ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Η Ανάσταση των Ελλήνων και οι περιηγητές



 Άρτεμις Σκουμπουρδή

Η Ανάσταση των Ελλήνων και οι περιηγητές
“Η πιο υψηλή μορφή της Άνοιξης που ξέρω: μια Ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα” γράφει ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης.
Μας εκφράζει απολύτως ο ποιητής, καθώς η κορύφωση της Άνοιξης συμπίπτει με την εβδομάδα των Παθών και την Ανάσταση του Χριστού.
Γιορτή διαχρονική, συμβολική, η κορυφαία γιορτή μας! Για τον λόγο αυτό, γιορτάζουμε την ξεχωριστή αυτή μέρα της Ανάστασης, όπως κανείς άλλος λαός στην οικουμένη!..
Πέραν της πανηγυρικής ατμόσφαιρας, της τελετουργίας του οβελία και της κρασοκατάνυξης, τα μηνύματα αυτού του εορτασμού είναι η προσφορά και η αγάπη. Μηνύματα διαχρονικά που πλημμυρίζουν την ψυχή μας παλαιόθεν έως σήμερα.
Ξετυλίγοντας τον μίτο της Κλειούς, κατά τις μακραίωνες δοκιμασίες το λαού μας και, συγκεκριμένα, στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης, οι Έλληνες δεν ξεχνούσαν τους δοκιμαζόμενους αδελφούς τους! Πρόσφεραν και, τότε, αφειδώς, αγάπη!..
Στο “Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας” του Παναγή Σκουζέ (παρ. 86-87) διαβάζουμε σχετικά:
«Ήταν και ένα συνήθειο εις την Αθήνα. οι άρχοντες προεστοί, εις την παραμονή των Χριστουγέννων και εις την Ανάσταση του Χριστού, εδιόριζαν δύο νοικοκυρέους και έναν κληρικό και τους έδιδαν την άδεια να περιέλθουν τα σινάφια και όλη την πόλη, να συνάξουν ό,τι προαιρείται ο καθένας. Ομοίως και από τους επιτρόπους των εκκλησιών, να δίνουν κάτι από τα συναγμένα της εκκλησίας. Ομοίως και τα μοναστήρια, οι γούμενοι και οι εν καταστάσει πατέρες.
Και <μ’> αυτά τα συναγμένα αγόραζαν παπούτζια, μανδήλια δια τες γυναίκες, φέσια και λοιπά, και εις ολίγα χρήματα. Και τα εμοίραζαν εις αυτούς τους κατοικούντας δυστυχείς εις τες ενορίες και εις μερικούς ευγενείς ξεπεσμένους, όπου είχαν δυστυχήσει και τους είχε μείνει μόνο ένα σπίτι, όπου εκατοικούσαν ή και κανένα υποστατικό μικρό, και , ασυνήθιστοι να εργάζονται, υστερούντο.
Ο κάθε χριστιανός αφιέρωνε ό,τι επροαίρετο προς στολισμόν και φωτισμόν της εκκλησίας και προς βοήθειαν των πτωχών, κατοίκων εις τα κελιά. Και έτζι δεν ήτον εις την πόλη εντόπιοι ζήτουλες, παρά κάτι ξένους έβλεπες που και που.
Μήτε επήγαιναν οι πτωχοί Αθηναίοι αλλού, να διακονέψουν, έχοντας εις Αθήνα αυτούς τους τρόπους, εζούσαν υπέρ τας χιλίας ψυχάς μέσα εις τας ενορίας».
Επιστρέφοντας στους εορτασμούς της Πασχαλιάς, ας δούμε πώς βίωναν την κορωνίδα των γιορτών μας οι ξένοι περιηγητές. Και ας ξεκινήσουμε από τον Γάλλο γιατρό και Διπλωμάτη Πουκεβίλ, μέσα από τις εντυπώσεις του, που εκδίδει το 1805:
«Το Μεγάλο Σάββατο βλέπεις να ξαναγεννιέται η ελπίδα στα πρόσωπά τους – χιλιάδες χέρια βρίσκονται σε δράση για να ψήσουν γλυκίσματα και να βάψουν αυγά.
Κυκλοφορεί θορυβώδικη χαρά, από μακριά αναδίνεται η μυρωδιά από τις προετοιμασίες.
Αρχίζουν με τη λύρα, ακούγεται ο ήχος από το ντέφι που είχε ξεχαστεί όλη τη σαρακοστή.
Από ένα κοφίνι από λυγαριά βγάζουν το νυφιάτικο κοστούμι, το πλουμισμένο με χρυσά σιρίτια και φορτωμένο με μεγάλα λουλούδια. Οι γυναίκες καθαρίζουν το σπίτι.
Την εβδομάδα αυτή οι Τούρκοι, ανεκτικοί από αρχή ή από συμφέρον, δείχνουν ένα είδος σεβασμού στους χριστιανούς.
Επίσης περνούν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή του Πάσχα μέσα στην εκκλησία, και μόλις ο ήλιος αρχίζει να φωτίζει το πιο μακρινό κομμάτι του ορίζοντα, μόλις χαράζει η ημέρα, χίλιες φωνές ψάλλουν την ιαχή της χαράς. Το αλληλούια αντηχεί ως τους ουρανούς.
Ο δεσπότης, από το βάθος του ιερού, που ανοίγει αυτή τη στιγμή, αναγγέλλει το μέγα γεγονός, την Ανάσταση, και οι Έλληνες αγκαλιάζονται συγχαίροντας ο ένας τον άλλο με τούτα τα λόγια: Χριστός Ανέστη.
Τότε ο Έλληνας ξαναγίνεται άνθρωπος, ξαναγίνεται ο εαυτός του. Τα αρνιά που ευλογήθηκαν την παραμονή, ετοιμασμένα για να φαγωθούν, έχουν περάσει στη σούβλα αλειμμένα με λίπος και πασπαλισμένα με ρίγανη.
Τα σερβίρουν στα τραπέζια που έχουν στηθεί στο ύπαιθρο, αρχίζουν να τρώνε από το πρωί και το κρασί τρέχει άφθονο. Η χαρά, τα τραγούδια, προάγγελοι της μέθης, αναγγέλλουν πως ο Έλληνας ξέχασε τη δυστυχία της ζωής του...». («Ταξίδι στο Μοριά», Πουκεβίλ, εκδόσεις Τολίδη).
Αργότερα, μετά την απελευθέρωση, το Πάσχα του 1829, ο Γάλλος αρχαιολόγος Εντγκάρ Κινέ μάς περιγράφει:
«Όλοι φιλιούνται το πρωί σαν συναντιούνται. Δεν υπάρχει ούτε ένα άθλιο χαμόσπιτο που να μην μαζεύει του ανθρώπους του γύρω από μία πιατέλα αρνί. Αυτή τη μέρα οι Έλληνες γίνονται πάλι αυτοί του Αριστοφάνη και του Απουλήιου!».
Δέκα χρόνια αργότερα η Δανέζα Χριστιάνα Λυτ, σύζυγος του ιερέα της Αμαλίας, γράφει στο ημερολόγιό της:
«Οι μέρες του Πάσχα γιορτάζονται με πολλές τουφεκιές. Όση περισσότερη φασαρία γίνεται, τόσο μεγαλύτερη τιμή είναι για τον νοικοκύρη που πιστεύει ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να γιορτάσει τη μέρα αυτή».
Στα 1852, ο επίσης Γάλλος αρχαιολόγος Εντμόντ Αμπού σατιρίζει το πολεμικό μένος των Ελλήνων την ημέρα της Ανάστασης:
«Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου η νηστεία τελειώνει κι η γιορτή αρχίζει. Όλες οι εκκλησίες είναι πλημμυρισμένες από κόσμο. Χτυπά το κανόνι, αρχίζει η μουσική, όλη η πόλη αγκαλιάζεται, τα βεγγαλικά φώτα ανάβουν και ο καθένας ανάβει ένα κερί που κρατά στο χέρι.
Ο ελληνικός λαός αγαπά το θόρυβο και οι τουφεκιές είναι απαραίτητες για την ευτυχία του. Πιστεύει όπως και ο Άραβας ότι δεν γίνεται ωραία γιορτή χωρίς μπαρούτι. Οι γιορτές του Πάσχα αντηχούν από μία συνεχή έκρηξη.
Η αστυνομία πήρε απόφαση να εμποδίσει τις τουφεκιές του Πάσχα, τουλάχιστον στην πρωτεύουσα. Οι αρχές πήραν τέτοια μέτρα που να εγγυώνται τη δημόσια γαλήνη.
Έτσι μας στάθηκε αδύνατον από δύο νύχτες να κλείσουμε μάτι! Δεν έρριχναν πια τουφεκιές στους δρόμους αλλά τις έρριχναν από τα παράθυρα, στις αυλές και... εν ανάγκη, στις καπνοδόχους!». («Η Ελλάδα του Όθωνα, Ε. Αμπού, εκδ. Μεταίχμιο).
Ανάσταση, λοιπόν, η εορτή των εορτών, η πανήγυρις των πανηγύρεων που ζωοποιεί την ελπίδα και την πίστη, που γίνεται άξονας της προσωπικής ζωής του καθενός.
Γιορτή συμβολική και μοναδική, ριζωμένη στην καρδιά του Έλληνα από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας και για πάντοτε εις το διηνεκές. Η μεγαλύτερη εθνική εορτή των Ελλήνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: