Η παγκόσμια τάξη που βασίζεται σε κανόνες υποχωρεί και η βία αυξάνεται, αναγκάζοντας τις χώρες να επανεξετάσουν τις σχέσεις τους
Την εβδομάδα που οι πρώην σύμμαχοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τίμησαν, ο καθένας χωριστά, την 80ή επέτειο από τη λήξη του, η πραγματικότητα φάνηκε να διαψεύδει κάθε έννοια ενότητας ή ιστορικού διδάγματος. Η εικόνα ενός κόσμου που διολισθαίνει, χωρίς φρένα, σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο γίνεται ολοένα πιο ορατή. Η παγκόσμια αστάθεια δεν είναι απλώς αισθητή· είναι βίαια παρούσα, καθημερινή, εκκωφαντική.
Όπως επισημαίνει ο Guardian, η κατάρρευση της Pax Americana –της σχετικής ειρήνης που επιβλήθηκε μετά το 1945 υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ– δεν είναι πια θεωρία, αλλά γεγονός. Οι συγκρούσεις πλέον δεν είναι απομονωμένες· συνδέονται μεταξύ τους, τροφοδοτούνται αμοιβαία και πυροδοτούν ευρύτερα μέτωπα. Η κρατική βία εφαρμόζεται ανοιχτά, χωρίς προσχήματα. Οι διεθνείς θεσμοί που οικοδομήθηκαν για να διαφυλάττουν την ειρήνη και το διεθνές δίκαιο έχουν παραλύσει ή αγνοούνται. Από το Κασμίρ μέχρι τη Γάζα, το Σουδάν, την Υεμένη και την Ουκρανία, οι εκρήξεις είναι η μόνη σταθερά – κι αυτή η βαρβαρότητα δεν αφήνει πια περιθώριο για αυταπάτες.
Η Φιόνα Χιλ, έμπειρη αναλύτρια και πρώην σύμβουλος κυβερνήσεων, δηλώνει χωρίς περιστροφές πως ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος έχει ήδη αρχίσει, απλώς ο κόσμος αρνείται να το παραδεχτεί. Δεν είναι ένας πόλεμος μετωπικός, όπως τον ξέραμε, αλλά πολυκεντρικός, απρόβλεπτος και αλληλένδετος. Πόλεμος με χαρακτηριστικά παγκοσμιοποιημένης αποσταθεροποίησης, όπου η ασυδοσία και η δύναμη έχουν εκτοπίσει κανόνες και όρια.
Η ανησυχία για έναν κόσμο εκτός ελέγχου –είτε εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου είτε λόγω των χαοτικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης– δεν είναι νέα. Το είχε διατυπώσει ήδη το 1967 ο Edmund Leach και το επανέλαβε ο Άντονι Γκίντενς το 1999. Όμως σήμερα, για πρώτη φορά τόσο καθαρά, αποδεικνύεται ότι η διεθνής τάξη που οικοδομήθηκε με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έχει χάσει τη συνοχή της. Οι παλιοί κανόνες έχουν πάψει να ισχύουν. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα υπάρξει ένας νέος πόλεμος, αλλά αν έχουμε ήδη μπει μέσα του χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει.

Σε μια περίοδο πρωτοφανούς διεθνούς αβεβαιότητας, η κρίση της παγκόσμιας τάξης δεν αποτελεί απλώς θεωρητικό σενάριο, αλλά βιωμένη πραγματικότητα. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των Εργατικών, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, το περιέγραψε με σαφήνεια σε παρέμβασή του στο Chatham House: δεν ζούμε απλώς μια περίοδο αλλαγής, αλλά μια στιγμή γεωπολιτικής ανατροπής με βαρύτητα αντίστοιχη της μετάβασης από τον Ψυχρό Πόλεμο στη μονοπολική κυριαρχία των ΗΠΑ το 1989-90. Στην καρδιά αυτής της αποσταθεροποίησης, βλέπει την προεδρία Τραμπ τόσο ως αποτέλεσμα όσο και ως καταλύτη των βαθιών αλλαγών που συντελούνται διεθνώς.
Η εγκατάλειψη του παλιού παγκόσμιου συστήματος –με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον ρόλο του εγγυητή σταθερότητας– είναι πια ορατή. Εκείνο που παραμένει ασαφές είναι τι το αντικαθιστά. Ο όρος “πολυπολικός κόσμος”, αν και διαδεδομένος, δίνει, σύμφωνα με τον Μίλιμπαντ, μια ψευδαίσθηση σταθερότητας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο κόσμος δεν μπαίνει σε μια νέα, οργανωμένη ισορροπία, αλλά σε μια ρευστή, ασταθή και επικίνδυνη μεταβατική φάση.
Ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ υπογράμμισε σε ομιλία του στην Καλιφόρνια ότι η παγκόσμια αναταραχή είναι τέτοια που κανείς πλέον δεν νιώθει ασφαλής στη θέση του. Άνθρωποι, κυβερνήσεις, συμμαχίες, όλοι επανεξετάζουν ρόλους, σχέσεις και στρατηγικές. Η νέα γεωστρατηγική πραγματικότητα δεν έχει προηγούμενο, είπε, τονίζοντας ότι δεν θυμάται άλλη τόσο καθοριστική μεταβολή στον ρόλο της Αμερικής και τις επιπτώσεις της στον κόσμο.
Ακόμη πιο αιχμηρός ήταν ο Άντονι Μπλίνκεν, πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο οποίος χαρακτήρισε τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στους παραδοσιακούς συμμάχους ως «πράξη διπλωματικού βανδαλισμού». Όπως ανέφερε, η Αμερική πέρασε οκτώ δεκαετίες χτίζοντας συμμαχίες, θεσμούς εμπιστοσύνης και διεθνείς συνεργασίες – όλα αυτά θα μπορούσαν να καταστραφούν μέσα σε εκατό μέρες, και η ανοικοδόμησή τους θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Η ζημιά, κατά τον Μπλίνκεν, είναι ήδη εμφανής. Οι σύμμαχοι της Αμερικής αναζητούν εναλλακτικές οδούς συνεργασίας, ανεξάρτητες από την Ουάσινγκτον. Η αδυναμία των ΗΠΑ να διατηρήσουν σταθερότητα θέσεων και συνέπεια στρατηγικής προκαλεί γενικευμένη δυσπιστία. Όπως το έθεσε με εντυπωσιακή σαφήνεια, «δεν είναι πια ότι οι άνθρωποι στοιχηματίζουν κατά της Αμερικής. Το πρόβλημα είναι ότι δεν στοιχηματίζουν καθόλου στην Αμερική».

Οι συνέπειες της αμερικανικής απουσίας από τον παγκόσμιο γεωπολιτικό ρόλο που επί δεκαετίες διατηρούσε, είναι πλέον ορατές καθημερινά, με την ένταση και τη βαρβαρότητα των συγκρούσεων να κορυφώνονται. Μπορεί να μην έχουμε ακόμα επίσημα έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ο κόσμος βρίσκεται ήδη σε κατάσταση διάχυτης πολεμικής σύγκρουσης.
Στη Λωρίδα της Γάζας, η ανθρωπιστική κρίση βαθαίνει. Ο αποκλεισμός τροφίμων, φαρμάκων και βασικής βοήθειας συνεχίζεται για τρίτο συνεχόμενο μήνα, παρά τις δεσμευτικές εντολές του Διεθνούς Δικαστηρίου. Το Ισραήλ, επικαλούμενο λόγους ασφαλείας, έχει εξαπολύσει στρατιωτικές επιθέσεις κατά τεσσάρων διαφορετικών χωρών – Υεμένη, Λίβανο, Συρία και Γάζα – μόνο τον τελευταίο μήνα. Παράλληλα, πιέζει καθημερινά τις ΗΠΑ να εγκρίνουν προληπτικό πλήγμα κατά του Ιράν.
Η κατάσταση εκτραχύνεται ακόμη περισσότερο από την επίσημη ρητορική της ισραηλινής κυβέρνησης. Ο υπουργός Οικονομικών, Μπεζαλέλ Σμότριτς, παρουσίασε δημόσια το σχέδιό του για τη Γάζα, μιλώντας ανοιχτά για εξαφάνιση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της περιοχής και περιορισμό όσων επιζήσουν σε μια στενή ζώνη γης. Στην ουσία, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να επαναφέρει μια εκδοχή του σχεδίου Τραμπ, που προέβλεπε την εκδίωξη των Παλαιστινίων από την περιοχή – ένα σχέδιο το οποίο αναιρεί τους όρους της ανακωχής που είχε διαπραγματευτεί τότε ο ίδιος ο Αμερικανός απεσταλμένος.
Σε συνέδριο για τους εποικισμούς, ο Σμότριτς ανακοίνωσε επίσης την πρόθεση της κυβέρνησής του να επεκτείνει πλήρως την ισραηλινή κυριαρχία στη Δυτική Όχθη εντός της θητείας της, η οποία λήγει το 2026. Με κυνισμό, προέβλεψε ότι μέσα στους επόμενους μήνες η Γάζα θα έχει «καταστραφεί ολοκληρωτικά» και η Χαμάς θα πάψει να υφίσταται ως οργανωμένη οντότητα.
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί, η διπλωματία έχει παραλύσει και οι θεσμοί σιωπούν. Η παγκόσμια αβεβαιότητα διογκώνεται χωρίς ένα σταθερό σημείο αναφοράς, χωρίς την παρέμβαση μιας ισχυρής δύναμης που θα βάλει φρένο. Η Αμερική, είτε λόγω επιλογής είτε λόγω αδυναμίας, έχει αποσυρθεί. Το κενό που αφήνει γεμίζει από φωτιά, βία και το σκοτάδι της ασυδοσίας.

Καθώς η Ουάσινγκτον διατηρεί σιγή, με τον Ντόναλντ Τραμπ να απέχει από κάθε δημόσια τοποθέτηση, η Ευρώπη προσπαθεί να καλύψει το κενό ηγεσίας — με περιορισμένα, αν όχι απογοητευτικά, αποτελέσματα. Ο υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου, Μαξίμ Πρεβότ, δήλωσε ξεκάθαρα πως «ήρθε η ώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διεθνής κοινότητα να ξυπνήσουν», καταγγέλλοντας τον αποκλεισμό της Γάζας ως «απολύτως ντροπιαστικό» και «στρατηγική πολέμου» που παραβιάζει κάθε έννοια ανθρωπιστικού δικαίου.
Ανάλογη ήταν και η παρέμβαση του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος τόνισε την ανάγκη για συνέπεια στη στάση της Δύσης: «Αν καταδικάζουμε τη Ρωσία για την παραβίαση της ουκρανικής κυριαρχίας, δεν μπορούμε να σιωπούμε όταν αυτό συμβαίνει στη Γάζα». Υπογράμμισε ότι, αν και η Χαμάς πρέπει να αντιμετωπιστεί, αυτό δεν μπορεί να γίνεται με την κατάργηση όλων των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ζήτησε ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση, όμως η πραγματικότητα ήταν άλλη.
Στη συνάντηση των 27 υπουργών Εξωτερικών στην Πολωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέτυχε να καταλήξει ακόμη και σε κοινή δήλωση, πόσο μάλλον σε ουσιαστική δράση. Η πρόταση της Ολλανδίας για αναστολή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με το Ισραήλ δεν προχώρησε. Η Ευρώπη, παγιδευμένη στις εσωτερικές της αντιφάσεις, παραμένει ανίκανη να λειτουργήσει ως δύναμη αποτροπής ή ακόμη και στοιχειώδους διπλωματικής πίεσης.
Ταυτόχρονα, η ανθρωπιστική κρίση επεκτείνεται και εκτός Παλαιστίνης. Στο Πόρτ Σουδάν, ο βασικός δίαυλος βοήθειας έχει καταστραφεί από επιθέσεις drones των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), ενώ στην Υεμένη, οι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές έχουν στόχο τις υποδομές της Χοντεϊντά, της κύριας πύλης για την είσοδο βοήθειας στη χώρα.
Ακόμα και η νομική οδός δείχνει ανίσχυρη. Η προσπάθεια της κυβέρνησης του Σουδάν να οδηγήσει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στο Διεθνές Δικαστήριο για αποστολή όπλων στους RSF κατέρρευσε. Αν και τα ΗΑΕ έχουν υπογράψει τη Σύμβαση για τη Γενοκτονία, η επιφύλαξή τους για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έγινε δεκτή. Το Δικαστήριο δήλωσε ουσιαστικά αναρμόδιο, με μόνο έναν δικαστή – από τη Σομαλία – να διαφοροποιείται.
Η παγκόσμια σκηνή αποκαλύπτει ένα σκληρό μοτίβο: καταρρέοντες θεσμοί, διαλυμένες διπλωματικές συμμαχίες και ένα διεθνές δίκαιο που έχει μετατραπεί σε νομική διακόσμηση χωρίς εφαρμογή. Η ανθρωπιστική καταστροφή δεν είναι πια παρενέργεια του πολέμου — είναι εργαλείο του. Και το κενό ισχύος, με τις ΗΠΑ απουσιάζουσες και την Ευρώπη διχασμένη, το επιβεβαιώνει καθημερινά.

Η διπλωματική απουσία των ΗΠΑ από τα παγκόσμια μέτωπα δεν είναι απλώς εμφανής – είναι καταστροφική. Ενώ τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υπογράφουν διεθνείς συνθήκες όπως αυτή για τη Γενοκτονία, απολαμβάνουν το κύρος του “υπεύθυνου κράτους” χωρίς να υπόκεινται σε πραγματικό έλεγχο συμμόρφωσης. Το Διεθνές Δικαστήριο, αδύναμο απέναντι σε νομικά τεχνάσματα και επιφυλάξεις, αρκείται να δηλώσει αναρμοδιότητα. Η εικόνα του διεθνούς συστήματος δικαίου αποδομείται.
Μοναδική εξαίρεση σε αυτό το κλίμα αδράνειας είναι ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ντέιβιντ Λάμι, που προσπαθεί να προωθήσει μια ανακωχή στο Σουδάν. Μέχρι στιγμής όμως, η πρωτοβουλία του προσκρούει σε αδιαλλαξία και αδιαφορία. Οι ΗΠΑ περιορίζονται στο να χαρακτηρίζουν τους ηγέτες των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης ως γενοκτόνους – χωρίς να αναλαμβάνουν καμία έμπρακτη διπλωματική ή πολιτική δράση για να τους σταματήσουν.
Στο μεταξύ, στο Κασμίρ, όπου Ινδία και Πακιστάν –δύο πυρηνικές δυνάμεις– εμπλέκονται σε επικίνδυνη στρατιωτική κλιμάκωση, η απουσία των ΗΠΑ είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Δεν υπάρχει διορισμένος Αμερικανός πρεσβευτής ούτε στο Νέο Δελχί ούτε στο Ισλαμαμπάντ. Κανένας ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν είναι επιφορτισμένος με το χαρτοφυλάκιο της Νότιας Ασίας. Η σύγκρουση αγνοείται από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης και η μόνη επίσημη τοποθέτηση του Ντόναλντ Τραμπ ήταν μια αδιάφορη γενικότητα: «είναι κρίμα» και «πολεμούν για αιώνες».
Η σύγκριση με το παρελθόν είναι αποκαλυπτική. Το 1999, στη διάρκεια της κρίσης του Κάργκιλ, η ενεργή παρέμβαση του Μπιλ Κλίντον ήταν καθοριστική. Πίεσε προσωπικά τον Πακιστανό πρωθυπουργό Ναουάζ Σαρίφ να υποχωρήσει και να αποσύρει τα στρατεύματα, αποφεύγοντας έναν πιθανό πόλεμο. Η συνάντηση θεωρήθηκε από Αμερικανούς αξιωματούχους ως η σημαντικότερη διπλωματική πράξη της θητείας Κλίντον. Σήμερα, δεν υπάρχει κανείς να αναλάβει ανάλογη πρωτοβουλία.
Η διπλωματική αδράνεια των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την ατολμία της Ευρώπης, έχει διαμορφώσει ένα τοπίο διεθνούς ασυδοσίας. Από τη Γάζα και το Σουδάν έως το Κασμίρ, η αποσταθεροποίηση διογκώνεται χωρίς φραγμούς. Το κενό ισχύος γεμίζει από επιθετικές στρατηγικές, χωρίς αντίβαρα, χωρίς φρένο.
Μια ακόμα ανησυχητική ψηφίδα στο παγκόσμιο παζλ της αποσταθεροποίησης έρχεται να προστεθεί με τις αποκαλύψεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο. Στα απομνημονεύματά του, αποκαλύπτει ότι τον Φεβρουάριο του 2019, Ινδία και Πακιστάν βρέθηκαν ένα βήμα πριν την πυρηνική σύγκρουση. Το ενδεχόμενο αποτράπηκε την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά από το ασφαλές δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Ανόι, χάρη σε συντονισμένες αμερικανικές παρεμβάσεις εκείνης της περιόδου. Ήταν μια υπόθεση που ποτέ δεν έγινε πλήρως γνωστή στο κοινό – μια κρίση που πέρασε στα ψιλά, αποφεύχθηκε στο παρασκήνιο, και σήμερα θυμίζει πόσο σημαντική ήταν τότε η αμερικανική διπλωματική παρουσία.
Σήμερα, η κατάσταση είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Η Ινδία δεν αντιμετωπίζει πλέον την κρίση στο Κασμίρ ως πρόβλημα τρομοκρατίας, αλλά ως διακρατική σύγκρουση. Στην επίσημη ρητορική της, το ζήτημα δεν είναι πλέον μεμονωμένες τρομοκρατικές ενέργειες, αλλά η ίδια η πολιτική του Πακιστάν, το οποίο κατηγορείται ότι λειτουργεί ως “κρατική ασπίδα” για την τρομοκρατία. Η αλλαγή αυτή στη στάση και τη διατύπωση έχει τεράστιες επιπτώσεις – δεν μιλάμε πλέον για «ασύμμετρη απειλή», αλλά για ενδεχόμενη πολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο πυρηνικά κράτη.
Σε παλιότερες κρίσεις, όπως αυτή του 1999, η Ουάσινγκτον είχε ενεργό ρόλο. Τώρα, με το διπλωματικό προσωπικό ελλιπές και καμία προσπάθεια παρέμβασης, η σύγκρουση εξελίσσεται χωρίς εποπτεία, χωρίς διαμεσολάβηση, χωρίς φρένο. Οι αναμνήσεις της πυρηνικής απειλής που αποκαλύπτει ο Πομπέο δεν είναι απλώς ιστορικές σημειώσεις – είναι προειδοποιήσεις που η σημερινή διεθνής κοινότητα φαίνεται να αγνοεί.
Οι παγκόσμιες συγκρούσεις μοιάζουν συχνά ασύνδετες – από τη Γάζα και το Σουδάν ως το Κασμίρ και την Υεμένη. Το κοινό τους νήμα, όμως, είναι η έλλειψη σταθερής ηγεσίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η διαρκής, χαοτική αναστάτωση που αφήνει πίσω της αυτό το κενό. Όμως στην Ουκρανία, οι συνθήκες αποκτούν μια πιο επικίνδυνη συνοχή: είναι εκεί όπου, σύμφωνα με την αναλύτρια Φιόνα Χιλ, συγκεντρώνονται όλα τα δομικά χαρακτηριστικά ενός παγκόσμιου πολέμου.
Η σύγκρουση δεν είναι μόνο τοπική. Είναι πλέον συστημική. Αλλάζει γεωπολιτικές ισορροπίες, εμπλέκει ευθέως ή έμμεσα μεγάλο αριθμό κρατών, ενεργοποιεί οικονομικούς και στρατιωτικούς μηχανισμούς πέρα από τα άμεσα σύνορά της. Δεν πρόκειται για μία ακόμα «σύγκρουση συμφερόντων», αλλά για μια κρίσιμη καμπή. Όπως σημειώνουν οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, οι ρωσικές απώλειες έχουν ξεπεράσει τις 900.000 – αριθμός που υπερβαίνει κατά πολύ τις απώλειες της Ρωσίας σε Τσετσενία και Αφγανιστάν μαζί. Η έκταση της καταστροφής δίνει το στίγμα ενός πολέμου που δεν είναι πια περιορισμένος.
Παράλληλα, η σύγκρουση μεταφέρεται υπόγεια – κυριολεκτικά. Στη Βαλτική Θάλασσα, ρωσικά πλοία που φέρουν κινεζική σημαία και κινούνται με τεχνικούς επιβάτες που κόβουν στρατηγικά υποθαλάσσια καλώδια, δρουν ως μέρος ενός ακήρυκτου πολέμου, σε πεδία που δεν απαιτούν πυρά για να προκαλέσουν ζημιά. Πρόκειται για ένα ευρύ, πολυμέτωπο δίκτυο σύγκρουσης, που εκτείνεται στον κυβερνοχώρο, στις μεταφορές, στην ενέργεια, στις υποδομές.
Η αμερικανική απουσία δεν επιτρέπει ούτε την ανάσχεση αυτής της εξάπλωσης, ούτε τη δημιουργία μηχανισμών αποτροπής. Η Ρωσία, με την υποστήριξη ή την ανοχή της Κίνας, λειτουργεί σε καθεστώς ανεμπόδιστης κλιμάκωσης. Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει ξεφύγει από τα ουκρανικά σύνορα. Είναι πλέον ένα πεδίο παγκόσμιου ανταγωνισμού, με όλο και λιγότερους κανόνες και όλο και μεγαλύτερο ρίσκο.

Η διεθνής συμμαχία που διαμορφώνεται γύρω από τη Ρωσία δεν είναι μόνο στρατιωτική ή οικονομική – είναι ιδεολογική και γεωπολιτική. Κίνα, Βόρεια Κορέα και Ιράν την υποστηρίζουν ανοιχτά, με απτά μέσα όπως η αποστολή drones ή ακόμη και στρατιωτών. Άλλες χώρες –με πιο διακριτική στάση αλλά εξίσου κρίσιμη επιρροή– διατηρούν τη ρωσική οικονομία ζωντανή, υπονομεύοντας την ουδετερότητα που επικαλούνται. Η Ινδία, χαρακτηριστικά, έχει αγοράσει 112 δισεκατομμύρια ευρώ πετρέλαιο από τη Ρωσία από την αρχή του πολέμου και συνεχίζει να προμηθεύεται ρωσικά όπλα, ενώ την ίδια ώρα υπογράφει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Για τη Μόσχα και τους συμμάχους της, η σύγκρουση στην Ουκρανία δεν είναι απλώς μια εδαφική διεκδίκηση – είναι η αντιπαράθεση με την αμερικανική ηγεμονία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η στάση του Ντόναλντ Τραμπ. Από τη δεκαετία του ’80 διατηρεί την ιδέα ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αποσυρθούν από την «πρώτη γραμμή» και να αναθεωρήσουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Βλέπει τον κόσμο ως ένα σκάκι με κυρίαρχες δυνάμεις, καθεμία με τη δική της σφαίρα επιρροής – μια νοσταλγική επανέκδοση της Γιάλτας του 1945, αυτή τη φορά με παρόντες τον ίδιο, τον Πούτιν και πιθανώς τον Σι Τζινπίνγκ, με την Ευρώπη σε ρόλο θεατή και την Ουκρανία ως θυσία στο τραπέζι.
Ωστόσο, η υλοποίηση αυτής της “έντιμης προδοσίας” αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη απ’ όσο περίμενε. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, είπε στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι: «Πρέπει να είσαι ευγνώμων. Δεν έχεις τα χαρτιά». Αλλά η πραγματικότητα τον διέψευσε. Ο Ζελένσκι αποδείχθηκε ικανός παίκτης: προσέφερε ανακωχή 30 ημερών, πέτυχε συμφωνία για ουκρανικά μέταλλα με τις ΗΠΑ και επένδυσε στη στρατηγική αξία της χώρας του για τη δυτική ασφάλεια. Ο Τραμπ, αντίθετα, εξάντλησε τα χαρτιά του στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και άλλες χώρες, υπονομεύοντας τη θέση των ΗΠΑ.
Η φωτογραφία των δύο ανδρών στην κηδεία του πάπα, τραβηγμένη από τον αρχηγό του προσωπικού του Ζελένσκι, λειτούργησε περισσότερο ως παραχώρηση στο εγώ του Τραμπ παρά ως σημάδι πραγματικής σύγκλισης. Κι όμως, το κλίμα στην Ουάσινγκτον δείχνει να αλλάζει. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, που κάποτε ηγήθηκε της ρητορικής κατά του Ζελένσκι, παραδέχθηκε αυτή την εβδομάδα ότι η Ρωσία «ζητάει πάρα πολλά» και πως Ευρώπη και ΗΠΑ είναι «στην ίδια ομάδα».
Η επιρροή του Τραμπ παραμένει, αλλά η πραγματικότητα της σύγκρουσης, η πίεση της κοινής γνώμης και τα αδιέξοδα του ρωσικού σχεδίου επαναχαράζουν τη στρατηγική. Ο κόσμος που φαντάστηκε ο Τραμπ –λίγοι ισχυροί να κανονίζουν τα πάντα, χωρίς ενοχλητικές δημοκρατίες και με τις μικρές χώρες στην άκρη– παραμένει ένα όραμα. Το ερώτημα είναι αν παραμένει και μια απειλή.

Η ρητορική περί συμμαχικής ενότητας και κοινών αξιών παραμένει, αλλά η πραγματικότητα έχει αλλάξει. Οι ηγέτες της Ευρώπης –και όχι μόνο στο Παρίσι– αναγνωρίζουν πλέον καθαρά ότι η εποχή της απόλυτης εξάρτησης από την Ουάσινγκτον έχει τελειώσει. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς ότι Ευρώπη και ΗΠΑ είναι «στην ίδια ομάδα», η αξιοπιστία αυτών των λόγων φθίνει, ειδικά όσο παραμένει ο Ντόναλντ Τραμπ στο πολιτικό προσκήνιο.
Ο Τραμπ έχει αποδειχθεί απρόβλεπτος, αναξιόπιστος και επικίνδυνα πρόθυμος να ξαναγράψει τις ισορροπίες με βάση προσωπικές του ιδεοληψίες και όχι στρατηγική ευθύνη. Η θετική του στάση απέναντι στον Πούτιν, που θυμίζει περισσότερο επιθυμία συνδιαχείρισης του κόσμου παρά αντιμετώπιση ενός αυταρχικού αντιπάλου, δεν συμμερίζεται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αντιθέτως, εντείνει την ανάγκη ανεξάρτητης ευρωπαϊκής στρατηγικής, αμυντικής αυτάρκειας και πολιτικής αυτονομίας.
Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί με βάση το «αν ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ συμφωνεί». Το σοκ της προεδρίας Τραμπ, η απουσία αμερικανικής παρέμβασης σε κρίσιμες συγκρούσεις και η ραγδαία μετατόπιση της διεθνούς τάξης φέρνουν ένα σαφές μήνυμα: η ΕΕ πρέπει να είναι σε θέση να προστατεύει τα συμφέροντά της – ακόμη και χωρίς την Αμερική.
Η Ευρώπη προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο πολέμου. Όχι ως θεωρητική άσκηση, αλλά ως ρεαλιστικό σενάριο. Από τον Φεβρουάριο, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ξεκινήσει την οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού στρατηγικού μηχανισμού, με πυρήνα μια κοινή εκστρατευτική δύναμη. Το σχέδιο δεν περιορίζεται πλέον σε αυτούς τους δύο. Στην πρωτοβουλία εμπλέκονται όλο και πιο έντονα χώρες όπως η Πολωνία και η Γερμανία, οι οποίες μαζί με τις υπόλοιπες απαρτίζουν την ανεπίσημη αλλά κρίσιμη ομάδα Weimar+.
Η ιδέα μιας Ευρώπης που βασίζεται απόλυτα στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει χάσει την ισχύ της. Οι γεωπολιτικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν πια. Σε ομιλία του για την Ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη, ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, το εξέφρασε με ακρίβεια και βαρύτητα. Επισήμανε ότι η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μια διπλή ιστορική τομή: από τη μία, η επιθετικότητα της Ρωσίας· από την άλλη, η ρήξη των Ηνωμένων Πολιτειών με τις αξίες που υποτίθεται πως πρεσβεύουν. Η εγκατάλειψη του διεθνούς συστήματος που οι ΗΠΑ οι ίδιες διαμόρφωσαν, συνιστά σοκ «σε εντελώς νέα κλίμακα», όπως τόνισε.
Αυτό σηματοδοτεί, κατά τον Σταϊνμάγερ, το τέλος του «μεγάλου 20ού αιώνα» – της εποχής που ορίστηκε από τις ΗΠΑ, τη Δύση και μια υπόσχεση συλλογικής ασφάλειας και ειρήνης. Η Ευρώπη, πλέον, καλείται να αποφασίσει τι έρχεται μετά. Ποια είναι η νέα της θέση στον κόσμο, ποια στρατηγική θα ακολουθήσει και –κυρίως– πόσο έτοιμη είναι να λειτουργεί αυτόνομα σε έναν κόσμο γεμάτο αστάθεια και χωρίς κανέναν εγγυητή. https://newsprime.gr/
**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου