ΤΟ ΠΡΩΤΟ Μουντιάλ πού θυμᾶμαι, εἶναι αὐτό πού διεξήχθη τό 1978 στό Μπουένος Ἄιρες ἐπί δικτατορίας Βιντέλα.
Ἀγαπούσαμε τόν γκολτζῆ Μάριο Κέμπες καί τίς γαλανόλευκες ρίγες στίς φανέλλες τῆς πρωταθλήτριας κόσμου Ἀργεντινῆς, λατρεύαμε τήν φανέλλα τῆς Ἐθνικῆς Περού μέ τήν διαγώνια κόκκινη λωρίδα, τρελλαινόμασταν μέ τόν «ἀναρχικό» τερματοφύλακα Kιρόγα. Οἱ καρδιές μας ὡστόσο ἦταν μέ τούς «Ὀράνιε» τοῦ Γιόχαν Νέσκενς πού ἔχασαν στόν τελικό. Τό ἑπόμενο συγκλονιστικό Μουντιάλ πού θυμᾶμαι ἦταν τοῦ 1982, στήν Ἱσπανία. Μέ τήν μεγάλη Ἰταλία τοῦ Πάολο Ρόσσι, τοῦ Ντίνο Τζόφ καί τῶν ἄλλων ἀστέρων. Ψυχικῶς ἤμουν καί πάλι μέ τόν χαμένο. Μέ τήν ἐκπληκτική Βραζιλία τοῦ Σόκρατες, τοῦ Ζίκο καί τοῦ Φαλκάο, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε ἕναν ἀνεκδιήγητο τερματοφύλακα, τόν Βαλντίρ Πέρεζ. Τό Μουντιάλ ὅλες αὐτές τίς δεκαετίες –μοιραῖα ὅταν μεγαλώνεις θυμᾶσαι τίς διοργανώσεις τῶν μαθητικῶν σου χρόνων– ἦταν μία θερινή ἑορτή γιά ὅλον τόν κόσμο. Τά παιδιά ξεχυνόμασταν στήν ἀλάνα μέ τό ξερό χῶμα καί μιμούμασταν τούς ἥρωες πού βλέπαμε στίς ὀθόνες τό βράδυ. Ὁ ἴδιος ἀγαποῦσα πολύ τούς τερματοφύλακες, εἶναι ὡραία αἴσθηση ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἑστίας.
Οἱ μεγαλύτεροι πήγαιναν στήν μπακαλοταβέρνα τῆς γειτονιᾶς γιά νά πιοῦν παγωμένη μπύρα «Ἄμστελ» καί μέ μεζέ ἄλλοτε παστή ρέγγα, ἄλλοτε σαγανάκι τυρί, ἄλλοτε στραπατσάδα, καί ἄλλοτε ντομάτα-τυρί-ἐλιά καί ψωμί (αὐτό εἶναι τό μενού τῶν φτωχῶν) νά χαζέψουν τό τόπι καί νά ξεχαστοῦν. Οἱ κυρίες, τέλος, ἦταν εὐτυχισμένες γιατί δέν εἶχαν τούς ἄνδρες στά πόδια τους. Τά Mουντιάλ καί τά τότε Κύπελλα Ἐθνῶν εἶναι λοιπόν καταχωρισμένα ἀνεπιστρεπτί στήν μνήμη μας ὡς τά χρόνια τῆς ἀθωότητας. Τῆς ἀθωότητας ὅλων μας. Οἱ δικοί μου ἥρωες ἦταν δύο: Τό δικό μας «Φάντομ», ὁ Νῖκος Σαργκάνης, καί ὁ Ἄγγλος κορυφαῖος πορτιέρο Ρέυ Κλέμενς. Μοῦ ἄρεσε καί ὁ Σίλτον τῆς Νότιγχαμ, ἀλλά ὁ Κλέμενς εἶχε κάτι ἀρχοντικό. Εὐγενικό. «Καθάριζε» τίς φάσεις, χωρίς φιγοῦρες.
Ἡ μπάλλα ὅμως, αὐτή ἡ μεγάλη πλανεύτρα, μᾶς ἔμαθε μέσα ἀπό τίς διεθνεῖς διοργανώσεις τέσσερα ἀκόμη πράγματα πέρα ἀπό τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἀθωότητα.
– Τήν ἀγάπη γιά τό Ἔθνος καί τό Ἐθνόσημο.
– Τήν ψυχραιμία μέσα στήν ἀντιξοότητα.
– Τό μάνατζμεντ τῶν μικρῶν καί τῶν μεγάλων ἀποφάσεων.
– Τό ὅριο στήν ἀντιπαλότητα. Ἡ ζωή μοιάζει πολύ μέ τήν μπάλλα. Πολλές φορές πρέπει νά ἀποφασίζεις γρήγορα. Ἡ ὑπερηφάνεια γιά τό ἐθνόσημο μετά τό 0-1 στήν Δανία καί τό 0-1 στήν Ὁλλανδία μᾶς ὅρισε. Ἡ ψυχραιμία καί ἡ ὑπομονή ἐπίσης. Ὁ φίλος, ὁ Ἀντώνης Νικοπολίδης, μοῦ ἐξομολογήθηκε σέ μιά συνέντευξη πού τοῦ ἔκανα τό 2013 μέσα στόν ἀγωνιστικό χῶρο τοῦ Σταδίου Καραϊσκάκη, ὅτι νοιώθει τήν μικρή περιοχή σάν τό σπίτι του. Ἐκεῖ αἰσθάνεται μεγάλη ἀσφάλεια καί ἀπέραντη ἠρεμία. Ὅσον ἀφορᾶ τό μάνατζμεντ, τέλος, ὁ ποδοσφαιριστής καλεῖται, ὅπως καί ὁ διαιτητής ὅπως καί ὁ προπονητής, νά λάβει δεκάδες μικρές καί μεγάλες ἀποφάσεις μέσα στό γήπεδο σέ συνθῆκες μεγάλης πίεσης. Ὁ Μίμης Δομάζος μοῦ εἶχε ἐξομολογηθεῖ σέ μιά ραδιοφωνική συνέντευξη ὅτι μετά ἀπό κάθε ἀγῶνα ἔνοιωθε ὄχι σωματική κόπωση ἀλλά ψυχική. Εἶχε πονοκέφαλο ἀπό τήν ἀκατάπαυστη σκέψη! Περιττό νά σᾶς πῶ ὅτι μετά ταῦτα καί μετά ἀπό τήν σύντομη ἐμπειρία μου στήν ἐφηβική ὁμάδα ποδοσφαίρου τῆς νήσου μου, «Μυρμιδόνες», δέν ἀφήνω ποδοσφαιρική βιογραφία πού νά μήν διαβάσω. Τοῦ Πελέ. Τῶν προπονητῶν Ἄλεξ Φέργκιουσον καί Μπράιαν Κλάφ. Τοῦ διαιτητῆ Πάολο Κολίνα. Τοῦ Γιώργου Κούδα. Τῶν πάντων ὅλων.
Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ μπάλλα στίς μέρες μας δέν μᾶς δίνει τήν ἴδια χαρά. Ἔχει χαλάσει πολύ πρίν ἀπό τό ἀποτυχημένο Μουντιάλ πού ζοῦμε. Ἔχει χαλάσει γιατί τῆς ἀφαιρέσαμε τήν ἐθνικότητα καί τῆς ἐπιβάλαμε τό χρῆμα. Πρῶτα ἀφαιρέσαμε χάριν τοῦ θεάματος τήν ἐθνικότητα ἀπό τίς ὁμάδες, μετά τήν ἀφαιρέσαμε καί ἀπό τίς ἐθνικές. Ξαφνικά ὁ Ὀλυμπιακός ἔπρεπε νά παίζει σάν ἱσπανική ὁμάδα ἀποτελούμενη ἀπό Ἴβηρες, Ἀφρικανούς, καί ἄλλους πλανόδιους. Ξαφνικά ὁ ΠΑΟΚ ἔπρεπε νά παίζει μέ πορτογαλική μιζέρια. Ἄν ὁ Πειραιᾶς ἦταν κάποτε ἡ ντρίπλα τοῦ Ἀναστόπουλου καί τό πέταγμα τοῦ Λεμονῆ, ἄν ἡ Φιλαδέλφεια ἦταν ἡ ἐπινοητικότητα τοῦ πρόσφυγα Μίμη Παπαϊωάννου καί ἡ δρασκελιά τοῦ Ἀρδίζογλου, καί ἄν ἡ Τούμπα ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Μακεδόνα Σαράφη καί ἡ ἐκρηκτικότητα τοῦ Πόντιου Τερζανίδη, αὐτά τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πόλης καί κάθε ὁμάδος πού ἦταν καί ἡ νοστιμιά τοῦ ποδοσφαίρου, τά πετάξαμε στά σκουπίδια χάριν τῆς τελειότητας καί τῆς ὁμοιογένειας. Ἤμασταν ἀτελεῖς καί γνήσιοι, ἀλλά δέν μᾶς ἀρέσαμε. Θελήσαμε νά γίνουμε πλαστοί καί τέλειοι γιά νά κουνήσουμε τό σεντόνι καί νά τά οἰκονομήσουμε. Ἦταν θέμα χρόνου μετά ταῦτα νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἕνα ποδόσφαιρο χωρίς ἐθνική καί τοπική ταυτότητα. Ποδόσφαιρο στό ὁποῖο δέν καθρεφτίζονται στό τερραίν τά προτερήματα καί τά ἐλαττώματα ἑνός Ἔθνους. Οἱ χαρακτῆρες του. Ἀκολούθησαν οἱ ἐθνικές ὁμάδες. Ἄλλαξαν οἱ συνθέσεις τους καί μπολιάστηκαν μέ μαύρους μετανάστες. Ἀκόμη καί οἱ ἐθνικές τῶν Βαλκανίων. Ἄλλαξε ἔτσι ὁ τρόπος σκέψης τους. Ἡ Βραζιλία παίζει πλέον σάν Γερμανία. Ἄς μήν ἀναρωτιόμαστε μετά ταῦτα γιατί ἡ ἀσθένεια κόλλησε καί στίς μεγάλες διοργανώσεις. Ἦταν θέμα χρόνου. Τό ἕνα δυστυχῶς ἔφερε τό ἄλλο. Χάριν τοῦ χρήματος τά λαϊκά στρώματα δέν ἔχουν πρόσβαση στήν συνδρομητική τηλεοπτική μετάδοση μέσα στό σπίτι τους. Πλέον αὐτοῦ, προκειμένου τό τόπι νά ἐπεκταθεῖ καί σέ ἄλλες ἀγορές, ἡ διοργάνωση διεξάγεται, ἄν εἶναι δυνατόν, χειμῶνα. Καί τό κορυφαῖο πού βλέπουμε στό Κατάρ: πολῖτες ἄσχετων ἐθνικοτήτων ὑποδύονται σέ ρόλο «τσιρλῆντερ» φιλάθλους ἐθνικῶν ὁμάδων ἐλλείψει ἐπισκεπτῶν. Ἡ νοθεία! Νοθεία στίς ὁμάδες, νοθεία στίς κερκίδες, νοθεία στίς τηλεοράσεις, νοθεία στήν ἐποχή τοῦ χρόνου διεξαγωγῆς.
Δέν εἶναι περίεργο λοιπόν πού οἱ φίλαθλοι ἀντιδροῦν καί μποϋκοτάρουν τό Μουντιάλ. Ἀλλά προσοχή, μήν γίνει κανένα λάθος. Οἱ φίλαθλοι δέν ἀμφισβητοῦν τό Μουντιάλ ἁπλῶς. Ἀμφισβητοῦν αὐτήν τήν νέα μορφή καπιταλισμοῦ πού γιά νά τά οἰκονομήσουν οἱ λίγοι ἀδιαφοροῦν γιά τήν χαρά τῶν πολλῶν καί ἐπιμένουν νά τούς βάλουν νά φορέσουν κορσέ δικῆς τους ἐπιλογῆς. Προσέξτε λίγο καλύτερα τόν κόσμο, παρακαλῶ. Ἀμφισβητοῦνται οἱ σταθερές. Οἱ πολῖτες τοῦ κόσμου χλευάζουν τό Μουντιάλ, πετοῦν αὐγά στούς βασιλεῖς τῆς Ἀγγλίας, βάφουν μέ πουρέ πίνακες ζωγραφικῆς κορυφαίων ζωγράφων. Τό Μουντιάλ λοιπόν, ὅπως ἐξελίσσεται μέχρι σήμερα, δέν εἶναι ἁπλῶς ἀποτυχία. Εἶναι πλανητικό καμπανάκι. Μήτρα ἐξελίξεων. Ὁ τρόπος πού σχεδίασαν κάποιοι γιά νά ζοῦμε τόν ἐλεύθερο χρόνο μας, δέν μᾶς ἀρέσει. Μᾶς λείπει ἡ ἀθωότητα, μᾶς λείπουν οἱ ἥρωες, μᾶς λείπει ἡ ὑπερηφάνεια, μᾶς λείπει ἡ ταύτιση, μᾶς λείπει ἡ χαρά. Μᾶς λείπει ἡ νοστιμιά τῆς ζωῆς. Δέν εἶναι βιομηχανία τά συναισθήματα γιά νά τά κατασκευάσεις. Ὅταν λείπουν αὐτά, λείπει ἡ ἔμπνευση, καί ἔτσι πυροδοτοῦνται ἐξεγέρσεις. Εἴμαστε, νομίζω, στήν ἀρχή τοῦ κύματος.
ΕΣΤΙΑ
12 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου