ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Ζ΄

 


ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Ζ΄

Γράφει ο

Ο ΕΔΕΣ ήταν όπως περιγράψαμε στο προηγούμενο μέρος η πιο σημαντική αντιστασιακή οργάνωση του αστικού πολιτικού χώρου, όχι όμως η μόνη.
Η δεύτερη λοιπόν σε σπουδαιότητα τέτοια οργάνωση, η οποία δημιουργήθηκε πιο αργά από τον ΕΔΕΣ και είχε κακορίζικη πορεία, μοιραία για ολόκληρη την Εθνική Αντίσταση και την ιστορία της Ελλάδας ήταν η ΕΚΚΑ – τα αρχικά της σήμαιναν «Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση».
Αυτή ιδρύθηκε το Νοέμβρη του 1942 από τον απότακτο βενιζελικό συνταγματάρχη του αποτυχημένου κινήματος του 1935, Δημήτριο Ψαρρό και από τον νέο σε ηλικία προπολεμικό πολιτικό του Λαϊκού Κόμματος (δηλαδή του κόμματος της «καθώς πρέπει» προπολεμικής Δεξιάς), Γεώργιο Καρτάλη. Όπως γνωρίζουμε, το ΕΑΜ ιδρύθηκε τον Σεπτέμβρη του 1941, ενώ το Μάη του 1941 είχε προηγηθεί η Εθνική Αλληλεγγύη. Αυτή η χρονική διαφορά του ενάμιση περίπου χρόνου για τις συνθήκες εκείνης της εποχής ισοδυναμεί με καθυστέρηση δεκαετίας – τα γεγονότα στην Κατοχή έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ο Ψαρρός ήταν δημοκράτης, με τάσεις που θα τον κατέτασσαν μεταπολεμικά, αν είχε επιζήσει και συνέχιζε να έχει τις ίδιες ιδέες, στην αριστερή τάση της Σοσιαλδημοκρατίας, ενώ ο Καρτάλης είχε τη φήμη καλού οικονομολόγου και παρά την καταγωγή του από παλιά οικογένεια τσιφλικάδων του Βόλου και το δεξιό του παρελθόν, ανήκε στην «ανανεωτική» τάση του προπολεμικού Λαϊκού Κόμματος και επηρεασμένος από τα γεγονότα της εποχής είχε πάρει στροφή προς τ’ αριστερά ευρισκόμενος το 1942 περίπου στο ίδιο πολιτικό στίγμα με τον Ψαρρό.
Ωστόσο ο Καρτάλης δεν είχε πολιτική πείρα εκείνη την εποχή και ο τρόπος με τον οποίο ασκούσε την πολιτική καθοδήγηση της ΕΚΚΑ, δηλαδή οι αμφιταλαντεύσεις του μεταξύ ΕΑΜ και Άγγλων, προκάλεσε μεγάλη ζημιά. Οι Άγγλοι πάντως θεωρούσαν ότι ανήκε, παρά τις ταλαντεύσεις του αυτές, στη δική τους «σφαίρα επιρροής» και για εκείνο τον καιρό αποδείχθηκε ότι σωστά είχαν εκτιμήσει τις σκέψεις του Καρτάλη.
Έτσι, όπως θα δούμε, η ΕΚΚΑ ήρθε σε αντίθεση με το ΕΑΜ με τραγικές τελικά συνέπειες.
Αν και ο Καρτάλης αργότερα στο «Συνέδριο του Λιβάνου», από το οποίο προέκυψε η ομώνυμη συμφωνία, ήταν από τους πιο παθιασμένους «κατήγορους» του ΕΑΜ (δικαιολογημένα ίσως από την πλευρά του, καθώς είχε επηρεαστεί από τα γεγονότα που θα περιγράψουμε αργότερα), μεταπολεμικά έμεινε συνεπής στις σοσιαλδημοκρατικές ιδέες του και συνεργάστηκε με την ΕΔΑ και το ΚΚΕ. Λένε ότι η απώλειά του σε ηλικία μόλις 49 ετών το 1957, η οποία οφειλόταν σίγουρα στον εθισμό του στο αλκοόλ, στέρησε από την Ελλάδα έναν καλό πολιτικό – αλλά κανείς βέβαια δεν ξέρει πώς θα εξελισσόταν τελικά αν ζούσε περισσότερο.
Η ΕΚΚΑ είχε κι εκείνη ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικών τάσεων πιο «προωθημένο» από το πρόγραμμα του ΕΑΜ, όπως ακριβώς και ο ΕΔΕΣ στην αρχή της ύπαρξής του. Γρήγορα όμως, όπως επίσης κι ο ΕΔΕΣ, ακολούθησε άλλη πορεία.
Το πρόβλημα για την ΕΚΚΑ ήταν ότι δημιουργήθηκε αρκετά αργά και μάλιστα ακριβώς στην περιοχή όπου είχε τη μεγαλύτερη δύναμή του το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κι ο Άρης Βελουχιώτης, δηλαδή στην περιοχή της Ρούμελης και πιο συγκεκριμένα της Παρνασσίδας - Δωρίδας. Ακόμα πιο αργά μάλιστα δημιουργήθηκε το στρατιωτικό σκέλος της, δηλαδή μόλις στις 20 Απριλίου του 1943, όταν πλέον ο ΕΛΑΣ ήταν κυρίαρχος στην περιοχή εκείνη και στο μεγαλύτερο μέρος της απελευθερωμένης Ελλάδας, με δύναμη που αυξανόταν συνεχώς. Αυτό το στρατιωτικό σκέλος ονομάστηκε «5/42 Σύνταγμα Ευζώνων» σε ανάμνηση του ομώνυμου στρατιωτικού συντάγματος της μικρασιατικής εκστρατείας το οποίο είχε επικεφαλής τον Πλαστήρα.
Η ΕΚΚΑ έφτασε τον αριθμό των περίπου χιλίων μαχητών – ήταν μια σημαντική δύναμη στην περιοχή όπου δρούσε αλλά όχι σε πανελλαδικό επίπεδο. Ασφαλώς η προσπάθεια της ΕΚΚΑ να εδραιωθεί και να κυριαρχήσει σε μια περιοχή την οποία ο ΕΛΑΣ όχι απλώς τη θεωρούσε «δική του» αλλά κοιτίδα του, κάθε άλλο παρά ευμενώς δεκτή έγινε από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Αλλά εκτός από το γεγονός ότι το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ δεν έβλεπαν την ΕΚΚΑ με καλό μάτι θέτοντας στον Ψαρρό και στον Καρτάλη το δίλημμα «προσχώρηση στο ΕΑΜ ή διάλυση» και στην ίδια την ΕΚΚΑ δημιουργήθηκαν διαφορετικές τάσεις.
Μια μειοψηφία στελεχών της ΕΚΚΑ, όπως ο θρυλικός «κόκκινος συνταγματάρχης» (ονομάστηκε έτσι διότι αρθρογραφούσε προπολεμικά στον Ριζοσπάστη με αυτό το ψευδώνυμο) Ευριπίδης Μπακιρτζής, πρωταγωνιστής της Επανάστασης του 1922 και του βενιζελικού κινήματος του 1935, με πολύπλευρη και ίσως κι αμφιλεγόμενη ως ένα σημείο δράση σε όλη την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης (θα μιλήσουμε αναλυτικότερα γι’ αυτόν όταν έρθει η ώρα) και ο αντισυνταγματάρχης Κώστας Λαγγουράνης ήταν υπέρ της συνεργασίας με το ΕΑΜ – όμως οι περισσότεροι από τους στρατιωτικούς που είχε στις τάξεις της, με επικεφαλής τους λοχαγούς Θύμιο Δεδούση και Γιώργο Καπετζώνη, ήταν δεξιοί αντικομμουνιστές, υπέρ της διακοπής των συνομιλιών με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και διατεθειμένοι να υπακούουν μόνο στις διαταγές των Άγγλων. Ο Καρτάλης κι ο Ψαρρός ήταν στο «κέντρο» αμφιταλαντευόμενοι διαρκώς και προσπαθούσαν να κρατήσουν τις ισορροπίες και να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα - αντιμετωπίζοντας πάντως με δυσφορία την προσπάθεια «καπελώματος» της ΕΚΚΑ από το ΕΑΜ.
Η ΕΚΚΑ διαλύθηκε και αφοπλίστηκε σχεδόν αναίμακτα με ένοπλη επίθεση του ΕΛΑΣ δυο φορές, στις 13 Μάη και στις 23 Ιουνίου του 1943 αλλά και τις δυο φορές ανασυγκροτήθηκε με επέμβαση των Άγγλων. Η τρίτη φορά όμως, στις 17 Απρίλη του 1944, θα ήταν μοιραία για όλες τις πλευρές – αλλά σε αυτή θα επιστρέψουμε στην εξιστόρηση των γεγονότων που θα γίνει παρακάτω.
Υπήρξαν κι άλλες οργανώσεις του δεξιού πολιτικού χώρου με ένοπλη δύναμη, όλες περιορισμένης, τοπικής εμβέλειας, κυρίως στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Όλες αυτές είτε επειδή είχαν από την αρχή τέτοιο σκοπό είτε επειδή έτσι το έφερε ο ανταγωνισμός τους με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εξελίχθηκαν σε ένοπλες αντικομμουνιστικές οργανώσεις και συνεργάστηκαν λιγότερο ή περισσότερο με τα Τάγματα Ασφαλείας και τις κατοχικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα με εκείνη του Ράλλη. Όλες επίσης συγκρούστηκαν ένοπλα λιγότερο ή περισσότερο με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Πριν ακόμα δημιουργηθεί οποιαδήποτε αντιστασιακή οργάνωση, το πρώτο που ξεκίνησε στην Ελλάδα της Κατοχής ήταν η ανάμιξη των Βρετανών.
Ήδη περιγράψαμε πώς επέβαλαν την αποστολή του εκστρατευτικού σώματός τους στην Ελλάδα, ενώ ακόμα ζούσε ο Μεταξάς, παρά την αντίθεσή του. Πώς επέβαλαν στον Γεώργιο Β΄ ως πρωθυπουργό τον Τσουδερό καταργώντας ουσιαστικά το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Πώς αποκατέστησαν επαφή με τον Ζέρβα τραβώντας (όχι ότι τους ήταν δύσκολο… ) τον ΕΔΕΣ με το μέρος τους. Πώς αρχικά επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας αλλά μετά επέτρεψαν την εισαγωγή τροφίμων, διότι κατάλαβαν ότι ο ελληνικός λαός δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στους κατακτητές λιμοκτονώντας αλλά απλώς θα αφανιζόταν από την πείνα.
Η ανάμιξη, όμως, των Βρετανών ασφαλώς καθόλου δεν περιορίστηκε σε τέτοιες μεμονωμένες κινήσεις. Οι Άγγλοι σε ό,τι έκαναν είχαν ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ – μάλιστα θα λέγαμε ότι ήταν ΟΙ ΜΟΝΟΙ που είχαν στρατηγική και σχέδιο τελικά! Άλλο αν πολλές φορές χρειάστηκε να ελιχθούν και να διαφοροποιούν την τακτική τους από το 1941 ως το 1945.
Για να κατανοήσουμε την πολιτική των Βρετανών πρέπει να λάβουμε υπόψη ένα σοβαρό γεγονός: ότι το Μάιο του 1941 που ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, οι Βρετανοί ήταν ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ στον πόλεμο κατά του Άξονα αντιμετωπίζοντας συγχρόνως Γερμανούς, Ιταλούς και Ιάπωνες! Ούτε η γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης είχε ξεκινήσει ούτε οι ΗΠΑ είχαν μπει στον πόλεμο.
Έτσι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν έχοντας την υποχρέωση να υπερασπίσουν τόσο το ίδιο το νησί τους όσο και την πολύ μεγάλη αποικιακή αυτοκρατορία τους αλλά και τις χώρες στις οποίες ήθελαν να έχουν μόνιμα τον έλεγχο, όπως ήταν η Ελλάδα, ήταν τεράστιες. Έως τον Νοέμβρη του 1942, όταν έληξε η δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν, πολλές φορές βρέθηκαν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι μπορεί και να έχαναν τον πόλεμο!
Στο διάστημα αυτό λοιπόν της αβεβαιότητας για την έκβαση του πολέμου, κάθε αντιστασιακή δύναμη η οποία μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στον Άξονα, σε όποια χώρα κι αν δρούσε κι όποιες πολιτικές απόψεις κι αν κουβαλούσε, τους ήταν πολύτιμη.
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα την Ελλάδα, αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο μια και η Ελλάδα είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τον ανεφοδιασμό των γερμανικών δυνάμεων που πολεμούσαν τους Βρετανούς στη Βόρεια Αφρική – κάθε λοιπόν παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας του ανεφοδιασμού των Γερμανών ήταν εξαιρετικής σημασίας για τους Βρετανούς.
Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν οι Βρετανοί σε εκείνο το χρονικό διάστημα έπρεπε να ακολουθούν μια «διπλή» πολιτική στην Ελλάδα: από τη μια ήταν υποχρεωμένοι να βοηθάνε όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, καθώς όπως έχουμε προαναφέρει, το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ ήταν οι μόνες οργανώσεις πανελλαδικής εμβέλειας που μπορούσαν να αντιτάξουν σοβαρή αντίσταση στους κατακτητές. Από την άλλη έπρεπε… να υπονομεύουν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ προς όφελος των «δικών τους» αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΔΕΣ κλπ.), διότι καταλάβαιναν πολύ καλά ότι κάποια στιγμή θα γινόταν ιδιαίτερα οξύ και επίκαιρο το πρόβλημα διεκδίκησης της εξουσίας.
Αυτή την ανάγκη της διπλής φύσης της βρετανικής πολιτικής, η οποία μπορούμε να πούμε ότι κράτησε περίπου ως τον Φεβρουάριο του 1943, όταν μετά από τη μάχη του Στάλινγκραντ έγινε ξεκάθαρο ότι ο Άξονας θα έχανε τον πόλεμο, δεν την κατανοούσαν ακόμα και πολλοί από τους ίδιους τους Βρετανούς! Έτσι λοιπόν παρατηρούμε σε αυτό το χρονικό διάστημα μια συνεχή διαμάχη μεταξύ του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, το οποίο έδινε προτεραιότητα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, επομένως επεδίωκε να βοηθήσει τους Έλληνες αντάρτες και του Φόρειν Όφις, το οποίο έβλεπε πιο μακριά, δηλαδή στο πώς θα λυνόταν το πρόβλημα της εξουσίας όταν θα ερχόταν η ώρα!
Στο παραπάνω λοιπόν χρονικό διάστημα οι Βρετανοί αναμίχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση με πολλούς τρόπους, από τους οποίους θα αναφέρουμε τους δυο σημαντικότερους, παράλληλους μεταξύ τους.
Τον Σεπτέμβρη του 1942, ενώ το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη, πράγμα το οποίο βεβαίως γνώριζαν, μια βρετανική ολιγομελής αποστολή έπεσε με αλεξίπτωτα στη Στερεά Ελλάδα – επικεφαλής της ήταν ο συνταγματάρχης Έντι Μάγιερς αλλά πραγματικός ισχυρός άνδρας της ο Άγγλος πράκτορας Κρις Γουντχάουζ – ένας άνθρωπος με μεγάλη για την εποχή εκείνη μόρφωση, αφοσιωμένος πλήρως στην υπόθεση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και ικανότατος στην εφαρμογή της παραδοσιακής βρετανικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Την εφάρμοσε στην Ελλάδα ως το τέλος – και όταν έφυγε από την Ελλάδα έκανε το ίδιο στο Ιράν το 1953. Αργότερα έγινε βουλευτής των Συντηρητικών, έφτασε ως τη δικτατορία των συνταγματαρχών, κατά την οποία οργάνωνε «αντιστασιακά σχέδια» από τον καναπέ του στην Αγγλία, χωρίς φυσικά δικό του κίνδυνο αλλά μόνο των Ελλήνων που θα τα υλοποιούσαν, ενώ μετά από τη μεταπολίτευση του 1974 έγραψε κι μια υμνητική βιογραφία για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή! Πιο σημαντικό πάντως από τη βιογραφία του Καραμανλή είναι το γραμμένο το 1948 βιβλίο του «Το Μήλον της Έριδος», το οποίο αφορά τη δράση του στην Ελλάδα στην περίοδο της Κατοχής – είναι ένα βιβλίο τυπικά βρετανικού στυλ, που είχε σκοπό να δικαιολογήσει την επέμβαση των Βρετανών στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και την πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου, όμως περιέχει και πολλές αντικειμενικές αλήθειες και ομολογίες/παραδοχές εκ μέρους του σχετικά με τα τότε γεγονότα. Αν διαβαστεί κριτικά, είναι πολύτιμη πηγή.
Μπορούμε σε γενικές γραμμές να πούμε ότι αν και οι δυο ήταν αφοσιωμένοι στη βρετανική πολιτική, ο Μάγιερς εξέφραζε περισσότερο τις ανάγκες του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, ενώ ο Γουντχάουζ εκείνες του Φόρειν Όφις - γι’ αυτό ακριβώς όταν το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας στην Ελλάδα έγινε για τους Βρετανούς πιο σημαντικό από την αντάρτικη δράση κατά των κατακτητών, ο Μάγιερς, ο οποίος δυσκολευόταν να κατανοήσει τις νέες προτεραιότητες, έπεσε σε δυσμένεια και οι Άγγλοι τον απέσυραν από την Ελλάδα αφήνοντας μοναδικό επικεφαλής της αποστολής τους τον Γουντχάουζ.
Όταν πάντως πάτησαν το ελληνικό έδαφος, μετά από περιπέτειες κατόρθωσαν να έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες του ΕΑΜ δηλώνοντας ότι είναι απεσταλμένοι των «συμμάχων» στον αντιφασιστικό αγώνα Βρετανών και σύνδεσμοι του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής με τους Έλληνες αντάρτες – ενώ υποσχέθηκαν και βοήθεια προς τους αντάρτες εκ μέρους των Βρετανών σε υλικό και εξοπλισμό, η οποία ασφαλώς τους ήταν υπερπολύτιμη.
Αν και ο Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος ήδη είχε αναδειχθεί σε αναμφισβήτητο ηγέτη του ΕΛΑΣ, από την αρχή δεν τους είδε με καλό μάτι, τόσο αυτός όσο και η ηγεσία του ΕΑΜ και κατ’ επέκταση η ηγεσία του ΚΚΕ υποχρεώθηκαν να τους δεχτούν στα πλαίσια της αντιφασιστικής συμμαχίας – δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη είχε διαμορφωθεί η συμμαχία Σοβιετικής Ένωσης, Μεγάλης Βρετανίας και ΗΠΑ εναντίον του Άξονα.
Πολύ σύντομα, όπως άλλωστε εξ αρχής είχαν σκοπό, έπιασαν επαφή και με τους αντάρτες του ΕΔΕΣ – και από την αρχή εφάρμοσαν τη διπλή πολιτική των Άγγλων εκείνου του χρονικού διαστήματος. Δηλαδή από τη μια μεριά προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν όλες τις διαθέσιμες αντάρτικες δυνάμεις «ενώνοντάς» τες για διεξαγωγή κυρίως μεγάλων σαμποτάζ κατά των γερμανικών γραμμών ανεφοδιασμού προς τη Βόρεια Αφρική και από την άλλη από την πρώτη στιγμή άρχισαν να σπέρνουν τη διχόνοια ανάμεσά τους δείχνοντας ολοφάνερα την προτίμησή τους στον ΕΔΕΣ έναντι του ΕΑΜ και απαιτώντας από το τελευταίο να αντιμετωπίζει τον ΕΔΕΣ «ισότιμα», παρ’ όλο που η δύναμη και η απήχηση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν όλα τα παραδοσιακά βρετανικά πρακτορικά «κόλπα», συμπεριλαμβανομένων και των «καψονιών» απέναντι στον ΕΛΑΣ σχετικά με τη βοήθεια που θα του έδιναν: όταν ο ΕΛΑΣ συμμορφωνόταν στις απαιτήσεις τους, του έριχναν κάποια ποσότητα υλικού κι εξοπλισμών, όταν όχι, διέκοπταν τη «ροή» της βοήθειας.
Καρπός πάντως αυτών των πρώτων «ενωτικών» προσπαθειών των Βρετανών για από κοινού πραγματοποίηση σαμποτάζ ήταν το επίτευγμά τους να φέρουν σε συνεννόηση (προσωρινή όπως αποδείχθηκε…) τους Άρη Βελουχιώτη και Ζέρβα, με αποτέλεσμα με κοινές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ να γίνει η πολύ γνωστή ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου διακόπτοντας τη γραμμή ανεφοδιασμού των Γερμανών προς την Αίγυπτο, όπου ήταν σε εξέλιξη η μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Εκτός από την αποστολή που είχε επικεφαλής τους Μάγιερς και Γουντχάουζ, οι Βρετανοί προσπάθησαν να παρέμβουν στην ελληνική Αντίσταση και με άλλον ένα τρόπο, ο οποίος όμως είχε απροσδόκητα αποτελέσματα γι’ αυτούς.
Μη έχοντας δηλαδή μεγάλη εμπιστοσύνη στον Ζέρβα, ο οποίος ακόμα δεν είχε ανέβει στο βουνό, θέλησαν να δημιουργήσουν «κάτι καλύτερο» από τον ΕΔΕΣ. Έτσι, τον Ιούλιο του 1942 έστειλαν στην Ελλάδα μια άλλη αποστολή με επικεφαλής άλλον έναν απότακτο λοχαγό του αποτυχημένου βενιζελικού κινήματος του 1935, τον Γιάννη Τσιγάντε εφοδιάζοντάς τον με το τεράστιο ποσό των 12.000 χρυσών λιρών.
Η αποστολή του Τσιγάντε είχε δυο σκοπούς: αφενός να οργανώσει εκτεταμένα σαμποτάζ σε βάρος των Γερμανών, με πιο σημαντικό την υπονόμευση της διώρυγας της Κορίνθου και αφετέρου να εξαντλήσει τις δυνατότητες να δημιουργηθεί μια φιλική προς τους Βρετανούς πανελλαδικής απήχησης αντιστασιακή οργάνωση – αντίβαρο του ΕΑΜ και «σοβαρότερη» από τον ΕΔΕΣ.
Μόνο που ο Τσιγάντες, ένας πληθωρικός και τολμηρός άνθρωπος, λάτρης κι αυτός της καλής ζωής όπως ο Ζέρβας, αποδείχθηκε ακατάλληλος για το ρόλο που έπρεπε να παίξει. Κατ’ αρχάς τα σαμποτάζ που θα οργάνωνε, έμειναν στα χαρτιά και δεν έγιναν ποτέ. Όσο για το «συντονισμό» της Αντίστασης ώστε να δημιουργηθεί μια μεγάλη οργάνωση φιλική προς τους Βρετανούς… απέτυχε κι αυτός, διότι ο Τσιγάντες και τα άλλα μέλη της αποστολής του, δεν τηρούσαν τους συνωμοτικούς κανόνες, κυκλοφορούσαν στην Αθήνα χωρίς να παίρνουν σχεδόν καμιά προφύλαξη και… ξόδευαν αλόγιστα τις λίρες που είχαν μαζί τους, με αποτέλεσμα να φοβίζουν όποιον ερχόταν σε επαφή μαζί τους ότι τα σχέδιά τους θα αποκαλύπτονταν λόγω της επιπολαιότητάς τους. Και τελικά αυτό έγινε: στις 14 Ιανουαρίου του 1943 οι Ιταλοί, ύστερα από προδοσία άγνωστου ως και σήμερα ακόμα προσώπου, περικύκλωσαν το κρυσφήγετο του Τσιγάντε στην οδό Πατησίων 86 και στη συμπλοκή που επακολούθησε, ο Τσιγάντες σκοτώθηκε. Στη συνέχεια εξαρθρώθηκε και η ομάδα των «ασυρματιστών του Τσιγάντε» την οποία είχε προλάβει να συγκροτήσει, ενώ τελικά από τις 12.000 λίρες που είχε μαζί του, βρέθηκαν μόνο οχτακόσιες!
Όμως ο Τσιγάντες είχε προλάβει να έρθει σε επαφή με τον επίσης απότακτο συνταγματάρχη και πρωταγωνιστή του βενιζελικού κινήματος του 1935, Στέφανο Σαράφη – αν και ο Σαράφης δεν τον εμπιστευόταν ιδιαίτερα, τελικά πείστηκε να συμμετάσχει στο σχέδιό του για τη δημιουργία μιας αντιστασιακής οργάνωσης «φιλελεύθερου – δημοκρατικού» προσανατολισμού. Ο Τσιγάντες ασφαλώς ήθελε την οργάνωση αυτή ως αντίβαρο του ΕΑΜ, ο Σαράφης μάλλον δεν είχε τόσο ξεκάθαρη εικόνα για το τι συνέβαινε στα ελληνικά βουνά και πόσο είχαν αναπτυχθεί το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ και θεωρούσε ότι ο ίδιος θα μπορούσε να ενοποιήσει τις αντιστασιακές οργανώσεις του αστικού πολιτικού χώρου.
Έτσι κι αλλιώς ο Σαράφης, ο οποίος ήταν ικανός αξιωματικός εκφράζοντας ένα «νέο πνεύμα» στον στρατό και από τους οργανωτές του κινήματος του 1935 έχοντας δράσει ανεπιτυχώς για την επικράτηση του παραπάνω κινήματος στην Αθήνα (κυκλοφόρησε τότε η φήμη ότι είχε «πιαστεί» από τους Άγγλους ώστε να αποτύχει το κίνημα, όμως ποτέ δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο), είχε ήδη κινηθεί μόνος του προσπαθώντας να δημιουργήσει μια αντιστασιακή οργάνωση και τελικά, ύστερα από συνεννόηση με άλλους παράγοντες της πιο δημοκρατικής και «αριστερόστροφης» αλλά μη κομμουνιστικής μερίδας του παλιού Κόμματος των Φιλελευθέρων, όπως με τον στρατηγό Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, ίδρυσαν την οργάνωση «3 Α» - αυτά τα τρία άλφα σήμαιναν «Αγών – Απελευθέρωση – Ανεξαρτησία».
Μετά από διάφορες διαβουλεύσεις και δυσκολίες, ο Σαράφης βγήκε στο βουνό στις αρχές Φεβρουαρίου του 1943, στην περιοχή της Άρτας για να οργανώσει αντάρτικο, μάλιστα, όπως έχει γραφτεί, συναντήθηκε με τους Μάγιερς και Γουντχάουζ αλλά και με τον Πυρομάγλου του ΕΔΕΣ για να συζητήσουν τα σχέδιά τους – στους τελευταίους φάνηκε ότι ο Σαράφης είχε αντικομμουνιστικές διαθέσεις, άποψη η οποία ενισχύθηκε όταν ο Σαράφης τους πρότεινε να χωριστεί η Ελλάδα σε γεωγραφικές ζώνες επιρροής, όπου την ευθύνη καθεμίας θα αναλάμβαναν ο ΕΔΕΣ (την Ήπειρο), η ΕΚΚΑ (τη Ρούμελη) και η οργάνωση του ίδιου του Σαράφη (τη Θεσσαλία) απομονώνοντας έτσι το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Αυτά όλα, όμως, για το ΕΑΜ ήταν απαράδεκτα, καθώς το τελευταίο δεν είχε καμιά διάθεση να έχει άλλον έναν πιθανό αντίπαλο στο κεφάλι του και γενικά να δυναμώσουν οι αστικές αντιστασιακές οργανώσεις και ομάδες. Έτσι, πολύ σύντομα, την 1η Μαρτίου 1943, μετά από παγίδα που του έστησε ο ΕΛΑΣ τόσο ο ίδιος ο Σαράφης όσο και ολόκληρη η μικρή στρατιωτική δύναμή του αφοπλίστηκαν στην περιοχή Βούνεσι Καρδίτσας και οδηγήθηκαν στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ στην Κολοκυθιά Φθιώτιδας ως αιχμάλωτοι.
Οι Άγγλοι (Μάγιερς και Γουντχάουζ) θεωρώντας ότι κινδύνευε η ζωή του έπεσαν κυριολεκτικά πάνω στην ηγεσία του ΕΑΜ απαιτώντας την απελευθέρωσή του – όμως η έκπληξή τους δεν περιγράφεται, όταν πολύ σύντομα ο Σαράφης όχι μόνο δέχτηκε να προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ αλλά έγινε και στρατιωτικός αρχηγός του! Ο ίδιος ο Σαράφης εξήγησε ότι κατά τη μακρά μεταφορά του ως αιχμάλωτος από το σημείο που τον συνέλαβαν ως το αρχηγείο του ΕΛΑΣ διαπίστωσε ότι είχε κάνει λάθος στις εκτιμήσεις του και ότι το αντάρτικο (δηλαδή εκείνο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ) ήταν ήδη έτοιμο και είχε την υποστήριξη του λαού.
Η προσχώρηση του Σαράφη στον ΕΛΑΣ είχε σημαντικές ψυχολογικές και στρατιωτικές συνέπειες, καθώς διεύρυνε την επιρροή του προς τη μεριά πολλών αξιωματικών του προπολεμικού ελληνικού στρατού, οι οποίοι άρχισαν κι εκείνοι να προσχωρούν στον ΕΛΑΣ.
Με την ένταξη του Σαράφη έγινε και η τελική διαμόρφωση της ηγεσίας του ΕΛΑΣ, με «καπετάνιο», δηλαδή αρχηγό των ένοπλων ανταρτών, τον Άρη Βελουχιώτη, με στρατιωτικό διοικητή – επιτελάρχη τον Σαράφη και με «πολιτικό», δηλαδή «επιβλέποντα» από τη μεριά του ΚΚΕ τον Ανδρέα Τζήμα (με αντάρτικο ψευδώνυμο Σαμαρινιώτης), έναν μετριοπαθή άνθρωπο, ο οποίος διακρινόταν για την ευνοϊκή στάση του προς τον Άρη, σε αντίθεση με τους Σιάντο και Ιωαννίδη.
Πρέπει να πούμε τελειώνοντας αυτό το έβδομο μέρος ότι ο Σαράφης έμεινε ως το τέλος της ζωής του, σε ένα «περίεργο» αυτοκινητικό ατύχημα το 1957 με υπαίτιο έναν Αμερικανό στρατιωτικό (όλοι το θεώρησαν δολοφονία), συνεπής στην επιλογή που έκανε το 1943. Έμεινε στο χώρο της Αριστεράς, έγινε μέλος του ΚΚΕ και μεταπολεμικά εκλέχτηκε και βουλευτής της ΕΔΑ.
Όμως, πρέπει επίσης να πούμε ότι σε όλη του την παρουσία στην ηγεσία του ΕΛΑΣ διακρινόταν από ένα είδος συμπλέγματος προς την ηγεσία του ΚΚΕ και μια αναποφασιστικότητα να επιμείνει στις απόψεις του πάνω σε κρίσιμα ζητήματα, αν και μάλλον έβλεπε ποιο ήταν το σωστό για την παράταξη που υπηρετούσε… με αποτέλεσμα να μην αντιδράσει αργότερα στις ολέθριες επιλογές της υπογραφής των συμφωνιών του Λιβάνου και της Γκαζέρτας, δικαιολογούμενος πάντα ότι «δεν ήταν δική του αρμοδιότητα να αποφασίσει». Κατά την «αιρετική» γνώμη λοιπόν του συγγραφέα αυτού του σημειώματος, η παρουσία του Σαράφη στην ηγεσία του ΕΛΑΣ, αν και ο Σαράφης ήταν μια τίμια και συμπαθής προσωπικότητα, μάλλον έβλαψε τελικά!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ......

Δεν υπάρχουν σχόλια: