ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Δ΄

 


ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Δ΄

Γράφει ο


Το χαρακτηριστικό της περιόδου της Κατοχής είναι τα πολλά «κέντρα» τα οποία ασκούσαν παράλληλα εξουσία στην Ελλάδα είτε από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό της χώρας.
Καθένα από αυτά τα «κέντρα» είχε τους δικούς του σκοπούς – όμως συχνά συμμαχούσαν μεταξύ τους εναντίον κάποιων άλλων, με τις συμμαχίες να αλλάζουν κάθε τόσο ή συγκρούονταν.
Μονάχα προς το τέλος της Κατοχής διαμορφώθηκαν οριστικά οι πόλοι οι οποίοι επρόκειτο να ανταγωνιστούν για το «έπαθλο» της διακυβέρνησης της χώρας – μάλιστα ένας από τους λόγους που το ΚΚΕ και το ΕΑΜ όχι μόνο τελικά έχασαν την εξουσία αλλά γνώρισαν και τη στρατιωτική συντριβή, είναι ακριβώς η… ελλιπής κατανόηση των φίλων και των αντιπάλων τους!
Πριν πάμε λοιπόν στη συνέχεια της εξιστόρησης των γεγονότων, αξίζει να αναφέρουμε ποια ήταν αυτά τα «κέντρα» εξουσίας – στα οποία εννοείται θα αναφερθούμε με περισσότερες λεπτομέρειες, όπου χρειαστεί, στις επόμενες συνέχειες.
Α) ΞΕΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ.
Με την ολοκλήρωση της κατάληψης της Ελλάδας από τους Γερμανούς η χώρα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής – τη διοίκηση των οποίων ανέλαβαν αντίστοιχα οι Γερμανοί, οι Βούλγαροι και οι Ιταλοί.
Δεν είναι τυχαία η σειρά με την οποία τους αναφέραμε: τη μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή την είχαν οι Γερμανοί, οι οποίοι ανέλαβαν τη διοίκηση των στρατηγικής σημασίας περιοχών. Δηλαδή της Αθήνας και του Πειραιά, των τριών τετάρτων της Κρήτης, εκτός δηλαδή του σημερινού νομού Λασιθίου, τη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία (εννοείται και τη Θεσσαλονίκη), κάποια νησιά του Αιγαίου (Λέσβο, Χίο, Λήμνο και δυο – τρία νησιά των Κυκλάδων) και το ανατολικό τμήμα της Θράκης, στα όρια περίπου του σημερινού νομού Έβρου, προκειμένου να ελέγχουν τα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας.
Δεύτεροι σε ισχύ ήταν οι Βούλγαροι στη ζώνη που ανέλαβαν, δηλαδή στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη, εκτός του τμήματος της τελευταίας που είχαν αναλάβει οι Γερμανοί. Η βουλγάρικη κατοχή δεν είχε απλώς στρατιωτικούς και γεωπολιτικούς σκοπούς όπως η γερμανική: οι Βούλγαροι επιδίωκαν να εκδιώξουν σταδιακά το ελληνικό στοιχείο από τις παραπάνω περιοχές «ευθύνης τους», να εγκαταστήσουν Βούλγαρους εποίκους και να τις προσαρτήσουν στη Βουλγαρία!
Τρίτοι σε ισχύ αν και εκείνοι είχαν ξεκινήσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας ήταν οι Ιταλοί. Από πλευράς εδαφικής έκτασης η ζώνη ευθύνης τους ήταν η μεγαλύτερη – δηλαδή Στερεά Ελλάδα (εκτός Αθήνας και Πειραιά, όπου όμως κι εκεί διατηρούσαν στρατιωτικές δυνάμεις), Πελοπόννησος, Θεσσαλία, Ήπειρος, τα νησιά των Κυκλάδων και του Αιγαίου που δεν είχαν περάσει στο «μερίδιο» των Γερμανών, τα Επτάνησα και η ανατολική Κρήτη όπως είπαμε – ενώ ήδη από το 1912 κατείχαν τα Δωδεκάνησα!
Η ιταλική κατοχή έχει τη φήμη της πιο «ήπιας» - αυτό ισχύει μόνο εν μέρει και όπου συνέβη οφείλεται στη… μειωμένη φασιστική διάθεση των Ιταλών αξιωματικών και στρατιωτών κατά περιοχές. Αλλού όμως, όπου υπήρχαν φανατικοί φασίστες, ήταν το ίδιο σκληρή με τη γερμανική. Οι Ιταλοί πάντως, στην πλειοψηφία τους, από τον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή τους μέχρι τον πιο απλό φαντάρο, περισσότερο ενδιαφέρονταν… για το πλιάτσικο και την καλοπέρασή τους παρά για τη φασιστική «ιδεολογία».
Επίσης και εκείνοι (το ιταλικό φασιστικό καθεστώς δηλαδή ) είχαν βλέψεις προσάρτησης τμημάτων τουλάχιστον της Ελλάδας στη νέα… «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» που «οραματιζόταν» ότι θα… ανασύσταινε ο Μουσολίνι – αυτά τα τμήματα ήταν τα Επτάνησα, η Θεσσαλία όπου προσπάθησαν, με οικτρή αποτυχία τελικά να στήσουν ένα… «Πριγκιπάτο της Πίνδου» από Βλάχους με την ψευδοϊστορική δικαιολογία ότι οι Βλάχοι κατάγονταν από… Ρωμαίους λεγεωνάριους (!!!), η Ήπειρος, όπου χρησιμοποίησαν για το σκοπό αυτό τους Τσάμηδες (γι’ αυτό οι τελευταίοι μετά από τη λήξη του πολέμου εκδιώχτηκαν στην Αλβανία) και φυσικά τα Δωδεκάνησα.
Ωστόσο οι Ιταλοί ποτέ τους δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το σύμπλεγμα του ηττημένου! Όχι μόνο δεν είχαν νικήσει τον ελληνικό στρατό στον πόλεμο αλλά είχαν γελοιοποιηθεί και χρειαστεί τη βοήθεια των Γερμανών για να επικρατήσουν… με αποτέλεσμα να τους χλευάζουν εκτός από τους Έλληνες και οι Γερμανοί και συχνά, τουλάχιστον οι απλοί Γερμανοί φαντάροι και οι κατώτεροι αξιωματικοί να παίρνουν το μέρος των Ελλήνων σε περιπτώσεις δημιουργίας έντασης με Ιταλούς ή απλώς… να το διασκεδάζουν.
Σταδιακά η ιταλική κατοχή παρήκμαζε όλο και περισσότερο ακολουθώντας τις τύχες της Ιταλίας στον πόλεμο… και ύστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 τη «ζώνη ευθύνης» των Ιταλών την ανέλαβαν οι Γερμανοί – αυτά όμως είναι γεγονότα που θα περιγραφούν παρακάτω.
Β) ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ:
Οι Γερμανοί επέλεξαν να διατηρήσουν τυπικά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ως «προστατευόμενου κράτους» και για το σκοπό αυτό εγκατέστησαν μια κυβέρνηση ελεγχόμενη από αυτούς (και σε πολύ μικρότερο ποσοστό από τους Ιταλούς) αφού πρώτα άλλαξαν το όνομα της χώρας από «Βασίλειον της Ελλάδος» σε «Ελληνική Πολιτεία».
Δεν ήταν καθόλου δύσκολο, ειδικά στην αρχή της Κατοχής να βρουν τους «κατάλληλους» συνεργάτες στους οποίους ανέθεσαν αυτό το ρόλο. Όχι μόνο όσοι είχαν ανοιχτά φασιστικές και ναζιστικές συμπάθειες αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των αστών πολιτικών και των αστών οικονομικών παραγόντων προσχώρησε στην άποψη ότι η Ελλάδα «είχε πράξει εντίμως το καθήκον της» πολεμώντας τους Ιταλούς, ότι δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει και τους Γερμανούς και ότι αυτό που θα έπρεπε να κάνουν και η άρχουσα τάξη και ο ελληνικός λαός θα ήταν… να προσπαθήσουν να επιβιώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα ώσπου να τελείωνε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ύστερα να προσαρμοστούν στις θελήσεις εκείνων που θα νικούσαν – και δεν ήταν καθόλου λίγοι που πίστευαν τον Απρίλη του 1941 ότι οι Γερμανοί θα νικούσαν τελικά!
Έτσι όταν ανέλαβε ως «πρωθυπουργός» ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, εκείνος δηλαδή που είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, με υπουργούς μια σειρά άλλων στρατηγών, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο ήρωας του ελληνοϊταλικού πολέμου Χαράλαμπος Κατσιμήτρος και ορισμένους πολιτικούς και καθηγητές Πανεπιστημίου κι οικονομολόγους δεύτερης σειράς, γερμανόπληκτους ή διεφθαρμένους, το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος του αστικού πολιτικού και οικονομικού κόσμου «αναγκαίο για να μην αναλάβει να κυβερνήσει κάποιος γκαουλάιτερ» - στην πραγματικότητα όμως η κυβέρνηση αυτή δεν είχε καμιά ουσιαστική εξουσία.
Οι πρώτοι λοιπόν πέντε - έξι μήνες της κυβέρνησης Τσολάκογλου πέρασαν μάλλον… σε κλίμα ηρεμίας και σχετικής αποδοχής από τους προπολεμικούς παλιούς πολιτικούς – όμως αυτή η κατάσταση άλλαξε δραματικά από το Φθινόπωρο – Χειμώνα του 1941, όταν ήρθε η συμφορά της μεγάλης πείνας, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω. Τότε η κυβέρνηση αυτή άρχισε να φυλλορροεί, καθώς πολλά μέλη της παραιτήθηκαν και να παρακμάζει ώσπου παραιτήθηκε ολόκληρη στις 2 Δεκεμβρίου του 1942. Θα την ακολουθούσαν άλλες δυο κατοχικές κυβερνήσεις, μια μάλλον μεταβατική, λίγων μηνών (2 Δεκεμβρίου 1942 – 7 Απριλίου 1943), με «πρωθυπουργό» τον γερμανόπληκτο καθηγητή της μαιευτικής Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και μια τρίτη, η χειρότερη όλων, με «πρωθυπουργό» τον προπολεμικό υπερδεξιό πολιτικό Ιωάννη Ράλλη, η οποία παρέμεινε ως το τέλος της Κατοχής.
Ο ρόλος της τρίτης αυτής κυβέρνησης ήταν πολύ πιο σύνθετος και οι πρωτοβουλίες που πήρε περισσότερες: σκοπός της ήταν ουσιαστικά η υποστήριξη της γερμανικής Κατοχής για όσο ακόμα θα διαρκούσε, ο αγώνας κατά του ΕΑΜ και κατά του ΚΚΕ και η παράδοση της εξουσίας από τους Γερμανούς στους Άγγλους! Και πρέπει να πούμε ότι… πέτυχε σε αυτό το «καθήκον» της.
Οι κατοχικές αυτές κυβερνήσεις αρχικά δεν διέθεταν στρατιωτικές δυνάμεις, παρά μόνο τα σώματα ασφαλείας, τα οποία… δεν δυσκολεύτηκαν να «προσαρμοστούν» στα νέα τους καθήκοντα, αφού αυτά… δεν ήταν καθόλου νέα – διότι το κύριο αντικείμενό τους παρέμεινε «ο αντικομμουνιστικός αγών», όπως επί της δικτατορίας του Μεταξά! Όμως στα σώματα ασφαλείας, δηλαδή στην Αστυνομία και στη Χωροφυλακή υπήρχαν και άνθρωποι των Άγγλων αλλά και άνθρωποι που έβλεπαν με συμπάθεια το ΕΑΜ! Και φυσικά άνθρωποι που πήγαιναν… όπου φυσούσε ο άνεμος, αναλόγως με τις εξελίξεις.
Σταδιακά, όσο δυνάμωνε το ΕΑΜικό κυρίως αντάρτικο αλλά κι εκείνο των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κλπ.), άρχισαν να εμφανίζονται διάφορες παρακρατικές και παραστρατιωτικές οργανώσεις και ομάδες περισσότερο ή λιγότερο συνδεμένες με τις κατοχικές κυβερνήσεις – μέχρις ότου τελικά δημιουργήθηκε και η «επίσημη» στρατιωτική δύναμή τους, τα περιβόητα Τάγματα Ασφαλείας. Σκοπός των τελευταίων ήταν ακριβώς εκείνος που προαναφέραμε ότι είχε η τελευταία κατοχική κυβέρνηση, αυτή του Ιωάννη Ράλλη! Δηλαδή ο αγώνας κατά του ΕΑΜ και κατά του ΚΚΕ και η παράδοση της εξουσίας από τους Γερμανούς στους Άγγλους! Έστω και αν οι τελευταίοι κατά την εξέλιξη των γεγονότων αναγκάστηκαν τυπικά να τα «αποκηρύξουν».
Γ) ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΟΡΙΣΤΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Μπορεί οι Γερμανοί να κατέλαβαν τελικά την Ελλάδα, μπορεί το αγγλικό εκστρατευτικό σώμα να αναγκάστηκε να αποχωρήσει άρον – άρον αφήνοντας πάντως πίσω αρκετούς που ξέμειναν και είτε πιάστηκαν αιχμάλωτοι είτε κρύφτηκαν με τη συγκινητική συμπαράσταση των Ελλήνων αλλά η Μεγάλη Βρετανία δεν είχε καθόλου παραιτηθεί από τις βλέψεις της στην Ελλάδα – έβλεπε πολύ μπροστά και αποσκοπούσε στο πώς θα διατηρούσε την επιρροή της και θα κυριαρχούσε στην Ελλάδα ύστερα από το τέλος του πολέμου.
Προς το παρόν, τον Ιούνιο του 1941, όταν τελείωσε και η μάχη της Κρήτης, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού διέφυγαν στην Αίγυπτο. Αν και υπήρξαν σκέψεις να εγκατασταθούν στην αγγλοκρατούμενη τότε Κύπρο, οι Βρετανοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά για λόγους που όλοι καταλαβαίνουμε, δηλαδή επειδή φοβόντουσαν ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρώτο βήμα για την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ύστερα από τον πόλεμο!
Αλλά και στην Αίγυπτο δεν ήταν εύκολη υπόθεση η παραμονή της, διότι αφενός η υπό αγγλική επιρροή αλλά αυτόνομη αιγυπτιακή κυβέρνηση ήθελε να εμφανίζεται ως «ουδέτερη» και αφετέρου πολλοί από τους Έλληνες της πολύ δυνατής τότε παροικίας της Αιγύπτου δεν την ήθελαν, λόγω των μεταξικών υπουργών της!
Και οι Βρετανοί όμως τώρα ήθελαν να απαλλαγούν από τους υπουργούς – πρωταγωνιστές του καθεστώτος του Μεταξά και να δώσουν ένα πιο «δημοκρατικό» πρόσωπο σε εκείνη την κυβέρνηση – έτσι οι πιο «εκτεθειμένοι» από αυτούς, όπως π.χ. ο διαβόητος «κομμουνιστοφάγος» υπουργός ασφαλείας Μανιαδάκης κ.ά, παραιτήθηκαν πολύ γρήγορα και μερικοί… μετανάστευσαν σε άλλες ηπείρους και δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη διάρκεια της Κατοχής. Σταδιακά στην κυβέρνηση αυτή άρχισαν να επικρατούν όλο και περισσότερο τα βενιζελικά στοιχεία.
Τελικά τόσο η κυβέρνηση όσο και ο βασιλιάς εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο, εκτός από τα στρατιωτικά υπουργεία που παρέμειναν στην Αίγυπτο, ενώ από το Μάρτιο του 1943 η κυβέρνηση μετακόμισε από το Λονδίνο στο Κάιρο.
Ο ίδιος ο Τσουδερός ήταν ένας άνθρωπος αναποφάσιστος, με ροπή σε ίντριγκες του παρασκηνίου και πολιτικάντικους ελιγμούς, ο οποίος έσπερνε σύγχυση με όλες τις κινήσεις του και δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης ακόμα και ανάμεσα στους «δικούς του» - πάντως κατόρθωσε να μείνει στη θέση του ως τις 14 Απρίλη του 1944. Τότε, λόγω των γεγονότων που θα περιγράψουμε παρακάτω, παραιτήθηκε και μετά από μια πολύ βραχύβια κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου που ακολούθησε (14 – 26 Απρίλη 1944), πρωθυπουργός έγινε ο «μοιραίος» Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση των αστικών πολιτικών δυνάμεων και στη διατήρηση της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής – αλλά όλα αυτά θα τα εξιστορήσουμε λεπτομερέστερα στις επόμενες συνέχειες.
Εκτός, όμως, από την κυβέρνηση, υπήρχε και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος από τη μια βαρυνόταν με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και γι’ αυτό ο «παλαιοδημοκρατικός», βενιζελικός πολιτικός κόσμος αρχικά ήταν φανατικά εναντίον της επιστροφής του στην Ελλάδα –πιο φανατικά και από το ΕΑΜ στην πρώτη φάση της Κατοχής! Από την άλλη, είχε την εκτίμηση των Βρετανών λόγω της θέσης που είχε πάρει (στο πλευρό τους) κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη γερμανική εισβολή και το κυριότερο είχε διασυνδέσεις με τη βρετανική βασιλική οικογένεια και τη φανατική, πεισματική υποστήριξη του βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ. Πιθανόν να ανήκαν και στην ίδια μασωνική Στοά! Με αυτές τις «πλάτες» δεν πολυλογάριαζε ή για την ακρίβεια καμιά σημασία δεν έδινε για τη γνώμη των Ελλήνων, ακόμα και της ίδιας της κυβέρνησής «του» για το πρόσωπό του! Το πρόβλημα της επιστροφής ή όχι του βασιλιά επιβάρυνε ιδιαίτερα την πολιτική κατάσταση στη διάρκεια της Κατοχής και στάθηκε τελικά ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες (όχι βέβαια ο μοναδικός) για την εκτροπή της σε εμφύλιο πόλεμο.
Στρατιωτικά τώρα οι δυνάμεις που υποστήριζαν αυτή την εξόριστη βασιλική – αγγλοκινούμενη κυβέρνηση δεν ήταν ασήμαντες. Αφενός υπήρχαν τα ελληνικά στρατεύματα τα οποία σχηματίστηκαν στη Μέση Ανατολή από αξιωματικούς και στρατιώτες που είχαν καταφύγει εκεί ύστερα από την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς ή βρίσκονταν ήδη στην Αίγυπτο. Αυτά τα στρατεύματα υπέφεραν ιδιαίτερα από τη διχόνοια, αρχικά μεταξύ βασιλικών – «παλαιοδημοκρατικών», που πήρε οξύτατη, ένοπλη μορφή και στη συνέχεια από εκείνη μεταξύ όσων υποστήριζαν το ΕΑΜ/ΚΚΕ και όσων ήταν υπέρ της «βασιλικής νομιμότητας». Εξαιτίας μεγάλων γεγονότων που θα περιγράψουμε πιο κάτω, τελικά «εκκαθαρίστηκαν» από τους αριστερούς και έγιναν ένα συμπαγές στρατιωτικό σώμα που αποτέλεσε τον πυρήνα του «Εθνικού Στρατού», δηλαδή του στρατού του επίσημου ελληνικού κράτους, ο οποίος αντιμετώπισε τον «Δημοκρατικό Στρατό» του ΚΚΕ το 1946-49.
Εκτός όμως από τα στρατεύματα της Μέσης Ανατολής η εξόριστη κυβέρνηση και οι Άγγλοι υποστηρίζονταν και από αντάρτικες δυνάμεις μέσα στην Ελλάδα πλήν βέβαια του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, όπως από τις οργανώσεις ΕΔΕΣ/ΕΟΕΑ του Ναπολέοντα Ζέρβα, ΕΚΚΑ του Δημητρίου Ψαρρού, την ΠΕΑΝ που όμως διαλύθηκε γρήγορα από τους Γερμανούς και από άλλες μικρότερες, είτε «κεντρώου» είτε καθαρά δεξιού/ακροδεξιού χαρακτήρα, όπως η διαβόητη οργάνωση «Χ».
Όλες, όμως, μαζί αυτές οι αντάρτικες οργανώσεις και σχήματα είχαν πολύ μικρότερη δύναμη και επιρροή από το ΕΑΜ, κυρίως τοπικού χαρακτήρα.
Υποστηρίζονταν επίσης από μεμονωμένα πρόσωπα που κατείχαν σημαντικές θέσεις στην Ελλάδα, όπως π.χ. ο αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ κι ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Είχαν και αρκετά πρόσωπα που τους παρείχαν βοήθεια όπως πληροφορίες, κατασκοπεία κλπ.
Τελικά για να γίνει δυνατή η επικράτηση των Βρετανών και της «δικής τους» κυβέρνησης το Δεκέμβρη του 1944 χρησιμοποιήθηκαν, εκτός βέβαια από τα αγγλικά στρατεύματα, όλες οι διαθέσιμες αντικομμουνιστικές δυνάμεις, δηλαδή όλες όσες αναφέρθηκαν παραπάνω καθώς και πολλοί από τους άντρες των «αποκυρηγμένων» Ταγμάτων Ασφαλείας.
Η πολιτική των Βρετανών στην Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής πέρασε από διάφορες φάσεις – είχαν το διπλό καθήκον αφενός να υποστηρίξουν τους Έλληνες αντάρτες στον αγώνα κατά των Γερμανών και Ιταλών, όμως αυτή η υποστήριξη περνούσε αναγκαστικά μέσα από την ανάγκη συνεννόησης με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, το οποίο είχε τη μεγαλύτερη δύναμη και πανελλαδικής εμβέλειας επιρροή, έτσι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για αντικατοχικό αγώνα χωρίς τη συμμετοχή του. Αφετέρου, συγχρόνως, οι Βρετανοί ήθελαν να αποδυναμώσουν σταδιακά το ΕΑΜ προς όφελος των φιλικών προς αυτούς αντάρτικων δυνάμεων και να μη το αφήσουν με κανένα τρόπο να καταλάβει την εξουσία ύστερα από τη λήξη του πολέμου. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούσαν πολλές συγχύσεις στην άπειρη και όχι ιδιαίτερα ικανή να κατανοήσει την περίπλοκη πολιτική τους όπως και τη διεθνή κατάσταση ΕΑΜική ηγεσία, με αποτέλεσμα να την παρασύρουν σε μοιραία λάθη.
Δ) ΤΟ ΚΚΕ, ΤΟ ΕΑΜ ΚΑΙ Ο ΕΛΑΣ.
Τέλος, το τέταρτο «κέντρο» που άσκησε εξουσία στην Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής και έφτασε σε θέση να διεκδικεί την εξουσία για όταν θα τελείωνε ο πόλεμος ήταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), μια «μετωπική» οργάνωση δημιουργημένη από το ΚΚΕ και άλλα (πολύ) μικρότερα σοσιαλιστικής κατεύθυνσης κόμματα και προσωπικότητες, το στρατιωτικό κομμάτι της οποίας ήταν ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ κυριάρχησαν στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι των απελευθερωμένων (μέσα στην Κατοχή!) ορεινών κυρίως εδαφών της Ελλάδας, έδωσαν ιδιαίτερα σκληρούς αγώνες μέσα στις πόλεις εναντίον διαφόρων μέτρων που ήθελαν να πάρουν οι κατακτητές, όπως της πολιτικής επιστράτευσης του πληθυσμού και αποστολής εργατών στη Γερμανία καθώς και της διεύρυνσης της «περιοχής ευθύνης» των Βουλγάρων στη Μακεδονία και πέτυχαν τη ματαίωσή τους, σχημάτισαν το 1944 ένα είδος δικής τους κυβέρνησης στα βουνά της Ρούμελης, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), επηρέασαν ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, ασύγκριτα μεγαλύτερο από εκείνο που είχε προπολεμικά υπό την επιρροή του το ΚΚΕ – όμως τελικά ηττήθηκαν και πολιτικά και στρατιωτικά.
Αλλά για όσα αφορούν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ και όσα έγιναν από τη στιγμή που σχηματίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση, θα μιλήσουμε στην επόμενη συνέχεια.
Αυτή η περιγραφή των δυνάμεων που έδρασαν στην κατοχική Ελλάδα μας έβγαλε από την εξιστόρηση των γεγονότων, ήταν όμως απαραίτητη ώστε να γίνει αυτή η εξιστόρηση πιο κατανοητή.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: