ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Εκκλησιάζουσες: Το έργο που χλεύασε ανελέητα τον σοσιαλισμό και την δημοκρατία!!!!



Άρθρο του Jon Miltimore, δημοσιευμένο στις 27/2/2023 από το Foundation for Economic Education. Μετάφραση Nikos Maris


Ο Αριστοφάνης είχε βιώσει αρκετά τον κολεκτιβισμό, ώστε να αναγνωρίζει ότι ήταν καταστροφικός και συχνά παράλογος, ακόμη και όταν εφαρμοζόταν «δημοκρατικά».


Ο Trey Parker και ο Matt Stone έβγαζαν για χρόνια τα προς το ζην σατιρίζοντας τους παραλογισμούς στην κοινωνία. Οι δημιουργοί του South Park θεωρήθηκαν «πολύ προσβλητικοί για να ακυρωθούν», γεγονός που τους έδωσε το ελεύθερο να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τον παραλογισμό των μελών μιας βασιλικής οικογένειας, που απαιτούσαν ιδιωτικότητα κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας δημοσιογραφικής περιοδείας, αλλά και να εξερευνήσουν θέματα όπως η μετανάστευση, ο Covid-19, η εκμετάλλευση του αντιρατσισμού, η σεξουαλική κακοποίηση στην Καθολική Εκκλησία, η άμβλωση, οι απεικονίσεις του προφήτη Μωάμεθ και οι τρανσέξουαλ — σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα στο ίδιο επεισόδιο.

South Park creators Matt Stone and Trey Parker have made their fortune off their popular animated series as well as their show, The Book of Mormon. Photo: Getty Images
Οι δημιουργοί του South Park

2.500 χρόνια πριν την πρόκληση του τηλεοπτικού κοινού από τους Parker και Stone, ο Έλληνας θεατρικός συγγραφέας Αριστοφάνης χρησιμοποιούσε παρόμοιες τακτικές για να αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ζωής και της πολιτικής στην Αρχαία Αθήνα.

Ο Αριστοφάνης έγραψε δεκάδες θεατρικά έργα, έντεκα από τα οποία διασώθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των «Βάτραχοι», «Νεφελοκοκκυγία» και «Ειρήνη». Αν και θυμάμαι πως είχα διαβάσει και αναλύσει μερικά από τα έργα του Αριστοφάνη ως προπτυχιακός φοιτητής, ένα έργο το οποίο δεν γνώρισα (κάποιοι θα έλεγαν: που δεν εκτέθηκα στην επιρροή του) ήταν οι «Εκκλησιάζουσες», ένα από τα τελευταία έργα αυτού του θεατρικού συγγραφέα.

Το να πούμε ότι το έργο «Εκκλησιάζουσες» είναι απλά αστείο το υποτιμά. Το έργο είναι πανέξυπνο και ξεκαρδιστικό, απεικονίζοντας τους παραλογισμούς της ζωής στην Αρχαία Αθήνα με μια γλώσσα που θα μπορούσε να κάνει τον Parker και τον Stone του South Park να κοκκινίσουν. Ωστόσο, το έργο είναι επίσης διδακτικό.

Ο Αριστοφάνης βάζει στο στόχαστρο όχι μόνο μια πολιτική τάξη που είχε γίνει διεφθαρμένη, νευρωτική και μεθυσμένη από την ίδια της την εξουσία, αλλά και τον ίδιο τον κολεκτιβισμό και τη δημοκρατία.

«Οι Εκκλησιάζουσες»

Όταν ξεκινά το έργο, βλέπουμε ότι στην Αθήνα τα πράγματα είναι τόσο άσχημα, που οι γυναίκες έχουν μπαϊλντίσει. Οι άντρες τα έχουν θαλασσώσει τόσο άσχημα, λέει η αρχηγός τους η Πραξαγόρα, που οι γυναίκες πρέπει να παρέμβουν και να πάρουν τον έλεγχο. Το σχέδιό της είναι να πάνε οι γυναίκες στο κοινοβούλιο ντυμένες σαν άντρες, όπου θα απαιτήσουν να δοθεί στις γυναίκες ο έλεγχος της κυβέρνησης.

Για το σκοπό αυτό, οι γυναίκες συναντιούνται κρυφά, κουβαλώντας μαζί τους τα παπούτσια και τους μανδύες των συζύγων τους, και κουβαλώντας ψεύτικα γένια που φορούν στα πρόσωπά τους. Όμως τα πράγματα δεν πάνε αμέσως σύμφωνα με το σχέδιο.

Προς απογοήτευση της Πραξαγόρας, οι γυναίκες συνεχίζουν να επικαλούνται ονόματα θηλυκών θεών («μά την Δήμητρα και την Περσεφόνη!») αντί αρσενικών («μά τον Απόλλωνα!»), κάτι που σίγουρα τις προδίδει. Μερικές γυναίκες καθυστερούν, εξηγώντας ότι μετά βίας κατάφεραν να ξεφύγουν από τα χέρια των ερωτευμένων συζύγων τους. Άλλες φέρνουν σύνεργα πλεξίματος και αμέσως δέχονται επιπλήξεις.

Πραξαγόρα: Ενώ ο τόπος γεμίζει από κόσμο, ρε ηλίθια; Πλέξιμο;

Δεύτερη Γυναίκα: Βεβαίως, μα την Άρτεμη! Γιατί όχι; Δεν νομίζεις ότι μπορώ να πλέκω και να ακούω ταυτόχρονα; Τα παιδιά μου δεν έχουν ρούχα να φορέσουν!

Πραξαγόρα: Άκου τι λες, γυναίκα! Εδώ προσπαθούμε να κρύψουμε το σώμα μας και εσύ μιλάς για πλέξιμο! Πρέπει να μπούμε νωρίς, κορίτσια! Θα μας άξιζε αυτό που θα παθαίναμε αν, ξαφνικά, όταν όλοι οι άνθρωποι είναι εκεί, κάποια από εμάς πρέπει να σκαρφαλώσει από πάνω τους για να πάρει θέση, αλλά ο μανδύας της σκαλώσει κάπου και πέσει, φανερώνοντας το ____ της σε όλους!

Αφού συνειδητοποίησαν ότι το πλέξιμο θα πρόδιδε την μεταμφίεσή τους, οι γυναίκες αποφασίζουν να φορέσουν τα γένια τους και να «φερθούν σαν άντρες» – χαϊδεύοντας τα αχαμνά τους, φωνάζοντας «χοχό» και επιδεικνύοντας τους μύες τους.

Εκκλησιάζουσες στο Vault.

Τότε αποφασίζουν να προβάρουν τις ομιλίες τους. Όμως μια γυναίκα τις διακόπτει, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε να δώσει μια ομιλία με στεγνό λαιμό.

Πραξαγόρα: Τι εννοείς; Θέλεις κάτι να πιείς; Τώρα;

Πρώτη γυναίκα: Φυσικά! Γι' αυτό δεν έρχονται οι άντρες; Θα ήθελα λίγο κρασί, παρακαλώ!

Πραξαγόρα: Φύγε από εκεί! Αυτό θα κάνατε στην πραγματική Βουλή;

Πρώτη γυναίκα: Τι; Δεν πίνουν στην πραγματική Βουλή;

Πραξαγόρα: Μην είσαι ανόητη, κοπέλα μου!

Πρώτη Γυναίκα: Φυσικά και πίνουν, μα την Άρτεμη! Βεβαιότατα! Και μάλιστα το εντελώς ανόθευτο, το δυνατό κρασί! Ποιος άλλος εκτός από τους μεθυσμένους θα έβγαζε νόμους σαν κι αυτούς που φτιάχνουν;


Οι άνδρες

Αφού είδαμε τις γυναίκες να σχεδιάζουν την έφοδό τους, συναντάμε τον σύζυγο της Πραξαγόρας, τον Βλέπυρο, ο οποίος βγαίνει κωμικά στη σκηνή φορώντας το νυχτικό και τις παντόφλες της γυναίκας του. Έχοντας ξυπνήσει με μια έντονη ανάγκη για αφόδευση, ο Βλέπυρος είχε μάταια αναζητήσει τον μανδύα και τα παπούτσια του (με τα οποία ξέρουμε ότι η Πραξαγόρα έχει δραπετεύσει).

Φορώντας το σάλι της γυναίκας του και περσικές παντόφλες, ο Βλέπυρος τριγυρνά στη σκηνή αναζητώντας ένα μέρος για να εκκενώσει τα σπλάχνα του, κλάνοντας και θρηνώντας για την απόφασή του να παντρευτεί. Καθώς αρχίζει επιτέλους να φεύγει, ένας γείτονας εμφανίζεται και τον βλέπει.

Πάνω στην πράξη της αφόδευσης, ο Βλέπυρος διακόπτεται από τον γείτονά του, ο οποίος παρατηρεί ότι ο Βλέπυρος έχει λερωθεί στη βιασύνη του. Στη συνέχεια ρωτά για το περίεργο ένδυμα του Βλέπυρου.

Γείτονας: Πού είναι ο μανδύας σου;

Βλέπυρος: Μακάρι να μπορούσα να σου πω. Τον έψαξα ανάμεσα στα σεντόνια και τις κουβέρτες αλλά δεν τον βρήκα.

Γείτονας: Γιατί δεν ζήτησες από τη γυναίκα σου να σου πει πού είναι;

Βλέπυρος: (άβολα) Όχι, μά τον Δία, δεν μπορούσα να τη ρωτήσω. Μου ξεπόρτισε κρυφά. Φοβάμαι ότι πρόκειται να με φορτώσει με κάποια καινούργια ανησυχία της.

Γείτονας: (δύστροπα) Ε… Μου συνέβη το ίδιο καταραμένο πράγμα, μά τον Δία! Το ίδιο ακριβώς! Η γυναίκα μου έγινε καπνός με το γιλέκο μου. Το λατρεύω αυτό το γιλέκο! Όχι μόνο αυτό, αλλά έχει πάρει και τις μπότες μου! Δεν τις βρήκα πουθενά!

Βλέπυρος: Κι εγώ! Έχουν εξαφανιστεί και οι σπαρτιάτικες μπότες μου. Πουθενά, πουθενά! Αλλά έπρεπε απλώς να έχω ένα πατούμενο, έτσι φόρεσα αυτά τα μικρά ψηλοτάκουνα και έτρεξα εδώ έξω. Δεν μπορούσα να ___ πάνω στην κουβέρτα μας, μόλις την είχαμε πλύνει.

Εκκλησιάζουσες Λουκάς Θάνος - Δημοτικό Θέατρο Απόλλων - ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας

Και οι δύο άντρες εξετάζουν το σενάριο να έχουν οι γυναίκες τους σχέσεις με άλλους άντρες και ακολουθεί λίγο ακόμα σκατολογικό χιούμορ. Τότε ο άνδρας φεύγει και ο Βλέπυρος ετοιμάζεται να τελειώσει την κένωση του εντέρου του, αλλά ένας άλλος άνδρας εμφανίζεται και τον πιάνει στα πράσα.

Χρέμης: Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί κάτω! (σοκαρισμένος) ΔΕΝ αραδιάζεις σκατούλες, έτσι;

Βλέπυρος: Ποιος, εγώ; Ω, όχι, όχι όχι!

Χρέμης: (Ακόμα δύσπιστος) Γιατί φοράς το σάλι της γυναίκας σου;

Βλέπυρος: Αυτό το παλιόπραμα; Απλά το άρπαξα στο σκοτάδι κατά λάθος. (αλλάζει θέμα) Πες μου, από πού έρχεσαι;

Ο Χρέμης, μαθαίνουμε, μόλις ήρθε από το κοινοβούλιο. Εξηγεί στον Βλέπυρο ότι ένα σωρό νεοφερμένοι εμφανίστηκαν στη συνέλευση, με αποτέλεσμα να αργήσει να κερδίσει την είσοδό του. Ο Βλέπυρος ρώτησε αν ήταν σε θέση να λάβει την πληρωμή του για τη συμμετοχή, και ο Χρέμης απαντά με λύπη όχι.

Χρέμης: Μακάρι! Όχι, άργησα πολύ! Ντροπή! Ντροπή!

Βλέπυρος: Λοιπόν… δεν έχεις απολύτως τίποτα τότε;

Χρέμης: Απολύτως τίποτα… εκτός από την τσάντα μου για τα ψώνια.

Βλέπυρος: Μα γιατί άργησες;

Χρέμης: Ένα τεράστιο πλήθος ανδρών εμφανίστηκε. Όπως ποτέ πριν. Μόλις εμφανίστηκαν όλοι στη Βουλή. Έτσι ακριβώς, όλο το πλήθος μαζί, και ταυτόχρονα. Τους έριξα μια ματιά και σκέφτηκα ότι πρέπει να ήταν όλοι τσαγκάρηδες. Χλωμοί. Σαν να μην είδε ποτέ ο ήλιος τα πρόσωπά τους. Όλο το μέρος ήταν χλωμό… οπότε ούτε εγώ ούτε πολλοί άλλοι γύρω μου πήραμε χρήματα.

Στη συνέχεια ο Βλέπυρος μαθαίνει ότι αυτοί οι νεοφερμένοι υπέβαλαν πρόταση να παραδοθεί η κυβερνητική εξουσία στις γυναίκες της Αθήνας, αλλά αντιτάχθηκαν οι αγρότες που «άρχισαν να μουρμουρίζουν και να γκρινιάζουν».

Βλέπυρος: Επειδή, μα τον Δία, έχουν μυαλό!

Χρέμης: Αλλά ήταν λιγότεροι σε αριθμό, οπότε ο ομιλητής τους είπε να σωπάσουν.

Ο Χρέμης τότε ενημερώνει τον Βλέπυρο ότι η πολιτική κίνηση στην πραγματικότητα πέρασε, αφού οι αγρότες δεν είχαν τον απαραίτητο αριθμό για να την καταψηφίσουν.

Βλέπυρος: Και αυτές οι γυναίκες είναι τώρα επιφορτισμένες με όλα όσα ήμασταν επικεφαλής;

Χρέμης: Ναι. Ακριβώς αυτό. Αυτές είναι υπεύθυνες.

Βλέπυρος: Λοιπόν… αντί να πηγαίνω εγώ στο δικαστήριο, από εδώ και πέρα ​​θα είναι η γυναίκα μου;

Χρέμης: Ούτε θα μεγαλώνεις εσύ πια τα παιδιά σου. Η κυρά σου θα είναι υπεύθυνη για αυτό.

Βλέπυρος: Λοιπόν… Δεν θα χρειαστεί να μουρμουρίζω και να γκρινιάζω κάθε πρωί, ανησυχώντας για το καθημερινό μας ψωμί;

Χρέμης: Μά τον Δία, όχι! Α, όχι φίλε! Από εδώ και στο εξής, η σύζυγος θα έχει όλη την έγνοια. Δεν χρειάζεται να γκρινιάζεις, να μουρμουρίζεις ή να ανησυχείς για τίποτα. Απλά μείνε σπίτι και…

(Ο Βλέπυρος κλάνει.)

... κλάνε όλη μέρα!

Εικόνα του άρθρου «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη από τη «Θεατρική Συμπαιγνία»

«Όλα τα πράγματα να ανήκουν σε όλους»

Μετά την επιτυχή ανάληψη της εκκλησίας του δήμου, η Πραξαγόρα επιστρέφει στο σπίτι της, όπου βρίσκεται αντιμέτωπη με τον σύζυγό της. Ο Βλέπυρος δεν έχει ιδέα για το επιτυχημένο πολιτικό πραξικόπημα της γυναίκας του, αλλά θέλει να μάθει γιατί του έκλεψε τον μανδύα και τα παπούτσια του. Η Πραξαγόρα διαβεβαιώνει τον σύζυγό της ότι έφυγε βιαστικά εκείνο το πρωί για να βοηθήσει μια γυναίκα να γεννήσει, όχι για να συναντήσει έναν εραστή.

Στη συνέχεια ο Βλέπυρος μοιράζεται με τη σύζυγό του τα σπουδαία νέα και η γυναίκα του κάνει την ανήξερη.

Βλέπυρος: Θέλουν να κυβερνήσεις!

Πραξαγόρα: Να κυβερνήσω; ποιους;

Βλέπυρος: Κάθε υπόθεση της πόλης.

Πραξαγόρα: Μα την Αφροδίτη! Τι ευλογημένο μέλλον περιμένει αυτή την πόλη!

Ο Βλέπυρος εκφράζει κάποιες αμφιβολίες για αυτό, αλλά ένας γείτονας μπαίνει στο σπίτι τους και του συστήνει να ακούσει την σύζυγό του προσεκτικά. Εκείνη εξηγεί το όραμά της:

- Προτείνω όλα τα πράγματα να ανήκουν σε όλους από κοινού και όλοι να μπορούν να πληρώνουν και να έχουν ίσο βιοτικό επίπεδο. Θα πρέπει όλοι να αντλούν αμοιβές από τo ίδιo ταμείo. Ας μην έχουμε άλλο αυτό το πλούσιοι-φτωχοί. Τίποτα από όλα αυτά: ο ένας να καλλιεργεί τεράστια χωράφια, και ο άλλος να έχει λιγότερη γη κι από όση χρειάζεται για τον τάφο του. Όχι πια ο ένας άνθρωπος να έχει πλήθος σκλάβων και ο άλλος ούτε έναν υπηρέτη. Το δικό μου Δίκαιο λέει: ένας νόμος για όλους, ένα πρότυπο για όλους.

Αφού εξήγησε το όραμά της, η Πραξαγόρα εξηγεί το πώς θα δημιουργήσει μια πιο ειρηνική και ευημερούσα κοινωνία, στην οποία δεν θα υπάρχει φθόνος.

Πραξαγόρα: Το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να καθιερώσω την κοινή ιδιοκτησία σε όλη τη γη. Το ίδιο και με τα χρήματα και με κάθε άλλο πράγμα που, αυτή τη στιγμή, ανήκει σε ιδιώτες. Και αυτόν τον κοινό πλούτο εμείς οι γυναίκες θα τον μαζέψουμε με συνετή αποταμίευση και προσεκτική ευφυΐα.

Γείτονας: Τι γίνεται με εκείνους ανάμεσά μας που δεν έχουν γη, αλλά έχουν πολλά ασημένια και χρυσά νομίσματα, όπως οι περσικοί Δαρικοί για παράδειγμα;

Πραξαγόρα: Λοιπόν, θα πρέπει απλώς να τα καταθέσουν στο κεντρικό ταμείο.

Βλέπυρος: Και αν δεν τα καταθέσουν, τότε θα πρέπει να πουν ψέματα και να διαπράξουν ψευδορκία… που είναι ο τρόπος με τον οποίο τα απέκτησαν αρχικά! Χαχαχα!

Πραξαγόρα: Εν πάση περιπτώσει, σε τι θα τους ωφελήσει; Σε τίποτα!

Βλέπυρος: Γιατί όχι;

Πραξαγόρα: Γιατί κανείς δεν θα δουλεύει επειδή τον αναγκάζει η φτώχεια. Σε κανέναν μας δεν θα λείπει τίποτα. Θα έχουμε ψωμί, αλάτι, φιλέτα ψαριού, μανδύες να φορέσουμε, κρασί να πιούμε, ρεβίθια, πολλά. Τι νόημα έχει λοιπόν να μην καταθέσουν τα νομίσματά τους; Πες μου αν μπορείς να το οραματιστείς.

Βλέπυρος: Μα όσοι άντρες έχουν όλα αυτά τα πράγματα τα έχουν επειδή είναι οι μεγαλύτεροι κλέφτες ανάμεσά μας!

Πραξαγόρα: Έτσι είναι αγάπη μου! Όλα αυτά οφείλονται στους νόμους που έχουμε τώρα, στο πλαίσιο του τρέχοντος συστήματος, αλλά όταν αυτό το νέο σύστημα καθιερωθεί και όλα κατατίθενται σε ένα κοινό ταμείο και όλοι θα ζουν από αυτό, πώς θα ωφελούσε οποιονδήποτε το να μην καταθέσει τα υπάρχοντα του;

Ο Βλέπυρος δεν είναι αρκετά πεπεισμένος. Ποιος θα καλλιεργήσει την γη; ρωτάει τη γυναίκα του.

«Η γεωργία θα γίνεται από τους σκλάβους», απαντά ευγενικά. «Το μόνο σου μέλημα θα είναι να ντύνεσαι και να σενιάρεσαι γύρω στις δέκα το βράδυ και να πηγαίνεις στην βεγγέρα σου».

Πειραματική Σκηνή της Τέχνης - Εκκλησιάζουσες-Β΄

Ο εγωιστής

Τα κενά στις προτάσεις της Πραξαγόρας για τη δημιουργία μιας κολεκτιβιστικής ουτοπίας είναι αυτονόητα και εξετάζονται ξεκαρδιστικά σε έναν διάλογο μεταξύ δύο γειτόνων που ακούν για το νέο Δίκαιο.

Ένας άντρας ετοιμάζεται να πάρει όλα του τα υπάρχοντα στην πόλη, όπου θα παραδοθούν στο κοινό ταμείο. Ένας άλλος άνδρας, που μερικές φορές αναφέρεται ως ο Εγωιστής, είναι δύσπιστος όταν μαθαίνει ότι ο γείτονάς του συμμορφώνεται με τον νέο νόμο.

Εγωιστής: Δίνεις όλα σου τα υπάρχοντα στην πόλη;

Γείτονας: Μα φυσικά!

Εγωιστής: Τι ηλίθιος! Μά τον σωτήριο Δία, τι ηλίθιος που είσαι!

Γείτονας: Τι εννοείς;

Εγωιστής: Τι εννοείς, «τι εννοώ;» Δες πώς είσαι!

Γείτονας: Τι εννοείς να δω πώς ειμαι; Δεν πρέπει να υπακούω στους νόμους της πόλης;

Εγωιστής: Ποιοι «νόμοι της πόλης», ανόητε;

Γείτονας: Τι εννοείς, «ποιοι νόμοι;» Οι νόμοι που μόλις θεσπίστηκαν!

Εγωιστής: Τι «θεσπίστηκαν;» Πώς μπορείς να είσαι τόσο ανόητος;

Εγωιστής: Τι εννοείς, «ανόητος;»

Εγωιστής: Τι εννοώ ανόητος; Εννοώ «ανόητος!» Εννοώ ότι είσαι ο πιο ανόητος άντρας από όλους!

Γείτονας: Εννοείς… επειδή υπακούω στις εντολές;

Εγωιστής: Θέλω να πω… Οι έξυπνοι άνδρες υπακούν σε εντολές;

Γείτονας: Μα φυσικά το κάνουν! Πάντα!

Εγωιστής: Όχι, δεν κάνει αυτό ο έξυπνος άνθρωπος. Αυτή είναι η πράξη ενός ηλίθιου.

Ο γείτονας ρωτά τον Εγωιστή τι σκοπεύει να κάνει, αν όχι να δώσει την περιουσία του στην πόλη. Ο εγωιστής απαντά ότι θα περιμένει να δει τι κάνουν πρώτα όλοι οι άλλοι.

Γείτονας: Ετοιμάζουν όλοι τα πράγματά τους για να τα καταθέσουν στα ταμεία της πόλης, αυτό κάνουν όλοι.

Εγωιστής: Σίγουρα, σίγουρα. Θα πειστώ για αυτό όταν το δω με τα ίδια μου τα μάτια.

Γείτονας: Μα όλη η πόλη το συζητάει.

Εγωιστής: Σωστά, το «συζητάνε»! Δεν σημαίνει ότι θα το κάνουν.

Υπάρχει περαιτέρω διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών, κανένας από τους οποίους δεν μπορεί να κατανοήσει τι σκέφτεται ο άλλος. Κάποια στιγμή, ο γείτονας εκφράζει την ανησυχία του ότι αν δεν βιαστεί, «δεν θα υπάρχει άλλος χώρος για να καταθέσω αυτά τα πράγματα!».

Εγωιστής: Γίνεσαι εντελώς ανόητος. Τι βλάκας που είσαι, που δεν περιμένεις να δεις τι θα κάνουν οι υπόλοιποι για αυτό το ζήτημα. Τουλάχιστον τότε και μόνο τότε…

Γείτονας: (Διακόπτει) Και τότε να κάνω τι, λοιπόν;

Εγωιστής Άντρας: Τότε, να περιμένεις έστω και λίγο, και μετά λίγο ακόμα, και μετά λίγο ακόμα και μετά το ξεχνάς!

Καθώς οι δύο άντρες προχωρούν προς την αποθήκη, ο γείτονας ρωτά τον Εγωιστή πώς σκοπεύει να φάει δείπνο αν δεν καταθέσει την περιουσία του. Ο Εγωιστής απαντά ότι σκοπεύει να φάει δείπνο ανεξάρτητα από το αν καταθέσει την περιουσία του.

Γείτονας: Θα πας για δείπνο πριν παραδώσεις!

Εγωιστής: Φυσικά. Τι επιλογή έχω;

Γείτονας: Κι αν σε σταματήσουν;

Εγωιστής: Θα χαμηλώσω το κεφάλι μου και θα προσχωρήσω.

Γείτονας: Θα σε μαστιγώσουν.

Εγωιστής: Αν το τολμήσουν, θα τους κάνω μήνυση.

Γείτονας: Χα! Θα γελάσουν μαζί σου.

Εγωιστής: Λοιπόν, αν το κάνουν αυτό, θα σταθώ στην πόρτα και…

Γείτονας: Και τι; Πες μου, τι θα έκανες;

Εγωιστής Άνδρας: Θα στεκόμουν εκεί, θα περίμενα να έρθει το φαγητό και θα το τσιμπούσα καθώς θα έμπαινε στην τραπεζαρία.

Καθώς φτάνουν στην αποθήκη, ο γείτονας εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο εγωιστής άνθρωπος είναι τρελός που δεν παραδίδει την περιουσία του στην πόλη.

Τότε του λέει ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να μπει ο Εγωιστής από πίσω του, δίνοντας εντολή στους δύο σκλάβους του να πάρουν την περιουσία του μέσα.

Γείτονας: Σίκωνα, Παρμενίωνα, μαζέψτε τα υπάρχοντά μου!

Εγωιστής: Υπομονή! Άσε με να σε βοηθήσω σε όλα αυτά.

Γείτονας: Ω, όχι, όχι, όχι! Να μου λείπει. Μπορώ να καταλάβω πού το πας. Θα πάρω τα πράγματά ΜΟΥ και εσύ θα προσποιηθείς ότι τα πράγματά μου είναι ΔΙΚΑ ΣΟΥ! Οχι ευχαριστώ! Ελάτε παιδιά!


«Ισότητα» στη σεξουαλική επαφή

Οι «Εκκλησιάζουσες» τελειώνουν τόσο παράλογα και ξεκαρδιστικά όσο άρχισαν.

Το νέο σύστημα της Πραξαγόρας δεν περιλαμβάνει μόνο την απαλλοτρίωση της ιδιωτικής περιουσίας. Η ισότητα, όπως βλέπουμε, εκτείνεται πέρα ​​από την απλή ιδιοκτησία.

Νωρίτερα στο έργο, ο Βλέπυρος ρωτά τι θα τον εμπόδιζε από το να πάρει χρήματα από το κοινό ταμείο «αν ένας άντρας δει μια υπέροχη κοπέλα και θα ήθελε απλώς να την αγοράσει για μια βραδιά… παιχνιδιών».

Η Πραξαγόρα απαντά ότι δεν χρειάζεται. Το σεξ θα είναι επίσης δωρεάν.

«Χωρίς χρέωση, χωρίς τιμή. Αυτά τα κορίτσια θα γίνουν επίσης μέρος του κοινοτικού δικαίου ιδιοκτησίας. Οι άντρες θα μπορούν να κοιμούνται μαζί τους όποτε θέλουν και, αν θέλουν, θα κάνουν μωρά μαζί τους».

Ο Βλέπυρος λέει ότι όλα αυτά είναι καλά, αλλά επισημαίνει ότι «κάθε άντρας θα τρέχει στο πιο όμορφο κορίτσι για την ____ του».

Καθόλου, απαντά η Πραξαγόρα. Σύμφωνα με τον νέο νόμο, οι άνδρες πρέπει πρώτα να εξυπηρετούν τις άσχημες γυναίκες, εάν θέλουν να απολαύσουν μια όμορφη γυναίκα. Αυτό στενοχωρεί τον Βλέπυρο, ο οποίος αναρωτιέται πώς ένας άντρας στην ηλικία του θα μπορούσε να έχει τέτοια αντοχή («μέχρι να φτάσουμε στις χαριτωμένες, τα μέλη μας θα είναι άχρηστα. Δεν θα έχει μείνει τίποτα για εκείνες»).

Βλέπουμε πώς εκτυλίσσεται αυτή η σεξουαλική ισότητα. Κοντά στο τέλος του έργου, ένας νεαρός άνδρας, ονόματι Επιγένης, πηγαίνει για ύπνο με την όμορφη νεαρή κοπέλα του, αλλά τον αρπάζει μια ηλικιωμένη, άσχημη γυναίκα. Απαιτεί να την ικανοποιήσει πρώτη ο Επιγένης. Ο Επιγένης αρνείται, αλλά σύντομα εμφανίζεται μια άλλη γυναίκα, η οποία είναι μεγαλύτερη και πιο άσχημη από την πρώτη. Σε λίγο μπαίνει μια τρίτη γυναίκα, η πιο άσχημη από όλες. Αρχίζουν να τσακώνονται για τον Επιγένη, να τον χουφτώνουν και να απαιτούν τις υπηρεσίες του.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΕΣ σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα στο 4ο Φεστιβάλ Δάσους>

Επιγένης: (Προς το κοινό) Τι φουκαράς που είμαι, ρε; Να’ μαι τώρα εδώ, να πρέπει να ικανοποιήσω μια γριά σκρόφα όλη μέρα και νύχτα, και μετά να πρέπει να φύγω από πάνω της και να πέσω πάνω σε αυτήν την γριά βατραχίνα και να ξεκινήσω από την αρχή! Και αυτή η γριά βατραχίνα είναι τόσο ηλικιωμένη, που μπορώ να δω τη νεκρική λάρνακα να ακουμπάει ήδη τα μάγουλά της.

Η σκηνή τελειώνει με δύο γριές να σέρνουν τον Επιγένη σε ένα σπίτι και να κλείνουν την πόρτα πίσω τους.

«Όταν δεν ξέραμε τίποτα για τη δημοκρατία»

Αυτή δεν είναι ακριβώς η τελευταία σκηνή του έργου, αλλά τονίζει το τελευταίο δίδαγμα του θεατρικού συγγραφέα σχετικά με τον παραλογισμό της επιβολής της ισότητας και με τους κινδύνους της πλειονοκρατίας.

Ο Αριστοφάνης, όπως και οι Ιδρυτές Πατέρες της Αμερικής, δεν ήταν διόλου λάτρης της δημοκρατίας. Καταλάβαινε ότι η δημοκρατία μπορούσε να απειλήσει τα ατομικά δικαιώματα εξίσου με κάθε τύραννο, και αυτό το βλέπουμε ξανά και ξανά στις «Εκκλησιάζουσες».

«Δεν είναι πια οι μέρες… που δεν ξέραμε τίποτα για τη Δημοκρατία!» λέει η πρώτη γριά στον Επιγένη, καθώς προσπαθεί να ασελγήσει πάνω του, χωρίς τη συγκατάθεσή του. «Σήμερα, πρέπει να κάνουμε πράγματα σύμφωνα με δημοκρατικούς και δίκαιους νόμους, μά τον Δία!»

Η αρχαία Ελλάδα αναφέρεται συχνά ως ο θρίαμβος της αυτοδιοίκησης, ιδιαίτερα η Αθήνα, όπου η δημοκρατία άρχισε να ανθίζει γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ. Συχνά ξεχνάμε ότι χρησιμεύει επίσης ως παράδειγμα προς αποφυγή για τις καταχρήσεις της δημοκρατίας. Κάπου εδώ είναι χρήσιμο να δώσουμε το ιστορικό πλαίσιο.

Οι «Εκκλησιάζουσες» πιθανότατα γράφτηκαν το 392 π.Χ., περισσότερο από μια δεκαετία μετά το επίσημο τέλος του Τριακονταετούς Πελοποννησιακού Πολέμου και κατά την κορύφωση του Κορινθιακού Πολέμου (395–387 π.Χ.). Και οι δύο αυτές συγκρούσεις είδαν την Αθήνα να έρχεται αντιμέτωπη με την αντίπαλό της, την Σπάρτη, και να βασίζεται όλο και περισσότερο στη δήμευση, τους ελέγχους των τιμών και τη γενικευμένη βία, για να επιβάλλει τη βούλησή της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου του πολέμου, η Αθήνα, συγκριτικά μιλώντας, εξελίχθηκε από μια ζωντανή, φιλελεύθερη δημοκρατία σε μια διεφθαρμένη και αυταρχική δημοκρατία.

Όπως έχω , μέχρι το 388 π.Χ. η αθηναϊκή κυβέρνηση είχε έναν λαβύρινθο κανονισμών για την παραγωγή και την πώληση σιτηρών, οι οποίοι περιλάμβαναν «ένα στρατό επιθεωρητών των σιτηρών, που διορίζονταν για τον καθορισμό της τιμής των σιτηρών σε ένα επίπεδο που η αθηναϊκή κυβέρνηση πίστευε ότι ήταν δίκαιη».

Η ποινή για την αποφυγή αυτών των ελέγχων τιμών; Ο θάνατος. Πολλοί έμποροι βρέθηκαν αντιμέτωποι με δοκιμασίες για κανέναν άλλο λόγο από το ότι διατηρούσαν τα σιτηρά τους στην αποθήκη, αντί να τα πουλούν σε μια τεχνητά χαμηλή τιμή.

Ο Αριστοφάνης μπορούσε να δει την τρέλα τέτοιου είδους νόμων, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών συστημάτων που υπαγόρευαν στους πολίτες να χρησιμοποιούν ορισμένα είδη χρημάτων. Το βλέπουμε αυτό στις «Εκκλησιάζουσες», όταν ο Εγωιστής προσπαθεί να πει στον γείτονά του ότι το να παραδώσει την περιουσία του είναι ανόητο.

Εγωιστής: Κι όταν όλοι ψηφίσαμε να φέρουμε εκείνα τα ανόητα, άχρηστα χάλκινα νομίσματα; Το θυμάσαι κι αυτό; Τη μια μέρα τα καθιερώσαμε την άλλη τα καταργήσαμε! Θυμάσαι;

Γείτονας: Ανάθεμά με, το θυμάμαι! Έχασα τόσα λεφτά με αυτές τις αηδίες! Μόλις είχα μαζέψει όλα μου τα σταφύλια, τα πούλησα, πληρώθηκα με αυτά τα χάλκινα και μετά πήγα στην αγορά για να αγοράσω κριθάρι. Μόλις ανοίγω την τσάντα μου για να το πληρώσω, ο κήρυξ φωνάζει, «όχι άλλα χάλκινα! Όχι άλλα χάλκινα! Χρησιμοποιούμε μόνο ασήμι τώρα!». Ανάθεμα την ψήφο μας!

Ο Αριστοφάνης είχε βιώσει αρκετά τον κολεκτιβισμό, ώστε να αναγνωρίζει ότι ήταν καταστροφικός και συχνά παράλογος, ακόμη και όταν εφαρμοζόταν «δημοκρατικά». Πράγματι, σε όλο το έργο βλέπουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς ξεχωριστό στην δημοκρατία.

Οι άνθρωποι που εκδίδουν διατάγματα δεν διαθέτουν κάποια ειδική γνώση ή ευφυΐα που να τους καθιστά κατάλληλους να οργανώσουν την κοινωνία. Πράγματι, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες είναι (κωμικά) ανόητοι, τεμπέληδες και ιδιοτελείς, που εμφανίζονται στο κοινοβούλιο μόνο επειδή πληρώνονται «τρεις οβολούς την ημέρα» για να το κάνουν.

Το ότι οι πολίτες πληρώνονται για να συμμετέχουν στη δημοκρατία, ενοχλεί ξεκάθαρα τον Αριστοφάνη. Μαθαίνουμε ότι ένας μεταρρυθμιστής προσπάθησε να εξαλείψει αυτό το είδος δωροδοκίας των πολιτών, αρνούμενος να πάρει μισθό και επιπλήττοντας όσους εισέπρατταν πληρωμές, αλλά καταδικάστηκε σε θάνατο και η πληρωμή αυξήθηκε. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε την αποδοκιμασία του Χορού:

«Τώρα που η αμοιβή είναι λίγο παραπάνω, έρχονται και σπρώχνονται και διαγκωνίζονται για μια θέση! Αχ, φέρτε πίσω τις μέρες του γενναιόδωρου Στρατηγού μας, του Μυρωνίδη! Όταν κυβερνούσε, κανείς δεν τολμούσε να ζητήσει μια χούφτα ασήμι για να υπηρετήσει την πόλη μας. Ο κόσμος ερχόταν με το μεσημεριανό του κολατσιό, μια κόρα ψωμί, ένα ρόφημα, δυο κρεμμύδια και τρεις ελιές!».

Ακούμε πολλές συζητήσεις αυτές τις μέρες για τον «καπιταλισμό του όψιμου σταδίου», αλλά διαβάζοντας τον Αριστοφάνη έχουμε την αίσθηση ότι έχουμε πολύ περισσότερα να φοβηθούμε από τη δημοκρατία του όψιμου σταδίου, ένα στάδιο κατά το οποίο τα άτομα νομίζουν πως είναι απολύτως σωστό να στερούν από τους ανθρώπους την περιουσία τους και τα φυσικά τους δικαιώματα, εφόσον αρκετοί εγκρίνουν το μέτρο.

Ευτυχώς, σε αντίθεση με τους Αρχαίους Αθηναίους, έχουμε το πλεονέκτημα των διδαχών από ανθρώπους όπως ο John Lockeο Adam Smith και η Ayn Rand, που φανερώνουν την ανοησία μιας τέτοιας σκέψης. Το αν θα επιλέξουμε να τους ακούσουμε εξαρτάται από εμάς.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Αριστοφάνης μας δείχνει ότι το χιούμορ μπορεί να υπάρξει ακόμη και εν μέσω της κατάρρευσης του πολιτισμού και της κοινής λογικής.  https://xpressing.substack.com/

 **Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ρε τι μαλακίες είναι αυτές; Λίγο ακόμη και θα σας ταΐσουν ότι ο Αριστοτέλης ήταν κεντρικός τραπεζίτης εφάμιλλος των Ρότσιλντ.

Ο μπετόστοκος-παπαγαλάκι των τραπεζιτών καταλήγει στα ...τσόκαρα της αγγλοσαξωνικής βλακείας, Λοκ, Σμίθ και Ραντ.

Που έχουν απήχηση σε αποβλακωμένους αγράμματους, που δεν έχουν ιδέα ποιός είναι π.χ. ο Φρίντριχ Λιστ ή την σοβαρότατη κριτική (κι αποδεδειγμένη) στις μαλακίες του Σμίθ.