Γράφει ο ΝΩΕΥΣ
Συνώνυμο του μυστικού, για τους περισσότερους ανθρώπους είναι και ο θησαυρός, Στο θησαυρό οδηγούν αμέτρητα μονοπάτια, χαραγμένα από τους αιώνες πάνω στη γη. Αμέτρητα πόδια, σʼ αμέτρητα μονοπάτια και πήγαινε έλα, έκαναν το θησαυρό, συνώνυμο του μυστικού. Ένα τέτοιο μονοπάτι ανοίχτηκε και σε κάποιον «ανώνυμο» και «καθημερινό άνθρωπο», Χειμώνα 1972.
Περπατούσε και βολτάριζε στην παραλία της Θεσσαλονίκης, κοντά στο Λευκό Πύργο. Σούρουπο παγωμένο και με βοριαδάκι τσουχτερό. Κόσμος λιγοστός στη βόλτα της παραλίας εκείνη την ώρα. Σʼ ένα παγκάκι- πριν από πόση ώρα, άγνωστο- κάποιος είχα σταθεί και δεν είχε προσέξει, προφανώς, ότι του είχε πέσει ένας φάκελος.
Σκύβει και τον ανασηκώνει. Φαίνεται «επίσημος», με γραφή τυπωμένη και στα αγγλικά, σε μέγεθος Α4 περίπου. Διαβάζει το πρώτο έγγραφο και καταλαβαίνει: θα έπρεπε ο άνθρωπος, να είχε κάποια σχέση με Διπλωματική Αποστολή, κάποιας μεγάλης δυτικής χώρας και μέλους του ΝΑΤΟ.
Αποφασίζει να τον παραδώσει σε κάποια στρατιωτική υπηρεσία. Απευθύνεται στην κοντινή «Λέσχη Φρουράς Θεσσαλονίκης», απέναντι απʼ το Μέγαρο Μακεδονικών Σπουδών. Από εκεί αρχίζει το «μονοπάτι» του. Με εντολή ενός Υπολοχαγού, «αξιωματικού υπηρεσίας», τον παραλαμβάνουν δύο άνδρες της ΕΣΑ μαζί με τον φάκελο και τον οδηγούν στο Γ΄ Σώμα Στρατού, στη Διεύθυνση της ΚΥΠ( Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών).
[FONT="]Φεύγοντας από εκεί, μετά από ένα τρίωρο περίπου, δεν υποψιαζόταν ακόμη, ότι κάθε πατημασιά του πια θα πατούσε, πάνω σε μονοπάτι μονόδρομο, αλλά και ήδη χαραγμένο και χιλιοπερπατημένο. Θα το περπατούσε ολομόναχος, γιατί σʼ αυτό το μονοπάτι θα κουβαλούσε μαζί του, ένα μυστικό.
Το Τάγμα των Τροπαιοφόρων
Ο Μιλουτίν Μιλάνκοβιτς εντάχθηκε στο «Τάγμα του Αγίου Γεωργίου», ανήμερα των Χριστουγέννων 1899 και σε ηλικία 20 ετών. Από μικρός είχε αγαπήσει τα «γερμανικά γράμματα», αλλά δεν θα παρέκκλινε ποτέ του, από τα «νάματα» των βαλκανικών του καταβολών, την «ελληνοσερβική κληρονομιά, απʼ το Βυζάντιο», όπως θα εξομολογούνταν το 1902 στον Ίωνα Δραγούμη, στο Μοναστήρι του Μαυροβουνίου.
Εκείνη τη χρονιά, και χάρη στις «κατάλληλες ενέργειες του Τάγματος», ο ευπατρίδης Έλληνας θα διοριζόταν εκεί, ως βοηθός Προξένου των Αθηνών. Το Τάγμα, με τη συνδρομή ανθρώπων του από τη Γαλλία, θα ανέθετε στον νεοφώτιστο Μ. Μιλάνκοβιτς, να πλαισιώσει και να στηρίξει τις προσπάθειες του νεαρού Έλληνα Διπλωμάτη, στο «οργανωτικό έργο» του.
Το 1914, οι Αυστριακοί, μεταξύ άλλων θα τον κατηγορούσαν, και για τις «ύποπτες φιλελληνικές σχέσεις» του, και θα τον εξόριζαν στη Βουδαπέστη. Ενώ την ίδια χρονιά, ο Ίων Δραγούμης, διορίζεται επιτετραμμένος στη Βιέννη και στο Βερολίνο, όπου αρνείται να υπακούσει στην εντολή του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, να πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή των (ελληνικών) πληθυσμών της Θράκης και της Δυτικής Μ. Ασίας, με «τούρκικους πληθυσμούς» της (Δυτικής κατεξοχήν) Μακεδονίας. Αντʼ αυτού, ζητάει την ανάκλησή του, αλλά, «όλως παραδόξως», αποστέλλεται ως πρέσβης στην Πετρούπολη!
Στη Ρωσία, θα μάθαινε, για τον «παράδοξο» της μετάθεσής του εκείνης. Ήταν κατόρθωμα του Τάγματος, «συναλλαγή». Άνθρωποί του στη Θεσσαλονίκη είχαν διεισδύσει στα «άβατά» της: ελληνική εκκλησία, εβραϊκή συναγωγή, ακόμη και στους ελευθεροτέκτονες. Έτσι θα διαπίστωναν ότι το κίνημα των Νεοτούρκων, του «Ελευθεροτέκτονα Κεμάλ», είχε εξ αρχής «ένθερμους υποκινητές», όχι μόνον στη Θεσσαλονίκη, αλλά και «στην Αθήνα και Κρήτη». Όταν δε ο Εμμανουήλ Μπενάκης διαμήνυσε στον Ελ. Βενιζέλο, ότι «δυστυχώς υπέστημεν διαρροή!», εκείνος δεν είχε παρά «να λάβει υπόψη» του τις «υποδείξεις του Βερολίνου» και να στείλει τον Ίωνα Δραγούμη, στους «Ρώσους»: κατεξοχήν αντίπαλους στο «Ανατολικό Ζήτημα», είτε των «Άγγλων και Νεοτούρκων» είτε και των «Αθηνών»( βασικά, του Ελ. Βενιζέλου).
Το 1920, ο Μ. Μιλάκοβιτς, με δαπάνη του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου και τις «ευλογίες των Αθωνιτών αδελφών» του, εκδίδει την πρώτη του μονογραφία «Théorie mathématique des phénomènes thermiques produits par la radiation solaire» («Μαθηματική θεωρία των θερμικών φαινομένων που προκαλεί η ηλιακή ακτινοβολία»), αλλά και με εξαιρετική θλίψη μαθαίνει, για την εν ψυχρώ δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη «στην Αθήνα, από Κρητικούς». Έκτοτε, και «έως καιρού», ο Μ. Μιλάνκοβιτς, δεν θα είχε καμία επαφή και συνεργασία με τους ανθρώπους του Τάγματος, είτε στην Αθήνα είτε στη Θεσσαλονίκη. Θα μιλούσε ελληνικά, μόνον κατά τις επισκέψεις του στο Άγιο Όρος. Και πάντα, κάτω από άγρυπνο μάτι του Τάγματος!
[FONT="]Το «Τάγμα των Τροπαιοφόρων», όπως ήταν η αρχαία ονομασία του, σπάνια έχανε ανθρώπους του, από φόνο ή δολοφονία. Παρά ταύτα, στην πολύκαιρη ιστορία του, μετρούσε αρκετές δεκάδες θυμάτων του. Μα για καθένα απʼ αυτά, αναδιπλωνόταν σε βαθιά και μακρόχρονη σιγή. Έτσι και τότε, άφησε να κλείσει και η «υπόθεση των Αθηνών», με τη δολοφονία του Ί. Δραγούμη, ως ένα λακωνικό « Ήταν λάθος»: εννοείται του Π. Γύπαρη, φρούραρχου Αθηνών
Η αναδίπλωση του Τάγματος, εκείνη τη φορά, δε θα διαρκούσε αναγκαστικά, παρά μόνο δύο χρόνια. Το διπλό πλήγμα που θα δεχόταν, με τον αποτρόπαιο θάνατο του Χρυσοστόμου Σμύρνης και τη σφαγή των περισσότερων πρωτεργατών της (« Ιωνικής…») «Εθνικής Άμυνας», το υποχρέωσε να δράσει ενεργά, για τη σωτηρία των επιζώντων ανθρώπων του σ’ όλη την έκταση της νεοτουρκικής επικράτειας: « Από τον Έβρον μέχρι και την ενδοχώρα πέριξ της Αγκύρης…».
Μία από εκείνες τις «δράσεις» ήταν κι εκείνη, που επιφόρτισε η ιστορία( και με «ζωντανές πραγματικότητες»!) στη Γεσθημανή Ωνάση, την ημέρα της Αγίας Μαρίνας, «…σαράντα ημέρες πριν τη θυσία του». Εκείνη την ημέρα θα της έδινε, αμέσως μετά τη «θεία λειτουργία», ένα από τα τρία πέτρινα δακτυλίδια, που φορούσε πάντα, αφότου είχε επιστρέψει από τη Δράμα, από τα «μέρη της Ειρήνης της Παλαιολογίνας», δώδεκα χρόνια πριν. «Να το παραδώσεις, άγια μου γυναίκα, στον πρώτο γέροντα που θα ‘ρθει να σε συναντήσει, όπου κι αν βρεθείς μέχρι τότε. Αρκεί να σου ζητήσει να …πιείτε ένα νερό κι έναν καφέ!», της είχε πει κι έσκυψε και της φίλησε το χέρι, που έσφιγγε μέσα του το δαχτυλίδι. Το Τάγμα, από τον Σεπτέμβριο 1922 και μέχρι τον Νοέμβριο 1948, ένα και μοναδικό σκοπό θα υπηρετούσε, με τη συνέχιση της ύπαρξής του: την «τύχη του δαχτυλιδιού». Από τα «αρχαία χρόνια» ήταν σε γνώση του Τάγματος, η μέχρι το Καλοκαίρι 1922 «τύχη του δαχτυλιδιού»: « Από τα χρόνια του Ερμεία της Άσσου…»!
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, γεννήθηκε το 384 π.Χ. στην πόλη Στάγειρα της Χαλκιδικής, η οποία ήταν ελληνική και πρώτοι την είχαν αποικήσει οι Άνδριοι το 665 π.Χ. Ο πατέρας του, Νικόμαχος, από οικογένεια γιατρών Ασκληπιαδών, που καταγόταν από τον ομηρικό Μαχάονα, ο οποίος κατά την μυθολογία ήταν γιος του Ασκληπιού, ήταν επίσης γιατρός, συγγραφέας μερικών έργων φυσικής, πλούσιος, φίλος δε και γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα του Β΄, στην αυλή του οποίου και έζησε μέχρι τον θάνατό του. Σύζυγος του Νικομάχου, από την οποία είχε τον Αριστοτέλη και δυο άλλους γιους, ήταν η Φαιστιάς, προερχόμενη από παλαιά και διαπρεπή οικογένεια των Χαλκιδέων.
Σε πολύ μικρή ηλικία ο Αριστοτέλης έχασε την μητέρα του, δεν ήταν δε ακόμη έφηβος όταν πέθανε και ο πατέρας του. Τότε ανέλαβε την κηδεμονία του Αριστοτέλη και των αδελφών του κάποιος φίλος του πατέρα τους ονομαζόμενος Πρόξενος. και μαζί του διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του Ατάρνα, αιολική πόλη της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Λέσβο. Με αγάπη και ευγνωμοσύνη αναφέρει επανειλημμένως σε μερικά από τα έργα του ο Αριστοτέλης τους κηδεμόνες του εκείνους, τον Πρόξενο και την γυναίκα του. Και στην διαθήκη του, η οποία σώθηκε από τον Διογένη τον Λαέρτιο, ορίζει να στηθούν ανδριάντες σε εκείνους προς ένδειξη της ευγνωμοσύνης του.
Σε ηλικία 17 ετών, το 368 π.Χ. ο Αριστοτέλης έχοντας όπως φαίνεται ήδη την διαχείριση της εκ πατρικής και μητρικής κληρονομιάς σημαντικής περιουσίας του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, το σπουδαιότερο τότε και περιφημότερο πνευματικό, καλλιτεχνικό και αστικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου. Και είναι πιθανό ότι είχε έκτοτε όχι μόνο αξιόλογη προκαταρκτική μόρφωση, ώστε να μπορεί να φοιτήσει κοντά στους ρήτορες ή τους φιλοσόφους, αλλά και, σαν γόνος Ασκληπιαδών, μερικές ιατρικές γνώσεις, ιδίως στην ανατομία. Και πρώτα, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από πληροφορίες των βιογράφων του, υπήρξε ακροατής του Ευδόξου, ου φιλοσόφου και ιδίως μαθηματικού από την Κνίδο, ο οποίος είχε διατελέσει μαθητής του Πλάτωνα, αλλά κατόπιν ασπάσθηκε και δίδασκε τις ηδονιστικές δοξασίες του Αριστίππου, των οποίων κέντρο ήταν η φρόνηση και το μέτρο, δηλαδή δυο ηθικολογικές αντιλήψεις που επικρατούν σε όλο το έργο του Αριστοτέλη. Πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Πλάτωνας, του οποίου κυρίως αναφέρεται να είναι μαθητής ο Αριστοτέλης, έλειπε από την Αθήνα, είχε αναχωρήσει το 367 ή 366 για τις Συρακούσες και επέστρεψε μετά μία εξαετία.
Σε εκείνη την περίοδο της νεανικής ηλικίας του Αριστοτέλη αναφέρονται και πολλά από αυτά για τα οποία τον κατηγόρησαν διάφοροι, μεταξύ των οποίων και ο φιλόσοφος Επίκουρος της επόμενης γενεάς. Λέει ο Επίκουρος ότι ο Αριστοτέλης ‘νέος ών κατέφαγε την πατρική περιουσία, έπειτα δε συνεώσθη επί τω στρατεύεσθαι, κακώς δε πράττων εν τούτοις επί τω φαρμακοπωλείν, ήλθεν, έπειτα αναπεπταμένης πάσι της του Πλάτωνος Ακαδημείας εισώρμησεν εις αυτήν». Αλλά ότι αυτά και άλλα παραπλήσια δεν αληθεύουν, γίνεται φανερό από το ότι αυτός, αφού εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, έδειξε να είναι πολύ επιμελής και ασχολήθηκε με την μάθηση γενόμενος μαθητής του Πλάτωνα και διακρίθηκε γρήγορα πάνω από όλους, αυτό δε και αυτοί οι κατήγοροί του δεν τόλμησαν να το αρνηθούν. Απεναντίας αναφέρεται σχετικά με την φιλοπονία του, ότι συχνά μελετώντας την νύχτα στο κρεβάτι του κρατούσε στα αριστερά μια χάλκινη σφαίρα, ώστε όταν αποκοιμιόταν να πέφτει και να ξυπνά από τον κρότο. Και αυτό που πιθανώς δίνει αφορμή για κακολογίες ήταν ότι ο Αριστοτέλης ο οποίος ήταν βραχύσωμος, ισχνός, με μικρά μάτια και φαλακρός, αρεσκόταν στον καλλωπισμό και στην επίδειξη. Ίσως δε και λόγω της ευπορίας του να διήγε δαπανηρότερη και κοσμοπολίτικη ζωή. Όντας μαθητής του Πλάτωνα μέχρι τον θάνατο αυτού (347 π.Χ.), διδάσκοντας δε ίσως τα τελευταία έτη της μαθητείας του την ρητορική στην Ακαδημία, αποχώρησε από αυτήν έπειτα, όταν την διεύθυνσή της ανέλαβε ο Σπεύσιππος. Και τότε, ίσως γιατί ήδη δεν τον έβλεπαν οι Αθηναίοι με καλό μάτι σαν ‘μακεδονίζοντα’ , έφυγε μαζί με τον Ξενοκράτη, επίσης φιλόσοφο και μαθητή του Πλάτωνα, στην Ατάρνα, όπου εφιλοξενήθη από τον τύραννο των Αταρνών και της Άσσου Ερμεία.
Ήταν δε ο Ερμείας απελεύθερος, ο οποίος αφού παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής από τον Αριστοτέλη στην Αθήνα, με την αρετή και την αξία του έφθασε στο αξίωμα του τυράννου (ηγεμόνος) στην πατρίδα του και αναδείχθηκε προστάτης της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων στην Μικρά Ασία, την οποία με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να καταλύσουν οι Πέρσες. Ο Αριστοτέλης έμεινε κοντά στον Ερμεία τρία χρόνια και κατόπιν έφυγε στην Λέσβο, όταν με προδοσία συνελήφθη ο Ερμείας από τους Πέρσες και φονεύθηκε Φαίνεται δε ότι ο θάνατός του πολύ λύπησε τον φιλόσοφο, γιατί συνδεόταν μαζί του με φιλία και ευγνωμοσύνη.Στην Μυτιλήνη ο Αριστοτέλης έμεινε για δυο χρόνια συγγράφοντας, ίσως και διδάσκοντας. Και πιθανώς μερικά από τα έργα του να είναι της εποχής εκείνης….
Εκείνη την εποχή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα «παιγνίδια της οικουμένης» παίζονταν ακόμη στην Αθήνα. Πολιτική, οικονομία και ηθική, επηρεάζονταν οικουμενικά, από «τις σκέψεις των Αθηναίων». Η αποπομπή τους Αριστοτέλη από τα διοικητικά της Ακαδημίας, δεν ήταν παρά μία κίνηση της Ακαδημίας, για διπλωματικές πρωτοβουλίες του κατοπινού Τάγματος, «σ έναν κόσμο, που ρέπει προς τον γκρεμό». Κατά μία σύγχρονη ματιά, ήταν η κίνηση του αναδυόμενου «Ελληνισμού», ως μία οικουμενική πολιτική αντίρρηση, ενόψει των κινδύνων πολιτικού αφανισμού του. Το ιστορικό χρέος που έπρεπε να επωμισθεί, ήταν να συνυπάρξει μεταξύ, αφενός του «περσικού δεσποτισμού» κι αφετέρου, της «Ρώμης».
Μέχρι να του αποκαλυφθεί από τη γυναίκα του την Πυθιάδα, το μυστικό του «δαχτυλιδιού της πριγκίπισσας Άτοσσας, ο Αριστοτέλης θεωρούσε το φόνο του Ερμεία, ως «ειδεχθές πολιτικό έγκλημα των Περσών». Ποτέ του δεν είχε φανταστεί, ότι τελικά ήταν ένας «απλό φόνος, από εκδίκηση κάποιων εμπόρων», που δεν τους είχε «εξοφλήσει το τίμημα του δαχτυλιδιού». Του δαχτυλιδιού, που έπρεπε τώρα να παραδώσει, «σ’ εκλεκτό Μακεδόνα». Τελικά, υποκύπτοντας ίσως και σε προσωπικά του ανθρώπινα κίνητρα, έκρινε σωστό και φρόνιμο, να το εμπιστευτεί στην Ολυμπιάδα, για να το ενεχυριάσει εκείνη σε όποιον θα έκρινε, ως «εκλεκτό Μακεδόνα».
Η ιστορία και τα ανθρώπινα πάθη θέλησαν, το «δαχτυλίδι του βασιλέα Διηόκη», να φορεθεί σε τελευταίο ανδρικό χέρι, με τον Κύρο Α΄, τον «Μέγα». Εκείνος, λίγο πριν αναχωρήσει για την τελευταία του εκστρατεία προς τον Βορρά, όπου θα τον έβρισκε ο θάνατος, το είχε παραδώσει στην αγαπημένη του και έμπιστη κόρη, την θεία Άτοσσα. Μη μοναδική του παράκληση: «Ποτέ, μα ποτέ, να μη ξαναφορεθεί από ανδρικό χέρι!».
Για το «δαχτυλίδι του Διηόκη», εκείνη την εποχή, ο κοσσαίος Ραμπίριους, ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Βαβυλώνας, θα έδινε «όλα τα πλούτη του κόσμου», προκειμένου να το αποκτήσει. Θα γινόταν, «ο Θεός των όπλων κι όλων των θησαυρών». Όμως, όσες απόπειρες και αν είχε κάνει, για να πλησιάσει την Άτοσσα, με τη δεδηλωμένη πρόθεσή του, να την ενισχύσει οικονομικά, μετά τον «αδόκητο θάνατο του Μέγα Βασιλέα», είχαν πέσει στο κενό. Εκείνη είχε κλειστεί στο παλάτι και δεν εστιαζόταν και περνούσε όλη τη μέρα της, παρά μόνον με γυναίκες. Είχε διαδοθεί μάλιστα, σκόπιμα μάλλον από την ίδια ή τους αφανείς προστάτες της, ότι είχε αιμομικτήσει με τον εξ αίματος αδελφό της Καμβύση. Στις πλατείες και την αγορά κυκλοφορούσαν και φήμες, πως ήταν «μαθήτρια της Σαπφούς της Λεσβίας». Τα μάθαινε από τον Σμέρδι, τον παραδελφό της, τον μόνο άνδρα που επέτρεπε να εισέρχεται στα δώματά της, από τους «βασιλικούς».
Όταν ο Καμβύσης επέστρεψε από την εκστρατεία του στην Αίγυπτο, παραφρόνησε εντελώς, μαθαίνοντας ότι «η Άτοσσα είχε παραδώσει το δαχτυλίδι τους Κύρου». Την πληροφορία θα την είχε, από γνωστό του ήδη και «έμπιστο άνθρωπο των μάγων και του Ραμπίριους». Λέγεται, ότι ο Καμβύσης κατέληξε σε αυτοχειρία του, αλλά η ιστορική ακρίβεια λέει, πως απλά «εξαφανίστηκε από την ιστορία».
Η ιστορία, του δαχτυλιδιού και όχι μόνο, ήθελε τον ένα σφετερισμό πίσω απ’ τον άλλο στο παλάτι, προκειμένου για τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας στην «Οικουμένη», αλλά κατά βάθος, για να ικανοποιηθεί η επιθυμία του κοσσαίου Ραμπίριους: να το αποκτήσει!
Ο Σμέρδις είχε μιλήσεις σε «μάγους», για το «δαχτυλίδι της Άτοσσας», σε μία εξομολόγησή του προς αυτούς, πως «το μόνο που δεν μπορώ να σας υποσχεθώ», αν θα έπαιρνε το σκήπτρο της βασιλείας, «είναι το δαχτυλίδι της Άτοσσας». Χρημάτισαν πολλές γυναίκες του παλατιού, για να της το αφαιρέσουν, μα καμία δεν είχε τολμήσει, παρά ταύτα να το επιχειρήσει. Ώσπου κάποια ημέρα, αφότου είχε μάθει για την εξαφάνιση του Καμβύση, την είδαν να μη το φοράει πια στο χέρι της. Από την ημέρα εκείνη και μέχρι να το παραδώσει ο Ερμείας στον Αριστοτέλη, φαίνεται πως η ιστορία κυλούσε πιο πολύ, χάρη στην εξαφάνιση του δαχτυλιδιού, παρά εκείνης του Καμβύση. Το πραξικόπημα των Υστασπίδων, με την αναρρίχηση του Δαρείου στο θρόνο, από μία οπτική, θα μπορούσε να ειπωθεί, πως αρχικό του κίνητρο είχε την επιθυμία του Δαρείου να αποκτήσει το δαχτυλίδι, για να το πουλήσει στους «τραπεζίτες της Βαβυλώνας». Εκείνοι, θα τον «βοηθούσαν, να ενώσει την Οικουμένη, υπό τη σκιά Του»!
Το βδέλυγμα όλης της υπόθεσης έγκειτο στο γεγονός, ότι σ’ αυτήν έμελλε να εμπλακούν κι «όλοι οι θεοί», δια των ποικιλώνυμων αντιπροσώπων τους. Στη Βαβυλώνα ακόμη, εκείνο τον καιρό, τους αποκαλούσαν «μάγους».
« Το έτος 1904 ιδρύεται στην Αθήνα η “ΤΡΑΠΕΖΑ της ΑΝΑΤΟΛΗΣ” (BANQUE D’ORIENT-ORIENT BANK),το καταστατικό της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ αρ. 277/7-12-1904)….». Ο «Αρίστος» της έγινε ήδη τεσσάρων χρόνων. Άλλο που ο ίδιος αργότερα θα πλήρωνε με « λίρες Αγγλίας», για «έξι χρόνια απ’ τη ζωή» του. Η «Κερά Γεσθημανή, η μάνα του Μουταλασκιώτη Σωκράτη», εκείνη τη χρονιά θα έπαιρνε « από τα χέρια του ίδιου του Αρχιερέα», του «Χρυσόστομου Δράμας και Σμύρνης», το «κιτάπι».
Το «κιτάπι» τελικά ήταν ένας φάκελος, γεμάτος με «ένα μάτσο χαρτιά, που μόνο ο Σωκράτης μου… »- εκμυστηρεύθηκε αργότερα σε φίλη της από τη Δράμα!- μπορούσε να ξέρει, «πόση αξία είχαν». Ο « Μουταλασκιώτης Σωκράτης», ο πατέρας του Αριστοτέλη Ωνάση ήξερε, ότι εκείνη την ημέρα η μάνα του, θα του έφερνε τα «χαρτιά για τη διασφάλιση όλου του χρυσού, όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και της Εκκλησίας». Ικανοποιημένος, με το φάκελο στα δύο χέρια να τον σφίγγουν, κοίταξε με ύφος γεμάτο ελπίδα στον «Αρίστο» του. Εκείνον είχε κατά νου, « κι ο Χρυσόστομος Δράμας και Σμύρνης», ως μοναδικό κληρονόμο του, για « το χρέος του προς την Εκκλησία»!
Για την ιστορία, εκείνη την ημέρα, στην «πραγματική οικονομία», ο Αριστοτέλης Ωνάσης γινόταν, μαζί με όλη του την οικογένεια, μέτοχος της Τράπεζας της Ανατολής…
«Αυτό που δεν πίστευαν εξ αρχής οι Κομμουνιστές ήταν, ότι τελικά η θρησκεία είναι ισχυρότερη από οποιοδήποτε κράτος», θα έλεγε μετά από καμιά 25αριά χρόνια ο Αρ. Ωνάσης, ως Υποπρόξενος του Ελληνικού Κράτους στο Μπουένος Άιρες. Και να το ‘λεγε σε κανένα Κομμουνιστή; Το ‘λεγε σε μία γυναίκα που μόλις είχε πηδήξει, καθώς προσπαθούσε να φορέσει το σώβρακό του. Που να το σκεφτεί, πάνω στο μεράκι να πηδήξει εκείνη την κρεολί καμαριέρα, ότι θα μπορούσε να ‘ταν Κομμουνίστρια και Καθολική!
Την επιστροφή του «Αρίστου από το Εξωτερικό» την ανέμεναν στην Αθήνα και με αμοιβαίο ενδιαφέρον, η οικογένειά του και η «Κυβέρνηση Βενιζέλου». Ήταν Χειμώνας του 1929. Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο άμεσα προϊστάμενος του Αρ. Ωνάση, όταν εκείνος θα επέστρεφε στην Αργεντινή, αμέσως μετά από εκείνο τον ταξίδι-αστραπή Μπουένος Άιρες-Αθήνα. Φυσικά, για την ιστορία, τον περίμεναν κι άλλοι, που καλύτερα να μην τους γνώριζε, τουλάχιστον η «Κυβέρνηση Βενιζέλου»!
Tην εποχή εκείνη, ο Ελληνισμός διερχόταν ακόμη τη μεταβατική του φάση, από τη δεύτερη εξαιρετικά οδυνηρή και υπαρξιακά σημαντική καταστροφή, την απώλεια της «ανατολικής Ιωνίας»(Σμύρνη, Πόντος κλπ). Από την πρώτη παρόμοια καταστροφή, εκείνη του 1893- 97, το πρόβλημα του νεογέννητου ελλαδικού κράτους θα ήταν μόνιμα «ζήτημα Τραπεζικών Κριτηρίων», για τους «αστικούς κύκλους των Αθηνών» και του «διεθνούς περίγυρού» τους. «Ελλάδα- Τουρκία : 0-12», αν ο ελληνοτουρκικός εκείνος πόλεμος θα ήταν ποδοσφαιρικό τουρνουά, στημένο από τύπους σαν τους δικούς μας, τον Πέο και τους Ψωμιάδηδες!
Δεν είναι άμοιρο της αλήθειας αυτής το γεγονός, ότι οι τότε «κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις των Αθηνών, πέτυχαν…»(! ), στις ατιμωτικές αξιώσεις των τότε «εγγυητών» μας στις «διεθνείς αγορές», για τις «…σχεδιασθείσες ανταλλαγές πληθυσμών, δωρεά 9 εκατομμυρίων χρυσών λιρών Αγγλίας και για τη σύσταση της Τράπεζας της Ελλάδος»! Τα «τραπεζικά κριτήρια», για τον λαό της Ελλάδας, εφεξής και μέχρι σήμερα, θα ήταν κάτι σαν « τον Παρθενώνα, περιτυλιγμένο με αγκαθωτά συρματοπλέγματα». Έτσι θα περιέγραφε ο ΥπΕξ Ελλάδας Ανδρέας Μιχαλακόπουλος την κατάσταση, στον Αριστοτέλη Ωνάση, από την πρώτη τους εκείνη συνάντηση!
Κάποτε, αν ποτέ ο λαϊκός πληθυσμός αυτής της χώρας θα μπορεί να μάθει κι εκείνα που " γίνονται, αλλά δεν λέγονται» συστηματικά, θα μάθουμε και γιατί έγινε η ΤτΕ, από ποιους, πως και ποιοι είναι σαν πρόσωπα, οι μέτοχοι της ΤτΕ. Από τον Μάιο 1928 στην πραγματικότητα, άρχιζε ένα παίγνιο από διπρόσωπους παίκτες, που τις μπλόφες τους θα τις πλήρωνε ο Ελλαδισμός, όχι μόνον σε χρυσάφι, αλλά και μεγάλο ποτάμι αίματος και ιδρώτα...
Ως «χρυσάφι της Ελλάδας» το 1928, αλλά και σήμερα, θα μπορούσε να θεωρεί, εκτός από τον όποιο χρυσό κρύβει γεωγραφικά στα έγκατα της επικράτειάς της, και τα αποθέματα χρυσού, που είχαν συγκεντρώσει κυρίως οι «Έλληνες της Διασποράς»(σήμερα, «Ομογένεια»!!! ), η εν γένει «Εκκλησία των Ελλήνων» και «τινές των αλλοπίστων, εχόντων έννομα συμφέροντα…» στο «νέον ελληνικό κράτος». Για τα αποθέματα εκείνα ακριβώς και είχε συσταθεί η Τράπεζα της Ανατολής.
Συνιδρυτές και συνιδιοκτήτες της Τράπεζας της Ανατολής είναι η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και η Εθνική Τράπεζα Γερμανίας. Αρχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Ανατολής ορίζεται το ποσό των δέκα εκατομμυρίων Χρυσών Γαλλικών Φράγκων (10.000.000 χγφ). Είναι αυτονόητο ότι οι συνιδρυτές της Ανατολής έκαναν εγγραφές και πώλησαν μετοχές της νέας τράπεζας πριν καν ξεκινήσει την λειτουργία της.
Το έτος 1906 η Τράπεζα Ανατολής ξεκινά τη λειτουργία της και αμέσως προχωρά σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 5.000.000 χγφ. Με συνολικό κεφάλαιο 15.000.000 χγφ αναπτύσσεται γρήγορα στη Βόρειο Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο.
Το έτος 1910 κάνει νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 10.000.000 χγφ και γίνεται κυρίαρχη στη Μικρά Ασία, Αίγυπτο και όχι μόνον.
Το έτος 1925 προχωρά σε δύο νέες αυξήσεις (μία στην αρχή και μία στο τέλος του έτους) του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 5.000.000 χγφ η κάθε μία και έτσι την επόμενη χρονιά (1926) η Τράπεζα της Ανατολής βρίσκεται με κεφάλαιο 35.000.000 Χρυσά Γαλλικά Φράγκα, διαιρεμένο σε 280.000 μετοχές των 125 χγφ.
Το έτος 1932 αποφασίστηκε η συγχώνευση της Τράπεζας της Ανατολής με την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΦΕΚ αρ.301/31-12-1932). Γιατί άραγε, αληθινά;;;Στο Κιουτσούκ Τεκέ τζαμί της Δράμας
Την πόλη κατέκτησε και λεηλάτησε ο εξωμότης Ελληνοεβραίος Χατζή Αχμέτ Εβρενός μπέης, επαγγελματίας στρατιωτικός από την Αδριανούπολη και περιζήτητος μισθοφόρος της εποχής. Ο ανάλγητος αυτός πασάς άφησε κυριολεκτικά τους γενιτσάρους του να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την πόλη, να εξοντώσουν και να πουλήσουν σαν δούλους, όλους τους κατοίκους της, όσοι δεν πρόλαβαν να σωθούν φεύγοντας στα βουνά.
Τόπος συνάντησης των Γενιτσάρων της Δράμας, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της σκλαβιάς της, θα γίνονταν[FONT="] το Μπουγιάκ Τεκέ Τζαμί, ενώ το τεκέ τζαμί, όπου θα καθιερωνόταν να συναντιούνται έμποροι, χρηματιστές και γραμματικοί, θα το αποκαλούσαν «Κιουτσούκ». Σ’ εκείνο τον τεκέ, την ημέρα που θα περνούσε η Δράμα και η ενδοχώρα της στη δικαιοδοσία της Ελλάδας([/FONT]1 Ιουλίου 1913 ), θα συναντούσε ο Ίων Δραγούμης την αντιπροσωπεία της «Εθνικής Άμυνας των Ελλήνων» από την Μ. Ασία(Σμύρνη). Η συνάντηση ήταν, παρά το πανηγυρικό κλίμα στην πόλη, «διακριτική και εξ απορρήτων». Από τους τρεις «Μικρασιάτες», ο ένας ήταν από την «οικογένεια των Ωνάσηδων»( έμπορος κρασιών και καπνών), ο δεύτερος εκπροσωπούσε τον «Άγιο Σμύρνης»(Χρυσόστομος) κι ο τρίτος ήταν «εκπρόσωπος της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης». Μεταξύ άλλων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον όλων ήταν η «συζητούμενη σε πολλές στοές» ίδρυση, μίας μεγάλης «Τράπεζας της Μεγάλης Ιωνίας». Σε γενικές γραμμές, θα ήταν μία Τράπεζα που, εκτός από τον χρυσό «όλων των ορθόδοξων χριστιανών»( Ελλήνων, Ρώσων και λοιπών Σλάβων της πρώην Κοσμοκρατορίας) και τον «χρυσό του νέου τουρκικού κράτους», θα αποσπούσε και την «Τράπεζα της Ανατολής», από τα χέρια των «πουλημένων της Ελλάδας»(Εθνική Τράπεζα). Ο Ίων Δραγούμης, μετά από εκείνη τη συνάντηση, θα επεδίωκε να αποσταλεί στη Ρωσία την επόμενη χρονιά, ως μέλος του εκεί διπλωματικού σώματος της Ελλάδας. Θα τον ανέμεναν, εκτός από παράγοντες της εκεί ελληνικής κοινότητας και παράγοντες εντεταλμένοι για τα οικονομικά της ρώσικης εκκλησίας!.................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου