ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ ΙΣΤ΄



Φ*Συνεχίζουμε από σήμερα τήν ιστορική αναφορα του ΘΟΔΩΡΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ,γιά τα Δεμεμβριανά...στο τελος σας αφήνω λινκ,ωστε να συνδεθειτε με τα προηγούμενα


Θοδωρής Μαραγκουδάκης


ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ ΙΣΤ (αρχίζουν από δω και μπρος οι καινούριες συνέχειες)
Αν η διάλυση της ΕΚΚΑ από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, την οποία περιγράψαμε στην προηγούμενη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί σωστή και δικαιολογημένη ενέργεια, ύστερα από το δρόμο που είχε πάρει η ΕΚΚΑ από τότε που επικράτησαν σ’ αυτήν οι ακροδεξιοί – βασιλόφρονες αξιωματικοί Δεδούσης, Καπετζώνης κλπ., η δολοφονία του αρχηγού της, του συνταγματάρχη Ψαρρού αλλά και αρκετών από τους άντρες της ΕΚΚΑ που πιάστηκαν αιχμάλωτοι ήταν, εκτός από την καθαρά εγκληματική φύση της, ένα από πολιτική άποψη «αριστερίστικο» - «υπερεπαναστατικό» λάθος της ηγεσίας του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Τέτοιο επίσης «αριστερίστικο – υπερεπαναστατικό» λάθος ήταν το κίνημα της Μέσης Ανατολής, το οποίο επέφερε τη διάλυση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από τους Βρετανούς και τη δημιουργία μιας μικρότερης δύναμης προσεκτικά διαλεγμένων αντικομμουνιστών αξιωματικών και στρατιωτών, απόλυτα αφοσιωμένη σε αυτούς. Για το κίνημα ασφαλώς της Μέσης Ανατολής ευθύνεται περισσότερο η αρκετά «αυτονομημένη» λόγω των συνθηκών τοπική ηγεσία του ΕΑΜ, η ΑΣΟ.
Ωστόσο, η γενικότερη πολιτική του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ στην περίοδο εκείνη, το 1944 καθώς πλησίαζε το τέλος της Κατοχής, κάθε άλλο παρά υπερεπαναστατικά χαρακτηριστικά είχε – το εντελώς αντίθετο συνέβαινε.
Όπως είδαμε, ήδη από τις 29 Φεβρουαρίου του 1944 το ΕΑΜ με τη Συμφωνία της Πλάκας είχε αρχίσει να μπαίνει στο αγγλικό τσουβάλι, αφού είχε ήδη δεχτεί την επιστροφή της εξόριστης κυβέρνησης της Μέσης Ανατολής στην Αθήνα όταν θα αποχωρούσαν οι Γερμανοί. Στη συνέχεια, η έλλειψη πίστης της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στον εαυτό της φάνηκε με τη δημιουργία της ΠΕΕΑ, την οποία ουδέποτε τόλμησε να ονομάσει κυβέρνηση, παρά τις ντε φάκτο κυβερνητικές λειτουργίες που εκτελούσε και σταδιακά την έθεσε ουσιαστικά σε μια θέση υποτέλειας απέναντι στην πιο πάνω βασιλική εξόριστη κυβέρνηση του Τσουδερού.
Ακόμα χειρότερα έγιναν τα πράγματα όταν διευρύνθηκε η ΠΕΕΑ, παρ’ όλο που σε πρώτη ματιά φαινόταν ότι με αυτή τη διεύρυνση το ΕΑΜ είχε μεγαλώσει την επιρροή του και έπαιρνε με το μέρος του δυνάμεις και προσωπικότητες του δημοκρατικού ή πιο σωστά σοσιαλδημοκρατικού αστικού πολιτικού κόσμου – όμως στην πραγματικότητα το αντίθετο συνέβαινε: Το ΕΑΜ ήταν εκείνο που συνεχώς υποχωρούσε στις απαιτήσεις αυτών των δυνάμεων και προσωπικοτήτων (ιδιαίτερα του καθηγητή Αλέξανδρου Σβώλου και του «σοσιαλιστή» Ηλία Τσιριμώκου, μελλοντικού πρωθυπουργού της αποστασίας του 1965!), οι οποίοι ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν τη ρήξη με τους Βρετανούς και κατά βάθος καλοέβλεπαν την ανάμιξή τους στις ελληνικές υποθέσεις πιστεύοντας αφελέστατα (ή παίζοντας και σκοτεινό ρόλο κάποιοι από αυτούς, όπως ο Τσιριμώκος) ότι οι Βρετανοί θα τους χρησιμοποιούσαν μετά από το τέλος της Κατοχής ως πρωθυπουργούς και υπουργούς των μετακατοχικών κυβερνήσεων «για να τα συμβιβάσουν». Όμως οι Βρετανοί εντελώς άλλα σχέδια είχαν.
Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί πίεζαν ασφυκτικά και φορτικά με τη συνεχή απειλή ότι «θα αναγκαστούν να αποχωρήσουν από την ΠΕΕΑ και από την ενότητα με το ΕΑΜ» την ηγεσία του ΚΚΕ προς την κατεύθυνση του συμβιβασμού, δηλαδή της υποταγής στους Βρετανούς.
Δεν ήταν όμως μόνο η πίεση αυτών των ανθρώπων, ο οποίοι άλλωστε ανύπαρκτη δική τους πολιτική δύναμη είχαν (το ΕΑΜ ήταν εκείνο που τους αντιμετώπιζε σα να ήταν πολιτικά σημαντικοί ενώ αυτό δεν ίσχυε καθόλου!...) ο μοναδικός λόγος που έσπρωχνε το ΚΚΕ προς αυτή την κατεύθυνση – άλλοι λόγοι ήταν πολύ πιο σοβαροί και αυτοί ήταν:
1) Ο φόβος της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στους Βρετανούς – ο πιο κατατρομαγμένος απέναντι στην προοπτική της ρήξης με αυτούς ήταν ο υποτίθεται πιο «σκληρός» και «δογματικός» από το ηγετικό δίδυμο του ΚΚΕ και ουσιαστικός γενικός γραμματέας του κόμματος, παρ’ όλο που αυτή τη θέση την κατείχε ο Γιώργης Σιάντος, δηλαδή ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος είχε δηλώσει πάνω στην κουβέντα με άλλα στελέχη της ηγεσίας «τι τα θέλετε, με δυο υπερντρέντνοτ οι Εγγλέζοι ό,τι θέλουν την κάνουνε την Ψωροκώσταινα»!!! – τα υπερντρέντνοτ ήταν τα μεγάλα θωρηκτά των Βρετανών της εποχής εκείνης.
2) Η αδυναμία της ηγεσίας του ΚΚΕ να ερμηνεύσει σωστά την «αντιφασιστική συμμαχία» που είχε σχηματιστεί μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δηλαδή η ηγεσία του ΚΚΕ είχε πάντα το άγχος ότι κάθε ενέργεια κατά των Βρετανών θα στρεφόταν κατά αυτής της «αντιφασιστικής συμμαχίας» και έτσι θα προκαλούσε δυσκολίες στη Σοβιετική Ένωση.
3) Το «διακριτικό» αλλά υπαρκτό σπρώξιμο της Σοβιετικής Ένωσης προς την ηγεσία του ΚΚΕ στην κατεύθυνση της «συνεννόησης» με τους Βρετανούς – ήδη προαναφέραμε ότι στις 25 Μάρτη του 1944 ο Στάλιν έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα για την εθνική γιορτή της Ελλάδας στον βασιλιά Γεώργιο Β΄ αγνοώντας την ΠΕΕΑ αν και η τελευταία ήδη είχε σχηματιστεί. Και πόσο καταθλιπτική εντύπωση δημιούργησε αυτή του η κίνηση στον Ιωαννίδη και στον Σιάντο.
4) Κοντά στα παραπάνω, που μπορούν να θεωρηθούν «δεξιές – οπορτουνιστικές» αντιλήψεις, υπήρχε και η «αριστερή» αυταπάτη ότι «δεν θα τολμήσουν οι Άγγλοι να τα βάλουν με τις τεράστιες μάζες που διαθέτουμε και έτσι θα υπάρξει τελικά ομαλή δημοκρατική εξέλιξη»! Αργότερα, στη 10ετία του 1950 ο Ιωαννίδης έλεγε: «Δεν φανταζόμουνα, δεν πίστευα να επέμβει η Αγγλία. Έλεγα: Νικάει η Σοβιετική Ένωση, έχουμε το λαό, έχουμε τον ΕΛΑΣ. Θα έρθει η Αγγλία να τα βάλει με το λαό; Όχι». Στην πραγματικότητα… και αυτή η αντίληψη δεν ήταν «αριστερή» αλλά δεξιά – μικροαστική, διότι ούτε την αδίστακτη ταξική φύση του αντιπάλου λάμβανε υπόψη ούτε ότι όσο επαναστατική διάθεση και να έχουν οι μάζες, δεν μπορεί αυτή να οδηγήσει στη νίκη (αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει και στη συντριβή…), χωρίς αποφασιστική και αντίστοιχα επαναστατική καθοδήγηση.
Όπως και νάχει, το τέλος της Κατοχής πλησίαζε, ήταν πλέον υπόθεση λίγων μηνών. Έπρεπε λοιπόν να επιταχυνθούν οι εξελίξεις και να «ρυθμιστεί» ποια θα ήταν η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί.
Αφού οι Βρετανοί εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο γι’ αυτούς τρόπο το «δώρο» του κινήματος της Μέσης Ανατολής και εγκατέστησαν ως πρωθυπουργό της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης τον ιδανικό γι’ αυτούς άνθρωπο, τον Γεώργιο Παπανδρέου, έπρεπε τώρα να εξασφαλίσουν ότι η δική τους, η βασιλική κυβέρνηση του Καϊρου θα ήταν εκείνη που θα επέστρεφε στην Ελλάδα ως ΝΟΜΙΜΗ κρατική εξουσία – αλλά αυτό δεν μπορούσε ασφαλώς να γίνει «με δυο υπερντρέντνοτ» όπως φοβόταν ο Γιάννης Ιωαννίδης. Έπρεπε να κρατηθούν τα προσχήματα απέναντι στους άλλους συμμάχους, τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ. Έπρεπε επίσης να κερδηθεί χρόνος, διότι οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις απασχολημένες στα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που συνεχιζόταν, απλώς δεν επαρκούσαν για να ελέγξουν την κατάσταση στην Ελλάδα. Επίσης τα προσχήματα που προαναφέραμε, έπρεπε να κρατηθούν κι απέναντι στην ίδια τη βρετανική κοινή γνώμη, που θα αντιμετώπιζε με φρίκη μια «αποικιακού τύπου» επέμβαση στην Ελλάδα, δηλαδή στα μάτια της δικής του κοινής γνώμης ο Τσώρτσιλ έπρεπε, κατά το δυνατόν, να εμφανιστεί ως «βοηθός» και όχι ως «βιαστής» του ελληνικού λαού.
Το να επέστρεφε στην Ελλάδα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄μαζί με την κυβέρνησή «Του» και τους πραιτωριανούς της αντικομμουνιστικής στρατιωτικής δύναμης που είχαν δημιουργήσει οι Βρετανοί ύστερα από την καταστολή του κινήματος της Μέσης Ανατολής, ήταν ασφαλώς η επιθυμία των Βρετανών και ιδιαίτερα του Τσώρτσιλ, όμως καταλάβαιναν ότι αυτό εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον και αν επέμεναν, εκτός του ότι η κυβέρνηση αυτή δεν θα γινόταν δεκτή από τον ελληνικό λαό, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να «αναβαθμίσουν» το ΕΑΜ και το ΚΚΕ την ΠΕΕΑ σε πραγματική κυβέρνηση και να ζητούσαν τη διεθνή αναγνώρισή της – οπότε το πράγμα θα περιπλεκόταν πάρα πολύ για τα συμφέροντά τους.
Έτσι, η μόνη λύση ήταν να μετατραπεί η βασιλική κυβέρνηση του Καϊρου σε «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» με συμμετοχή σε αυτήν και του ΕΑΜ αλλά με το πάνω χέρι να το έχουν οι αντικομμουνιστικές – φιλοβρετανικές δυνάμεις. Το επόμενο στάδιο, αφού θα επιτυγχανόταν αυτή η πολιτική νομιμοποίηση, θα ήταν να επιτευχθεί και η στρατιωτική νομιμοποίηση, δηλαδή η είσοδος των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα με πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης!
Στα πλαίσια λοιπόν αυτά, η βασιλική κυβέρνηση του Καϊρου κάλεσε τον Απρίλη του 1944 το ΕΑΜ να στείλει αντιπροσωπεία του στο Λίβανο, σε ένα συνέδριο που οργάνωσε εκεί μεταξύ 17 και 20 Μάη του 1944 με συμμετοχή εκπροσώπων από όλα τα (ανύπαρκτα και υπαρκτά…) αστικά ελληνικά πολιτικά κόμματα και από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, με «διαιτητή» τον βρετανό πρεσβευτή Λήπερ, με θέμα «την εθνική ενότητα» και με στόχο να προκύψει μια κυβέρνηση τέτοιας «εθνικής ενότητας» όπως περιγράψαμε αμέσως παραπάνω.
Το ΕΑΜ είχε υποβληθεί σε ανείπωτες θυσίες, ήταν ο βασικός πυρήνας της Εθνικής Αντίστασης, είχε μόνο του απελευθερώσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της χώρας και είχε μαζί του ένα τεράστιο ποσοστό του ελληνικού λαού (δεν θα μάθουμε ποτέ αν ήταν η απόλυτη πλειοψηφία αλλά στην υποθετική περίπτωση που εκείνη τη στιγμή θα γινόντουσαν ελεύθερες κι αδιάβλητες εκλογές, σίγουρα θα ερχόταν πρώτο με διαφορά). Αν είχε μια ηγεσία ανάλογη με εκείνη του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, θα είχε αρνηθεί να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο συνέδριο ως μειοψηφία και σε «ισότιμη» βάση με τα ανύπαρκτης λαϊκής βάσης και ανυπόληπτα αστικά κόμματα της εποχής και με τις κατά το μεγαλύτερο μέρος άκαπνες και καφενόβιες «προσωπικότητές» τους (με εξαίρεση ίσως τον Κανελλόπουλο, τον Καρτάλη της ΕΚΚΑ και τον Πυρομάγλου του ΕΔΕΣ) για να διαπραγματευθεί τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση όπου όλοι αυτοί θα κυριαρχούσαν κιόλας. Θα απαντούσε στην «πρόσκληση» ότι «κυβέρνηση στην Ελλάδα είναι η ΠΕΕΑ και αν θέλετε την εθνική ενότητα, ελάτε να πάρετε εσείς κάποιες θέσεις σε αυτήν».
Όμως Έλληνας Τίτο δεν υπήρχε – και η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν εύκολο να αγνοηθεί η πρόσκληση των Βρετανών προς το ΕΑΜ για συμμετοχή στο Συνέδριο του Λιβάνου, καθώς οι Βρετανοί ήταν οι πραγματικοί οργανωτές. Η βασιλική κυβέρνηση του Καϊρου αλλά και τα αστικά πολιτικά κόμματα ήταν απλώς μαριονέτες τους. Έτσι, όχι πάντως χωρίς προβληματισμό, η ηγεσία του ΚΚΕ, πάντα πιεζόμενη από τους Σβωλοτσιριμώκους, αποφάσισε να δεχτεί την πρόσκληση.
Δεν τη δέχτηκε ωστόσο άνευ όρων – και δεν ήταν μόνο το ΚΚΕ που έβαζε τους όρους αλλά και γενικότερα η ΠΕΕΑ, καθώς υπήρχαν σε αυτήν πολλοί μη κομμουνιστές οι οποίοι όμως δεν ήταν όμοιοι του Σβώλου και του Τσιριμώκου και δεν επιθυμούσαν την υποταγή στους Βρετανούς και στη βασιλική κυβέρνηση.
Έτσι, πριν αναχωρήσει η αντιπροσωπεία που θα έπαιρνε μέρος στο Συνέδριο του Λιβάνου, η ΠΕΕΑ συνεδρίασε, ακριβώς την ίδια περίοδο που διοριζόταν ο Γεώργιος Παπανδρέου πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Καϊρου από τους Βρετανούς και την εφοδίασε με σαφείς και δεσμευτικές οδηγίες για το τι θα έπρεπε να υποστηρίξει και να διεκδικήσει.
Οι οδηγίες αυτές, όπως αναφέρονται στο τετράτομο ιστορικό έργο που έγραψε αργότερα ο τότε Γραμματέας του ΕΑΜ, Θανάσης Χατζής, ένας τιμιότατος αγωνιστής και άνθρωπος, με τίτλο «Η Νικηφόρα Επανάσταση που Χάθηκε» ήταν οι εξής:
Για το πολιτειακό ζήτημα: «Να γίνει ανοικτή δήλωση του βασιλιά κι αν αυτός αρνηθεί να γίνει δήλωση απ’ όλους τους αντιπροσώπους, που θα συμφωνήσουν να συνεργασθούν στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ότι: Ο βασιλιάς δεν θα γυρίσει στην Ελλάδα πριν από ένα δημοψήφισμα. Να διοριστεί αμέσως αντιβασιλιάς πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης».
Για το πολιτικό ζήτημα: «Να σχηματιστεί Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία θα έχει η ΠΕΕΑ το 50% από τους υπουργούς, με πρόεδρο πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης και αντιπρόεδρο τον Σβώλο. Κλιμάκιο της κυβέρνησης από τους υπουργούς: Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Παιδείας, Γεωργίας, Συγκοινωνίας και το υφυπουργείο Στρατιωτικών να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα. Τα υπουργεία Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και υφυπουργείο Στρατιωτικών να δοθούν στην ΠΕΕΑ».
Για το στρατιωτικό ζήτημα: «Να γίνει ενιαίος στρατός με αρχιστράτηγο τον Οθωναίο (κατά την εκδοχή ενός άρθρου του «Ριζοσπάστη» για το οποίο θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω, άλλες προτάσεις ήταν ο Σαράφης και ο Πτολεμαίος Σαρηγιάννης – τον Στέφανο Σαράφη τον γνωρίζουμε ήδη, ο Αλέξανδρος Οθωναίος, παλιός βενιζελικός στρατηγός που είχε διατελέσει και πρωθυπουργός από τις 6 ως τις 10 Μάρτη του 1933 και ο Πτολεμαίος Σαρηγιάννης, επιτελικός αξιωματικός του μεσοπολέμου με καλή φήμη, ήταν πρόσωπα κοινής αποδοχής). Να διαταχτούν όλοι οι αξιωματικοί που βρίσκονται στην Ελλάδα να παρουσιαστούν στα πλησιέστερα αντάρτικα τμήματα και να μπουν στη διάθεση του αρχιστρατήγου. Για να μη μειωθεί η πολεμική δράση, τα τμήματα θα παραμείνουν στη σημερινή τους οργάνωση και διοίκηση, μέχρι να πραγματοποιηθεί η ενοποίηση. Ο στρατός της Μέσης Ανατολής να μεταφερθεί στα πολεμικά μέτωπα και τμήματα ειδικευμένα, κατάλληλα για τον αντιστασιακό πόλεμο να σταλούν στην ελεύθερη Ελλάδα. Να σταλούν σοβαρές ποσότητες πολεμικού υλικού στην Ελλάδα, απαραίτητες για την τελική εξόρμηση και απελευθέρωση. Να σταλούν ποσότητες τροφίμων και φαρμάκων για την περίθαλψη του λαού. Να καταδικαστεί η κυβέρνηση του κουίσλινγκ Ράλλη, τα Τάγματα Ασφαλείας κι όλες οι γερμανοοπλισμένες συμμορίες και να κληθούν οι άντρες τους να παραδοθούν με τον οπλισμό τους στα πλησιέστερα αντιστασιακά τμήματα, διαφορετικά θα αντιμετωπιστούν σαν εχθροί και υπόλογοι για εθνική προδοσία».
Για τον διοικητικό τομέα: «Να αναγνωριστούν σαν κατάχτηση του αγωνιζόμενου λαού οι θεσμοί της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης και να γίνουν σεβαστές όλες οι πράξεις και αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου, που θα γίνει και της ΠΕΕΑ, μέχρι τις εκλογές της συνταχτικής εθνοσυνέλευσης και τις εκλογές για κοινοτικά και δημοτικά συμβούλια».
Σύμφωνα με ένα άρθρο του «Ριζοσπάστη» που έγραψε ο Γιώργος Πετρόπουλος στις 21 Μάη του 2000, ρητή ήταν η δέσμευση της αντιπροσωπείας να μην πράξει τίποτα στο Λίβανο χωρίς την έγκριση των αρμοδίων κεντρικών οργάνων του κινήματος. Συγκεκριμένα, κατά το ίδιο άρθρο (ο Χατζής δεν το αναφέρει), η ίδια απόφαση της ΠΕΕΑ έλεγε επί λέξει: «Για όσα ζητήματα δεν προβλέπουν οι οδηγίες, καθώς και για όσα υπάρξουν ριζικές διαφωνίες, αποφασίζεται οι αντιπροσωπείες (σ.σ. ΠΕΕΑ, ΕΑΜ, ΚΚΕ) να ζητούν οδηγίες από τα εδώ κεντρικά όργανα».
Η «ομάδα» λοιπόν των ΕΑΜ/ΚΚΕ/ΠΕΕΑ που θα συμμετείχε στο τόσο σημαντικό Συνέδριο του Λιβάνου είχε εντολή να μην υποχωρήσει σε βασικά κρίσιμα ζητήματα και να βρίσκεται συνεχώς σε επικοινωνία με την ηγεσία των ΕΑΜ/ΚΚΕ/ΠΕΕΑ στην Ελλάδα ώστε να παίρνει τις ανάλογες οδηγίες. Και ο σκοπός της ήταν να πάει στο Λίβανο για να δώσει μάχη και αν χρειαζόταν να έρθει σε ρήξη, όχι για να πετύχει την «εθνική ενότητα» πάση θυσία.
Μεγάλωσε αυτή η συνέχεια και για να μη γίνει αδιάβαστη θα αναλύσουμε τα πρόσωπα που πήραν μέρος στο Συνέδριο του Λιβάνου και θα περιγράψουμε τι ακριβώς έγινε εκεί στην επόμενη συνέχεια....Συνεχιζεται

*ΕΔΩ ΣΥΝΔΕΕΣΤΕ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ

http://enaasteri.blogspot.com/2021/02/blog-post_38.html

http://enaasteri.blogspot.com/2021/03/blog-post_10.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: