ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

ΜΠΙΣΜΠΙΚΗΣ.Η παρεκτροπή του Εραστή της λαίδης D και Η αποκαθήλωσή του---[Και ενα εξαιρετικό σχόλιο του Π.Σαββίδη]




 Manos Lambrakis

Ο Βασίλης Μπισμπίκης δεν είναι απλώς ένας ηθοποιός.
Είναι η συμπύκνωση μιας κοινωνικής φαντασίωσης που επένδυσε στην επιτελεστικότητα της ρωγμής, μέχρις ότου αυτή η ρωγμή καταστεί αδιαχειρίστως πραγματική. Αυτό που τώρα εκτυλίσσεται δεν είναι απλώς μια ποινική περιπέτεια: είναι η αποδόμηση ενός λατρευτικού φαινομένου που διατήρησε για πολύ την επίφαση της αυθεντικότητας, προτού διαρραγεί στο ίδιο το σημείο όπου κάθε ρόλος καταρρέει — στο σώμα.
Η αρρενωπότητα που πρόβαλε ο Μπισμπίκης δεν ήταν οργανική, μα μηχανικά επιτελεσμένη. Σχεδιάστηκε για να μοιάζει ανεξέλεγκτη, αλλά ελέγχθηκε επακριβώς όσο διαρκούσε η χρηστικότητά της. Πλαισιωμένος από το ψευδο-αυθεντικό σύμπαν μιας «ανδρικής αμφισβήτησης» της τηλεοπτικής και θεατρικής νόρμας, φλέρταρε όχι με τη στιβαρότητα αλλά με την παραβατικότητα. Και το έκανε με επιμονή. Δεν προέβαλε απλώς έναν ρόλο του «κακού παιδιού» αλλά τον έζησε. Έπινε, κάπνιζε, βωμολοχούσε, εκθέτοντας δημόσια την ίδια την κατασκευασμένη δυσφορία του — έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό παραβατικότητας, όπου το «ανδρικό όριο» δεν είναι πια όριο αλλά αισθητικό συμβάν.
Τα τελευταία χρόνια, αυτό το όριο ξεπεράστηκε επανειλημμένα — όχι κρυφά, αλλά με θράσος. Όχι ως ατύχημα, αλλά ως μέρος του ρεπερτορίου. Η δημόσια εικόνα του Μπισμπίκη άρχισε να μετατρέπεται σε κανονιστική παρέκκλιση: να είναι κανείς επιθετικός, σπασμωδικός, ασυγκράτητος, ανεύθυνος — να εγκαταλείπει συμβάσεις και ίσως και… τόπους συμβάντων. Ο ηθοποιός δεν έκρυψε ποτέ την επιθυμία του να ζει στα άκρα. Απλώς κάποτε η κοινωνία πίστεψε ότι αυτό συνιστά ριζοσπαστική ειλικρίνεια. Τώρα ανακαλύπτει ότι πρόκειται για ανορθολογική αυθαιρεσία. Και η εικόνα του με χειροπέδες δεν είναι απλώς στιγμιότυπο ενός τυχαίου λάθους, είναι το απαύγασμα μιας μακράς πορείας επιθετικής αυτοκατανάλωσης.
Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει το περιβάλλον του. Οι ίδιοι δημοσιογράφοι που τον αποθέωναν ως λαϊκό ίνδαλμα, που ενέκριναν τον «ενσαρκωμένο τραμπουκισμό» ως «αλήθεια», είναι τώρα αυτοί που επιμελούνται τη δημόσια διαπόμπευσή του — με μια σχεδόν τελετουργική κακεντρέχεια. Οι χειροπέδες παύουν να είναι ποινικό εργαλείο και καθίστανται εικονική νέμεσις — φιλτραρισμένες, διοχετευμένες, κυκλούμενες εικόνες που κλείνουν τον κύκλο του «επικίνδυνου αρσενικού». Η αρχική λατρεία βασιζόταν στη σκηνογραφημένη ρήξη. Η αποπομπή του βασίζεται τώρα στην ανεξέλεγκτη επαλήθευσή της. Το θέαμα δεν αντέχει το αληθινό ρήγμα — το επινοεί, αλλά δεν το συγχωρεί όταν αυτό εκδηλωθεί εκτός ρόλου.
Η ίδια η κοινωνία που τον κατασκεύασε, είναι εκείνη που τώρα τον λιθοβολεί. Διότι δεν μισεί την υπέρβαση — τη φοβάται όταν παύει να είναι αποδομήσιμη. Όταν η παραβατικότητα μετατραπεί από αξεσουάρ του μύθου σε πραγματικό συμβάν, τότε το πρόσωπο οφείλει να εξαφανιστεί. Το σώμα του Μπισμπίκη γίνεται φορέας του υπερβολικού ρόλου, και η κοινωνία δεν συγχωρεί τον υπερβάλλοντα ρόλο: τον εξευτελίζει. Το ίδιο το κοινό που αποθέωσε τον «αντί-ήρωα» της μητροπολιτικής μπαχαλοσύνης, δεν ζητά πλέον εξηγήσεις αλλά ζητά αποκεφαλισμούς.
Στο σύστημα της υπερδιαφάνειας, δεν τιμωρείται το λάθος, αλλά η απειλή που φέρει μια μη-αντιστρέψιμη εικόνα. Ο Μπισμπίκης, ως αμφιλεγόμενο είδωλο, υπήρξε αποδοχή ακριβώς επειδή δεν ξεπερνούσε ποτέ τη μυθολογική του «σκηνοθεσία». Από τη στιγμή που την υπερέβη —από τη στιγμή που η παραβατικότητα έγινε κυριολεκτική, που το ατύχημα δεν είχε πια αφήγημα— τότε καταλύθηκε και η δυνατότητα αναπαράστασης. Η κοινωνία δεν μισεί τον εγκληματία βρε, μισεί τον ρόλο που δεν ξαναπαίζεται.
Η αρρενωπότητα, όπως έχει διαμορφωθεί στο ψηφιακό πολιτισμικό πλαίσιο, δεν είναι ανδρεία. Είναι ένα διαχειρίσιμο φαντασιακό παραπάτημα. Όταν το φαντασιακό γίνεται απειλή, τότε πρέπει να καταστραφεί — και να καταστραφεί δημοσίως. Και εδώ βρίσκεται η θεμελιώδης υποκρισία του συστήματος: απαιτεί ρήξη, αλλά μόνο ως θεατρική πρόζα και απαιτεί υπέρβαση, αλλά μόνο ως προσωρινή παρεκτροπή. Ο «κακός άντρας» πρέπει να έχει όρια. Αν τα ξεπεράσει, δεν είναι πια ρόλος, μα πρόβλημα. Και τα προβλήματα στην κουλτούρα της προβολής δεν λύνονται.
Ως γνωστόν, εξαφανίζονται.
Ποιοι όμως φτιάχνουν αυτά τα πρότυπα; Ποιοι τα εξωθούν; Ποιοι τα θυσιάζουν; Ποιοι τα απολαμβάνουν;
Δεν είναι ο Μπισμπίκης απλώς ένας παραστρατημένος ηθοποιός. Είναι το καθρέφτισμα μιας κοινωνίας που έχει εκπαιδευτεί να φαντασιώνεται την ελευθερία μέσω της εκτροπής, και να βιώνει την κάθαρση μέσω του δημόσιου εξευτελισμού.
Όμως όποια κοινωνία μετατρέπει τους παραβάτες σε θεάματα, γρήγορα μετατρέπει και τον εαυτό της σε καταναλωτή αποδιοπομπαίων. Και κάποια μέρα, όταν δεν θα υπάρχουν πια ούτε «ανδρικά πρότυπα» να καταρρεύσουν ούτε παραβατικά είδωλα να διαπομπευτούν, ίσως κοιτάξουμε τον καθρέφτη — και δούμε, για πρώτη φορά, ποιοι είμαστε χωρίς αυτούς.
Ε;
**********
Εδώ θα σχολιάσουμε μια παράγραφο του αρθρου του κ. Μάνου Λαμπράκη,που μας προβληματίζει, διαρκώς, και εμάς. Είναι το ένα απο τα δύο θέματα που μας απασχολούν στο γιατί. Το άλλο είναι γιατί εξελίχθηκε, όπως την βιώνουμε σήμερα, η Επανάσταση του 1821.
Αλλά ας μείνουμε στο θέμα.
Γράφει ο κ. Λαμπράκης:
"Δεν είναι ο Μπισμπίκης απλώς ένας παραστρατημένος ηθοποιός. Είναι το καθρέφτισμα μιας κοινωνίας που έχει εκπαιδευτεί να φαντασιώνεται την ελευθερία μέσω της εκτροπής, και να βιώνει την κάθαρση μέσω του δημόσιου εξευτελισμού".
Ο πρωταγωνιστής του δράματος δεν μας απασχολεί. Μας απασχολεί η συμπεριφορά της κοινωνίας και, κυρίως, εκείνο το "καθρέφτισμα μιας κοινωνίας που έχει εκπαιδευτεί να φαντασιώνεται την ελευθερία μέσω της εκτροπής".
Γιατί συμπεριφέρεται έτσι η ελληνική κοινωνία;
Μια εξήγηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε είναι οι ρίζες της συμπεριφοράς. Μια κρυφή, για να μην τιμωρηθεί, διάθεση αντίστασης στην οθωμανική σκλαβιά και η αποθέωση του Κλέφτη και του Αρματολού που διερρήγνυε τα δεσμά του φόβου και της σιωπής.
Έτσω και αν η συμπεριφορά του έβλαπτε, πολλές φορές, και τους ίδιους τους σκλαβωμένους.
Αυτήν την γενετική καταγραφή θα την διαχειριζόταν το νεοελληνικό κράτος του 1830. Την διαχειρίστηκε;
Όχι προς όφελος της κοινωνίας αλλά της εξουσίας.
Νομοθετούσε ένα ελεγχόμενο σώμα και πολλές φορές οι νόμοι έρχονταν σε αντίθεση και με την λαϊκή αίσθηση και με τις λαϊκές ανάγκες.
Αυτή η νομοθετική νοοτροπία διέτρεξε τον βίο του κράτους ως σήμερα. Και σήμερα είναι κυρίαρχη.
Σήμερα, λοιπόν, κομμματικοί λόχοι στη βουλή, τυπικά νομιμοποιημένοι αλλά ουσιαστικά μετέωροι, αποφασίζουν νόμους σε βάρος της κοινωνίας στο όνομα του "αυτοί γνωρίζουν και η κοινωνία πρέπει να αποδεχθεί".
Η φιλοσοφική αναφορά αυτής της άποψης ανάγεται στον Σωκράτη. Λησμονούν, όμως, πως ο Σωκράτης ζητούσε την αποδοχή ενός νομικού πλαισίου που αποφάσιζε ο Δήμος με τις ανοικτές διαδικασίες της αθηναϊκής-τότε- δημοκρατίας.
Σήμερα, οι νόμοι που πνίγουν τον λαό και θεωρούνται άδικοι είναι πολλοί. Και ψηφίζονται απο αντπροσώπους που είναι υποτελείς στον αρχηγό, όχι στους ψηφοφόρους.
Μια τέτοια συνταγματική διάταξη είναι το άρθρο 86 για τα πολιτικά πρόσωπα που η ευρωπαία εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι έθεσε στον υπουργό δικαιοσύνης. Και πήρε την απάντηση ότι θα αναθεωρηθεί.
Το άρθρο, λοιπόν, αυτό θεωρείται απο την ευρωπαία εισαγγελέα ότι εμποδίζει την δικαστική διερεύνηση κατηγορούμενων πολιτικών προσώπων (άρα όχι, μόνο, αχρείαστο αλλά και επικίνδυνο) και η κυβερνητική δήλωση ότι θα αλλάξει δείχνει ότι και η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν έπρεπε να υπάρχει.
Η ψήφισή του, επομένως, ήταν καταχρηστική. Έπρεπε να υποταχθεί η κοινωνία σε αυτό;
Μια κοινωνική αντίδραση κατά του άρθρου θα έπαιρνε την απάντηση ότι νόμοι και σύνταγμα πρέπει να τηρούνται και αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται ας ψηφίσει στις επόμενες εκλογές πολιτικούς φορείς που θα τα αλλάξουν.
Πέραν του γεγονότος ότι το σύστημα φρόντισε να μην υπάρχουν τέτοιοι πολιτικοί φορείς, το ερώτημα είναι τι γίνεται όχι με το άρθρο 86 αλλά με νόμους που επηρεάζουν την καθημερινή επιβίωση των πολιτών; Που πολλές φορές τους οδηγούν σε τραγικά αδιέξοδα;
Πρέπει να τηρούνται είναι το αφήγημα διότι, αν δεν τηρούνται θα περάσουμε σε ένα καθεστώς αναρχίας.
Σε αυτό δεν μπορεί να αντιτάξει και πολλά η κριτική στάση. Αν οι νόμοι και το σύνταγμα δεν τηρούνται τότε η κοινωνία θα οδηγηθεί σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. Με το περιεχόμενό τους τι γίνεται;
Την κοινωνική εντροπία, όμως, την επηρεάζει καθοριστικά και η μη επίλυση αυτού του προβλήματος: της αναντιστοιχίας, δηλαδή, νόμου και κοινωνικών αναγκών.
Και εδω είναι που ο άνθρωπος ενσωματώνει αναγκαστικά την καταπίεση, διότι δεν μπορεί να αντιδράσει και να πετύχει κάτι καλύτερο. Ενσωματώνει μια οδυνηρή αντίφαση.
Εσωτερικοποιεί, την καταπίεση, δηλαδή, του νόμου και, κυρίως, αυτών που τους ψηφίζουν. Που είναι όλο το πολιτικό σύστημα. Και αν κάποιος αποκλίνει και προτείνει αλλαγές, η άποψή του δεν θα γίνει γνωστή στους ψηφοφόρους. Θα φροντίσουν τα Μέσα Ενημέρωσης να θαφτεί.
Αυτήν την εσωτερική καταπίεση εκδηλώνει ασυνείδητα ο πολίτης με τον εκθειασμό του παραβάτη. Ή την αναζήτηση ενός προτύπου που κινείται στα όρια του νόμου και των κρατικών κανόνων.
Λύση στο πρόβλημα δεν θα υπάρξει. Διότι κανείς δεν ενδιαφέρεται. Το πολιτικό καθεστώς έχει πάψει προ πολλού να είναι δημοκρατικό. Δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό, διότι οι εντολοδόχοι ακούν τον αρχηγό και όχι τους εντολείς τους. Και ο αρχηγός ακούει ένα σύστημα διαπλοκής που για το μόνο που ενδιφέρεται είναι η κατοχή και η νομή της εξουσίας.
ΥΓ: για την Επανάσταση θα γράψω άλλη φορά ευκαιρίας δοθείσης.
---το σχόλιο προσπαθεί να δείξει ότι η κοινωνία ασχολείται υποσυνείδητα με το πρόσωπο της επικαιρότητας. Ωθείται απο μια έξη που δημιουργήθηκε ιστορικά και αναπαράγεται απο την διαχρονική κρατική συμπεριφορά
.**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων

Δεν υπάρχουν σχόλια: