ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τήνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τήνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

ΤΑ ΠΥΡΑΥΝΑ ΤΟΥ ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΥ

Μιάς και διανύουμε τόν μήνα τον συνδεδεμένο με το πύρ,τόν Ιούνιο,επιλέγω ενα κειμενο σχετικό ,του Ν.Ζερβονικολάκη,ωστε να κλεισουμε τήν ενότητα περί νήσου Τήνου..ελπίζω κάποιοι από εσας να εντάξετε το ομορφο αυτο νησι στούς μελλοντικούς προορισμούς σας[αν εξακολουθει βεβαίως να ανήκει στην Ελληνική επικράτεια...μέ τόσα που μάς συμβαίνουν  τελευταία ,ολα ειναι πιθανά..αλλά ελπίζουμε και μαχόμαστε για τον πανέμορφο τόπο και τό εθνος μας....]

ΙΕΡΕΣ ΦΩΤΙΕΣΤα Πύραυνα του Εξαγνισμού
ΚΕΙΜΕΝΟ/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ
«Εδώ και χιλιάδες χρόνια, η φωτιά δοκιμάζει το φόβο και τις ελπίδες των ανθρώπων, με τρόπο που κάποτε καθόριζε τη ζωή τους για πολλούς αιώνες»
«Ο ήλιος, είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού με τις φωτιές, αφού ανάβουν προς τιμήν του, με τους ανθρώπους να υπακούν σε αρχεγονικές δοξασίες, για τη ζωή»

.
Το Ξώμπουργο είναι ο μεγάλος πέτρινος όγκος που δεσπόζει στο κέντρο του νησιού της Τήνου και
στις νότιες υπόρειές του φιλοξενεί τον αρχαιολογικό χώρο με την πόλη των Γεωμετρικών χρόνων.
Οι φωτιές του καλοκαιριού, είναι η αρχαιότερη γιορτή στον κόσμο, που εξακολουθεί να γιορτάζεται χωρίς διακοπή και με όλο το παγανιστικό της μυθολόγιο, ζωντανό και σχεδόν απείραχτο, στο πέρασμα χιλιετιών. Από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια, ο άνθρωπος υποδέχεται το καλοκαίρι με φωτιές τη νύχτα του ηλιοτρόπιου, την πιο μικρή νύχτα του χρόνου για το Βόρειο Ημισφαίριο, με τον ήλιο να στρέφεται προς το καλοκαίρι, ενώ αντίστοιχα, την ίδια νύχτα στο Νότιο Ημισφαίριο, ο ήλιος στρέφεται προς το χειμώνα. Θερινό Ηλιοστάσιο στο Βορρά και ταυτόχρονα Χειμερινό Ηλιοστάσιο στο Νότο. Η νύχτα της 21ης Ιουνίου, είναι αυτή που ανάβουν οι φωτιές, στο κατώφλι του καλοκαιριού.  

Μια παράξενη, φτερωτή μορφή, με πλαστική απόδοση σε αγγείο από την ανασκαφή
στο Ξώμπουργο της Τήνου.
Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Εδώ και χιλιάδες χρόνια, η φωτιά δοκιμάζει το φόβο και τις ελπίδες των ανθρώπων, με τρόπο που κάποτε καθόριζε τη ζωή τους για πολλούς αιώνες, όπως φαίνεται. Το φως του ήλιου από την άλλη, στάθηκε για τον άνθρωπο ένα θεμέλιο ζωής, αλλά καθώς εναλασσόταν το φως της μέρας με το σκοτάδι της νύχτας, ο άνθρωπος των προϊστορικών χρόνων, έτρεφε πάντοτε μέσα του το φόβο μήπως ένα πρωί ο ήλιος δεν ξαναφανεί, να οδηγήσει με το φως του την «καινούρια μέρα». Και οι φωτιές, τη νύχτα του Ηλιοτρόπιου, έχουν σκοπό να εξαγνίσουν κάθε κακή τροπή, εξασφαλίζοντας στον ήλιο, τον αιώνιο δρόμο στο δώμα του ουρανού. Στην αρχαιότητα, η Θερινή Τροπή του ήλιου, σήμαινε πολυήμερους εορτασμούς και κάθε λαός, επένδυε πάνω τους με τον τρόπο του, μύθους πολλούς και δοξασίες, που έχουν να κάνουν με τη ζωή.
Στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν η γιορτή μιας ερωτικής μαγείας, με τους νέους να ανταλλάσσουν ερωτικούς όρκους και να πηδούν πάνω από τις φωτιές, για να εξαγνίσουν αυτούς τους όρκους, αποδιώχνοντας κάθε επιβουλή. Ήταν οι φωτιές της τύχης, πηδώντας πάνω από τις φλόγες τρεις φορές. Οι Δρυϊδες, την ίδια νύχτα, γιόρταζαν τις «Φωτιές της ακτής». Στη Ρώμη, γιόρταζαν τα «Βεστάλια», μια γιορτή προς τιμήν της Θεάς Βεστά, που είναι η Εστία, και αυτές οι γιορτές της φωτιάς, διαρκούσαν μια ολόκληρη εβδομάδα. Οι Γαλάτες, γιόρταζαν την Επόνα, μια θηλυκή θεότητα,  που την απεικόνιζαν συνήθως να καβαλά μια φοράδα. Αυτή η θεότητα, ήταν η προσωποποίηση της. Οι Κέλτες της Ευρώπης, υποδέχονταν και εκείνοι με φωτιές το καλοκαίρι, τη νύχτα του Ηλιοτρόπιου. Νεαρά ζευγάρια, πηδούσαν πάνω από τις φωτιές και πίστευαν πως όσο πιο ψηλά πηδήσουν πάνω από τις φλόγες, τόσο πιο πολύ θα μεγάλωναν τα σπαρτά. Στην αρχαία Κίνα, αυτή η νύχτα, ήταν αφιερωμένη στις θηλυκές δυνάμεις της γης. Στη σημερινή Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη στη θέση εκείνης της γιορτής, οι Φωτιές του Αη-Γιαννιού, του Κλήδονα, που σε κάποιες περιοχές, τις λένε «του Αη-Γιαννιού του ηλιοτροπιού», προσδιορίζοντας επακριβώς την καταγωγή του εορτασμού, που αντί για τις 21 Ιουνίου, γίνεται την παραμονή του Αη-Γιάννη, δηλαδή τη νύχτα της 23ης Ιουνίου. Και σήμερα, ακόμη, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι φωτιές ανάβουν με τη δύση του ήλιου και στις φλόγες τους ρίχνονται τα ξερά στεφάνια της πρωτομαγιάς, ενώ αυτοί που πηδούν, ύστερα, πάνω από τις φωτιές, κάνουν κρυφές ευχές μέσα τους, ελπίζοντας να ευοδωθούν.

Η αρχαιολόγος και ανασκαφέας του χώρου με τις φωτιές, στο Ξώμπουργο, Νότα Κούρου,
στέκεται στο δάπεδο με τα πολλά πύραυνα και έχει μπροστά της αυτό που υποψιάζεται
ότι ενδέχεται να είναι ένας Βαίτυλος, μέσα σε ένα λαξευτό κοίλωμα του φυσικού βράχου...
ΜΙΑ ΙΕΡΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Εκ των πραγμάτων, από καταβολής τους, αυτές οι γιορτές με τις φωτιές του Ηλιοτρόπιου, έχουν ένα εξαγνιστικό χαρακτήρα, αλλά και έναν αποκρυφισμό, καθώς οι τελετουργοί που μετέχουν, πηδώντας πάνω από τις φωτιές, κρατούν καλά κρυμμένες τις ευχές που κάνουν. Είναι -εκτός των άλλων- και φωτιές μύησης. «Μυώ», θα πει, ότι κρατώ το στόμα μου κλειστό. Το «αμίλητο νερό» στη γιορτή του Κλήδονα, που συμπίπτει με τις φωτιές του ηλιοτρόπιου, αλλά και οι κρυφές σκέψεις που κάνουν όσοι παίρνουν μέρος στα δρώμενα της πρώτης νύχτας του καλοκαιριού, οι μαντικές και μαγικές ιδιότητες του «αμίλητου νερού», σε συνδυασμό με τη δύναμη της φωτιάς να κάνει τις ευχές πραγματικότητα, είναι στοιχεία που έχουν μυητικό χαρακτήρα.
Οι φωτιές αυτές, το δίχως άλλο, περιβάλλονται από μια ιερότητα, μια ιεροπρακτική διαδικασία, που μας διασώζει απλά, κάποια ίχνη από το προϊστορικό της παρελθόν.
Ο καθηγητής Δημ. Λουκάτος, αποφαίνεται ότι  η γιορτή του Αη-Γιάννη, στις 24 Ιουνίου, είναι από τις «ειδωλολατρικότερες» στο σύγχρονο εορτολόγιο, γιατί, όπως επισημαίνει: «μαζί με τον αη-Γιάννη, λατρεύεται, με παλιά υποσυνείδητη εθιμολογία, ο Ήλιος των θερινών τροπών, ανάβονται διαβατήριες και καθαρτήριες πυρές, για τον κρίσιμο χρόνο, ασκούνται με τελετουργική δεξιοτεχνία η μαντεία και η μαντική, εκβιάζεται σχεδόν η καλή τύχη, επιδιώκεται η υγεία και το σωματικό κάλλος, με τη συγκομιδή θεραπευτικών και αρωματικών ανθόφυτων».


Ο ήλιος ήταν πάντοτε στο επίκεντρο λογής ανθρώπινων δοξασιών, που έχουν να
κάνουν με τη ζωή και με το θάνατο. Ο φόβος και ο πόθος για το φως της επόμενης μέρας!
Ο ήλιος, είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού με τις φωτιές, αφού ανάβουν προς τιμήν του, με τους ανθρώπους να υπακούν σε αρχεγονικές δοξασίες, για τη ζωή.
Φαίνεται, ότι ούτε η χριστιανική πίστη δεν κατάφερε τελικά να ξεριζώσει αυτές τις αρχαιότροπες δοξασίες, ακόμη και όταν οι τελετουργοί, απειλήθηκαν με διωγμούς από την 6η Οικουμενική Σύνοδο.
Το 680 μ.Χ., η εν Τρούλλω, 6η Οικουμενική Σύνοδος, με την απειλή αφορισμού, απαγόρευσε τις φωτιές του ηλιοτρόπιου: «τας εν ταις νουμηνίαις υπό τινων προ των οικείων εργαστηρίων ή οίκων αναπτομένας πυράς, ας και υπεράλλεσθαί τινες κατά τι έθος αρχαίον επιχειρούσιν, από του παρόντος καταργηθήναι προστάσσομεν. Όστις ουν τοιούτό τι πράξει αφοριζέσθω».

Η θέα προς τα Βορειοδυτικά, από το χώτο της ανασκαφής με τις πολλές φωτιές στο Ξώμπουργο.
«Η φωτιά, είναι το εργαλείο της λατρείας», λέει η καθηγήτρια Αρχαιολογίας των πρώιμων ιστορικών χρόνων,  Νότα Κούρου, που είναι παράλληλα και ανασκαφέας ενός εξαιρετικά σημαντικού αρχαιολογικού χώρου, στη Νότια πλευρά του Εξωμβούργου (Ξώμπουργου) της Τήνου.
Ο χώρος αυτός, είναι γεμάτος από αρχαίες φωτιές, που έχουν αφήσει τα σημάδια τους σε μια πληθώρα από λαξευμένα πύραυνα, στο φυσικό βράχο.
Βλέποντας αυτή την ανασκαφή, με τόσες «Ιερές φωτιές», όπως θα αποτολμούσα να τις πω, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται να σας ρωτήσω είναι τι επεδίωκαν με αυτές τις φωτιές, οι άνθρωποι που κατοίκησαν αυτό το χώρο;
Χρησιμοποιήσατε τον όρο Ιερές φωτιές και θέλω να πω, ότι η φωτιά, έχει μια ιερότητα, σα στοιχείο λατρείας ή εξαγνισμού. Πιο σωστά, θα έλεγα, ότι η φωτιά είναι το εργαλείο της λατρείας. Μέσα από τη φωτιά, αυτοί οι άνθρωποι που κατοίκησαν αυτό το χώρο, λάτρευαν τους θεούς τους.
Ο χώρος αυτός, με τα πλήθος πύραυνα που είναι λαξεμένα στο φυσικό βράχο, είναι ένας τόπος λατρείας, ένα ανοιχτό, υπαίθριο ιερό;
Είναι προφανές, ότι σ' αυτό το χώρο, έρχονται για να λατρέψουν. Δε θα έλεγα ότι πρόκειται για ιερό. Αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι σε μια μικρή κλίμακα, ό,τι γίνεται και με τους βωμούς. Ανάβει κανείς φωτιά, για να κάνει μια τελετουργία που θέλει.

Σε εντυπωσιακή θέση ο αρχαιολογικός χώρος του Ξώμπουργου, βλέπει στο Νότο τη Δήλο του Απόλλωνα και τη Νάξο του Διόνυσου. Διακρίνεται δεξιά η διαδρομή του Κυκλώπειου τείχους.
Άρα, πρόκειται για μια ιεροπραξία, μια εκδήλωση λατρείας...
Ασφαλώς και οι φωτιές αυτές, έχουν λατρευτικό χαρακτήρα...
Βρίσκονται, ωστόσο, έξω από τα τείχη της πόλης.
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Είναι μια υπαίθρια λατρεία, πολύ πρωτόγονη, και αυτές οι λατρείες είναι ανεικονικές.
Για ποιά εποχή μιλάμε;
Το παλιότερο ίχνος εδώ, είναι το Κυκλώπειο Τείχος, που ανάγεται στον 11ο π.Χ. αιώνα. Δε θα με εξέπληττε, ωστόσο, αν βρίσκαμε κάποια στιγμή και κάτι παλιότερο. Θα μπορούσαν, δηλαδή, να βρεθούν και κάποια Κυκλαδικά. Από τον 11ο αιώνα και μετά, μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια, αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα, έχουμε διαπιστώσει διαρκή χρήση αυτού του χώρου. Μετά, κάτι συμβαίνει και πάμε στις «Πόλες», που βρίσκονται πίσω από το σημερινό Ναό της Παναγίας και στα «Κιόνια», με το ιερό του Ποσειδώνα.

Μια παράξενη μορφή χαραγμένη σε πήλινο αγγείο που βρέθηκε στο Ξώμπουργο Τήνου.
Ανάμεσα σε αυτά τα πύραυνα, υπάρχει και κάτι που ξεχωρίζει. Αυτό, που σας βάζει απ' ό,τι ξέρω σε σκέψεις, όπως είχατε πει και σε μια ομιλία σας, πριν από μερικούς μήνες, αν είναι «Βαίτυλος» ή όχι.
Ναι, υπάρχει ένας τέτοιος προβληματισμός. Το εύρημα αυτό, χρονολογείται στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα. Θα μπορούσε να είναι μια τράπεζα προσφορών. Ο Βαίτυλος, συναντάται βασικά στην Κρήτη και σπανιότατα αλλού.
Βαίτυλος, είναι ένας λατρευτικός λίθος, που θεωρείται ότι εμπεριέχει τη θεότητα. Μια θεότητα, που δεν έχει συγκεκριμένο όνομα. Δεν ξέρω κατά πόσο έχω αποδώσει σωστά την έννοια του Βαίτυλου. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, οι φωτιές αυτές, είναι ικεσίες προς κάποιους ανώνυμους θεούς.
Πρόκειται για μια πρωτόγονη λατρεία. Στην αρχή, οι πυρές αυτές, είναι ατομικές ή οικογενειακές. Αργότερα, παρατηρούμε ότι οι φωτιές μεγαλώνουν και ενδέχεται να είναι φωτιές φατριών. Αργότερα, πάλι, πάμε στην εσχάρα, που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι φωτιές αυτές είναι πιο οργανωμένες, είναι δηλαδή φωτιές της πόλης-κράτους. Ίσως, αυτή η εσχάρα που βλέπουμε εδώ, να μετακομίζει αργότερα, λίγες δεκάδες μέτρα από αυτό το χώρο, στο Ιερό Της Δήμητρας.
Χάλκινες ψηφίδες από το Ξώμπουργο Τήνου, με τα ονόματα
ΦΑΕΘΩΝ και ΑΝΗΣΤΟΣ, όπως και κομμάτια από χάλκινα εργαλεία.
Είπατε, ότι η φωτιά, είναι το εργαλείο της λατρείας. Ποιός ακριβώς είναι ο ρόλος αυτού του εργαλείου; Είναι ένα «εργαλείο» για θυσίες, είναι ένα «εργαλείο» εξαγνισμού», είναι και κάτι άλλο, ακόμη, ενδεχομένως;
Και οι δυο αυτές εκδοχές που αναφέρατε, νομίζω ότι ανιχνεύονται εδώ. Έχουν εντοπισθεί φωτιές, με λυγισμένα και αχρηστεμένα σπαθιά, που είναι μια μορφή θυσίας ή αφιερώματος, για κάποια αιτία. Υπάρχουν και φωτιές, που υποδηλώνουν εξαγνισμό.

Φαλλικό κιονόκρανο από τις ανασκαφές στο Ξώμπουργο της Τήνου.
Αφ' εαυτής, η φωτιά είναι εξαγνιστική, με την κυριολεκτική σημασία του εξαγνίζω.
Ασφαλώς. Ίσως αυτός να ήταν και ο κατ' εξοχήν ρόλος, όλων αυτών των πυραύνων. Φωτιές, εξευμενιστικές και εξαγνιστικές.
Υπάρχουν και πολλών ειδών πύραυνα. Πολλές μορφές πυραύνων.
Είναι σωστή και αυτή η παρατήρηση. Υπάρχουν πράγματι πολλά πύραυνα λαξεμένα στο βράχο. Υπάρχουν όμως και πύραυνα που είναι περιτοιχισμένα και πιο φροντισμένα από τα απλά λαξεύματα. Υπάρχουν άλλα πύραυνα που έχουν σκεπαστεί με πέτρες. Υπάρχουν και φωτιές με τράπεζες προσφορών. Ο άνθρωπος είχε πάντοτε ένα δέος απέναντι στη φωτιά, αλλά και ένα σεβασμό.
Αυτά τα δυο συναισθήματα, ενδεχομένως να καθορίζουν και τον λατρευτικό χαρακτήρα της φωτιάς. Και σήμερα, ακόμη, ο άνθρωπος περνά μέσα από τις φλόγες, πηδώντας στις φωτιές του Αη-Γιάννη, κάνοντας μέσα του ευχές, που πιστεύει ότι θα εισακουστούν. Έχει την αίσθηση, ότι η φωτιά τον κάνει δυνατό, καθώς φαίνεται να πιστεύει ότι οι φλόγες τον εξαγνίζουν από κάθε τι που μπορεί να τον βλάψει. Αυτή είναι η λαϊκή δοξασία.
Αυτά τα έθιμα, φαίνεται να ακολουθούν αρχαίους δρόμους...

Πύραυνα, που για κάποια αιτία έχουν καταργηθεί και έχουν σκαπαστεί με επιμελέστατα κατασκευασμένα πέτρινα προστατευτικά καλύμματα (ανασκαφή στο Ξώμπουργο Τήνου).
Η ίδια η φωτιά, θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι είναι ένας ασφαλής αρχαίος δρόμος, για φόβους ανθρώπινους και δοξασίες, που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Τα πύραυνα, στην πόλη των Γεωμετρικών χρόνων, στο Ξώμπουργο της Τήνου, είναι φειδωλά στις λεπτομέρειες όσων προσπαθούν να «αφηγηθούν», ωστόσο, στη βασική τους «διατύπωση», προσδιορίζουν την καταφυγή του ανθρώπου στην υπέρτατη δύναμη, όπως εκφράζεται μέσα από ένα φυσικό στοιχείο, τη φωτιά.

Οι φωτιές την παραμονή του Αη-Γιάννη, στις 23 ιουνίου, έρχονται από ένα μεγάλο βάθος χρόνου και ήταν κάποτε φωτιές αφιερωμένες στο θερινό ηλιοστάσιο.πηγήhttp://www.os3.gr

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ.........

Ο Νικόλαος Γύζης , ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες  ζωγράφους, γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου την 1η Μαρτίου του 1842.Από πολύ μικρός  έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική και σε ηλικία μόλις οκτώ ετών αποφασίστηκε να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών, όταν  η τότε νόμιμη ηλικία ήταν τα δώδεκα. Η  οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα το 1850. Ο Γύζης αρχικά παρακολουθεί μαθήματα ως ακροατής στο Σχολείο των Τεχνών και αργότερα φοιτεί κανονικά,  ως το 1864.
10
Σε ηλικία πέντε μόλις ετών αντέγραψε μια λιθογραφία στο πατρικό του σπίτι που αναπαρίστανε έναν αγωνιστή του 1821. Η αγάπη του για το σχέδιο, παρέκαμψε τις αρχικές αντιρρήσεις του φτωχού πατέρα του κι έτσι μπόρεσε να γραφτεί στο Σχολείο των Τεχνών. Στο τέλος των σπουδών του, μέσω του φίλου του, επίσης μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, ο οποίος μεσολαβεί προκειμένου να του χορηγηθει υποτροφία  από το Ευαγές Ιδρυμα  του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην περίφημη Ακαδημία του Μονάχου .¨Ετσι, πηγαίνει στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1865, σε ηλικία μόλις 23 ετών και εκεί  παρατηρεί τα νέα γι αυτόν πράγματα. Συχνάζει τακτικά στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου  αφυπνίζεται η Ελληνικότητα της σκέψης του και χωνεύονται  σε πρώτη φάση οι Ελληνικές του μνήμες.
141
Ο φίλος του Νικηφόρος Λύτρας, στο Μόναχο γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα  και  του συμπαρίσταται όσο μπορεί. Ο Γυζης για να  ανταπεξέλθει στις  δυσκολίες που του δημιουργούν οι καθυστερήσεις της  υποτροφίας του, ζωγραφίζει μικρούς πίνακες που  αγοράζονται εύκολα ..  Με ευελιξία  ενστερνίζεται το πνεύμα του Μονάχου,  ώστε να χαρακτηριστεί αργότερα ως «γερμανικότερος των Γερμανών». Το έργο του  “Στην πηγή”, του 1867, είναι ορόσημο της Γερμανικής περιόδου του, αφού παρουσιάζει τέλεια προσαρμογή στα ιδεώδη του  ακαδημαικού ρεαλισμού, που επικρατούσε στο Μόναχο την περίοδο εκείνη. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο  Χ. Ανσουτς κι ακολουθησε ο Α. φον  Βάγκνερ, στην ταξη του οποίου μπηκε τον Απρίλιο του 1867.
85
Τον Ιούνιο του 1868 γίνεται δεκτός στις τάξεις του  Πιλότυ που είχε τη φήμη ενός εξοχου δασκάλου. Τό έργο του, χάρη στο οποίο έγινε δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ είχε ως  θέμα του  τον “Ιωσήφ στην φυλακή” κι ο ζωγράφος το δώρησε στο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ως ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης.
200603231828164
Τα βιογραφικά στοιχεία που έχουμε για το Γύζη  φωτίζονται σημαντικά από τις επιστολές του, από το 1869 μέχρι  το τέλος της ζωής του . Το  1870 σημειώνει σημαντική επιτυχία  με έναν πίνακα του κύκλου της Γερμανικής ηθογραφίας  με θέμα την “Εξέταση των σκύλων”. Το  1871 κερδίζει το ασημένιο μετάλλιο  της Ακαδημίας και  χρηματικό έπαθλο για το έργο του “Ειδήσεις νίκης”.
2006032318284710
Εφημερίδες και περιοδικά  της Γερμανίας τον εγκωμιάζουν. Τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει κυρίως στα Μέγαρα και συγκεντρώνει ένα υλικό, που θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στην Γερμανία. Στην Αθήνα εγκαθίσταται στην αυλή,  απέναντι από το πατρικό του στην αδιεξοδη πάροδο της οδού Θεμιστοκλέους 18) δεν βρίσκει  ανταπόκριση  και μετά από ένα σύντομο ταξίδι με το Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία απ’ όπου γυρίζει με πολλά σχέδια για μελλοντικά του έργα, αποφασίζει να ξαναγυρίσει στο Μόναχο. Τον Αύγουστο του 1880 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της  Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Την Πρωτοχρονιά του 1881  πήρε δώρο από την Ελλάδα την επίσημη αναγνώρισή του, (δίπλωμα και μετάλλιο του Γεωργίου Α΄).
2006032318290711
Το 1882 εκλέγεται παμψηφεί εκτακτος καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.  Στη Διεθνη Εκθεση του  Μονάχου βραβεύεται με ασημένιο μετάλλιο για την “Αποστήθιση”. Με το πέρασμα του χρόνου δουλεύει το  πολύ γνωστό “Παραμύθι της γιαγιάς”.  που είναι μια υποσυνείδητη αναφορά στα παιδικά του χρόνια. Από το 1884   αρχίζει να μελετά σε βάθος  τη ζωή και το πνεύμα των αρχαίων. Το 1887 ζωγραφίζει το λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1888 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.
angel
Το 1892 είναι γεμάτο από διεθνείς διακρίσεις! Η Πινακοθήκη του Μονάχου  βραβεύει το έργο του “Αποκριά στας Αθήνας”, στη Μαδρίτη του απονέμεται χρυσό βραβείο για το “Τάμα”. Ακολουθούν κι άλλες διακρίσεις από Γερμανούς και Γάλλους   και το “Δίπλωμα των Ολυμπιακών αγώνων” (1896), για το οποίο του απενεμήθη αργυρό μετάλλιο κι είχε σαν θέμα τον Ευαγγελισμό της Ελλάδας. Θα πρέπει να μνημονευτούν τα αριστουργήματά  του Ολυμπιονίκης, το πνεύμα της θλίψεως, η δόξα των Ψαρρών, σπουδές Κενταύρων, ο γέρος που καπνίζει και η χαρά εν μέσω των παιδιών (1897). Το 1898 παίρνει  το χρυσό παράσημο Ριτερκρόϋτς και το κράτος αγοράζει έργα του για την Πινακοθήκη.
draft-of-arts-and-spirits1
Δουλεύει την “αποθέωση της Βαυαρίας” και παραπονιέται λέγοντας με χιούμορ “Θα έκαμνα , με πολύ πλέον ευχαρίστησιν την αποθέωσιν της Ελλάδος , αλλά μόνος μου  δεν ημπορώ να  την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν…”. Το καλοκαίρι του 1900 ο Γύζης    αρρωσταίνει  από  λευχαιμία και τον Ιανουάριο του 1901 πεθαίνει. Η τελευταία του φράση είναι η προτροπή “ Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι”.
glory-wins-death
Γιάννης Παπαιωάννου “Οι Ελληνες ζωγράφοι
πηγήhttp://ellas2.wordpress.com/

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ




Αυτοπροσωπογραφία
Ο Ν. Λύτρας γεννήθηκε το 1832 στη Τήνο. Τα πρώτα του χρόνια τα πέρασε σε ένα περιβάλλον που ευδοκιμούσε η λαϊκή καλλιτεχνική παράδοση, μιας και ο πατέρας του, Αντώνης Λύτρας, εργαζόταν ως λαϊκός μαρμαρογλύπτης. Το νησί φημιζόταν από το 18ο αιώνα για τους τεχνίτες μαρμαράδες του. Ο Ν. Λύτρας από μικρός είχε δείξει την καλλιτεχνική του έφεση.
Το 1850 έρχεται στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφεται στο τμήμα της ζωγραφικής του Σχολείου των Τεχνών, στο Πολυτεχνείο, όπου και τελείωσε το 1856. Εκείνα τα χρόνια περισσότερη σημασία στην εκπαίδευση του νεαρού καλλιτέχνη έχει ο Βαυαρός ζωγράφος Λούντβιχ Τίρς (1825-1909), που το 1852 διαδέχεται τον Τσέκκολι στην έδρα της Ανώτατης Ζωγραφικής. Ο Τίρς είχε σπουδάσει στην Ακαδημία του Μονάχου έχοντας ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκευτική ζωγραφική και την τεχνική της νωπογραφίας. Στην Ελλάδα ήρθε για να μελετήσει βυζαντινά μωσαϊκά και τοιχογραφίες. Παράλληλα φιλοδοξούσε να αναμορφώσει την αγιογραφία με βάση τους κανόνες της δυτικής ζωγραφικής.
Ο Λύτρας κερδίζει γρήγορα την εκτίμηση του καθηγητή του με την εξαιρετική του απόδοση και επιμέλεια. Ο Τίρς τον προσλαμβάνει και ως βοηθό του στην αγιογράφηση της ρωσικής εκκλησίας της Σωτείρας του Λυκοδήμου στην Αθήνα. Ως φοιτητής ο Λύτρας διακρίνεται τακτικά στους ετήσιους διαγωνισμούς και τις εκθέσεις της σχολής του. Από τον πρώτο χρόνο κερδίζει το 1ο βραβείο στη Στοιχειώδη Γραφική παίρνοντας υποτροφία. Ακολουθούν δύο νέες υποτροφίες το 1853 και το 1855 (1ος στο διαγωνισμό Ελαιογραφίας). Την ίδια χρονιά εκθέτει στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι. Λίγο αργότερα, μετά την απρόοπτη αναχώρηση του Τίρς και την αντικατάστασή του από τον Φ. Μαργαρίτη, ο διευθυντής της Σχολής Λ. Καυταντζόγλου θα αναθέσει στον Λύτρα, απόφοιτο πια, και στον συμφοιτητή του Σπ. Χατζηγιαννόπουλου να διδάξουν (1856-1858) το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφικής.
Το 1860, με υποτροφία της κυβέρνησης, φεύγει ο Λύτρας για το Μόναχο, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών. Η πρωτεύουσα της Βαυαρίας ήταν τότε ‘’σταυροδρόμι” όπου συναντιούνταν οι καινούργιες τάσεις και τα καλλιτεχνικά ρεύματα κάθε είδους. Μαζί με την Βιέννη, το Ντύσσελντορφ, τη Δρέσδη, την Κοπεγχάγη και φυσικά το Παρίσι, το Μόναχο ήταν από τα σπουδαιότερα κέντρα καλλιτεχνικής δραστηριότητας στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα ( με τα μουσεία του, τις gallery, τις σημαντικές εκθέσεις που οργανώνονταν κάθε τόσο, τα καφενεία που σύχναζαν καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αλλά κυρίως της Ακαδημίας). Εκεί δάσκαλός του ήταν ο Καρλ φον Πιλότυ, ο βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία.
Ο γαλατάς
Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρόνος Σίμων Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη που μόλις είχε φτάσει στο Μόναχο, για να σπουδάσει κι αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί επισκέφτηκαν μουσεία και εκθέσεις , καθώς και γραφικά χωριά της Βαυαρίας.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Καλών Τεχνών, στην έδρα Ανώτατης Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια. Το 1873, παρέα με το Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μ. Ασία. Τον επόμενο χρόνο πήγε πάλι στο Μόναχο και έμεινε για ένα χρόνο. Το 1876 αναχώρησε πάλι για το Μόναχο και το Παρίσι. Το 1876 επισκέφτηκε την Αίγυπτο και το ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Το 1880 γεννήθηκε το πρώτο από τα έξι του παιδιά, πέντε γιους και μία κόρη. Ο γιος του Νικόλαος έγινε και αυτός ζωγράφος με εξίσου σημαντικά έργα.
Ο Λύτρας δούλεψε ενσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στο Σχολείο των Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και τη δόξα. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, μεταξύ των οποίων ο Ιακωβίδης, ο Πανταζής, ο Ροΐλος, ο Βώκος. Πέθανε σε ηλικία 72 χρονών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφειλόταν σε δηλητηρίαση από τις χημικές ουσίες των χρωμάτων του. Λίγους μήνες αργότερα την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών ανέλαβε ο παλιός μαθητής του Ιακωβίδης.
Προσωπογραφία της Βασίλισσας Αμαλίας
Το έργο του περιλαμβάνει ηθογραφίες και προσωπογραφίες και χαρακτηρίζεται ως ιστορική ζωγραφική. Ο καταξιωμένος αυτός καλλιτέχνης ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: Στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873) και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ήταν ο επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας.
Το 1903 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό της Σωτήρος και το 1909 -μετά το θάνατό του – τα έργα του παρουσιάστηκαν στην έκθεση ‘’Η σχολή του Πιλότυ 1885-1886”, στην γκαλερί Heinomann του Μονάχου. Το 1933 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Α.Σ.Κ.Τ. με 186 έργα του.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Γρηγόριος Ε΄
Τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα: Στην αρχή , η επαφή με τον Τίρς ,του ανοίγει τους ορίζοντες της Βυζαντινής τέχνης, μελετά τα ψηφιδωτά στο Δαφνί και τον Όσιο Λουκά και φιλοτεχνεί τοιχογραφίες για το Δαφνί. Το 1855 πήρε μέρος στην έκθεση του Παρισιού με την εικόνα της Παναγίας Πλατυτέρας που συνδύαζε τη βυζαντινή εικονογραφία με την βυζαντινή αισθητική. Παράλληλα ζωγραφίζει και αυστηρές προσωπογραφίες.
Τα χρόνια του Μονάχου: Κατά την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ ασχολήθηκε με τη λεγόμενη Ιστορική Ζωγραφική, με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: ”Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε’ ”, ”Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της”. Οι επιρροές του δασκάλου του, Πιλότυ, είναι εμφανείς στο έργο του. ‘‘Η Αντιγόνη εμπρός στο νερό Πολυνείκη” (1865) θυμίζει το έργο του Πιλότυ ‘‘Ο Σένι μπρος στο νερό Βαλενστάιν” (1855), αλλά η λιτή διατύπωση και σαφήνεια οφείλεται στην προσωπικότητα του Λύτρα. Η σύνθεση βασίζεται στους 2 άξονες που σχηματίζουν οι μορφές. Η αυστηρότητα της σύνθεσης τονίζει τη σοβαρότητα της σκηνής. Ο δραματικός ρόλος του φωτισμού υποβάλλει το τραγικό στοιχείο. Όμως ο ρομαντικός τόνος του πίνακα δεν αλλάζει την ακαδημαϊκή αισθητική με την ακρίβεια στην απόδοση των σχημάτων , την ψυχρή χρωματική κλίμακα, τους πλαστικούς όγκους, τη λεία επιμελημένη επεξεργασία της επιφάνειας. Αφαίρεση, λιτότητα, και μέτρο είναι τα στοιχεία της έμφυτης διάθεσης του καλλιτέχνη . Αυτά επικρατούν στο έργο που ,παρά την αποδοχή των προσταγμάτων του δασκάλου, αναπτύσσει και διαμορφώνει την προσωπική του άποψη, κάτι που θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό στην επόμενη περίοδο της Αθήνας. Επιλέγει γενικά , όπως ο Πιλότυ, ιστορικές σκηνές δραματικού περιεχομένου που τις δραματοποιεί με στοιχεία ήθους και πάθους.
Τα χρόνια της Αθήνας: Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες αλλά και με θέματα της ζωής στο χωριό και στην πόλη. Τα γραφικά θέματα και στιγμιότυπα ενέπνευσαν μερικά από τα πλέον γνωστά ηθογραφικά του έργα. Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στην Μ. Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία της προσφιλούς στη Δύση μυστηριακής Ανατολής.

Τα κάλαντα
Το έργο του ‘’Τα κάλαντα” (1873) εικονίζει το γνωστό έθιμο της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Είναι σούρουπο με γεμάτο φεγγάρι. Στο εσωτερικό μιας αυλής ενός χωριάτικου σπιτιού 5 παιδιά με γραφικές φορεσιές τραγουδούν τα κάλαντα με ταμπούρλο και φλογέρα. Στην πόρτα του σπιτιού δεξιά στέκεται η σπιτονοικοκυρά με το μωρό της. Στο βάθος πίσω από τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο ξεπροβάλλει το κεφάλι ενός πιτσιρίκου. Στην οργάνωση της σύνθεσης φαίνεται η επίδραση της σύγχρονης ηθογραφικής ζωγραφικής του Μονάχου. Σύνθεση δεμένη, ισορροπημένη, υπολογισμένη, υποβάλλει την αίσθηση γαλήνης και ασφάλειας. Όμως αυτό το έργο θα μπορούσε να γίνει μόνο από έναν Έλληνα. Και λέγοντας αυτό εννοείται το βίωμα και όχι η Ελλάδα με τα ανάλογα κουστούμια, τους τόπους και τα αρχαία ανάγλυφα. Μόνο εκείνος που κάποτε τραγουδούσε τα κάλαντα σε μια κάτασπρη απ’ την πανσέληνο χειμωνιάτικη νύχτα μπορεί να εκφράσει τη μαγεία της.
Με τα ταξίδια του στο Μόναχο και το Παρίσι ανανεώνει τις εμπειρίες από τη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη. Ο κύκλος του ζωγράφου Λαίμπλ επηρεάζει το έργο του υπέρ των γάλλων ζωγράφων. Τα χρώματα ξανοίγουν κι άλλο, το φως γίνεται αισθητότερο, τα περιγράμματα πιο καθαρά και ο ρεαλισμός ενισχύεται.
Η προσμονή
Στην αφετηρία αυτών των επιδράσεων βρίσκονται τα έργα ‘’Το φίλημα” και ‘’Η προσμονή”. Το τελευταίο είναι ένα αντιπροσωπευτικό έργο του τέλους αυτής της περιόδου. Τεντωμένη στις άκρες των ποδιών της, μια λυγερή κόρη ντυμένη στα λευκά αγναντεύει από το παράθυρο το δρόμο από όπου θα φανεί ο αγαπημένος της. Δίπλα της ορθώνει το λεπτό του μίσχο ένας ολάνθιστος άσπρος κρίνος, σύμβολο της παρθενικής της δροσιάς. Πρόκειται ουσιαστικά για την πιο λιτή και λυρική εκδοχή του παλιότερου πίνακα ‘’Το φιλί”. Όμως εδώ ο Λύτρας ξεπερνά τα στενά όρια της ηθογραφίας. Το θέμα αναπλάθεται σύμφωνα με μια καθαρά προσωπική όραση, γίνεται μια ποιητική διατύπωση ενός οράματος εσωτερικού με ιδανική ομορφιά. Ο σοβαρός ανεπαίσθητα μελαγχολικός τόνος του πίνακα, η λιτότητα της χρωματικής κλίμακας (λευκά, σέπια, ώχρα) και η επεξεργασία του προαναγγέλλουν τις τελευταίες δημιουργίες του ζωγράφου. Και στο ‘’φιλί” και στην ‘’προσμονή” το θέμα χαρακτηρίζεται από μεγάλη τρυφερότητα.
Ο Λύτρας έκανε και πολλές από τις πιο αξιόλογες προσωπογραφίες της ελληνικής τέχνης. Επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας έχει φιλοτεχνήσει ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών της οικογένειας Σερπιέρη, του Λύσανδρου Καυτατζόγλου και της οικογένειάς του, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας, του Όθωνα και της Αμαλίας και άλλων επιφανών Αθηναίων. Οι εικονιζόμενοι, άντρες και γυναίκες, με τα διακριτά γνωρίσματα της υπεροχής τους, αγέρωχο ύφος και πλούσια ρούχα, επιβλητικό περιβάλλον, προβάλλονται εντυπωσιακά μέσα στο ζωγραφικό χώρο, ενώ ο ζωγράφος με ψυχογραφική διεισδυτικότητα τονίζει τα ξεχωριστά στοιχεία κάθε προσωπογραφημένου. Γενικά χρησιμοποιεί κλασικούς συνθετικούς τύπους παρουσίασης. Προσπαθεί να βρει τη μορφή σε μια τυπική γι΄αυτή θέση, που να βοηθά την απόδοση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που αποτελούν βασικούς φορείς έκφρασης. Έτσι μας δίνει μια αποκαλυπτική εικόνα του παριστανόμενου που δεν αποδίδει το είδωλό του, αλλά τα χαρακτηριστικά του.
Τα τελευταία χρόνια: Τα έργα των τελευταίων χρόνων, όπου η αστείρευτη δημιουργική δύναμη της ψυχής μάχεται τη μελαγχολία των γηρατειών είναι τα πιο συγκλονιστικά. Τα θέματα φορτίζονται με θρησκευτικούς απόηχους και μηνύματα θανάτου. Ο δροσερές λυγερόκορμες κοπέλες δίνουν τη θέση τους σε ασκητικές, μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα, όπως στα έργα ‘Τα άνθη του επιτάφιου”, ‘’Καλόγρια στο Μαγκάλι”, ΄΄Θυμίασμα στον τάφο”. Ταυτόχρονα και αναπάντεχα βλέπουμε και έργα με ιμπρεσιονιστικό χαρακτήρα, έντονο φυσικό φως και ζωηρά χρώματα όπως στο έργο ‘’Γυναίκα με κόκορα”.
Στις προσωπογραφίες του γίνεται πιο συμβατικός, τα περιγράμματα θολώνουν, οι τόνοι χλωμιάζουν. Παρ’ όλα αυτά ξεχωρίζει η προσωπογραφία του Βάσου Μαυροβουνιώτη με τη φωτεινή της χρωματική κλίμακα, τελευταίο έργο του μεγάλου καλλιτέχνη. Η προσήλωση του Λύτρα στη Σχολή του Μονάχου παραμένει ως το τέλος.
Βιβλιογραφία: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ, η ιστορία της νεοελληνικής ζωφραφικής, τόμος α’, εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα 1976. [Ανδριανή Αμπάβη, Πηγή http://ellas2.wordpress.com/

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΝΟΥ[Μέρος Ε΄]

Η Τήνος είναι γνωστή και ως «το νησί των Καλλιτεχνών». Εξάλλου, από τον τόπο αυτό κατάγονται οι περισσότεροι θεμελιωτές της νεότερης γλυπτικής και ζωγραφικής. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φειδίας είχε Τήνια καταγωγή. Πιο συγκεκριμένα, λέγεται πως ο πατέρας του, που είχε γεννηθεί στο χωριό Πύργος, ήταν ναύτης στην τριήρη του Παναίτιου και παντρεύτηκε γυναίκα από την Αθήνα. Μία άλλη εκδοχή θέλει ο ίδιος ο Φειδίας να διδάσκει στους Τήνιους την τέχνη της μαρμαρογλυπτικής. Το γεγονός αυτό συνέβη όταν το πλοίο που τον μετέφερε εξόριστο στη Δήλο, προσάραξε στην περιοχή των Κιονίων

ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ
Κτισμένοι στις λεγόμενες εξοχές του νησιού, οι περιστεριώνες διακοσμούν με τρόπο ανεπανάληπτο το τοπίο. Πρόκειται για επιβλητικά και ογκώδη διώροφα λιθόκτιστα οικοδομήματα που θυμίζουν βυζαντινούς πύργους. Περιστεριώνες υπάρχουν και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Ωστόσο, στην Τήνο βρίσκονται αναμφισβήτητα οι περισσότεροι και οι πιο εντυπωσιακά διακοσμημένοι. Ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι γνωστός, παρόλα αυτά εικάζεται πως ξεπερνούν τους 1.000. Το μεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνεται στο κεντρικό, κεντρικο-ανατολικό τμήμα του νησιού και στην κοιλάδα του Ταραμπάδου. Από αρχιτεκτονικής πλευράς, όλοι είναι κτισμένοι με τον ίδιο λιτό ρυθμό των κυκλαδικών σπιτιών. Όμως ο διάκοσμός τους μοιάζει με κέντημα, μετατρέποντάς τους σε μνημεία λαϊκής τέχνης, μοναδικούς σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι κτίστες τους, που δεν ήταν άλλοι από τους απλούς κατοίκους του νησιού, ήξεραν καλά πως έπρεπε να επιλέξουν την κατάλληλη τοποθεσία: πλαγιά ή ρεματιά (όχι βουνό), έτσι ώστε τα περιστέρια να πετούν με άνεση για να βρουν την τροφή τους, αλλά και να επιστρέφουν εύκολα στη φωλιά τους. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για την ανέγερσή τους ήταν αυτά που η Τήνια γη πλουσιοπάροχα τους προμήθευε: πέτρα, ασβέστης και σχιστόλιθοι με τους οποίους δημιουργούσαν ασυνήθιστους σχηματισμούς (ρόμβους, τρίγωνα, ήλιους, κυπαρίσσια κ.ά.) σε μία ή περισσότερες πλευρές του κτίσματος.
Εξωτερικά, κανένας περιστεριώνας δεν είναι ολόιδιος με τους άλλους. Αντίθετα, εσωτερικά είναι πανομοιότυποι. Η πόρτα της εισόδου είναι ξύλινη και ασφαλίζει ερμητικά, ώστε να μην εισβάλλουν στο χώρο φίδια, ποντίκια κλπ. Το κάτω πάτωμα χρησιμοποιείται ως αποθήκη αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και εργαλείων ή ακόμη και ως κατοικία.
Πολλές φορές, το ισόγειο προεκτείνεται περισσότερο από την ευθεία της πρόσοψης για ευρυχωρία, ενώ λειτουργεί και ως προστατευτικό για τα νεογνά που πέφτουν από τις φωλιές τους.

Στο επάνω πάτωμα ζουν τα περιστέρια. Η πρόσβαση εκεί είναι εφικτή από μία εσωτερική σκάλα. Τα πέτρινα ή - σπανιότερα - μαρμάρινα διακοσμητικά, σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσα πολλά που δεν αφήνουν ακάλυπτο χώρο, ενώ σε άλλες είναι λιγότερα δημιουργώντας λευκά παραδοσιακά διαστήματα. Οι φωλιές, τοποθετημένες ανάμεσα στους σχηματισμούς, τελειοποιούν το ενιαίο διακοσμητικό σύνολο. Συχνά ο βορινός τοίχος προεκτείνεται, για να προφυλάσσει τα πουλιά από τον αέρα. Οι γωνίες του δώματος είναι στολισμένες με «τα σημάδια των περιστεριών». Πρόκειται για κολονάκια που απεικονίζουν ψεύτικα περιστέρια, όρθιες πλάκες και άλλα σχέδια, τα οποία αποτελούν συγχρόνως θέσεις για τα περιστέρια, σκιάχτρα, αλλά και γνώρισμα των οικοδομημάτων.
Παρόλο που περιστέρια υπήρχαν στο νησί πολλούς αιώνες πριν, φαίνεται πως οι Βενετοί ήταν αυτοί που εισήγαγαν τη συστηματική εκτροφή τους, μεταφέροντας στο νησί την κληρονομιά του «δικαιώματος των περιστεριώνων» της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ο αριθμός αυτών των κτισμάτων αυξήθηκε από το 18ο έως και τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Κατά την τουρκοκρατία υπήρχαν τόσοι περιστεριώνες που καταγράφηκαν στο κτηματολόγιο. Τα περιστέρια γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Έτσι, ξεκίνησε η εξαγωγή τους προς τη Σμύρνη, την Πόλη και άλλες περιοχές, καθώς αποτελούσαν περιζήτητο και ακριβό έδεσμα. Παράλληλα, η κοπριά τους χρησιμοποιούνταν ως άριστο λίπασμα. Σήμερα, οι ενεργοί περιστεριώνες δεν είναι πολλοί.
ΟΙ ΜΥΛΟΙ
Την περίοδο της ενετοκρατίας στην Τήνο λειτουργούσαν περισσότεροι από 100 ανεμόμυλοι. Εκείνη την εποχή οι ντόπιοι καλλιεργούσαν συστηματικά σιτάρι. Οι παραγόμενες ποσότητες ήταν ικανές να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, που ήταν υπερτριπλάσιος του σημερινού. Οι ίδιοι ανεμόμυλοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες και των γειτονικών νησιών. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η προσφορά των Τηνίων μυλωνάδων ήταν σπουδαία. Τότε, με κίνδυνο της ζωή τους, άλεθαν κρυφά τη νύχτα για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που μαστίζονταν από τη πείνα. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μύλοι σταμάτησαν να λειτουργούν γύρω στη δεκαετία του 1970.

Σήμερα, σώζονται ελάχιστα τέτοια οικοδομήματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι ερειπωμένα και μισογκρεμισμένα. Βέβαια υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. Κτισμένοι από ντόπια πέτρα, οι μύλοι του νησιού αποτελούν ένα ακόμη αξιοθαύμαστο παραδείγματα της λαϊκής δεξιοτεχνίας των Τηνίων τεχνιτών. Σιωπηλοί μάρτυρες μίας εποχής που έφυγε, οι μεν ανεμόμυλοι χρησίμευαν για το άλεσμα, οι δε νερόμυλοι για το πότισμα των χωραφιών.
Οι μύλοι έχουν σχήμα στρογγυλό. Βρίσκονται κοντά σε περάσματα ή σταυροδρόμια, ώστε να είναι εύκολη η μεταφορά των πρώτων υλών, αλλά και για να εξυπηρετούν τις ανάγκες ενός ή περισσοτέρων χωριών. Ωστόσο, η επιλογή του τόπου ανέγερσής τους ήταν μία ιδιαίτερη επίπονη δοκιμασία, καθώς έπρεπε το σημείο να επηρεάζεται από όλους τους ανέμους με τέτοιο τρόπο που να μην καταστρέφονται τα πανιά. Έτσι, οι μυλωνάδες αναγκάζονταν να μελετούν τους αέρηδες κάθε τοποθεσίας για πάνω από ένα χρόνο ή να διαλέγουν μέρη δοκιμασμένα από άλλους.
Τις περιόδους που δεν φύσαγε ικανοποιητικά, χρησιμοποιούσαν άλετρα και ζυγούς, ενώ άλεθαν με τη βοήθεια των ζώων.
Η κατασκευή των μύλων έκρυβε διάφορα μυστικά: Οι μυλόπετρες, οι οποίες προέρχονταν από τη Μήλο και αποτελούσαν το μοναδικό μη ντόπιο υλικό, έπρεπε να ταιριάξουν απόλυτα για να δημιουργηθεί η γούλα και να χαραχθεί το μυλοκόπι. Αλλά και η κατασκευή του ξύλινου μηχανισμού απαιτούσε ιδιαίτερη μαστοριά και γνώση, ώστε να επηρεάζεται από τον εξωτερικό αέρα. Η μεγάλη ρόδα στερεώνονταν στο κυπαρισσένιο αξόνι, ενώ τα πρινένια δόντια της έπρεπε να ταιριάξουν στα αργιλένια αδράκτια της ανέμης. Τα αυλάκια από όπου περνούσε το αλεύρι προστατεύονταν, ώστε να μη σκορπίζεται στην πορεία του προς το αμπάρι. Οι αντένες και τα πανιά (φτερωτή) δένονταν στο κεντρικό νήμα (μάνα) και τεντώνονταν γερά πάνω στο ακραξόνιο (κομπρέσο).
Συνήθως, οι μύλοι αποτελούνταν από τρία πατώματα: το ισόγειο, το μεσιανό και το επάνω, όπου βρίσκονταν ο μηχανισμός για το άλεσμα. Σε αυτό το τελευταίο επίπεδο, το αξόνι με τη ρόδα, τα μαξιλάρια και οι μαμαλούκοι του ακούμπαγαν σε μία ξύλινη μανιβέλα (κουζινέτο). Κι όλο αυτό το σύστημα έπρεπε να ταυτιστεί απόλυτα, ώστε να μπορεί να γυρίζει τα πανιά στη φορά του καιρού και του ανέμου.
Η ΛΙΘΟΓΛΥΠΤΙΚΗ
Η Τήνος συγκαταλέγεται στο μεγάλο αριθμό των ελληνικών περιοχών, όπου άνθισε η λαϊκή λιθογλυπτική, όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, το Πήλιο, η Μάνη, η Κρήτη, η Χίος, η Πάρος, η Νάξος κλπ. Η διαφορά του συγκεκριμένου νησιού από τα υπόλοιπα μέρη είναι πως από το 1830 και μετά πρωτοστάτησε στην ανοικοδόμηση και στον καλλωπισμό του απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα κορυφαίους εκπρόσωπους της νεοελληνικής τέχνης.
Ελαφριά ή βαριά ανάγλυφα, εγχάρακτα, εσώγλυφα ή διάτρητα, σε οποιεσδήποτε αποχρώσεις ανάλογα με το λατομείο από όπου προέρχεται η πρώτη ύλη, τα λιθόγλυπτα της Τήνου είναι σχεδόν όλα μαρμάρινα. Τα παραδείγματα των ολόγλυφων έργων δεν είναι ιδιαίτερα πολλά. Ωστόσο, τα λιγοστά αυτά δημιουργήματα δεν αντιβαίνουν στους γενικούς κανόνες της νεοελληνικής λαϊκής λιθογλυπτικής, που αποφεύγει την περίοπτη πλαστική, ακολουθώντας πιστά τη βυζαντινή κληρονομιά.
Τα λαϊκά λιθόγλυπτα, που διατηρούν έως σήμερα την οργανική τους θέση στο ύφος του νησιού, διακρίνονται σε οικόσημα, υπέρθυρα και περιθυρώματα, φεγγίτες, κρήνες, αρχιτεκτονικές και επιτύμβιες πλάκες.
Οικόσημα: Πρωτοεμφανίζονται την εποχή της φραγκοκρατίας. Τα οικόσημα αποτελούν σύμβολο κύρους για τους Ενετούς με μεγάλους τίτλους, οι οποίοι τα εντοιχίζουν στα ανάκτορα και στα φρούριά τους, ως υπέρθυρα της πύλης. Άλλοι μία κατηγορία ανθρώπων που χρησιμοποιούν τα οικόσημα είναι οι Λατίνοι Επίσκοποι. Η συνήθεια αυτή δεν σταματά με την αποχώρηση των Ενετών. Αντίθετα, οι ντόπιοι Πρόκριτοι την υιοθετούν, προσδίδοντάς της διάρκεια στο χρόνο.
Υπέρθυρα και Περιθυρώματα: Πρόκειται για μία συνήθεια Ανατολικής προέλευσης με ρίζες στην Αρχαία Ελλάδα, στην Παλαιοχριστιανική και στη Βυζαντινή εποχή. Τα υπέρθυρα και περιθυρώματα συνδέονται άμεσα με τη λαϊκή πίστη που θεωρεί πως η είσοδος αποτελεί το πιο ευπρόσβλητο σημείο του σπιτιού από τους δαίμονες και τα κακά πνεύματα. Έτσι, οι ιδιοκτήτες τους, από πολύ νωρίς θέλησαν να εξασφαλίσουν την εύνοια, λαμβάνοντας μόνιμα μέτρα προστασίας. Αποτρεπτικές επιγραφές και προστατευτικά σύμβολα εντοιχίστηκαν πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα των κατοικιών. Αυτά ακριβώς τα φυλακτά συναντάμε και στα τηνιακά σπίτια: υπέρθυρα εμπλουτισμένα με διακοσμητικές προσθήκες, καθώς και περιθυρώματα τα οποία κάποιες φορές συγκεντρώνουν το διάκοσμό τους στο ανώφλι και άλλες αναπτύσσονται σε σύνθετες μορφές προς τα πάνω. Το σχήμα τους είναι συνήθως ημικυκλικό ή τετράγωνο. Τέτοιου είδους διακοσμητικά συχνά υπάρχουν και σε εκκλησίες.
Φεγγίτες: Εξαιρετικά διαδεδομένοι σε ολόκληρο το νησί, οι φεγγίτες αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία υπέρθυρων. Γνήσια δημιουργήματα λαϊκής λιθογλυπτικής της Τήνου, είναι ημικυκλικοί, διάτρητοι και καλύπτουν εξωτερικά τα ανώφλια (θυρίδες σε σχήμα τόξου που βρίσκονται πάνω από τα παράθυρα ή και τις πόρτες). Οι φεγγίτες χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στο φως του ήλιου και στο δροσερό αεράκι να εισέρχονται στο εσωτερικό των σπιτιών. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμεύουν απευθείας ως μικρά παράθυρα, με αποτέλεσμα το σχήμα τους να είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο. Παράλληλα, είναι αναμφισβήτητα πανέμορφα διακοσμητικά λεπτής τέχνης, με διάφορα σχέδια όπως πουλιά, πλοία, καΐκια, λουλούδια, ψάρια, δέντρα κ.ά.
Κρήνες: Από παλιά, το νερό των πηγών διοχετεύονταν στις δημόσιες βρύσες των οικισμών από δεξαμενές ή απευθείας μέσω υδραγωγών σωλήνων και ανέβρυζε ελεύθερα από ξινάρια (μαρμάρινα διακοσμητικά) που ήταν τοποθετημένα στο στόμιό τους. Η θεματολογία των ανάγλυφων της κρήνης συνδέονταν με λαϊκές - αρχαίας προέλευσης - δοξασίες, όπως άνθη, καρποί, θυμιατήρια, εικονογραφικές παραστάσεις, σύμβολα φυλακτών κλπ. Με αυτό τον τρόπο οι ντόπιοι επιδίωκαν να αποτρέψουν το κακό και να εξευμενίσουν το στοιχειό της πηγής. Συχνά, γύρω από τις βρύσες κτίζονταν οικοδόμημα με κολόνες και καμάρες, όπου υπήρχαν ειδικές γούρνες για το πλύσιμο των ρούχων. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις οι κρήνες καλύπτονταν από κτίσματα, που έμοιαζαν με μικρές στοές και είχαν πέτρινους πάγκους στους γύρω τοίχους. Έτσι, οι κάτοικοι προστατεύονταν από τις καιρικές συνθήκες, ενώ μπορούσαν να καθίσουν για να ξεκουραστούν. Σήμερα, στα περισσότερα χωριά του νησιού, οι βρύσες έχουν την αρχική τους μορφή, ενώ κάποιες έχουν αναπαλαιωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τα περισσότερα πλυσταριά.
Αρχιτεκτονικές Πλάκες: Πρόκειται για ανάγλυφες πλάκες, οι οποίες βρίσκονται εντοιχισμένες σε διάφορα εξωτερικά σημεία ενός οικοδομήματος. Οι αρχιτεκτονικές πλάκες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις κοσμικές και τις εκκλησιαστικές. Στην πρώτη περίπτωση, εκτός από τις ανάγλυφες παραστάσεις, υπάρχουν επιγραφές με τη χρονολογία κατασκευής του κτίσματος και το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη. Ανάλογες επιγραφές συναντάμε και στις εκκλησιαστικές πλάκες, όπου αναγράφεται η χρονολογία και τα ονόματα των ανθρώπων που τις αφιέρωσαν ή του αρχιτέκτονα. Οι τελευταίες, τις περισσότερες φορές απεικονίζουν τον Άγιο, στο όνομα του οποίου τιμάται ο ναός. Ουσιαστικά το μάρμαρο αντικαθιστά το ξύλο που φθείρεται εύκολα από τις καιρικές συνθήκες. Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται και οι αρχιτεκτονικές πλάκες που συχνά διακοσμούν τα δάπεδα των ναών με διάφορα θέματα.
Επιτύμβιες Πλάκες: Οι σύγχρονες αντιλήψεις για το θάνατο έχουν αναμφισβήτητα επιρροές τόσο από το Χριστιανισμό, όσο και από τις αρχαιοελληνικές δοξασίες του Κάτω Κόσμου. Το κράμα αυτό γίνεται εμφανές και μέσα από τα σημερινά έθιμα που σχετίζονται με τη διαδικασία ταφής. Ένα από αυτά είναι και ο διάκοσμος των επιτύμβιων. Πιο συγκεκριμένα, οι κτιστοί τάφοι εσωτερικά είναι καλυμμένοι από μία πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα, η οποία φτάνει στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια του εδάφους και αποτελείται συνήθως από δύο κομμάτια. Το μικρότερο είναι κινητό και μπορεί να ανασηκωθεί με τη βοήθεια ενός ή δύο κρίκων. Εάν το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί είναι η πέτρα, τότε ασβεστώνεται και τα στοιχεία του νεκρού αναγράφονται σε ένα μαρμάρινο ή ξύλινο σταυρό, ο οποίος τοποθετείται στην κορυφή του μνήματος. Στην περίπτωση που είναι μαρμάρινη, τα ίδια στοιχεία αναφέρονται με εσώγλυφα γράμματα πάνω της, ενώ συχνά υπάρχουν και ανάγλυφες παραστάσεις λαϊκής τέχνης. Εντυπωσιακά αριστουργήματα μαρμαρογλυπτικής αποτελούν οι επιτύμβιες πλάκες στα χωριά Πύργος και Πλατειά, καθώς και στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ
Η μαρμαροτεχνία και η μαρμαρογλυπτική δεν έχουν σαφή διαχωριστικά όρια στον επαγγελματικό τομέα των Τηνίων. Οι ίδιοι άνθρωποι, που γενικότερα ονομάζονται μαρμαράδες, είναι ταυτόχρονα τεχνίτες και καλλιτέχνες. Τα δημιουργήματά τους είναι πολλά και εμφανή σε κάθε σημείο του νησιού. Παλαιότερα, ακόμη και αντικείμενα καθημερινής χρήσης κατασκευάζονταν από το μάρμαρο του τόπου, όπως τα πετροτύρια για την παρασκευή τυριού, τα καλούπια όπου χύνονταν το σαπούνι κ.ά. Οι Τήνιοι μαρμαράδες, τις περισσότερες φορές εμπειρικά και με γνώμονα τη διαίσθηση, τη φαντασία και την απέραντη αγάπη για το αντικείμενο της δουλειάς τους, δημιούργησαν - και συνεχίζουν να το πράττουν - εκπληκτικά καλλιτεχνικά αριστουργήματα.
Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο. Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό.
Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Ιστέρνια. Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες.
Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο. Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό.
Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Ιστέρνια. Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες.
Η οικονομική και πολιτιστική άνθηση του 18ου αιώνα βρίσκει τη μαρμαροτεχνία στο απόγειό της. Τότε διευρύνεται το φάσμα των εργαλείων και των τεχνικών της. Σταδιακά τα στενά όρια της Τήνου ανοίγουν και οι μαρμαροτεχνίτες του νησιού απλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα και στο εξωτερικό, διαπρέποντας κυρίως στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία. Εκείνη την εποχή γεννιούνται στο νησί κορυφαίοι εκπρόσωποι της νεοελληνικής γλυπτικής.
Οι Τήνιοι τεχνίτες συμμετέχουν ενεργά στην αναγέννηση του απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους μετά την τουρκοκρατία. Χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες για την ανοικοδόμηση της Αθήνας. Η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βουλή, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Μητρόπολη, αλλά και μέγαρα, εκκλησίες και αναστηλώσεις αρχαίων μνημείων είναι μόνο μερικά από τα έργα που αναλαμβάνουν. Πολλοί μαρμαροτεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στην Αθήνα. Επιπρόσθετα, με την ίδρυση της έδρας γλυπτικής στο Πολυτεχνείο, το 1847, ξεκινά η διάκριση ανάμεσα στους εμπειρικούς μαρμαρογλύπτες - μάστορες και τους σπουδασμένους γλύπτες -καλλιτέχνες. Ο διαχωρισμός αυτός σηματοδοτεί το τέλος της λεγόμενης «λαϊκής λιθογλυπτικής» και την αρχή μίας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από δύο παράλληλα συστήματα: την «καλλιτεχνική γλυπτική» και την «εμπειρική μαρμαρογλυπτική».
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μαρμαρογλυφεία Τηνίων και αργότερα μαρμαροβιοτεχνικές μονάδες ιδρύονται εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά και σε άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ συνεχίζεται η έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Όμως η μαζική μετανάστευση και ο αντίκτυπος των επιρροών από τον ξενόφερτο τρόπο ζωής αρχίζουν να πλήττουν το νησί και κυρίως τα χωριά όπου αναπτύχθηκε η μαρμαροτεχνία. Παρόλα αυτά η ζωτικότητά αυτών των οικισμών καταφέρνει να διατηρηθεί έως και τη δεκαετία του '50.
Η παρακμή της τέχνης είναι ιδιαίτερα έντονη μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως κατά τη δεκαετία του '70 λειτουργεί μόνο ένα εργαστήρι σε ολόκληρη τη νήσο. Ωστόσο, η οικοδομική ανάπτυξη του 1978-80, με παραδοσιακού χαρακτήρα κτίσματα, επαναφέρει στο προσκήνιο τα διάφορα μαρμάρινα διακοσμητικά. Έτσι, νέοι τεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στον Πύργο και στη Χώρα, ενώ σιγά - σιγά η ζήτηση αρχίζει να ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια. Αυτά τα εργαστήρια στην πραγματικότητα αποτελούν μικρά μουσεία σύγχρονης λαϊκής τέχνης. Έτσι, η Τήνος παραμένει το μοναδικό από τα πρωτογενή κέντρα μαρμαροτεχνίας όπου συνεχίζει να ακούγεται ο ήχος του μαντρακά.
ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ
Η καλαθοπλεκτική έχει τις ρίζες της στη Μεσολιθική εποχή. Είναι η τέχνη που ανακάλυψε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να καλύψει την ανάγκη του για την κατασκευή καταλύματος. Το αρχαιότερο παράδειγμα τέτοιου δημιουργήματος χρονολογείται στο 9000 π.Χ. και βρέθηκε στο σπήλαιο Danger της Γιούτα, στην Αμερική. Από τότε, η καλαθοπλεκτική αναπτύχθηκε σε διάφορες περιοχές του κόσμου

Ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν πως στην Τήνο η συγκεκριμένη τέχνη ήταν ήδη αναπτυγμένη σε εργαστηριακό επίπεδο από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η έλευση μεγάλου αριθμού προσκυνητών στο νησί, έδωσε νέα ώθηση σε αυτή την αγορά. Έτσι κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 19ου αιώνα, το χωριό Βολάξ αποτελούσε το κέντρο αυτής της τέχνης, εφοδιάζοντας με τα είδη του τη Σύρο, τη Μύκονο και την Αθήνα. Σύντομα, οι Βολαξιανοί αναδείχθηκαν ως οι καλύτεροι καλαθοπλέκτες όλης της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός πως στις αρχές του 20ού αιώνα, κάθε εβδομάδα, 3.000 - 4.000 χιλιάδες καλάθια μεταφέρονταν στη Σμύρνη. Εκεί γεμίζονταν με φρέσκα σύκα και προωθούνταν στις Ευρωπαϊκές αγορές.
Σήμερα, μερικοί από τους λιγοστούς μόνιμους κάτοικους του χωριού συνεχίζουν να ασχολούνται με την πλέξη βεργών από λυγαριές, σταβαριές (ιτιές), καλαμόριζες (σχισμένα καλάμια) ή δραφιά (πικροδάφνη). Με απόλυτη επιδεξιότητα δημιουργούν πανέμορφα χειροποίητα πανέρια, παραγάδια, κόφες, κοφίνια, νταμιτζάνες για το κρασί και γενικότερα καλάθια όλων των μεγεθών και των σχεδίων.
Ως εργαστήριο συνήθως χρησιμοποιούν τα κατώγια των σπιτιών τους. Τα εργαλεία τους είναι λιτά και αποτελούνται από τη διχάλα για τον καθαρισμό της βέργας, το τρισέτο που είναι ένα είδος καμπυλωτού μαχαιριού και το καρφί για να σφηνώνουν τις βέργες.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Λευκά στολίδια στις γυμνές βουνοπλαγιές, στα βράχια των κάβων, στις αμμουδιές, στους πράσινους κάμπους και στις απότομες λαγκαδιές, τα πάνω από 750 εξωκλήσια της Τήνου αποτελούν αναμφισβήτητα μία μοναδική κληρονομιά. Από αυτά, περίπου τα 220 είναι Καθολικά, ενώ στο σύνολό τους εκκλησίες, εξωκλήσια και μοναστήρια υπολογίζονται περίπου στα 1.000. Η συστηματική μελέτη τόσο των ναών, όσο και των καμπαναριών δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Η πραγματοποίησή της θεωρείται ιδιαίτερα επίπονη, δεδομένου του πλήθους, αλλά και της γεωγραφικής διασποράς. Αναφέρεται ακόμη πως 83 Ορθόδοξες και 43 Καθολικές εκκλησίες τιμούν την Παναγία, που είναι η προστάτιδα του νησιού. Οι αφιερώσεις των υπόλοιπων καλύπτουν ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα του χριστιανικού εορτολογίου.

Σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα κτίσματα διέπονται από τον απολύτως κυκλαδικό τύπο της λιθόκτιστης επιπεδόστεγης βασιλικής, κυρίως μονόκλιτης, δίκλιτης ή τρίκλιτης. Ο πραγματικά μεγάλος αριθμός τους οφείλεται στο έντονο θρησκευτικό φρόνημα των Τηνίων, αλλά και στις ιδιαίτερες θρησκευτικές και ιστορικές συνθήκες του τόπου, όπως η μακροχρόνια ενετοκρατία, η προνομιακή μεταχείριση κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας κ.ο.κ. Έτσι η Τήνος μετατράπηκε σε ένα εκθετήριο εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, μοναδικό για ολόκληρο τον κόσμο.Οι ντόπιοι λαϊκοί τεχνίτες κατασκεύασαν τους ναούς χρησιμοποιώντας Ανατολικές και Δυτικές τεχνικές, με αριστουργηματικό τρόπο.
Η συντήρησή τους γίνεται κατά κύριο λόγο από την προσωπική εργασία και τις δωρεές των πιστών. Επιπλέον, τα ψηλά τηνιακά καμπαναριά, είτε είναι μαρμάρινα είτε πέτρινα, σαγηνεύουν με τη μεγαλοπρέπεια και την απλότητά τους. Δεν υπάρχει ενιαία μορφή ή σχήμα σε αυτά. Αντίθετα, μερικά είναι με εξαιρετικό τρόπο διακοσμημένα και άλλα εντυπωσιάζουν με τη λιτότητά τους. Εσωτερικά, οι περισσότερες Ορθόδοξες εκκλησίες κοσμούνται από πανέμορφα έργα εκκλησιαστικής τέχνης, όπως ξυλόγλυπτα ή μαρμάρινα τέμπλα, δεσποτικά, αγιογραφίες, άμβωνες, προσκυνητάρια και παλιές εικόνες.
Οι Καθολικοί ναοί είναι στολισμένοι με υπέροχα αγαλματίδια, καθώς και σημαντικής ιστορικής αξίας εικονίσματα Ανατολικής και Δυτικής τεχνοτροπίας. Πολλά από αυτά είναι δημιουργήματα γνωστών ζωγράφων (κυρίως Ιταλών) και έχουν μεγάλη καλλιτεχνική αξία.

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

Παράδειγμα λαϊκής φιλοτεχνίας, τα τηνιακά σπίτια είναι όμορφα, έξυπνα στημένα και προπαντός λειτουργικά. Δημιούργημα των ντόπιων, εξυπηρετούν πλήρως τις ανάγκες τους με τον πιο λιτό τρόπο. Τα πετρώματα της νήσου, ο δυνατός αέρας και οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής αποτελούν τη θεμέλια λίθο στον τρόπο ανοικοδόμησής τους. Έτσι, ως δομικά υλικά, κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται η πέτρα (κυρίως σχιστόλιθος, μαρμαρόπετρα ή σιδερόπετρα), ο ασβέστης, το αργιλικό χώμα, το καλάμι και τα φύκια. Λιγότερο αξιοποιείται το ξύλο που ούτως ή αλλιώς σπανίζει στο νησί και ελάχιστα το σίδερο το οποίο υπάρχει μόνο με τη μορφή καρφιών και στην κατασκευή εξαρτημάτων για τα κουφώματα. Το λευκό μάρμαρο που αφθονεί στον τόπο εκμεταλλεύεται ελάχιστα, ενώ το πράσινο δεν εμφανίζεται πουθενά.

Εξαιτίας του ξηρού και βραχώδους εδάφους, τα τηνιακά σπίτια είναι συνήθως ημιδιώροφα, απλά στο σχεδιασμό τους και γραφικά ασύμμετρα. Στον εσωτερικό τους χώρο διακρίνονται για τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα διαρρύθμισης, ενώ εξωτερικά διαθέτουν αυλή και αποθήκη. Τα δώματα είναι χωμάτινα. Για τη στεγανοποίησή τους, οι ντόπιοι δημιουργούσαν ένα μείγμα από ασβέστη και τριμμένο κεραμίδι, που ονομάζουν κουρασάνι, με το οποία τα «κυλίντριζαν». Το τσιμέντο εδώ και μερικές δεκαετίες αντικατέστησε το συγκεκριμένο μείγμα, ενώ το μπετόν αρμέ εμφανίζεται μόνο σε κάποιες νεόκτιστες οικίες και στην αντικατάσταση παλαιών δωμάτων.
Οι τοίχοι είναι σοβαντισμένοι, δημιουργώντας το παραδοσιακό άσπρο χρώμα των Κυκλάδων. Η πολύχρονη κυριαρχία των Ενετών στο νησί, τουλάχιστον όσον αφορά στις οικίες, δεν άφησε έντονα τα σημάδια της. Μεμονωμένα παραδείγματα βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής υπάρχουν κυρίως στην πόλη της Τήνου.

Τα παλιά χρόνια, σχεδόν όλες οι οικίες κτίζονται σε επικλινές έδαφος. Για την ισοπέδωσή του γίνονταν μία γενική εκσκαφή. Με στόχο να αποφύγουν την υγρασία των υπόγειων χώρων, έκτιζαν τους τοίχους των θεμελίων, το πάχος των οποίων ήταν 70 πόντοι και σπάνια 1 μέτρο, λίγο πιο μέσα από το σκαμμένο χώμα. Έτσι έμενε ένα κενό, που ονομάζεται υνταγός ή ντούχτος ή κουντούντους, το οποίο είτε σκεπάζονταν με σχιστόπλακες είτε έμενε ανοικτό και λειτουργούσε ως διάβαση. Οι τοίχοι της ανωδομής έφταναν τους 60 πόντους. Όλα τα τοιχώματα γίνονταν από πέτρες και λάσπη. Οι πέτρες τοποθετούνταν τόσο έντεχνα μεταξύ τους που ακόμη και η λάσπη έπαιζε πολύ μικρό ρόλο στη στερεότητα. Όσο για τους διαχωριστικούς τοίχους, αυτοί κατασκευάζονταν από έναν ξύλινο σκελετό, γύρω από τον οποίο δένονταν με σύρμα ή καρφώνονταν καλάμια, τα οποία επιχρίονταν με ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι αυτοί ήταν αρκετά πιο λεπτοί, με αποτέλεσμα να εξοικονομείται χώρος. Πολύ συνηθισμένα στοιχεία του τηνιακού σπιτιού - και όχι μόνο - είναι τα βόλτα ή τόξα, που ουσιαστικά βοηθούν τη γεφύρωση μεγάλων ανοιγμάτων.
Εσωτερικά, το τηνιακό σπίτι, τις πιο πολλές φορές αποτελείται από μία ευρύχωρη σάλα που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής, δύο ή τρία μικρότερα δωμάτια (ανάλογα με τις ανάγκες του ιδιοκτήτη) στην πίσω πλευρά ή στα πλάγια, τα οποία είναι οι κρεβατοκάμαρες, μία κουζίνα με τζάκι, το κατώι (ισόγειο) όπου τοποθετούνται όλα τα αγροτικά προϊόντα και την αυλή ή τη βεράντα. Σημειώνεται πως η αυλή βρίσκεται πάντα στην μπροστινή όψη του κτίσματος και ποτέ δεν κοιτά το βοριά. Εκεί υπάρχουν κτισμένα πεζούλια, επενδυμένα συνήθως με πλάκες μαρμάρου, τα οποία λειτουργούν ως καθίσματα. Ο πρώτος όροφος επικοινωνεί με το κατώι και το δρόμο, συνήθως μέσω μιας εξωτερικής σκάλας από μάρμαρο ή σχιστόπλακα.
Η εξωτερική πόρτα, που τις περισσότερες φορές βρίσκεται στη μέση της κύριας όψης, όπως και τα παράθυρα είναι διακοσμημένα με υπέρθυρα. Την οροφή του σπιτιού στολίζουν πανέμορφες καμινάδες, που οι ντόπιοι ονομάζουν κάπασους, αλλά και ανεστραμμένα πήλινα διάτρητα πιθάρια, τα οποία συχνά κοσμούν τις καπνοδόχους. Όσον αφορά στην επίπλωση των οικιών, δεν περιλαμβάνει τίποτα επιπρόσθετο από τα απολύτως απαραίτητα.
Χαρακτηριστικές είναι οι κτιστές εσοχές (θυρίδες) στους τοίχους, που χρησιμοποιούνται ως ντουλάπια.
ΠΗΓΗhttp://www.tinosisland.gr
ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Η Τήνος, το «νησί της Τέχνης και του Πολιτισμού», όπως έχει ονομαστεί, αγάπησε πολύ τις τέχνες και τις παραδόσεις και αυτό το επιβεβαιώνουν, με τα ανεπανάληπτα έργα τους, τα παιδιά της, που διέπρεψαν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το ταλέντο και στη συνέχεια η αναγνώριση «χτύπησαν την πόρτα» των Τηνιακών κι εκείνοι υποστήριξαν επάξια τον χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στο νησί τους. Σήμερα, η Τήνος νιώθει περήφανη για τους καλλιτέχνες που γέννησε και οι οποίοι ανάδειξαν τόσο το νησί, όσο και τη χώρα μας παγκοσμίως.
Γιαννούλης Χαλεπάς (τραγικός γλύπτης – δημιουργός της Κοιμωμένης)
Νικόλαος Γύζης (ζωγράφος)
Νικηφόρος Λύτρας (ζωγράφος)
Δημήτριος Φιλιππότης (γλύπτης)
Λαμέρηδες
Λάζαρος Σώχος (γλύπτης)
Αντώνης Σώχος (γλύπτης)
Γεώργιος, Μάρκος, Λάζαρος και Ιωάννης - Φυτάληδες (γλύπτες)
Γεώργιος Βιτάλης ( γλύπτης )
Δούκα

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣΜπάμπης Κρητικός (γλύπτης)ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΑΡΛΑΜΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΜΑΝΘΟΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΔΕΛΑΤΟΛΑΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
ΤΙΝΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΡΕΤΖΕΠΟΠΟΥΛΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΝΤΑΜΟΥΡΗΣ
ΜΑΝΘΟΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΑΙΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΩΤΗΣ
ΝΤΙΝΑ ΣΥΛΙΚΟΥ
ΣΟΦΙΑ Γ. ΦΟΡΤΩΜΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΚΟΛΑΣ
ΜΑΡΚΟΣ ΑΡΜΑΟΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΑΛΑΚΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΟΚΑΜΙΣΑΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΟΙ ΤΗΝΙΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ
Ε. Γεωργαντοπούλος
Δ. Δρόσος
Κ. Κεροφύλας
Α. Λαγουρός
Γεώργιος Δωριζάς (εκπαιδευτικός - συγγραφέας)
Α. Φλωράκης
Γ. Ν. Αμιραλής (φιλόλογος)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΛΑΚΑΤΕ
Οι αδελφοί Ιάκωβος και Φραγκίσκος Μαλακατέ κατάγονταν από το χωριό Υστέρνια της Τήνου και αναδείχθηκαν σε κορυφαίους γλύπτες. Ίδρυσαν και το πρώτο ερμογλυφείο στην Αθήνα, στις οδούς Σταδίου και Κοραή, από το οποίο αναδείχθηκαν δεκάδες μαρμαρογλυπτών και αποφοίτησαν πολλοί από τους μετέπειτα καλλιτέχνες.
Ο Ιάκωβος Μαλακατές που γεννήθηκε το 1808 υπήρξε ανυπέρβλητος δημιουργός, εκτελεστής και εφαρμοστής. Τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Οι Βαυαροί αρχιτέκτονες ανέθεταν σ’ αυτόν όλα τα μεγάλα καλλωπιστικά έργα που αναλάμβαναν. Πέθανε το 1885 στο Μόναχο.
Ο Φραγκίσκος Μαλακατές υπήρξε δεινός ανδριαντοποιός και άριστος εκτελεστής. Πέθανε στην Αθήνα το 1914.

ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΦΥΤΑΛΗΔΕΣ
Τα τέσσερα αδέλφια Φυτάληδες, Γεώργιος, Μάρκος, Λάζαρος και Ιωάννης, γεννήθηκαν στα Υστέρνια της Τήνου και ίδρυσαν ανδριαντοποιείο στην Αθήνα, στην οδό Ακαδημίας, το οποίο αναδείχθηκε φυτώριο καλλιτεχνών από το 1840 έως το 1878. Όλα τα αδέλφια διακρίθηκαν για το καλλιτεχνικό τους δαιμόνιο και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Στο ερμογλυφείο τους φτιάχτηκε το πρόπλασμα του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’, του Κωνσταντίνου Κανάρη, του Γ. Καραϊσκάκη και δεκάδων άλλων προσωπικοτήτων της Ελληνικής Ιστορίας που είναι θαμμένοι στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.
Ο Γεώργιος Φυτάλης υπήρξε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο Μάρκος ήταν ζωγράφος και γλύπτης, ο Λάζαρος γλύπτης κλασικιστής και ο Ιωάννης αρχιτέκτονας που εφάρμοσε το σχέδιο του ΕΜΠ. Ο «Έλληνας Πολεμιστής» είναι έργο του Γεωργίου και το «Ποιμήν κρατών ερίφιον» του Λάζαρου, το οποίο, άλλωστε, βραβεύθηκε στο Παρίσι το 1857. Ο Λάζαρος Φυτάλης σε συνεργασία με το Λάζαρο Σώχο αναστήλωσαν το αρχαίο έργο του Λέοντος της Χαιρώνειας.

ΚΑΒΟΣ[Μιά ιστορία μυημένων] ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ[Μέρος Δ']

ΚΑΒΟΣ...
[ΚΕΊΜΕΝΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗ]

Μια θρησκευτική λιτανεία, που όμως οι ρίζες της δείχνουν να πηγαίνουν πολύ βαθιά στο χρόνο και να αγγίζουν αρχαιότερες λατρείες. Η λιτάνευση γίνεται την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, στο χωριό Τριπόταμος της Τήνου και είναι μέρος ενός μοναδικού εθίμου.
Το έθιμο, λέγεται ΚΑΒΟΣ.
Το τελετουργικό του αρχίζει την Πρωτοχρονιά, διεξοδείται ολόκληρο το χρόνο και η κορυφαία του πράξη συντελείται τα Χριστούγεννα, με έναν τρόπο μυστηριακό και εν πολλοίς, απόκρυφο για τους αμύητους.
Μοναδικό καθ' όλα και μυσταγωγικό, φαίνεται να έχει χάσει σήμερα πολλά από τα ουσιαστικά του χαρακτηριστικά, ωστόσο, παραμένει ο τελεστικός του ιστός, που αποτελεί ενδεχομένως και ένα χρήσιμο μονοπάτι για την έρευνα της ουσίας του εθίμου.
Ο «Κάβος», είναι μια ιστορία μυημένων, με μια κωδικοποιημένη συμπεριφορά και πάμπολλους γρίφους, σε ό,τι αφορά την προέλευση του εθίμου.

Το «ακοίμητο φως» του Κάβου, προπορεύεται.
ΑΚΟΙΜΗΤΟ ΦΩΣ
Πυρήνας του, μοιάζει να είναι ένα φανάρι με «ακοίμητο φως». Είναι σημαντικό, ότι ο άνθρωπος που το κρατάει, βρίσκεται επικεφαλής της πομπής και ακολουθούν οι εικόνες της λιτάνευσης και ο ιερέας. Το στοιχείο της φωτιάς, δυναμικό αφ' εαυτού, προσδιορίζει και το έθιμο που συντελείται, ακριβώς στην αρχή του καινούργιου χρόνου.
Οι Ιερές φωτιές της αρχαιότητας και τα πύραυνα του εξαγνισμού, είναι ένας αυτόματος συνειρμός, μπροστά σ' αυτή την Ιερή Φλόγα, που περιφέρεται με τον ίδιο ακριβώς εξαγνιστικό τρόπο, οδηγώντας στο κάθε σπίτι του χωριού τον καινούριο χρόνο, χωρίς μιάσματα και ανεπιθύμητα βάρη. Εκείνη την ημέρα, κάθε σπίτι είναι άβατο, αν πρώτα δεν μπει «το φως του Κάβου».
Ίσως, αυτό το «ακοίμητο φως», να ερμηνεύει και το όνομα του εθίμου. Ο «Κάβος», ως ναυτικός όρος, σημαίνει ένα σκοινί για να δένουν στους ντόκους τα καράβια. Αυτό το φως, μοιάζει να «δένει» το έθιμο αυτό με τον αρχικό του πυρήνα, αφού αυτό το φως, κρατιέται ακοίμητο, εδώ και πολλούς αιώνες.
Ακοίμητο, θα πει ότι καίει μέρα νύχτα, χωρίς να σβήσει ποτέ. Που σημαίνει ότι, αν η αρχή του εθίμου ανιχνεύεται χίλια ή χίλια πεντακόσια χρόνια πριν, αυτό το φως, άναψε τότε και η φλόγα του κρατιέται άσβηστη μέχρι σήμερα.
Μερικοί, υποστηρίζουν ότι η λέξη «Κάβος», προέρχεται από την Ιταλική λέξη Capo, που σημαίνει «επικεφαλής». Και έτσι, πάλι, το όνομα αυτού του εθίμου, επισημαίνει ότι πρέπει να δούμε αυτό που βρίσκεται στην κορυφή της λιτάνευσης, δηλαδή το «ακοίμητο φως».
Τόσο το «ακοίμητο φως» της λιτανείας, όσο και η λέξη «κάβος», μοιάζει να συναποτελούν ένα κώδικα, ο οποίος, όμως, στις μέρες μας, είναι πια ένας γρίφος.


Ο Κάβος κρατάει την εικόνα της Γέννησης,
κατά τη διάρκεια της λιτάνευσης.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, δεν μπαίνει κανείς, σε κανένα σπίτι του χωριού, αν δεν μπει πρώτα το ακοίμητο φως, με τις εικόνες, να κάμουν «ποδαρικό», ενώ ο παπάς ψάλλει μια δέηση μέσα στο σπίτι. Το σπίτι, θα πάρει και φως από το φως της λιτανείας, ενώ σε κάθε σπίτι, γίνεται κέρασμα σε όσους ακολουθούν τη λιτάνευση των εικόνων.
Στο τέλος της λιτάνευσης ακολουθεί κοινό τραπέζι, σε μια μεγάλη αίθουσα δίπλα από την εκκλησία. Είναι το πρώτο τραπέζι που κάνει ο νέος Κάβος. Λίγες μέρες πριν, δηλαδή την ημέρα των Χριστουγέννων, το έθιμο αλλάζει χέρια και περνάει από τον προηγούμενο κάβο στον επόμενο.
Κάβος, είναι ο άνθρωπος που χρεώνεται κάθε χρόνο το έθιμο και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του, που θα δούμε στη συνέχεια ποιες είναι αυτές.

Η λιτάνευση των εικόνων μέσα από τους
δρόμους-στοές του Τριπόταμου.
ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟ, ΙΕΡΟ ΦΑΓΟΠΟΤΙ
Οι εικόνες, περνούν από τον ένα Κάβο στον άλλο, την ημέρα των Χριστουγέννων, αμέσως μετά το κοινό τραπέζι στο οποίο έχουν δικαίωμα να παρακαθήσουν, μόνο οι αρχηγοί των οικογενειών του χωριού.
Ο Ιερέας του Τριπόταμου, Σπυρίδων Φώσκολος, περιγράφει τι ακριβώς γίνεται από την παραμονή των Χριστουγέννων, με τις ετοιμασίες για το μεγάλο κοινό τραπέζι, στη γιορτή της «Αγάπης».
«Την παραμονή των Χριστουγέννων το πρωί, συγκεντρώνονται οι γυναίκες του χωριού στην αίθουσα που γίνεται το τραπέζι, για να καθαρίσουν τα μαγειρικά σκεύη, να καθαρίσουν τα κρεμμύδια για το στιφάδο και να τυλίξουν τους ντολμάδες».
Τα φαγητά που θα σερβιριστούν σ' αυτό το τραπέζι των Χριστουγέννων -που είναι μόνο για άντρες- είναι ίδια, εδώ και πάρα πολλούς αιώνες και απαγορεύεται να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι από αυτά.
«Οι καμπάνες χτυπούν στις 5 τα χαράματα, την ημέρα των Χριστουγέννων. Πρώτος φτάνει στην εκκλησία ο Κάβος, που κρατάει ένα καλάθι γεμάτο κεριά και όποιος μπαίνει στην εκκλησία, του δίνει ο ίδιος από ένα κερί. Μόλις ακουστεί ο Χερουβικός Ύμνος, οι μάγειροι, παίρνουν την ευλογία και αφού προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, πηγαίνουν και ανάβουν τα τζάκια, για να βάλουν πάνω τα 7 καζάνια με το κρέας, τους ντολμάδες και το ρόστο. Μετά τη Θεία Λειτουργία, όσοι ξένοι από άλλα μέρη βρεθούν στον Τριπόταμο, πηγαίνουν στην αίθουσα δίπλα από την εκκλησία και τους προσφέρεται μια σούπα από βραστό κρέας, που λέγεται «Αστέρας» και μαζί με τη σούπα, προσφέρεται και ψητό λουκάνικο.»
Ένας υπερμεγέθης αμφορέας με ανάγλυφες παραστάσεις. Τα μοναδικά αυτά αγγεία προέρχονται από τους αποθέτες του Ιερού της Δήμητρας, στα Θυρίδια, πάνω από το σημερινό χωριό του Τριπόταμου.
Παραμένουν ερμητικά ανερμήνευτα, ωστόσο, τόσο τα 7 καζάνια στα οποία ψήνεται το φαγητό, όσο και το όνομα «αστέρας» που έχει η σούπα, έστω και αν εύκολα μπορεί κανείς να το συνδέσει με το αστέρι των Μάγων. Ο αριθμός 7, έχει ένα βάρος και μια πληθώρα ερμηνειών, που διατρέχουν τον αρχαίο κόσμο και είναι τόσο ισχυρές, που και ο Χριστιανισμός υιοθέτησε ένα μέρος τους, διατηρώντας την ιδιαιτερότητα αυτού του συμβολικού αριθμού.
Στις 12 το μεσημέρι των Χριστουγέννων, χτυπούν πάλι οι καμπάνες και γίνεται λιτάνευση στο χωριό, της εικόνας της Γέννησης.
Η λιτανεία, καταλήγει στο Ναό και στη μεγάλη αίθουσα έχει στρωθεί ήδη το τραπέζι για τους αρχηγούς των οικογενειών, οι οποίοι, μπαίνοντας στην αίθουσα, χαιρετιούνται μεταξύ τους με έναν ιδιότυπο χαιρετισμό, με χειραψία, που έχει κατά κάποιο τρόπο ένα μυστικό χαρακτήρα, αναγνώρισης και εμπιστοσύνης.

Σε κάθε σπίτι, έχει ετοιμαστεί ένας χώρος για να υποδεχτεί τις εικόνες στη διάρκεια της περιφοράς τους στο χωριό. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ανάβει ένα κερί από το «ακοίμητο φως» και ο ιερέας ψάλλει μια δέηση στο σπίτι, για το καλό της νέας χρονιάς.
Ο Ιερέας, που παρακάθεται και εκείνος στο γεύμα, λέει μια ευχή και αμέσως μετά, σερβίρονται τα φαγητά με την ίδια πάντοτε, εδώ και αιώνες, αδιασάλευτη σειρά και τάξη.
Πρώτα, σερβίρεται η σούπα με ρύζι αυγολέμονο.
Δεύτερο πιάτο, σερβίρεται κρέας βραστό.
Τρίτο πιάτο, είναι το στιφάδο. Τα κρεμμύδια, λένε, σ' αυτό το τραπέζι, συμβολίζουν τη γλυκύτητα που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους.
Τέταρτο πιάτο στη σειρά, σερβίρονται οι ντολμάδες, που και αυτοί έχουν το συμβολισμό τους σ' αυτό το τραπέζι. Συμβολίζουν την ομόνοια και την αδελφοσύνη, που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που προσδίδονται σε αυτό το γεύμα, για τους ομοτράπεζους του Κάβου. «Όπως -λέει- είναι σφιχτό το ρύζι μέσα στους τυλιγμένους λαχανοντολμάδες, έτσι πρέπει και οι χωριανοί να είναι μεταξύ τους, σφιχτά, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Πέμπτο πιάτο, σερβίρεται το ρόστο. Κρέας μοσχαρίσιο, κοκκινιστό με κρεμμύδια και 6 γλώσσες μοσχαρίσιες, που και αυτές έχουν ένα αποτροπαϊκό χαρακτήρα, να διώχνουν, δηλαδή, τη γλωσσοφαγιά.
Τελευταία, προσφέρονταν τα φρούτα (Μήλα, πορτοκάλια και μανταρίνια).
Έβδομο στοιχείο, είναι το κρασί, που καταναλώνεται άφθονο και το πίνουν  σε παλιά, κοινόχρηστα, χάλκινα τάσια-κούπες.

Ακόμη μια εντυπωσιακή εικόνα από τη λιτανεία της Πρωτοχρονιάς, καθώς οι εικόνες μεταφέρονται στα χέρια από τον Τριπόταμο στο γειτονικό συνοικισμό του Σπεράδου.

Παλιότερα, οι συνδαιτυμόνες, έπρεπε να έχουν μαζί τους, το πιάτο του καθένας, και το ψωμί του, όπως και τα μαχαιροπίρουνά του, δεμένα σε μια πετσέτα, που έφερνε καθένας από το σπίτι του.
Με αυτό το γεύμα, από την πρώτη ήδη χειραψία για την είσοδο στην αίθουσα, οι συνδαιτυμόνες συμφιλιώνονται μεταξύ τους, αν τυχόν είχαν διαφορές, πριν καθίσουν στο κοινό τραπέζι.



Μοναδική είναι και η ανάγλυφη παράσταση που υπάρχει στο λαιμό ενός από τους τεράστιους αμφορείς του Ιερού της Δήμητρας, που βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Τήνου. Εικονογραφεί τον μύθο της γέννησης της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία.
Στη διάρκεια αυτού του γεύματος, τα παλιότερα κυρίως χρόνια, συζητούσαν και για τυχόν εργασίες που έπρεπε να γίνουν στο χωριό, για να συντηρηθούν κάποιοι δρόμοι και χώροι κοινόχρηστοι. Και οι εργασίες αυτές, γινόντουσαν από κοινού. Σ' αυτό το τραπέζι οι αρχηγοί των οικογενειών, προγραμμάτιζαν το Δημόσιο Βίο του Τριπόταμου, για την ερχόμενη χρονιά.
Μετά το κοινό, αυτό, γεύμα, ξαναχτυπούν οι καμπάνες και ο απερχόμενος Κάβος, φέρνει την εικόνα της Γέννησης στο τραπέζι και μοιράζει σε όλους από ένα κερί.
Αρχίζει, έτσι, μια ακολουθία που κατά τη διάρκειά της, ψάλλονται οι καταβασίες των Χριστουγέννων. Ο ιερέας παίρνει ένα πρόσφορο που είχε βάλει πίσω από την εικόνα και καθώς ψάλλεται η Θ΄ Ωδή, αρχίζει να διανέμει το πρόσφορο στους συνδαιτυμόνες. Καθένας τους, παίρνει με την άκρα των δακτύλων του ένα μικρό ψίχουλο, το βάζει στο στόμα και κάνει το σταυρό του.

Το αρχαίο Ιερό της Δήμητρας, πάνω ακριβώς από τον Τριπόταμο (το χωριό διακρίνεται μπροστά). Σ' αυτόν εδώ το χώρο, έκαιγαν ακοίμητες φωτιές, για τη λατρεία της Θεάς, όπως το «ακοίμητο φως» του Κάβου. Εκτός των άλλων, είναι ένα Τελεστήριο Ιερό, με όσα μπορεί να σημαίνει αυτό.
Με αυτό το τελετουργικό, τελειώνει η θητεία του παλιού Κάβου και τότε ο ιερέας, πάλι ρωτά τους παρευρισκόμενους, με την ακόλουθη φράση: «Ποιος θέλει να αναλάβει την υποχρέωση της αδελφότητος;». Αυτός που θα πει «Εγώ», αναλαμβάνει Κάβος για τη νέα χρονιά.
Αυτό, βέβαια, είναι το τυπικό του εθίμου, γιατί υπάρχει μια μακρά λίστα αναμονής, με τους ανθρώπους που έχουν ήδη δηλώσει ότι θέλουν να αναλάβουν. Υπολογίζεται, ότι για να ικανοποιηθεί η υπάρχουσα λίστα, θα πρέπει να περάσουν περισσότερα από πενήντα χρόνια.
Οι ερμηνείες που δίδονται σ' αυτό το έθιμο είναι αρκετές, χωρίς, ωστόσο, καμιά από αυτές να προσεγγίζει με απόλυτη σιγουριά, τα ακριβή αίτια που έκαναν τους θεμελιωτές του, να το καθιερώσουν.
Είναι σαφές, ότι υπάρχουν και ερμητικά στοιχεία και κώδικες, αλλά και τελετουργικά δρώμενα, που, ενδεχομένως, σε παλιότερους χρόνους, ο χαρακτήρας τους να ήταν ακόμη πιο ισχυρός και ευδιάκριτος.

Το φανάρι στην κορυφή της πομπής, μεταφέρει την Ιερή Φλόγα, που περιφέρεται για εξαγνιστικούς λόγους στα σπίτια, στην αρχή του καινούριου χρόνου!
ΤΕΛΕΤΕΣ ΒΓΑΛΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια, πόσο βαθειά στο παρελθόν έχει τις ρίζες του αυτό το έθιμο του Κάβου. Ο χαρακτήρας του και μόνο, ωστόσο, προϊδεάζει ότι πρέπει να έχει την αρχή του, πάρα πολλούς αιώνες πριν.
Ο Τριπόταμος, δεν είναι ένα τυχαίο χωριό και εννοώ, ακριβώς, το γεγονός ότι μόλις 200 μέτρα Βόρεια από την άκρη του χωριού, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος με το Ιερό της Δήμητρας, των Γεωμετρικών χρόνων, που έχει δώσει σημαντικά ευρήματα (είναι εκτεθειμένα στο αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου, στη Χώρα).
Θα αποτολμήσω μια σύγκριση (προς διερεύνηση), ανάμεσα στο «ακοίμητο φως» του Κάβου και τα πολλά πύραυνα του Ιερού της Δήμητρας, στα οποία έκαιγε η φωτιά της θεάς.

Το καντήλι με το «ακοίμητο φως» στην εκκλησία του χωριού και δίπλα ακριβώς, το μαρμάρινο τέμπλο διακοσμείται από ένα ανάγλυφο Διονυσιακό Θύρσο!

Αλλά και από τα φαγώσιμα που καταναλώνονται στο κοινό τραπέζι (ΚΟΙΝΟ ΤΡΙΠΟΤΑΜΙΩΝ άραγε;), δεν μπορεί να περάσουν απαρατήρητα τα πολλά κρεμμύδια (οι ΚΡΟΚΟΙ της Θεάς;) που καταναλώνονται, ούτε και το αλεσμένο στάρι, που έμπαινε παλιότερα αντί για ρύζι, στο γέμισμα των λαχανοντολμάδων.

Χαρακτηριστικός είναι ακόμη και ο στολισμός στην πόρτα της εκκλησίας, με κλαδιά φοινίκων και καρπούς φρούτων.
Δεν ξέρω, πόσο τυχαία μπορεί να παραπέμπουν στη Θεά του Τριπόταμου, αυτά τα σημερινά στοιχεία από το «σώμα» του εθίμου, που ταυτόχρονα είναι και δικά της σύμβολα. Προσφορές στη Θεά Δήμητρα, χοές στον καινούριο χρόνο. Καρποί της γης, στάρι, βολβοί κρεμμυδιών, φρούτα και κρασί!
Με όλα αυτά, προσπαθώ να φανταστώ μια τράπεζα προσφορών στο Ιερό της Δήμητρας, που κατοπτεύει τον Τριπόταμο.
Πόσο μακριά μπορεί να είναι στ' αλήθεια η άκρη αυτού του Κάβου, από τα Θυρίδια και το Ιερό της Θεάς;ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣhttp://www.os3.gr/arhive_taxidi/gr_taxidi_kavos.html

καί αλλα εθιμα τού νησιού...

Οι Τήνιοι διατηρούν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους ως κάτι ιερό. Εξάλλου, πολλά από αυτά πηγάζουν από αρχαίες θρησκευτικές παραδόσεις. Τα έθιμα αναβιώνουν κυρίως στα χωριά, ωστόσο και η Χώρα δεν υστερεί των παραδόσεων. Επιπρόσθετα, οι ντόπιοι συνηθίζουν να συνδυάζουν τη βαθιά τους πίστη με την αγάπη τους για το χορό και το τραγούδι στα εορταστικά πανηγύρια που τακτικά διοργανώνουν.
Άναμμα των Καντηλιών: Ένα έθιμο που αποδεικνύει τη βαθύτατη πίστη των Τηνίων είναι το Άναμμα των Καντηλιών. Θεωρείται άγραφος νόμος μεταξύ των κατοίκων του νησιού, να φωτίζουν με αυτό τον τρόπο όλα τα εξωκλήσια κάθε Σάββατο απόγευμα, αλλά και τις παραμονές των μεγάλων χριστιανικών ή των ονομαστικών τους εορτών. Κάθε εξωκλήσι έχει ένα μόνιμο ή προσωρινό ιδιοκτήτη, στις υποχρεώσεις του οποίου συμπεριλαμβάνεται και η τήρηση του εθίμου. Η αθέτηση αυτής της υποχρέωσης θεωρείται ηθικό παράπτωμα, που κανένας ντόπιος δεν μπορεί να ανεχθεί στη συνείδησή του.
Το έθιμο σε πολλές περιπτώσεις παίρνει τη μορφή τάματος. Έτσι πολλοί Τήνιοι, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, ικεσίας ή ευχαριστίας προς κάποιον Άγιο, υπόσχονται να μεταβούν στο εξωκλήσι που είναι αφιερωμένο στο όνομά του. Οι προσκυνητές κατευθύνονται στο χώρο νωρίς το πρωί. Στην περίπτωση που τα καντήλια είναι αναμμένα, προσθέτουν λάδι για να διατηρηθεί περισσότερο η φλόγα τους και ακουμπούν το υπόλοιπο της φιάλης που έχουν προσκομίσει, δίπλα από το μανουάλι, ώστε να ξαναχρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία συνοδεύεται πάντοτε από το άναμμα κεριών και θυμιάματος. Η προσφορά αυτών των τριών στοιχείων αποτελεί τη μοναδική χριστιανική υλική θυσία που διασώζεται από τα αποστολικά χρόνια. Ο χαρακτήρας της είναι άκρως συμβολικός. Η αξία της δεν σχετίζεται με την προσφερόμενη ύλη, αλλά με τη θρησκευτική κατάνυξη του προσκυνητή. Γενικότερα, το άναμμα των καντηλιών εκφράζει τη φωτεινότητα των ψυχών των πιστών. Οι φλόγες τους παρομοιάζονται με το φως του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τη λαμπρότητα όλων των Αγίων που είναι ριζωμένοι βαθιά στις καρδιές των ντόπιων.
Χοιροσφάγια: Πρόκειται για ένα παλιό έθιμο, το οποίο αναβιώνει με αμείωτη ένταση έως τις ημέρες μας, τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, κυρίως στα χωριά. Σημειώνεται πως οι οικογένειες συνηθίζουν να εκτρέφουν τουλάχιστον ένα χοίρο, από τον οποίο εξασφαλίζουν το κρέας όλης της χρονιάς, αλλά και αρκετά τοπικά εδέσματα, όπως: λούζα, γλίνα, πηχτή κ.ά.
Οι προετοιμασίες διαρκούν αρκετές ημέρες. Σε αυτές εμπλέκονται άντρες και γυναίκες, συγγενείς και φίλοι, με αποτέλεσμα τα χοιροσφάγια να αποκτούν πανηγυρικό χαρακτήρα. Καθένας έχει το δικό του ρόλο: Οι γυναίκες μαζεύουν μυρωδικά, τα οποία ξεραίνουν στον ήλιο και ακολούθως τα τρίβουν με αλάτι. Επίσης, συγυρίζουν και ασβεστώνουν το σπίτι, την αυλή και το δρόμο. Οι άνδρες μαζεύουν ξύλα ελιάς. Αλλά και την ημέρα της σφαγής χρειάζονται πολλά χέρια. Η διαδικασία, που ξεκινά πριν καλά - καλά ξημερώσει, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και τεχνική κατάρτιση, καθώς το ζώο ζυγίζει 150 με 200 κιλά. Αμέσως μετά, με τη βοήθεια ζεματιστού νερού, αρχίζει το ξύρισμα, το γδάρσιμο και το καψάλισμα, ενώ οι γυναίκες κερνούν ρακί, σταφίδες, καρύδια, ρόδια και ξεροτήγανα.
Ο χοίρος μεταφέρεται στο σπίτι και κρεμιέται ανάποδα από ένα τσιγκέλι. Το πρώτο πράγμα που αφαιρείται είναι τα εντόσθια. Εξάλλου, το συκώτι θα τηγανιστεί και θα σερβιριστεί με πιλάφι για κολατσιό. Στη συνέχεια, οι γυναίκες παραλαμβάνουν τα έντερα για την πολύωρη διαδικασία του καθαρισμού τους, με λεμόνι, αλάτι και άφθονο νερό. Τα λεπτά έντερα χρησιμεύουν στο τύλιγμα των σπιτικών λουκάνικων, τα πιο φαρδιά για τα σαλσίσια, ενώ τα παχιά και χοντρά για τις λούζες. Ο τεμαχισμός του ζώου θέλει μεθοδικότητα και τέχνη. Οι τομές πρέπει να υπολογιστούν με ακρίβεια για να βγουν σωστά οι λούζες, τα παϊδάκια, τα παχιά, τα σύγλινα και σίσιρα, τα ψαχνάδια για τα λουκάνικα, το χοιρομέρι και η δουριά, που σύμφωνα με την παράδοση δίνεται στον παπά του χωριού.
Όλοι οι χώροι του σπιτιού μετατρέπονται σε ένα μικρό εργαστήρι: στο πιο φαρδύ τραπέζι κόβεται ο κιμάς για τα λουκάνικα, δίπλα φτιάχνονται οι λούζες και τα σκορδάτα σαλσίσια, αλλού κόβονται τα σύγλινα, ενώ κάποιοι καθαρίζουν τα αυτιά και τα άκρα των ποδιών για την πηχτή. Αναφέρεται πως τα παλαιότερα χρόνια δεν πέταγαν τίποτα από το ζώο. Με τις τρίχες του σβέρκου, οι τσαγκάρηδες έραβαν τα παπούτσια, ενώ με το λίπος της ουράς, τα στεγανοποιούσαν. Μέχρι και τα παιδιά έβρισκαν παιχνίδια από αυτή τη διαδικασία.
Η σούπα από τα βρασμένα κόκαλα με τα ψαχνά αποτελεί το βασικό φαγητό του δείπνου που ακολουθεί. Στο τραπέζι συμμετέχουν όλοι όσοι βοήθησαν στα χοιροσφάγια. Ακόμη στους καλεσμένους συγκαταλέγονται ο παπάς, ο δάσκαλος και ο γιατρός (εάν υπάρχουν στο χωριό), αλλά και όσοι ξένοι βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στον οικισμό. Η δύσκολη αυτή ημέρα καταλήγει πάντα σε ένα γνήσιο λαϊκό πανηγύρι. Μεγάλες σειρές από τραπέζια στολίζονται με κάτασπρα τραπεζομάντιλα και τα επίσημα σερβίτσια. Το δείπνο είναι πλουσιοπάροχο και εκτός από τη σούπα περιλαμβάνει ποικιλία από σαλάτες, τυριά, ελιές, σαρδέλες, βραστό κρέας με πατάτες, ντολμαδάκια με κιμά από το χοίρο, συκώτι, γλυκάδια, φλεμόνι στιφάδο κ.ά. Ο νοικοκύρης κερνάει τους προσκεκλημένους του από το καινούριο βαρελίσιο του κρασί. Μετά την προσευχή, ξεκινά το μεγάλο φαγοπότι. Συχνά υπάρχουν και όργανα: βιολιά και λαούτο. Αλλά και χωρίς αυτά, το γλέντι και ο χορός φουντώνουν από τα τραγούδια των συνδαιτυμόνων.
Βεγγέρα: Αποτελεί ένα πανάρχαιο έθιμο που ξεκίνησε από τα κρύα βράδια του χειμώνα. Σήμερα, διατηρείται σε εξελιγμένη μορφή, τόσο στο λεξιλόγιο, όσο και στις συνήθειες των Τηνίων καθόλη τη χρονιά.
Τα παλαιότερα χρόνια, η οικογένεια που προγραμμάτιζε να πάει σε μία βεγγέρα ετοίμαζε από νωρίς ένα λυχνάρι με λάδι και φυτίλι. Αυτό αποτελούσε τον απαραίτητο φωτισμό για τη διαδρομή. Μετά το οικογενειακό δείπνο, ο πατέρας έδινε το σύνθημα της αναχώρησης. Η γυναίκα άναβε με σπίρτα το φυτίλι και όλοι μαζί ξεκινούσαν. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, το μικρότερο παιδί κράταγε το λυχνάρι και πήγαινε μπροστά. Πίσω του, ακολουθούσε το ανδρόγυνο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ο πατέρας καθοδηγούσε το μικρό παιδί έως ότου να καταλήξουν στο φιλικό ή συγγενικό σπίτι.
Φθάνοντας στον τελικό προορισμό τους, τα παιδιά των δύο (ή και περισσοτέρων) οικογενειών ξεκίναγαν τα παιχνίδια. Όταν κουράζονταν, έτρεχαν στον καναπέ για να ακούσουν, με ιδιαίτερη χαρά, τα παραμύθια που τους διηγούνταν η γιαγιά. Στο στολισμένο τραπέζι, με διάφορες λιχουδιές, κάθονταν οι ενήλικες, ενώ η νοικοκυρά του σπιτιού έπλεκε την προίκα της κόρης της. Η βεγγέρα διαρκούσε έως τις 10 ή 11 τη νύχτα. Στο τελείωμα της βραδιάς, οι καλεσμένοι άναβαν και πάλι το λυχνάρι τους, ευχαριστούσαν τους οικοδεσπότες και επέστρεφαν στο σπίτι τους.
Έθιμο της Αγάπης: Πρόκειται για ένα πανάρχαιο έθιμο, που αναβιώνει κάθε χρόνο, τη Δευτέρα του Πάσχα, στο χωριό Κτικάδος. Έχει τις ρίζες του στην πρωτοχριστιανική εποχή και σχετίζεται με τη βαθιά πίστη των Τηνίων στην Ανάσταση του Χριστού. Στόχος του εθίμου, που ονομάζεται Αγάπη, είναι αυτή την ημέρα, που ουσιαστικά υμνείται η Ανάσταση του Ιησού, να συμφιλιωθούν όλοι οι πιστοί (Ορθόδοξοι και Καθολικοί) μεταξύ τους, αλλά και να τιμήσουν τους δικούς τους που δεν είναι πια στη ζωή.
Έτσι μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στην εκκλησία της Υπαπαντής, γίνεται περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως σε ολόκληρο τον οικισμό. Στις δώδεκα το μεσημέρι, η καμπάνα χτυπά χαρμόσυνα, προσκαλώντας τους κατοίκους, αλλά και τους επισκέπτες στην αίθουσα, χωρητικότητας 300 ατόμων, που βρίσκεται κάτω από τον Ιερό Ναό. Εκεί υπάρχει ένα ευρύχωρο και μακρόστενο πέτρινο τραπέζι, με πεζούλια, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Κοινή Τράπεζα. Οι γυναίκες του χωριού έχουν μαγειρέψει σούπα από μοσχάρι, ψητό κρέας, κυρίως μοσχαρίσιο και διάφορους άλλους εκλεκτούς μεζέδες, όπως το έθιμο επιβάλλει. Παράλληλα, έχουν φροντίσει ώστε το τραπέζι να είναι εορταστικά στρωμένο.
Όλοι μαζί κάθονται σε αυτό το πραγματικά τεράστιο, ενιαίο τραπέζι, με προεξάρχοντα τον ιερέα. Μόλις σερβιριστεί το φαγητό, ο παπάς ψέλνει τρεις φορές το Χριστός Ανέστη και αρχίζει το γεύμα. Ακολουθεί αλληλοσυγχώρηση μεταξύ των παρευρισκόμενων, τρισάγιο, ομιλία του εφημέριου, επιμνημόσυνη δέηση, ονομαστική αναφορά στη μνήμη των αποθανόντων, καθώς και αναστάσιμοι ύμνοι στο μικρό παρεκκλήσι που βρίσκεται στον ίδιο χώρο.
Ροδάρια: Είναι ένα ιδιαίτερο έθιμο, μοναδικό σε ολόκληρη την Ελλάδα, το οποίο αναβιώνει κάθε Κυριακή του Θωμά στο μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας της Λακκωτιανής, στα Ιστέρνια. Η ροδάρια λαμβάνει χώρα μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στην ομώνυμη εκκλησία, η οποία βρίσκεται λίγο έξω από τον οικισμό. Σύμφωνα με το έθιμο, όλοι οι προσκυνητές κάθονται και γευματίζουν σε ένα κοινό τραπέζι, με πλούσια φαγητά. Εκείνη τη στιγμή, οι πιστοί ανταλλάσσουν με τα προσφιλή και αγαπητά τους πρόσωπα τις ροδάριες, που είναι ένα μικρό μπουκέτο λουλουδιών, συνοδευόμενο από κάρτα με αναστάσιμες ευχές.
Η ροδάρια θυμίζει κατάλοιπο των αρχαίων Ανθεστηρίων, της μεγάλης τριήμερης γιορτής των ανθέων, που γίνονταν στην Αθήνα προς τιμή του Διόνυσου, κατά τη διάρκεια του μήνα Ανθεστηρίωνα. Παράλληλα, αναμφισβήτητα έχει κοινά στοιχεία με το χριστιανικό έθιμο της Αγάπης.
Τραπέζι της Αδελφότητας: Πρόκειται για ένα ακόμη παλαιό χριστιανικό έθιμο, με μοναστηριακό τυπικό, που πραγματοποιείται τις ημέρες των Χριστουγέννων στον Τριπόταμο. Κάθε χρόνο μία οικογένεια, της οποίας ο αρχηγός αποκτά τον τίτλο του Κάβου, αναλαμβάνει να φροντίζει την εκκλησία του χωριού, που είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου. Στις υποχρεώσεις της είναι να διατηρεί αναμμένο το καντήλι που βρίσκεται πάνω από την εικόνα της Γέννησης του Χριστού, καθόλη τη διάρκεια του έτους. Επιπρόσθετα, διατηρεί το ναό καθαρό, επωμίζεται τα έξοδα της Θείας Λειτουργίας των Χριστουγέννων και της προμήθειας των κεριών, ενώ είναι υπεύθυνη για την κατασκευή της μεγάλης λαμπάδας που χρησιμοποιείται στην τελετή της νέας χρονιάς.
Το μεσημέρι των Χριστουγέννων, ο Κάβος παραθέτει γεύμα στο σπίτι του, όπου συμμετέχουν μόνο οι άνδρες - αρχηγοί των οικογενειών του χωριού και ο ιερέας. Οι προσκεκλημένοι φέρνουν μαζί τους, δεμένα σε μία πετσέτα, το πιρούνι, το κουτάλι, το ψωμί και το κρασί τους. Στο τραπέζι της αδελφότητας, ο Κάβος προσφέρει πλουσιοπάροχο φαγητό, στο οποίο περιλαμβάνεται σούπα και βραστό από μοσχάρι, κοκκινιστό κρέας, στιφάδο, ντολμαδάκια και άλλα τοπικά εδέσματα. Το κρασί σερβίρεται στα τάσια, δηλαδή σε κύπελλα ημισφαιρικού σχήματος από ορείχαλκο, τα οποία είθισται να χρησιμοποιούνται μόνο τη συγκεκριμένη μέρα.
Μετά το γεύμα, ο ιερέας και μερικοί από τους συνδαιτυμόνες μεταφέρουν την εικόνα της Γέννησης του Χριστού από την εκκλησία στο σπίτι του οικοδεσπότη, ψέλνοντας χριστουγεννιάτικους ύμνους. Η εικόνα τοποθετείται πάνω στο τραπέζι, μοιράζεται αντίδωρο, ενώ οι παρευρισκόμενοι ανάβουν κεριά, όμοια με αυτά της πρωινής λειτουργίας. Εκείνη τη στιγμή, ο παπάς ορίζει τον επόμενο Κάβο. Μετά το κέρασμα των παραδοσιακών γλυκισμάτων, η εικόνα επιστρέφει στην εκκλησία υπό τους ψαλμούς χριστουγεννιάτικων ύμνων.
Την επόμενη μέρα (26 Δεκεμβρίου) μαζεύονται και πάλι όλοι οι άντρες στο σπίτι του παλιού Κάβου, για να αποτελειώσουν τα φαγητά που περίσσεψαν την προηγούμενη. Τυπικά, οι υποχρεώσεις του παλιού Κάβου ολοκληρώνονται με το γεύμα των Χριστουγέννων. Ωστόσο, έως και την τελευταία μέρα του χρόνου, πρέπει να διατηρεί αναμμένο το καντήλι. Μετά τη Θεία Λειτουργία της 31ης Δεκεμβρίου, ακολουθεί περιφορά της εικόνας για το ποδαρικό σε όλα τα σπιτικά του χωριού.
Σήμερα, η λίστα για τους Κάβους φτάνει έως το 2025, γεγονός που υποδηλώνει το έντονο ενδιαφέρον των ντόπιων για το συγκεκριμένο έθιμο. Όμως τα παλαιότερα χρόνια, ο Κάβος βρίσκονταν πάντα την τελευταία στιγμή, καθώς οι οικονομικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες.
Έθιμο της Πρωτομαγιάς: Αναβιώνει έως και σήμερα σε αρκετές περιοχές του νησιού, ενώ παλαιότερα ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή έθιμα. Σύμφωνα με την παράδοση, όπως γίνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα, έτσι και στην Τήνο, φτιάχνονται οι γνωστοί Μάηδες, τα λουλουδένια στεφάνια που στολίζουν τις πόρτες ή και τα μπαλκόνια των σπιτιών. Η διαφορά είναι πως το βράδυ της παραμονής της 1ης Μαΐου, οι νεαροί τού κάθε οικισμού ξεχύνονται στα σοκάκια και «κλέβουν» τους Μάηδες και τις γλάστρες από τις αυλές των κατοικιών, όπου διαμένουν ανύπαντρα κορίτσια. Στη συνέχεια πάνε και τοποθετούν τα «κλοπιμαία» τους στα περβάζια της εκκλησίας. Το επόμενο πρωί, οι κοπέλες αναζητούν τα λουλούδια τους σε αυτό το χώρο.
Έθιμο του Κλήδονα: Ο Κλήδονας μεγαλουργεί στην εορτή του Αγίου Ιωάννη του Φωταρά (24 Ιουνίου). Ουσιαστικά, το έθιμο αναφέρεται σε ένα είδος λαϊκής μαντείας που τελείται συνήθως τη συγκεκριμένη ημέρα. Λίγο νωρίτερα, κάθε ένας από τους κατοίκους του χωριού τοποθετεί κρυφά ένα αντικείμενο μέσα στον Κλήδονα, ο οποίος και σφραγίζεται όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία. Την ημέρα της γιορτής, όλοι οι ντόπιοι συγκεντρώνονται για να τον ξεκλειδώσουν. Κάθε ένας από τους συμμετέχοντες πιάνει στο χέρι του τυχαία ένα αντικείμενο. Για να πάρει πίσω το δικό του, πρέπει να απαγγείλει στίχους σε αυτόν που το κρατά. Σύμφωνα με την παράδοση, στους παρευρισκόμενους προσφέρεται πίτα και βουνίσιο νερό. Σήμερα, το έθιμο αναβιώνει κυρίως στο χωριό Ιστέρνια.
Πανηγύρια: Τα πανηγύρια στην Τήνο δεν έχουν καμία σχέση με τα εμποροπανήγυρα που διοργανώνονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά ούτε και με το μεγάλο εορτασμό της Παναγίας που πραγματοποιείται στη Χώρα το Δεκαπενταύγουστο. Αντίθετα, αποτελούν μέρος της ζωής των ντόπιων, περιβάλλονται από αρχαία έθιμα και παρακινούνται από το θρησκευτικό αίσθημα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως σε όλες ανεξαιρέτως τις εκκλησίες και τα εξωκλήσια του νησιού τελούνται μεγαλοπρεπείς Θείες Λειτουργίες, την ημέρα του εορτασμού του τιμώμενου Αγίου, που συνοδεύεται από κέρασμα στον προαύλιο χώρο. Επίσης χαρακτηριστικό του τόπου είναι πως κάθε πανηγύρι έχει το δικό του παραδοσιακό πιάτο. Ενδεικτικά αναφέρονται: τα ρεβίθια στον εορτασμό της Αγίας Βαρβάρας, οι καπνιστές σαρδέλες στο πανηγύρι του Κτικάδου, οι ντολμάδες στη γιορτή των Εισοδείων στον Τριπόταμο κ.ά.
Ειδικότερα, την ημέρα που γιορτάζει ο ενοριακός ναός ενός χωριού, όλοι συμμετέχουν ενεργά στις προετοιμασίες. Τεχνίτες ασπρίζουν το εσωτερικό και το εξωτερικό της εκκλησίας, ενώ οι γυναίκες καθαρίζουν το χώρο, γυαλίζουν τα καντήλια, τα μανουάλια και τοποθετούν λουλούδια στο Ιερό. Μετά την τελετή, ακολουθεί κέρασμα στην αυλή. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την παράδοση που διατηρείται αναλλοίωτη έως και τις ημέρες μας, όλα τα νοικοκυριά είναι ανοικτά τόσο για τους συντοπίτες, όσο και για τους επισκέπτες. Έξω από την εκκλησία, δίνεται μία άτυπη μάχη για το ποιος από τους χωριανούς θα πρωτοπάρει στο σπίτι του τους προσκυνητές που ήρθαν από άλλους οικισμούς ή ακόμη και τους τουρίστες.
Τραπέζια στρωμένα επίσημα με τα καλά σερβίτσια και τα κάτασπρα τραπεζομάντιλα, αλλά και πλουσιοπάροχα τοπικά εδέσματα με άφθονο κρασί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πανηγυριού, αλλά και της Τήνιας φιλοξενίας. Κρέας ιδιωτικής παραγωγής, σπιτικά τυράκια, λούζα, αγκινάρες τουρσί ή μαγειρεμένες, αρωματικά λαχανικά από το περιβόλι είναι μόνο μερικά από τα φαγητά που συμπεριλαμβάνοντα στο εορταστικό γεύμα. Ειδικά τα σπιτικά που έχουν εορταζόμενο, υποδέχονται τους επισκέπτες ως αργά το βράδυ. Ψαράκια, γλυκές τυρόπιτες, μαρέγκες, παστέλια, ξεροτήγανα και άλλα ντόπια γλυκίσματα προσφέρονται μαζί με το οικογενειακό ρακί σε όσους περνούν για να ευχηθούν. Είναι γεγονός πως οι άνθρωποι που βρίσκονται για πρώτη φορά σε μία τέτοια γιορτή ζουν μία ξεχωριστή εμπειρία.
Σε πολλές περιπτώσεις, το πανηγύρι ολοκληρώνεται με το χορό του συλλόγου, στην κεντρική πλατεία του χωριού. Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας χορεύουν μπάλλο και συρτό στους ήχους των τοπικών οργάνων, που έχουν ως βάση το βιολί. Στις συνήθειες των ντόπιων είναι ο τραγουδιστής να σταματά τα όργανα και να τραγουδά αυτοσχέδια δίστιχα, τα οποία συνήθως εξυμνούν τις χορευτικές ικανότητες των παρευρισκόμενων. Η καλή μουσική, η παρέα και το κρασάκι συντελούν στην εξαίσια διάθεση για διασκέδαση.ΠΗΓΗhttp://www.tinosisland.gr