Αρθρο του ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΚΕΧΑΓΙΑ
Ο ''θεός'' σε διάφορες αρχαίες γλώσσες:
1) Σουμεριακά: Dingir
Δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς προφερόταν η λέξη αλλά μάλλον ως ''ντίνγκιρ''. Στη σουμεριακή διάλεκτο ''emesal'' εμφανίζεται και ως dimer (ντίμερ) γιατί εκεί παρατηρείται συχνή εναλλαγή του ''γκ'' με το ''μ''. Γράφεται πάντα με τη σφήνα 𒀭. Το συγκεκριμένο σύμβολο έχει μεγάλο ενδιαφέρον διότι ξέρουμε πως απεικονίζει ένα αστέρι. Έτσι πληροφορούμαστε ότι η αντίληψη περί ''θεού'' για τους Σουμέριους, τον αρχαιότερο λαό που γνωρίζουμε, προέκυψε από αστρικό συγκείμενο. Η θρησκεία τους ήταν αστρική (πίστευαν ότι τα άστρα και οι πλανήτες ήταν προσωποποιήσεις των θεών), οπότε και η λέξη για τον θεό, δηλωνόταν αρχικώς με ένα αστέρι. Στην πορεία το σύμβολο αυτό αποσυνδέθηκε από το αστρικό του περιεχόμενο και κατέληξε να δηλώνει κάθε θεό.
2) Ακκαδικά: ilum
Προφερόταν σίγουρα ως ''ίλουμ'' και, σε ύστερες εποχές, ως ''ίλου'' χωρίς το τελικό μι. Αυτή η λέξη (και ρίζα) αποτελεί την αρχαιότερη σημιτική μορφή που γνωρίζουμε για τον θεό. Όλες οι αντίστοιχες λέξεις των μεταγενέστερων σημιτικών γλωσσών είναι συγγενείς με αυτήν. Έτσι προκύπτει το εβραϊκό Ελ (אֵל) και Ελοχίμ (אֱלֹהִים), το αραμαϊκό Ελαχά (אֱלָהָא), το συριακό Αλάχα (ܐܰܠܳܗܳܐ) , αλλά και το αραβικό Αλλάχ (الله). Επειδή οι Ακκάδιοι υιοθέτησαν τη σουμεριακή γραφή, δηλαδή τη σφηνοειδή, προσαρμόζοντάς την στη δική τους γλώσσα, η λέξη ilum γραφόταν με το ίδιο ακριβώς ιδεόγραμμα που χρησιμοποιούσαν οι Σουμέριοι για να δηλώσουν τον θεό, δηλαδή με το 𒀭. Οι Σουμέριοι διάβαζαν αυτή τη σφήνα ως dingir ενώ οι Ακκάδιοι ως ilum. Δεν είναι σίγουρο αν αυτό υποδήλωνε πως και για τους Ακκάδιους, τουλάχιστον σε κάποια πρώιμη περίοδο, ο θεός ως έννοια ήταν συνδεδεμένος με τα άστρα. Σε ύστερες εποχές της ακκαδικής γλώσσας, η λέξη ''ίλουμ'' άρχισε να γράφεται σε συλλαβική μορφή ως i-lu-um (𒄿 𒇻 𒌝), όπως γράφονταν και οι περισσότερες λέξεις. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την ακριβή σημασία αυτής της ρίζας, ότι π.χ. συνδέεται με το σημιτικό ''αλ'' που δήλωνε το ''πάνω'', οπότε ο θεός είναι αυτός που βρίσκεται πάνω, ψηλά. Επειδή η σημιτική ρίζα για το ''πάνω'' εμπεριείχε άγιν (ע), ένα γράμμα που όταν χάνεται απ' τη λέξη μετατρέπει το άλφα σε έψιλον, αυτό θα εξηγούσε και το γιατί αυτή η λέξη άλλοτε φωνηεντίζεται με ''άλφα'' (Αλλάχ) και άλλοτε με έψιλον (Ελ, Ελαχά). Δεν μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι για την ετυμολογία της. Μια αξιοσημείωτη διαφορά με τις ύστερες σημιτικές γλώσσες είναι πως στους Ακκάδιους δεν υπήρχε ξεχωριστή θεότητα που να ονομαζόταν ''ίλου''. Η λέξη αυτή δήλωνε γενικά οποιονδήποτε θεό, όπως και η ελληνική λέξη ''θεός''. Ως όνομα ξεχωριστής θεότητας εμφανίζεται σε πολύ μεταγενέστερες εποχές όπου βρίσκουμε τον Ελ ή τον Αλλάχ ως όνομα συγκεκριμένης θεότητας.
3) Αρχαία αιγυπτιακά: nṯr
Όπως και με τα σουμεριακά έτσι και με την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα δεν γνωρίζουμε τον ακριβή τρόπο προφοράς των λέξεών της. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι διάφοροι Σημιτικοί λαοί, έγραφαν μόνο τα σύμφωνα των λέξεων χωρίς να δηλώνουν τα φωνήεντα (παρότι η αιγυπτιακή γλώσσα περιλαμβάνει και μερικούς φθόγγους που ενέχουν θέση φωνήεντος). Συνήθως οι Αιγυπτιολόγοι προφέρουν συμβατικά το nṯr ως ''νέτσερ''. Ωστόσο, στην περίπτωση της αιγυπτιακής γλώσσας έχουμε την τύχη να μας έχουν διασωθεί μεταγενέστερες εξελίξεις της όπως η κοπτική γλώσσα. Η κοπτική γλώσσα είναι πάνω κάτω η ίδια γλώσσα με την αιγυπτιακή (όσον αφορά την ετυμολογία των λέξεών της) αλλά ως γραφή υιοθέτησε το ελληνικό αλφάβητο (το οποίο γράφει τα φωνήεντα), οπότε έτσι γνωρίζουμε λίγο καλύτερα το πώς πρόφεραν κάποιες λέξεις. Η κοπτική λέξη για τον θεό είναι ⲛⲟⲩⲧⲉ (νούτε). Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας η ίδια ρίζα με το nṯr με απαλοιφή του τελικού ρο (r). Αν η φωνολογία της διασώζει κάτι απ' τη φωνολογία της αρχαιότερης αντίστοιχης λέξης, τότε ίσως το nṯr να προφερόταν ως νούτσερ. Στα ιερογλυφικά δηλώνεται με το ιδεόγραμμα 𓊹 που μοιάζει με σημαιούλα και στην ουσία είναι ένα ύφασμα δεμένο στην άκρη ενός κλαδιού. Αυτό το ''νούτσερ'' δεν μου το βγάζει κανείς απ' το μυαλό ότι συνδέεται με το εβραϊκό ''νοτσρί'' (נוֹצְרִי) που δήλωνε τον χριστιανό. Για την ακρίβεια, η ισχύουσα θεωρία, η οποία με πείθει, συνδέει το νοτσρί με το όνομα Ναζαρέτ. Η Ναζαρέτ στα εβραϊκά αποκαλείται νατσράτ (נָצְרַת). Αφού ο Ιησούς ήταν απ' τη Ναζαρέτ, οι ακόλουθοι του Ιησού μπορούν να κληθούν και ως ακόλουθοι του Ναζωραίου και έτσι αποκαλούν τους χριστιανούς μέχρι σήμερα στα εβραϊκά. Μια πιθανή ετυμολογία βλέπει αυτό το ''νατσράτ'' να προέρχεται από την εβραϊκή λέξη νέτσερ (נֵצֶר) που δηλώνει το κλαδί, το κοτσάνι, αλλά απ' το να δεχτώ ότι Ναζαρέτ σήμαινε η ''πόλις του κλαδιού'', -δεν βγάζει κανένα νόημα- προτιμώ να δεχτώ ότι σήμαινε ''η πόλις του θεού'', συνδέοντας το όνομά της με το αιγυπτιακό νούτσερ. Για πολλούς αιώνες άλλωστε όλες αυτές οι περιοχές ανήκαν στους Αιγύπτιους και ξαναπέρασαν σε αυτούς επί του Πτολεμαίου, οπότε μια αιγυπτιακή ετυμολόγησή τους δεν μου φαίνεται καθόλου παράλογη. Μέσω αυτής της ερμηνείας προκύπτει μια ενδιαφέρουσα ποιητικότητα στο ότι από την πόλη του θεού (Ναζαρέτ) προήλθε αυτός που είπε ότι είναι ο θεός (ο Ιησούς). Δεν αποκλείεται και το κλαδί να έχει κάποια σχέση, αφού το ιερογλυφικό σύμβολο για τον θεό, όπως ήδη ανέφερα, απεικονίζει ένα ύφασμα τυλιγμένο πάνω σε ένα κλαδί.
4) Χεττιτικά: šiuš
Προφερόταν κατά πάσα πιθανότητα ως σίους, με παχύ σίγμα (shiush) και αν δεν το καταλάβατε ακόμη είναι η πιο πιθανή προέλευση, ή έστω συγγένεια, με τη λέξη ''Ζευς'' αλλά και ''θεός'' (σίγμα/ζήτα και θήτα εναλλάσσονται πάρα πολύ συχνά στις διάφορες γλώσσες). Οι Χετταίοι, σε αντίθεση με τους περισσότερους λαούς της αρχαίας Εγγύς Ανατολής ήταν λαός που χρησιμοποιούσε ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, όπως τα ελληνικά, και ειδικά η χεττιτική παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ομηρική διάλεκτο. Η διαφορά βέβαια είναι ότι η χεττιτική γλώσσα είναι πολύ αρχαιότερη αφού εμφανίζονται χεττιτικά κείμενα γύρω στο 1600-1500 π.Χ. Η μυθολογία των Χετταίων επίσης είναι πολύ κοντά στην ελληνική και γενικά όλα συναινούν πως υπήρξε σίγουρα πολιτιστική επαφή ανάμεσα στους Χετταίους (που κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας) και στους λαούς της Μεσογείου. Παρότι Ινδοευρωπαίοι, οι Χετταίοι πήραν τη σφηνοειδή γραφή απ' τη Μεσοποταμία και άρα έγραφαν τη λέξη šiuš χρησιμοποιώντας το σουμεριακό ιδεόγραμμα για τον θεό 𒀭αλλά συνήθως πρόσθεταν σ' αυτήν ως φωνητικό συμπλήρωμα και την κατάληξη uš (𒍑), ώστε κάποιος που θα διάβαζε τη λέξη και θα έβλεπε DINGIR-uš (𒀭𒍑) να καταλάβαινε ότι πρέπει να τη διαβάσει šiuš και να μη διαβάσει το dingir με τον μεσοποταμιακό τρόπο. Έτσι την ίδια σφήνα που οι Σουμέριοι τη διάβαζαν ως dingir, οι Ακκάδιοι τη διάβαζαν ως ilum και οι Χετταίοι ως šiuš. Τρεις διαφορετικές οικογένειες γλωσσών διάβαζαν το ίδιο σύμβολο με διαφορετικό τρόπο.
5) Αρχαία περσικά: baga.
H αρχαία περσική γλώσσα (Old Persian) είναι η γλώσσα που άνθισε κατά κύριο λόγο κατά τη διάρκεια της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών (πιο λαϊκά: η γλώσσα που μιλούσε ο Δαρείος, ο Ξέρξης, ο Αρταξέρξης κ.λπ.). Οι Πέρσες ονόμαζαν τον θεό ως baga (μπάγκα), όνομα που μάλλον προέρχεται από την αρχαία ιρανική ρίζα ''bag'' που σημαίνει ''μοιράζω''. Μπάγκα λοιπόν ήταν ο διαμοιραστής, αυτός που μοίρασε τον κόσμο σε λαούς και τα αγαθά στους ανθρώπους. Οι Αχαιμενίδες χρησιμοποίησαν επίσης σφηνοειδή γραφή αλλά διαφορετικού τύπου από τη μεσοποταμιακή. Ο baga στα περσικά γραφόταν συλλαβικά ως 𐎲𐎥𐎠 (ba-ga-a) αλλά είχε και ξεχωριστό δικό του σύμβολο 𐏎 (baga). Η συγκεκριμένη ρίζα έχει ενδιαφέρον διότι τη βρίσκουμε σε κάμποσα τοπωνύμια. Το πιο χαρακτηριστικό είναι το όνομα της Βαγδάτης, το οποίο αποτελείται από συνδυασμό του ''baga'' και του ''data''. Το τελευταίο είναι παθητική μετοχή της ρίζας ''da(d)'' που σημαίνει ''δίνω''. Βαγδάτη είναι ''η δοσμένη από τον θεό'' (πόλη). Μπορεί να μεταφραστεί και ως ''δώρο θεού''. Αυτό με τη σειρά του μας δείχνει αμέσως ότι το συγκεκριμένο όνομα της πρωτεύουσας του σημερινού Ιράκ προήλθε μετά από την περσική επικράτηση στα εν λόγω εδάφη. Η ρίζα ''baga'' διασώθηκε σε σύγχρονες σλαβικές γλώσσες, σαν τη ρωσική ή τη σερβική, όπου βλέπουμε τον θεό να ονομάζεται bog (Бог). Γενικότερα, οι Πέρσες εμφανίζουν πολλά κοινά στοιχεία με τους σλαβικούς πληθυσμούς, τόσο από άποψη γλώσσας όσο και από άποψη πολιτισμού. Ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον παράδειγμα εντοπίζεται στο όνομα Μπογδάνος, το οποίο δεν έχει ελληνική προέλευση. Η προέλευσή του είναι Ιρανική (στα λεξικά το παρουσιάζουν σλαβικής προέλευσης αλλά η ιστορία του πηγαίνει αρκετά πιο πίσω). Το όνομα αποτελείται από την ιρανική λέξη για τον θεό (baga) και από την ινδοευρωπαϊκή/ινδοϊρανική ρίζα για το ''δίνω'' (da) που τη συναντούμε στα αρχαία περσικά ως ''dad'' (𐎭𐎭), στα σύγχρονα περσικά ως "dadan" (دادن) στα σανσκριτικά πολύ πιο συχνά ως "da'' (दा) και βέβαια στα λατινικά ως ''do'' και στα ελληνικά ως ''δίδ-ωμι''. Κατά συνέπεια ''Μπογδάνος'' σημαίνει ''δώρο θεού'', ''αυτός που είναι δοσμένος από τον θεό''. Είναι αντίστοιχο με το ελληνικό όνομα ''Θεόδωρος'' ή ''Θεόδοτος'' ή ''Δωρόθεος''. Η ίδια ρίζα για το ''δίνω'' συναντάται στις σλαβικές γλώσσες ως "dati''. Από αυτήν παράγεται το ουσιαστικό ''dan'' που δηλώνει το ''δώρο''. Στις περισσότερες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες όμως για τον θεό επικράτησε εν τέλει η ρίζα ''ǵʰuto'', απ' την οποία προέρχεται το god, Gott κ.λπ. Μόνο σε ορισμένες σλαβικές γλώσσες διατηρήθηκε η ιρανική ρίζα απ' το baga, κι έτσι βρίσκουμε στα σέρβικα και στα ρώσικα τον θεό να αποκαλείται Bog. Επειδή λοιπόν η μορφή του ονόματος Μπογδάνος είναι πιο κοντά στις σλαβικές μορφές των παραπάνω ριζών Bog+dan = δώρο θεού (στα αρχαία περσικά θα ήταν μάλλον κάτι σαν ''Bagda(na)uš''), θεωρείται ότι έχει σλαβική προέλευση. Από τον 13ο αιώνα και εξής συναντάει κανείς αρκετούς Σλάβους βασιλιάδες ή αξιωματικούς με κύριο όνομα το Bogdan (στον ελληνικό χώρο πέρασε ως επίθετο και όχι ως κύριο όνομα). Και όντως η μορφή του είναι πιο κοντά στις σλαβικές αλλά η ιστορία πηγαίνει πολύ πιο πίσω.
6) Σανσκριτικά: deva.
Τα σανσκριτικά έχουν αρκετές λέξεις για να δηλώσουν τον θεό αλλά η βασική είναι η λέξη deva (देव), ντέβα. Στα σανσκριτικά έπη και σε 'μυστικά' κείμενα βρίσκουμε αρκετές φορές το όνομα Devadata (deva+data) που αντιστοιχεί επακριβώς στο ελληνικό Θεόδωρος/Θεόδοτος/Δωρόθεος. Είναι, θα λέγαμε, το σανσκριτικό αντίστοιχο του ιρανικού Μπογδάνος. Η λέξη deva έχει κοινή καταγωγή με τη λέξη deus ή την ελληνική Δίας αλλά και Ζευς. Είναι φανερό ότι σχετίζεται άμεσα με το χεττιτικό šiuš. Γενικότερα για κάποιον λόγο αρκετές απ' τις λέξεις που οι Ινδοί τις έγραφαν με ''d'', οι Χετταίοι τις έγραφαν με ''š'' και οι Έλληνες άλλοτε με ''δ'' άλλοτε με ''ζ''. Ένας άλλος όρος που χρησιμοποιούνταν για τη θεότητα στα σανσκριτικά, ακριβέστερα για να δηλώσει τον ''Κύριο του σύμπαντος'' είναι ο όρος bhagavān (भगवान्), προφερόμενος (με δάσυνση του /b/) ως μπχαγκαβάν. Είναι η ίδια ρίζα που τη βρίσκουμε στα αρχαία περσικά ως baga. Στην αρχαία ινδική μυθολογία υπήρχε και ένας θεός ονόματι Bhaga που ήταν θεός του πλούτου και της τύχης και συνδεόταν με τον διαμοιρασμό. Ήδη έγινε λόγος για την ετυμολογία του baga από τη ρίζα "διαμοιράζω". Ο Bhaga ήταν αυτός που διαμοίραζε τον πλούτο αλλά και την τύχη στους ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου