ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Θ

 

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Θ΄
Φεύγουμε τώρα για λίγο από την κατεχόμενη Ελλάδα και πάμε στο σημαντικό πεδίο δράσης και… δηλητηριασμένου παρασκηνίου, δηλαδή στη Μέση Ανατολή.
Ή μάλλον… παράλληλα στο Λονδίνο και στο Κάιρο – διότι στο Λονδίνο εγκαταστάθηκαν αρχικά ύστερα από την έναρξη της Κατοχής τόσο ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ όσο και η εξόριστη βασιλική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, ενώ στο Κάιρο εγκαταστάθηκαν τα στρατιωτικά υπουργεία αυτής της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση αυτή δεν είχε άμεση επιρροή στην Ελλάδα, έμμεσα όμως επηρέαζε τις εξελίξεις λειτουργώντας ως πεδίο ελιγμών κι όργανο των Βρετανών.
Οι τελευταίοι, όπως έχουμε προαναφέρει, πριν ακόμα μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, φρόντισαν να αρχίσουν να «ξηλώνουν» το καθεστώς της 4ης Αυγούστου (ήδη ο διορισμός του συντηρητικού βενιζελικού Τσουδερού ως πρωθυπουργού έδειχνε αυτή τους την πρόθεση) και να προσδίδουν στην παραπάνω κυβέρνηση έναν πιο «αστικό – δημοκρατικό» χαρακτήρα.
Όπως αποδείχθηκε, έβλεπαν μπροστά… καθώς δηλαδή το ΕΑΜ κυριάρχησε τελικά στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, αντίβαρό του δεν ήταν δυνατόν να είναι μια μεταξική κυβέρνηση και μάλιστα χωρίς τον Μεταξά. Χρειαζόταν ένα σχήμα ευρύτερο πολιτικά.
Όμως δεν ήταν μόνο το ΕΑΜ το πρόβλημα των Βρετανών που τους έκανε να ενεργήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο.
Ήταν και το γεγονός ότι ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ως υπεύθυνος για την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά (η οποία στην πραγματικότητα ήταν ΔΙΚΗ ΤΟΥ δικτατορία), είχε απομονωθεί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που υπήρχαν στην Ελλάδα, εκτός από μια μικρή δεξιά μειοψηφία.
Ασφαλώς δεν τον ήθελε το ΕΑΜ και οι κομμουνιστές. Δεν τον ήθελε το «παλαιοδημοκρατικό» βενιζελικό Κέντρο – είτε «κεντροαριστερής» είτε «κεντροδεξιάς» απόχρωσης. Δεν τον ήθελαν επίσης κι όσοι ανήκαν στην «ανανεωτική» Δεξιά – κάποιοι απ’ αυτούς ήταν παράγοντες του προπολεμικού Λαϊκού Κόμματος, μειοψηφία ασφαλώς μέσα σ’ αυτό το κόμμα αλλά πιο δυναμικά και «φερέλπιδα» στοιχεία, ενώ κάποιοι άλλοι ήταν ανεξάρτητοι, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Όμως, φανατικά υπέρ του Γεωργίου Β΄ και άκαμπτος εντελώς στη θέση του ότι έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά το τέλος της Κατοχής ήταν ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ – λέγεται, όπως έχουμε επίσης προαναφέρει, ότι μεταξύ άλλων ο λόγος ήταν πως ανήκαν στην ίδια μασωνική στοά. Επίσης το ίδιο φανατικά τον υποστήριζε και η βρετανική βασιλική οικογένεια – κάτι που δεν πρέπει να εκπλήσσει ασφαλώς.
Έτσι οι Βρετανοί είχαν μπροστά τους μια περίπλοκη κατάσταση: η αντιβασιλική στάση της πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας κινδύνευε να ενώσει μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος του κόσμου αυτού με το ΕΑΜ και να του προσδώσει «δημοκρατικά εύσημα», καθώς όλοι ταύτιζαν τον βασιλιά με τη δικτατορία που είχε προηγηθεί της Κατοχής – και τότε η επικράτηση των Βρετανών στη συνέχεια θα δυσκολευόταν πολύ. Δεν θα είχαν ανθρώπους «για να κάνουν τη δουλεία τους» μετά από τη λήξη της Κατοχής.
Εμπειρότατοι όπως ήταν και είναι οι Βρετανοί αποφάσισαν σε εκείνη την αρχική φάση της Κατοχής να μην πάνε κόντρα στον «παλαιοδημοκρατικό» ελληνικό πολιτικό κόσμο. Χωρίς λοιπόν να αλλάξουν τη θέση τους για επιστροφή του βασιλιά, κοίταξαν να ενσωματώσουν τις παραπάνω πολιτικές δυνάμεις και να τις βάλουν στο δικό τους τσουβάλι – αφενός λοιπόν άνοιξαν σταδιακά τις πόρτες για να κυριαρχηθεί από αυτές τις δυνάμεις η κυβέρνηση του Τσουδερού και αφετέρου, σιγά-σιγά, όσο προχωρούσε η Κατοχή κι όσο γινόταν όλο και πιο πιεστικό το πρόβλημα ποιος θα έπαιρνε μετά από τη λήξη της την εξουσία στην Ελλάδα, έθεταν όλο και περισσότερο το δίλημμα στους αστούς πολιτικούς να διαλέξουν μεταξύ κομμουνισμού και μοναρχίας – αυτή βέβαια η προσπάθειά τους δεν πέτυχε αμέσως, είχε πολλές φάσεις και διακυμάνσεις και τελικά μόνο το 1946, όταν άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος κατόρθωσαν να πετύχουν το σκοπό τους.
Εκτός, όμως, από τους Βρετανούς και το ΕΑΜ προσπαθούσε να τραβήξει τους «παλαιοδημοκρατικούς» πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες με το μέρος του – σε αυτό επέμενε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής κάνοντας κατά καιρούς προτάσεις να συμμετάσχουν στην ηγεσία του ακόμα και στους πιο… απίθανους και άκυρους, όπως στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (ο οποίος ανήκε στη Δεξιά), στον παλιό δικτάτορα και αντικομμουνιστή Θεόδωρο Πάγκαλο, στον επίσης αντικομμουνιστή και συντηρητικό «επαναστάτη» του 1922 στρατηγό Στέλιο Γονατά, στον Γεώργιο Παπανδρέου (!!!) και σε άλλους!
Τελικά το ΕΑΜ είχε κάποιες ελάσσονες επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση παίρνοντας με το μέρος του διάφορους αστούς πολιτικούς και παράγοντες όπως τον συνταγματολόγο Αλέξανδρο Σβώλο, τον «κόκκινο συνταγματάρχη», αρχικά ηγέτη της ΕΚΚΑ, Ευριπίδη Μπακιρτζή, τον Ηλία Τσιριμώκο (ο οποίος ήταν κι από τους ιδρυτές του), όπως είδαμε τον συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη, τους καθηγητές Σημίτη (πατέρα του γνωστού πρωθυπουργού της 10ετίας του 1990 και του 2000), Αγγελόπουλο και Δεσποτόπουλο, άλλους βενιζελικούς στρατιωτικούς όπως τον Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, κάποιους προπολεμικούς βουλευτές κλπ. Ωστόσο δεν κατάφερε να πείσει κάποιο από τα «πρώτα ονόματα» του προπολεμικού πολιτικού κόσμου να έρθει με το μέρος του.
Εδώ, ωστόσο, βρίσκεται και ο πυρήνας των λαθών που διέπραξαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στη συνέχεια! Διότι αν οι Άγγλοι έκαναν καλά τη δουλειά τους, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν την έκαναν καθόλου καλά.
Τι εννοούμε; Εννοούμε ότι ενώ όλοι αυτοί οι παλαιοί πολιτικοί ήταν απολύτως χρήσιμοι στους Άγγλους, καθόλου χρήσιμοι δεν ήταν στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ!
Δηλαδή το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είχαν καταλάβει με εντελώς εκπληκτικό τρόπο να κερδίσουν ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ την υποστήριξη του λαού, τόσο χάρις στη δράση της Εθνικής Αλληλεγγύης και στις μαζικές πατριωτικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις που οργάνωνε το ΕΑΜ στις πόλεις όσο και χάρις στη στρατιωτική δράση του ΕΛΑΣ. Με τον τρόπο αυτό, όπως παραδέχεται (το είδαμε στην προηγούμενη συνέχεια) ακόμα κι ο άσπονδος εχθρός τους, Κρις Γουντχάουζ, έφτασαν μετά τα μέσα του 1943 να ελέγχουν τα 4/5 της χώρας και να έχουν λαϊκή υποστήριξη πρωτοφανή κι «αφύσικη» για τα μέτρα του ΚΚΕ στην Ελλάδα.
Και όλα αυτά έγιναν όχι μόνο χωρίς τη βοήθεια των προπολεμικών πολιτικών αλλά παρά την αντίθεσή τους στο ΕΑΜ και στην αντάρτικη αντίσταση, την οποία οι «παλαιοδημοκρατικοί» και παλαιοκομματικοί αυτοί πολιτικοί πάντα θεωρούσαν «άχρηστη» και «επικίνδυνη» - βεβαίως ήταν επικίνδυνη ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ συμφέροντα. Και παρά τις συνεχείς ραδιουργίες πολλών απ’ αυτούς εναντίον του ΕΑΜ. Εξαίρεση ανάμεσα στους άλλους ήταν ασφαλώς ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος αφού έκανε τη μόνη ίσως σοβαρή και ειλικρινή προσπάθεια να οργανώσει αστική Εθνική Αντίσταση, με τη δημιουργία της ΠΕΑΝ, όταν η τελευταία εξαρθρώθηκε, αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μέση Ανατολή κι έδρασε εκεί. Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στο τι ακριβώς έκανε.
Το γεγονός λοιπόν ότι το ΕΑΜ με αποκλειστικά δική του προσπάθεια είχε πετύχει ένα πραγματικό πολιτικό θαύμα για τα ελληνικά δεδομένα και διεκδικούσε με αξιώσεις την εξουσία μετά την απελευθέρωση, δείχνει ότι εκείνο το χρονικό διάστημα οι παλαιοί προπολεμικοί πολιτικοί ήταν απολύτως χρεωκοπημένοι στη συνείδηση του ελληνικού λαού και περιορίζονταν μόνο σε παρασκηνιακές επαφές με τις κατοχικές κυβερνήσεις, σε σχέδια επί χάρτου και σε κουβέντες καφενείου! ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΓΚΗ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΙΧΕ ΤΟ ΕΑΜ.
Όμως, παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία του ΚΚΕ ποτέ δεν ξέφυγε από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι σε αυτούς, αποδεικνύοντας ίσως και την υποτέλεια της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική τάξη και επέμενε… να τους βάλει πάνω από το κεφάλι της.
Αλλά κι αν επιτύγχανε να τους βάλει πάνω από το κεφάλι της, αυτό μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, διότι αυτοί θα τα έσπρωχναν προς την κατεύθυνση υποταγής στους Βρετανούς και προς την απώλεια της εξουσίας όταν θα ερχόταν η κρίσιμη ώρα – αυτό ακριβώς άλλωστε έκαναν, ανεξάρτητα από τις «καλές» ή «κακές» προθέσεις τους οι περισσότεροι εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού κόσμου που τελικά πέτυχε το ΕΑΜ να εντάξει στις δυνάμεις του. Και οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για το ΕΑΜ. Αργότερα πάλι, όταν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είχαν ηττηθεί συντριπτικά στον εμφύλιο πόλεμο και η μοναρχική Δεξιά κυριαρχούσε απόλυτα, αυτοί οι ίδιοι αστοί παράγοντες που είχαν σπεύσει να τα εγκαταλείψουν στα δύσκολα, δηλαδή στη διάρκεια των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου πολέμου, ψάρευαν ψήφους αριστερών «συνεργαζόμενοι» ή «συμπαθούντες» τη νόμιμη έκφραση της Αριστεράς στην Ελλάδα την εποχή του μετεμφυλιακού κράτους, την ΕΔΑ δηλαδή…
Αντίθετα, όπως είπαμε, οι Βρετανοί είχαν ανάγκη από τις υπηρεσίες των παλαιοδημοκρατικών πολιτικών… έτσι με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να τους «αναστήσουν» και να τους ξαναδώσουν το κύρος που είχαν χάσει τοποθετώντας πολλούς απ’ αυτούς στην εξόριστη βασιλική κυβέρνηση.
Έτσι λοιπόν, σύντομα η κυβέρνηση του Τσουδερού απαλλάχθηκε από τους πιο «επιφανείς» μεταξικούς υπουργούς, όπως τον Κοτζιά, τον Δημητράτο, τον Μανιαδάκη κλπ., οι οποίοι, όπως προαναφέραμε, έφυγαν… για άλλες χώρες και ηπείρους και δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στην Κατοχή!
Στις 4 Φεβρουαρίου 1942 καταργήθηκε κι επίσημα από τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και την κυβέρνηση Τσουδερού το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, με συντακτική πράξη που υπέγραψαν βασιλιάς και πρωθυπουργός. Επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1911 και ορίστηκε ως πολίτευμα η «βασιλευομένη δημοκρατία» - το τελευταίο αυτό δεν έγινε τότε δεκτό σχεδόν από καμιά πολιτική δύναμη ή πρόσωπο που δρούσε ή απλώς… καφενοβιούσε στην Ελλάδα. Τόσο το ΕΑΜ όσοι και οι περισσότεροι από τους «παλαιοδημοκρατικούς» πολιτικούς απαιτούσαν να λυθεί το θέμα του πολιτεύματος με δημοψήφισμα που θα γινόταν μετά από την απελευθέρωση και να μην επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα πριν διεξαχθεί αυτό το δημοψήφισμα. Όμως οι Βρετανοί είχαν δείξει τις προθέσεις τους και περίμεναν υπομονετικά την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων.
Οι αλλαγές στη σύνθεση αυτής της κυβέρνησης ήταν συχνές και προοδευτικά έμπαιναν όλο και περισσότερα βενιζελικά στοιχεία – αναφέρουμε ενδεικτικά τους Βύρωνα Καραπαναγιώτη και Γεώργιο Ρούσσο, επιφανή στελέχη προπολεμικά του Κόμματος των Φιλελευθέρων και μάλιστα (ειδικά ο Ρούσσος) της «κεντροαριστερής» τάσης του. Όμως τον έλεγχο της πολιτικής που ασκούσε η κυβέρνηση τον είχαν χωρίς την παραμικρή αμφιβολία οι Βρετανοί.
Ο ίδιος ο Τσουδερός ήταν ένας άνθρωπος επιρρεπής στις ίντριγκες και στη μικροπολιτική, ο οποίος δημιουργούσε θολούρα, σύγχυση, εκνευρισμό και μόνη φιλοδοξία είχε… να παραμείνει με κάθε τρόπο στη θέση του κάνοντας τα θελήματα των Άγγλων ώστε να επιστρέψει σαν πρωθυπουργός στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Τελικά δεν το κατόρθωσε – παρακάτω θα δούμε γιατί και πώς.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση αυτή πήρε μια «ένεση ανανέωσης» όταν στις 18 Απρίλη του 1942 έφτασε στο Κάιρο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος ανέλαβε στις 2 Μαϊου 1942 αντιπρόεδρός της, ενώ στις 1 Ιουνίου του 1942 ανέλαβε και υπουργός εθνικής αμύνης.
Πριν συνεχίσουμε, όμως, με τη δράση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, η οποία σημάδεψε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα ορισμένων μηνών, πρέπει να πούμε ότι στο Κάιρο, όπου βρισκόταν όπως προαναφέραμε το πιο σημαντικό παρακλάδι της παραπάνω κυβέρνησης, δηλαδή τα στρατιωτικά υπουργεία, εκτός από τα παρασκήνια που είχαν να κάνουν με τις ραδιουργίες των Βρετανών και την κατανομή των υπουργείων, υπήρχε ιδιαίτερα μεγάλη κινητικότητα κι αναβρασμός «από τα κάτω».
Τότε στην Αίγυπτο υπήρχε μεγάλη ελληνική παροικία, με ισχυρούς παράγοντες, τους περισσότερους αγγλόφιλους αλλά και κάποιους οι οποίοι σταδιακά επηρεάστηκαν και συμπάθησαν τον αγώνα του ΕΑΜ. Και με πολλούς Έλληνες σε στρατεύσιμη ηλικία - άλλοι από αυτούς ζούσαν στην Αίγυπτο και άλλοι, όλο και περισσότεροι, έφταναν από την κατεχόμενη Ελλάδα.
Όλοι αυτοί οι στρατεύσιμοι ήταν τότε εντελώς απαραίτητοι στον πόλεμο που διεξήγαγαν οι Βρετανοί στη Βόρεια Αφρική κατά των Γερμανών του Έρβιν Ρόμμελ – ένας πόλεμος που κάθε άλλο παρά εύκολος ήταν γι’ αυτούς. Έτσι, δεν είχαν την πολυτέλεια να «ξεδιαλέξουν» ποιοι απ’ όλους αυτούς τους στρατεύσιμους, αξιωματικούς και στρατιώτες, ήταν πολιτικά μαζί τους ή όχι.
Σε αυτά τα πλαίσια λοιπόν με μια σειρά διαταγμάτων που άρχισαν να εκδίδονται ήδη από το 1941, επαναφέρθηκαν στην ενεργό υπηρεσία όσοι απότακτοι αξιωματικοί από το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του 1935 αλλά και από το «κίνημα της Κρήτης» κατά του Μεταξά το 1938 είχαν βρεθεί στη Μέση Ανατολή και επανήλθαν στο στράτευμα με το βαθμό που είχαν όταν αποτάχθηκαν.
Αλλά παράλληλα με αυτούς συνέχισαν να υπάρχουν και να υπηρετούν και οι αντιβενιζελικοί, μεταξικοί και φιλοβασιλικοί στην πλειοψηφία τους αξιωματικοί που είχαν παραμείνει στον ελληνικό στρατό και δεν είχαν «εκκαθαριστεί» το 1935.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε τον πρώτο διχασμό ανάμεσα στο ελληνικό στράτευμα, ο οποίος προερχόταν τόσο από τις αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις των αξιωματικών, περιστρεφόμενες κυρίως γύρω από το θέμα της επιστροφής ή όχι του βασιλιά Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα όσο και από επαγγελματικές αντιζηλίες: με άλλα λόγια οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν ήδη στο στρατό, δηλαδή οι μεταξικοί/φιλοβασιλικοί, δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την επάνοδο των βενιζελικών απότακτων του 1935, διότι θεώρησαν ότι έτσι θα δυσκολευόταν η δική τους εξέλιξη στο στρατό, δηλαδή θα αποκτούσαν ανταγωνιστές για τις προαγωγές κλπ. Έτσι, η «φαγωμάρα» ήταν συνεχής.
Παρ’ όλες τις μεγάλες δυσκολίες πάντως κι όσο ο αριθμός εκείνων που κατέβαιναν από την Ελλάδα αυξανόταν, τελικά δημιουργήθηκε στη Μέση Ανατολή ένας στρατός αξιόλογης αριθμητικής δύναμης, με δυο ταξιαρχίες, ένα σύνταγμα αρμάτων, μια επίλεκτη μονάδα αποτελούμενη μόνο από αξιωματικούς με το όνομα «Ιερός Λόχος» καθώς και μια αξιόλογη ναυτική δύναμη, από πλοία του ελληνικού στόλου που είχαν διασωθεί από τον ελληνοϊταλικό κι ελληνογερμανικό πόλεμο. Ενώ υπήρχαν και Έλληνες πιλότοι που υπηρετούσαν στη RAF, δηλαδή στην αγγλική αεροπορία.
Εκτός, όμως από την αντίθεση φιλοβασιλικών – «παλαιοδημοκρατικών», ένας τρίτος παράγοντας έκανε όλο και πιο πολύ την εμφάνισή του ανάμεσα στο ελληνικό στράτευμα της Μέσης Ανατολής – και αυτός δεν ήταν άλλος από το ΕΑΜ! Όσοι δηλαδή συμπαθούσαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ οργανώθηκαν ήδη από τον Οκτώβριο του 1941 στην «Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση» με ηγέτη τον έμπειρο Ικαριώτη κομμουνιστή Γιάννη Σαλλά. Και αυτή η ΑΣΟ απέκτησε λίγο αργότερα και τα ναυτικά κι αεροπορικά παρακλάδια της ΑΟΝ («Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού») και ΑΟΑ («Αντιφασιστική Οργάνωση Αεροπορίας») – όλα αυτά θα τα αποκαλούμε από δω και στο εξής ΑΣΟ για συντομία.
Η ΑΣΟ λοιπόν εξέφραζε το ΕΑΜ στη Μέση Ανατολή – όμως καθώς η επικοινωνία με την Ελλάδα ήταν δύσκολη, είχε μεγάλη αυτονομία στη λειτουργία της και η ηγεσία της έπαιρνε μόνη της κρίσιμες αποφάσεις.
Η επιρροή της ΑΣΟ μεγάλωσε ταχύτατα και σύντομα είχε μαζί της τη μεγάλη πλειοψηφία των απλών στρατιωτών κι ένα σημαντικό μέρος αξιωματικών. Σκοπός της ήταν «η αντιφασιστική ενότητα», στα πλαίσια της οποίας ζητούσαν την απομάκρυνση των μεταξικών αξιωματικών συμμαχώντας ως προς αυτό σε εκείνη την περίοδο με τους «παλαιοδημοκρατικούς» βενιζελικούς αξιωματικούς του κινήματος του 1935.
Φυσικά, οι μεταξικοί/φιλοβασιλικοί αξιωματικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια κι άρχισαν να οργανώνονται κι εκείνοι, τόσο με σκοπό να αλληλοϋποστηριχθούν επαγγελματικά όσο και να κυριαρχήσουν πολιτικά μέσα στο στράτευμα. Δημιούργησαν λοιπόν διάφορες δικές τους οργανώσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν στον ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), δηλαδή τον αρχικό πυρήνα των αξιωματικών που αργότερα (μέσω μετεξέλιξης του ΙΔΕΑ σε άλλη πιο δυναμική οργάνωση) δημιούργησαν τη χούντα των συνταγματαρχών του 1967!
Όλα αυτά εξελίχθηκαν και έφθασαν σε σημείο «βρασμού» το 1943 και το 1944 – όπως όμως προαναφέραμε, τον Ιούνιο του 1942, δηλαδή αρκετά νωρίτερα ανέλαβε υπουργός εθνικής αμύνης ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Φυσικά οι υπόλοιποι παράγοντες της κυβέρνησης του Τσουδερού δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι, διότι θεωρούσαν ότι θα δυνάμωνε πολιτικά σε βάρος τους. Όμως σε εκείνη τη φάση δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν να αναλάβει, διότι τον επέβαλαν οι Βρετανοί, οι οποίοι είχαν κι εκείνοι ανάγκη από την εισαγωγή ενός «νέου πνεύματος» στην ελληνική κυβέρνησή τους – διότι κυβέρνησή τους ήταν στην πραγματικότητα. Κυρίως πρόσβλεπαν στον Κανελλόπουλο ως ικανό να οργανώσει μια πειθαρχημένη κι αξιόμαχη ελληνική στρατιωτική δύναμη.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ήταν τότε νέος, 40 ετών. Για όσους το έχουν ξεχάσει, επαναλαμβάνουμε ότι προπολεμικά ήταν αρχηγός ενός μικρού κόμματος της «ανανεωτικής Δεξιάς», του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος». Αυτό το κόμμα είχε λάβει ποσοστό μόλις 0,77% στις εκλογές του 1936 (χωρίς να μπορέσει να κατεβεί σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες), όμως η προσωπική απήχηση του Κανελλόπουλου ήταν μεγαλύτερη λόγω των «κοινωνιολογικών» απόψεών του και του προφίλ διανοουμένου που είχε από τις φιλολογικές σπουδές του στη Γερμανία. Την εποχή που έφτασε στο Κάιρο αυτή η απήχηση ήταν ιδιαίτερα αυξημένη, καθώς είχε γίνει γνωστή η αντιστασιακή του δράση κι όλοι έλπιζαν ότι θα έφερνε μια νέα πνοή στον αστικό πολιτικό χώρο.
Σκοποί του Κανελλόπουλου ήταν δυο: Ο πρώτος ήταν «η ενότητα του στρατεύματος μακριά από πολιτική» και η οργάνωσή του για να συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό των Βρετανών. Ο δεύτερος ήταν να πείσει, αυτός μόνος του (!!!), τους Βρετανούς για τα εθνικά δίκαια της Ελλάδας, δηλαδή να αποσπάσει την υπόσχεσή τους ότι μετά τη λήξη του πολέμου θα αποδίδονταν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, η Βόρειος Ήπειρος και η Κύπρος.
Εκείνη την εποχή υπηρετούσε στη Μέση Ανατολή ως διπλωμάτης στην υπηρεσία της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης ο μεγάλος ποιητής, αργότερα βραβευμένος με το Νόμπελ, Γιώργος Σεφέρης. Στα «Πολιτικά Ημερολόγια» που έχει γράψει αποτυπώνει θαυμάσια και οξυδερκέστατα από τη δική του πλευρά, του προοδευτικού αστού, το κλίμα, τις ίντριγκες και το χαρακτήρα των προσώπων του τόπου που υπηρέτησε. Ασχολείται λοιπόν και με τον Κανελλόπουλο, με ιδιαίτερη συμπάθεια (κάθε άλλο παρά αυτονόητη για τον «δύσκολο» Σεφέρη) στην αρχή, η οποία όμως μετριάστηκε αρκετά, χωρίς πάντως να χαθεί εντελώς, με την πάροδο των επόμενων μηνών. Όπως και νάχει, ο Σεφέρης γράφει ενθουσιασμένος στις 8 Ιουλίου του 1942 τα εξής:
«Άφιξη Κανελλοπούλου – το σπουδαιότερο γεγονός που μας συνέβηκε από τον καιρό της Κρήτης» (της μάχης της Κρήτης εννοεί). «Η υποδοχή που του έγινε από τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής ήταν καταπληκτική, και ιδιαίτερα θερμή από τους Άγγλους. Αυτό που ο Τσουδερός δεν μπόρεσε να δώσει, τον ενθουσιασμό, το έφερε ο Κανελλόπουλος με τα νιάτα του, με τον παλμό του, και πριν απ’ όλα, το βάφτισμά του στη σκλαβωμένη πατρίδα. Έφερε ένα ξύπνημα, μια αισιοδοξία. Αυτά ώσπου έγινε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Παρακάτω θα ιδούμε. Έχει μεγάλα πλεονεκτήματα και φοβερές δυσκολίες. Θέλω να κάνω ό,τι μπορώ για να τον βοηθήσω. Είναι καθαρός και είναι άνθρωπος της γενιάς μου».
Όμως ο Κανελλόπουλος δεν δικαίωσε αυτές τις μεγάλες προσδοκίες στο πρόσωπό του. Διότι διακρινόταν από αφέλεια, έλλειψη διπλωματικότητας, αδυναμία να κατανοήσει την πραγματική κατάσταση και… μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό του απ’ όσο «μετρούσε» πραγματικά.
Με άλλα λόγια ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, παρά την αναμφισβήτητη προσωπική γενναιότητα κι ακεραιότητά του, όπως αποδείχθηκε και αργότερα, κατά τη μακρά του σταδιοδρομία. Έμεινε «ο άνθρωπος των χαμένων ευκαιριών» ως το 1974!
Είναι αλήθεια ότι πέτυχε πολλά στο οργανωτικό κομμάτι: με τη δραστήρια συμβολή του το πρώτο διάστημα από τότε που ανέλαβε, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή έγιναν πράγματι πιο πειθαρχημένες και αξιόμαχες και πολέμησαν συμβάλλοντας σημαντικά στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Δεν πέτυχε όμως τους πολιτικούς του σκοπούς.
Ο πρώτος από τους πολιτικούς σκοπούς του που προαναφέραμε, δηλαδή «η ενότητα του στρατεύματος μακριά από πολιτική» ήταν ουτοπικός. Σύντομα έγινε αντιπαθής τόσο στους μεταξικούς/φιλοβασιλικούς αξιωματικούς, διότι δεν ήταν όπως εκείνοι αντίθετος στην επάνοδο των αποτάκτων του κινήματος του 1935 όσο και στους «παλαιοδημοκρατικούς» και στους κομμουνιστές, διότι σε πολλές περιπτώσεις έδειχνε να ευνοεί τους φιλοβασιλικούς προσπαθώντας να είναι «δίκαιος». Όμως εκείνη την ταραγμένη εποχή δεν υπήρχε θέση για όποιον προσπαθούσε να τα έχει καλά με όλους και να πατά σε δυο βάρκες. Το αντίθετο αποτέλεσμα επέφερε όποιος το προσπαθούσε.
Έτσι, αντί να μειώσει τη φαγωμάρα στο εσωτερικό του στρατεύματος, πράγμα που θα μπορούσε να γίνει μόνο με απομάκρυνση των πιο σκληρών φιλοβασιλικών (εφόσον η μεγάλη πλειοψηφία αξιωματικών και στρατιωτών ήταν «παλαιοδημοκρατικοί» ή συμπαθούντες το ΕΑΜ) και με την ανάθεση των στρατιωτικών διοικήσεων σε πρόσωπα εμπιστοσύνης των στρατιωτών, τελικά… την όξυνε.
Ο άλλος σκοπός του, δηλαδή το να πείσει τους Άγγλους να υποστηρίξουν τα εθνικά δίκαια της Ελλάδας ήταν ακόμα πιο ουτοπικός – διότι οι Άγγλοι ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να έχουν καλές σχέσεις με την Τουρκία ελπίζοντας ότι θα κατόρθωναν να τη βγάλουν στον πόλεμο στο πλευρό τους. Είναι ευτύχημα που αυτό δεν συνέβη, διότι τα ανταλλάγματα που ήθελαν να της δώσουν περιλάμβαναν νησιά του Αιγαίου, κυρίως τα Δωδεκάνησα τα οποία ήταν τότε υπό ιταλική κατοχή και την Κύπρο. Μπροστά σε αυτές τις επιδιώξεις τους, ασφαλώς δεν άκουγαν τον Κανελλόπουλο, ο οποίος έφτασε να τους γίνει δυσάρεστος και πιεστικός με αλλεπάλληλα αιτήματα και υπομνήματα που τους υπέβαλλε. Δεν έγινε, όμως, δυσάρεστος μονάχα στους Άγγλους αλλά και στον βασιλιά Γεώργιο Β΄, λόγω της θέσης του ότι έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα μόνο αν το επέτρεπε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που θα γινόταν αλλά και στον πρωθυπουργό Τσουδερό, λόγω του ότι ο τελευταίος φοβόταν μήπως οι Βρετανοί τον θεωρούσαν ανίκανο να «συγκρατήσει» τον Κανελλόπουλο!
Σιγά – σιγά λοιπόν μπλέχτηκε στα γρανάζια του παρασκηνίου και της ίντριγκας που κυριαρχούσε στη Μέση Ανατολή και η θέση του αποδυναμώθηκε.
Το τέλος του ως υπουργού της κυβέρνησης του Τσουδερού ήρθε στις αρχές του 1943. Στις 17 Φεβρουαρίου με αφορμή την εντελώς αψυχολόγητη αντικατάσταση ενός δημοφιλούς «παλαιοδημοκρατικού» στρατιωτικού διοικητή κάποιου από τα τάγματα της δεύτερης ελληνικής ταξιαρχίας, που έδρευε τότε στη Βηρυτό, σημειώθηκε το πρώτο από τα «κινήματα της Μέσης Ανατολής», δηλαδή μια εξέγερση μεγάλης έκτασης, η οποία σύντομα εξαπλώθηκε και στην πρώτη ελληνική ταξιαρχία. Πηγαίνοντας ο Κανελλόπουλος «να σβήσει τη φωτιά» προπηλακίστηκε από τους εξαγριωμένους στρατιώτες. Εκατόν πενήντα φιλοβασιλικοί αξιωματικοί παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Τελικά η λύση που δόθηκε από τους Άγγλους ήταν να κλειστούν αυτοί οι εκατόν πενήντα μαζί με ορισμένους φαντάρους που τους υποστήριζαν στο στρατόπεδο Μερτζ Αγιούμ, το οποίο αποτέλεσε το «εκκολαπτήριο» του ΙΔΕΑ!
Η κατάσταση αυτή, παρά την προσωρινή «νίκη» των «παλαιοδημοκρατικών» αποδιοργάνωσε την πειθαρχία στο στράτευμα και δυνάμωσε την ΕΑΜική ΑΣΟ. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της η ΑΣΟ κινούνταν στην «άκρα Αριστερά» του ΕΑΜ και τα συνθήματά της ήταν πιο «προωθημένα», π.χ. δήλωνε κάθετα αντίθετη στην επιστροφή του βασιλιά, ενώ το ΕΑΜ ανέβαλλε τη συζήτηση του θέματος για λόγους «εθνικής ενότητας».
Οι Άγγλοι, καθώς πλέον είχε απομακρυνθεί και ο γερμανικός κίνδυνος κι όλα έδειχναν ότι σύντομα οι Γερμανοί και από τη Βόρεια Αφρική θα απομακρύνονταν και τον πόλεμο γενικότερα θα έχαναν, άρχισαν να θεωρούν το ελληνικό στράτευμα ως πρόβλημα κι όχι ως βοήθεια προς αυτούς – και άρχισαν να αναζητούν την ευκαιρία για το «ξεκαθάρισμά του», δηλαδή για τη δραστική μείωση της δύναμής του και τη συγκρότηση μονάδων μόνο από τους «πειθαρχημένους» αξιωματικούς κι οπλίτες, δηλαδή από όσους ήταν αντίθετοι στο ΕΑΜ, υποστήριζαν την βρετανική πολιτική και κατ’ επέκταση τον βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Αυτό πάντως που έκαναν άμεσα ήταν να ξεφορτωθούν τον «καμένο» Κανελλόπουλο, τον οποίο εξανάγκασαν σε παραίτηση στις 9 Μαρτίου του 1943. Αργότερα βεβαίως ο Κανελλόπουλος θα επανερχόταν υπό διαφορετικές συνθήκες, αρκετά πιο «ενσωματωμένος» στην αγγλική πολιτική.
Σχεδόν αμέσως μετά την παραίτηση του Κανελλόπουλου ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και το κλιμάκιο της κυβέρνησης που έδρευε στο Λονδίνο εγκαταστάθηκαν στο Κάιρο. Ενώ αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανέλαβε ο παλιός «κεντροαριστερός» βενιζελικός και παρά λίγο πρωθυπουργός σε κάποια φάση στη 10ετία του 20, Γεώργιος Ρούσσος. Έτσι η κυβέρνηση του Τσουδερού απέκτησε πιο «παλαιοδημοκρατικό» χρώμα.
Αυτό το μέρος μεγάλωσε πολύ κι έτσι θα συνεχίσουμε στο επόμενο. Μεταξύ όσων δεν έχουμε ακόμα αναλύσει, είναι και η στάση της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στις εξελίξεις στην Ελλάδα – όπου όταν έρθει η ώρα θα μάθετε άγνωστα πράγματα στους περισσότερους!


Δεν υπάρχουν σχόλια: