Ο Νικόλαος Γύζης , ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες ζωγράφους, γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου την 1η Μαρτίου του 1842.Από πολύ μικρός έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική και σε ηλικία μόλις οκτώ ετών αποφασίστηκε να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών, όταν η τότε νόμιμη ηλικία ήταν τα δώδεκα. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα το 1850. Ο Γύζης αρχικά παρακολουθεί μαθήματα ως ακροατής στο Σχολείο των Τεχνών και αργότερα φοιτεί κανονικά, ως το 1864.
Σε ηλικία πέντε μόλις ετών αντέγραψε μια λιθογραφία στο πατρικό του σπίτι που αναπαρίστανε έναν αγωνιστή του 1821. Η αγάπη του για το σχέδιο, παρέκαμψε τις αρχικές αντιρρήσεις του φτωχού πατέρα του κι έτσι μπόρεσε να γραφτεί στο Σχολείο των Τεχνών. Στο τέλος των σπουδών του, μέσω του φίλου του, επίσης μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, ο οποίος μεσολαβεί προκειμένου να του χορηγηθει υποτροφία από το Ευαγές Ιδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην περίφημη Ακαδημία του Μονάχου .¨Ετσι, πηγαίνει στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1865, σε ηλικία μόλις 23 ετών και εκεί παρατηρεί τα νέα γι αυτόν πράγματα. Συχνάζει τακτικά στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου αφυπνίζεται η Ελληνικότητα της σκέψης του και χωνεύονται σε πρώτη φάση οι Ελληνικές του μνήμες.
Ο φίλος του Νικηφόρος Λύτρας, στο Μόναχο γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και του συμπαρίσταται όσο μπορεί. Ο Γυζης για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που του δημιουργούν οι καθυστερήσεις της υποτροφίας του, ζωγραφίζει μικρούς πίνακες που αγοράζονται εύκολα .. Με ευελιξία ενστερνίζεται το πνεύμα του Μονάχου, ώστε να χαρακτηριστεί αργότερα ως «γερμανικότερος των Γερμανών». Το έργο του “Στην πηγή”, του 1867, είναι ορόσημο της Γερμανικής περιόδου του, αφού παρουσιάζει τέλεια προσαρμογή στα ιδεώδη του ακαδημαικού ρεαλισμού, που επικρατούσε στο Μόναχο την περίοδο εκείνη. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Χ. Ανσουτς κι ακολουθησε ο Α. φον Βάγκνερ, στην ταξη του οποίου μπηκε τον Απρίλιο του 1867.
Τον Ιούνιο του 1868 γίνεται δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ που είχε τη φήμη ενός εξοχου δασκάλου. Τό έργο του, χάρη στο οποίο έγινε δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ είχε ως θέμα του τον “Ιωσήφ στην φυλακή” κι ο ζωγράφος το δώρησε στο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ως ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης.
Τα βιογραφικά στοιχεία που έχουμε για το Γύζη φωτίζονται σημαντικά από τις επιστολές του, από το 1869 μέχρι το τέλος της ζωής του . Το 1870 σημειώνει σημαντική επιτυχία με έναν πίνακα του κύκλου της Γερμανικής ηθογραφίας με θέμα την “Εξέταση των σκύλων”. Το 1871 κερδίζει το ασημένιο μετάλλιο της Ακαδημίας και χρηματικό έπαθλο για το έργο του “Ειδήσεις νίκης”.
Εφημερίδες και περιοδικά της Γερμανίας τον εγκωμιάζουν. Τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει κυρίως στα Μέγαρα και συγκεντρώνει ένα υλικό, που θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στην Γερμανία. Στην Αθήνα εγκαθίσταται στην αυλή, απέναντι από το πατρικό του στην αδιεξοδη πάροδο της οδού Θεμιστοκλέους 18) δεν βρίσκει ανταπόκριση και μετά από ένα σύντομο ταξίδι με το Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία απ’ όπου γυρίζει με πολλά σχέδια για μελλοντικά του έργα, αποφασίζει να ξαναγυρίσει στο Μόναχο. Τον Αύγουστο του 1880 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Την Πρωτοχρονιά του 1881 πήρε δώρο από την Ελλάδα την επίσημη αναγνώρισή του, (δίπλωμα και μετάλλιο του Γεωργίου Α΄).
Το 1882 εκλέγεται παμψηφεί εκτακτος καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου. Στη Διεθνη Εκθεση του Μονάχου βραβεύεται με ασημένιο μετάλλιο για την “Αποστήθιση”. Με το πέρασμα του χρόνου δουλεύει το πολύ γνωστό “Παραμύθι της γιαγιάς”. που είναι μια υποσυνείδητη αναφορά στα παιδικά του χρόνια. Από το 1884 αρχίζει να μελετά σε βάθος τη ζωή και το πνεύμα των αρχαίων. Το 1887 ζωγραφίζει το λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1888 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.
Το 1892 είναι γεμάτο από διεθνείς διακρίσεις! Η Πινακοθήκη του Μονάχου βραβεύει το έργο του “Αποκριά στας Αθήνας”, στη Μαδρίτη του απονέμεται χρυσό βραβείο για το “Τάμα”. Ακολουθούν κι άλλες διακρίσεις από Γερμανούς και Γάλλους και το “Δίπλωμα των Ολυμπιακών αγώνων” (1896), για το οποίο του απενεμήθη αργυρό μετάλλιο κι είχε σαν θέμα τον Ευαγγελισμό της Ελλάδας. Θα πρέπει να μνημονευτούν τα αριστουργήματά του Ολυμπιονίκης, το πνεύμα της θλίψεως, η δόξα των Ψαρρών, σπουδές Κενταύρων, ο γέρος που καπνίζει και η χαρά εν μέσω των παιδιών (1897). Το 1898 παίρνει το χρυσό παράσημο Ριτερκρόϋτς και το κράτος αγοράζει έργα του για την Πινακοθήκη.
Δουλεύει την “αποθέωση της Βαυαρίας” και παραπονιέται λέγοντας με χιούμορ “Θα έκαμνα , με πολύ πλέον ευχαρίστησιν την αποθέωσιν της Ελλάδος , αλλά μόνος μου δεν ημπορώ να την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν…”. Το καλοκαίρι του 1900 ο Γύζης αρρωσταίνει από λευχαιμία και τον Ιανουάριο του 1901 πεθαίνει. Η τελευταία του φράση είναι η προτροπή “ Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι”.
Γιάννης Παπαιωάννου “Οι Ελληνες ζωγράφοι
πηγήhttp://ellas2.wordpress.com/
Σε ηλικία πέντε μόλις ετών αντέγραψε μια λιθογραφία στο πατρικό του σπίτι που αναπαρίστανε έναν αγωνιστή του 1821. Η αγάπη του για το σχέδιο, παρέκαμψε τις αρχικές αντιρρήσεις του φτωχού πατέρα του κι έτσι μπόρεσε να γραφτεί στο Σχολείο των Τεχνών. Στο τέλος των σπουδών του, μέσω του φίλου του, επίσης μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, ο οποίος μεσολαβεί προκειμένου να του χορηγηθει υποτροφία από το Ευαγές Ιδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην περίφημη Ακαδημία του Μονάχου .¨Ετσι, πηγαίνει στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1865, σε ηλικία μόλις 23 ετών και εκεί παρατηρεί τα νέα γι αυτόν πράγματα. Συχνάζει τακτικά στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου αφυπνίζεται η Ελληνικότητα της σκέψης του και χωνεύονται σε πρώτη φάση οι Ελληνικές του μνήμες.
Ο φίλος του Νικηφόρος Λύτρας, στο Μόναχο γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και του συμπαρίσταται όσο μπορεί. Ο Γυζης για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που του δημιουργούν οι καθυστερήσεις της υποτροφίας του, ζωγραφίζει μικρούς πίνακες που αγοράζονται εύκολα .. Με ευελιξία ενστερνίζεται το πνεύμα του Μονάχου, ώστε να χαρακτηριστεί αργότερα ως «γερμανικότερος των Γερμανών». Το έργο του “Στην πηγή”, του 1867, είναι ορόσημο της Γερμανικής περιόδου του, αφού παρουσιάζει τέλεια προσαρμογή στα ιδεώδη του ακαδημαικού ρεαλισμού, που επικρατούσε στο Μόναχο την περίοδο εκείνη. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Χ. Ανσουτς κι ακολουθησε ο Α. φον Βάγκνερ, στην ταξη του οποίου μπηκε τον Απρίλιο του 1867.
Τον Ιούνιο του 1868 γίνεται δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ που είχε τη φήμη ενός εξοχου δασκάλου. Τό έργο του, χάρη στο οποίο έγινε δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ είχε ως θέμα του τον “Ιωσήφ στην φυλακή” κι ο ζωγράφος το δώρησε στο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ως ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης.
Τα βιογραφικά στοιχεία που έχουμε για το Γύζη φωτίζονται σημαντικά από τις επιστολές του, από το 1869 μέχρι το τέλος της ζωής του . Το 1870 σημειώνει σημαντική επιτυχία με έναν πίνακα του κύκλου της Γερμανικής ηθογραφίας με θέμα την “Εξέταση των σκύλων”. Το 1871 κερδίζει το ασημένιο μετάλλιο της Ακαδημίας και χρηματικό έπαθλο για το έργο του “Ειδήσεις νίκης”.
Εφημερίδες και περιοδικά της Γερμανίας τον εγκωμιάζουν. Τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει κυρίως στα Μέγαρα και συγκεντρώνει ένα υλικό, που θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στην Γερμανία. Στην Αθήνα εγκαθίσταται στην αυλή, απέναντι από το πατρικό του στην αδιεξοδη πάροδο της οδού Θεμιστοκλέους 18) δεν βρίσκει ανταπόκριση και μετά από ένα σύντομο ταξίδι με το Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία απ’ όπου γυρίζει με πολλά σχέδια για μελλοντικά του έργα, αποφασίζει να ξαναγυρίσει στο Μόναχο. Τον Αύγουστο του 1880 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Την Πρωτοχρονιά του 1881 πήρε δώρο από την Ελλάδα την επίσημη αναγνώρισή του, (δίπλωμα και μετάλλιο του Γεωργίου Α΄).
Το 1882 εκλέγεται παμψηφεί εκτακτος καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου. Στη Διεθνη Εκθεση του Μονάχου βραβεύεται με ασημένιο μετάλλιο για την “Αποστήθιση”. Με το πέρασμα του χρόνου δουλεύει το πολύ γνωστό “Παραμύθι της γιαγιάς”. που είναι μια υποσυνείδητη αναφορά στα παιδικά του χρόνια. Από το 1884 αρχίζει να μελετά σε βάθος τη ζωή και το πνεύμα των αρχαίων. Το 1887 ζωγραφίζει το λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1888 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.
Το 1892 είναι γεμάτο από διεθνείς διακρίσεις! Η Πινακοθήκη του Μονάχου βραβεύει το έργο του “Αποκριά στας Αθήνας”, στη Μαδρίτη του απονέμεται χρυσό βραβείο για το “Τάμα”. Ακολουθούν κι άλλες διακρίσεις από Γερμανούς και Γάλλους και το “Δίπλωμα των Ολυμπιακών αγώνων” (1896), για το οποίο του απενεμήθη αργυρό μετάλλιο κι είχε σαν θέμα τον Ευαγγελισμό της Ελλάδας. Θα πρέπει να μνημονευτούν τα αριστουργήματά του Ολυμπιονίκης, το πνεύμα της θλίψεως, η δόξα των Ψαρρών, σπουδές Κενταύρων, ο γέρος που καπνίζει και η χαρά εν μέσω των παιδιών (1897). Το 1898 παίρνει το χρυσό παράσημο Ριτερκρόϋτς και το κράτος αγοράζει έργα του για την Πινακοθήκη.
Δουλεύει την “αποθέωση της Βαυαρίας” και παραπονιέται λέγοντας με χιούμορ “Θα έκαμνα , με πολύ πλέον ευχαρίστησιν την αποθέωσιν της Ελλάδος , αλλά μόνος μου δεν ημπορώ να την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν…”. Το καλοκαίρι του 1900 ο Γύζης αρρωσταίνει από λευχαιμία και τον Ιανουάριο του 1901 πεθαίνει. Η τελευταία του φράση είναι η προτροπή “ Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι”.
Γιάννης Παπαιωάννου “Οι Ελληνες ζωγράφοι
πηγήhttp://ellas2.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου