Μέσα σε λίγους μόλις μήνες, από την Ελβετία έως την Παπούα Νέα Γουινέα, από το Μεξικό έως την Αιθιοπία, κυβερνήσεις κάθε ηπείρου επιτάχυναν με πρωτοφανή ταχύτητα την εισαγωγή της ψηφιακής ταυτότητας. Ενώ η κοινή γνώμη είχε πειστεί ότι πρόκειται για απομονωμένες, εθνικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην «τεχνολογική πρόοδο» και τη «διευκόλυνση του πολίτη», το φαινόμενο αποκτά διαστάσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για αθώες εξηγήσεις. Η σύμπτωση μοιάζει πια με σκηνοθετημένο έργο. Το χρονοδιάγραμμα είναι σχεδόν απόλυτα συγχρονισμένο, τα νομοθετικά πλαίσια ομοιόμορφα, και το αφήγημα πανομοιότυπο: ασφάλεια, απλούστευση, ταχύτητα.
Αλλά κάτω από τη λεία επιφάνεια του ψηφιακού μέλλοντος, αποκαλύπτεται μια δομή σχεδιασμένη εδώ και χρόνια· ένα παγκόσμιο εγχειρίδιο μετάβασης από την ελευθερία της ταυτότητας στην ταυτοποίηση της εξουσίας. Αυτό που μέχρι πρότινος καταγγελλόταν ως «θεωρία συνωμοσίας» ξεδιπλώνεται τώρα, με γραφειοκρατική ψυχρότητα, ως πολιτικό σχέδιο με παγκόσμιο συντονισμό.
Η Ελβετία, χώρα-σύμβολο της δημοκρατικής αυτονομίας, ενέκρινε στις 28 Σεπτεμβρίου, μέσω δημοψηφίσματος, την κρατική ηλεκτρονική ταυτότητα, ανατρέποντας το προηγούμενο «όχι» του 2021. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λανσάρει από αυτόν τον μήνα το σύστημα εισόδου/εξόδου (EES), που θα καταγράφει τα βιομετρικά δεδομένα όλων των ταξιδιωτών εκτός ΕΕ – δακτυλικά αποτυπώματα, πρόσωπα, κινήσεις. Το Βιετνάμ, από την 1η Δεκεμβρίου, απαιτεί επαλήθευση προσώπου μέσω της πλατφόρμας VNeID για όλα τα εσωτερικά αεροπορικά ταξίδια. Η Κόστα Ρίκα λανσάρει την κινητή ταυτότητα «Identidad Móvil», η Παπούα Νέα Γουινέα συνδέει την πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την εθνική ταυτότητα ServisPass, ενώ το Λάος επιβάλλει σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες να ενσωματώσουν το νέο σύστημα ψηφιακής ταυτοποίησης.
Το Μεξικό ολοκλήρωσε τη βιομετρική αναμόρφωση του εθνικού αριθμού CURP, το Fayda της Αιθιοπίας επεκτείνεται πανεθνικά και η Ζάμπια βρίσκεται σε τεχνικές συνομιλίες με την Αιθιοπία για τη δημιουργία του δικού της συστήματος. Από τη Νιγηρία έως την Ινδία, οι υποδομές υπάρχουν ήδη – το Aadhaar, το NIN και το Maisha Namba αποτελούν τα προγενέστερα στάδια του ίδιου μοντέλου.
Κάθε χώρα προβάλλει τα δικά της επιχειρήματα, μα το μοτίβο είναι ανατριχιαστικά παρόμοιο: μια τεχνολογική μετάβαση που παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη, «προς όφελος του πολίτη». Κι όμως, όταν δώδεκα χώρες σε τέσσερις ηπείρους κινούνται με πανομοιότυπη ταχύτητα και ρητορική, η λέξη «σύμπτωση» χάνει κάθε νόημα.
Η ρίζα της ιστορίας βρίσκεται πιο πίσω. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), που πολλοί θεωρούν απλώς ένα think tank επιχειρηματιών, είχε προαναγγείλει με ακρίβεια αυτό το σενάριο. Από το Blueprint for Digital Identity (2016) έως το Known Traveller Digital Identity (2020), το WEF περιέγραψε λεπτομερώς το τεχνικό και πολιτικό πλαίσιο ενός παγκόσμιου συστήματος ταυτοποίησης, συνδέοντας κυβερνήσεις, τράπεζες και παρόχους τεχνολογίας. Οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας και οι διεθνείς οργανισμοί προετοίμαζαν υποδομές πριν ακόμη ξεκινήσει η δημόσια συζήτηση.
Η πανδημία αποτέλεσε την τέλεια πρόβα. Τα «πιστοποιητικά εμβολιασμού» δεν ήταν απλώς υγειονομικό μέτρο· ήταν η πρώτη δοκιμή παγκόσμιας ψηφιακής ταυτοποίησης. Ο πολίτης συνήθισε να επιδεικνύει κωδικούς για να εργαστεί, να ταξιδέψει, να συμμετάσχει στην κοινωνική ζωή. Το σώμα έγινε QR code. Η τεχνολογία της συμμόρφωσης μπήκε στην καθημερινότητα με το πρόσχημα της ασφάλειας. Από τότε, το υπόδειγμα επεκτείνεται αθόρυβα, αλλά σταθερά.
Το εγχειρίδιο είναι απλό: πρώτα προβάλλεται ένα υποτιθέμενο πρόβλημα – απάτες, καθυστερήσεις, γραφειοκρατία, εγκληματικότητα – και αμέσως μετά προσφέρεται η λύση: μια ενιαία ψηφιακή ταυτότητα «για τη διευκόλυνση του πολίτη». Η διαδικασία επαναλαμβάνεται παντού, με μικρές τοπικές προσαρμογές, σαν να εκτελείται παγκόσμια χορογραφία.
Οι πολίτες, κουρασμένοι από την πολυπλοκότητα, συχνά υποδέχονται το νέο σύστημα με αδιαφορία ή ελπίδα. Ποιος δεν θα ήθελε ένα «εύκολο μέλλον»; Κι όμως, αυτή η ευκολία έχει τίμημα. Η συγκέντρωση όλων των προσωπικών δεδομένων σε ένα ενιαίο ψηφιακό διαπιστευτήριο δεν είναι απλώς τεχνολογική καινοτομία· είναι η αρχή της απόλυτης επιτήρησης. Όταν κάθε πράξη – από την εργασία έως την ιατρική επίσκεψη – περνά μέσα από ένα κρατικό ψηφιακό κανάλι, η ελευθερία παύει να είναι αυτονόητη.
Τα σημεία κινδύνου είναι ξεκάθαρα για όποιον θέλει να τα δει:
Πρώτον, η σταδιακή επέκταση του πεδίου εφαρμογής. Οι αρχικές χρήσεις περιορίζονται δήθεν σε μεθοριακούς ελέγχους ή δημόσιες υπηρεσίες, αλλά αργότερα επεκτείνονται στις τράπεζες, την πρόνοια, την υγεία, τις μεταφορές, την εκπαίδευση, ακόμη και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η Παπούα Νέα Γουινέα έδειξε τον δρόμο συνδέοντας την πρόσβαση στο διαδίκτυο με την εθνική ταυτότητα. Πόσο μακριά είναι η στιγμή που η ανάρτηση μιας πολιτικά «ενοχλητικής» γνώμης θα μπλοκάρει αυτόματα τον ψηφιακό λογαριασμό του πολίτη;
Δεύτερον, η χρήση βιομετρικών στοιχείων – προσώπου, ίριδας, δακτυλικών αποτυπωμάτων – καθιστά τα συστήματα μη αναστρέψιμα. Μπορείς να αλλάξεις έναν κωδικό, όχι όμως το πρόσωπό σου. Όταν αυτά τα δεδομένα διαρρεύσουν ή χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά, η βλάβη είναι οριστική.
Τρίτον, η εξάρτηση από ένα μόνο διαπιστευτήριο. Ένα τεχνικό σφάλμα ή μια διοικητική διαγραφή θα σημαίνει απώλεια πρόσβασης σε όλα: εργασία, υγεία, πληρωμές, επιδόματα. Ο πολίτης θα μετατρέπεται σε «ανύπαρκτο» ψηφιακά, αποκλεισμένο από την ίδια του την κοινωνία.
Τέταρτον, ο έλεγχος του λόγου. Αν η ψηφιακή ταυτότητα γίνει προϋπόθεση για χρήση των κοινωνικών δικτύων – όπως ήδη σχεδιάζεται σε κάποιες χώρες – τότε η ανωνυμία, άρα και η ελευθερία της έκφρασης, τελειώνει οριστικά. Το δικαίωμα στην κριτική θα εξαρτάται από την κρατική έγκριση.
Οι υπέρμαχοι των ψηφιακών ταυτοτήτων υπόσχονται «εμπιστοσύνη», «προστασία», «πρόοδο». Όμως ποιος ελέγχει ποιος έχει πρόσβαση στα δεδομένα; Ποιος αποφασίζει πότε επεκτείνεται το σύστημα και με ποια κριτήρια; Ποιος εγγυάται ότι δεν θα υπάρξει πολιτική εκμετάλλευση ή εμπορική χρήση; Οι απαντήσεις είναι πάντα αόριστες: επιτροπές, συμβούλια, διεθνείς συνεργασίες. Με άλλα λόγια, κανείς.
Η πιο επικίνδυνη πτυχή της υπόθεσης είναι ότι η ψηφιακή ταυτότητα δεν μπορεί να αποσυρθεί. Μόλις εφαρμοστεί, γίνεται μόνιμη υποδομή εξουσίας. Δεν πρόκειται για πρόγραμμα που μπορεί να «τερματιστεί» πολιτικά· είναι αρχιτεκτονική διακυβέρνησης που επεκτείνεται από μόνη της. Οι κυβερνήσεις φεύγουν, αλλά τα δεδομένα μένουν.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι σημερινές δημοκρατίες δεν είναι άτρωτες. Στο όνομα της ασφάλειας, έχουν ήδη δεχθεί καταπατήσεις ελευθεριών που θα θεωρούνταν αδιανόητες πριν από δύο δεκαετίες. Η ψηφιακή ταυτότητα δεν είναι απλώς ένα τεχνολογικό βήμα, αλλά μια πολιτική μετάλλαξη: το πέρασμα από την κοινωνία των πολιτών στη διοικούμενη κοινωνία των δεδομένων.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αξιωματούχοι μιλούν για το «Digital Wallet» ως ένα εργαλείο διευκόλυνσης. Στην πράξη όμως, κάθε πολίτης θα διαθέτει έναν ενιαίο ψηφιακό φάκελο – ταυτότητα, τραπεζικά, ιατρικά, εκπαιδευτικά, ασφαλιστικά δεδομένα – προσβάσιμο από το κράτος και, εν δυνάμει, από ιδιωτικούς φορείς. Το όραμα του πολίτη ως αυτόνομου φορέα δικαιωμάτων μετατρέπεται σε τεχνικό προφίλ.
Θεωρητικά, υπάρχει τρόπος υπεύθυνης υιοθέτησης: σαφείς νόμοι, περιορισμένες χρήσεις, ανεξάρτητη εποπτεία, πλήρης διαφάνεια, εναλλακτικές πρόσβασης χωρίς βιομετρικά ή smartphones. Στην πράξη, τίποτα από αυτά δεν εφαρμόζεται. Οι περισσότερες κυβερνήσεις θεσπίζουν πλαίσια χωρίς δημοκρατικό διάλογο, χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο, με αόριστες ρήτρες «μελλοντικών επεκτάσεων». Το επιχείρημα είναι πάντα ίδιο: «Όποιος δεν έχει κάτι να κρύψει, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί». Μόνο που σε κάθε εποχή, αυτή η φράση προηγήθηκε της καταστολής.
Η συγκέντρωση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε μια ενιαία πλατφόρμα δεν είναι ουδέτερη πράξη. Είναι η θεμελίωση ενός παγκόσμιου συστήματος κοινωνικού ελέγχου, στο οποίο η συμμόρφωση μετατρέπεται σε προϋπόθεση ύπαρξης. Δεν χρειάζεται να τιμωρηθείς για να υπακούσεις· αρκεί να ξέρεις ότι η ανυπακοή σημαίνει αποκλεισμό. Η Κίνα το απέδειξε ήδη με το σύστημα κοινωνικής πίστωσης. Η Δύση το επαναλαμβάνει με πιο εκλεπτυσμένα μέσα, ντυμένα με τη γλώσσα της δημοκρατίας και της τεχνολογικής προόδου.
Το πιο ειρωνικό είναι πως η πλειονότητα των πολιτών συμμετέχει εθελοντικά. Κατεβάζουν εφαρμογές, παραχωρούν δεδομένα, αποδέχονται όρους χρήσης που δεν διαβάζουν, θεωρώντας ότι πρόκειται για «αναγκαίο κακό». Η ελευθερία εκχωρείται σταδιακά, με την ίδια αφέλεια που κάποτε υποδεχθήκαμε τα κοινωνικά δίκτυα – ώσπου συνειδητοποιήσαμε ότι δεν τα χρησιμοποιούμε εμείς, αλλά εκείνα εμάς.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει «ουδέτερη» ψηφιακή ταυτότητα. Κάθε μορφή συγκεντρωμένης πληροφορίας παράγει εξουσία. Και κάθε εξουσία που δεν υπόκειται σε διαρκή λογοδοσία, τείνει προς την κατάχρηση. Η ερώτηση δεν είναι αν το νέο σύστημα θα παραβιαστεί – αλλά πότε και από ποιον.
Αυτό που βλέπουμε σήμερα δεν είναι ένα τεχνολογικό άλμα, αλλά μια πολιτική ανασύνταξη της ανθρωπότητας γύρω από τα δεδομένα. Από το «έχω δικαιώματα» περνάμε στο «έχω πρόσβαση». Από το «είμαι πολίτης» στο «είμαι αναγνωρισμένος χρήστης». Η ταυτότητα, που κάποτε ήταν έκφραση ύπαρξης, μετατρέπεται σε άδεια λειτουργίας.
Στο τέλος, το ερώτημα είναι βαθύτερο: μπορούν οι δημοκρατίες να περιορίσουν μια τεχνολογία που σχεδιάστηκε ακριβώς για να περιορίσει τη δημοκρατία; Οι κυβερνήσεις υπόσχονται ότι «οι πολίτες θα έχουν τον έλεγχο των δεδομένων τους». Αλλά πώς μπορείς να ελέγχεις κάτι που δεν μπορείς να αρνηθείς; Πώς μπορείς να εμπιστευτείς εκείνους που χτίζουν την υποδομή του ελέγχου, ότι δεν θα τη χρησιμοποιήσουν;
Ίσως η πραγματική πρόοδος δεν βρίσκεται στην ψηφιοποίηση της ύπαρξης, αλλά στην υπεράσπιση του δικαιώματος να παραμένουμε αναλογικοί – να είμαστε άνθρωποι, όχι κωδικοί.
Γιατί κάθε νέα τεχνολογία που υπόσχεται να μας «προστατέψει» καταλήγει να μας επιτηρεί. Και κάθε εξουσία που συγκεντρώνει πληροφορία για να «μας εξυπηρετεί», στο τέλος τη χρησιμοποιεί για να μας ελέγχει.
Το ερώτημα δεν είναι πια αν έρχεται η ψηφιακή ταυτότητα. Είναι αν θα βρούμε το θάρρος να πούμε όχι, πριν το «όχι» πάψει να καταγράφεται.
Σύστημα Εισόδου–Εξόδου: Η Ευρώπη περνά στο στάδιο της βιομετρικής επιτήρησης
Στις 12 Οκτωβρίου, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια και τα χερσαία σύνορα της Ευρώπης αλλάζουν εποχή. Οι επιβάτες που κινούνται προς ή από τη Ζώνη Σένγκεν δεν θα σφραγίζουν πια τα διαβατήριά τους. Αντί για τη γνώριμη σφραγίδα, τα δάχτυλά τους και το πρόσωπό τους θα σφραγίζονται ψηφιακά — για πάντα. Το νέο Σύστημα Εισόδου–Εξόδου (Entry-Exit System, EES), που τέθηκε σε εφαρμογή μετά από χρόνια καθυστερήσεων, εγκαινιάζει την πιο εκτεταμένη καταγραφή βιομετρικών δεδομένων στην ευρωπαϊκή ήπειρο από την εποχή των πολέμων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα «μέτρο ασφάλειας» που αποσκοπεί στην καταγραφή των ταξιδιωτών που παραμένουν πέραν της προβλεπόμενης διάρκειας της βίζας τους. Όμως η πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ την τεχνική ρητορική. Το EES δεν είναι ένα μεμονωμένο πρόγραμμα. Είναι το τεχνικό θεμέλιο του ευρωπαϊκού ψηφιακού φακέλου πολίτη, η πρώτη πλήρως επιχειρησιακή βάση δεδομένων που συνδέει βιομετρικά στοιχεία, ταξιδιωτικά δεδομένα και κανονιστικά δικαιώματα μετακίνησης υπό έναν ενιαίο μηχανισμό ελέγχου.
Η ΕΕ το παρουσιάζει ως φυσική εξέλιξη: οι σφραγίδες είναι «παλαιού τύπου», τα δεδομένα πιο «αξιόπιστα». Κι όμως, αυτή η «αξιοπιστία» δεν αφορά τον πολίτη, αλλά το σύστημα που τον καταγράφει.
Στο όνομα της «Ασφάλειας», 29 χώρες της Ζώνης Σένγκεν —ανάμεσά τους η Ελβετία, η Ισλανδία, η Νορβηγία και το Λίχτενσταϊν— αρχίζουν να συλλέγουν και να αποθηκεύουν δακτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφίες κάθε μη Ευρωπαίου ταξιδιώτη. Τα δεδομένα αυτά θα διατηρούνται σε μια κεντρική βάση της ΕΕ, διαχειριζόμενη από τον οργανισμό eu-LISA, τον ίδιο που συντονίζει ήδη τα συστήματα για τη μετανάστευση, τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις.
Για τα παιδιά κάτω των 12 ετών προβλέπεται μόνο φωτογράφιση, για τα μεγαλύτερα πλήρες βιομετρικό αρχείο. Όλα τα δεδομένα θα διατηρούνται τουλάχιστον για τέσσερα χρόνια, με δυνατότητα παράτασης. Και βέβαια, κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά ποιος θα έχει πρόσβαση: εθνικές υπηρεσίες, ευρωπαϊκοί θεσμοί, ίσως στο μέλλον και ιδιωτικοί συνεργάτες.
Η Ιρλανδία και η Κύπρος μένουν εκτός, προς το παρόν. Όμως η ιστορία δείχνει πως τα «προαιρετικά» μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σπάνια μένουν τέτοια για πολύ.
Το EES είχε εγκριθεί ήδη από το 2017, αλλά το τεχνολογικό υπόβαθρο και η κοινωνική ωριμότητα δεν ήταν έτοιμα. Έπρεπε να προηγηθεί μια περίοδος μαζικής εξοικείωσης με την ιδέα της βιομετρικής καταγραφής — και αυτή ήρθε, σχεδόν προφητικά, με την πανδημία. Οι πολίτες αποδέχθηκαν τον έλεγχο θερμοκρασίας, τους QR κωδικούς και τα πιστοποιητικά εμβολιασμού ως «αναγκαία μέτρα». Από εκεί και πέρα, το επόμενο βήμα ήταν θέμα χρόνου.
Τώρα, ολόκληρη η ήπειρος περνά στο δεύτερο στάδιο του ψηφιακού ελέγχου. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, όλα τα σημεία εισόδου της Σένγκεν —λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί— θα λειτουργούν με βιομετρικές πύλες, ενώ μέχρι τις 10 Απριλίου 2026 το σύστημα θα είναι πλήρως επιχειρησιακό.
Η γραφειοκρατική ψυχρότητα των διακηρύξεων δεν κρύβει την πολιτική ουσία: η Ευρώπη χτίζει, βήμα προς βήμα, ένα τεχνοκρατικό φρούριο όπου κάθε μετακίνηση, κάθε είσοδος και έξοδος, θα καταγράφεται, ταξινομείται και αποθηκεύεται επ’ αόριστον.
Η Γερμανία ξεκινά στις 12 Οκτωβρίου στο αεροδρόμιο του Ντίσελντορφ, έπειτα στη Φρανκφούρτη και το Μόναχο, και σταδιακά σε όλα τα μεγάλα περάσματα. Η Ολλανδία εγκαινιάζει το σύστημα στα λιμάνια IJmuiden και Eemshaven, ενώ το αεροδρόμιο του Άμστερνταμ-Σίπχολ θα το ενεργοποιήσει στις 3 Νοεμβρίου. Στη Γαλλία, οι βιομετρικοί έλεγχοι θα εφαρμοστούν στους σταθμούς της Eurostar και στα λιμάνια του Καλαί και της Δουνκέρκης, υπό την εποπτεία των γαλλικών τελωνείων.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αν και εκτός ΕΕ, οι επιβάτες της Σήραγγας της Μάγχης και των πλοίων προς την ηπειρωτική Ευρώπη θα υπόκεινται πλέον σε βιομετρικούς ελέγχους. Οι οδηγίες προβλέπουν ότι οι ταξιδιώτες θα σταθμεύουν, θα βγαίνουν από τα οχήματά τους, θα σαρώνουν πρόσωπο και δάχτυλα σε ειδικά κιόσκια, προτού τους επιτραπεί η διέλευση. Η διαδικασία υπολογίζεται σε δύο λεπτά ανά άτομο· σε ώρες αιχμής, οι ουρές θα μετριούνται σε χιλιόμετρα.
Παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις των αρχών ότι οι καθυστερήσεις «θα είναι προσωρινές», η ουσία δεν βρίσκεται στον χρόνο αναμονής, αλλά στην αλλαγή παραδείγματος: το ταξίδι εντός Ευρώπης παύει να είναι εμπειρία ελεύθερης μετακίνησης και μετατρέπεται σε άσκηση τεχνολογικής υπακοής.
Το EES, όπως σημειώνει η ίδια η Κομισιόν, αποτελεί μέρος της λεγόμενης Ένωσης Ασφαλείας (Security Union) και συνδέεται ευθέως με την Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τη Μετανάστευση και την Ατζέντα για την Ασφάλεια. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολιτικό εργαλείο που συνδυάζει την καταστολή της παράτυπης μετανάστευσης με την εσωτερική επιτήρηση των νόμιμων ταξιδιωτών. Ο πολίτης αντιμετωπίζεται όχι ως υποκείμενο δικαιωμάτων, αλλά ως πιθανός παραβάτης που πρέπει να «επαληθευθεί».
Και το κυριότερο: το EES δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή. Το επόμενο στάδιο είναι ήδη έτοιμο — το ETIAS (European Travel Information and Authorisation System). Στο νέο αυτό σύστημα, οι πολίτες χωρών εκτός Σένγκεν θα υποχρεούνται να καταβάλουν τέλος και να λάβουν ηλεκτρονική άδεια ταξιδιού, παρόμοια με το αμερικανικό ESTA. Το ευρωπαϊκό ψηφιακό σύνορο θα είναι πλέον πλήρες: κάθε είσοδος, κάθε διαμονή, κάθε αναχώρηση, θα περνά από έγκριση.
Πίσω από τη γραφειοκρατική ορολογία, διαμορφώνεται μια νέα μορφή εξουσίας: η εξουσία της ψηφιακής αναγνώρισης. Δεν έχει σημασία ποιος είσαι· σημασία έχει τι δείχνει το μηχάνημα ότι είσαι. Αν τα δακτυλικά σου δεν αναγνωριστούν, αν η φωτογραφία σου αποτύχει, αν το αρχείο σου δεν «συμβαδίζει» με το σύστημα, παύεις να υπάρχεις — όχι πολιτικά, αλλά πρακτικά.
Η Ευρώπη που γεννήθηκε για να ενώσει ανθρώπους μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας, εξελίσσεται σε ένα διασυνδεδεμένο πλέγμα επιτήρησης. Η σιδερένια πειθαρχία της τεχνολογίας παρουσιάζεται ως πρόοδος, ενώ η ανθρώπινη εμπειρία υποτάσσεται στο ψηφιακό φίλτρο της ασφάλειας.
Ας μην γελιόμαστε: το ζήτημα δεν είναι η ασφάλεια. Αν ήταν, τα κράτη θα είχαν επενδύσει στην αστυνόμευση, στη δικαιοσύνη, στη συνεργασία των υπηρεσιών. Εδώ όμως έχουμε κάτι διαφορετικό — ένα ολιστικό σύστημα παρακολούθησης πληθυσμών, που ξεκινά στα σύνορα και καταλήγει στα δεδομένα της καθημερινότητας. Το EES είναι ο μηχανισμός που επιτρέπει την επόμενη φάση: την ενοποίηση όλων των προσωπικών στοιχείων στον ευρωπαϊκό ψηφιακό φάκελο, από το διαβατήριο έως τον φορολογικό και τον ιατρικό αριθμό.
Όπως πάντα, η εξουσία κινείται αργά, μεθοδικά, πίσω από λέξεις καθησυχαστικές: «απλούστευση», «διευκόλυνση», «προστασία». Και οι πολίτες, κουρασμένοι από την πολυπλοκότητα, παραδίδουν το δικαίωμά τους να ταξιδεύουν ανώνυμα, να μετακινούνται χωρίς ίχνη, να υπάρχουν χωρίς να καταγράφονται.
Η τελική ειρωνεία είναι ότι η Ευρώπη, που υπερηφανεύεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εγκαθιδρύει την πιο εκτεταμένη υποδομή καταγραφής πολιτών στην ιστορία της. Και το κάνει με την ευλογία εκείνων που κάποτε όρκιζαν πως «ουδέποτε ξανά».
Οι αριθμοί, οι βάσεις δεδομένων, τα βιομετρικά σύνορα, δεν είναι απλώς τεχνολογία. Είναι το νέο πολιτικό σώμα της ηπείρου· το σώμα του ανθρώπου που ταξιδεύει όχι ως ελεύθερος πολίτης, αλλά ως αντικείμενο ταυτοποίησης.
Η γραμμή είναι πλέον λεπτή και ξεκάθαρη. Από το EES στο ETIAS, από το ψηφιακό πορτοφόλι της ΕΕ στις εθνικές ταυτότητες, από την «ασφάλεια» στην υποταγή — η διαδρομή είναι συνεχής και αμετάκλητη. Η Ευρώπη δεν χάνει την ελευθερία της από εχθρούς εξωτερικούς, αλλά από την ίδια της την τεχνοκρατική ψευδαίσθηση.
Κάποτε, το διαβατήριο ήταν το σύμβολο της ανεξαρτησίας του πολίτη. Τώρα, η ταυτότητα γίνεται ο μηχανισμός της εξάρτησής του. Ο πολίτης της νέας Ευρώπης θα περνά σύνορα χωρίς σφραγίδες, αλλά και χωρίς πρόσωπο. https://primenews.press/
**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου