακό τέλος.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥ;
Παρόλο που ο ανταγωνισμός με μεγάλους αντιπάλους υπήρξε κεντρικό στοιχείο της πρώτης θητείας του Τραμπ και της θητείας Μπάιντεν, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο «ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων» ουδέποτε αποτέλεσε μια συνεκτική στρατηγική. Για να θεωρείται κάτι στρατηγική, πρέπει να υπάρχουν σαφείς στόχοι ή μετρήσιμα κριτήρια επιτυχίας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον επιδίωκε την αύξηση της ισχύος της προκειμένου να περιορίσει την επέκταση και επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης. Στη σύγχρονη εποχή, αντίθετα, η πάλη για ισχύ συχνά έμοιαζε να είναι αυτοσκοπός. Αν και η Ουάσινγκτον αναγνώρισε τους αντιπάλους της, σπάνια προσδιόρισε πότε, πώς και για ποιον λόγο διεξαγόταν ο ανταγωνισμός. Ως αποτέλεσμα, η έννοια υπήρξε εξαιρετικά ελαστική. Ο «ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων» μπορούσε να εξηγήσει τις απειλές του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αν οι ευρωπαϊκές χώρες δεν αύξαναν τις αμυντικές δαπάνες τους, αφού κάτι τέτοιο θα προστάτευε τα αμερικανικά συμφέροντα από «τσαμπατζήδες». Αλλά ο ίδιος όρος μπορούσε να περιγράψει και την επαναφορά του Μπάιντεν στο ΝΑΤΟ, που αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση μιας συμμαχίας δημοκρατιών απέναντι στη ρωσική και κινεζική επιρροή.

Αντί να καθορίζει μια συγκεκριμένη στρατηγική, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων λειτούργησε ως ισχυρό αφήγημα της παγκόσμιας πολιτικής – ένα αφήγημα που παρέχει ουσιώδη κατανόηση για το πώς οι Αμερικανοί διαμορφωτές πολιτικής αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους και τον κόσμο, αλλά και πώς επιθυμούσαν να τους βλέπουν οι άλλοι. Σε αυτήν την ιστορία, ο κεντρικός ήρωας ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κάποιες φορές παρουσιάζονταν ως ισχυρός και επιβλητικός ήρωας, με απαράμιλλη οικονομική ζωντάνια και στρατιωτική ισχύ. Άλλοτε, η Ουάσινγκτον παρουσιαζόταν ως θύμα, όπως στο στρατηγικό έγγραφο του Τραμπ το 2017, το οποίο περιέγραφε τις ΗΠΑ να επιχειρούν σε έναν «επικίνδυνο κόσμο» με αντίπαλες δυνάμεις που «υπονομεύουν επιθετικά τα αμερικανικά συμφέροντα παγκοσμίως». Κατά καιρούς, υπήρχαν και δευτερεύοντες χαρακτήρες: για παράδειγμα, μια κοινότητα δημοκρατιών, που σύμφωνα με τον Μπάιντεν, ήταν απαραίτητος εταίρος για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ευημερίας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Κίνα και η Ρωσία, με τη σειρά τους, λειτουργούσαν ως οι κύριοι αντίπαλοι. Παρότι υπήρχαν και άλλοι «κομπάρσοι» στον ρόλο του ανταγωνιστή – όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και διάφοροι μη κρατικοί δρώντες – το Πεκίνο και η Μόσχα ξεχώριζαν ως οι πρωταγωνιστές μιας συνωμοσίας με στόχο την αποδυνάμωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Και εδώ, βέβαια, οι λεπτομέρειες άλλαζαν ανάλογα με το ποιος έλεγε την ιστορία. Για τον Τραμπ, το αφήγημα βασιζόταν στο εθνικό συμφέρον: οι αναθεωρητικές αυτές δυνάμεις επιδίωκαν να «διαβρώσουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία». Επί Μπάιντεν, η έμφαση μετατοπίστηκε από τα συμφέροντα στις αξίες, από την ασφάλεια στην τάξη. Η Ουάσινγκτον όφειλε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες αυταρχικές δυνάμεις για να διασφαλίσει την ασφάλεια της δημοκρατίας και την ανθεκτικότητα της διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες.

Ωστόσο, για σχεδόν μια δεκαετία, η ευρύτερη αφηγηματική καμπύλη παρέμενε σταθερή: επιθετικοί αντίπαλοι προσπαθούσαν να πλήξουν τα αμερικανικά συμφέροντα και η Ουάσινγκτον όφειλε να απαντήσει. Από τη στιγμή που αυτή η θεώρηση εδραιώθηκε, προσέδιδε συγκεκριμένο νόημα σε κάθε γεγονός. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν ήταν απλώς μια επίθεση κατά της Ουκρανίας, αλλά και κατά της διεθνούς τάξης υπό αμερικανική ηγεσία. Η στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα δεν αντιμετωπιζόταν ως υπεράσπιση θεμελιωδών κινεζικών συμφερόντων, αλλά ως προσπάθεια επέκτασης της επιρροής του Πεκίνου στην Ινδο-Ειρηνική σε βάρος της Ουάσινγκτον. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων σήμαινε ότι η τεχνολογία δεν μπορούσε να είναι ουδέτερη και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να εκτοπίσουν την Κίνα από τα δίκτυα 5G της Ευρώπης και να περιορίσουν την πρόσβασή της σε ημιαγωγούς. Η εξωτερική βοήθεια και τα έργα υποδομών σε αφρικανικές χώρες δεν ήταν απλά μέσα ανάπτυξης, αλλά όπλα σε μια μάχη για την πρωτοκαθεδρία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ακόμη και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού του ΟΗΕ μετατράπηκαν σε πεδία ανταγωνισμού για την παγκόσμια υπεροχή. Φαινόταν πως τα πάντα είχαν πια ενταχθεί στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων.

ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΝΣΕΡΤΟ
Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον χαρισματικούς αφηγητές του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. «Οι αντίπαλοί μας είναι σκληροί, είναι επίμονοι και δεσμευμένοι μακροπρόθεσμα – αλλά κι εμείς το ίδιο», δήλωσε σε ομιλία του το 2017. «Για να πετύχουμε, πρέπει να ενσωματώσουμε κάθε διάσταση της εθνικής μας ισχύος και να ανταγωνιστούμε με κάθε εργαλείο που διαθέτουμε». (Όταν είχε ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για την προεδρία δύο χρόνια νωρίτερα, ήταν πιο ωμός: «Νικάω την Κίνα συνέχεια. Συνέχεια.»)

Αλλά επιστρέφοντας στον Λευκό Οίκο για δεύτερη θητεία, ο Τραμπ άλλαξε πορεία. Η προσέγγισή του παραμένει επιθετική και συγκρουσιακή. Δεν διστάζει να απειλεί – συχνά οικονομικά – για να αναγκάσει τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλει. Όμως αντί να προσπαθεί να νικήσει την Κίνα και τη Ρωσία, ο Τραμπ τώρα επιδιώκει να τις πείσει να συνεργαστούν μαζί του για τη διαχείριση της διεθνούς τάξης. Το νέο του αφήγημα δεν είναι ανταγωνιστικό αλλά συνενοχικό – μια ιστορία «κονσέρτου» μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.

Μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τον Σι στα μέσα Ιανουαρίου, ο Τραμπ έγραψε στην πλατφόρμα Truth Social: «Θα λύσουμε πολλά προβλήματα μαζί, ξεκινώντας άμεσα. Συζητήσαμε την εξισορρόπηση του εμπορίου, το φαιντανύλιο, το TikTok και πολλά άλλα θέματα. Ο Πρόεδρος Σι κι εγώ θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κάνουμε τον κόσμο πιο ειρηνικό και ασφαλή!» Μιλώντας σε επιχειρηματίες στο Νταβός της Ελβετίας εκείνο τον μήνα, ο Τραμπ παρατήρησε: «Η Κίνα μπορεί να μας βοηθήσει να σταματήσουμε τον πόλεμο, συγκεκριμένα τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Και έχει μεγάλη επιρροή σε αυτή την κατάσταση, και θα συνεργαστούμε μαζί τους».

Γράφοντας στο Truth Social για τηλεφωνική συνομιλία με τον Πούτιν τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ ανέφερε: «Και οι δύο αναλογιστήκαμε τη Μεγάλη Ιστορία των Εθνών μας και το γεγονός ότι πολεμήσαμε τόσο επιτυχημένα μαζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. … Μιλήσαμε για τα δυνατά σημεία των χωρών μας και για τα μεγάλα οφέλη που κάποτε θα έχουμε μέσω της συνεργασίας μας». Τον Μάρτιο, καθώς μέλη της κυβέρνησής του διαπραγματεύονταν με Ρώσους αξιωματούχους για το μέλλον της Ουκρανίας, η Μόσχα ξεκαθάρισε τη δική της οπτική για την επόμενη μέρα. «Μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα μοντέλο που θα επιτρέψει στη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ, να συνυπάρχουν χωρίς να παρεμβαίνουν στις σφαίρες επιρροής του άλλου», δήλωσε στους New York Times ο Φεόντορ Βοϊτολόφσκι, ακαδημαϊκός και σύμβουλος του ρωσικού ΥΠΕΞ και του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η ρωσική πλευρά καταλαβαίνει, πρόσθεσε, ότι ο Τραμπ αντιλαμβάνεται αυτή την προοπτική «ως επιχειρηματίας». Την ίδια περίοδο, ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ – μεσίτης ακινήτων και βασικός διαπραγματευτής με τη Ρωσία – μίλησε για τις δυνατότητες συνεργασίας σε συνέντευξή του στον σχολιαστή Τάκερ Κάρλσον. «Να μοιραστούμε θαλάσσιες οδούς, να στείλουμε ίσως [υγροποιημένο φυσικό] αέριο στην Ευρώπη μαζί, ίσως να συνεργαστούμε στην τεχνητή νοημοσύνη», είπε ο Γουίτκοφ. «Ποιος δεν θα ήθελε να δει έναν τέτοιο κόσμο;»

Στην επιδίωξή του να συμβιβαστεί με τους αντιπάλους των ΗΠΑ, ο Τραμπ μπορεί να αποκλίνει από τη σύγχρονη πρακτική, αλλά αξιοποιεί μια βαθιά ριζωμένη παράδοση. Η ιδέα ότι οι αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις θα πρέπει να συνεργάζονται για να διαχειρίζονται ένα χαοτικό διεθνές σύστημα είναι μια ιδέα που οι ηγέτες έχουν ασπαστεί επανειλημμένα στην Ιστορία, συχνά έπειτα από καταστροφικούς πολέμους που τους ώθησαν να αναζητήσουν μια πιο ελεγχόμενη, αξιόπιστη και ανθεκτική τάξη πραγμάτων. Το 1814–15, στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων Πολέμων που συγκλόνισαν την Ευρώπη για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη με στόχο να οικοδομήσουν μια πιο σταθερή και ειρηνική τάξη από εκείνη του 18ου αιώνα, όπου ο πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων ήταν σχεδόν δεκαετές φαινόμενο. Το αποτέλεσμα ήταν η «Συναυλία της Ευρώπης» (Concert of Europe), ένα σχήμα που περιλάμβανε αρχικά την Αυστρία, την Πρωσία, τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1818 προσκλήθηκε και η Γαλλία.

Ο Τραμπ μπορεί να αποκλίνει από το σύγχρονο δόγμα, αλλά αντλεί από μια παλιά παράδοση.
Ως αμοιβαία αναγνωρισμένες μεγάλες δυνάμεις, τα μέλη της Συναυλίας είχαν ειδικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για την αποτροπή αποσταθεροποιητικών συγκρούσεων στο ευρωπαϊκό σύστημα. Αν προέκυπταν εδαφικές διαφορές, οι ηγέτες δεν θα τις εκμεταλλεύονταν για να επεκτείνουν την ισχύ τους, αλλά θα συναντιούνταν για να επιδιώξουν διαπραγματευτική λύση. Η Ρωσία επεδίωκε επί μακρόν την επέκταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και το 1821 η Ελληνική Επανάσταση κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας φαινόταν να προσφέρει σημαντική ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση. Ως απάντηση, η Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο κάλεσαν τη Ρωσία σε αυτοσυγκράτηση, υποστηρίζοντας ότι μια ρωσική επέμβαση θα διατάρασσε την ευρωπαϊκή τάξη. Η Ρωσία υποχώρησε, με τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ να δηλώνει: «Σε μένα εναπόκειται να δείξω πως παραμένω πιστός στις αρχές πάνω στις οποίες οικοδόμησα τη Συμμαχία». Άλλοτε, όταν εθνικιστικά επαναστατικά κινήματα απειλούσαν την τάξη, οι μεγάλες δυνάμεις συνέρχονταν για να εγγυηθούν μια διπλωματική διευθέτηση – ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να εγκαταλείψουν σημαντικά οφέλη.

Για περίπου τέσσερις δεκαετίες, η Συναυλία της Ευρώπης μετέτρεψε τον ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων σε συνεργασία. Ωστόσο, προς τα τέλη του αιώνα το σύστημα κατέρρευσε. Δεν κατόρθωσε να αποτρέψει συγκρούσεις μεταξύ των μελών του και, μέσα από τρεις πολέμους, η Πρωσία κατέβαλε συστηματικά την Αυστρία και τη Γαλλία και αναδείχθηκε ως επικεφαλής ενός ενοποιημένου γερμανικού κράτους, ανατρέποντας την ισορροπία ισχύος. Ταυτόχρονα, ο εντεινόμενος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός στην Αφρική και την Ασία αποδείχθηκε αδύνατον να ελεγχθεί από το σύστημα της Συναυλίας.

Κι όμως, η ιδέα ότι οι μεγάλες δυνάμεις μπορούν – και πρέπει – να αναλάβουν την ευθύνη της συλλογικής καθοδήγησης της διεθνούς πολιτικής εδραιώθηκε και επανεμφανίστηκε κατά καιρούς. Η λογική της «συναυλίας» ενέπνευσε το όραμα του Προέδρου Φράνκλιν Ρούσβελτ για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σοβιετική Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κίνα ως «τους Τέσσερις Αστυνόμους» που θα εξασφάλιζαν την παγκόσμια τάξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ οραματίστηκε έναν μεταψυχροπολεμικό κόσμο όπου η ΕΣΣΔ θα εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται ως μεγάλη δύναμη, συνεργαζόμενη με τους πρώην αντιπάλους της για τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας. Και καθώς η σχετική ισχύς των ΗΠΑ άρχισε να φθίνει στις αρχές του 21ου αιώνα, κάποιοι αναλυτές πρότειναν η Ουάσινγκτον να συνεργαστεί με τη Βραζιλία, την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία ώστε να διασφαλιστεί ένα στοιχειώδες επίπεδο σταθερότητας στον υπό διαμόρφωση μεταηγεμονικό κόσμο.

ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Το ενδιαφέρον του Τραμπ για μια «συναυλία μεγάλων δυνάμεων» δεν πηγάζει από βαθιά γνώση της ιστορικής της βάσης. Η έλξη του προς αυτή την ιδέα στηρίζεται στο ένστικτο. Ο Τραμπ μοιάζει να βλέπει τις διεθνείς σχέσεις όπως βλέπει τον κόσμο των ακινήτων και της ψυχαγωγίας – μόνο που το σκηνικό είναι μεγαλύτερο. Όπως σε εκείνες τις βιομηχανίες, έτσι και εδώ, μια μικρή ομάδα ισχυρών παικτών βρίσκεται σε συνεχή ανταγωνισμό – όχι ως θανάσιμοι εχθροί, αλλά ως αμοιβαία σεβαστοί ίσοι. Ο καθένας διαχειρίζεται μια αυτοκρατορία, με τον τρόπο που ο ίδιος επιλέγει. Η Κίνα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να ανταγωνίζονται με διάφορους τρόπους, αλλά αντιλαμβάνονται ότι συνυπάρχουν εντός – και διοικούν – ένα κοινό σύστημα. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι μεγάλες δυνάμεις πρέπει να συνωμοτούν, ακόμη και όταν ανταγωνίζονται. Ο Τραμπ βλέπει τον Σι και τον Πούτιν ως «έξυπνους, σκληρούς» ηγέτες που «αγαπούν τις χώρες τους». Έχει τονίσει πως τα πάει καλά μαζί τους και τους αντιμετωπίζει ως ισότιμους – παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ισχυρότερες από την Κίνα και σαφώς ισχυρότερες από τη Ρωσία. Όπως και στη Συναυλία της Ευρώπης, έτσι και εδώ, η αντίληψη της ισότητας έχει σημασία: το 1815, η Αυστρία και η Πρωσία δεν μπορούσαν υλικά να συγκριθούν με τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά εντάχθηκαν στο σχήμα ως ίσοι.

Στην αφήγηση του Τραμπ για τη νέα συναυλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ούτε ο ήρωας ούτε το θύμα του διεθνούς συστήματος, ούτε και δεσμευμένες να υπερασπιστούν τις φιλελεύθερες αρχές τους στον υπόλοιπο κόσμο. Στη δεύτερη ορκωμοσία του, ο Τραμπ υποσχέθηκε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ηγηθούν ξανά, όχι μέσω των ιδεών τους, αλλά μέσω των φιλοδοξιών τους. Με την επιδίωξη του μεγαλείου, υποσχέθηκε, θα έρθει η υλική ισχύς και η ικανότητα «να φέρουμε ένα νέο πνεύμα ενότητας σε έναν κόσμο που είναι θυμωμένος, βίαιος και απολύτως απρόβλεπτος». Αυτό που έχει καταστεί σαφές τις εβδομάδες μετά από εκείνη την ομιλία είναι ότι η ενότητα που επιδιώκει ο Τραμπ αφορά κυρίως την Κίνα και τη Ρωσία.

Στην αφήγηση του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, οι δύο χώρες τοποθετούνταν ως αδιάλλακτοι εχθροί, ιδεολογικά αντίθετοι με την τάξη που ηγούνται οι ΗΠΑ. Στην αφήγηση της συναυλίας, η Κίνα και η Ρωσία δεν εμφανίζονται πλέον ως καθαροί ανταγωνιστές, αλλά ως εν δυνάμει εταίροι, που συνεργάζονται με την Ουάσινγκτον για τη διατήρηση κοινών συμφερόντων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εταίροι μιας συναυλίας γίνονται στενοί φίλοι· κάθε άλλο. Ένα τέτοιο σύστημα θα συνεχίσει να περιλαμβάνει ανταγωνισμό, καθώς κάθε ισχυρός άνδρας επιδιώκει την υπεροχή. Αλλά όλοι αναγνωρίζουν ότι οι συγκρούσεις μεταξύ τους πρέπει να μετριάζονται, ώστε να αντιμετωπίσουν τον πραγματικό εχθρό: τις δυνάμεις της αταξίας.

Οι υπουργοί Εξωτερικών της Κίνας και της Ρωσίας, Γουάνγκ Γι και Σεργκέι Λαβρόφ, στη Μόσχα, τον Απρίλιο του 2025 Pavel Bednyakov / Reuters

Ήταν ακριβώς αυτό το αφήγημα για τον κίνδυνο των αντεπαναστατικών δυνάμεων που θεμελίωσε τη Συναυλία της Ευρώπης. Οι μεγάλες δυνάμεις άφησαν κατά μέρος τις ιδεολογικές τους διαφορές, αναγνωρίζοντας ότι οι επαναστατικές εθνικιστικές δυνάμεις που είχε εξαπολύσει η Γαλλική Επανάσταση συνιστούσαν μεγαλύτερη απειλή για την Ευρώπη απ’ ό,τι οι μεταξύ τους συγκρούσεις. Στο όραμα του Τραμπ για μια νέα συναυλία, η Ρωσία και η Κίνα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πνευματικά συγγενείς στην προσπάθεια καταστολής της εκτεταμένης αταξίας και των κοινωνικών αλλαγών που θεωρούνται ανησυχητικές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται τους ομολόγους τους – ιδιαίτερα την Κίνα σε ζητήματα εμπορίου – αλλά όχι εις βάρος της ενίσχυσης αυτών που ο Τραμπ και ο αντιπρόεδρός του, Τζέι Ντι Βανς, αποκαλούν «εσωτερικούς εχθρούς»: παράνομους μετανάστες, ισλαμιστές τρομοκράτες, προοδευτικούς του «woke» κινήματος, σοσιαλιστές ευρωπαϊκού τύπου και σεξουαλικές μειονότητες.

Για να λειτουργήσει μια «συναυλία δυνάμεων», τα μέλη της πρέπει να μπορούν να επιδιώκουν τις δικές τους φιλοδοξίες χωρίς να ποδοπατούν τα δικαιώματα των ομοτίμων τους (η καταπάτηση των δικαιωμάτων των «υπόλοιπων», αντίθετα, θεωρείται αποδεκτή και αναγκαία για τη διατήρηση της τάξης). Αυτό σημαίνει την οργάνωση του κόσμου σε διακριτές σφαίρες επιρροής – όρια που ορίζουν τους χώρους όπου μια μεγάλη δύναμη έχει το δικαίωμα να ασκεί απρόσκοπτα την επέκταση και κυριαρχία της. Στη Συναυλία της Ευρώπης, οι μεγάλες δυνάμεις επέτρεπαν στους ομοίους τους να επεμβαίνουν εντός αναγνωρισμένων σφαιρών επιρροής, όπως όταν η Αυστρία κατέστειλε την επανάσταση στη Νάπολη το 1821 ή όταν η Ρωσία καταπίεσε βάναυσα τον πολωνικό εθνικισμό, επανειλημμένα κατά τον 19ο αιώνα.

Στη λογική μιας σύγχρονης συναυλίας, θα ήταν λογικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να επιτρέψουν στη Ρωσία να καταλάβει μόνιμα ουκρανικά εδάφη, προκειμένου να αποτρέψουν αυτό που η Μόσχα θεωρεί απειλή για την περιφερειακή ασφάλεια. Θα είχε νόημα οι ΗΠΑ να αποσύρουν «στρατιωτικές δυνάμεις ή οπλικά συστήματα από τις Φιλιππίνες, με αντάλλαγμα η Ακτοφυλακή της Κίνας να μειώσει τις περιπολίες της», όπως πρότεινε το 2024 ο ακαδημαϊκός Άντριου Μπάιερς, λίγο πριν διοριστεί από τον Τραμπ ως αναπληρωτής υφυπουργός Άμυνας για τη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία. Ένα πνεύμα «συναυλίας» θα επέτρεπε ακόμη και το ενδεχόμενο να μείνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο περιθώριο, αν η Κίνα αποφάσιζε να αναλάβει τον έλεγχο της Ταϊβάν. Σε αντάλλαγμα, ο Τραμπ θα περίμενε από το Πεκίνο και τη Μόσχα να μείνουν αμέτοχοι ενώ εκείνος θα απειλεί τον Καναδά, τη Γροιλανδία και τον Παναμά.

Όπως η αφήγηση της συναυλίας προσδίδει στις μεγάλες δυνάμεις το δικαίωμα να διαμορφώνουν το σύστημα όπως επιθυμούν, έτσι περιορίζει και τη δυνατότητα των υπολοίπων να ακουστεί η φωνή τους. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις του 19ου αιώνα ελάχιστα νοιάζονταν για τα συμφέροντα των μικρότερων, ακόμη και σε ζητήματα ζωτικής σημασίας. Το 1818, ύστερα από μια δεκαετία επαναστάσεων στη Νότια Αμερική, η Ισπανία αντιμετώπιζε την οριστική κατάρρευση της αυτοκρατορίας της στο δυτικό ημισφαίριο. Οι μεγάλες δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στο Άαχεν για να αποφασίσουν την τύχη της αυτοκρατορίας και να συζητήσουν το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης για την αποκατάσταση της μοναρχικής εξουσίας. Η Ισπανία, ενδεικτικά, δεν προσκλήθηκε καν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Παρομοίως, ο Τραμπ φαίνεται να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να δώσει ρόλο στην Ουκρανία στις διαπραγματεύσεις για την τύχη της, και έχει ακόμη λιγότερη διάθεση να εμπλέξει τους Ευρωπαίους συμμάχους: ο ίδιος, ο Πούτιν και οι εκάστοτε αντιπρόσωποί τους θα τα κανονίσουν «διαιρώντας ορισμένα περιουσιακά στοιχεία», όπως έχει δηλώσει. Το Κίεβο θα πρέπει απλώς να αποδεχτεί το αποτέλεσμα.

ΤΟ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΦΑΙΡΩΝ
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Ουάσινγκτον θα μπορούσε πράγματι να δει το Πεκίνο – και ακόμη και τη Μόσχα – ως εταίρους. Η αναζωογόνηση του ελέγχου των εξοπλισμών, για παράδειγμα, θα ήταν μια καλοδεχούμενη εξέλιξη, που απαιτεί περισσότερη συνεργασία απ’ ό,τι θα επέτρεπε η αφήγηση του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Από αυτή την άποψη, η αφήγηση της «συναυλίας» ασκεί ιδιαίτερη έλξη. Παραδίδοντας τη διαχείριση της παγκόσμιας τάξης σε ισχυρούς άνδρες που κυβερνούν πανίσχυρα κράτη, ίσως ο κόσμος μπορούσε να απολαύσει μια σχετική ειρήνη και σταθερότητα, αντί για συγκρούσεις και αταξία. Όμως αυτή η αφήγηση διαστρεβλώνει τις πραγματικότητες της ισχύος και αποκρύπτει τις δυσκολίες της συλλογικής δράσης.

Καταρχάς, όσο κι αν ο Τραμπ πιστεύει ότι οι σφαίρες επιρροής είναι εύκολο να χαραχθούν και να διαχειριστούν, δεν είναι. Ακόμη και στην ακμή της Συναυλίας της Ευρώπης, οι δυνάμεις δυσκολεύονταν να ορίσουν τα όρια της επιρροής τους. Η Αυστρία και η Πρωσία συγκρούονταν συνεχώς για τον έλεγχο της Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Η Γαλλία και η Βρετανία αντιπαρατίθεντο για την κυριαρχία στις Κάτω Χώρες. Πιο πρόσφατες απόπειρες δημιουργίας σφαιρών επιρροής αποδείχθηκαν εξίσου προβληματικές. Στη Διάσκεψη της Γιάλτας το 1945, ο Ρούζβελτ, ο Στάλιν και ο Τσώρτσιλ οραματίστηκαν μια ειρηνική συνδιαχείριση του μεταπολεμικού κόσμου. Αντ’ αυτού, πολύ σύντομα βρέθηκαν να συγκρούονται στα όρια των σφαιρών τους – πρώτα στην καρδιά της νέας τάξης, τη Γερμανία, και στη συνέχεια στα περιθώρια, στην Κορέα, το Βιετνάμ και το Αφγανιστάν. Σήμερα, εξαιτίας της οικονομικής αλληλεξάρτησης που έφερε η παγκοσμιοποίηση, είναι ακόμη δυσκολότερο να διαιρεθεί ο κόσμος με σαφή όρια. Πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού και ροές άμεσων ξένων επενδύσεων παραβιάζουν κάθε γραμμική κατανομή ισχύος. Και ζητήματα όπως οι πανδημίες, η κλιματική αλλαγή ή η διάδοση των πυρηνικών δεν περιορίζονται εντός σφαιρών – δεν μπορούν να περιοριστούν από μία και μόνη δύναμη.

Ο Τραμπ μοιάζει να πιστεύει ότι μια πιο συναλλακτική προσέγγιση μπορεί να παρακάμψει τις ιδεολογικές διαφορές που ενδεχομένως να εμποδίζουν τη συνεργασία με την Κίνα και τη Ρωσία. Όμως, παρά τη φαινομενική ενότητα των μεγάλων δυνάμεων, οι συναυλίες συχνά αποκρύπτουν αντί να αμβλύνουν τις ιδεολογικές εντάσεις. Δεν άργησε να φανεί αυτό και στη Συναυλία της Ευρώπης. Στα πρώτα της χρόνια, οι συντηρητικές δυνάμεις – Αυστρία, Πρωσία και Ρωσία – σχημάτισαν τη δική τους αποκλειστική «Ιερά Συμμαχία» για να προστατεύσουν τα δυναστικά τους καθεστώτα. Αντιμετώπιζαν τις εξεγέρσεις κατά της ισπανικής κυριαρχίας στην Αμερική ως υπαρξιακή απειλή, που απαιτούσε άμεση παρέμβαση. Στο πιο φιλελεύθερο Ηνωμένο Βασίλειο, αντίθετα, έβλεπαν τις εξεγέρσεις ως εγγενώς φιλελεύθερες και, παρότι ανησυχούσαν για το κενό εξουσίας που θα μπορούσε να προκύψει, δεν είχαν πρόθεση να επέμβουν. Τελικά, οι Βρετανοί συνεργάστηκαν με μια νεοεμφανιζόμενη φιλελεύθερη χώρα – τις Ηνωμένες Πολιτείες – για να αποκλείσουν το δυτικό ημισφαίριο από την ευρωπαϊκή παρέμβαση, στηρίζοντας σιωπηρά το Δόγμα Μονρόε με τη ναυτική τους ισχύ.

Οι συναυλίες συχνά συγκαλύπτουν, παρά αμβλύνουν, τις ιδεολογικές συγκρούσεις.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς παρόμοιες ιδεολογικές συγκρούσεις σε μια νέα συναυλία. Ο Τραμπ μπορεί να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία στο πώς ο Σι διαχειρίζεται τη σφαίρα του, όμως εικόνες της Κίνας να καταπνίγει τη δημοκρατία της Ταϊβάν θα προκαλούσαν πιθανότατα έντονη αντίδραση στις ΗΠΑ και αλλού – όπως ακριβώς η ρωσική επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας εξόργισε δημοκρατικές κοινότητες. Μέχρι στιγμής, ο Τραμπ έχει κατορθώσει να αναστρέψει ουσιαστικά την πολιτική των ΗΠΑ για την Ουκρανία και τη Ρωσία χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό κόστος. Όμως μια δημοσκόπηση του Economist-YouGov στα μέσα Μαρτίου έδειξε ότι το 47% των Αμερικανών δεν εγκρίνει τον χειρισμό του πολέμου από τον Τραμπ και το 49% αποδοκιμάζει συνολικά την εξωτερική του πολιτική.

Όταν οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούν να καταστείλουν τις προκλήσεις απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, συχνά προκαλούν αντίδραση, γεννώντας προσπάθειες ανατροπής της εξουσίας τους. Εθνικά και υπερεθνικά κινήματα μπορούν να διαβρώσουν μια συναυλία. Στη Ευρώπη του 19ου αιώνα, οι επαναστατικές εθνικιστικές δυνάμεις που οι μεγάλες δυνάμεις επιδίωκαν να συγκρατήσουν ενισχύθηκαν με την πάροδο του χρόνου και άρχισαν να δικτυώνονται μεταξύ τους. Μέχρι το 1848 ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να ξεκινήσουν συντονισμένες επαναστάσεις σε όλη την Ευρώπη. Αν και καταπνίγηκαν, οι εξεγέρσεις αυτές απελευθέρωσαν δυνάμεις που τελικά έδωσαν τη χαριστική βολή στη Συναυλία μέσα από τους πολέμους ενοποίησης της Γερμανίας τη δεκαετία του 1860.

Η αφήγηση της συναυλίας υπονοεί ότι οι μεγάλες δυνάμεις μπορούν να δρουν από κοινού για να κρατούν τις δυνάμεις της αστάθειας μακριά επ’ αόριστον. Η κοινή λογική και η ιστορία λένε το αντίθετο. Σήμερα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως μπορέσουν να επιβάλουν μια εκεχειρία στην Ουκρανία, διαπραγματευόμενες νέα εδαφικά όρια και «παγώνοντας» τη σύγκρουση. Αυτό ίσως αποφέρει μια προσωρινή ανάπαυλα, αλλά δύσκολα θα οδηγήσει σε διαρκή ειρήνη: η Ουκρανία δύσκολα θα ξεχάσει τα χαμένα εδάφη και ο Πούτιν δύσκολα θα μείνει ικανοποιημένος για πολύ. Η Μέση Ανατολή αποτελεί ένα ακόμη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου η συνενοχή των μεγάλων δυνάμεων δύσκολα μπορεί να οδηγήσει σε σταθερότητα και ειρήνη. Ακόμη κι αν συνεργάζονταν αρμονικά, είναι αμφίβολο αν Ουάσινγκτον, Πεκίνο και Μόσχα θα μπορούσαν να τερματίσουν τον πόλεμο στη Γάζα, να αποτρέψουν πυρηνική αντιπαράθεση με το Ιράν ή να σταθεροποιήσουν τη Συρία μετά τον Άσαντ.

Μια οθόνη που προβάλει τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 2025 Γιούλια Μορόζοβα / Reuters

ΤΟ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΦΑΙΡΩΝ
Οι προκλήσεις θα προκύψουν και από άλλα κράτη – ιδίως από τις ανερχόμενες «μεσαίες» δυνάμεις. Στον 19ο αιώνα, χώρες όπως η Ιαπωνία απαίτησαν να ενταχθούν στο «κλαμπ» των μεγάλων δυνάμεων και να έχουν ισότιμο λόγο σε ζητήματα όπως το εμπόριο. Η πιο καταπιεστική μορφή ευρωπαϊκής κυριαρχίας – η αποικιοκρατική διακυβέρνηση – τελικά προκάλεσε σφοδρή αντίσταση σε όλο τον κόσμο. Σήμερα, μια διεθνής ιεραρχία θα ήταν ακόμη δυσκολότερο να διατηρηθεί. Τα μικρότερα κράτη δεν αναγνωρίζουν στους ισχυρούς κάποια ιδιαίτερη νομιμοποίηση να υπαγορεύουν την παγκόσμια τάξη. Οι μεσαίες δυνάμεις έχουν ήδη δημιουργήσει τους δικούς τους θεσμούς – πολυμερείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, περιφερειακούς οργανισμούς ασφάλειας – που διευκολύνουν τη συλλογική αντίσταση. Η Ευρώπη δυσκολεύεται να οικοδομήσει μια πραγματικά ανεξάρτητη αμυντική πολιτική, αλλά πιθανότατα θα ενισχύσει τις προσπάθειές της, τόσο για την ασφάλειά της όσο και για να συνεχίσει τη στήριξη της Ουκρανίας. Τα τελευταία χρόνια, η Ιαπωνία έχει οικοδομήσει τα δικά της δίκτυα επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό, τοποθετώντας εαυτόν ως δύναμη ικανή για ανεξάρτητη διπλωματική δράση στην περιοχή. Η Ινδία δύσκολα θα αποδεχτεί τον αποκλεισμό της από μια νέα αρχιτεκτονική μεγάλων δυνάμεων, ιδίως εάν κάτι τέτοιο ευνοεί την κινεζική ισχύ στα σύνορά της.

Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που ενέχει η συνενοχή μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, χρειάζονται οι δεξιότητες ενός Όττο φον Μπίσμαρκ – του Πρώσου ηγέτη που βρήκε τρόπους να χειραγωγήσει τη Συναυλία της Ευρώπης προς όφελός του. Η διπλωματία του Μπίσμαρκ μπορούσε να αποσταθεροποιήσει ακόμη και συμμάχους με κοινή ιδεολογική βάση. Όταν η Πρωσία ετοιμαζόταν για πόλεμο με τη Δανία το 1864, για να αποσπάσει τον έλεγχο του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, ο Μπίσμαρκ επικαλέστηκε τους κανόνες της Συναυλίας και υπάρχουσες συνθήκες ώστε να παρακάμψει το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είχε δεσμευθεί να προστατεύσει την ακεραιότητα της Δανίας. Αξιοποίησε τον αποικιακό ανταγωνισμό στην Αφρική, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως «έντιμο μεσολαβητή» μεταξύ της Γαλλίας και της Βρετανίας. Παρότι ήταν αντιδραστικός συντηρητικός, εχθρικός προς τις φιλελεύθερες και εθνικιστικές δυνάμεις της εποχής, δεν ήταν παθητικός· υπολόγιζε πότε να συντρίψει τα επαναστατικά κινήματα και πότε να τα αξιοποιήσει, όπως στην προσπάθεια ενοποίησης της Γερμανίας. Ήταν φιλόδοξος, αλλά δεν τον κυρίευε η επιθυμία για επέκταση – αρνήθηκε, για παράδειγμα, να διεκδικήσει αποικίες στην Αφρική, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε τη Γερμανία σε σύγκρουση με τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Δυστυχώς, οι περισσότεροι ηγέτες – όσο κι αν βλέπουν τον εαυτό τους διαφορετικά – δεν είναι Μπίσμαρκ. Οι περισσότεροι μοιάζουν περισσότερο με τον Ναπολέοντα Γ΄. Ο Γάλλος ηγέτης ανέλαβε την εξουσία μετά τις επαναστάσεις του 1848, πιστεύοντας ότι διέθετε εξαιρετική ικανότητα να χρησιμοποιήσει τη Συναυλία για τους δικούς του σκοπούς. Προσπάθησε να διχάσει την Αυστρία και την Πρωσία για να αυξήσει την επιρροή του στη Γερμανική Συνομοσπονδία και επιχείρησε να συγκαλέσει μια μεγάλη διάσκεψη επαναχάραξης των ευρωπαϊκών συνόρων, στη βάση των εθνικών κινημάτων. Απέτυχε παταγωδώς. Ματαιόδοξος, συναισθηματικός, ευάλωτος σε κολακείες και ταπεινώσεις, κατέληξε είτε εγκαταλελειμμένος από τους ισχυρούς συνομιλητές του είτε έρμαιο των επιδιώξεών τους. Ο Μπίσμαρκ βρήκε στον Ναπολέοντα Γ΄ τον αφελή συνεργάτη που χρειαζόταν για να προωθήσει την ενοποίηση της Γερμανίας.

Σε μια σημερινή «συναυλία δυνάμεων», πώς θα τα πήγαινε ο Τραμπ ως ηγέτης; Είναι πιθανό να εμφανιζόταν ως φιγούρα τύπου Μπίσμαρκ, απειλώντας και μπλοφάροντας για να αποσπάσει ευνοϊκές παραχωρήσεις από άλλες μεγάλες δυνάμεις. Όμως, εξίσου πιθανό είναι να κατέληγε σαν τον Ναπολέοντα Γ΄ – ξεγελασμένος και υπερκερασμένος από πιο δόλιους αντιπάλους.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ Ή ΣΥΝΕΝΟΧΗ;
Μετά την εγκαθίδρυση της Συναυλίας, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διατήρησαν την ειρήνη για σχεδόν 40 χρόνια. Πρόκειται για εντυπωσιακό επίτευγμα σε μια ήπειρο που είχε ρημαχτεί επί αιώνες από πολέμους μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Από αυτή την άποψη, η Συναυλία ίσως προσφέρει ένα χρήσιμο πρότυπο για έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο πολυπολικός. Όμως, για να λειτουργήσει, χρειάζεται ένα αφήγημα λιγότερο βασισμένο στη συνενοχή και περισσότερο στη συνεργασία – ένα αφήγημα όπου οι μεγάλες δυνάμεις δρουν από κοινού όχι μόνο για τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και για το συλλογικό όφελος.

Αυτό που κατέστησε δυνατή την αρχική Συναυλία ήταν η παρουσία ηγετών με κοινή στόχευση: τη διαχείριση της ηπείρου και την αποφυγή ενός ακόμη καταστροφικού πολέμου. Η Συναυλία είχε κανόνες για τη διαχείριση του ανταγωνισμού. Όχι τους κανόνες της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, που επιδίωκαν να αντικαταστήσουν την ισχύ με το δίκαιο· αλλά άτυπους «κανόνες εμπειρίας», κοινά αποδεκτούς από τις μεγάλες δυνάμεις κατά τις διαπραγματεύσεις τους. Αυτοί καθόριζαν πότε θα επενέβαιναν, πώς θα μοιράζονταν εδάφη, και ποιος θα είχε την ευθύνη για τη διατήρηση της ειρήνης. Το όραμα της αρχικής Συναυλίας περιλάμβανε επίσης θεσμοθετημένες διαβουλεύσεις και ηθική πειθώ – μέσα από φόρα που συγκέντρωναν τις μεγάλες δυνάμεις σε συλλογικό διάλογο.

Δύσκολα φαντάζεται κανείς τον Τραμπ να στήνει ένα τέτοιο σύστημα. Ο Τραμπ φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να οικοδομήσει μια Συναυλία όχι με αυθεντική συνεργασία, αλλά με συναλλακτικές συμφωνίες, χρησιμοποιώντας απειλές και δωροδοκίες για να σύρει τους εταίρους του στη συνενοχή. Ως συστηματικός παραβάτης κανόνων και θεσμών, ο Τραμπ δύσκολα θα ακολουθούσε τους περιορισμούς που απαιτούνται για την αποτροπή συγκρούσεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Ούτε είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τον Πούτιν και τον Σι ως «φωτισμένους εταίρους», διατεθειμένους να βάλουν στην άκρη τα συμφέροντά τους για το γενικό καλό.

Αξίζει να θυμόμαστε πώς τελείωσε η Συναυλία της Ευρώπης: πρώτα με περιορισμένους πολέμους στην ήπειρο, έπειτα με αποικιακές συγκρούσεις εκτός αυτής, και τέλος με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σύστημα δεν μπορούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση όταν ο ανταγωνισμός εντάθηκε. Και όταν η προσεκτική συνεργασία εκφυλίστηκε σε απλή συνενοχή, η αφήγηση της Συναυλίας μετατράπηκε σε παραμύθι. Το σύστημα κατέρρευσε σε μια έκρηξη ωμής πολιτικής ισχύος – και ο κόσμος τυλίχθηκε στις φλόγες.

Foreign Affairs

https://www.anixneuseis.gr/

**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων

Δεν υπάρχουν σχόλια: