Γράφει η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΡΙΑΜΟΥ
Όπως είναι γνωστό φίλοι μου, απεβίωσε ο Μέγας Αλέξανδρος στη Βαβυλώνα, (10 ή 11/6 /323 π. Χ.), μετά από σύντομη ασθένεια, και πέρα από τα γνωστά και τετριμμένα που αναφέρονται συνήθως, είναι γεγονός πως επικρατούν μαύρα σκοτάδια εδώ και αιώνες, ως προς τις πραγματικές συνθήκες θανάτου και της τοποθεσίας ενταφιασμού. Γεγονός που αποδίδεται στην έλλειψη πληροφοριών εκ μέρους των αρχαίων συγγραφέων. Ωστόσο, γνωρίζοντας πως στη Βαβυλώνα διενήργησαν αρχαιολογικές έρευνες αρκετά καταξιωμένοι αρχαιολόγοι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αποφάσισα να μελετήσω την κουλτούρα των Ασσυρο-Βαβυλωνίων, με την ελπίδα να απαντηθούν όλα τα αναπάντητα ερωτηματικά που με απασχολούσαν εδώ και αρκετά χρόνια. Ως γυναίκα που είμαι φίλοι μου, σας επισημαίνω πως η προσοχή μου είχε εστιαστεί εξαρχής στην παντελή απουσία καταγραφών, σχετικών με τη δράση δυο επιφανών Εβραιο-Χαλδαϊκών Τραπεζών που ονομάζονταν Ingimbi και Mourousou, τα υποκαταστήματα των οποίων δραστηριοποιούνταν σε ολόκληρη την Περσική αυτοκρατορία, 40 μόλις χρόνια από την εποχή της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας, (6ος αι. π.Χ.), παρέχοντας δάνεια με επιτόκιο 33, 3 % και πλουτίζοντας ασυστόλως, σε βάρος όλων εκείνων των φτωχών πολιτών που έχαναν την περιουσία τους και κατέληγαν δούλοι των τραπεζών͘ και αυτοί και τα παιδιά τους συνήθως. Αναζητώντας λοιπόν πληροφορίες πάνω στο ζήτημα αυτό, ομολογώ πως οι έρευνες απέδωσαν καρπούς, τους οποίους επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας, χωρίς αυτό να σημαίνει ωστόσο πως είμαι αλάνθαστη και οι εκτιμήσεις μου τελεσίδικες. Οι τελικές κρίσεις είναι δικές σας και μόνον δικές σας.
Αλλά ας πάρουμε τις καταστάσεις με τη σειρά, προκειμένου να αντιληφθούμε τι συνέβαινε επακριβώς εκείνη την εποχή στη Βαβυλώνα, με αποτέλεσμα ο Αλέξανδρος να έρθει σε αντιπαράθεση με τους Εβραιο-Χαλδαίους Τραπεζίτες και να γίνει τελικά ο αποδιοπομπαίος τράγος, ως προς την υπόθεση της λεηλασίας και της κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος. Γεγονός που όπως θα γνωρίσουμε συντόμως οδήγησε στην ευφάνταστη δολοφονία του. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε όταν το σύνολο των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων κατέληξαν (λίγο πριν από την εαρινή ισημερία του 323 π.Χ.) στα παράλια εδάφη του σημερινού νότιου Ιράν, μια περιοχή η οποία ονομάζονταν Περσία και είχε υπάρξει αρχέγονη κοιτίδα της αυτοκρατορίας των Αχαμαινιδών. Σύμφωνα με τα κείμενα του Αρριανού αναφέρεται μεταξύ άλλων πως ο Αλέξανδρος, αντί να χαρεί για την ολοκλήρωση της εκστρατείας, ήρθε αντιμέτωπος με μια τραγική κατάσταση, σχετική με λεηλασίες ναών, αρπαγές θησαυρών από τα θησαυροφυλάκια των πόλεων, συλήσεις τάφων, κακοδιοικήσεις Σατραπών, και πολλά άλλα συναφή κακουργήματα, τα οποία οδήγησαν μερικούς ντόπιους ηγεμόνες να αναλάβουν δράση, προκειμένου να σταματήσουν τη χαοτική αυτή κατάσταση. Ανάμεσα στους παράνομους συμπεριλαμβάνονταν και αρκετοί Έλληνες στρατηγοί που είχαν μείνει πίσω με τον στρατό τους, τους οποίους, τόσο οι ντόπιοι όσο και ο ίδιος ο στρατός που διοικούσαν τους είχαν κατηγορήσει για πολλών ειδών καταχρήσεις· όπως ότι είχαν συλήσει ιερά και παλαιούς τάφους μαζί με τους εγχώριους φίλους τους, ότι είχαν παρανομήσει απέναντι στους υπηκόους τους, και πολλές ακόμα παράνομες ενέργειες. Μόλις ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τα πεπραγμένα τους, εκτέλεσε αμέσως δυο από αυτούς και αθώωσε τον τρίτο, ούτως ώστε να φοβηθούν όλοι οι υπόλοιποι που είχαν μείνει πίσω και να μην διενεργήσουν ανάλογα περιστατικά. Μετά την εκτέλεση των ενόχων ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρώτη πρωτεύουσα της Περσικής Αυτοκρατορίας Πασαργάδες, όπου εκεί πληροφορήθηκε πως είχε συληθεί ο τάφος του βασιλιά Κύρου, εντός του οποίου υπήρχε μια χρυσή σαρκοφάγος που περιείχε το σώμα του, καθώς και πολλά πολύτιμα αντικείμενα. Ο Αλέξανδρος, αφού διέταξε την αποκατάσταση του τάφου και της σαρκοφάγου, φθάνοντας στην Περσέπολη, βλέποντας τα αποκαΐδια των ανακτόρων μετανόησε πικρά που τα είχε πυρπολήσει πρωτύτερα ο ίδιος, και τότε λέγεται πως αρρώστησε ο Ινδός φίλος του Κάλανος, από κάποια ανίατη κοιλιακή νόσο , με αποτέλεσμα να επιθυμεί να τερματίσει εκεί τη ζωή του. Ο Αλέξανδρος, παρότι αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση του Κάλανου, τελικά αποδέχτηκε την απόφασή του, με αποτέλεσμα να ξοδέψει ένα τεράστιο οικονομικό ποσό για να καεί ζωντανός. Γεγονός που προξένησε βαθιά θλίψη στον ίδιο και τεράστια κατάπληξη στους υπόλοιπους, επειδή ο γυμνοσοφιστής δεν έβγαλε ούτε καν ένα βογκητό από το στόμα του.
Λίγο καιρό αργότερα αναφέρεται πως ο Αλέξανδρος και το στράτευμα έφθασαν στα Σούσα, όπου κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, άρχισε να εξοντώνει χωρίς έλεος όλους αυτούς που κακοδιοικούσαν τους υπηκόους τους και λεηλατούσαν τους τάφους και τους ναούς, καθώς επρόκειτο για καιροσκόπους που είχαν αποθρασυνθεί εντελώς, πιστεύοντας ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ πίσω σώος και ασφαλής και ότι θα χανόταν πέρα από τους μεγάλους ποταμούς της Ασίας. Και τότε ήταν που ο Αλέξανδρος αποφάσισε να παντρευτεί, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της εαρινής ισημερίας του 323 π.Χ. να κάνει δυο γάμους ταυτόχρονα. Οι γυναίκες του ονομαζόταν Στάτειρα και Παρεισάτιδα· η πρώτη ήταν κόρη του Δαρείου Γ΄ και άλλη κόρη του Αρταξέρξη Γ΄ του Ώχου. Κατά τη διάρκεια της παραδοσιακής Περσικής τελετής, παντρεύτηκαν ταυτοχρόνως 80 Μακεδόνες αξιωματικοί, καθώς και πάνω από 10.000 Έλληνες στρατιώτες συνολικά, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τους δεσμούς που διατηρούσαν με γυναίκες Ασιατικής καταγωγής. Αναφέρεται μάλιστα πως ο Αλέξανδρος, αφού διέταξε να καταγραφούν όλα τα ονόματα εκείνων των στρατιωτών που χρωστούσαν χρήματα, τους κάλεσε να εμφανιστούν για να πάρουν μία επιπρόσθετη χορηγία. Αρχικά καταγράφηκαν ελάχιστοι, από φόβο να μην φανούν αχάριστοι, αλλά όταν οι εντεταλμένοι έστησαν τραπέζια με χρήματα πάνω σε αυτά, για να πληρώνουν τα χρέη όλων αυτών που παρουσίαζαν τα χρεωστικά τους συμβόλαια, χωρίς να καταγράφουν τα ονόματά τους, τότε έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία όχι μόνον όσοι είχαν επισυνάψει δεσμούς με ντόπιες γυναίκες, αλλά και κάποιοι ανήθικοι που προσκόμιζαν ψευδή συμβόλαια. Ο Αλέξανδρος λοιπόν, όχι μόνον τους πλήρωσε τα χρέη που άγγιζαν τα 20.000 τάλαντα, αλλά ούτε καν απαίτησε την επιστροφή τους, γεγονός που επιβάρυνε σημαντικά την μελλοντική του πορεία ως προς την κάλυψη των στρατιωτικών δαπανών. Πέραν όλων αυτών ο Αλέξανδρος τους έκανε και προσωπικά δώρα, ανάλογα με την εκτίμηση που είχε στον καθένα, στεφανώνοντας ακόμα και με χρυσά στεφάνια όλους αυτούς που είχαν διακυνδυνέψει τη ζωή τους για χάρη του.
Εκείνη ακριβώς την εποχή αναφέρεται πως ο Αλέξανδρος έβαλε τους στρατιώτες του να καταστρέψουν όλους τους τεχνικούς καταρράκτες που είχαν κατασκευάσει οι Πέρσες βασιλείς κατά το παρελθόν, προκειμένου να προστατέψουν τη Βαβυλώνα σε περίπτωση επίθεσης, κι αυτό συνέβη επειδή ο ίδιος αποσκοπούσε να μετατρέψει τη Βαβυλώνα σε λιμάνι, πηγαίνοντας ουσιαστικά ενάντια στις πανάρχαιες προφητείες των Εβραίων προφητών, Ησαΐα και Ιερεμία, που προέβλεπαν την ολοκληρωτική της καταστροφή και τη μετατροπή της σε κατοικιτήριο ονοκένταυρων, ερπετών και δαιμόνων. (Υπόθεση που θα μας απασχολήσει εντατικά συντόμως). Μετά από την καταστροφή όλων των τεχνικών καταρρακτών, όλοι επέστρεψαν στην Ώπη, όπου εκεί ο Αλέξανδρος τους ανακοίνωσε πως απολύει περίπου 10.000 άντρες· απόμαχους, ανάπηρους, ή και ανήμπορους στρατιώτες που ήταν ανίκανοι για νέες εκστρατείες. Τους ενημέρωσε επιπλέον πως θα τους χορηγούσε μεγάλες δωρεές, ούτως ώστε να είναι ζηλευτοί ανάμεσα στους Μακεδόνες, με αποτέλεσμα να θέλουν και αυτοί να μετέχουν στους αγώνες της Ασίας. Ακούγοντας οι απόμαχοι όλα αυτά από το στόμα του Αλεξάνδρου, προσβλήθηκαν υπερβολικά και άρχισαν να διαμαρτύρονται άγαρμπα, με αποτέλεσμα δεκατρείς υπασπιστές που εξαγριώθηκαν υπερβολικά, να αρχίσουν να τον παρακινούν φωναχτά να τους απολύσει και να κάνει τις εκστρατείες του μαζί με τον πατέρα του, υπονοώντας κοροϊδευτικά τον Άμμωνα Δία. Αφού τον κατηγόρησαν και για τις Περσικές συνήθειες που είχε ασπαστεί, καθώς και για την εμπιστοσύνη που έδειχνε στους νικημένους Πέρσες σε σχέση με τους Έλληνες, ο Αλέξανδρος ακούγοντας όλα αυτά, πάνω στον θυμό του διέταξε να συλλάβουν και να εκτελέσουν αμέσως τους υπεύθυνους. Όταν οι στρατιώτες σώπασαν ακαριαία, ο Αλέξανδρος αφού τους επανέφερε στη θύμησή τους τις ευεργεσίες του πατέρα του, τους ενημέρωσε πως ο ίδιος δεν είχε κληρονομήσει παρά ελάχιστα μόνον χρυσά και αργυρά σκεύη, στο δε θησαυροφυλάκιο της Μακεδονίας υπήρχαν μόνον 60 τάλαντα και πολλά χρέη, που ανέρχονταν στο ποσό των 500 ταλάντων. Και σαν να μην έφτανε το προϋπάρχον χρέος, ο ίδιος είχε δανειστεί επιπλέον άλλα 800 τάλαντα, προκειμένου να τους βγάλει από εκείνη τη φτωχική χώρα που δεν τους έφτανε ούτε για βοσκή. Κατόπιν τους απαρίθμησε μία προς μία όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις που τους οδήγησαν στην κατάκτηση ολόκληρου του αρχαίου κόσμου, τονίζοντάς τους πως δεν κράτησε τίποτα απολύτως για τον εαυτό του, εκτός από την πορφύρα και το διάδημα και πως ίδιος παρέμενε ξάγρυπνος, προκειμένου εκείνοι να μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. (Αρρ. VII 1-3 και ΙΧ 1-9).
Από το σημείο αυτό του λόγου και μετά φίλοι μου, ο Αλέξανδρος αναφέρθηκε στις προσπάθειες επιστροφής στη Βαβυλώνα διαμέσου των ποτάμιων οδών, για να μην κουραστούν πεζοπορώντας και να φτάσουν σώοι και ασφαλείς, καθώς επίσης και στα χρέη που τους τα ξόφλησε χωρίς να ψιλοκοσκινίσει από πού προέρχονταν, μολονότι αυτοί ήταν ήδη αρκετά πλούσιοι, έχοντας λεηλατήσει πολλά κτίρια. Κατόπιν τους θύμισε τα χρυσά στεφάνια που είχαν παραλάβει εις ανάμνηση της ανδρείας και των προσφορών τους, καθώς επίσης και τους ανδριάντες που είχαν στηθεί στις ιδιαίτερες πατρίδες όλων εκείνων που είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών. Ξέχωρα η τιμή που περιέβαλε όλους εκείνους τους γονείς που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο, και οι απαλλαγές που έτυχαν από κάθε φορολογική εισφορά. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος άρχισε ένα μακρύ «κατηγορώ» ενάντια σε όλους εκείνους τους απόμαχους που τον πλήγωσαν με τις άστοχες ενέργειές τους και συνέβαλλαν στην αύξηση του ψυχικού φορτίου που τον βάραινε, εξαιτίας των οικονομικών επιλογών που διενήργησε για χάρη τους. Μόλις ο Αλέξανδρος τέλειωσε το λόγο του, έφυγε θυμωμένος από το βήμα, και αφού εισήλθε στα ανάκτορα, όχι μόνον δεν συναντήθηκε με τους εταίρους, αλλά μήτε και εμφανίστηκε οπουδήποτε τη δεύτερη μέρα μετά το επεισόδιο αυτό. Εμφανίστηκε τελικά την τρίτη ημέρα και αφού κάλεσε τους Πέρσες στρατιωτικούς και όσους αναγόρευσε ισότιμους με εκείνον, τους μοίρασε τις διοικήσεις των σωμάτων, καθιερώνοντας ως έθιμο να έχουν δικαίωμα «ασπασμού» μόνον εκείνοι. Γεγονός που προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους Μακεδόνες στρατιωτικούς, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν τι να πράξουν. Όταν ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις του Αλεξάνδρου στους στρατιώτες, αμέσως αυτοί αναφέρεται πως έτρεξαν κοντά στα ανάκτορα και έριχναν τα όπλα τους στις θύρες, σαν ένα είδος ικεσίας προς το βασιλιά. Ταυτόχρονα παρακαλούσαν να περάσουν μέσα για να παραδώσουν τους ενόχους, διαφορετικά δεν θα έφευγαν από τις θύρες μήτε νύχτα μήτε μέρα αν δεν τους λυπόταν ο Αλέξανδρος. Μόλις πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος τι είχε συμβεί βγήκε αμέσως έξω και μόλις τους είδε ταπεινωμένους να φωνάζουν θρηνητικά σαν να ήταν μικρά παιδιά, έτρεξαν δάκρυα από τα μάτια του. Και τότε, ενώσω εκείνος τους παρακολουθούσε συγκινημένος, τότε ανέλαβε να μιλήσει εκ μέρους τους ο ίππαρχος Καλλίνης, ο οποίος του εξέθεσε την κατάσταση σχετικά με τους Πέρσες που είχαν δικαίωμα να τον φιλούν, τη στιγμή που κανένας Μακεδόνας δεν είχε απολαύσει μια τέτοια τιμή». Συγκινημένος ο Αλέξανδρος τους είπε τότε πως «τώρα πια τους κάνει όλους συγγενείς του», και όταν πλησίασε ο Καλλίνης τον φίλησε με ζέση, όπως φίλησε όλους όσους τον πλησίασαν. Μετά από αυτήν την εξέλιξη οι στρατιώτες πήραν τα όπλα τους και επέστρεψαν στο στρατόπεδο, φωνάζοντας και παιανίζοντας. Ακολούθησε θυσία στους θεούς και γενικό συμπόσιο στο οποίο έλαβαν μέρος όλοι οι Μακεδόνες που είδαν να κάθεται δίπλα τους ο Αλέξανδρος, τιμώντας τους με αυτόν τον τρόπο. Στο συμπόσιο αυτό που είχε κοστίσει ένα τεράστιο οικονομικό ποσό, αναφέρεται πως είχαν πάρει μέρος περίπου 9000 άτομα, ανάμεσα στα οποία και Χαλδαίοι μάντεις, ενόσω ο Αλέξανδρος έκανε ευχές προκειμένου να έχουν ομόνοια αναμεταξύ τους στην διακυβέρνηση του κράτους, καθώς επίσης και υλικά αγαθά. (Αρρ. ΧΙ 1-9).
Μετά το πέρας του συμποσίου αναχώρησαν οικειοθελώς 10.000 Μακεδόνες, λόγω αναπηρίας, γηρατειών ή άλλων παθημάτων. Σ’ αυτούς τους στρατιώτες έδωσε μισθό όχι μόνον για όσον καιρό τον υπηρέτησαν συνολικά, αλλά και για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαζόταν να φθάσουν στις πατρίδες τους. Εκτός τούτου, τους έδωσε και από ένα τάλαντο παραπάνω στον καθένα, τονίζοντάς τους ότι όσοι είχαν παιδιά με Ασιάτισσες γυναίκες να μην τα πάρουν μαζί τους, προκειμένου να μην δημιουργήσουν πρόσθετα προβλήματα στις οικογένειές τους.
Όπως γίνεται πλέον προφανές φίλοι μου ο Αλέξανδρος είχε πλήρη άγνοια σχετικά με τα οικονομικά ζητήματα διαχείρισης του κρατικού θησαυροφυλακίου, με αποτέλεσμα, όπως θα γνωρίσουμε στην επόμενη ανάρτηση, να βρεθεί σε ακόμα πιο πολύ δυσχερή θέση, και να ζητά δανεικά από τους Χαλδαίους μάγους και πανεπιστημιακούς, που εργάζονταν στο ναό του Esagila (Baal).
ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΦΙΞΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ?
Ξετυλίγοντας τον μίτο της Αριάδνης φίλοι μου, με απώτερο σκοπό να φωτιστούν τα αίτια που οδήγησαν στο θάνατο του Αλεξάνδρου, μέλλει να αποκαλυφθούν εδώ και άλλες επιπρόσθετες πτυχές της ίδιας υπόθεσης, αρχής γενομένης από το Τραπεζικό καθεστώς της Βαβυλώνας, το οποίο εξακολουθεί να παραμένει έως και σήμερα στην αθέατη πλευρά της ιστορίας. Σύμφωνα με όσα καταδεικνύουν οι πήλινες πινακίδες που έφερε στο φως το 1910 ο Γερμανός αρχαιολόγος Rombert Koldewey (1855-1925), γίνεται φανερό πως ανάμεσα στους Βαβυλωνιακούς ναούς που λειτουργούσαν ως Τραπεζικά καταστήματα, συμπεριλαμβάνονταν και δυο ξεχωριστοί ιδιωτικοί Τραπεζικοί Οίκοι, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν Εβραιο-Χαλδαίοι. Επρόκειτο για τον Τραπεζικό Οίκο «Μurousu & Sons», ο οποίος είχε ισχυροποιηθεί σημαντικά στην εμπορική ζωή της Βαβυλώνας, πραγματοποιώντας σημαντικές συναλλαγές, ιδιαίτερα στις αγοραπωλησίες οικοπέδων μεγάλης έκτασης. Η έδρα του βρισκόταν στην πόλη Νιππούρ (νοτίως της Βαβυλώνας) και είχε υποκαταστήματα σε 200 περιοχές της πρώην Περσικής αυτοκρατορίας. Ο δεύτερος Τραπεζικός Οίκος ονομάζονταν «Igimbi», ο οποίος κατά το έτος 575 π. Χ. είχε γνωρίσει αρκετά μεγάλη ακμή, αλλά χρεοκόπησε κατά την εποχή του Αλεξάνδρου, όπως και όλες οι υπόλοιπες τράπεζες ναοί εν προκειμένω.
Οι τράπεζες αυτές, σύμφωνα με όσα αναφέρει η Petra Eisele στο βιβλίο της «Βαβυλώνα» (εκδ. Κονιδάρη 1987), προσέφεραν σχεδόν όλες τις υπηρεσίες που προσφέρουν και σύγχρονες τράπεζες, όπως η έκδοση επιταγών, η αποταμίευση, η έκδοση πιστωτικών εγγράφων και η Βαβυλωνιακή εκδοχή του χαρτονομίσματος που ήταν ένα είδος πήλινης πλάκας. Οι πολίτες της Βαβυλώνας φύλαγαν τις πλάκες σαν τα μάτια τους, όπως φυλάγουν οι σύγχρονοι δανειολήπτες τα διάφορα νομικά ή πιστωτικά συμβόλαια, έγγραφα κ.τ.λ., προκειμένου να είναι διασφαλισμένοι νομικά απέναντι στους πιστωτές και τις τράπεζες. Σχετικές γνώσεις με συγκεκριμένα τραπεζιτικά προϊόντα μπορούμε να λάβουμε μέσα από τα αποτελέσματα των ανασκαφών που διενεργήθηκαν στα ερείπια των αρχαίων ζιγκουράτ της Βαβυλώνας, τα οποία φανερώνουν ότι αντί για νομίσματα χρησιμοποιούνταν οι γνωστές πήλινες πινακίδες που αντιπροσώπευαν χρεωστικά έγγραφα ή υποσχέσεις πληρωμής κάποιου ποσού, οι οποίες αποτελούσαν στην πραγματικότητα ένα είδος «υποκατάστατου δανείου», που υπολογίζονταν σε χρυσό, αλλά παρακρατούνταν από τις τράπεζες. Μαζί με τις πήλινες πινακίδες ήρθε στο φως και το μυστικό του οικονομικού τους συστήματος, το οποίο ήταν εξίσου αποτελεσματικό με το σημερινό, καθώς οι άνθρωποι εκείνης της εποχής κατέφευγαν συνήθως στο δανεισμό, είτε λόγω ανάγκης, είτε λόγω απληστίας, προκειμένου να πετύχουν κάποιον σημαντικό επαγγελματικό στόχο ή ακόμα μια αγοραστική ευκαιρία. Στη Μεσοποταμία, ύστερα από ένα χρόνο κακής σοδειάς, οι αγρότες αναγκάζονταν να αποταθούν είτε στις τράπεζες είτε στο ιερατείο του Βαάλ για να δανειστούν όσα χρειάζονταν για το σπόρο της επόμενης χρονιάς. Ανάλογα συμπεριφέρονταν και οι υποψήφιοι επιχειρηματίες, καθώς τα δάνεια που αφορούσαν επαγγελματικές δραστηριότητες επισυνάπτονταν με το πάγιο επιτόκιο της εποχής, που ήταν συνήθως 33,3% πληρωτέο σε χρυσό, ενώ τα δάνεια που αφορούσαν αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες είχαν επιτόκιο 22%. Το συμβόλαιο όριζε την εξόφληση του δανείου σε τάλαντα και όχι σε καρπούς ή ζώα ή άλλα είδη, διαφορετικά οι δανειζόμενοι έχαναν τα σπίτια ή τα χωράφια τους, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν το γεγονός πως εάν οι δανειολήπτες δεν ξοφλούσαν τα χρέη τους, δεσμεύονταν τα παιδιά και οι γυναίκες τους, οι οποίοι πωλούνταν στη συνέχεια ως δούλοι, ακολουθώντας τη μοίρα τους και ο αρχικός δανειολήπτης, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι δούλοι της Βαβυλώνας να προέρχονται από χρέη και όχι από πολέμους. Σύμφωνα με την Petra Eisele λοιπόν, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι αυτή η τεράστια οικονομική ευμάρεια των Εβραίων τραπεζιτών, (που δεν είχε προβλεφθεί από τους Χαλδαίους μάγους του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα κατά την εποχή της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας), οδήγησε σε 48 μόλις χρόνια στην ραγδαία οικονομική άλωση της Βαβυλώνας από τους πρώην αιχμαλώτους, οι οποίοι, ασχολούμενοι με τις πλέον προσοδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες, είχαν κατορθώσει να μεταβάλλουν τους Βαβυλώνιους από μια παντοδύναμη χώρα σκληροτράχηλων κατακτητών, σε ανίσχυρους και ανυποψίαστους υποτελείς! Αυτό ήταν το πάγιο νομικό καθεστώς φίλοι μου, βάση του οποίου λειτουργούσαν οι Εβραιο-Χαλδαίοι τραπεζίτες εδώ και πολλούς αιώνες, οπότε ας γνωρίσουμε τώρα τι συνέβη επακριβώς κατά την εποχή άφιξης του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε από τη στιγμή που το στράτευμα εισήλθε στην περιοχή του Νυσσαίου κάμπου, εντός του οποίου φιλοξενούνταν περίπου 50.000 βασιλικά άλογα, ενώ παλιότερα υπερέβαιναν τις 150.000, επειδή τα περισσότερα από αυτά τα είχαν λεηλατήσει ήδη οι εγχώριοι αξιωματούχοι και οι παντός είδους ληστές, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Αλεξάνδρου. Τότε ήταν και η χρονική στιγμή κατά την οποία ασθένησε και ο Ηφαιστίων ξαφνικά· και ενώ το στάδιο ήταν γεμάτο κόσμο, ο Αλέξανδρος, μαθαίνοντας ότι δεν ήταν καλά ο φίλος του πήγε να τον δει, πλην όμως δεν τον πρόλαβε ζωντανό, επειδή είχε πεθάνει κατά την 7η ημέρα εξαιτίας της άγνωστης ασθένειάς του. Γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ώστε ο Αλέξανδρος να γίνει μελαγχολικός, απελπισμένος και δύσθυμος· αναφέρεται μάλιστα πως αφού θρήνησε υπερβολικά τον χαμό του φίλου του και κούρεψε τα μαλλιά του σε ένδειξη πένθους, ξόδεψε δέκα χιλιάδες τάλαντα για να κηδέψει τιμητικά τον φίλο του, ανακηρύσσοντας ταυτόχρονα γενικό πένθος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. (Αρρ. βιβ. 6ο XIV 1-10).
Προχωρώντας στη συνέχεια προς την Βαβυλώνα, ενώσω ο Αλέξανδρος και οι στρατιώτες διάβαιναν τον Τίγρη ποταμό, εμφανίστηκαν κάποιοι Χαλδαίοι μάγοι, οι οποίοι, του δήλωσαν πως έπρεπε πάση θυσία να σταματήσει τον ερχομό του προς τη Βαβυλώνα, επειδή είχαν πάρει χρησμό από τον Βήλο ότι δεν θα του έβγαινε σε καλό η είσοδός του στην πόλη. Εκείνος, αν και τους απάντησε με έναν στίχο του Ευριπίδη που έλεγε : «Εκείνος ο μάντης είναι άριστος που βγάζει ευχάριστα συμπεράσματα», αυτοί επέμεναν να μην εισέλθουν στη Βαβυλώνα βλέποντας προς τη δύση, αλλά να μπουν στην πόλη βλέποντας πάντα προς την ανατολή, οπότε θα έπρεπε να κάνει ολόκληρο γύρο, αρχής γενομένης από τους βάλτους του φράγματος Πολλυκόππα. Ο Αλέξανδρος, αν και ταράχτηκε ακούγοντας την προφητεία των Χαλδαίων, αφού πείστηκε τελικά εκ μέρους του φιλόσοφου Ανάξαρχου και των στρατηγών, έστειλε μέσα στην πόλη πολλούς απ’ τους φίλους του, ενώ ο ίδιος, αλλάζοντας δρόμο στρατοπέδευσε έξω από την Βαβυλώνα. Όμως οι Χαλδαίοι μάγοι δεν το έβαλαν κάτω, και με αρχηγό κάποιον Βηλεφάντη, άρχισαν να διαδίδουν πως εάν εισέλθει στο παλάτι, τότε θα τον πρόσμενε ο θάνατος (Αρρ. Αλεξ. Ανάβ. Ζ 16, 17. Διοδ. Σικ. Ιστρ. Βιβλ. ΙΖ 112, Πλουτ. Αλεξ. 73 ). Αυτή η τακτική φίλοι μου, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς υπήρξε αποτέλεσμα δολιότητας των Χαλδαίων μάγων, οι οποίοι φοβόντουσαν πως θα χάσουν τα προνόμιά τους, επειδή πλούτιζαν αποκτώντας γαίες, δούλους και πολλούς θησαυρούς. (Αρρ. Αλεξ. Ανάβ. Ζ 17. 1). Και πράγματι, η εν λόγω καταγραφή εμπεριέχει ολόκληρη την ουσία του προβλήματος, το οποίο μέλει συντόμως να καταστεί φανερό μέσω των πήλινων πινακίδων. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος θέλοντας να φανεί θαρραλέος αγνόησε τις μαντείες, και εισήλθε τελικά στην πόλη, παριστάνοντας πως «είχε θεραπευτεί από τους λόγους των φιλοσόφων». Διόδ.Σικελιώτης (17. 112).
Αναζητώντας απαντήσεις φίλοι μου διαμέσου των χρονικών της Μεσοποταμίας, επικαλούμαι εδώ το περιεχόμενο μιας πήλινης ταμπλέτας, το οποίο ονομάζεται το «Χρονικό της Αραβίας» (BCHP 2) και σχετίζεται με την περίπτωση εισόδου του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα. Διαμέσου αυτού του Χρονικού λοιπόν, που ανήκει στα «Χρονικά της Ελληνιστικής Περιόδου», πληροφορούμαστε πως όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στην Βαβυλώνα και διάβηκε τον Τίγρη ποταμό, οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με δώρα σε κάποια από τις δευτερεύουσες Πύλες της Βαβυλώνας. Ως προς την ακριβή ονομασία της πύλης εισόδου, διαμέσου της παραγράφου (9) του κειμένου, καθίσταται σαφές ότι εισήλθε διαμέσου της Μεγάλης Πύλης. Ωστόσο, μολονότι διενεργήθηκε εκ μέρους του Αλεξάνδρου αυτού του είδους ο στρατηγικός ελιγμός, σύμφωνα με τις αναφορές της ταμπλέτας, δεν υπήρξε διόλου ευτυχής, λόγω της οικτρής κατάστασης με την οποία ήρθε αντιμέτωπος και η οποία περιγράφεται αναλυτικά μέσα στο ίδιο «Χρονικό της Αραβίας», κάνοντας λόγο για τον πληθωρισμό που επικρατούσε κατά την επίμαχη περίοδο, ο οποίος είχε εκτινάξει τις τιμές των τροφίμων στα ύψη, με αποτέλεσμα ο λιμός να αποτελεί ένα βασανιστικό καθημερινό κοινωνικό φαινόμενο, γεγονός που οδήγησε τον Αλέξανδρο να πάει να επισκεφτεί την περιοχή Teyma της Β.Δ. Αραβίας. Μολονότι υπάρχουν ενστάσεις ως προς την ακριβή ερμηνεία του «Χρονικού της Αραβίας», επειδή προέρχεται μέσα από το μικρό και κακοποιημένο θραύσμα, εντούτοις πρόκειται για μια αξιόλογη πληροφορία που επιβεβαιώνει τη δυσαρέσκεια του Αλεξάνδρου απέναντι στην δράση του ιερατείου και των τραπεζιτών γενικά, επειδή η απάνθρωπη στάση τους οδήγησε στη λιμοκτονία του λαού. Η εξήγηση προέρχεται από την ίδια πινακίδα, το κείμενο της οποίας κάνει μια αναφορά στους Χαλδαίους ιερείς που πλήρωναν 10 στατήρες ασήμι για καταβολή μισθού 5 εργατών, οι οποίοι είχαν αναλάβει να απομακρύνουν τα μπάζα από την περιοχή της Ωραίας Πύλης, μιας εκ των πολλών που οδηγούσε στο εσωτερικό της Βαβυλώνας και του ναού του Βάαλ. Αν και το βάρος του νομίσματος του στατήρα κυμαινόταν διεθνώς από 10 gm μέχρι 11,50 gm, η αναγραφόμενη μισθοδοσία των εργατών αποτελούσε τεράστια σπατάλη, επειδή δεν επρόκειτο για αληθινή δαπάνη αλλά εικονική, που επέστρεφε εκ νέου στο ταμείο του ναού.
Τι είχε συμβεί λοιπόν? Διαμέσου των γεγονότων που επακολούθησαν, φαίνεται πλέον καθαρά πως η επίσκεψη στην πόλη Teyma της Αραβίας δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα, γεγονός που γίνεται φανερό διαμέσου της μελέτης ενός περίφημου Χρονικού που αποκαλείται «Το θραύσμα του Αλέξανδρου και του Αρταξέρξη (BCHP 4)», γνωστό και ως «BM 36613». Μέσω της μελέτης αυτού του θραύσματος, συνάγεται το συμπέρασμα πως είχε προηγηθεί οικονομική κατάρρευση του κράτους, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να δημεύσουν τις ιδιοκτησίες όλων των ανθρώπων, και μολονότι ο Αλέξανδρος διενήργησε άρση των δημεύσεων, οι τραπεζίτες αρνούνταν πεισματικά να εκτελέσουν τις αποφάσεις, ειδικά κατά την εποχή που είχε αποβιώσει. Στην ίδια ταμπλέτα αναφέρονται κυρίως η εμπλοκή του Άσσου, (γιού του Όχου, του επονομαζόμενου και Αρταξέρξη) στα γεγονότα που επακολούθησαν από τον θάνατο του Αλεξάνδρου, καθώς και οι ταραχές που διενεργήθηκαν, κατά τη διάρκεια των οποίων μερικοί άνθρωποι που πενθούσαν το θάνατο του Αλεξάνδρου, όρμησαν μέσα σε μια τράπεζα που βρισκόταν στην πόλη Sippar, προκειμένου να απαιτήσουν τα σπίτια τους (γραμ. 7-8). Το ίδιο χρονικό καταγράφει επίσης ότι (παραδόθηκαν στους ιδιοκτήτες) και τα σπίτια που βρισκόταν στην κατοχή του Esagila (ναού του Βάαλ) και ότι οι Βαβυλώνιοι επέστρεψαν …(γραμ. 9)…. για να ξαναχτίσουν το ναό με τη βοήθεια των στρατιωτών. [Εννοεί τον παλιό κατεστραμμένο ναό του Βάαλ, προκειμένου να λειτουργήσει ως αυτόνομη κρατική τράπεζα για λογαριασμό του Αλεξάνδρου].
Όπως γίνεται κατανοητό φίλοι μου, κατά την απουσία του Αλεξάνδρου οι πολίτες της νέας αυτοκρατορίας που είχαν δεινοπαθήσει ποικιλοτρόπως, έχασαν και τις περιουσίες τους και την ελευθερία τους συνάμα, με αποτέλεσμα Αλέξανδρος να διενεργήσει εξαναγκαστική άρση των δημεύσεων για την ανακούφιση του λαού. Εκτίμηση που επιβεβαιώνεται και διαμέσου του σφηνοειδούς κειμένου που φέρει τον τίτλο «Ο Αντίοχος και το χρονικό της θεότητας Σιν», (BCHP 5). Το χρονικό αυτό αναφέρεται στον διάδοχο του Σέλευκου Νικάνορα Αντίοχο και περιγράφει μια θυσία στο ναό του θεού της σελήνης Σιν, (προστάτη της Τραπεζικής νομοθεσίας) για λογαριασμό των Ελλήνων που ζούσαν στη Βαβυλώνα και τη Σελεύκεια. Από ολόκληρο το κείμενο της ταμπλέτας ιδιαίτερη αξία έχει η 9η και η 10η παράγραφος της εμπρόσθιας όψης, όπου εκεί γίνεται λόγος για κάποια ανοσιουργήματα που διενεργήθηκαν στους ναούς του Egišnugal και του Enitenna της Βαβυλώνας, στους οποίους έκανε τακτικές προσφορές αργότερα ο Αντίοχος, ο γιος του βασιλιά Σέλευκου, προκειμένου να επέλθει η εξιλέωση του μιάσματος, ως προς την κατάλυση της νομισματικής νομοθεσίας του Χαμουραμπί, που αφορούσε τις τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα με τους Ασσυριολόγους ο τραπεζικός ναός Egišnugal των πινακίδων ήταν ένας από τους δυο ναούς του θεού Σιν (φεγγαριού) στη Βαβυλώνα, ενώ ο δεύτερος τραπεζικός ναός Enitenna, που αποκαλούνταν και «Σπίτι της (ευχάριστης) ανάπαυσης», βρίσκονταν στην ανατολική Βαβυλώνα. Όπως γίνεται πλέον κατανοητό, από τη στιγμή που χάθηκαν τα έσοδα των ναών, που λειτουργούσαν ως τράπεζες και χρηματιστηριακοί οίκοι, οι εμπλεκόμενοι ιδιοκτήτες έχασαν κάθε είδους ευχαρίστηση, μαζί με τους μετόχους και τους συνεργάτες τους, με αποτέλεσμα να ονομάσουν τους ναούς του χρήματος, σε ναούς της αμαρτίας ή ανομίας.
[A.K. Grayson, «Assyrian and Babylonian Chronicles (1975 = ABC);»,
Jean-Jacques Glassner, «Chroniques Mésopotamiennes (1993) (translated as Mesopotamian Chronicles, 2004) (=CM);» και
I.L. Finkel, R.J. van der Spek, R. Pirngruber, «Babylonian Chronographic Texts from the Hellenistic Period» (2020 = BCHP Writings of the Ancient World)].
{Έπεται συνέχεια}.
Πριάμου Χριστίνα.
2 σχόλια:
Καλό
Τὸ κείμενο εἶναι ἔμπλεο κατασκευασμένης ἀγγλικῆς προπαγάνδας. Τὰ περισσότερα μάλιστα τὰ ἔχουν φτιάξει τὰ τελευταῖα 50 χρόνια.
Οὐδεμία σχέση ὑπάρχει μεταξὺ τῶν Χαλδαίων καὶ τῶν Ἑβραίων. Χαλδαία εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα Κουβέιτ. Ἄραβες Περσικῆς κουλτούρας ἀπὸ τότε. Δὲν εἶχαν σχέση κἂν μὲ οἰκονομικά ποτέ, ἦταν μαθηματικοί, ἀστρονόμοι/ἀστρολόγοι καὶ Μάγοι/ἱερεῖς δηλαδὴ ἐντὸς τοῦ Περσικοῦ πολιτισμοῦ.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ κατασκεύασαν οἱ Ἄγγλοι (ποὺ ἡ σκούφια τους κρατάει ἀπὸ τατάρους καὶ ντόπιες μίξεις τατάρων, δηλαδὴ χαζάρους, σὺν κάτι ἄλλα συνοθυλεύματα ποὺ πέρασαν κάποια στιγμὴ στὴν Ἀγγλία - καὶ μάλιστα ὁ κύριος ὄγκος μετοίκησε ἐπὶ Γεωργίου ΙΙΙ. Γύφτοι μὲ ἄλλα λόγια).
Παριστάνουν ὅτι δῆθεν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀρχαία ἱστορία καὶ λαοὺς τῆς Μεσοποταμίας, γιὰ νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δῆθεν ἔχουν κάποιο λόγο παρουσίας στὴν Παλαιστίνη. Διότι τὸ "ἰσραὴλ" εἶναι ἐποικιστικὸ πρότζεκτ τῶν Ἄγγλων.
Μὲ τοὺς Χαλδαίους εἴχαμε ὅλοι στενὲς σχέσεις στὴν ἀρχαιότητα, καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητοί σὲ Ἕλληνες, Αἰγύπτιους κτλ. Καὶ ἀργότερα, αὐτοὶ μαζὶ μὲ Ἄραβες καὶ Πέρσες εἶχαν παίξει σημαντικὸ ρόλο στὴν διάσωση καὶ διατήρηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων στὰ μαθηματικά, τὴν ἀστρονομία/ἀστρολογία, καὶ τὴν μηχανική.
Στὴν Ἑλλάδα σήμερα, ἐκπονεῖται ἀπὸ τὴν προηγούμενη δεκαετία ἕνα πολὺ νοσηρὸ πρότζεκτ τῶν ἀγγλικῶν καὶ ἰσραηλινῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν, τὸ ὁποῖο μεταξὺ ἄλλων ἀφορᾶ τὴν ἱστορικὴ ἀλλοίωση, τὸν "ἀναθεωρητισμό" καὶ τὸ σβήσιμο τῆς ἱστορικῆς μνήμης, πρὸς ἀντικατάστασή της μὲ τὴν ψεύτικη "ἰστορία" τους. Κι ἔχουν παράξει ἕναν μεγάλο ὄγκο ἀπὸ πλαστογραφημένα δῆθεν "ἀρχαία" κτερίσματα καὶ "πάπυρους". Έδῶ καὶ χρόνια παίζει μεγάλο πρόβλημα μὲ δαύτους - λένε ἄλλοι ἀρχαιολόγοι, ἱστορικοί, φέρτε τὰ νὰ τὰ ἐλέγξουμε γιὰ γνησιότητα. Μοῦγγα τὰ ἀγγλάκια.
Λοιπὸν ἕνας ἁπλὸς κανόνας ἐδῶ: ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ κείμενο, βιβλίο, "πηγή" σᾶς πασσάρεται καὶ περιέχει τὸν ψευδὴ ἰσχυρισμὸ δῆθεν σχέσης Χαλδαίων μὲ ἑβραίους νὰ ξέρετε εἶναι μολυσμένο. Δὲν ὑπάρχει τέτοια σχέση, καὶ δὲν ὑπῆρξε ποτέ.
Δημοσίευση σχολίου