Εξεπλάγησαν ορισμένοι με τον βαθμό κυνικότητας των δηλώσεων της κυρίας Γαβουνέλη, διευθύντριας του περιβόητου ΕΛΙΑΜΕΠ, η οποία μέσα από τη συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης συνέκρινε τη διαπραγμάτευση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας με το παζάρι για μερικά κιλά πατάτες στη λαϊκή της γειτονιάς της.
Η έκπληξη παραδόξως προκλήθηκε από την επιστράτευση της ατυχούς αντιπαραβολής και όχι από την καθαυτό αναφορά σε «διαπραγμάτευση κυριαρχικών δικαιωμάτων», που συνιστά σχήμα οξύμωρο για ανεξάρτητο κράτος εν καιρώ ειρήνης. Πλην, όμως, αυτό το αντιφατικό «θεώρημα» περί αναγκαστικής εκχώρησης θαλάσσιας κυριαρχίας στο Αιγαίο ανακλά τη «φιλοσοφία» της συγκεκριμένης «δεξαμενής σκέψεως», η οποία εν πολλοίς καθορίζει και τη νοοτροπία του ενδοτισμού που διέπει την ελληνική διπλωματία, ιδιαίτερα μετά το επεισόδιο των Ιμίων.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ έχει αναλάβει σχεδόν εργολαβικά τις τελευταίες δεκαετίες την «εκλογίκευση» της ελληνικής υποχωρητικότητας απέναντι στην αυξανόμενη τουρκική βουλιμία, προτάσσοντας το τραγικά υπεραπλουστευτικό «επιχείρημα»: «Και τι θέλετε να κάνουμε; Πόλεμο;»
Όχι, λοιπόν, κανείς σώφρων πολίτης αυτής της χώρας δεν επιθυμεί μετωπική στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Όμως και κανείς δεν διανοείται να «αγοράζει» προσωρινές… δόσεις ειρήνης, σαλαμοποιώντας την εκχώρηση κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Το ζητούμενο είναι η διασφάλιση μιας διαρκούς ειρήνης στα ανατολικά σύνορά μας, που θα επιτρέψει στη χώρα μας να απαλλαγεί από την αγωνία και το δυσβάστακτο κόστος του υπερεξοπλισμού. Yπό τις σημερινές συνθήκες τραγικού αυτοεγκλωβισμού της Ελλάδας στην αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 μιλίων, δεν θα δίσταζα κι εγώ να χειροκροτήσω έναν «έντιμο συμβιβασμό» με τους απέναντι. Έντιμο, όμως. Όχι από αυτούς που εννοεί η κυρία του ΕΛΙΑΜΕΠ, η οποία μαζί με τις πατάτες στους πάγκους μαναβικής αράδιαζε στα ξεκούδουνα διαφορετικά εύρη χωρικών υδάτων και μπέρδευε το ακρωτήριο Ταίναρο με το ακρωτήριο Μαλέας…
Θα εξηγήσω ευθύς αμέσως τι εννοώ για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Η μερική επέκταση των χωρικών υδάτων στο μεγαλύτερο τμήμα του Ιονίου, που η κυρία Γαβουνέλη εξήρε ως λαμπρό παράδειγμα «ευελιξίας», υπήρξε τεράστιο στρατηγικό λάθος. Γιατί στην πράξη ενίσχυσε την πάγια τουρκική θέση ότι «το Αιγαίο είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση και πρέπει να αντιμετωπιστεί αλλιώς», εκτός δηλαδή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Το γεγονός ότι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις απέφυγαν την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, συνεκτιμώντας με ανεπίτρεπτη φοβικότητα την απειλή του τουρκικού «casus belli», ασφαλώς δυσχεραίνει τη θέση μας. Τα 6 μίλια στο Αιγαίο παγιώνονται πλέον ως καθεστώς και η άσκηση μονομερούς κυριαρχικού δικαιώματος τίθεται υπό την αίρεση της Τουρκίας. Στο δίλημμα, όμως, «πόλεμος ή αναίμακτη συνθηκολόγηση» υπάρχουν λεπτές κόκκινες γραμμές.
Δεν θα χαρίσω τον «πολιτικό ρεαλισμό» στους υπαλλήλους του ΕΛΙΑΜΕΠ. Προσωπικά θα ήμουν διατεθειμένος να σφίξω πρώτος το χέρι του κυρίου Μητσοτάκη, αν στην προσπάθειά του να αποφύγει μια αχρείαστη και εξαιρετικά απρόβλεπτη πολεμική αντιπαράθεση υποχρέωνε την Τουρκία να άρει το «casus belli» για να προχωρήσει μονομερώς στην ευθυγράμμιση του εναέριου χώρου με τα χωρικά ύδατα στα 10 ναυτικά μίλια. Προσοχή, όμως: παντού στο Αιγαίο! Όχι όπου βολεύει τους απέναντι, ούτε με τη λογική της αλά καρτ διευθέτησης – 6 μίλια εδώ, 6,5 πιο κει και 8… στην Εύβοια, δηλαδή αιγιαλίτιδα ζώνη «ακορντεόν», όπως άφησε να εννοηθεί η κυρία του ΕΛΙΑΜΕΠ και ψιθύρισε στην «Καθημερινή» η «αρμόδια» κυβερνητική πηγή.
Θα σπεύσουν κάποιοι να αναρωτηθούν – και πολύ φοβούμαι, ευλόγως: «Και γιατί να χαρίσουμε 2 μίλια στην Τουρκία, όταν έχουμε όλο το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος μας;» Η απάντηση είναι εξίσου κυνική με τις… λαχανογορίτικες σοφιστείες της κυρίας Γαβουνέλη: γιατί ο χρόνος κυλάει εις βάρος μας. Οφείλουμε να ξεκολλήσουμε επιτέλους από το μειονεκτικό καθεστώς των 6 μιλίων, να αξιοποιήσουμε τους ανεκμετάλλευτους ενεργειακούς πόρους του Αιγαίου και να αντλήσουμε διεθνώς εύσημα «λελογισμένης διαλλακτικότητας», δίνοντας ταυτόχρονα μια ύστατη ευκαιρία στην ειρήνη. Αλλιώς ας προετοιμαζόμαστε για πόλεμο.
Δυστυχώς, η εκδοχή ενός «έντιμου συμβιβασμού» που μόλις περιέγραψα, παριστάνοντας και λίγο τον δικηγόρο του Διαβόλου, δεν περνά από το μυαλό της σημερινής κυβέρνησης ούτε ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας και είναι βέβαιο ότι θα γλιτώσω από την υποχρέωση να σφίξω το χέρι του κυρίου Μητσοτάκη.
Εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που δεν διακρίνεται για τις αντιστάσεις του σε εξωτερικές πιέσεις, οι άνθρωποι που συνδιαμορφώνουν σήμερα την εξωτερική πολιτική της χώρας εμφορούνται από τη φιλοσοφία… γενναιόψυχων εκχωρήσεων του ΕΛΙΑΜΕΠ. Γιατί «και η Τουρκία έχει τα δίκια της», σύμφωνα με τη Ντόρα…
Όπως έγραψε πρόσφατα ένας άλλος αστέρας του ιδρύματος, ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης, στη διπλωματία είναι άλλο το «ευκταίο» και άλλο το «εφικτό», υπονοώντας προφανώς ότι η άσκηση κυριαρχικού δικαιώματος παραπέμπει στη σφαίρα των… ευσεβών πόθων όταν έχεις τον τραμπούκο της διπλανής πόρτας να σε απειλεί (αυτό, δηλαδή, που η κυρία Γαβουνέλη περιέγραψε εξίσου παραστατικά ως… «θεωρητικό δικαίωμα» της Ελλάδας).
Με αυτή την ωραία συλλογιστική είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα θα είχε παραμείνει οθωμανική επαρχία, όπως κάποιοι επιχειρούν να την καταστήσουν ντε φάκτο σήμερα, χωρίς να ακουστεί ούτε «μπαμ». Το ερώτημα είναι γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν επιτρέψει να υπαγορεύει εξωτερική πολιτική ένας φορέας που ασκεί διαβρωτική επίδραση στο εθνικό φρόνημα, βαφτίζει τη μειοδοσία «ρεαλισμό» και είναι βέβαιο ότι δεν έχει ελληνική «οπτική» στο πεδίο της αντιπαράθεσης με την Τουρκία.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ έχει δυστυχώς «ευρωπαϊκή» οπτική όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και γενικά στο βαλκανικό γίγνεσθαι, που επιβάλλει στη χώρα μας ρόλο ευπειθούς κομπάρσου, ο οποίος δεν πρέπει να δημιουργεί προβλήματα και να διαταράσσει τον ευρύτερο γεωστρατηγικό σχεδιασμό του ατλαντικού τόξου. Σύμφωνα με αυτό το δόγμα του «ευρω-ραγιαδισμού», του… προβλέψιμου σύμμαχου που λέει και ο Μητσοτάκης, η Ελλάδα οφείλει να επωμισθεί αγόγγυστα τα καθήκοντα μιας αποικίας χρέους, ενός φιλόξενου προορισμού μαζικού τουρισμού (εσχάτως και λαθροεποικισμού), και να συμβιβάζεται με τη μοίρα της, ενίοτε με εκπτώσεις εθνικής κυριαρχίας. Όλοι όσοι αρνούνται να ενθουσιαστούν με αυτή την προδιαγεγραμμένη αποστολή περιθωριοποίησης, που βολεύει μόνο τους ξένους και όχι τους Έλληνες, βαφτίζονται «θερμοκέφαλοι», «πολεμοκάπηλοι» ή ψεκασμένοι… Η ελίτ των «πεφωτισμένων ευρωπαϊστών» έχει διεισδύσει στα κοινοβουλευτικά έδρανα, στα ακαδημαϊκά σαλόνια, στα επιχειρηματικά γραφεία και φυσικά στις «έγκυρες» εφημερίδες, που παπαγαλίζουν ευλαβικά τις απόψεις τους, χωρίς αντίλογο. Ας ελπίσουμε ότι, αν ποτέ έρθει η ώρα να ξεπουλήσουν εθνική κυριαρχία, θα διαπιστώσουν πως λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο…
Τα πρώτα «ινστιτούτα διεθνών σχέσεων» εμφανίστηκαν στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε μια προσπάθεια, απολύτως θεμιτή, να στηθούν ερευνητικές «δεξαμενές σκέψης» που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υποβοηθητικά προς τη διαμόρφωση μιας εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Στην πορεία ωστόσο ξέφυγαν από την αρχική αποστολή τους και κατέστησαν εντεταλμένοι φορείς «προσαρμογής» της ελληνικής διπλωματίας στο ευρωατλαντικό diktat, υποκαθιστώντας συχνά το υπουργείο Εξωτερικών και υπαγορεύοντας πολιτική γραμμή σε κυβερνήσεις και κόμματα εξουσίας.
Ειδικά το ΕΛΙΑΜΕΠ, με το οποίο ασχολούμαστε πάλι σήμερα, αποτελεί βασικό πυλώνα επεξεργασίας και «εκπόνησης» εξωτερικής πολιτικής στο μέτωπο με την Τουρκία και τα Βαλκάνια, με τις απόψεις των μελών του να φιλοξενούνται συχνά πυκνά σε «έγκυρες» εφημερίδες των Αθηνών. Όλως τυχαίως οι απόψεις αυτές με ελαφρές φραστικές αποκλίσεις συμπλέουν σε ένα ευρωατλαντικό πρίσμα θεώρησης των πραγμάτων με το οποίο η Ελλάδα οφείλει να συμβιβαστεί, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές επιλογές που πιθανόν να υπαγορεύουν τα εθνικά της συμφέροντα.
Η οπτική γωνία του ΕΛΙΑΜΕΠ στις διεθνείς και τις περιφερειακές εξελίξεις που αφορούν τη χώρα μας, όπως έγραψα και την περασμένη Κυριακή, είναι αμιγώς ευρωπαϊκή. Όχι εθνική. Και αυτό έχει να κάνει πιθανόν με τις πηγές χρηματοδότησης του Ιδρύματος που εκτείνονται πλέον έξω από τα σύνορα της χώρας κατά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να απαριθμήσω τους ευγενικούς χορηγούς, που άλλωστε δεν είναι κρυφοί και ξεκινούν από ξένες πρεσβείες, μέχρι διεθνείς οργανισμούς, όπως το Ίδρυμα Σόρος, ακόμη και πολυεθνικές εταιρίες ή μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Ενδεικτικά θα σας αναφέρω ότι τις παραμονές των πρόσφατων ευρωεκλογών το ΕΛΙΑΜΕΠ, «με τη στήριξη της εταιρίας ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ», αναλώθηκε σε μεγάλη επικοινωνιακή καμπάνια πληρωμένων καταχωρίσεων προκειμένου να εξηγήσει στους ψηφοφόρους «τι διακυβεύεται στις κάλπες» (σε απλά ελληνικά… τι δεν πρέπει να ψηφίσουν).
Όλα αυτά είναι βεβαίως «εντός πλαισίων», αν και κατά τη δική μου ταπεινή άποψη ένα ίδρυμα «Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής» που χρηματοδοτείται, έστω και κατ’ ελάχιστον από ξένες πρεσβείες ή «στρατευμένους» οργανισμούς, όπως το Ίδρυμα Σόρος, θα έπρεπε να έχει βγάλει από την ονομασία του τη λέξη «ελληνικό». Αυτό που είναι εξ ολοκλήρου εκτός πλαισίου αφορά την επιχείρηση επαναχάραξης της Νεότερης Ιστορίας με την επιστράτευση Ελλήνων καθηγητών και τελικό στόχο τον επηρεασμό συνειδήσεων και τη διαμόρφωση φρονήματος στη βάση γεγονότων απολύτως ψευδών!
Σήμερα θα αναφερθώ σε ένα παράδειγμα τόσο χονδροειδές που ουσιαστικά κλείνει τη συζήτηση προτού καλά καλά ανοίξει για ένα ίδρυμα που θέλει να ισχυρίζεται ότι λειτουργεί με ακαδημαϊκά κριτήρια.
Τα τελευταία χρόνια το ΕΛΙΑΜΕΠ, λειτουργώντας περισσότερο ως ΜΚΟ και λιγότερο ως ίδρυμα ερευνών, καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για να προάγει την «αμοιβαία κατανόηση» Ελλήνων και Αλβανών στην κατεύθυνση πάντα του εξωραϊσμού των χρόνιων και σοβαρών προβλημάτων που εγείρονται με αποκλειστική ευθύνη της αλβανικής πλευράς. Τα σχετικά ερευνητικά προγράμματα που ξεκινούν από το 2013 υπό την επίβλεψη του καθηγητή Ι. Αρμακόλα διέπονται από μία… αγωνία, θα έλεγε κανείς, για την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, αλλά και τη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης προς αυτήν, γεγονός που εξηγείται και από την πρόσφατη εξέλιξη με το πράσινο φως στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, έπειτα από τα ανεκδιήγητα «γυμνάσια» του Ράμα με το ζήτημα Μπελέρη και χωρίς να έχουν διασφαλιστεί βασικά θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την ελληνική μειονότητα (σημ.: τα περί «ελληνικών όρων» που δήθεν ετέθησαν συνιστούν ανέκδοτο, ανάξιο σχολιασμού).
Πολύ πρόσφατα, το περασμένο καλοκαίρι, το ΕΛΙΑΜΕΠ με την υποστήριξη του γερμανικού συντηρητικού think tank Konrad Adenauer έφτασε να διεξαγάγει και έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσον η υπόθεση… Μπελέρη τραυμάτισε τα θετικά αισθήματα του ελληνικού λαού για την ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα όμως -και αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον- το ΕΛΙΑΜΕΠ με τη συνδρομή του Ιδρύματος Σόρος στην Αλβανία (Open Society Foundation for Albania) είχε διεξαγάγει παράλληλες έρευνες κοινής γνώμης στις δύο χώρες, εκμαιεύοντας «πολύτιμα συμπεράσματα», όπως ότι το… 77% των ερωτηθέντων Αλβανών θεωρεί το «θέμα των Τσάμηδων» σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Σχολιάζοντας το εύρημα σε άρθρο του στο «Βήμα» (4/7/2021), ο καθηγητής Αρμακόλας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι καίτοι από νομικής απόψεως ο ελληνικός ισχυρισμός πως πρόκειται για ανυπόστατο ζήτημα είναι «νομικά ισχυρός», η υπόθεση των Τσάμηδων «έχει γιγαντωθεί στην αλβανική κοινωνία και παρουσιάζεται ως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιστορικής αδικίας, γι’ αυτό είναι λογικό να προκαλεί έντονα συναισθήματα. Θα πρέπει ο χειρισμός του από την ελληνική πλευρά να γίνεται με τη δέουσα προσοχή και ευαισθησία».
Υπάρχουν όμως και τα χειρότερα. Στην ίδια έρευνα, που στόχο έχει, μεταξύ άλλων, να καταρρίψει τα «αρνητικά στερεότυπα» μεταξύ των δύο λαών, τίθεται στη λογική του «σωστό ή λάθος» η απίθανη διατύπωση «Έλληνες και Αλβανοί δεν έχουν πολεμήσει ποτέ μεταξύ τους» (!) Και ο επιστημονικός υπεύθυνος στα συμπεράσματά του επισημαίνει ότι… δυστυχώς οι Έλληνες κάνουν το λάθος, σε ποσοστό 73,5%, να πιστεύουν ότι οι δύο λαοί έχουν βρεθεί σε πολεμική αντιπαράθεση.
Αυτό το τελευταίο ξεπερνά κάθε όριο. Αν Έλληνας ακαδημαϊκός δεν γνωρίζει ότι τα δύο έθνη έχουν βρεθεί (και επισήμως) σε πολεμικές αναμετρήσεις και μάλιστα σκληρές, είναι ή αδαής ή κάτι άλλο. Δεν θα γυρίσουμε στα χρόνια των Σουλιωτών και του Αλή Πασά, ούτε καν στον ηρωικό αγώνα της Βορειοηπειρωτικής αυτονομίας όπου Έλληνες πολεμούσαν Αλβανούς. Θα πάμε πιο πρόσφατα, στο 1940, όταν, ως γνωστόν, αλβανικά τάγματα μελανοχιτώνων επιτέθηκαν μαζί με τις ιταλικές μεραρχίες και συνέχιζαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου να αφανίζουν τον ελληνικό πληθυσμό της Ηπείρου. Αν τα δύο έθνη δεν είχαν βρεθεί ποτέ σε πόλεμο, προς τι η άρση του εμπολέμου το 1987;
Προς επίρρωση των… αυτονόητων αντιγράφω ενδεικτικά από το βιβλίο του αείμνηστου Έλληνα πρέσβη Ηλία Αντωνόπουλου, «Αλβανία & ελληνο-αλβανικές σχέσεις 1912-1994: «Την 1.9.1939 κηρύσσεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ιταλία παρατάσσεται στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας την 10.6.1940. Τον επόμενο μήνα η αλβανική Βουλή, μετά μακρές συζητήσεις κατά τις οποίες ακούστηκαν πύρινοι λόγοι κατά των Συμμάχων, καθώς και σαφείς υπαινιγμοί διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδος, υιοθετεί την 4.7.1940 τον υπ’ αριθμόν 319 νόμο, το άρθρο 1 του οποίου όριζε ότι: «το αλβανικόν βασίλειον αναγνωρίζει ότι ευρίσκεται εις πόλεμον με εκείνα τα κράτη με τα οποία το βασίλειον της Ιταλίας θα ευρεθεί εις πόλεμον».
Κατά συνέπεια το αλβανικό βασίλειο, την 28.10.1940 εκήρυξε και αυτό αυτομάτως τον εναντίον της Ελλάδος πόλεμο. Ετίμησε δε και την νομικώς εγγυημένη αυτή εξαγγελία, διότι πράγματι μετέσχε ενεργώς με 14 ολόκληρα τάγματα τακτικού στρατού, την αλβανική φασιστική μιλίτσια και με εθελοντικά σώματα»
Ειλικρινά αποκλείω να μη γνωρίζει αυτά τα στοιχειώδη Έλληνας πανεπιστημιακός που ασχολείται με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Μπορεί να αποτελούν λεπτομέρειες για το εθνομηδενιστικό Ίδρυμα Σόρος, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν λεπτομέρειες για ένα ίδρυμα που θέλει να συμβουλεύει την εξωτερική πολιτική. Κάνω λάθος;
https://www.antinews.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου