Ιοπρόσωπα, ιοπράγματα, ιοχρήματα – 1
πειδή πολλοί πήραν πρέφα την απάτη του Κοβίντ-19 (ειδικά μετά από τις αμετροεπείς δηλώσεις διαφόρων «ισχυρών»), καί πλέον συζητάνε στα όρια …της συνομωσιολογίας, λέω να συνεισφέρω κι εγώ λιγάκι στη σχετική κουβέντα.
Όθεν, θα γράψω μερικές παραγράφους γιά τους πρωταγωνιστές (ανθρώπους, ή μη) του σαχλού αυτού θεατρικού έργου, αν καί χωρίς ιεραρχημένη σειρά· όπως μού ‘ρχονται στο κεφάλι.
α. Γουίλλιαμ (Μπίλλ) Γκέητς
Οι κομπιουτεράδες γνωρίζουμε άριστα καί την ιστορία του, καί το ποιόν του· αν καί, από ένα σημείο καί μετά, πάψαμε να δίνουμε σημασία. (Διότι, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι εξελίξεις είναι σαφώς περισσότερο ενδιαφέρουσες από τα εκάστοτε καμώματα του Μπίλλη.)
Εν πάσει περιπτώσει, θα γράψουμε δυό κουβέντες καί γιά τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τα παρασκήνια. Καί δή, σύντομες, διότι (αν έχετε υπομονή και χρόνο γιά σκότωμα) μπορείτε κάλλιστα να διαβάσετε ολόκληρα σεντόνια γιά την ιστορία αυτών των μαραφετιών. Εμείς εδώ θα (προσπαθήσουμε να) τα πούμε χοντρικά, γιά να μπήτε στο νόημα.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, δηλαδή οι η/υ με τη μορφή που αναγνωρίζουμε σήμερα ως τέτοια, ουσιαστικώς ξεκίνησαν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1940 (να μή σου πω του 1930, διότι τότε δεν ήταν καθαρά ηλεκτρονικοί – ήταν ηλεκτρομηχανικοί)· αλλά, χρειάστηκε να περάσουν ακόμη δέκα χρόνια, γιά να φτάσουν σε σαφή μορφή-πρόγονο των σημερινών. Κι ακόμη μιά δεκαετία (φτάσαμε στο 1964), όταν καί -αν τα θυμάμαι καλά- βγήκε το χρονικά πρώτο εμπορικό μοντέλο υπολογιστή, το 360 της IBM. Δηλαδή, αν είχες μαγαζί, τον έβαζες τον η/υ αυτόν στη βιτρίνα, κι έλεγες: «- Περάστε κόσμε, διαλέξτε, αγοράστε!»
Μά, θα μου πείς, πιό πρίν δεν πουλούσαν υπολογιστές; Ναί, αλλά τους παρήγγελνες! Δεν ήταν στάνταρ το μοντέλο. Πήγαινες στο εργοστάσιο που τους έφτιαχνε, κι έλεγες: «- Θέλω έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, νά ‘χει αυτά τα κομμάτια καί να κάνει εκείνα τα Μαθηματικά.» Καί σου τον φτιάχνανε. Καί τον πλήρωνες, καί τον έπαιρνες κι έφευγες. Σήμερα, βέβαια, αυτό είναι αδιανόητο· όπως αδιανόητο είναι να πας σε μιά βιομηχανία αυτοκινήτων καί να τους παραγγείλεις να σου φτιάξουν ένα αυτοκίνητο, όπως το σκέφτεσαι εσύ. Αγοράζεις απ’ τα διαθέσιμα έτοιμα μοντέλα, καί τέλος.
Λοιπόν, εκείνες τις εποχές, όνομα είχαν κάνει ορισμένοι κατασκευαστές υπολογιστών, καθώς καί ορισμένοι προγραμματιστές. Εννοείται, βέβαια, εξ αιτίας των υπολογιστών καί των προγραμμάτων τους – οι ίδιοι οι άνθρωποι πίσω απ’ τα προϊόντα αυτά, ποτέ δεν ήταν τόσο γνωστοί στο ευρύ κοινό. Εν πάσει περιπτώσει, καί μετά από σωρεία δοκιμών καί λαθών «παιδικής ηλικίας» (όχι τόσο κατασκευαστικών, όσο θεσπίσεως μελλοντικών στόχων), είχε επέλθει μιά κάποια ισορροπία: οι υπολογιστές ήταν ακριβά καί (συγκριτικά με το σήμερα) μικρών δυνατοτήτων σύνολα από ντουλάπες, τα οποία φυσικά δεν τ’ αγόραζε ένας μεμονωμένος χρήστης (λόγωι κόστους), αλλά εταιρείες, οργανισμοί, πανεπιστήμια, τράπεζες, βιομηχανίες, στρατιωτικές μονάδες… όλοι όσοι είχαν χρήμα να τους αγοράσουν, καί χρήσεις γι’ αυτούς. (Ο μεμονωμένος ιδιώτης, τί να τους κάνει; ) Επίσης, είχαν διακριθεί στην αγορά (καί την είχαν καπελλώσει) καμιά ντουζίνα μεγάλοι κατασκευαστές (κυρίως Αμερικάνικοι).
Πάλι, όμως, τους υπολογιστές αυτούς δεν τους χειριζόταν ένας, αλλά πολλοί – πχ οι φοιτητές ενός πανεπιστημίου· οι δέ πολλοί αυτοί χρήστες συνδεόντουσαν με το «θηρίο» μέσωι τερματικών καί δικτύου. Οπότε, το περιβάλλον εργασίας των η/υ εκείνων ήταν αναγκαστικά δικτυοκεντρικό. Στο τέλος, καί μετά από κάμποσες αμφιταλαντεύσεις, ως περιβάλλον κάθε τέτοιου υπολογιστή επεκράτησε το λεγόμενο Unix, εκτοπίζοντας τα περιβάλλοντα εργασίας που παλιότερα εφοδιάζανε μ’ αυτά οι κατασκευαστές τα μοντέλα τους.
Καί νά ‘ταν τα ίδια σε κάθε διαδοχικό μοντέλο, καλά θά ‘ταν! Θα συνέχιζες να δουλεύεις με τον νέο η/υ σε ίδιο περιβάλλον εργασίας, όπως είχες συνηθίσει. Αλλά… άμ, δέ!!! Ερχότανε το νέο μοντέλο, καί δεν άφηνε τίποτε όρθιο! Το Unix, όμως, ισχύει ακόμη καί σήμερα ως είχε καί τότε, καί σε κάθε τύπο η/υ… αν υποθέσουμε ότι το βρίσκουμε καί το βάζουμε μπρός. (Πώς είναι το περιβάλλον Android γιά τα ζ’μάρ’φώουνζ; αυτό ακριβώς.) Αλλά, δυστυχώς, το Unix είχε μιά ψιλοτραγική κατάληξη· εδώ καί χρόνια αναπαύεται εν ειρήνηι στα πατάρια καποιανής εμπορικής εταιρείας (που δεν το χρησιμοποιεί, ούτε πρόκειται), παρεκτός απ’ το πανεπιστημιακό παύλα ερευνητικό του τμήμα, που τό ‘χει το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ (καί το εξελίσσει). Εν πάσει περιπτώσει, δεν μας απασχολούν αυτά εδώ – καί γιά έναν ακόμη λόγο: άφησε πανάξιο εγγόνι του το Λίνουξ, το οποίο θα κυριαρχήσει παντού.
Ακόμη δεν τον είδαμε, όμως, τον Μπίλλη τον λεβέντη στον ορίζοντα, έ; Σωστά. Τις εποχές εκείνες, απλά μας είχε κάνει τη χάρη να έχει γεννηθεί καί νά ‘χει μεγαλώσει.
Μ’ αυτόν τον κερατά, όλα άρχισαν με την έλευση των επιτραπεζίων υπολογιστών· μιλάμε πλέον γιά μέσα της δεκαετίας του 1970, με το πρώτο «πλήρες» μοντέλο επιτραπέζιου η/υ (καί φυσικά ατομικής χρήσης γιά έναν χρήστη) να είναι ο Άππλ Τού Ή. Της κατασκευής αυτής προηγήθηκε κι ακολούθησε μιά σωρεία τέτοιων μικρών υπολογιστών, που όλοι είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: με το που τους ξεκίναγες, σε βγάζανε κατ’ ευθείαν σ’ ένα περιβάλλον προγραμματισμού (συνήθως της γλώσσας Basic) · ούτε σκληρός δίσκος, ούτε τίποτε. Όλες τους οι δυνατότητες βρισκόντουσαν γραμμένες στην εργοστασιακή ηλεκτρονική μνήμη τους, γι’αυτό ανταποκρινόντουσαν αμέσως.
Όμως, καναδυό τέτοιοι υπολογιστές ξεκίνησαν να έχουν μονάδα δισκέττας, οπότε καί χρειάστηκε ένα περιβάλλον εργασίας – σαν το Unix, αλλά με σαφώς λιγώτερες δυνατότητες. (Πχ δεν ήταν πολυχρηστικό, δεν κοίταζε την ασφάλεια του συστήματος από κακόβουλους χρήστες, κι άλλα ένα σωρό τέτοια.) Αυτό ήταν το CP/M. Αλλά, ενώι φαινόταν ότι οι μικροί υπολογιστές θα βρίσκαν τον δρόμο τους, θύμωσε ο Κρόνος καί τα ρήμαξε όλα!
Μία απ’ τις εταιρείες, που είχαν κάνει όνομα σε προηγούμενες εποχές, η IBM, σαστισμένη από την εμπορική επιτυχία των μικρών υπολογιστών, είπε να βγάλει κι αυτή τον δικό της «μικρόν». Τον έβγαλε το καλοκαίρι του 1981· αυτός ήταν το πρώτο PC.
Ως μηχάνημα, το πισή ήταν μιά πατάτα καί μισή! lol!!! Ογκώδες, πανάκριβο γιά όσα έδινε, τεχνολογικώς τα ίδια καί χειρότερα με τους άλλους (πράγματι) μικρούς (ποιός από μας τους παλιούς δεν θυμάται τις σχεδιαστικές γελοιότητες με τις «extended» καί «expanded» μνήμες), με ελάχιστες δυνατότητες χρώματος καί ήχου, καί που ουσιαστικά δεν ήταν ένας μικρός υπολογιστής γιά το τραπέζι σου, αλλά ένα δύσχρηστο τερματικό γιά τα ντουλάπια της IBM, που τό ‘παιζε μικρός υπολογιστής. Άσε που επέμενε σε τεχνολογία ήδη ξεπερασμένη, τους σκληρούς δίσκους του …1955.
Γιατί; διότι κάθε τέτοια μεγάλη εταιρεία κοιτάζει να σου πουλάει συνεχώς τεχνολογία ήδη ξεχρεωμένη από πνευματικά δικαιώματα, άσχετο πόσο παλιά είναι (σάμπως τη νοιάζει την εταιρεία, τί τρώς εσύ στη μάπα; ), ώστε σε κάθε πώληση να έχει καθαρό κέρδος. Καί το κάνει, μέχρις ότου αναγκαστεί ν’ αλλάξει (καί να πουλάει πιό καινούργια τεχνολογία). Αλλοιώς, θα συνεχίσει να σου πουλάει την παλιατσαρία. Νά, το αυτοκίνητό σας, γιά παράδειγμα: τεχνολογία του 1865 (κινητήρας) καί του 1910 (μίζα). Το μόνο καινούργιο, είναι η αεροδυναμική. (Ναί, αυτή είναι του 1920. Άντε, κατά παραχώρησιν: ο αερόσακκος, του 1980.) Καί οι αρχηγοί κρατών, τα ΜΜΕ, οι «στρατηγικοί αναλυτές», ο ένας, ο άλλος… συνεχίζουν να μιλάνε γιά κοιτάσματα πετρελαίων για τον επόμενον …αιώνα!!! (Δεν ξέρω, αν το πιάσατε το υπονοούμενο.)
Έτσι καί με τους «σοβαρούς» σκληρούς δίσκους, με τα μοτέρια που γυρνάνε γρούτσου-γρούτσου-γρούτσου. Μας πήγε τόσο πίσω το «σοβαρό» μηχάνημα, που ακόμη σήμερα -σαράντα χρόνια μετά- δεν απαλλαγήκαμε οριστικά από δαύτους. (Μόνο στα κινητά καί τα τάμπλετς δεν υπάρχει αυτή η αρχαιολογία πιά.) Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά μ’ άρεσε που ο κάθε υπάλληλος τότε στα κομπιουτεράδικα έλεγε με σοβαρό ύφος: «- Είναι γρήγορος αυτός ο σκληρός δίσκος, κύριε!» Ναί, γρήγορος, ούούούούούουουου!!!… ο πιό γρήγορος από δαύτους, δέκα χιλιάδες φορές πιό αργός απ’ την -τότε- πιό αργή ηλεκτρονική μνήμη! (Σήμερα, τέτοιες συγκρίσεις είναι απλά αξιοθρήνητες.)
[Ειρήσθω ότι την αποτυχία αυτή, η «μαμά» εταιρεία πήγε να τη λανσάρει ως «σοβαρό» μηχάνημα, ισχυρισμό τον οποίο αντέγραψε άκριτα ο κάθε αρδ της εποχής εκείνης, ξεπατηκώνοντας το δελτίο τύπου της εταιρείας καί παρουσιάζοντάς το σαν …είδηση! Από τότε υπήρχε αυτή η αρρώστεια των πληρωμένων γραφιάδων – ακόμη καί σε τεχνολογικά θέματα.
«Σοβαρό» μηχάνημα, παναπεί, σε αντίθεση με τα «μπλιμπλίκια», που είχαν χρώματα καί μουσικές. Τώρα, βέβαια, γιατί λίγα χρόνια μετά το «σοβαρό» μηχάνημα έσπευσε να εξοπλιστεί με χρώματα καί πλακέτα ήχου, έ, αυτό είναι αλλουνού ιμάμη Κοράνι.]
Κι εδώ ακριβώς μπαίνει στη σκηνή ο Μπίλλης!… ο οποίος μέχρι τότε είχε κάνει τα εξής – μάλλον όχι σπουδαία, ή αξιομνημόνευτα:
Λέγεται, λοιπόν, ότι η IBM, θέλοντας να φτιάξει ένα περιβάλλον εργασίας γιά το PC, απευθύνθηκε στον προγραμματιστή του CP/M, αλλ’ αυτός «έστησε» αγενώς τους αντιπροσώπους της IBM, επειδή έκανε βόλτες με το αεροπλάνο του, καί δεν έλεγε να κατέβει κάτω!… Κι όταν επιτέλους προσγειώθηκε, αυτοί είχαν ήδη φύγει τσατισμένοι. Καί μετά, πήγαν καί βρήκαν τον Μπίλλη γιά τη δουλειά! Αυτά λέει ο αστικός μύθος.
Εμείς, όμως, λέμε τελείως άλλα.
Κατ’ αρχήν, όταν μιλάς γιά μεγάλες εταιρείες, καί δή ηπαπαραίϊκες (πατέρες του καπιταλισμού, γάρ), πρέπει να ξέρεις τη νοοτροπία τους. Πρέπει να ξέρεις πώς δουλεύουν, τί ζητάνε, καί πώς το ζητάνε. Οπότε, οι αστικοί μύθοι καλοί είναι γιά να περνά’ η ώρα, αλλά δεν στέκουν σε λογική εξέταση.
Κατ’ αρχήν (δίς)… γιατί μιά εταιρεία τέτοιου μεγέθους δεν έφτιαξε μόνη της το περιβάλλον εργασίας του μηχανήματός της; Αυτό είναι ένα ερώτημα, που δεν το απάντησε ποτέ κανείς. Είναι απίθανο, να μή μπορούσε.
Απ’ την άλλη, κάθε εταιρεία μεγέθους της IBM είχε κι έχει ένα σωρό τμήματα καί υπαλλήλους, οπότε κάθε σκέψη γιά πληρωμένη υπεργολαβία σε εξωτερικούς συνεργάτες (καί δή, γιά προϊόντα μέσα στις δυνατότητες της εταιρείας) δεν έχει πολλές πιθανότητες να εγκριθεί απ’ το λογιστήριο· απλούστατα, επειδή είναι περιττή σπατάλη.
Εκ τρίτου, μιά εταιρεία τέτοιου μεγέθους ΔΕΝ κάθεται να συνεννοηθεί ούτε με μεμονωμένα άτομα κατασκευαστές, ούτε με εταιρειούλες-ποντίκια. (Είπαμε, πρέπει να ξέρει κανείς τη νοοτροπία τους.) Καί δή, με κάποιο άτομο που δεν τέλειωσε κάν το πανεπιστήμιο!!!
Εκ τετάρτου, όλη η χώρα ήταν (καί τότε) γεμάτη από κομπιουτεράδες καί εταιρείες υπολογιστών. Καί πανεπιστήμια με τμήματα Πληροφορικής.
Άρα;…
Άρα…
Ο τότε έτερος αστικός μύθος έλεγε πως η IBM βρήκε τον Μπίλλη, επειδή μιά θειά του δούλευε εκεί ως καθαρίστρια – κι είπε έναν καλό λόγο «γιά το παιδί». Όλα, όμως, δείχνουν ότι ο Μπίλλης είναι φαινόμενο παιδιού-θαύματος, που βγήκε από ταχυδακτυλουργικό καπέλλο.
Ακριβώς σαν τον Τσίπρα… που μόνον αυτός είχε επανειλημμένη προβολή στην τηλεόραση, ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες μαθητές των καταλήψεων!
Κι ακριβώς σαν τον (όντως έξυπνον) Ήλον Μάσκ. Πού βρήκε τόσα λεφτά αυτός, καί πως ανακατεύει αυτός (όντας ξένος υπήκοος στις ηπαπάρα) Νάσες κι υπηρεσίες ηπαπαραίϊκες κι έτσι κι αλλοιώς… έ, κι αυτό θαύμα ταχυδακτυλουργού πρέπει νά ‘ναι! lol!!!
Εν πάσει περιπτώσει, καί οι τρείς τους είναι λαγοί του συστήματος. Επελέγησαν, άγνωστο από ποιούς (καί τελείως αδιάφορο, σε τελευταία ανάλυση), γιά να κάνουν συγκεκριμένες δουλειές ο καθένας. Κυρίως, γιά να πάρουν πάνω τους κάποιον τομέα (τεχνολογικόν, κοινωνικόν… ο,τιδήποτε), να κάνουν πειραματισμούς στον τομέα αυτόν (καθ’ υπόδειξιν από τα παρασκήνια), καί να τραβάνε επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας – στα οποία φώτα, τα «παρασκήνια» έχουν αλλεργία.
Η διαφορά, όμως, του εδώ αγράματου φελλού με τους άλλους δύο, είναι πως εκείνοι είναι λαγοί με ντόπες αμφεταμινών! Λαγουδάκια με μπαταρίες ντούρασελλ! Οπότε, θα κρατήσουν καί περισσότερο.
[Ήδη ο Μπίλλης κράτησε σαράντα χρόνια – καί συνεχίζει. Αλλά, ετούτον εδώ, δεν τον βλέπω σόϊ. Δεν τραβάει. Θα τον αποσύρουν, υποθέτω.
Πρεπει πρώτα …να τελειώσει το σχολείο, διότι οι καταλήψεις του άφησαν κουσούρια: θεωρεί τη Λέσβο καί τη Μυτιλήνη διαφορετικά νησιά! Ούτε μεθυσμένος νά ‘τανε, να τά ‘βλεπε διπλά! Καρα-lol!!! Τώρα, πάντως, είναι μιά καλή ευκαιρία να καλύψει τα κενά του με την ησυχία του, χωρίς κόπο (καί δίχως καταλήψεις), με την τηλεκπαίδευση της ασχημομούρας! Ξανά lol!!!]
Όθεν, θα γράψω μερικές παραγράφους γιά τους πρωταγωνιστές (ανθρώπους, ή μη) του σαχλού αυτού θεατρικού έργου, αν καί χωρίς ιεραρχημένη σειρά· όπως μού ‘ρχονται στο κεφάλι.
α. Γουίλλιαμ (Μπίλλ) Γκέητς
Οι κομπιουτεράδες γνωρίζουμε άριστα καί την ιστορία του, καί το ποιόν του· αν καί, από ένα σημείο καί μετά, πάψαμε να δίνουμε σημασία. (Διότι, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι εξελίξεις είναι σαφώς περισσότερο ενδιαφέρουσες από τα εκάστοτε καμώματα του Μπίλλη.)
Εν πάσει περιπτώσει, θα γράψουμε δυό κουβέντες καί γιά τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τα παρασκήνια. Καί δή, σύντομες, διότι (αν έχετε υπομονή και χρόνο γιά σκότωμα) μπορείτε κάλλιστα να διαβάσετε ολόκληρα σεντόνια γιά την ιστορία αυτών των μαραφετιών. Εμείς εδώ θα (προσπαθήσουμε να) τα πούμε χοντρικά, γιά να μπήτε στο νόημα.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, δηλαδή οι η/υ με τη μορφή που αναγνωρίζουμε σήμερα ως τέτοια, ουσιαστικώς ξεκίνησαν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1940 (να μή σου πω του 1930, διότι τότε δεν ήταν καθαρά ηλεκτρονικοί – ήταν ηλεκτρομηχανικοί)· αλλά, χρειάστηκε να περάσουν ακόμη δέκα χρόνια, γιά να φτάσουν σε σαφή μορφή-πρόγονο των σημερινών. Κι ακόμη μιά δεκαετία (φτάσαμε στο 1964), όταν καί -αν τα θυμάμαι καλά- βγήκε το χρονικά πρώτο εμπορικό μοντέλο υπολογιστή, το 360 της IBM. Δηλαδή, αν είχες μαγαζί, τον έβαζες τον η/υ αυτόν στη βιτρίνα, κι έλεγες: «- Περάστε κόσμε, διαλέξτε, αγοράστε!»
Μά, θα μου πείς, πιό πρίν δεν πουλούσαν υπολογιστές; Ναί, αλλά τους παρήγγελνες! Δεν ήταν στάνταρ το μοντέλο. Πήγαινες στο εργοστάσιο που τους έφτιαχνε, κι έλεγες: «- Θέλω έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, νά ‘χει αυτά τα κομμάτια καί να κάνει εκείνα τα Μαθηματικά.» Καί σου τον φτιάχνανε. Καί τον πλήρωνες, καί τον έπαιρνες κι έφευγες. Σήμερα, βέβαια, αυτό είναι αδιανόητο· όπως αδιανόητο είναι να πας σε μιά βιομηχανία αυτοκινήτων καί να τους παραγγείλεις να σου φτιάξουν ένα αυτοκίνητο, όπως το σκέφτεσαι εσύ. Αγοράζεις απ’ τα διαθέσιμα έτοιμα μοντέλα, καί τέλος.
Λοιπόν, εκείνες τις εποχές, όνομα είχαν κάνει ορισμένοι κατασκευαστές υπολογιστών, καθώς καί ορισμένοι προγραμματιστές. Εννοείται, βέβαια, εξ αιτίας των υπολογιστών καί των προγραμμάτων τους – οι ίδιοι οι άνθρωποι πίσω απ’ τα προϊόντα αυτά, ποτέ δεν ήταν τόσο γνωστοί στο ευρύ κοινό. Εν πάσει περιπτώσει, καί μετά από σωρεία δοκιμών καί λαθών «παιδικής ηλικίας» (όχι τόσο κατασκευαστικών, όσο θεσπίσεως μελλοντικών στόχων), είχε επέλθει μιά κάποια ισορροπία: οι υπολογιστές ήταν ακριβά καί (συγκριτικά με το σήμερα) μικρών δυνατοτήτων σύνολα από ντουλάπες, τα οποία φυσικά δεν τ’ αγόραζε ένας μεμονωμένος χρήστης (λόγωι κόστους), αλλά εταιρείες, οργανισμοί, πανεπιστήμια, τράπεζες, βιομηχανίες, στρατιωτικές μονάδες… όλοι όσοι είχαν χρήμα να τους αγοράσουν, καί χρήσεις γι’ αυτούς. (Ο μεμονωμένος ιδιώτης, τί να τους κάνει; ) Επίσης, είχαν διακριθεί στην αγορά (καί την είχαν καπελλώσει) καμιά ντουζίνα μεγάλοι κατασκευαστές (κυρίως Αμερικάνικοι).
Πάλι, όμως, τους υπολογιστές αυτούς δεν τους χειριζόταν ένας, αλλά πολλοί – πχ οι φοιτητές ενός πανεπιστημίου· οι δέ πολλοί αυτοί χρήστες συνδεόντουσαν με το «θηρίο» μέσωι τερματικών καί δικτύου. Οπότε, το περιβάλλον εργασίας των η/υ εκείνων ήταν αναγκαστικά δικτυοκεντρικό. Στο τέλος, καί μετά από κάμποσες αμφιταλαντεύσεις, ως περιβάλλον κάθε τέτοιου υπολογιστή επεκράτησε το λεγόμενο Unix, εκτοπίζοντας τα περιβάλλοντα εργασίας που παλιότερα εφοδιάζανε μ’ αυτά οι κατασκευαστές τα μοντέλα τους.
Καί νά ‘ταν τα ίδια σε κάθε διαδοχικό μοντέλο, καλά θά ‘ταν! Θα συνέχιζες να δουλεύεις με τον νέο η/υ σε ίδιο περιβάλλον εργασίας, όπως είχες συνηθίσει. Αλλά… άμ, δέ!!! Ερχότανε το νέο μοντέλο, καί δεν άφηνε τίποτε όρθιο! Το Unix, όμως, ισχύει ακόμη καί σήμερα ως είχε καί τότε, καί σε κάθε τύπο η/υ… αν υποθέσουμε ότι το βρίσκουμε καί το βάζουμε μπρός. (Πώς είναι το περιβάλλον Android γιά τα ζ’μάρ’φώουνζ; αυτό ακριβώς.) Αλλά, δυστυχώς, το Unix είχε μιά ψιλοτραγική κατάληξη· εδώ καί χρόνια αναπαύεται εν ειρήνηι στα πατάρια καποιανής εμπορικής εταιρείας (που δεν το χρησιμοποιεί, ούτε πρόκειται), παρεκτός απ’ το πανεπιστημιακό παύλα ερευνητικό του τμήμα, που τό ‘χει το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ (καί το εξελίσσει). Εν πάσει περιπτώσει, δεν μας απασχολούν αυτά εδώ – καί γιά έναν ακόμη λόγο: άφησε πανάξιο εγγόνι του το Λίνουξ, το οποίο θα κυριαρχήσει παντού.
Ακόμη δεν τον είδαμε, όμως, τον Μπίλλη τον λεβέντη στον ορίζοντα, έ; Σωστά. Τις εποχές εκείνες, απλά μας είχε κάνει τη χάρη να έχει γεννηθεί καί νά ‘χει μεγαλώσει.
Μ’ αυτόν τον κερατά, όλα άρχισαν με την έλευση των επιτραπεζίων υπολογιστών· μιλάμε πλέον γιά μέσα της δεκαετίας του 1970, με το πρώτο «πλήρες» μοντέλο επιτραπέζιου η/υ (καί φυσικά ατομικής χρήσης γιά έναν χρήστη) να είναι ο Άππλ Τού Ή. Της κατασκευής αυτής προηγήθηκε κι ακολούθησε μιά σωρεία τέτοιων μικρών υπολογιστών, που όλοι είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: με το που τους ξεκίναγες, σε βγάζανε κατ’ ευθείαν σ’ ένα περιβάλλον προγραμματισμού (συνήθως της γλώσσας Basic) · ούτε σκληρός δίσκος, ούτε τίποτε. Όλες τους οι δυνατότητες βρισκόντουσαν γραμμένες στην εργοστασιακή ηλεκτρονική μνήμη τους, γι’αυτό ανταποκρινόντουσαν αμέσως.
Όμως, καναδυό τέτοιοι υπολογιστές ξεκίνησαν να έχουν μονάδα δισκέττας, οπότε καί χρειάστηκε ένα περιβάλλον εργασίας – σαν το Unix, αλλά με σαφώς λιγώτερες δυνατότητες. (Πχ δεν ήταν πολυχρηστικό, δεν κοίταζε την ασφάλεια του συστήματος από κακόβουλους χρήστες, κι άλλα ένα σωρό τέτοια.) Αυτό ήταν το CP/M. Αλλά, ενώι φαινόταν ότι οι μικροί υπολογιστές θα βρίσκαν τον δρόμο τους, θύμωσε ο Κρόνος καί τα ρήμαξε όλα!
Μία απ’ τις εταιρείες, που είχαν κάνει όνομα σε προηγούμενες εποχές, η IBM, σαστισμένη από την εμπορική επιτυχία των μικρών υπολογιστών, είπε να βγάλει κι αυτή τον δικό της «μικρόν». Τον έβγαλε το καλοκαίρι του 1981· αυτός ήταν το πρώτο PC.
Ως μηχάνημα, το πισή ήταν μιά πατάτα καί μισή! lol!!! Ογκώδες, πανάκριβο γιά όσα έδινε, τεχνολογικώς τα ίδια καί χειρότερα με τους άλλους (πράγματι) μικρούς (ποιός από μας τους παλιούς δεν θυμάται τις σχεδιαστικές γελοιότητες με τις «extended» καί «expanded» μνήμες), με ελάχιστες δυνατότητες χρώματος καί ήχου, καί που ουσιαστικά δεν ήταν ένας μικρός υπολογιστής γιά το τραπέζι σου, αλλά ένα δύσχρηστο τερματικό γιά τα ντουλάπια της IBM, που τό ‘παιζε μικρός υπολογιστής. Άσε που επέμενε σε τεχνολογία ήδη ξεπερασμένη, τους σκληρούς δίσκους του …1955.
Γιατί; διότι κάθε τέτοια μεγάλη εταιρεία κοιτάζει να σου πουλάει συνεχώς τεχνολογία ήδη ξεχρεωμένη από πνευματικά δικαιώματα, άσχετο πόσο παλιά είναι (σάμπως τη νοιάζει την εταιρεία, τί τρώς εσύ στη μάπα; ), ώστε σε κάθε πώληση να έχει καθαρό κέρδος. Καί το κάνει, μέχρις ότου αναγκαστεί ν’ αλλάξει (καί να πουλάει πιό καινούργια τεχνολογία). Αλλοιώς, θα συνεχίσει να σου πουλάει την παλιατσαρία. Νά, το αυτοκίνητό σας, γιά παράδειγμα: τεχνολογία του 1865 (κινητήρας) καί του 1910 (μίζα). Το μόνο καινούργιο, είναι η αεροδυναμική. (Ναί, αυτή είναι του 1920. Άντε, κατά παραχώρησιν: ο αερόσακκος, του 1980.) Καί οι αρχηγοί κρατών, τα ΜΜΕ, οι «στρατηγικοί αναλυτές», ο ένας, ο άλλος… συνεχίζουν να μιλάνε γιά κοιτάσματα πετρελαίων για τον επόμενον …αιώνα!!! (Δεν ξέρω, αν το πιάσατε το υπονοούμενο.)
Έτσι καί με τους «σοβαρούς» σκληρούς δίσκους, με τα μοτέρια που γυρνάνε γρούτσου-γρούτσου-γρούτσου. Μας πήγε τόσο πίσω το «σοβαρό» μηχάνημα, που ακόμη σήμερα -σαράντα χρόνια μετά- δεν απαλλαγήκαμε οριστικά από δαύτους. (Μόνο στα κινητά καί τα τάμπλετς δεν υπάρχει αυτή η αρχαιολογία πιά.) Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά μ’ άρεσε που ο κάθε υπάλληλος τότε στα κομπιουτεράδικα έλεγε με σοβαρό ύφος: «- Είναι γρήγορος αυτός ο σκληρός δίσκος, κύριε!» Ναί, γρήγορος, ούούούούούουουου!!!… ο πιό γρήγορος από δαύτους, δέκα χιλιάδες φορές πιό αργός απ’ την -τότε- πιό αργή ηλεκτρονική μνήμη! (Σήμερα, τέτοιες συγκρίσεις είναι απλά αξιοθρήνητες.)
[Ειρήσθω ότι την αποτυχία αυτή, η «μαμά» εταιρεία πήγε να τη λανσάρει ως «σοβαρό» μηχάνημα, ισχυρισμό τον οποίο αντέγραψε άκριτα ο κάθε αρδ της εποχής εκείνης, ξεπατηκώνοντας το δελτίο τύπου της εταιρείας καί παρουσιάζοντάς το σαν …είδηση! Από τότε υπήρχε αυτή η αρρώστεια των πληρωμένων γραφιάδων – ακόμη καί σε τεχνολογικά θέματα.
«Σοβαρό» μηχάνημα, παναπεί, σε αντίθεση με τα «μπλιμπλίκια», που είχαν χρώματα καί μουσικές. Τώρα, βέβαια, γιατί λίγα χρόνια μετά το «σοβαρό» μηχάνημα έσπευσε να εξοπλιστεί με χρώματα καί πλακέτα ήχου, έ, αυτό είναι αλλουνού ιμάμη Κοράνι.]
Κι εδώ ακριβώς μπαίνει στη σκηνή ο Μπίλλης!… ο οποίος μέχρι τότε είχε κάνει τα εξής – μάλλον όχι σπουδαία, ή αξιομνημόνευτα:
- Είχε παρατήσει το πανεπιστήμιο στο τρίτο έτος (καί δεν το συνέχισε ποτέ).
- Είχε φτιάξει μιά μικρή εταιρεία τεχνολογίας υπολογιστών.
- Καί είχε συλληφθεί γιά τροχαία παράβαση.
Λέγεται, λοιπόν, ότι η IBM, θέλοντας να φτιάξει ένα περιβάλλον εργασίας γιά το PC, απευθύνθηκε στον προγραμματιστή του CP/M, αλλ’ αυτός «έστησε» αγενώς τους αντιπροσώπους της IBM, επειδή έκανε βόλτες με το αεροπλάνο του, καί δεν έλεγε να κατέβει κάτω!… Κι όταν επιτέλους προσγειώθηκε, αυτοί είχαν ήδη φύγει τσατισμένοι. Καί μετά, πήγαν καί βρήκαν τον Μπίλλη γιά τη δουλειά! Αυτά λέει ο αστικός μύθος.
Εμείς, όμως, λέμε τελείως άλλα.
Κατ’ αρχήν, όταν μιλάς γιά μεγάλες εταιρείες, καί δή ηπαπαραίϊκες (πατέρες του καπιταλισμού, γάρ), πρέπει να ξέρεις τη νοοτροπία τους. Πρέπει να ξέρεις πώς δουλεύουν, τί ζητάνε, καί πώς το ζητάνε. Οπότε, οι αστικοί μύθοι καλοί είναι γιά να περνά’ η ώρα, αλλά δεν στέκουν σε λογική εξέταση.
Κατ’ αρχήν (δίς)… γιατί μιά εταιρεία τέτοιου μεγέθους δεν έφτιαξε μόνη της το περιβάλλον εργασίας του μηχανήματός της; Αυτό είναι ένα ερώτημα, που δεν το απάντησε ποτέ κανείς. Είναι απίθανο, να μή μπορούσε.
- Άρα βιαζόταν, κι ήθελε κάτι έτοιμο;
- Ή θα της ερχόταν πιό φτηνά να το δώσει υπεργολαβία;
- Το μεν έτοιμο προϊόν, οκ, αλλά δημιουργεί εξαρτήσεις από τον κατασκευαστή του, δηλαδή από άτομο εκτός εταιρείας.
- Η δε υπεργολαβία…
Απ’ την άλλη, κάθε εταιρεία μεγέθους της IBM είχε κι έχει ένα σωρό τμήματα καί υπαλλήλους, οπότε κάθε σκέψη γιά πληρωμένη υπεργολαβία σε εξωτερικούς συνεργάτες (καί δή, γιά προϊόντα μέσα στις δυνατότητες της εταιρείας) δεν έχει πολλές πιθανότητες να εγκριθεί απ’ το λογιστήριο· απλούστατα, επειδή είναι περιττή σπατάλη.
Εκ τρίτου, μιά εταιρεία τέτοιου μεγέθους ΔΕΝ κάθεται να συνεννοηθεί ούτε με μεμονωμένα άτομα κατασκευαστές, ούτε με εταιρειούλες-ποντίκια. (Είπαμε, πρέπει να ξέρει κανείς τη νοοτροπία τους.) Καί δή, με κάποιο άτομο που δεν τέλειωσε κάν το πανεπιστήμιο!!!
Εκ τετάρτου, όλη η χώρα ήταν (καί τότε) γεμάτη από κομπιουτεράδες καί εταιρείες υπολογιστών. Καί πανεπιστήμια με τμήματα Πληροφορικής.
Άρα;…
Άρα…
Ο τότε έτερος αστικός μύθος έλεγε πως η IBM βρήκε τον Μπίλλη, επειδή μιά θειά του δούλευε εκεί ως καθαρίστρια – κι είπε έναν καλό λόγο «γιά το παιδί». Όλα, όμως, δείχνουν ότι ο Μπίλλης είναι φαινόμενο παιδιού-θαύματος, που βγήκε από ταχυδακτυλουργικό καπέλλο.
Ακριβώς σαν τον Τσίπρα… που μόνον αυτός είχε επανειλημμένη προβολή στην τηλεόραση, ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες μαθητές των καταλήψεων!
Κι ακριβώς σαν τον (όντως έξυπνον) Ήλον Μάσκ. Πού βρήκε τόσα λεφτά αυτός, καί πως ανακατεύει αυτός (όντας ξένος υπήκοος στις ηπαπάρα) Νάσες κι υπηρεσίες ηπαπαραίϊκες κι έτσι κι αλλοιώς… έ, κι αυτό θαύμα ταχυδακτυλουργού πρέπει νά ‘ναι! lol!!!
Εν πάσει περιπτώσει, καί οι τρείς τους είναι λαγοί του συστήματος. Επελέγησαν, άγνωστο από ποιούς (καί τελείως αδιάφορο, σε τελευταία ανάλυση), γιά να κάνουν συγκεκριμένες δουλειές ο καθένας. Κυρίως, γιά να πάρουν πάνω τους κάποιον τομέα (τεχνολογικόν, κοινωνικόν… ο,τιδήποτε), να κάνουν πειραματισμούς στον τομέα αυτόν (καθ’ υπόδειξιν από τα παρασκήνια), καί να τραβάνε επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας – στα οποία φώτα, τα «παρασκήνια» έχουν αλλεργία.
Η διαφορά, όμως, του εδώ αγράματου φελλού με τους άλλους δύο, είναι πως εκείνοι είναι λαγοί με ντόπες αμφεταμινών! Λαγουδάκια με μπαταρίες ντούρασελλ! Οπότε, θα κρατήσουν καί περισσότερο.
[Ήδη ο Μπίλλης κράτησε σαράντα χρόνια – καί συνεχίζει. Αλλά, ετούτον εδώ, δεν τον βλέπω σόϊ. Δεν τραβάει. Θα τον αποσύρουν, υποθέτω.
Πρεπει πρώτα …να τελειώσει το σχολείο, διότι οι καταλήψεις του άφησαν κουσούρια: θεωρεί τη Λέσβο καί τη Μυτιλήνη διαφορετικά νησιά! Ούτε μεθυσμένος νά ‘τανε, να τά ‘βλεπε διπλά! Καρα-lol!!! Τώρα, πάντως, είναι μιά καλή ευκαιρία να καλύψει τα κενά του με την ησυχία του, χωρίς κόπο (καί δίχως καταλήψεις), με την τηλεκπαίδευση της ασχημομούρας! Ξανά lol!!!]
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου