Στον καιρο του Τιτο, ζουσε ενας περιπλανωμενος ακορντεονιστας - ο Ορφεας, που επαιζε το ακορντεον του σε γαμους, σε πανηγυρια και σε γλεντια. Ο θρυλος λεει πως ητανε περιζητητος στα χωρια της παλιας Γιουγκοσλαβιας και πως τα κοριτσια, περιμεναν να περασει απο το χωριο τους, για να εχουν τη χαρα να τον φιλοξενησουν, εστω για μια νυχτα στο σπιτι τους.
Ο ιδιος ο Τιτο, του ειχε χαρισει ενα περιστροφο, απο την μεγαλη εποχη των παρτιζανων...Ο Ορφεας δεν ειχε ουτε οικογενεια, ουτε σπιτι, ωστοσο παντα θα εβρισκε ενα ζεστο κρεβατι για να κοιμηθει και ενα φρεσκοσιδερωμενο πουκαμισο να τον περιμενει το ξημερωμα. Τα κοριτσια τον αγαπουσαν και δεν του αρνουνταν την αγκαλια τους, παροτι ηξεραν πως την επομενη ημερα θα εφευγε, αφηνοντας τους ενα κατακοκκινο λουλουδι στο στηθος τους, στο μερος της καρδιας.
Αλλα κι΄αυτος τις ανταμειβε, φτιαχνοντας ενα τραγουδι με το ονομα της καθεμιας, ετσι που ολες αυτες οι Ιλονες, οι Κατιες, οι Μαριες, να ταξιδευουν στα Βαλκανια, καβαλα στις νοτες του ακορντεον.
Για το ακορντεον ομως του Ορφεα, ελεγαν πως τα κουμπια του ησαν καμωμενα απο ατοφιο χρυσαφι, για αυτο και εβγαζε τοσο μοναδικο ηχο. Αλλα και ο ιδιος, εριχνε λαδι στη φωτια, γιατι αυτο το ακορντεον δεν το αποχωριζονταν ποτε.
Ουτε και οταν επεφτε να κοιμηθει.
Τα κοριτσια μαλιστα, που τον ειχαν φιλοξενησει, βεβαιωναν πως, οταν βαραιναν τα ματια του απο τη νυστα, ξεφευγε απο την αγκαλια τους, περναγε τη δερματινη λωριδα του ακορτνεον στο στηθος του, εβαζε το περιστροφο κατω απο το μαξιλαρι και ετσι αποκοιμιοταν.
Ποτε δεν τον ειχε παρει ο υπνος στη αγκαλια καμιανης...
Σιγα - σιγα, ο θρυλος για τα χρυσα κουμπια του ακορντεον, εγινε γνωστος σε ολα τα Βαλκανια και πολλοι ησαν αυτοι που σκεφτοτνουσαν να το κλεψουν, ωστοσο δεν ηταν ευκολο να του το αρπαξουν - γιατι θα επρεπε πρωτα να τον σκοτωσουν.
Και κανενας δεν θα τολμουσε να αγγιξει εναν παλιο φιλο του Τιτο
Τον καιρο εκεινο ομως περιφερονταν στα βουνα των Βαλκανιων και η τσιγγανικη φαρα της Ζακαρ...
Η Ζακαρ ηταν πορνη. Χορευε στα πανηγυρια ντυμενη στα κοκκινα και ελεγαν πως πολλοι αξιωματουχοι του κομματος της ειχαν ταξει πολλα, για να κοιμηθει μαζι τους, αυτη ομως εκαμε παντα του κεφαλιου της και διαλεγε η ιδια τους πελατες, που θα κοιμονταν μαζι της. Κανενας δεν μπορουσε να την εξαναγκασει να καμει κατι που δεν θα το ηθελε.
Ουτε τα αδελφια της...
Που, οταν εμαθαν για το ακορντεον με τα χρυσα κουμπια, εβαλαν στοχο να το αρπαξουν. Μονο που, επειδη φοβοντουσαν να το πραξουν, ζητησαν τη βοηθεια της αδερφης τους.
- Θα δουμε, τους απαντησε η Ζακαρ.
Στην Πριστινα, γινονταν τοτε η μεγαλη εμποροπανηγυρις των Βαλκανιων. Κρατουσε επτα ημερες και μαζευοντουσαν εκει ολοι οι πλανοδιοι καλλιτεχνες, οι πορνες και οι λωποδυτες.
Στην Πριστινα, συναντηθηκαν ο Ορφεας και η πανεμορφη Τσιγγανα.
Ο θρυλος λεει πως η Ζακαρ τον πλησιασε την πρωτη ημερα του πανηγυριου, την ωρα που ο Ορφεας επαιζε ενα τραγουδι για καποια Ζενια - και τον ρωτησε αν ειχε γραψει ποτε του ενα τραγουδι με το ονομα της.
- Δεν ξερω το ονομα σου, της απαντησε αυτος και εκεινη εσκασε στα γελια.
Κατοπιν, αρχισε τον δαιμονικο χορο της.
Ομορφη σαν τη Νυχτα...
Το ξημερωμα, κατεληξαν στη σκηνη της.
Εμειναν μαζι επτα ημερες και επτα νυχτες, οσο κρατησε το πανηγυρι. Ο Ορφεας δεν εφυγε ουτε λεπτο απο κοντα της, παρολο που τον αναζητουσαν για να παιξει το ακορντεον.
Την εβδομη νυχτα, τον πηρε ο υπνος στην αγκαλια της.
Εγειρε στο στηθος της, χωρις να αγακαλιασει το ακορντεον και χωρις να βαλει στο προσκεφαλι του το περιστροφο.
Εκλεισε τα ματια του και αποκοιμηθηκε, ανασαινοντας την ευωδια της Τσιγγανας...
Αλλα το πρωί, που ξυπνησε, ελειπε και το περιστροφο, ελειπε και το ακορντεον. Βρηκε μονο ενα κατακοκκινο τριανταφυλλο στο στηθος του, στο μερος της καρδιας.
Απο τοτε, ο Ορφεας δεν ξαναπαιξε ακορντεον.
Εμεινε στην Πριστινα και εγινε τσαγκαρης.
Πολλα χρονια αργοτερα, οταν πια ο Τιτο ηταν στα τελευταια του και τον εσερναν απο εδω και απο εκει, για να τον βλεπει ο κοσμος, θελησε να βρεθει για μια ακομα φορα, στο μεγαλο πανηγυρι της Πριστινας. Κι' οταν εφτασε σητν πολη, το πρωτο πραγμα που ζητησε, ηταν να του φερουν κοντα του, τον παλιο του φιλο.
Γεροι και οι δυο, Ο Ορφεας και ο Τιτο, καθησαν στην εξεδρα του Κομματος και παρακολουθουσαν αμιλητοι. Οταν επιτελους, τελειωσαν οι λογοι και οι προπαγανδες, οι νεοι ριχτηκαν στον χορο. Και πηραν να χαλουν τον κοσμο, τα ακορντεον και τα νταουλια.
Τοτε ομως ο Ορφεας εδωκε εναν σαλτο και χυμηξε καταπανω σε εναν νεαρο τσιγγανο, που επαιζε το ακορντεον.
Τον αρπαξε απο τον λαιμο και θα τον στραγγαλιζε τον δυστυχο, αν δεν επεφταν να τον τραβηξουν οι σωματοφυλακες του Τιτο. Και παλι, τρεις αντρες δεν μπορουσαν να τον καμουν καλα.
Το ακορντεον ομως δεν καταφεραν να του το παρουν. Το ειχε γραπωσει στα δαχτυλα του και δεν το αφηνε.
Μαζευτηκαν ο κοσμακης, ρωτουσαν τι εγινε.
Και αλλοι, μουρμουριζαν, οτι τον ηξεραν τον νεαρο τσιγγανο και πως ηταν καλο παιδι, που δεν ειχε δημιουργησει ποτε του φασαριες.
- Που το βρηκες αυτο το ακορντεον, τον ρωτησε τελος ο Ορφεας, αφου καπως γαληνεψε η μανια του
- Μου το χαρισε η μανα μου, ψελισε κατατρομαγμενος ο νεαρος
- Ποια ηταν η μανα σου?
- Η Ζακαρ, η χορευτρια...
Η φωνη του Ορφεα ραγισε
- Ζει η μανα σου?
- Οχι, ψιθυρισε ο νεαρος τσιγγανος
- Ο πατερας σου?
- Δεν εχω πατερα... Η μανα μου δεν παντρευτηκε ποτε...
Ο Ορφεας χαμηλωσε τα ματια. Υστερα πηρε, για μια στιγμη, το ακορντεον στην αγκαλια του. Χαϊδεψε τα κουμπια, που δεν ειχαν πια το χρωμα του χρυσου...
Και επαιξε εναν συντομο σκοπο, που ομοιο του ελεγαν ειχαν χρονια να ακουσουν τα βουνα, γυρω απο την Πριστινα. Και ποιος ξερει αν ηταν για καποια Ναντια, Χριστινα, Ντρουσκα,η κάποια Ζακάρ που ειχε γεννήσει κάποτε,το παιδί καποιου θρυλικου μουσικού....
Ηταν το μαγεμμενο ακορντεον με τα χρυσα κουμπια, που ομοιο του δεν υπηρχε αλλο στον κσομο.
Αυτο αρκουσε.
Τελος, το γυρισε πισω στον τσιγγανο.
- Παρτο και αντε στο καλο...
Και οταν πια γυρισαν, βαρεις, οι δυο παλιοι φιλοι στην εξεδρα, ο Τιτο εβγαλε το πακετο του απο τα πουρα και εγραψε απανω του μια φραση, που μετα τη χαρισε στον Ορφεα.
"Οι επαναστατες και οι καλλιτεχνες", εγραψε ο αλλοτινος παρτιζανος, "δεν πρεπει να γερνουν..."
***
*Φ.Η ιστορία ειναι αληθινή στην βάση της,αλλωστε η πραγματικότητα,οι μυθοι και οι θρυλοι στα Βαλκάνια μπλεκουν,γίνονται ανεμος κουβαρι και κάνουν την υπερβολή λειτουργική,λυτρωτικη και απαραίτητη ,γιά την υπαρξη των περίεργων και παθιασμένων λαών της περιοχής....εδω η ιστορία αποδίδεται με τον ιδιαίτερο αφηγηματικό τρόπο του αείμνηστου Λευτερης Πανουσης -ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται-και αφιερώνεται στον Κ-Ταύρο
5 σχόλια:
Τσιγγάνα ή ακορντεόν..
Ιδού η απορία..
Ευχαριστώ Φωτεινούλα μου για την αφιέρωση!
Χρόνια Πολλά κι Ελεύθερα με Υγεία και Αφθονία!!!
ΒΡΉΚΕ Ο
UΦΤΟΣ!
ΤΗΝ ΓΕΝΙΆ ΤΟΥ...
...ΑΔΈΛΦΙΑ ΤΟΥ...
ΑΛΉΤΕΣ!ΠΟΥΟΥΟΥ...
ΛΙΑ...ΑΑΑ...
Γιά τόν παρτιζάνο η επανάσταση,για τον καλλιτέχνη το ακορντεόν..η τσιγγανα τό χαμένο ονειρο των δύο προηγούμενων που ο δρόμος τους ειναι δεδομένος και απαιτει θυσίες...ομως η τσιγγανα ειναι το μέσον που θα διαιωνίσει το ταλέντο,το χαρισμα στον επόμενο[εμείς η πλέμπα δηλαδη,οι ανώνυμοι,που κανεις δεν θα θυμαται το ονομα μας,αλλα και που χωρις εμας οι χρισμένοι δεν θα μπορουσαν να πραγματώσουν τιποτα...κ.λ.π κ.λ.π]
Καλη χρονιά Κώστα μου
Η Ν.ΑΦΡΙΚΗ
ΠΑΡΑΠΈΜΠΕΙ
ΤΟ ΧΕΣ💩ΤΡΑΙΛ
ΣΕ ΔΙΕΘΝΈΣ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΊΑ
Lumi news
Χορος , χορος , χορος.
Ενας αεναος χορος .. μεσα μας.
Λευτεροι και αναστημενοι ολοι οι
α ληθη νοι οντως ανθρωποι στην νεα χρονια να ξημερωσουμε.
Δημοσίευση σχολίου