Μια ενοχλημένη μεταμοντέρνα χαύνωση
Του Νίκου Λάιου*
Patria ο muerte! Venceremos! (Πατρίδα ή θάνατος! Θα νικήσουμε!) Ο συνηθισμένος ληκτικός χαιρετισμός λόγων και επιστολών του Τσε Γκεβάρα. Σαν αχώριστα παιδιά ορμούσαν οι δυο διαβεβαιώσεις στα ανθισμένα ξέφωτα της χειραφέτησης. Κι αναρριγούσαν οι αγρότες κι οι εργάτες της Κούβας και όλων των χωρών που δυναστεύονταν από βαριούς χιονιάδες.
Στη σημερινή ελλαδική Αριστερά είναι πολλοί που έχουν ζεστοτυλίξει, σε αφίσες και μπλουζάκια με σιδηροτυπίες του Τσε, μόνο το δεύτερο παιδί. Το Venceremos. Όποιος καταφέρνει χρόνο για Facebook, σκοντάφτει πάνω στις αμέριστες ηλεκτρονικές φροντίδες πολλών πατεράδων και μανάδων.
Αναγυρεύοντας το Patria ο muerte
Άφαντο το πρώτο παιδί. Για λόγους συντομίας ίσως.
Ίσως, πάλι, γιατί κάποιοι Έλληνες αριστεροί είδαν τον Μαρξ κάπως σαν τον Κρίσνα, σαν ενσάρκωση του Βισνού της Διαλεκτικής που αποκαλύπτει αιώνιες κι αξεπέραστες αλήθειες στους αρχιπολεμιστές της νέας εποχής. Γι’ αυτό βραχυκυκλώνουν όταν πρέπει να κατανοήσουν, για παράδειγμα, πώς η θέση των Μάρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», επεξηγείται αμέσως με τη θέση ότι το προλεταριάτο πρέπει να ανυψωθεί «σε εθνική τάξη» (πρωτότυπο του 1848) ή «σε ηγέτιδα τάξη του έθνους» (διόρθωση του 1888) – και πάντως όχι σε χαλαστή του έθνους. Δύσκολο πρόβλημα για όσους βλέπουν την ιστορία ως εξ αποκαλύψεως μαρξικής.
Ίσως, έπειτα, επειδή ο ατομικιστικός μηδενισμός τύπου Μαξ Στίρνερ πήρε την εκδίκησή του απ’ τον διαλεκτικό υλισμό, αθόρυβα μεταμφιεζόμενος σε μαρξισμό μέσα από ένα πείραμα πολιτικό, υπαρξιακό και ταυτοτικό, με εργαστήρι του τα αστικά πανεπιστήμια. Ένα πείραμα απ’ όπου η πατρίδα αποστάζεται σκέτη «κατασκευασμένη έννοια», που έτσι και ξεφύγει απ’ τον αδιάλειπτο έλεγχο της συναρπαστικής διάνοιάς μας, τότε θα «αυτονομηθεί» και θα οδηγήσει υπνωτισμένα τα «Εγώ» σε θυσίες άχρηστες, ανορθολογικές και -ως αριστερή έμφαση- με τελικό ωφελούμενο την αστική τάξη.
Κι έτσι ο «Μοναδικός» Στίρνερ θριαμβεύει μέσα στους ίδιους τους όρους της πολεμικής, μερίδας της μαρξιστικής(;) Αριστεράς απέναντι(;) στην αστική τάξη.
Ίσως, πάλι, επειδή σε κάποιους Έλληνες αριστερούς το «Πατρίδα ή θάνατος» θυμίζει το «Ελευθερία ή θάνατος», που το πιστέψανε συμπαθείς αλλά ξεγελασμένοι φουστανελάδες, που ενώ έπρεπε να ξεκινήσουν σκέτη κοινωνική επανάσταση, στούμπωσε η ντόπια αστική τάξη τα χωριάτικα μυαλά τους με την ιδέα ότι η επανάσταση είναι εθνική και τους τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί – εξέλιξη ολότελα «καθαρή», αφού «καθαρά» τη βλέπουμε εμείς, οι νοητικά πεπειραμένοι σ’ ένοπλους ξεσηκωμούς.
Ίσως ακόμα, επειδή ήταν λέει και «λάθος η γραμμή του κόμματος» τη δεκαετία του 1940, που έτσι χωρίς «αντικαπιταλισμό» έβαλε στο στόμα του Βελουχιώτη κουβέντες σαν αυτή: «Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια […] Ενώ εμείς, το μόνο που διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας» Βλέπεις, άμα αντί για καλύβα διαθέτεις πτυχίο πανεπιστημίου (σοβιετικού ή αστικού) τότε το ακονισμένο επ’ αριστερά μυαλό σου διακρίνει όλες τις λαθεμένες γραμμές, εξαιρετέας της δικιάς σου που σ’ «ανεβάζει» στο 6% ή σε «σταθεροποιεί» στο 27%, τη στιγμή που μια κοινωνία ολόκληρη διαλύεται.
Μάθε παιδί μου γράμματα
Και για τα μεν «ανακτοβούλια» του ΚΚΕ, μάθαμε πως όσα μέλη του κόμματος το 2013, στο 19ο Συνέδριο, διαφώνησαν με την εγκατάλειψη της γραμμής του πλατιού Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου και με την αντικατάστασή της από τον στενό «αντικαπιταλισμό» και τις «κοινωνικές αλλά όχι πολιτικές» συμμαχίες, χαρακτηρίστηκαν από τον σκληρό ηγετικό πυρήνα ως «αγράμματοι»… Αλλά ένα χρόνο μετά, και οι «εγγράμματοι» στα «ανακτοβούλια» του ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρονται, λέει, που στο δυοβδόμαδο πριν από τις Ευρωεκλογές προέκυψε «γραμμή πατριωτική» μαζί με το σύνθημα «Νέα Ελλάδα». Με την έμφαση της δυσφορίας στο πατριωτικό/εθνικό του πράγματος, αντί για το πρόχειρο/ψηφοθηρικό. Τι να κάνουμε, η ζωή είν’ αλλού, εκεί που οι «καθαρότητες» τρυπώνουν μονάχα σαν οσμές πτωμαΐνης. Ο έμπρακτα διεθνιστής Γκεβάρα –ο Αργεντίνος που πολέμησε αρματωμένος στην Κούβα, στο Κονγκό και στη Βολιβία για τον σοσιαλισμό– είναι διατεθειμένος να πεθάνει για Πατρίδα. Αλλιώς ιδωμένο, βάζει σαν αντίθετο του Θανάτου, δηλαδή σαν συνώνυμο της Ζωής, την Πατρίδα. Μονάχα αυτήν την υπερβατικότητα, φτιαγμένη από χώμα κι ουρανό, δέχεται σαν οδηγήτρα της Νίκης. Άμα δεν μπορούν ακόμα κάποιοι σύντροφοι να κατανοήσουν πώς γίνεται αυτό, είναι γιατί κάποια πράγματα για να τα καταλάβεις, πρέπει να τα νιώσεις κιόλας. Κι επειδή έχουμε όλοι νιώσει κατιτίς σχετικό, μάλλον το θέμα είναι να ξεθάψουμε – πράγμα που προϋποθέτει προθυμία ν’ αντιμετωπίσουμε και τα συναισθηματικά στραπάτσα, τις ψυχικές ανατροπές που ξεβράζει η θύμηση. Γιατί ούτε κι αυτή είναι «καθαρή». Κουβαλάει φως και σκοτάδια, ζωντανούς και νεκρούς. Κι ο μεγάλος τρόμος συχνά γεννιέται με το φανέρωμα ως ζωντανών, αυτών που τους νομίζαμε πεθαμένους.
Καλή πατρίδα, σύντροφοι!
* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, γενικός γραμματέας του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων
2 σχόλια:
Πολύ καλό!!!
Τους αναγνώστες του Διόδοτου, θα τούς πονοκεφάλιαζε πάντως.. χαχαχαχα
ΧΑΧΑΧΧΧ,ΛΕΣ Ε;;
Δημοσίευση σχολίου