ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΚΑΝΕΝΑΣ!!!!Η ελίτ που δεν πιστεύει στην Ελλάδα – και το πολιτικό σύστημα που τελειώνει

 


Τους τελευταίους μήνες, όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα φαινόμενο που μεγαλώνει σαν σκιά πάνω από το πολιτικό σύστημα: η λεγόμενη “γκρίζα ζώνη” διογκώνεται διαρκώς. Ένα τμήμα της κοινωνίας που δεν αποφασίζει, δεν πείθεται, δεν εμπιστεύεται, δεν εκπροσωπείται. Πολίτες που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν “κάτι άλλο”, που αναζητούν “νέα κόμματα”, που παραδέχονται πλέον ανοιχτά ότι δεν πρόκειται να πάνε στην κάλπη. Και το πραγματικά εντυπωσιακό: σύμφωνα με πρόσφατη μέτρηση, έξι στους δέκα ζητούν ρητά να εμφανιστούν νέοι πολιτικοί σχηματισμοί. Ακόμη κι όταν μειώνονται κάπως οι αναποφάσιστοι, αυξάνονται εκείνοι που δηλώνουν ότι θα απέχουν πλήρως – μια εξέλιξη πιο ανησυχητική από οποιαδήποτε μετακίνηση μεταξύ κομμάτων.

Μέσα σε αυτές τις αναταράξεις, παρά τις μικρές αυξομειώσεις των ποσοστών στα κόμματα, ένα παράδοξο σταθεροποιείται: εκείνος που προηγείται πια είναι ο “Κανένας”. Μια ένδειξη όχι απλώς δυσαρέσκειας, αλλά βαθιάς απονομιμοποίησης του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του. Γιατί, όσο κι αν προσπαθούν να το κρύψουν οι καθιερωμένοι παίκτες, ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας αισθάνεται ότι δεν εκπροσωπείται από κανέναν. Όχι επειδή “έγιναν όλοι ίδιοι”, όπως συχνά λέγεται, αλλά επειδή ακολουθούν διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου μοντέλου – ενός μοντέλου που έχει προ πολλού εκπνεύσει.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια η Ελλάδα ζει ένα πολιτικό παράδοξο: κυβερνήσεις αλλάζουν, πρωθυπουργοί έρχονται και παρέρχονται, χρώματα και συνθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, όμως η ουσία της ασκούμενης πολιτικής παραμένει ίδια. Οι αποφάσεις αλλάζουν χέρια, αλλά όχι κατεύθυνση. Οι ιδεολογικές ταμπέλες ανανεώνονται, όμως το πλέγμα εξαρτήσεων, εμμονών και προτεραιοτήτων που καθορίζει την πορεία του κράτους παραμένει ακλόνητο. Από τον “εκσυγχρονισμό” του Κώστα Σημίτη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στην παγκοσμιοποιημένη διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, στη ρητορική της “Πρώτης φοράς Αριστερά” του Αλέξη Τσίπρα και τώρα στη “Σταθερότητα” του Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεδιπλώνεται μια αδιάλειπτη συνέχεια. Φαινομενικά αντίθετες προσωπικότητες, ουσιαστικά επεισόδια της ίδιας πολιτικής μήτρας.

Μιας μήτρας που αντιμετωπίζει την Ελλάδα όχι ως χώρα με ιστορική υπόσταση, συλλογική βούληση και στρατηγική, αλλά ως “χώρο”, ως πεδίο εφαρμογής πολιτικών που σχεδιάζονται έξω από αυτήν. Που θεωρεί ότι η Ευρώπη έχει πάντα δίκιο, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε αντίθεση με τον εαυτό της ή όταν γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τα ελληνικά συμφέροντα. Που υπόσχεται ανάπτυξη χωρίς παραγωγή, ευημερία με δανεικά, επιδόματα αντί για επενδύσεις, μια κοινωνία αποδυναμωμένη, καθηλωμένη στην τελευταία θέση της Ευρώπης ως προς την αγοραστική δύναμη. Που θέλει πολίτες κουρασμένους, χωρίς προσδοκίες, ώστε να μην μπορούν να αντιδράσουν. Που βλέπει τη Δικαιοσύνη όχι ως πυλώνα του κράτους δικαίου, αλλά ως εργαλείο χειραγώγησης, συγκάλυψης ή σιωπής.

Ο Σημίτης βάφτισε αυτή την πολιτική “εκσυγχρονισμό”, μα επρόκειτο για έναν εκσυγχρονισμό στηριγμένο στη δημιουργική λογιστική και στον δανεισμό. Ο Παπανδρέου τη συνέχισε, με ένα μίγμα ιδεολογικού δικαιωματισμού, ανοικτών συνόρων και φαντασιώσεων περί “παγκόσμιας διακυβέρνησης”. Έβαλε τη χώρα σε ένα Μνημόνιο που ούτε μπορούσε να εφαρμόσει ούτε είχε νόημα να επιβληθεί με τον τρόπο που έγινε. Ο Τσίπρας, εμφανιζόμενος ως αντισυστημικός ριζοσπάστης, αποδείχθηκε ο πιο πιστός συνεχιστής αυτής της πορείας: επιδόματα χωρίς παραγωγή, συμφωνίες που κατέρριπταν εθνικές κόκκινες γραμμές, υπερφορολόγηση, χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ. Και ο Μητσοτάκης, τέλος, ολοκληρώνει τον κύκλο με μια τεχνοκρατική, αποστειρωμένη εκδοχή του ίδιου μοντέλου: επιμονή σε υπερπλεονάσματα, ακριβή ενέργεια, υψηλή φορολογία, παραχωρήσεις στα εθνικά, εξάρτηση από ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων – ταυτόχρονα με μια επικοινωνιακή μηχανή που προσπαθεί να παρουσιάσει τη στασιμότητα ως πρόοδο.

Η κοινή ρίζα αυτής της πορείας βρίσκεται σε μια ελίτ που, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, έχει πάψει να πιστεύει στις δυνατότητες της χώρας. Δεν βλέπει πλέον την Ελλάδα ως αυτόνομο γεωπολιτικό και οικονομικό υποκείμενο αλλά ως ενδιάμεσο διαχειριστή μεταξύ ισχυρότερων δυνάμεων και του ελληνικού λαού. Μια ελίτ που αντιμετωπίζει το εθνικό συμφέρον όχι ως αποστολή, αλλά ως παρεξήγηση.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δύο μόνο ηγεσίες διάλεξαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα: ο Κώστας Καραμανλής την περίοδο 2004–2009 και ο Αντώνης Σαμαράς την περίοδο 2012–2015. Δύο κυβερνήσεις που επιχείρησαν να χαράξουν ενεργειακή στρατηγική, να στηρίξουν την παραγωγή, να προστατεύσουν τα σύνορα, να πουν “όχι” εκεί όπου οι άλλοι έλεγαν “ναι σε όλα”. Γι’ αυτό και πολεμήθηκαν με λύσσα. Και οι δύο ανατράπηκαν με τρόπους που δύσκολα χαρακτηρίζονται θεσμικά καθαροί. Και οι δύο διέλυσαν το αφήγημα ότι “όλοι είναι ίδιοι”. Γιατί δεν ήταν.

Ο Σημίτης οικοδόμησε το ηγεμονικό αφήγημα μιας Ελλάδας που “δεν μπορεί μόνη της” και άρα πρέπει να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Την ίδια στιγμή, καλλιεργούσε την αυταπάτη ότι η ευημερία μπορεί να στηριχτεί σε δανεικά, επιδοτήσεις και φούσκες, σε μια παραγωγική βάση που συρρικνωνόταν. Αυτό το υπόδειγμα ο Παπανδρέου το παρέλαβε, το κατέρρευσε δημοσιονομικά και το ενίσχυσε ιδεολογικά, εισάγοντας μια κουλτούρα όπου το έθνος θεωρείται ξεπερασμένο και η παγκοσμιοποίηση αναπόφευκτη. Με αποτέλεσμα την εισβολή των ΜΚΟ στη θέση του κράτους και την αποδόμηση των συνόρων.

Η σύγκρουση που ακολούθησε δεν ήταν κομματική αλλά αξιακή. Υπήρχαν πολιτικοί του ίδιου κόμματος με αντίθετες αντιλήψεις για το τι σημαίνει χώρα και τι σημαίνει παρακολούθημα. Εκείνοι που πίστευαν σε μια Ελλάδα που μπορεί να σταθεί στα πόδια της και εκείνοι που έβλεπαν τη χώρα ως τμήμα μιας διεθνούς γραφειοκρατίας. Η Ευρώπη, αποδυναμωμένη σήμερα και σε διαρκή σύγχυση, αποκαλύπτει τα όρια αυτού του προτύπου.

Ο Τσίπρας εμφανίστηκε ως εξαιρέση, αλλά τελικά αποδείχθηκε η πιο συνεπής συνέχεια του μοντέλου που υποτίθεται ότι πολεμούσε. Από την πολιτική ανοικτών συνόρων μέχρι τα υπερπλεονάσματα, από τις συμφωνίες που εξυπηρετούσαν ξένα κέντρα μέχρι την εργαλειοποίηση των θεσμών, ακολούθησε κατά γράμμα την ίδια συνταγή. Σήμερα, πρώην συνεργάτες του παραδέχονται ανοιχτά ότι έκανε τα πάντα για να ικανοποιήσει τις ξένες απαιτήσεις, ακόμη και εκείνες που οι προηγούμενοι αρνούνταν.

Ο Μητσοτάκης, αντί να ανατρέψει αυτή την πορεία, την εδραίωσε. Μεταμόρφωσε τη Νέα Δημοκρατία σε ένα υβρίδιο που έχει απορροφήσει την ιδεολογία ΓΑΠ, έχει υιοθετήσει την τεχνοκρατική αποξένωση του Σημίτη και τη νοοτροπία των γρήγορων παραχωρήσεων του Τσίπρα. Υπερηφανεύεται για την “προστασία των συνόρων”, την ίδια στιγμή που έχει χορηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες άδειες παραμονής σε ανθρώπους που εισήλθαν παράνομα. Μιλά για “μεταρρυθμίσεις”, την ώρα που διατηρεί τις ίδιες πολιτικές υψηλών φόρων και ακριβής ενέργειας. Ετοιμάζεται για συμφωνίες με την Τουρκία που αναιρούν θεμελιώδεις εθνικές κόκκινες γραμμές. Και όλα αυτά παρουσιάζονται ως “ρεαλισμός”.

Αν κάτι αποδεικνύει το πολιτικό τοπίο των τελευταίων ετών, είναι ότι οι παλαιές ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές έχουν καταρρεύσει. Η Αριστερά ντρέπεται για τον Τσίπρα, η Κεντροαριστερά δεν θυμίζει ούτε κέντρο ούτε αριστερά, η Κεντροδεξιά έχει μετατραπεί σε χώρο άχρωμων τεχνοκρατών, ενώ ένα τμήμα της Δεξιάς αναζητά σωτήρες στο εξωτερικό. Η πραγματική σύγκρουση δεν διεξάγεται πια ανάμεσα σε “δεξιούς” και “αριστερούς”, αλλά ανάμεσα σε δύο οράματα για την Ελλάδα: από τη μια, μια χώρα-χώρος χωρίς όρια, χωρίς ταυτότητα, χωρίς θεσμούς και παραγωγή, κι από την άλλη μια Ελλάδα-χώρα, κυρίαρχη, παραγωγική, με ισχυρούς θεσμούς και κοινωνία που δεν εκβιάζεται.

Το μοντέλο των Σημίτη, ΓΑΠ, Τσίπρα και Μητσοτάκη έχει εξαντλήσει τα καύσιμά του. Δεν πείθει, δεν αποδίδει, δεν εμπνέει. Η κοινωνία το βλέπει να καταρρέει και δεν δείχνει διατεθειμένη να συνεχίσει να αντιμετωπίζεται ως “πληθυσμός”, ως στατιστικό μέγεθος. Θέλει να μιλήσει ξανά ως λαός. Να αποκτήσει φωνή, να αποκτήσει πρόσωπο. Κι αυτή η φωνή, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, αποτυπώνεται σήμερα στο προβάδισμα εκείνου που δεν υπάρχει στα ψηφοδέλτια: του “Κανένα”.

Γιατί ο “Κανένας” δεν είναι πρόσωπο, είναι κραυγή, είναι διαμαρτυρία απέναντι σε ένα σύστημα που αρνείται να αλλάξει. Είναι το κενό που δημιουργεί ένα πολιτικό σύστημα το οποίο επιμένει να μην βλέπει ότι το τέλος του μοντέλου που υπηρέτησε επί τρεις δεκαετίες δεν είναι προσεχές. Είναι ήδη εδώ. https://primenews.press/

**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων

Δεν υπάρχουν σχόλια: