Ό εθνικός μας Καραγκιόζης καὶ τὸ συλλογικό μας καραγκιοζιλίκι
του Θεόδωρου Παντούλα
Από το δεύτερο τεύχος του περιοδικού ΚαραγκιοζοΛόγιο(ν)
Ὁ Καραγκιόζης συνόδευσε τὴν ἐθνική μας ἀναγέννηση, γνωρίζοντας αὐτὸ ποὺ ὁ Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε μόλις λίγες δεκαετίες πρίν: «ἄπονες ἐξουσίες». Αὐτὲς τὶς ἐξουσίες ἔπρεπε νὰ κουλαντρίσει ὁ Καραγκιόζης, ὁ ἀγαθὸς μπάρμπα-Γιῶργος, ὁ ψευτόμαγκας Σταύρακας, ὁ ξεπεσμένος Νιόνιος, ὁ φαντασμένος Μορφονιὸς καὶ τὰ ἀνεκδιήγητα Κολλητήρια. Καὶ τὰ πῆγαν περίφημα μὲ τὴν ἐξαιρετικὴ εὐελιξία τους καὶ τοὺς πολυτάλαντους μαστόρους ποὺ ὑπηρέτησαν τὸ λαϊκὸ θέαμα τοῦ θεάτρου σκιῶν. Παρηγοριὰ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶχαν τρύπιο τὸ βρακὶ ἀλλὰ καθαρὸ τὸ μέτωπο. Ἀλλὰ καὶ περηφάνια, ἀφοῦ ὁ Καραγκιόζης ἐνσωμάτωσε στὶς ἱστορίες του τὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ τὴν κλεφτουριὰ μ’ ἕναν τρόπο ποὺ καμιὰ ἱστορικὴ κατήχηση δὲν θὰ κατόρθωνε.
Μετὰ τὸν δεύτερο μεγάλο πόλεμο ὅμως τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ἡ ἐθνικὴ αὐτογνωσία καὶ ἡ κοινωνικὴ διαμαρτυρία τοῦ Καραγκιόζη δὲν χόρταινε πιὰ τὴν πείνα της μὲ τὰ ξεροκόμματα τοῦ βεζίρη καὶ τὶς δεκάρες τῶν θεατῶν. Ἡ ἀπορφανισμένη νεοελληνικὴ κοινωνία, ποὺ ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς βρέθηκε ἀνέστια στὶς παρυφὲς τῶν πόλεων νὰ δίνει τὰ γονικά της κοψοχρονιὰ ἀντιπαροχή, περιφρόνησε τὸν Καραγκιόζη ἀλλὰ ἀποθέωσε τὰ καραγκιοζιλίκια.
Καὶ τὰ κατάφερε λαμπρά. Τί λέω λαμπρά; Περίλαμπρα. Ἀλλὰ σὲ αὐτὴ τὴν ἀνομολόγητη λαχτάρα γιὰ κοινωνικὴ ἔνταξη τί νὰ σοῦ κάνει ὁ Καραγκιόζης; Νὰ σοῦ θυμίζει τὸ σαράι ποὺ μεγάλωσες ἢ τὴν φτώχεια ποὺ σ’ ἀνάστησε; Νὰ σοῦ θυμίζει πούθε κρατάει ἡ σκούφια σου ὅταν ἐσὺ κάνεις τὰ πάντα γιὰ νὰ τὴν λησμονήσεις;
Μ’ αὐτὰ καὶ μ’ ἄλλα ἔμεινε παντελῶς ἀπροσάρμοστος ὁ Καραγκιόζης στὸ μοδέρνο καὶ μεταμοδέρνο μας καθωσπρεπισμό. Θεόφτωχος καρπαζοεισπράκτορας, κακομούτσουνος μακρυχέρης, «λουμποδὺτς» καὶ χωρατατζής, χασομέρης ἐκ πεποιθήσεως, συνέχιζε περιφρονημένος νὰ περιφέρει τὴν κακομοιριά του στὸ πανί, ὁλότελα ξένος μὲ τὰ νέα ἤθη. Ἑτοιμόλογος καὶ δηκτικός, πολυτεχνίτης ἀλλὰ ἐρημοσπίτης, ὁ ξεπερασμένος Καραγκιόζης πορευόταν ὅπως-ὅπως μὲ μοναδικὸ κίνητρο νὰ τὴν βγάλει κι ἀπόψε, ὅταν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἤθελαν νὰ τὴν βγάλουν διὰ βίου. Πῶς νὰ συγκινήσει ἕνας φτωχὸς ἥρωας τὴν νεοπλουτική μας λιγούρα; Ἀπὸ ἥρωας ἑνὸς λαϊκοῦ ψυχαγωγικοῦ θεάματος ἔγινε βρισιὰ γιὰ τοὺς ἐνήλικες, παραμένοντας ὅμως ἀτίμητη συντροφιὰ γιὰ τὴν ἁπανταχοῦ πιτσιρικαρία.
Ἂς μὴν ἀνησυχοῦν λοιπὸν οἱ ὄψιμοι θιασῶτες τοῦ νεοελληνισμοῦ. Δὲν μᾶς ἔκανε ὁ Καραγκιόζης ἀκαμάτες κι ἀνάγωγους – ἡ περιφρόνησή του μπορεῖ. Δὲν γαλούχησε τοὺς νεοέλληνες ὁ Καραγκιόζης στὸν παρασιτισμό. Πέρασαν μόνοι τους ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ «ἔχει ὁ Θεὸς» στὴν βλαχιὰ τοῦ «ἔχει ὁ διπλανὸς» – καὶ θὰ τοῦ τὰ φᾶμε.
Ὅσοι καβανζάραμε τὰ σαράντα ἀπαγκιάσαμε στὸ λευκό του σεντονάκι – κεῖνο ποὺ μᾶς τρώει, κεῖνο ποὺ μᾶς σώζει. Καὶ δὲν σκιαζόμαστε οὔτε τὴν ἐπιπολαιότητα αὐτῶν ποὺ τὸν βρίζουν, οὔτε τὴν κτητικότητα αὐτῶν ποὺ τὸν καπηλεύονται – τρύπια εἶναι ἡ «ἀπάτη» τους.
Ὁ δικός μας Καραγκιόζης ἄλλωστε δὲν ξέρει νὰ βλαστημᾶ. Ξέρει νὰ χαρίζεται. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀναπαλλοτρίωτος. Γι’ αὐτὸ ἀναπαύεται μακάριος στὸ παράδεισο τῶν παιδικῶν μας χρόνων, ὁριστικὰ χορτάτος ἀπὸ τὴν παντοτινὴ ἀγάπη μας, τὴν ἀγάπη ποὺ «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει καὶ οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς».
Η λεβεντιά της Ρούμελης στο ελληνικό θέατρο σκιών
Η γένεση του Μπαρμπαγιώργου στην Ψωροκώσταινα του 1897.... Αποσπάσματα από το παλιό άρθρο του αρχιτέκτονα και λαογράφου Κώστα Μπίρη «Η λεβεντιά της Ρούμελης στο ελληνικό θέατρο σκιών». Η ιστορία του Μπαρμπαγιώργου, μέσα από τα πολιτικοεθνοκοινωνικοψυχιατρικά σούρτα φέρτα του Ρωμαίικου!
«Ψ»
Ἀφότου ὁ Καποδίστριας ἵδρυσε τά σώματα τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ, τό ἑλληνικό κράτος ὠργάνωσε τίς πολεμικές του δυνάμεις κατά τό σύστημα ποῦ ἴσχυε στίς εὐρωπαϊκές χῶρες καί ἰδίως στήν Γαλλία. Γιά νά ὕπαρξη στρατός ἱκανός νά διοικηθῆ καί νά ἐκπλήρωση τούς σκοπούς του, ἔπρεπε ἡ παλληκαριά νά ὑποταχθῆ σέ τάξι καί σέ πειθαρχία. Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε, γιά νά λείψη ὁ κίνδυνος στρατιωτικῆς ἀναρχίας, νά συμμαζευθῆ ὁ αὐθορμητισμός, ἡ ἀρειμάνια διάθεσις καί ἡ ἀδέσμευτη προσωπική ἄνδρειά του ἀπαίδευτου ἐπαναστατημένου Ἕλληνα, νά λείψουν τά λεγόμενα ἄτακτα σώματα. Ὑποτάχθηκαν στό στρατιωτικό σύστημα, ἀλλά τό θεώρησαν κάπως ταπείνωσί τους οἵ λεβέντες τῆς παρεξηγημένης παλληκαριᾶς. Καί τραγούδησαν τόν καϋμό τους μέ τόν στίχο:
– Δέ μέ κλαῖς, καϋμένη Μάνα, ποῦ μέ γράψαν τακτικό…
Τό 1867, ξαναζεῖ στήν Ἑλλάδα ἡ παλληκαριά, πειθαρχημένη ὅμως καί ὤργανωμενη ὡς εἴδικο ὅπλο τοῦ στρατοῦ. Ἱδρύονται τότε στήν περιοχή τῆς Ρούμελης τά εὐζωνικά τάγματα, ὀργανώνεται συστηματικά ἡ ἐκπαίδευσίς τούς καί ὁρίζεται ὡς ντύσιμό τους ἡ φορεσιά τοῦ βουνήσιου Ρουμελιώτη, φιλοτεχνημένη σέ στρατιωτική στολή ἀπ’ τους «ἑλληνοράφτες» (σέ ἀντιδιαστολή πρός τούς «φραγκοράφτες»). Τό 1885, μέ τήν ἀναδιοργάνωσι τοῦ στρατοῦ, ὕπαρχουν ὄκτω εὐζωνικά τάγματα, ποῦ ἄπ’ αὖτα ἕνα ἄνηκει στήν δύναμι τῆς Ἀθήνας.
Δέν βρίσκομε στά δημοσιεύματα τῶν χρόνων ἐκείνων νά προκάλεσε μεγάλην αἴσθησι ἡ παρουσία τῶν εὐζώνων στήν Ἀθήνα. Μόνο ἡ ἀφέλειά τους, ἡ δωρική προφορά καί oἱ βουνήσιοι τρόποι τους, ὅταν παρουσιάζωνται ὡς κληρωτοί ἤ σέ ἐπιστρατεύσεις, τροφοδοτοῦσαν μέ σατυρική ὕλη τήν εὔθυμη διάθεσι τῶν πρωτευουσιάνων. Ἀπότομα ὅμως ἁπλώνεται ἡ φήμη τούς καί κατακτοῦν oἱ εὔζωνοι τόν θαυμασμό καί τήν λατρεία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὅταν γιά πρώτη φορά τούς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά δείξουν τό ἀρειμάνιο ἦθός τους καί τήν παλληκαριά τους, κατά τόν σύντομο ἑλληνοτουρκικό πόλεμο ποῦ ἄναψε τό 1886 στήν Θεσσαλία. Πραγματικά, στίς μάχες τῆς Κούτρας καί τοῦ Γκριτζόβαλι τό εὐζωνικό ἀνδραγάθησε. Τό εὔθυμο σχόλιο γιά τούς εὐζώνους παύει, καί δίνει τήν θέσι του σέ ἀποθέωσί τους.
Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀθήνας εἶχαν συνηθίσει νά βλέπουν ὡς τότε στούς δρόμους τῆς τόν Ρουμελιώτη ὡς γαλατά. Ἕναν φιλήσυχο καί λιγομίλητο φουστανελλά, νά ξυπνάη τίς συνοικίες τά πρωινά μέ μιάν ἀπότομη φωνή: «Γάλα πρόβιο»… Μετά τήν Κούτρα καί τό Γκριτζόβαλι πρόσεξαν καλά, μαζί μέ ὅλους τους Ἕλληνες, τήν ὑπεροχή του. Τότε ἄρχιζει νά ἐρευνᾶται καί νά ἐκθειάζεται ὁ ἀτομικός χαρακτήρας καί ὁ καθολικός βίος τῶν Ρουμελιωτῶν καί νά γενικεύεται γι’ αὐτούς ἡ λατρεία ποῦ μέ τό σπαθί τούς πρῶτοι κέρδισαν οἱ καμαρωτοί ἐκπρόσωποί τους στήν ἐξόρμησι τῆς Θεσσαλίας.
Οἱ τέχνες τοῦ λόγου, ἀντλώντας τίς συγκινήσεις τους ἀπό τό αἴσθημα τοῦ λαοῦ, ἐγκολπώνονται τήν λατρεία τοῦ Ρουμελιώτη. Τότε ἀνεβάζουν στό θέατρο ὁ Δημήτριος Κορομηλᾶς τόν «Ἀγαπητικό τῆς Βοσκοπούλας», ὁ Περεσιάδης τήν «Γκόλφω» καί ὁ κουρέας Πανάγος Μελισσιώτης τήν «Χάιδω τήν λυγερή» καί τήν «Θυμιούλα τήν Γαλαξειδιώτισσα». Τότε ὁ Δημήτρης Σαρντούνης, ὁ περίφημος Μίμαρος, πλουτίζει καί ἐξυψώνει τό λαϊκό θέατρο τῶν σκιῶν μέ Ρουμελιώτικο ἡρωικό δραματολόγιο καί φέρνει τήν ἀναγέννησι τοῦ ἑλληνικοῦ καραγκιόζη στήν Πάτρα.
* * *
Ἄν καί ἡ ἀναμόρφωσις τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ θεάτρου τῶν σκιῶν γίνεται στήν Πελοπόννησο, τό ἐπικό της μέρος ἐμπνέεται ἀπό τόν ἄγωνά τῆς Ρούμελης. Ἀπό τήν ἐποχή του Ὁμήρου, ἐκείνο ποῦ χαρακτηρίζει τόν Ἑλληνικό λαό εἶναι ὅτι ἐκτιμάει βαθειά τήν φρόνησι, ἄλλα τόν σαγηνεύει ἡ φανταχτερή αἴγλη τῆς προσωπικῆς ἀνδρείας. Σέβεται τόν Νέστορα, λατρεύει ὅμως τόν Ἀχιλλέα. Ἔτσι καί τώρα: Ἐνῶ ὑπερηφανεύεται ὁ Μωριᾶς γιά τόν Γέρο του, ποῦ πραγματικά ἔσωσε τήν ἐπανάστασι στήν Πελοπόννησο, ἀναζητεῖ τά σύμβολα τοῦ ἀγωνά τῆς λευθεριᾶς στήν λεβεντιά τῆς Ρούμελης καί προβάλλει τούς ἥρωές της, τόν Μάρκο Μπότσαρη, τόν Διάκο, τόν Καραϊσκάκη.
Ἀπό τό τάλαντο τοῦ Μίμαρου δέν ἦταν δυνατό νά ξεφύγη τό φαινόμενο τοῦ βουνήσιου Ρουμελιώτη. Τοῦ τύπου αὐτοῦ, ποῦ ὅλοι τόν καμάρωναν καί τόν ἀγαποῦσαν γιά τήν λεβεντιά του, γιά τό τραγούδι του καί γιά τόν ἀρειμάνιο χαρακτήρα του. Ἀλλά καί ὅλοι γελοῦσαν γιά τήν ἀφέλειά του, γιά τούς βουνήσιους τρόπους του καί γιά τήν βροντερή δωρική προφορά του. Τό 1896, ἔχοντας στήσει τό θέατρό του στήν Παλιοκατούνα τῆς Ἀκαρνανίας, ἐγνώρισε ἐκεῖ κάποιον ὑπέροχο Ρουμελιώτη ποῦ εἶχε κατέβει ἀπό τά Ἄγραφα. Τόν ἔλεγαν Μπάρμπα-Γιῶργο καί εἶχε γίνει ὁ στόχος τῆς ἀγάπης ἀλλά καί τοῦ γέλιου γιά τούς Κατουνιῶτες. Πολύ περισσότερο, ἡ ἰδιορρυθμία τοῦ εὐρῆκε ἀνταπόκρισι στήν σατυρική διάθεσι καί στήν καταπληκτική εὐχέρεια ποῦ εἶχε ὁ Μίμαρος, νά ἁρπάζη καί νά μιμῆται τόν κάθε ἐξαιρετικό τύπο. Δέν χάνει λοιπόν τήν εὐκαιρία, καί ἕνα βράδυ παρουσιάζει στόν μπερντέ τοῦ τήν φιγούρα τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου καί τόν μιμεῖται τόσο ζωντανά, ὥστε κάνει τούς Κατουνιῶτες νά ξεκαρδισθοῦν ἀπό τά γέλια.
Δέν ἔδωσε ὅμως τόση σημασία στήν ἐπιτυχία τοῦ ἐκείνη. Ἐνόμισε πῶς μόνο τοπικό ἐνδιαφέρον μποροῦσε νά ἔχη ὁ τύπος τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου στήν Παλιοκατούνα, ὁπού ἦταν γνωστό καί τό πρωτότυπο. Ἐπακολουθεῖ ὕστερα ἀπό λίγους μῆνες ἡ ἐπιστράτευσις γιά τόν πόλεμο τοῦ 1897. Μαζί μέ ἄλλους ἔφεδρους ποῦ ἐπιστρατεύονται, φεύγει ἀπό τήν Πάτρα καί ἔρχεται στήν Ἀθήνα, γιά νά παρουσιασθῆ στό εὐζωνικό τάγμα ὁπού ἀνῆκε, ἕνας ἀπό τούς βοηθούς τοῦ Μίμαρου, ὁ Γιάννης Ρούλιας ἀπό τόν Καρβασαρᾶ τῆς Ἀκαρνανίας. Ἤξερε καλά τους Ρουμελιῶτες τῶν Ἀγράφων, ἀπό τό χωριό του, ποῦ ἦταν τό ἐπίνειό τους στόν Ἀμβρακικό. Εἶχε ἰδῆ τόν μάστορά του νά ἀνεβάζη συμπτωματικά τόν ἐκπρόσωπό τους στόν καραγκιόζη καί ἔβλεπε τώρα στήν ἐπιστράτευσι τούς Ρουμελιῶτες, σέ ἀντιπαραβολή πρός τούς κατοίκους τῶν πόλεων, νά δείχνουν ἀνάγλυφα τόν πρωτογονισμό τους καί τήν ἰδιοτυπία τους. ὁ ἴδιος ὁ Ρούλιας εἶχε ἀπό τό χωριό τοῦ τήν προφορά τους στήν ὁμιλία του, ἀλλά εἶχε καί τήν τέχνη νά τήν τονίζη καί νά τήν χρωματίζη πιό ἐκφραστικά, νά τήν κάνη ἐντελῶς βουνήσια. Τώρα, μέ τήν συναναστροφή ποῦ ἔχει μαζί τους στό τάγμα τῶν εὐζώνων, ξαναζῆ τόν ἀέρα τους, τήν χάρι τους. Ξεχωρίζει τά πιό κτυπητά σημεῖα στήν νοοτροπία τους καί στά φερσίματά τους. Ὁλοκληρώνει μέσα τοῦ τήν προσωπικότητα τοῦ Ρουμελιώτη, σχεδιάζει στό χαρτόνι τήν φιγούρα τοῦ τύπου, τοῦ δίνει τό ὄνομα τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου τῆς Παλιοκατούνας καί συνθέτει στήν γενική μορφή τόν ρόλο του. Καί ἕνα βράδυ, τόν παρουσιάζει στόν μπερντέ ἑνός φίλου του καραγκιοζοπαίχτη, τοῦ Μέμου Χριστοδούλου, ποῦ ἦταν κι’ αὐτός ἄλλοτε βοηθός τοῦ Μίμαρου καί εἶχε στημένο δικό του θέατρο στήν πλατεία τοῦ Σταδίου, δίπλα στόν Ἰλισσό.
Δίνοντας θέσι στό νέο πρόσωπο τοῦ θιάσου τους, σχετικά πρός τά ἄλλα, oἱ δυό μαθηταί τοῦ Μίμαρου, τόν κάνουν θεῖο τοῦ Καραγκιόζη καί τόν βάζουν νά δέρνη τόν Δερβέναγα. Τό τελευταῖο αὐτό ἐθράπευσε μιάν ἀδυναμία ποῦ ἐβάρυνε ὡς τότε τόν ἑλληνικό καραγκιόζη καί ἔθιγε τήν ἐθνική φιλοτιμία. Ὁ Δερβέναγας, ὡς ἐκτελεστικό ὄργανο τῆς δημοσίας τάξεως, ἔδερνε τόν Καραγκιόζη, τόν ἐκπρόσωπο τοῦ φτωχοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καί ἦταν Τουρκαλβανός ὁ Δερβέναγας, διάδοχος δέ τοῦ ἀπαίσιου Μπεκρῆ-Μουσταφᾶ. Ἔδερνε, χωρίς νά δέρνεται ἀπό κανένα. Τώρα, λοιπόν, ὁ ἀρειμάνιος μπάρμπας τοῦ Καραγκιόζη θά ἔδερνε τόν Δερβέναγα καί θά τόν πετοῦσε, μέ μιάν ἐπιδέξια κλωτσιά, στήν ἄλλη ἄκρη τῆς σκηνῆς, πρός μεγάλην ἱκανοποίησι τοῦ κοινοῦ.
Γενικά ὅμως, ὁ τύπος ἔβγαινε σέ πολύ ἐπίκαιρη περίστασι στό λαϊκό θέατρο τῶν σκιῶν. Ὕστερα ἀπό τόν πόλεμο τοῦ 1886, ὁπού oἱ εὔζωνοι εἶχαν δείξει τήν τόλμη τους καί τήν λεβεντιά τους καί αὐτοί εἶχαν δώσει τά περισσότερα θύματα, ἡ ἐπιστράτευσις τοῦ 1897 εἶχε ξανανιώσει στήν ἑλληνική κοινωνία τίς διαθέσεις τῆς ἄγαπης καί τῆς σάτυρας, μαζί μέ τίς ἐλπίδες ποῦ ἐστήριζαν ὅλοι στήν μαχητική ἀξία τῶν Ρουμελιωτῶν. Ἡ δημιουργία λοιπόν ποῦ παρουσίασε ὁ Γιάννης Ρούλιας ἔγινε δεκτή ἀπό τους Ἀθηναίους μέ ἀπερίγραπτον ἐνθουσιασμό.
* * *
Γεμάτος χαρά ὁ Ρούλιας, γιά τήν ἐπιτυχία ποῦ εἶχε ὁ Μπαρμπαγιῶργος του στήν πρωτεύουσα, παίρνει ἄδεια ἀπό τήν διοίκησι τοῦ λόχου του καί πηγαίνει στήν Πάτρα, γιά νά δείξη τό δημιούργημά του στόν δάσκαλό του, στόν ὁποῖο ἄλλωστε, χρωστοῦσε τήν ἀρχική ἰδέα. Τοῦ ἑτοιμάζει τήν παρουσίασι ὡς ἔκπληξι: Ἀναλαμβάνει νά παίξη ἐκεῖνος τήν παράστασι τῆς βραδιᾶς – μιάν ἀπό τίς παραστάσεις τοῦ τακτικοῦ δραματολόγιου ποῦ εἶχε συνθέσει ὁ Μίμαρος καί ποῦ ἤξερε νά τήν βγάζη πέρα ὁ μαθητής του. Καί ξαφνικά, σ’ ἔνά σημεῖο τῆς δράσεως, ὁπού κάποιο νέο πρόσωπο ἔπρεπε νά βγῆ γιά ν’ ἀρχίση ἄλλη σκηνή, ἀκούεται μιά βροντερή φωνή, ποῦ ποτέ ὡς τότε δέν εἶχε ἀκουσθῆ στόν καραγκιόζη τῆς Πάτρας. Μέ ἔντονη ρουμελιώτικη προφορά, κάποιος ἔδινε παραγγελίες μέσα ἀπό τά παρασκήνια:
– «Ποῦσαι ’δῶ θειά μ’ Παύλαινα Πανάγω καί σύ Σουτ’ρέσσα Πανουραίγια. Πάρτι τοῦ κλ’δί κι’ ἀνοίξ’τι τοῦ σιντούκι κί φέρτι μ’ νά σιαχτῶ κί νά σινιαριστῶ. γιάτ’ θά ρουβουλήσου ’σά κάτ’ τά παζάρια σιώντας κί λυγώντας, νά κάνου ψίχα γουργουλαβίδα. Βγάλτε μ’ τή φ’στανέλλα τ’ν χασεδένια μί τίς σαρανταδυό μανούλις καί τά δεκουχτῶ μπαλώματα. Τίς κάλτσες τίς καρπ’νησιώτικες, τή σκούφια τή γαιτανουφόρα μέ τά σειρ’τάδ’ρέλια τά πρασ’νά τά κουόκινα κί τά γαλάζα, τά τσαρούχια μ’ τά πέτσ’νά τά σαλταρ’δένια τά μιλιτζανιά. Φέρτι μ’ τοῦ σ’λάχι τοῦ πλουμιστό. Βάλτι μέσα τσατσάρα, κατρέφτ’, πριόβουλου, φυτύλ’, τσακμακόπιτρα, μαντέκα γιά τοῦ μ’στάκ’, καραμπουγιᾶ γιά τά φρύδια. Βάλτι μανταρούδια, ξουρκουλόγια, σούπα-μουπις. ἀπήγανου, ἀλισφακιά, μάννα κι σ’ναμική, κόρης τοῦ μανόγαλου, πέτρα τ’ς κουλάσιους, τ’ς νυχτερίδας τοῦ κόκκαλου, τοῦ βουδιου τοῦ κέρατου, τ’ς ἀλουποῦς τοῦ νύχ’, τῶν ἑφτά ’δερφιών τοῦ γαῖμα. Μή λάχ’ κι ξιχάσ’τί τοῦ τσουλ’πέν μί τοῦν ἀπήγανου. Ποῦσαι Ταμτούρλα κι Ξηροπατσᾶ. ἔχ’τι τοῦ νοῦ σας, μήν πέσ’νι τά π’ρατα στοῦ πάρεδρου τοῦ λιβάδ’, γιατ’ δέν ἔχου νά πλερώνου τζερεμέδ’ς στούς δικαστηριώτ’ς. Ἄειντε, ρουβουλάτι τά…»
Ἀκούονται τά κουδούνια τοῦ κοπαδιοῦ ποῦ σβήνουν σιγά-σιγά, ἐνῶ ὁ ἄγνωστος ἀκόμα τύπος ἀρχίζει ἕνα μελωδικώτατο δημοτικό τραγούδι τῆς Ρούμελης. Τό ἐνδιαφέρον καί ἡ περιέργεια τῶν Πατρινῶν εἶχαν ἀνάψει: Ποιό εἶναι τό πρόσωπο αὐτό τοῦ θιάσου, ποῦ γιά πρώτη φορά ἀκουόταν ἡ φωνή τοῦ μέσα ἀπό τά παρασκήνια τοῦ καραγκιόζη; Ποιός πρόκειται νά βγῆ στόν μπερντέ; Μά τά τσακίσματα τοῦ τραγουδιοῦ συνεχίζονταν μέ τήν ὑπόκρουσι τῆς μουσικῆς, χωρίς νά φαίνεται ἀκόμα ἡ περιπόθητη φιγούρα. Ὥσπου, γιά μιά στιγμή, ἐνῶ τελείωνε ἡ πρώτη στροφή, ἀπάνω σ’ ἕνα τσάκισμα τοῦ σκοποῦ, μπράφ, εἰσβάλλει χορεύοντας τσάμικο ἕνας θεόρατος τσέλιγκας. μέ τά τσαρούχια του, μέ φουστανέλλα, μέ φέρμελη καί μέ σιλάχι, μέ τήν σκούφια του στήν κορφή καί μέ τήν γκλίτσα στό χέρι. Αὐτός λοιπόν ἦταν ὁ βουνήσιος λεβέντης, ποῦ τό τραγούδι τοῦ ἀκουόταν ἀπό μακρυά, ἐνόσω ροβολοῦσε πρός τήν σκηνή τῆς κοσμοπολίτικης ζωῆς.
Ὅλοι μένουν κατάπληκτοι καί γοητευμένοι ἀπό τήν ἔξοχη ἐπιτυχία τοῦ τύπου, ὅλοι ἀναστατώνονται ἀπό ἐνθουσιασμό. ὁ Μπαρμπαγιῶργος εἶχε κατακτήσει μέ τά τσαρούχια τοῦ τήν σκηνή τοῦ ἑλληνικοῦ καραγκιόζη. Ἀφότου ἔκανε τήν ἐμφάνισί του, πρῶτα στήν Ἀθήνα καί τώρα στήν Πάτρα, μπροστά στόν μεγάλο τεχνίτη τοῦ ἄγραφου λαϊκοῦ θεάτρου, ἔγινε ὁ κυρίαρχος τύπος τοῦ θιάσου, ὁ πιό ἀγαπητός, ὁ πιό λεβέντης καί ὁ πιό μποῦφος. Αὐτός πιά, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ἑλληνικῆς λεβεντιᾶς, τούς ἔδερνε ὅλους, κι’ αὖτον τόν Ντερβέναγα – ἐκτός ἀπό τόν Πάσα, ποῦ τόν ἀψηφοῦσε μόνο, καί ἐκτός ἀπό τους ἥρωες τῶν ἐπικῶν δραμάτων, ποῦ στούς ἀγώνες τους ἦταν στίς διαταγές τους, ὡς παλληκάρι. Τόν παραλαβαίνουν ὅλοι oἱ καραγκιοζοπαῖχτες τῆς ἐποχῆς, τόν ἐντάσσουν στό θίασό τους μέ τίς ἴδιες τιμές καί, δουλεύοντάς τόν ὁ καθένας μέ τό δικό του τάλαντο καί μέ δικά του εὐρήματα, συμπληρώνουν τήν διαγραφή τοῦ χαρακτήρα του καί τῆς ἐκφράσεώς του.
Διαμορφώνεται, λοιπόν, ὁ Μπαρμπαγιῶργος στόν καραγκιόζη τοῦ 1900 ὡς ὁ τύπος τοῦ βουνήσιου Ἕλληνα καί εἴδικά του Ρουμελιώτη, ποῦ ὁ δωρικός του χαρακτήρας ἔμεινε ἐντελῶς ἀδιάφθορος μέσα στό πέρασμα τῶν αἰώνων, ἕνας τύπος ἄγαθος, ἤθικος καί δυνατός. Τό ὀνομά του, ὅπως ὁ ἴδιος τό ἔλεγε, ἦταν: «Γιῶργος Μπλατσάρας – Νά ζήσου». Ἔχει τόν τρόπο του στό βουνό: Εἶναι τσέλιγκας. Ἐξουσιάζει στάνη μέ χίλια γιδοπρόβατα, ἔχει δικά του λειβάδια καί δυό παραγιούς, τόν Ταμτούρλα καί τόν Ξεροπατσᾶ. Ἔζησε στήν ἁγνότητα καί στήν διαύγεια τοῦ βουνήσιου περιβάλλοντος. Δέν γνώρισε ποτέ ξένο πολιτισμό, ἄλλα οὔτε καί δουλεία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου