«Δεν μας βλάπτει τόσο η έχθρα σας όσο η φιλία σας που θα ερμηνευόταν σαν τεκμήριο αδυναμίας μας, ενώ το μίσος σας είναι, για τους όσους εξουσιάζουμε, απόδειξη της δύναμής μας» (Θουκυδίδης, Ιστορίαι [5.95.1]) // «Η ιδέα μου για την αμερικανική πολιτική απέναντι στη Σοβιετική Ένωση είναι απλή, και κάποιοι θα έλεγαν απλοϊκή. Είναι η εξής: Εμείς κερδίζουμε και αυτοί χάνουν» (Ronald Reagan, 1977).
Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία 2.500 χρόνια αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ κρατών, είτε στην εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως με την Αθήνα και τη Μήλο, είτε στην εποχή των υπερδυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση ή οι ΗΠΑ και η Κίνα τώρα.
Κατά μία προσέγγιση, οι σχέσεις μεταξύ κρατών αποτελούν παίγνιο μηδενικού αθροίσματος και διέπονται από τη θεωρία του Δομικού Ρεαλισμού. Το κατά πόσο αυτός είναι αμυντικός (Kenneth Waltz) ή επιθετικός (John Mearsheimer) δεν μπορεί να αναλυθεί σε τόσο λίγο χώρο.
Πολλοί θεώρησαν πως με την πτώση του Τείχους έφτασε το «Τέλος της Ιστορίας» (Francis Fukuyama), ωστόσο αυτό αποδείχθηκε αφελές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δύνανται, λόγω της παγκόσμιας θέσης τους, να απαρνηθούν τη φύση τους όπως ίσως να έγραφε και ο Θουκυδίδης: Το θεμελιώδες, δηλαδή, πως στις διεθνείς σχέσεις υπερτερεί ο ισχυρός και το εθνικό του συμφέρον, μέσα σε ένα άναρχο διεθνές περιβάλλον.
Τα τελευταία 30 χρόνια οι ΗΠΑ έχουν ακολουθήσει πολιτικές οι οποίες έχουν αν όχι υπονομεύσει, τότε τουλάχιστον δυσχεράνει την απρόσκοπτη πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση, στοχοποιώντας συστηματικά τις αδυναμίες της Ένωσης στο πολιτικό - στρατιωτικό πεδίο. Βέβαια, ευθύνη φέρει και η ίδια η Ευρώπη, αλλά αυτό άπτεται έτερης αναλύσεως
Η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια θα εξοπλιστεί και θα δώσει βάρος σε μια αμερικανικού σχεδιασμού στρατηγική στρατιωτικής ανάσχεσης της Ρωσίας υπό τον φόβο περαιτέρω ρωσικού επεκτατισμού προς δυσμάς. Ενδεχομένως να βιώσει μια ακόμα περίοδο οικονομικής στασιμότητας λόγω των ανωτέρω γεωπολιτικών προτεραιοτήτων, με σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ να δαπανάται σε εξοπλισμούς, ενώ ταυτόχρονα θα αδυνατεί να αποτυπώσει μια δική της, ανεξάρτητη, εξωτερική πολιτική με βάση τα δικά της συμφέροντα.
Οι ΗΠΑ έχουν μακρύ παρελθόν στη χρήση της ισχύος τους ακόμα και έναντι των συμμάχων τους: Το κοινό ανακοινωθέν (Atlantic Charter) της 14ης Αυγούστου 1941 μεταξύ ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας, επί παραδείγματι, που υπεγράφη στη σύνοδο των Franklin D. Roosevelt και Winston Churchill ανοιχτά του Καναδά, αναφέρει μεταξύ των 8 Αρχών τη δέσμευση των μερών να επιτρέψουν (μετά το τέλος του Β' Π.Π.) «... σε όλους τους λαούς να επιλέξουν τη δική τους μορφή διακυβέρνησης» μια φράση που εξασφάλιζε πως η Βρετανική Αυτοκρατορία θα έδινε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στις αποικίες της, θέτοντας τέλος ουσιαστικά στον ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας ως ηγέτιδας δύναμης και εδραιώνοντας τον νέο ρόλο των ΗΠΑ στον διπολικό κόσμο ΗΠΑ - Σοβιετικής Ένωσης που αναδείχθηκε.
Το κατά πόσον ο αμερικανικός σχεδιασμός - πολύ πριν την εισβολή στην Ουκρανία το 2022 - ήταν να εργαλειοποιηθεί η Ευρώπη ως ανάχωμα απέναντι στη Ρωσία, ώστε οι ΗΠΑ να μπορέσουν να κάνουν πράξη τη, σχεδιαζόμενη από το 2011, περίφημη στροφή (pivot) στην περιοχή του Ινδό-Ειρηνικού ωκεανού θα μελετηθεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Το ζητούμενο είναι η Ευρώπη να μπορέσει επιτέλους να σταθεί δίπλα στις ΗΠΑ από μια θέση στρατηγικής ισοτιμίας (parity) και να χαράξει τη δική της πορεία, πάντα υπό τις κοινές αξίες του μεταπολεμικού κόσμου που ενώνουν την Ευρωατλαντική συμμαχία, αλλά αντιλαμβανόμενη πως δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι απλά ο πιστός ακόλουθος.
Θα μπορέσει να το κάνει; Προς το παρόν οι πιθανότητες μιας τέτοιας προοπτικής φαίνονται ισχνές.
*Ο Μάνος Καραταράκης είναι απόφοιτος του London School of Economics, πρώην συνεργάτης στα Υπουργεία Άμυνας και Οικονομικών και πρώην δημοσιογράφος των TIME Magazine και CNBC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου