Ενα διήγημα του ΤΑΣΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
ΛΕΥΚΟΘΕΑ X
Eκείνες τις μέρες το χειμώνα του 1996 δούλευα σ ένα πρατήριο καυσίμων στα διακόσια μέτρα απ το σπίτι μου,στην παλαιά Εθνική Αθηνών Κορίνθου Πατρών...
Νύχτα και απογεύματα μόνο...η τέλεια δουλειά για έναν σαν εμένα.. σωματική ταχύτητα και ραθυμία σε εναλλαγή μόνο...σαν σε road movie...
διάβαζα και έγραφα στα κενά, αδιάλλειπτα ,ότι έβρισκα! βασικά στην βιβλιοθήκη της πόλεως και στα παλιατζίδικα...στα παλιόσπιτα που γυρνούσα ψάχνωντας άγνωστο τι...
Τέλος πάντων κάποια στιγμή εκεί,ήρθε αυτό το όχι και τόσο απλό ποίημα,που σου αποστέλλω φίλτατε προς μελέτη,(μαζί με αυτές τις επεξηγήσεις) καθώς είναι ποιήμα σοννέτο 14 στιχο απόλυτα μετρικό κατά πως λεν η αποθέωση της λυρικής ποιήσης με στίχο...έτσι εδω συμβαίνει το εξής...ΤΡΙΑ ΣΟΝΝΕΤΑ Αποτελούν το ποιήμα..η φαντασία της κοπέλας το πρώτο ,η θέση και περιγραφή και πραγματοποίηση της ουρανομήκους αυτής υπερπραγματικότητος και το συμπέρασμα στάση αποφώνηση στο τρίτο σοννέτο ,μέρος του τριπλού χμμ υπερποιήματος...
...κατά μυστηριώδη τρόπο εξ οράνι φαντάστηκα και έγραψα και μάλιστα μετρικά με ύφος 1920-30 αυτό το παράξενο πως να το πω...πράγμα ,μέσα σε μια φρενήρη κούρσα λέξεων,μέσα στο πρατήριο μια νύχτα καταιγίδας ηλεκτρικής και βαμπιρικής αισθητικής.Βροχή in torrents σαν την διασημότερη ατάκα όλων των εποχών.....it was a dark and stormy night ..the rain fell in torrents...
Ερωτεύτηκα,αυτήν.. αυτήν την ’’Αόριστη’’ αλλά και’’Καλλίστη’’ Που φαντάστηκα σ’ ένα είδος πνευματικού πυγμαλιωνισμού..την ονόμασα ’’Αορίστη’’ Μεταθέτοντας τον τόνο ώστε να γίνει όνομα Αρχαίο,που να εμπεριέχει και τα δύο...καλλίστη Αορίστη...
την Ερωτεύτηκα άγρια ανυπότακτα,με μόνη υποταγή στην ιδέα της αλλά και εξουσία της δυναμής της επάνω μου, αλλά και επί του Παρελθόντος μου,την ερωτεύτηκα αδι-ανόητα,σκληρά ανίερα, μακράν και πέραν των σαρκικών ορίων η το χρόνο
και απελπισμένος πως Υπάρχει και δεν θα με γνωρίσει απεφάσισα να κρατώ πάντα και παντού το ποιήμα αυτό πάνω μου ώστε να της το ενεχειρίσω αν την δω στον δρόμο κάπου σ ένα κατάστημα σ ένα βουνό....δεν γνωρίζω,κάπου!!
Με καθημερνή απελπισιά και οργή την περίμενα,και δεν ερχόταν,με δακρυσμούς τα δειλινά και άδεια κλίνη τα πρωινά και λίγο λίγο έχασα βάρος σωματικά-παίρνοντας άλλο ψυχικά-, έρεψα σκοτείνιασα περιφερόμουν σε ερημιές με αγκάθια στα πόδια και στην ψυχή,χανόμουν στο χρόνο και την γύρευα, ξεθωριασμένο ρούχο σκισμένο κατάντησα σιγά,απ΄ την μανία του ανέμου...και πέρασαν δεκατέσσερις μήνες....(κατά τον Βorjes το δεκατέσσερα δεν συμβολίζει το άπειρο,είναι το Άπειρο)...!
τα μάτια σου λοιπόν φίλτατε δεκατέσσερα,στο τι σου παρασταίνω
πως λέει ο λαός-όπως τα είχα και εγώ αλλά εις μάτην...
μέχρι που μια μέρα απλά παραιτήθηκα...
και παραδέχτηκα την παραλληρηματικότητα της όλης ιδέας μου αλλά και τον εγωισμό της απέναντι στο σύμπαν.....και ταπεινώθηκα ψυχικά και άλλο...
άφηνα τις μέρες να περάσουν άδειες, αδιάφορες-όπως άφησα και το ποιήμα σ ένα συρτάρι...
Στις 14 φεβρουαρίου όμως του επομένου έτους, βράδυ κατα τις 23.00 σ' ερημιά Εθνικής και κρύο αρκετό αλλά καθάριο που σε κάνει ΝΑ ΖΕΙΣ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ
ένα μοναχικό αυτοκίνητο μπήκε στην είσοδο του βενζινάδικου...
ήταν ένα κατάμαυρο Volvo ''Amazon'' του 1966 τ’ οποίο και ρολλάρισε αργά και σταμάτησε στην αντλία νο 3....πλησιάζοντας να εξυπηρετήσω -επίσης γοητευμένος απ’ την άριστα διατηρημένη Αμαζόνα- άκουσα γρυλίσματα σκυλιών,κοιτάζω διακριτικά καθώς πλησιάζω στο παράθυρο και...
...βλέπω 4 husky λευκά ν’ αγωνιούν να βγούν έξω...
ανοίγει η πόρτα του οδηγού και βγαίνει...η...
η ξανθή .....σγουρομαλλούσα... με το άσπρο φόρεμα,κατά τι τσαλακωμένο,γελά σαν μηχανικά και προσπαθεί να διαχειριστεί τα σκυλιά της που χαλάγαν τον τόπο...
έχω μείνει άναυδος τα έχω χάσει και προσπαθώ να μιλήσω..Aντί να ρωτήσω πόσο καύσιμο να της βάλω η να κάνω ένα σχόλιο για την ομορφιά της Αμαζόνας της,
...της λέω: ....τα μάτια σου....είναι.....διαφορετικά....ένα γαλάζιο...ένα πράσινο..όπως το είχα φανταστεί!!!
βγάζει ένα βαθύ απρεπέστατο ΑΧΧΧΧΧΧ!!!!! και λέει..μου.. έπεσε κάπου ο... ένας φακός επαφής..τα μάτια μου είναι γαλάζια, αλλά μ΄αρέσουν πράσινα..φοράω φακούς...έπαφής..(γελώντας πονηρά με νόημα)
με κοιτάζει επίμονα ,διατρητικά, στα μάτια λέγοντας: ...εσύ...φοράς φακούς.....χμμμ επαφής;;
πέφτει μια σιωπή...της λέω Σ ΑΓΑΠΩ ενώ βάζω βενζίνη,χωρίς καν να ρωτήσω ποσότητα....χωρίς καν να την κοιτάξω...εκείνη κοιτάζει δίπλα την παρκαρισμένη μου Β.S.A φευγαλέα,ανιχνευτικά και....
λέει τι;; Μ αγαπάς!! ;;;και γελά γάργαρα, δυνατά- όχι όμως απαξιωτικά- απαντώντας μου και χαμηλώνοντας μετά εκμυστηρευτικά τον τόνο της φωνής της ψυθιρίζοντας στο αυτί μου.... μα...καλά......πότε ..πως...Μ' έχεις ξαναδεί;Με γνωρίζεις...;
...της ανταπαντώ...μην τρομάξεις Αγάπη μου,απλά περίμενε να φέρω κάτι για σένα!
Σ ΑΓΑΠΩ ΠΑΝΤΑ Σ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΕΓΩ Σ ΕΦΤΙΑΞΑ ΕΓΩ Σ ΕΚΑΝΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ...ΕΓΩ ΣΕ ΕΓΡΑΨΑ
ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΘΑ ΡΘΕΙΣ ΕΣΥ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ!
Mε κοίταζε μ εκστατική σιωπή.
Άφησα το πρατήριο μ’ εκείνη ..και έτρεξα στο σπίτι,αδιαφορώντας για ότι δήποτε άλλο...
την άφησα λουσμένη στα παγωμένα φώτα Νeon του στέγαστρου των αντλιών με το άσπρο της φόρεμα...
ένιωθα φευγαλέα στην άκρη του ματιού την αερική φιγούρα της να σβήνει καθώς έτρεχα, με την καρδιά έτοιμη να σπάσει απ’τον αγώνα της να στηρίξει Σώμα και Ψυχή...
Γύρισα Σ’ εκείνη με το αίμα να βράζει και το ποιήμα που είχε πια παλιώσει και κατατριφτεί όντας θαμμένο στις τσέπες μου πολύν καιρό, λες κι ήταν κι αυτό ένα ακόμη πειστήριο της προσμονής μου ,της Αγάπης μου της Πίστης μου για εκείνη και της το έδωσα....
το κράτησε απαλά κοιτώντας με στα μάτια με ευχαρίστηση και νόημα μπαίνοντας στο παλιό Αmazona... κάθισε σχεδόν προκλητικά με το να πόδι έξω και διάβαζε ενώ εγώ αμήχανος κοιτούσα τα λευκά σκυλιά κοντά της να σωπαίνουν γρυλίζοντας πότε πότε γλυκά- λες και τους έδινε η ψυχή της κάποια αόρατη εντολή χωρίς διαταγές η νεύματα..(έμοιαζε να είναι σαν εκ-δηλώσεις αυτόματες μέρους του ψυχισμού της )...
όταν τελείωσε την ανάγνωση,δεν σχολίασε τίποτε αλλά με ρώτησε απότομα- διατακτικά σχεδόν -θα ’λεγες οργισμένα ( και τα μάτια της σπινθηρίσαν αυτοστιγμεί,εκστατικά,της Νυκτός Μαρμαρυγίες )
τι ώρα σχολάς;;;
της απαντώ ..στις Δώδεκα ακριβώς...λέει μμμμμια ώρα ακόμη σχεδόν ...κι άλλη μια..να....
Άφησε τη μαύρη Αμαζόνα επί τόπου, στο ψυχρό φως του στεγάστρου και βγήκε παράπλευρα στο δρομάκι της Εθνικής, και πήγαινε κι ερχόταν απ’ το Φως στο Σκοτάδι με τα τέσσερα σκυλιά της μεσ’ την Αχανή νύχτα,βαδίζοντας με δυναμική ηδυπάθεια, σαν σε πασαρέλα δίπλα σε κουτιά απο λάδια πεταμένα,επιθυμίες μου παλιές ,σκουπίδια κάθε λογής των περαστικών χρόνων,Κομψή, Ηδονική, Επεισοδιακή,Υπερκόσμια.
...άλλοτε σκεπτική κοιτώντας το έδαφος (με τα σκυλιά να σιωπούν οσμιζόμενα χαμαί) άλλοτε Ερωτική κοιτώντας προς εμέ (με τα σκυλιά να έχουν ρεύσεις σιέλων και να δείχνουν στιγμιαία τα δόντια τους ) άλλοτε τον ουρανό μ’ ελπίδα και αδημονία ακραία αλλότροπη,(τους σκύλους να ωρύωνται εν ακαρεί υψώνοντας στον ουρανό τις κεφαλές τους ),
Ήταν εκεί μπροστά μου Α-ληθινή εν τέλει ισχυρή, σιωπηλή και Κραταιά...
Όμορφη Ταπεινωτικά...
..ώσπου η ώρα πέρασε και στις 23.58 αφού κλείσαμε το πρατήριο μαζί και αφού αρνήθηκε ως ώρας κάθε ποτό φαί η ανάγκη τουαλέττας μπήκαμε στο Volvo και φύγαμε προς Πάτρα....’’σε κλέβω γιατί μ έκλεψες’’ μου είχε πει, ’’απόψε είσαι δικός μου’’...
Δεν μιλούσα δεν μπορούσα, δεν άντεχα να μιλώ,δεν ήταν υποφερτό αυτό που ζούσα και σκεφτόμουν μόνο την παραλληριματικότητα η οποία όχι μόνο δεν υπήρχε αλλά ..υπήρχε,πως να εξηγήσω..και σκεφτόμουν τον εγωισμό που έδειξα στο σύμπαν ζητώντας το ανέφικτο!!!
σκεφτόμουν ο θνητός και το τίμημα...πάντα υπάρχει ένα τίμημα στο Απόλυτο!
...όμως προς το παρών ήμουν μεσ’ το αυτοκίνητο...μαζί της..και ήταν πάρα μα πάρα πολύ κοντά στην εμφάνιση στο στυλ στον λόγο όπως την είχα φανταστεί...αλλά σε νεότερη εποχή όχι Βικτωριανή με άμαξα μαύρη Phaeton αλλά με Volvo Amazon...οι σκύλοι στο πίσω κάθισμα απόλυτα σιωπηλοί,ένιωθα την ανάσα τους διαρκώς-όχι χωρίς δυσφορία ενός τρόπον τινά στενά παρακολουθούμενου....
..ήταν σαν συνδιασμός ποιήτριας μιας παλιάς,αρχαίας και ακαθόριστης εποχής,αλλά και έκφυλου πανερωτικού πλάσματος,τ’ οποίο και γνώριζε πολύ καλά την ισχύ του ως σύνολο εμφάνισης και χαρακτήρα ...το εξέπεμπε αυτό..είχε μεγάλη καλλιέργεια πνεύματος,αλλά σκοτεινού τύπου ,και κάπου εκεί με ’’κάλεσε’’ για φαγητό...ανάμεσα σε ακατανόητους συμβολισμούς και παιχνιδίσματα του Λόγου της...εκεί μου είπε και τ όνομά της κι εγώ το δικό μου,αστειευόμενη πως δεν είχα προφητεύσει στο ποιήμα τ’αληθινό όνομά της!!!
..άφησε στ’ αριστερό της χέρι μόνο στο τιμόνι και μου πρόσφερε το δεξί της για χειροφίλημα, υπομειδιώντας χιμαιρικά και καταχθόνια ενώ ριπές ανιχνευτικές του βλεμματός της περιεργάζονταν το Είναι μου όλο ,καθώς άγγιξα το χέρι της να το φιλήσω..
Εκεί ξέσπασε σε γέλια (για τoν θεατρινισμό και των δυο μας ,ως προς την πεπαλαιωμένη αυτή αλλά κρυφίως γοητευτική αβρότητα -καθώς σημείωσε) και είπε με νόημα...Λευκοθέα Χ.
Το αυτοκίνητο ρολάριζε,ήμασταν περίπου κάτω απ την Αρχαία Κόρινθο,της πρότεινα μια ταβέρνα και απάντησε ’’όχι αγαπημένε’’ εσένα θέλω να φάω...
θέλω να σε καταβροχθίσω,να σε χωρέσω μέσα μου ,στο Είναι μου αλλά δεν θέλω να σε χαλάσω θέλω να μου διαρκέσεις....
...μπήκαμε σε μια αρχαιολογική θέση,εγκατελειμένη στην τύχη της απ’ την Υπηρεσία,ξέφραγη,μια παλαιοχριστιανική Βασιλική,αφήσαμε το αυτοκίνητο αφήσαμε τα τέσσερα σκυλιά δεμένα στον εμπρόσθιο νικελένιο προφυλακτήρα,τα αιθανόμουν να με κοιτάνε έτοιμα να με κατασπαράξουν...(μοιάζαν να θέλουν να σύρουν την παλιά κομψή Amazona ως άρμα)...’’είναι όλα τους Αρσενικά ’’..είπε χαμηλόφωνα σαν να διάβασε την σκέψη μου και σαν να ήθελε να μην την ακούσουν...
προχωρήσαμε χέρι χέρι και με ρώτησε,....’’εδώ θες να γίνει’’ ;
(..το είπε ψυχρά, τρομακτικά χωρίς πάθος ,παρά σαν να ήταν μια ελεημοσύνη της η επιλογή της θέσεως απ’εμένα, λες και ελεούσε το σφάγειον αφήνοντάς το να επιλέξει τον βωμό της θυσίας του)...
ψέλλισα ένα...ναι.....είπα ένα σβησμένο ’’σε θέλω δική μου’’..χωρίς να αποτολμήσω να γίνω πιο άπληστος στο Σύμπαν και να πω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ...
δεν απάντησε,σήκωσε τα φορέματά της ,ήταν γυμνή αποκάτω -χωρίς εσώρουχο και με κατάπιε κυριολεκτικά...με διέλυσε σωματικά και ψυχικά με την ορμή της αλλά και με την Άλωσή της
και αυτά που είπε στ’ αυτί μου ποτέ δεν θ ακούσει άλλη ψυχή όχι γιατί είναι ως πρέπει ιδιωτικά ,αλλά γιατι ήταν φρικώδη αν και απολύτως Ερωτικά-
..εκεί στον τόπο και ξύπνησα,στη νοτισμένη χλόη ματωμένος στα ούλα,στην γλώσσα στον αριστερό καρπό,γεμάτος γδαρσίματα απ’ τα νύχια της και τ αγκάθια της ερημιάς,εκεί στα ερείπια της παλαιοχριστιανικής,γεμάτος ξεραμένο σπέρμα,και μυρωδιά σαν γάλα,γάλα όψιμο ξυνισμένο...δίπλα μου υπήρχε ένα χαρτάκι,με τα εξής:
Αγαπημένε δεν σε σκότωσα, ήπια απ’ το Είναι σου,πεινούσα.
σε λίγο θα πεθάνεις αλλά θα ξαναγεννηθείς,
ήπιες κι εσύ απο μένα , αχόρταγα
δεν θα βλέπεις σα νεκροζώντανος όπως στις ανόητες ταινίες του holly wood αλλά σαν Ποιητής.
φεύγω Αγαπημένε μου έρχεται ο Ήλιος ,
εξ άλλου παντρεύομαι σήμερα το βράδυ και το νυφικό το έκανα γεμάτο αίμα ..Τάσου!!!
υπ..... ΛΕΥΚΟΘΕΑ Χ.
υσ...αν έχω μείνει έγγυος απο σένα θα γυρίσω σ’εσένα,λύοντας τον γάμο,είναι γραφτό να νικήσει ο πλησιέστερος μου-όχι ο δυνατότερος! και να υποταχτώ σ αυτόν...
Κανείς Ω!! δεν με ’’ξεκλείδωσε’’ τόσο όσο εσύ απόψε.Η νοστιμιά σου το ’κάνε...η νοστιμιά σου αχ,πόση...
...................................
Δεν γύρισε,
δεν βρήκα καμιά μ αυτό το όνομα και την παρουσία πουθενά.. εικοσιοκτώ χρόνια τώρα,έμεινε το ποίημα που δεν πιστεύω πως έγραψα εγώ αλλά πως υπαγορεύτηκε στιγμιαία κατά την επαφή μαζί της στο πρατήριο για να με δολώσει πεινασμένη όντας.
..αυτά είναι απλώς οι ψευδαισθήσεις όπου δημιουργούν οι βρυκόλακες στο γεύμα τους .
αν ζώ ,τ οφείλω σίγουρα στην μακρυνή ανάμνηση της όποιας ενέργειας είχε απομείνει στα ερείπια της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής όπου με γευμάτισε,
αυτό την έκανε να βιαστεί.... και ίσως μια μικρή καλοσύνη ν΄αφήσει μια εντύπωση Αγάπης να θρέφει την μνήμη μου σαν ευχαριστήριο μεταίσθημα,αυτό που κρατά στις επαφές το αίμα και το σπέρμα,
επειδή το Σ' αγαπώ που της είπα δεν ήταν μέρος της ψευδαίσθησης που μου δημιούργησε -και αυτό την άγγιξε ,αυτό την χόρτασε - μετά τόσους αιώνες ανιαρών γευμάτων.
****
Η Αορίστη
Στ Ονείρου μου τυχαία γεννήθηκε τα νοερά
-στα χέρια της η Αγάπη καίει-
..Eίδα ότι όμορφο στα πόδια της να κλαίει
-
Την είδα να λέει μυστικά στ’ αγάλματα μια αλέας
κι απ τ ’έκδηλο του Απείρου της περρίσια να χαρίζει
ύστερα παρέα με τα φάσματα Επαύλεως να γυρίζει
η σε κλίνη να κοιμάται απαλά μια μνήμης Φευγαλέας
-
Σελίδες ερώτων μου παλιών -ανέμελα όλο σκίζει...
Σαν σκέψη ξυπνώντας με ξυπνά
αντί για εμέ ,εκείνη τα παλιά πετά ,μειδιά και ψιθυρίζει:
-
''..Μονάχα στην φευγαλέα στιγμή έχω Αγάπη η Πίστη!
ο ίδιος εαυτός μου ,δεν μου διεκδικεί,
ιδανικά με βάφτισες ποιητή στο Νου σου Αορίστη'' !!!
ΙΙ
Την είδα όλο ξαφνικά! Ήταν ξανθή πολύ ξανθή!
Τα μαλλιά της ένα κτένισμα βοστρύχων καρέ Βικτωριανό
Ψίθυρους ατημέλητο παιδιάστικα σγουρό
φορούσε Άσπρο φόρεμα -τουλάχιστον ελαφρύ
-
Τα πάντα κοιτούσε γύρω της με Ρέμβη που μαδεί
-Λες κι η κάθε η στιγμή της έκλεβε την μιλιά-
Σαν Ηνίοχος,με το χέρι οδηγούσε τέσσερα κάτασπρα σκυλιά
κι είχε ένα μάτι Μπλέ Ηλεκτρικό κι ένα γαλήνιο λαδί
-
Όπως την είχα φανταστεί
παράξενη σαν τ’ Όνειρο
μα τώρα εδώ χειροπιαστή
-
Τα μάτια της...Απόκοσμο μεθύσι αλαργηνό
σε πείσμα μάταιο του Καιρού που δεν ξεθυμαίνει ακόμη
( Έμοιαζε να’ναι δεκαεφτά και μαζί εικοσιοχτώ χρονώ)
III
Τι μέρος της προφητείας αυτής να ’ναι κι αυτή η Ρίμα;
Άραγε,στη Ζωή μου θα σταθεί Μοιραία,η θα περάσει;
θα καταλάβει ποιος είμαι εγώ ,η θα με προσπεράσει
΄ αν δεν της δείξω Αυτό Εδώ!-π’είχα μαζί μου Ποίημα;
-
..και το ’δειξα το ποίημα ,μα την άφησα να φύγει-όπως ήρθε Αορίστη
τίποτε μην της ζητώ -αρκεί που την είδα εκείνη
όπως το θέλουμε κι οι δυο Ιδανική να μείνει
παντοτινά Ελεύθερη παντοτινά Αορίστη.
-
Ονείρων κρύφιων Αρχαία παλλακίδα
με το λευκό χιτώνα σου ,ενός αδόξου ποιητή Αγαπημένη
στην κρίση των καθρεφτών ,την καταιγίδα
-
της Εικόνας Σου -απλά-σαν Ναρκίσσων μαρασμούς μοιράζεις
Ωραία ,εξαϋλωμένη
και Θάνατους των καθρεφτών Ω Αθάνατη ρεμβάζεις
1997 ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ
1 σχόλιο:
Καλόοοοοο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου