Τ' ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε......Το ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη Ο ΓΕΡΟ ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΙΟΦΥΛΙ,αναφέρεται στόν ΔΗΜΟ ΤΣΕΛΙΟ καί στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του[στό οποίο συχνά εδιναν και ονομα]. O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ζητάει να πυροβολήσουν με το τουφέκι του,ωστε νά ειναι ο τελευταίος ηχος που θα ακούσει φευγοντας...κάτι ανάλογο εχουμε την στιγμη του θανάτου του Δ.ΜΑΚΡΗ,που την ωρα που ξεψυχάει ζητάει από τήν γυναίκα του να βγει στήν αυλή και να πυροβολήσει με τον Λιάρο του[ετσι ελεγε το οπλο του] ωστε με τον ηχο του να αποχαιρετήσει τον κόσμο....[ο παππούς μου-απόγονος τής ευρύτερης οικογένειας τού τελευταίου-κρατώντας την παράδοση, τό οπλο που τον συντόφεψε στην Μ.Ασία το ελεγε Σουλτάνα...το τι απέγινε η Σουλτανα ειναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία και θα σας την διηγηθώ κάποτε]...Ας επιστρεψουμε ομως στονΔ. ΤΣΕΛΙΟ...απο μικρός μπήκε στο ασκέρι του Κατσαντωνη και μετά τον θάνατό του εγινε αυτος καπετάνιος..διακρίθηκε για τον ηρωισμό του σε πολλές μάχες που εκριναν τον αγώνα...ειναι γνωστη και η ιστορία του ερωτά του με τήν Ρηνιώ,που πήρε τα αρματα και πολέμησε μαζί του ως την μάχη του Πετα,που σκοτώθηκε μαχόμενη ηρωικά..λίγο πρίν πεθάνει ο γερο Δημος,διηγήθηκε ο ιδιος την ζωη του στον Τσερτσέτη....το παρακάτω ειναι ενα μικρο απόσπασμα από τάαπομνημονεύματά του
"Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα, οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου… Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας. Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι.Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου