Η Βαλίτσα της Μάνας
Η γριά μάνα στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς κρατούσε τη μικρή της βαλίτσα. Ένα μήνα εδώ, ένα μήνα εκεί. Νωρίς χήρα, μια ζωή δοσμένη στα παιδιά της. Και τώρα ήταν μια περιπλανώμενη φιγούρα, ένα βάρος που κανείς δεν ήθελε.
Ζούσε με τις αναμνήσεις των καλών χρόνων με τον άνδρα της. Τον γάμο της, τα γεννητούρια, τις βαφτίσεις. Θυμότανε τις νύχτες που ξενυχτούσε δίπλα στα παιδικά τους κρεβάτια, τις μέρες που έμενε νηστική για να έχουν αυτά να φάνε. Μια ζωή γεμάτη θυσίες. Ξεσπιτώθηκε για να στεγάσει η κόρη την οικογένειά της. Και τώρα, στα στερνά της, βρισκόταν με μια βαλίτσα στο χέρι, χωρίς σπίτι. Χωρίς μια γωνιά δική της. Αντί για αγάπη, της πρόσφεραν ανοχή. Αντί για φροντίδα, της έδωσαν μια βαλίτσα και ένα πρόγραμμα διανομής, κανονικό delivery.
Τα παιδιά της, ο Γιάννης, η Μαρία και ο Αντώνης, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιος θα την κρατήσει. Ο ένας έλεγε πως δεν είχε χώρο, ο άλλος πως τα παιδιά του δεν έπρεπε να μεγαλώνουν με μια γριά στο σπίτι, η άλλη πως είχε ήδη πολλές ευθύνες. Έτσι, αποφάσισαν πως θα την έχουν εκ περιτροπής. Ένα μήνα στον καθένα.
Κάθε φορά που άλλαζε σπίτι, καθώς μάζευε τα λιγοστά της υπάρχοντα και ξεκινούσε για την επόμενη στάση, η καρδιά της μάτωνε. Κανείς τους δεν αναρωτήθηκε πώς ένιωθε.
Όταν έφτανε στο σπίτι του πρωτότοκου γιου της, η νύφη της ήταν ευγενική, αλλά τακτικά έβρισκε αφορμές να της δείξει πως η παρουσία της δημιουργούσε αναστάτωση. Και αυτή καθόταν σε μια γωνιά, προσπαθώντας να κάνει τον εαυτό της μικρό, αόρατο σχεδόν.
Στο σπίτι της κόρης της ήταν λίγο καλύτερα. Εκείνη τη φρόντιζε όσο μπορούσε, όμως δούλευε σε ένα σουπερμάρκετ, είχε το νοικοκυριό και έτρεχε πίσω από τα παιδιά της. Ποτέ δεν έβρισκε λίγο χρόνο για να της πει μια κουβέντα.
Ο μικρότερος γιος της ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα με τη γυναίκα του και ένα παιδί που έκλαιγε συνεχώς. «Μάνα, ξέρεις ότι σε αγαπάμε» της έλεγε όταν έβλεπε την στεναχώρια στο βλέμμα της. Όμως το σπίτι ήταν μικρό, δεν είχε δικό της δωμάτιο, κι εκείνη κοιμόταν στον καναπέ του καθιστικού, ακούγοντας το νευρικό πήγαινε-έλα της νύφης της.
Παρόλα αυτά, προσπαθούσε να τους δικαιολογήσει. Η ζωή ήταν δύσκολη, ο καθένας είχε τα δικά του βάσανα. Πόσο της έλειπε η αίσθηση ενός δικού της χώρου!!! Ήταν μια γυναίκα με μια βαλίτσα στο χέρι.
Εκείνη τη μέρα, η γριά μάνα καθόταν ήσυχα στον καναπέ, με τη βαλίτσα της ακουμπισμένη δίπλα, τα χέρια της σταυρωμένα στα πόδια της. Ήταν η τελευταία ημέρα του μήνα. Σε λίγο η κόρη της θα έμπαινε στο σαλόνι, θα της έλεγε με προσποιητή ευγένεια πως ήταν ώρα να ετοιμαστεί, πως έπρεπε να φύγει.
Από το άλλο δωμάτιο άκουσε την κόρη της να μιλά δυνατά και θυμωμένα στο τηλέφωνο.
«Έλα εσύ να την πάρεις. Εγώ στην έφερα την προηγούμενη φορά!».
Φαίνεται πως ο άλλος δεν συμφωνούσε. Η Μαρία απάντησε γεμάτη νεύρα.
«Και τι σημαίνει αυτό; Τρέχω από το πρωί ως το βράδυ, πότε να στην φέρω; Όχι δεν μπορώ να την κρατήσω και σήμερα».
Η μάνα δεν είπε λέξη. Σηκώθηκε αργά, έπιασε τη βαλίτσα της και βγήκε από το σπίτι, αφήνοντάς τους να συνεχίσουν τον καβγά.
Περπάτησε για ώρες, χαμένη μέσα στις σκιές των δρόμων, χωρίς προορισμό. Τα πόδια της πονούσαν, αλλά δεν σταματούσε. Ήξερε ότι θα την αναζητούσαν, ότι θα τις έβαζαν τις φωνές γιατί τους αναστάτωσε, ότι αρκετά προβλήματα είχαν για να τους φορτώνει περισσότερα και άλλα από αυτά που συχνά της έλεγαν. Πριν καταρρεύσει είδε ένα πάρκο. Ένα παγκάκι κάτω από το μεγάλο πλατάνι έμοιαζε πιο φιλόξενο, από τα σπίτια των παιδιών της.
Έκατσε αργά, με προσεκτικές κινήσεις, σαν να ήθελε να μην ενοχλήσει ούτε το κρύο ξύλο. Ακούμπησε τη βαλίτσα της δίπλα και έκλεισε τα μάτια της. Απολάμβανε την ησυχία της.
Το κρύο ήταν τσουχτερό, όμως ούτε που το καταλάβαινε. Η ιδέα να ξαναπάει στα σπίτια των παιδιών της ήταν πιο σκληρή από οποιοδήποτε χειμωνιάτικο αγιάζι.
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, όταν άκουσε κάποιον να πλησιάζει.
Σήκωσε το βλέμμα της.
Ο άντρας της!!!!!!!!
Στεκόταν μπροστά της, ακριβώς όπως τον θυμόταν. Τα ίδια γεμάτα αγάπη μάτια, το ίδιο γαλήνιο χαμόγελο που κάποτε της απάλυνε κάθε φόβο. Τα χρόνια δεν τον είχαν αγγίξει ή μήπως απλώς έτσι τον θυμόταν η ψυχή της;
«Άργησες, γυναίκα...» της είπε τρυφερά. Η φωνή του τόσο γνωστή, σαν να μην είχε φύγει ποτέ.
Η γριά μάνα έγειρε το κεφάλι της πίσω, αφήνοντας τον αναστεναγμό που κουβαλούσε μέσα της όλη της τη ζωή.
«Είχα δρόμο να διανύσω...» του απάντησε με ένα αχνό χαμόγελο. «Έπρεπε να αναστήσω τα παιδιά μας.»
Ο άντρας της άπλωσε το χέρι του.
«Ήρθα να σε πάρω στο σπίτι μας. Τέλειωσαν τα πήγαινε έλα. Σου έχω έτοιμο το δικό σου νοικοκυριό. Θα γίνεις και πάλι αφέντρα του σπιτιού μας.»
Η γριά έκλεισε τα μάτια της. Ένα δάκρυ ανακούφισης γλίστρησε αθόρυβα στο ρυτιδιασμένο της μάγουλο, σαν τελευταίος απόηχος μιας ζωής γεμάτης αναμονή. Δεν ήταν πια μόνη. Δεν ήταν ανεπιθύμητη. Δεν ήταν βάρος.
Το πρωί, όταν ο ήλιος άγγιξε δειλά τα χέρια της, οι δημοτικοί υπάλληλοι τη βρήκαν καθισμένη στο παγκάκι, με τη βαλίτσα δίπλα της. Το πρόσωπό της γαλήνιο, σαν να είχε αποκοιμηθεί ακούγοντας το πιο όμορφο νανούρισμα.
Και κάπου αλλού, σε μια διάσταση όπου ο χρόνος δε μετριέται με ρολόγια, αλλά με αγάπη, ένα παλιό σπιτικό ξαναφωτίστηκε. Ένα τζάκι έκαιγε, ζεστό και υπομονετικό, όπως τότε. Η μυρωδιά του ξύλου ανακάτευε μνήμες από ψωμί που φούσκωνε στον φούρνο, από χέρια που άγγιζαν με στοργή, από γέλια που δεν έσβησαν ποτέ.
Μια ψυχή γύρισε σπίτι.
Άφησε κάτω τη βαλίτσα που κουβαλούσε τα ρούχα, τη μοναξιά, την προσμονή και την περιπλάνηση. Δεν τη χρειαζόταν πια.
Web (Παύλος Κωνσταντινίδης)
Υ.Γ. Αφιερωμένο σε κάθε μάνα με βαλίτσα.
(Ανώνυμος εκπαιδευτικός) Βάλσαμο Ψυχής - Διδακτικές Ιστορίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου