ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Γιατί η Ευρώπη δεν “καλεί στο τραπέζι” την Ελλάδα με τις τρίτες σε μέγεθος ένοπλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ;

 


Χρήστος Γ. Κτενάς

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα για την αμυντική ισχύ της χώρας μας, είναι ο πράγματι τεράστιος για το μέγεθος μας, αριθμός αρμάτων, τεθωρακισμένων, αυτοκινούμενων πυροβόλων κ.ο.κ. που διαθέτουμε, όπως και το μεγάλο αριθμητικά στρατό μας σε προσωπικό, που μας κατατάσσουν ως την 3η δύναμη (σε τέτοια μετρήματα) εντός ΝΑΤΟ. Με πρώτες τις ΗΠΑ (αναμενόμενο) και δεύτερη την Τουρκία.

Το επιχείρημα αυτό συνδυάζεται με τις τελευταίες σημαντικές κινήσεις εντός Ευρώπης, όπου οι “μεγάλες” χώρες συγκαλούν συνεχώς συσκέψεις και κάνουν μια εργώδη συζήτηση για να μελετήσουν πως θα οργανωθεί τόσο η ευρωπαϊκή άμυνα, όσο και η περαιτέρω στήριξη της Ουκρανίας. Ενώ στην Ελλάδα, διαμαρτυρόμαστε γιατί “δεν μας καλούν” και γιατί η χώρα μας δεν μετέχει σε αυτές αν και το “αξίζει”.

Να αναλύσουμε όμως γιατί συμβαίνει αυτό, πριν καταφύγουμε στις αγαπημένες πολλών θεωρίες συνωμοσίας και εθνικού δράματος: Αρχικά καταρρίπτοντας το επιχείρημα πως η Ελλάδα έχει “μεγάλο στρατό εντός ΝΑΤΟ” και κυρίως εντός Ευρώπης. Όπου π.χ. διαθέτουμε πάνω από 1.300 κύρια άρματα μάχης και η Γερμανία ούτε 300. Σε γεωπολιτική θεώρηση όμως, οι έλληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι από τις μικρότερες εντός Ευρώπης! Γιατί αυτό το μεγάλο δυναμικό, δεν είμαστε διατεθειμένοι να το προσφέρουμε σε μια ευρωπαϊκή άμυνα. Το αντίθετο συμβαίνει: η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες δηλώνει πως μιας και “κινδυνεύει από την ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτικά Τουρκία, έχει ανάγκη από εξοπλιστική και συμμαχική βοήθεια”.

Έτσι το ελληνικό “μεγάλο” μικραίνει απότομα, καθώς ζητάμε το εξής αντιφατικό: Να μετέχουμε σε ένα “κοινό τραπέζι άμυνας”, αλλά να μην προσφέρουμε σε αυτό, παρά μόνο να εισπράξουμε. Όττι κάνουμε και με τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εδώ και δεκαετίες κάθε κυβέρνηση (από όλο το πολιτικό φάσμα), διαφημίζει πόσα “πακέτα” κατάφερε να εξασφαλίσει από κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, με μεγάλο μέρος από αυτά βέβαια να σκορπίζεται στον άνεμο, σε έργα άνευ σημασίας, σε επιδοτήσεις στο κενό και βέβαια σε σκάνδαλα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης.


O αριθμός των αρμάτων μάχης χωρών του ΝΑΤΟ το 2024.

Γιατί λοιπόν ο ευρωπαϊκός πυρήνας να μας αναβαθμίσει πολιτικά; Και γιατί -πιθανά – να μην προτιμήσει την Τουρκία ως πιθανό πάροχο και προμηθευτή στρατιωτικής ισχύος όπως αναρωτιέται η Γερμανία; Μιας και η Άγκυρα έχει αποδείξει -με τον πιο κυνικό και επιθετικό τρόπο βέβαια- την ευχέρεια της να στέλνει στρατό σε γειτονικές χώρες, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της. Διατηρώντας σήμερα στρατιωτική εισβολή στην Συρία (με νέο κύκλο αιματοχυσίας), στρατωτική παρουσία στη Λιβύη, στο Κατάρ, στη Σομαλία, ακόμη στο Κόσοβο ως ειρηνευτική δύναμη και μετέχοντας με σημαντικές δυνάμεις της σε πολυεθνικές ασκήσεις. Ενώ διαθέτει πλέον και μια ισχυρή αμυντική βιομηχανία, που έχει να προσφέρει όγκο παραγωγής και ποικιλία όπλων στην Ευρώπη, που τόσο τα χρειάζεται αυτή την περίοδο.

Η εικόνα αυτή έρχεται σε αντιπαραβολή με την ελληνική, καθώς όποτε τα περασμένα χρόνια είχαμε αποτολμήσει να στείλουμε μικρές δυνάμεις σε διεθνείς αποστολές, αυτό έγινε με μεγάλη προσπάθεια να διασφαλίσουμε πως θα μέναμε μακριά από υψηλού κινδύνου επιχειρήσεις, πόσο μάλλον από εμπλοκές. Έτσι στο Αφγανιστάν, η ελληνική δύναμη κάπου 200 ανδρών που εστάλη το 2002, ήταν κυρίως Μηχανικού και βοήθησε σε έργα ανοικοδόμησης. Στην Σομαλία όπου πήγαμε το 1993, εστάλησαν κάπου 100 άνδρες, για παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας (εκεί δυστυχώς είχαμε και ένα νεκρό, τον Λοχία Μιχαήλ Σούμπουρο). Ενώ στο Κόσοβο όπου και σήμερα έχουμε ειρηνευτική παρουσία, αυτή είναι μικρή αριθμητικά και εντός ενός πολυεθνικού σχηματισμού. Και βέβαια η χώρα μας δεν διαθέτει υψηλής παραγωγικότητας αμυντική βιομηχανία -μια δύο οριακά οι εξαιρέσεις- ώστε να συνεισφέρει σε πανευρωπαϊκό εξοπλισμό.

Η παραπάνω ελληνική “αδυναμία” δεν πηγάζει βέβαια από τις στρατιωτικές μας δυνατότητες. Αλλά αποτελεί μια πάγια ελληνική πολιτική η οποία συναντά και εκφράζει την κοινωνική απαίτηση. Να θυμίσουμε πως ακόμη και τις λιγοστές φορές που εστάλησαν ελληνικά στρατεύματα στο εξωτερικό, σε αποστολές τέτοιου τύπου, ανθρωπιστικές/ειρηνευτικές, είχαμε έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό από κάποιους κομματικούς σχηματισμούς, χωρίς όμως να περιορίζεται εκεί η γενική δυσφορία. Και ακόμη και η πρόσφατη αποστολή μιας φρεγάτας στην Ερυθρά Θάλασσα σε πράγματι πολεμική δράση, κι αυτή αντιμετωπίστηκε με μεγάλο σκεπτικισμό, άρνηση και “ετοιμότητα για κατακεραύνωση” αν συνέβαινε κάποια απώλεια. Γενικότερα, η ελληνική κοινωνία, διακομματικά δεν είναι πρόθυμη για τέτοιες συμμετοχές, προσφορές και διεθνείς δράσεις. Θεωρώντας τις είτε περιττές, είτε πολύ επικίνδυνες, είτε -το κυριότερο- υπονομευτικές της εθνικής μας άμυνας.

Τα παραπάνω έχουν ιστορική βάση, καθώς αρχής-εξαρχής η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ποτέ δεν θεωρήθηκε ως ενίσχυση μας εθνική. Αντίθετα και σε μεγάλο βαθμό ορθά, ερμηνεύθηκε ως αναγκαία σύμπλευση σε ένα μεταπολεμικό διαμοιρασμό ισχύος, όπου η χώρα μας ευρισκόμενη στο Δυτικό στρατόπεδο, “όφειλε” να ενταχθεί στον εκεί μηχανισμό ασφαλείας. Ο οποίος ναι μεν μας τροφοδοτούσε με εξοπλισμούς (πάρα πολλές οι δωρέες και οι παραχωρήσει ειδικά τις δεκαετίες 50-60), αλλά δεν μας κάλυψε απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Κάτι που είδε την κορύφωση του στο κυπριακό δράμα.

Όπου εκεί, ακόμη και οι πιο πολιτικά φιλονατοϊκές δυνάμεις, είδαν το αδιέξοδο της νατοϊκής νομιμότητας αλλά και κυρίως την αδράνεια των συμμάχων μας να παρέμβουν σε μια εισβολή η οποία αντιμετωπίστηκε κυρίως ως διμερές πρόβλημα. Κάτι στο οποίο -για να είμαστε ειλικρινείς- σοβαρή ευθύνη έχει και η ελληνοκυπριακή πλευρά, η οποία λίγες μέρες μετά τις εισβολές του Αττίλα, αποδέχθηκε εκεχειρία και εμφανίστηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Άρα έδωσε το δικαίωμα στην διεθνή κοινότητα απλώς να μας “παροτρύνει” σε μια συνέχιση των συνομιλιών. Κάτι που έκανε και η τότε ΕΣΣΔ, εκτός βέβαια από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.

Η Ελλάδα μπροστά στον Τραμπ

Ένας δεύτερος λόγος της ελληνικής σμίκρυνσης, που σχετίζεται με τον πρώτο, είναι η τρέχουσα έλλειψη εγχώριας εξελιγμένης πολιτικής γραμμής για την ευρωπαϊκή άμυνα και το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης. Όπου παρά τις δηλώσεις, τις διαβεβαιώσεις πως είμαστε “ταγμένοι” σε μια τέτοια εξέλιξη και συσπείρωση, η παρέμβαση μας γίνεται προς το παρόν σε δύο άξονες: Να υπάρξει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αμυντικών προγραμμάτων (π.χ. η πρόταση Μητσοτάκη-Τουσκ για κοινή αεράμυνα), και να διαχωριστούν οι αμυντικές δαπάνες από την ρήτρα χρέους και ελλειμμάτων του Συμφώνου Σταθερότητας.

Να όμως που και τα δύο πλέον φαίνονται να ικανοποιούνται από την πρόταση της φον ντερ Λάιεν για το πρόγραμμα ReArm Europe, δηλαδή του ευρωπαϊκού επανεξοπλισμού, κάτι που στην Ελλάδα ήδη ερμηνεύεται/πλασσάρεται πως “ικανοποιήθηκαν τα ελληνικά αιτήματα στα οποία πρωταγωνιστήσαμε”. Άρα το ερώτημα μπαίνει, ποια θα είναι τώρα η επόμενη ελληνική συμμετοχή στην πολιτική διεργασία για την ευρωάμυνα και στην διαμόρφωση νέου περιβάλλοντος ασφαλείας;

Είναι χαρακτηριστικό πως στα εξωφρενικά που διατυπώνονται από την άλλη πλευρά, από το τραμπικό στρατόπεδο, η Ελλάδα δεν έχει απαντήσει. Όπου δεν σχολιάζουμε κάτι που μπορεί να προκαλέσει τον “θυελλώδη θυμό” του πορτοκαλόχρωμου αγκιτάτορα, έτοιμου να καταβαραθρώσει κάθε δομή ατλαντικής ασφαλείας, παράγοντας σημαντικά νέα ζητήματα και για την Ελλάδα, τόσο πολιτικής ανασφάλειας όσο και εξωφρενικού οικονομικού κόστους προσαρμογής σε νέες συμμαχικές συσπειρώσεις.

Ακόμη, η προ ημερών συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών, Γ. Γεραπετρίτη με τον ομόλογο του Μάρκο Ρούμπιο, που έχει κάποια αξία, δεν μπορεί να καλύψει την πραγματικότητα. Ότι ο φιλικών αισθημάτων προς την Ελλάδα Ρούμπιο είναι σε τρίτο ρόλο εντός ΗΠΑ και προσπαθεί να “μαζέψει” τις τραμπικές μεγαλοστομίες. Ενώ η εξωτερική πολιτική της χώρας του αποφασίζεται με μικρή δική του συμμετοχή και των μηχανισμών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που έχουν υποβαθμιστεί (στην καλύτερη περίπτωση).

Η τακτική του “βλέποντας και κάνοντας”

Άρα μια επίκαιρη ελληνική διπλωματική και γεωπολιτική δράση και ανάλυση ακόμη δεν έχει διαφανεί. Ενώ, σε αμηχανία μάλλον από το ραγδαίο των εξελίξεων, επιστρέφουμε στην γνωστή μας πρακτική, της “παρακολούθησης των εξελίξεων”, όπου επιχειρούμε εκ νέου να ισορροπήσουμε στις δύο βάρκες: της αμερικανικής ευμένοιας -παραμένει κρίσιμη, ας μην βαυκαλιζόμαστε – αλλά πλέον και στην ταχέως απομακρυνόμενη της ευρωπαϊκής μετεξέλιξης, στην οποία όμως πρέπει να έχουμε θέση, πολιτικά, οικονομικά και γεωγραφικά.

Έτσι η ελληνική πολιτική “διεθνούς χώρου”, πάντα προς το παρόν, αν και το επιθυμεί δεν μετέχει στις νέες οριοθετήσεις, ίσως δεν μπορεί λόγω μικρού μεγέθους, κοινωνικής άρνησης και πολιτικής φοβικότητας να διατυπώσει καν άποψη ορίων και μεγεθών. Και δεν μπορεί να συνεισφέρει ούτε πρακτικά (σε δυνάμεις), ούτε μοχλευτικά (απαιτώντας δια της φερέγγυας συμπόρευσης).

Το αντιπαράδειγμα; Η μικρότερη από εμάς φιλορωσική Ουγγαρία, με τις μικρές ένοπλες δυνάμεις να έχει πολλαπλάσια πολιτική παρέμβαση, γιατί ακριβώς κινητοποιεί τολμηρά τους ευρωμηχανισμούς υπέρ της Μόσχας. Ενώ και και οι ελάχιστες στρατιωτικά -συγκριτικά με εμάς- Δανία και Ολλανδία, είναι τώρα ομοτράπεζες της Γαλλίας και της Γερμανίας, γιατί και ανήκαν πάντα στο πυρήνα της ηπείρου μας, αλλά και έχουν ταχθεί ολόθερμα υπέρ μιας ευρωπαϊκής πολιτικοστρατιωτικής σύγκλισης και είναι από τις κορυφαίες παρόχους βοήθειας στην Ουκρανία.

Έτσι η Ελλάδα που παραμένει αμυντικά εσωστρεφής, που δεν εμπιστεύθηκε ποτέ τις πολυεθνικές συμμαχίες, στις οποίες μετέχει μεν αλλά με πρόθεση “αποφυγής κινδύνου”, που δηλώνει αμυνόμενη άρα ανήμπορη να συνεισφέρει σε ένα κοινό κορβανά άμυνας, που ζητά κονδύλια αλλά δεν παρέχει εγγυήσεις ελέγχου έστω της περιφέρειας της, που εξοπλίζεται μεν, αλλά με ένα τρόπο που δεν εξασφαλίζει την γεωγραφική αναγκαιότητα “λίγο πέρα από τα 6 μίλια”, που φραστικά στηρίζει αλλά δεν δεσμεύεται, μάλλον αναμενόμενα μένει στον προθάλαμο των εξελίξεων, σε ρόλο είτε παρατηρητή ή ίσως και χειρότερα, παρασυρόμενου από αυτές.

Όταν το “τρένο” των εξελίξεων μας ξεπερνά

Θα μπορούσε να υπάρξει μια άλλη εξέλιξη; Μια άλλη πολιτική; Ισως ναι. Αν αποτολμούσε η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, της οποίας “έλαχε το λαχείο της παγκόσμιας αναταραχής”, να εξηγούσε στην κοινωνία και το διακύβευμα και την αναγκαιότητα συμμετοχής, με όλα τα ρίσκα. Αναζητώντας κάποια πολιτική συναίνεση και παρουσιάζοντας το αδιέξοδο, που τώρα ωραιοποιούμε ως “ψύχραιμη στάση”. Δεν το επεδίωξε όμως. Και καν εδώ -ας μας επιτραπεί η υπερέκταση κριτικής- δεν κατάφερε να διαχειριστεί μια εθνική τραγωδία σύγκρουσης τρένων, μεταθέτοντας επίμονα το ζήτημα σε αόριστες διαχρονικές ευθύνες, άρα καμμία ειδικά δική της. Ενώ φρόντισε να ασκηθεί σε μικροπολιτική τακτοποίηση, διάσωσης κομματικών της βαρώνων και παράλληλα εξαφάνισης της “εικόνας των νεκρών”. Και μετά, χρόνια αργότερα, όταν η κοινωνική οργή έχει ξεχειλίσει, προβάλλει μια διάθεση επιλεκτικής ανθρωποθυσίας παρακοιμώμενων, που κι αυτοί στο τέλος θα επιπλεύσουν, έστω με κάποια ταλαιπωρία.

Παρόλα αυτά η Ελλάδα της “Ατζέντας 2030” εξοπλίζεται και με υπερένταση, αλλά πάλι με τις πάγιες επιλογές μας. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, με σαλαμοποιήσεις και διαμοιρασμούς συμβολαίων χωρίς σημαντική εθνική παραγωγή, με “διασώσεις” ξένων εταίρων, με αδυναμία στήριξης κρίσιμων γεωπολιτικά υποδομών (Αλεξανδρούπολης, ηλεκτρικής σύνδεσης με Κύπρο-Ισραήλ, λιμένων με ικανότητα διαχείρισης μεγάλης διεθνούς κίνησης κ.α.), που περιμένουμε “άλλοι” να τις σπρώξουν, και όχι εμείς. Κάπως έτσι ο “3ος μεγαλύτερος στρατός του ΝΑΤΟ” αντικατοπτρίζεται ως ο μικρότερος, καθώς δεν μπορεί ως γεωπολιτικό επιχείρημα να διαβεί τα… σύνορα.  https://flight.com.gr/

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλώς δεν βρίσκεται εκεί η Ελλάδα.

Πρώτον, διότι υπάρχουν ακόμη μερικοί με σύνεση στο ΓΕΣ και τις Ένοπλες Δυνάμεις, που κατανοούν θαυμάσια ότι ο δυτικοευρωπαϊκός πυρήνας του ΝΑΤΟ είναι ντε φάκτο σε πόλεμο με την Ρωσσία - κάτι που σε καμμία περίπτωση δεν έχει σχέση με τα εθνικά μας συμφέροντα. Δεν φτάνει που μας έμπλεξαν μερικοί ξενόδουλοι πολιτικοί στον ανεφοδιασμό των νατοϊκών στην Ουκρανία, θα πρέπει να φάμε περισσότερο το κεφάλι μας, πηγαίνοντας στις διασκέψεις που πρωτοστατεί η υπο πολεμική ψύχωση αντιρωσσική κλίκα;

Δεύτερον, διότι ο κύριος λόγος των συναμαζώξεων των δυτικοευρωπαίων ψυχάκηδων είναι η μπίζνα και ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας. Προφανώς και δεν θα έχει καλό τέλος αυτή η ιστορία. Εμείς, όσο μακρύτερα βρισκόμαστε,, τόσο το καλύτερο.

Τρίτον, δεν έχουμε ανάγκη τους ψυχάκηδες για την άμυνα μας, ειδικά όταν πρόκειται για γεωπολιτικούς μας εχθρύς, ουσιαστικά, που το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν ποτέ τους είναι η άμυνα της Ελλαδας. Πενήντα χρόνια σφυράνε αδιάφορα στο Κυπριακό και το ξέρουμε.

Τέταρτον, η Τουρκία βρίσκεται εκεί διότι δεν πρόκειται για κανονικό κράτος αλλά για πρότζεκτ των Άγγλων και Γερμανών, εποικιστικό στο ίδιο πρότυπο με το "ισραήλ". Βρίσκεται εκεί ως κόμβος διακίνησης τρομοκρατικών ενόπλων σχημάτων για παντός είδους "δουλειές". Οι κεμαλικοί είναι σε ολέθρια πορεία, παίζοντας ρόλο χρήσιμων ηλίθιων για τις δολοπλοκίες των Άγγλων εναντίον της Κίνας. Η οποία Κίνα είναι ο μεγάλος αντίπαλος του παντουρκισμού.

Λοιπόν καλώς δεν βρισκόμαστε εκεί. Οι ΕΔ μας είναι για την δική μας άμυνα, άλλωστε, και όχι για την άμυνα των δυτικοευρωπαίων. Συμβαίνουν σοβαρές ανακατατάξεις στο διεθνές πεδίο, που θα πρέπει να αξιολογήσουμε με προσοχή. Οι δυτικοευρωπαίοι σήμερα είναι, αύριο μπορεί να μην είναι...