Ο Ν. Λύτρας γεννήθηκε το 1832 στη Τήνο. Τα πρώτα του χρόνια τα πέρασε σε ένα περιβάλλον που ευδοκιμούσε η λαϊκή καλλιτεχνική παράδοση, μιας και ο πατέρας του, Αντώνης Λύτρας, εργαζόταν ως λαϊκός μαρμαρογλύπτης. Το νησί φημιζόταν από το 18ο αιώνα για τους τεχνίτες μαρμαράδες του. Ο Ν. Λύτρας από μικρός είχε δείξει την καλλιτεχνική του έφεση.
Το 1850 έρχεται στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφεται στο τμήμα της ζωγραφικής του Σχολείου των Τεχνών, στο Πολυτεχνείο, όπου και τελείωσε το 1856. Εκείνα τα χρόνια περισσότερη σημασία στην εκπαίδευση του νεαρού καλλιτέχνη έχει ο Βαυαρός ζωγράφος Λούντβιχ Τίρς (1825-1909), που το 1852 διαδέχεται τον Τσέκκολι στην έδρα της Ανώτατης Ζωγραφικής. Ο Τίρς είχε σπουδάσει στην Ακαδημία του Μονάχου έχοντας ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκευτική ζωγραφική και την τεχνική της νωπογραφίας. Στην Ελλάδα ήρθε για να μελετήσει βυζαντινά μωσαϊκά και τοιχογραφίες. Παράλληλα φιλοδοξούσε να αναμορφώσει την αγιογραφία με βάση τους κανόνες της δυτικής ζωγραφικής.
Ο Λύτρας κερδίζει γρήγορα την εκτίμηση του καθηγητή του με την εξαιρετική του απόδοση και επιμέλεια. Ο Τίρς τον προσλαμβάνει και ως βοηθό του στην αγιογράφηση της ρωσικής εκκλησίας της Σωτείρας του Λυκοδήμου στην Αθήνα. Ως φοιτητής ο Λύτρας διακρίνεται τακτικά στους ετήσιους διαγωνισμούς και τις εκθέσεις της σχολής του. Από τον πρώτο χρόνο κερδίζει το 1ο βραβείο στη Στοιχειώδη Γραφική παίρνοντας υποτροφία. Ακολουθούν δύο νέες υποτροφίες το 1853 και το 1855 (1ος στο διαγωνισμό Ελαιογραφίας). Την ίδια χρονιά εκθέτει στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι. Λίγο αργότερα, μετά την απρόοπτη αναχώρηση του Τίρς και την αντικατάστασή του από τον Φ. Μαργαρίτη, ο διευθυντής της Σχολής Λ. Καυταντζόγλου θα αναθέσει στον Λύτρα, απόφοιτο πια, και στον συμφοιτητή του Σπ. Χατζηγιαννόπουλου να διδάξουν (1856-1858) το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφικής.
Το 1860, με υποτροφία της κυβέρνησης, φεύγει ο Λύτρας για το Μόναχο, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών. Η πρωτεύουσα της Βαυαρίας ήταν τότε ‘’σταυροδρόμι” όπου συναντιούνταν οι καινούργιες τάσεις και τα καλλιτεχνικά ρεύματα κάθε είδους. Μαζί με την Βιέννη, το Ντύσσελντορφ, τη Δρέσδη, την Κοπεγχάγη και φυσικά το Παρίσι, το Μόναχο ήταν από τα σπουδαιότερα κέντρα καλλιτεχνικής δραστηριότητας στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα ( με τα μουσεία του, τις gallery, τις σημαντικές εκθέσεις που οργανώνονταν κάθε τόσο, τα καφενεία που σύχναζαν καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αλλά κυρίως της Ακαδημίας). Εκεί δάσκαλός του ήταν ο Καρλ φον Πιλότυ, ο βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία.
Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρόνος Σίμων Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη που μόλις είχε φτάσει στο Μόναχο, για να σπουδάσει κι αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί επισκέφτηκαν μουσεία και εκθέσεις , καθώς και γραφικά χωριά της Βαυαρίας.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Καλών Τεχνών, στην έδρα Ανώτατης Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια. Το 1873, παρέα με το Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μ. Ασία. Τον επόμενο χρόνο πήγε πάλι στο Μόναχο και έμεινε για ένα χρόνο. Το 1876 αναχώρησε πάλι για το Μόναχο και το Παρίσι. Το 1876 επισκέφτηκε την Αίγυπτο και το ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Το 1880 γεννήθηκε το πρώτο από τα έξι του παιδιά, πέντε γιους και μία κόρη. Ο γιος του Νικόλαος έγινε και αυτός ζωγράφος με εξίσου σημαντικά έργα.
Ο Λύτρας δούλεψε ενσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στο Σχολείο των Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και τη δόξα. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, μεταξύ των οποίων ο Ιακωβίδης, ο Πανταζής, ο Ροΐλος, ο Βώκος. Πέθανε σε ηλικία 72 χρονών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφειλόταν σε δηλητηρίαση από τις χημικές ουσίες των χρωμάτων του. Λίγους μήνες αργότερα την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών ανέλαβε ο παλιός μαθητής του Ιακωβίδης.
Το έργο του περιλαμβάνει ηθογραφίες και προσωπογραφίες και χαρακτηρίζεται ως ιστορική ζωγραφική. Ο καταξιωμένος αυτός καλλιτέχνης ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: Στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873) και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ήταν ο επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας.
Το 1903 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό της Σωτήρος και το 1909 -μετά το θάνατό του – τα έργα του παρουσιάστηκαν στην έκθεση ‘’Η σχολή του Πιλότυ 1885-1886”, στην γκαλερί Heinomann του Μονάχου. Το 1933 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Α.Σ.Κ.Τ. με 186 έργα του.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα: Στην αρχή , η επαφή με τον Τίρς ,του ανοίγει τους ορίζοντες της Βυζαντινής τέχνης, μελετά τα ψηφιδωτά στο Δαφνί και τον Όσιο Λουκά και φιλοτεχνεί τοιχογραφίες για το Δαφνί. Το 1855 πήρε μέρος στην έκθεση του Παρισιού με την εικόνα της Παναγίας Πλατυτέρας που συνδύαζε τη βυζαντινή εικονογραφία με την βυζαντινή αισθητική. Παράλληλα ζωγραφίζει και αυστηρές προσωπογραφίες.
Τα χρόνια του Μονάχου: Κατά την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ ασχολήθηκε με τη λεγόμενη Ιστορική Ζωγραφική, με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: ”Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε’ ”, ”Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της”. Οι επιρροές του δασκάλου του, Πιλότυ, είναι εμφανείς στο έργο του. ‘‘Η Αντιγόνη εμπρός στο νερό Πολυνείκη” (1865) θυμίζει το έργο του Πιλότυ ‘‘Ο Σένι μπρος στο νερό Βαλενστάιν” (1855), αλλά η λιτή διατύπωση και σαφήνεια οφείλεται στην προσωπικότητα του Λύτρα. Η σύνθεση βασίζεται στους 2 άξονες που σχηματίζουν οι μορφές. Η αυστηρότητα της σύνθεσης τονίζει τη σοβαρότητα της σκηνής. Ο δραματικός ρόλος του φωτισμού υποβάλλει το τραγικό στοιχείο. Όμως ο ρομαντικός τόνος του πίνακα δεν αλλάζει την ακαδημαϊκή αισθητική με την ακρίβεια στην απόδοση των σχημάτων , την ψυχρή χρωματική κλίμακα, τους πλαστικούς όγκους, τη λεία επιμελημένη επεξεργασία της επιφάνειας. Αφαίρεση, λιτότητα, και μέτρο είναι τα στοιχεία της έμφυτης διάθεσης του καλλιτέχνη . Αυτά επικρατούν στο έργο που ,παρά την αποδοχή των προσταγμάτων του δασκάλου, αναπτύσσει και διαμορφώνει την προσωπική του άποψη, κάτι που θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό στην επόμενη περίοδο της Αθήνας. Επιλέγει γενικά , όπως ο Πιλότυ, ιστορικές σκηνές δραματικού περιεχομένου που τις δραματοποιεί με στοιχεία ήθους και πάθους.
Τα χρόνια της Αθήνας: Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες αλλά και με θέματα της ζωής στο χωριό και στην πόλη. Τα γραφικά θέματα και στιγμιότυπα ενέπνευσαν μερικά από τα πλέον γνωστά ηθογραφικά του έργα. Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στην Μ. Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία της προσφιλούς στη Δύση μυστηριακής Ανατολής.
Το έργο του ‘’Τα κάλαντα” (1873) εικονίζει το γνωστό έθιμο της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Είναι σούρουπο με γεμάτο φεγγάρι. Στο εσωτερικό μιας αυλής ενός χωριάτικου σπιτιού 5 παιδιά με γραφικές φορεσιές τραγουδούν τα κάλαντα με ταμπούρλο και φλογέρα. Στην πόρτα του σπιτιού δεξιά στέκεται η σπιτονοικοκυρά με το μωρό της. Στο βάθος πίσω από τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο ξεπροβάλλει το κεφάλι ενός πιτσιρίκου. Στην οργάνωση της σύνθεσης φαίνεται η επίδραση της σύγχρονης ηθογραφικής ζωγραφικής του Μονάχου. Σύνθεση δεμένη, ισορροπημένη, υπολογισμένη, υποβάλλει την αίσθηση γαλήνης και ασφάλειας. Όμως αυτό το έργο θα μπορούσε να γίνει μόνο από έναν Έλληνα. Και λέγοντας αυτό εννοείται το βίωμα και όχι η Ελλάδα με τα ανάλογα κουστούμια, τους τόπους και τα αρχαία ανάγλυφα. Μόνο εκείνος που κάποτε τραγουδούσε τα κάλαντα σε μια κάτασπρη απ’ την πανσέληνο χειμωνιάτικη νύχτα μπορεί να εκφράσει τη μαγεία της.
Με τα ταξίδια του στο Μόναχο και το Παρίσι ανανεώνει τις εμπειρίες από τη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη. Ο κύκλος του ζωγράφου Λαίμπλ επηρεάζει το έργο του υπέρ των γάλλων ζωγράφων. Τα χρώματα ξανοίγουν κι άλλο, το φως γίνεται αισθητότερο, τα περιγράμματα πιο καθαρά και ο ρεαλισμός ενισχύεται.
Στην αφετηρία αυτών των επιδράσεων βρίσκονται τα έργα ‘’Το φίλημα” και ‘’Η προσμονή”. Το τελευταίο είναι ένα αντιπροσωπευτικό έργο του τέλους αυτής της περιόδου. Τεντωμένη στις άκρες των ποδιών της, μια λυγερή κόρη ντυμένη στα λευκά αγναντεύει από το παράθυρο το δρόμο από όπου θα φανεί ο αγαπημένος της. Δίπλα της ορθώνει το λεπτό του μίσχο ένας ολάνθιστος άσπρος κρίνος, σύμβολο της παρθενικής της δροσιάς. Πρόκειται ουσιαστικά για την πιο λιτή και λυρική εκδοχή του παλιότερου πίνακα ‘’Το φιλί”. Όμως εδώ ο Λύτρας ξεπερνά τα στενά όρια της ηθογραφίας. Το θέμα αναπλάθεται σύμφωνα με μια καθαρά προσωπική όραση, γίνεται μια ποιητική διατύπωση ενός οράματος εσωτερικού με ιδανική ομορφιά. Ο σοβαρός ανεπαίσθητα μελαγχολικός τόνος του πίνακα, η λιτότητα της χρωματικής κλίμακας (λευκά, σέπια, ώχρα) και η επεξεργασία του προαναγγέλλουν τις τελευταίες δημιουργίες του ζωγράφου. Και στο ‘’φιλί” και στην ‘’προσμονή” το θέμα χαρακτηρίζεται από μεγάλη τρυφερότητα.
Ο Λύτρας έκανε και πολλές από τις πιο αξιόλογες προσωπογραφίες της ελληνικής τέχνης. Επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας έχει φιλοτεχνήσει ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών της οικογένειας Σερπιέρη, του Λύσανδρου Καυτατζόγλου και της οικογένειάς του, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας, του Όθωνα και της Αμαλίας και άλλων επιφανών Αθηναίων. Οι εικονιζόμενοι, άντρες και γυναίκες, με τα διακριτά γνωρίσματα της υπεροχής τους, αγέρωχο ύφος και πλούσια ρούχα, επιβλητικό περιβάλλον, προβάλλονται εντυπωσιακά μέσα στο ζωγραφικό χώρο, ενώ ο ζωγράφος με ψυχογραφική διεισδυτικότητα τονίζει τα ξεχωριστά στοιχεία κάθε προσωπογραφημένου. Γενικά χρησιμοποιεί κλασικούς συνθετικούς τύπους παρουσίασης. Προσπαθεί να βρει τη μορφή σε μια τυπική γι΄αυτή θέση, που να βοηθά την απόδοση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που αποτελούν βασικούς φορείς έκφρασης. Έτσι μας δίνει μια αποκαλυπτική εικόνα του παριστανόμενου που δεν αποδίδει το είδωλό του, αλλά τα χαρακτηριστικά του.
Τα τελευταία χρόνια: Τα έργα των τελευταίων χρόνων, όπου η αστείρευτη δημιουργική δύναμη της ψυχής μάχεται τη μελαγχολία των γηρατειών είναι τα πιο συγκλονιστικά. Τα θέματα φορτίζονται με θρησκευτικούς απόηχους και μηνύματα θανάτου. Ο δροσερές λυγερόκορμες κοπέλες δίνουν τη θέση τους σε ασκητικές, μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα, όπως στα έργα ‘Τα άνθη του επιτάφιου”, ‘’Καλόγρια στο Μαγκάλι”, ΄΄Θυμίασμα στον τάφο”. Ταυτόχρονα και αναπάντεχα βλέπουμε και έργα με ιμπρεσιονιστικό χαρακτήρα, έντονο φυσικό φως και ζωηρά χρώματα όπως στο έργο ‘’Γυναίκα με κόκορα”.
Στις προσωπογραφίες του γίνεται πιο συμβατικός, τα περιγράμματα θολώνουν, οι τόνοι χλωμιάζουν. Παρ’ όλα αυτά ξεχωρίζει η προσωπογραφία του Βάσου Μαυροβουνιώτη με τη φωτεινή της χρωματική κλίμακα, τελευταίο έργο του μεγάλου καλλιτέχνη. Η προσήλωση του Λύτρα στη Σχολή του Μονάχου παραμένει ως το τέλος.
Βιβλιογραφία: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ, η ιστορία της νεοελληνικής ζωφραφικής, τόμος α’, εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα 1976. [Ανδριανή Αμπάβη, Πηγή http://ellas2.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου