.
Αν η Εντίτ Πιαφ πέρασε στην ιστορία του τραγουδιού με το παρωνύμιο «Το σπουργιτάκι», η Δαλιδά, με γνώμονα τη θωριά και μόνο, θα μπορούσε να ήταν «Ο αετός» ή «Η γερακίνα». Αν και όχι τόσο ψηλή όσο έδειχνε επί σκηνής, είχε θεωρητική, επιβλητική κορμοστασιά και αγέρωχο παράστημα που της έδιναν ένα allure (για να εμβαθύνουμε στη γαλλική ορολογία) δυναμικής και άτρωτης γυναίκας. Διαψεύδοντας ωστόσο τον θείο Ζίγκμουντ (Φρόιντ) που είχε πει ότι η σωματοδομή μας είναι το πεπρωμένο μας. Διότι η γυναίκα που διέτρεξε ως πρωταθλήτρια τέσσερις δεκαετίες στο τραγούδι και στη δισκογραφία ήταν ένα ευαίσθητο και ευάλωτο πλάσμα που δεν μπόρεσε ποτέ να τα βρει με τη ζωή. Σαν να υπήρχε μεταξύ τους μια σχέση αγάπης και μίσους. Μια σκληρή παρτίδα στην οποία πολλές φορές έπαιξε τα ρέστα της ώσπου να αποχωρήσει οικειοθελώς σε ηλικία μόλις 54 ετών. Αν βλέπαμε χωρίς να γνωρίζουμε τα πραγματικά γεγονότα την ταινία με θέμα τη ζωή της που προβάλλεται αυτές τις ημέρες και στην Ελλάδα («Ciao amore… Dalida», σκηνοθετημένη από τη Γαλλομαροκινή Λίζα Αζουέλος), θα λέγαμε ότι το σενάριο είναι παρατραβηγμένο. Ετσι κάπως το ερώτημα αν η τέχνη αντιγράφει την πραγματικότητα ή η πραγματικότητα την τέχνη θα παραμένει εσαεί αναπάντητο.Αν και πολιτογραφημένη Γαλλίδα, στην πραγματικότητα ήταν ιταλικής καταγωγής, γεννημένη στο Κάιρο της Αιγύπτου. Το πραγματικό της όνομα Γιολάντα Κριστίνα Τζιλιότι (το ψευδώνυμο Δαλιδά τής το έδωσε ο πρώτος της μάνατζερ). Με σημερινούς όρους θα λέγαμε ότι στο σχολείο υπέστη άγριο bullying εξαιτίας των «πατομπούκαλων», των παραμορφωτικών γυαλιών που φορούσε λόγω μιας μολυσματικής ασθένειας που την ταλαιπωρούσε από δύο ετών και της προκάλεσε προβλήματα στην όραση. Ωσπου, με δική της πρωτοβουλία, αποφάσισε να μην τα ξαναφορέσει κι ας μην έβλεπε καθαρά. Αυτό ίσως της χάρισε το μισόκλειστο και υπαινικτικό βλέμμα που την έκανε να ξεχωρίσει στην αρχή της καριέρας της.Παρόλο που ο πατέρας της ήταν βιολιστής στην Οπερα του Καΐρου, η νεαρή Γιολάντα γοητεύτηκε από την απροσδιόριστη ακόμη τότε βιομηχανία της ομορφιάς που μαγνήτιζε τα κορίτσια στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στα 18 της ξεκίνησε να δουλεύει ως μανεκέν σε οίκο μόδας και το 1954 αναδείχθηκε «Μις Αίγυπτος». Με αυτή την ευκαιρία την «ανακάλυψε» ο Σερίφ Κάμελ, διευθυντής του περίφημου Gezira Club, του παλαιότερου και πολυτελέστερου κλαμπ της Αιγύπτου. Στη νεαρή που τότε προσπαθούσε να υιοθετήσει το στυλ Τζέιν Ράσελ διέκρινε μια μέλλουσα σταρ του σινεμά, της πρότεινε το ψευδώνυμο Δαλιδά και την παρότρυνε να κλείσει ραντεβού με το μέλλον της στο Παρίσι. Ετσι έφυγε μόνη της από το Κάιρο, παραμονή Χριστουγέννων του 1954, προς μεγάλη απελπισία της μητέρας της. «Εγώ ήμουν σίγουρος ότι θα τα καταφέρει. Την αποκαλούσα αστέρι μου» θα πει πολλά χρόνια αργότερα ο μικρότερος αδελφός της Ορλάντο σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Παναγιώτη Φύτρα «Dalida, 20 χρόνια χωρίς Εκείνη» (εκδόσεις Οδός Πανός). Και θυμάται την αδελφή του να λέει: «Κάποια μέρα θα πετύχω. Δεν πιστεύω τους ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν τύχη. Την τύχη μας την κάνουμε μόνοι μας. Απλώς, όταν περνάει δίπλα μας η ευκαιρία, πρέπει να την αναγνωρίζουμε».Στο Παρίσι όμως δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, γιατί εν τω μεταξύ «Ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Ο Ροζέ Βαντίμ, σκηνοθέτης της ταινίας, είχε λανσάρει την Μπριζίτ Μπαρντό που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια ανταγωνισμού για μια μελαχρινή νταρντάνα από την Αίγυπτο. Ετσι λοιπόν έκλεισε τους λογαριασμούς της με τον γαλλικό κινηματογράφο προτού καν τους ανοίξει και έκανε στροφή στο τραγούδι. Αλλά και εκεί σε κλειστές πόρτες έπεφτε για περισσότερο από έναν χρόνο, ενώ εξασφάλιζε τα προς το ζην με σποραδικές εμφανίσεις στα καμπαρέ της γαλλικής πρωτεύουσας. Εκανε μεν εντύπωση, αλλά η ώρα της δεν είχε έρθει ακόμη. Μέχρι που χτύπησε την πόρτα του περίφημου «Ολυμπιά» για έναν διαγωνισμό νέων ταλέντων. Εκεί την είδαν να τραγουδά το «Étranger au paradis» ο διευθυντής του εμβληματικού παρισινού θεάτρου Μπρούνο Κοκουατρίξ, ο Εντι Μπάρκλεϊ, ιδιοκτήτης της ομώνυμης δισκογραφικής εταιρείας, και ο μουσικός παραγωγός Λισιέν Μορισέ. Αυτό ήταν! Η εποχή της Γιολάντα περνούσε οριστικά στο παρελθόν για να ανατείλει η εποχή της Δαλιδά.Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε για την εταιρεία Barclay με παραγωγό τον Μορίς ήταν το «Madona» που δεν πήγε και τόσο καλά. Ακολούθησε όμως το σινγκλ «Βambino»: σχεδόν έναν χρόνο στο top 10 της Γαλλίας και με περισσότερες από 300.000 πωλήσεις την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του, ρεκόρ στην ιστορία της γαλλικής δισκογραφίας. Τα φώτα έπεσαν επάνω της, γρήγορα καθιερώθηκε ως σταρ, ο (παραγωγός της πλέον) Μορισέ την παρότρυνε να τραγουδήσει σε διάφορες γλώσσες με στόχο μια παγκόσμια καριέρα. Τα όνειρά της, προτού καλά καλά πάρουν μορφή μέσα στο μυαλό και στην ψυχή της, γίνονταν πραγματικότητα. Και όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, μεταξύ σταρ και παραγωγού γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας. Σύντομος αλλά μεγάλος. «Για τη Δαλιδά όλα ήταν μεγάλα» λέει ο αδελφός της. «Δεν υπήρχαν μικρές χαρές και λύπες. Ολοι οι έρωτές της ήταν τεράστιοι. Ηταν ερωτευμένη με τον έρωτα. Εδινε μεγάλη σημασία στην εσωτερική ομορφιά των ανθρώπων και στα συναισθήματα. Κάθε φορά που κάτι δεν ήταν το ιδανικό της απλώς δεν συνέχιζε». Ο Ορλάντο, πολλά χρόνια μετά, θα αποδώσει τις ερωτικές της επιλογές στο ότι, επειδή έχασε τον πατέρα της σε ηλικία 12 ετών, αναζητούσε συνεχώς το πατρικό πρότυπο. «Γι’ αυτό τούς έχασε όλους. Γιατί κανείς δεν ήταν ο πατέρας της. Ο πραγματικός της γάμος ήταν με το κοινό. Και το μοναδικό της απόκτημα η μελαγχολία της».Τον Απρίλιο του 1961 παντρεύτηκε με τον Μορισέ. Ηταν πλέον μια διεθνής σταρ και στο Χονγκ Κονγκ, όπως και στο Βιετνάμ, όπου έκανε περιοδείες, το κοινό την αποθέωνε. Οσο για τους Γάλλους, είχαν ήδη αποκτήσει μια «εθνική τραγουδίστρια» και αποκαλούσαν το αρχοντικό που είχε αγοράσει στη Μονμάρτρη «Κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης». Ο γάμος της όμως δεν κράτησε πάνω από δύο χρόνια και ο χωρισμός της την οδήγησε στην πρώτη περίοδο κατάθλιψης που, αρχικά, φάνηκε να αναστέλλει την καριέρα της. Για να αντιδράσει, περισσότερο ως προς τα προσωπικά της, κατέφυγε στο κλασικό κόλπο πολλών χωρισμένων γυναικών. Ανοιξε το χρώμα των μαλλιών της. Οχι ακριβώς ξανθά. Χάλκινα. Μια πρωτότυπη, για εκείνη την εποχή, απόχρωση που, σε συνδυασμό με τα αδρά χαρακτηριστικά της, την καθιέρωσε ως style icon. Μια μοιραία γυναίκα που αναβάπτισε την απαστράπτουσα θηλυκότητά της σε έναν τύπο πιο, θα λέγαμε, αιχμηρό, πιο επιβλητικό. Πρόκειται για μία από τις πρώτες σταρ, για παράδειγμα, που τόλμησαν να φορέσουν το σμόκιν, το οποίο εκείνη την εποχή μόλις είχε λανσάρει ο Ιβ Σεν Λοράν. Είναι αυτός ο τύπος των γυναικών που εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά από τη Μελίνα Μερκούρη.Το 1966 οι διοργανωτές του Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο είχαν τη φαεινή ιδέα να συνοδεύει επί σκηνής τον κάθε συμμετέχοντα ένας διεθνούς φήμης σταρ. Ετσι ο 28χρονος Λουίτζι Τένκο θα τραγουδούσε το «Ciao amore, ciao» μαζί με τη Δαλιδά. Συγκεκριμένα, ο καθένας σε διαφορετική εκτέλεση. Ο Λουίτζι ήταν ωραίος και ατίθασος, μελαγχολικός και σέξι. Συναντήθηκαν λίγους μήνες πριν από το φεστιβάλ και ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Βούτυρο στο ψωμί των παπαράτσι που τους ακολουθούσαν κατά πόδας. Στο Σαν Ρέμο όμως δεν τα πήγαν καλά. Η Δαλιδά ξεσήκωσε με την ερμηνεία της το κοινό, αλλά η εκτέλεση του Τένκο ήταν πιο «δύστροπη», ακριβώς όπως την ήθελε εκείνος. Εχασαν το βραβείο και όταν, το ίδιο βράδυ, έτρωγαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου με στελέχη της δισκογραφικής εταιρείας, ο Λουίτζι ανέβηκε για λίγο στο δωμάτιό τους. Επειδή αργούσε, η Δαλιδά ανέβηκε να δει τι συνέβαινε. Και τον βρήκε νεκρό με μια σφαίρα στο κεφάλι.Η αυτοκτονία του Τένκο άνοιξε τον χορό του θανάτου στη ζωή της. Τρεις μήνες μετά έκανε και η ίδια απόπειρα. «Τους είπα ότι θα έφευγα για το Τορίνο» θα διηγηθεί η ίδια αργότερα σε συνέντευξή της. «Στις τουαλέτες του αεροδρομίου έβαλα μαντίλι και μαύρα γυαλιά για να μη με αναγνωρίζουν. Φτάνοντας στο Παρίσι πήρα ταξί για το ξενοδοχείο Prince de Galles. Στη ρεσεψιόν έδωσα το πραγματικό μου όνομα και ζήτησα να μη με ενοχλήσει κανείς. Εγραψα ένα γράμμα για τη μητέρα μου, ένα για τον Λισιέν (Μορισέ) και ένα για το κοινό μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ημουν γαλήνια. Και ανακουφισμένη που θα πήγαινα να βρω τον Λουίτζι». Μια καμαριέρα όμως αγνόησε την εντολή, μπήκε στο δωμάτιο, και έτσι η Μεγάλη Εξοδος αναβλήθηκε για μία εικοσαετία. Αυτή η ιστορία όμως άρχισε να δημιουργεί τον μύθο της Δαλιδά. Τότε είναι που οι θαυμαστές της την αποκάλεσαν «Η Παναγία του τραγουδιού».Ο Μορισέ, που παρέμενε ερωτευμένος μαζί της, στάθηκε στο πλευρό της. Οχι για πολύ όμως. Το 1970 βρέθηκε και αυτός νεκρός και το ιατροδικαστικό πόρισμα έδειξε αυτοκτονία. Η Δαλιδά για δεύτερη φορά έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια της. Προσπαθώντας να διώξει τις σκιές από τη ζωή της ασχολήθηκε με τον διαλογισμό, ταξίδεψε στην Ινδία, φάνηκε και πάλι να αμελεί την καριέρα της. Αλλά το τραγούδι ήταν πάντα για εκείνη το καλύτερο γιατρικό.Στο comeback της τραγούδησε με τον Αλέν Ντελόν το «Paroles, paroles». Αλλά και το ελληνικό «Ντιρλαντά», τον «Ζορμπά», τα «Παιδιά του Πειραιά». Συνεργάστηκε με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Παπαθανασίου. Αρχισε να έρχεται συχνά στην Ελλάδα, άλλωστε τρεις θείοι της είχαν παντρευτεί με Ελληνίδες. Ετσι κι εμείς την κάναμε «δική μας». Θυμάμαι την υπερπαραγωγή συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Την πρώτη, για εμένα, συναυλία μεγάλου ξένου ποπ καλλιτέχνη στην Ελλάδα. Το πανηγύρι που κάναμε στις κερκίδες όταν τραγούδησε στα ελληνικά. Πώς χτυπούσαμε τα πόδια μας στο «Ciao amore, ciao». Την αποθέωση στο «Gigi l’ amoroso». Στο «Paroles, paroles» χόρεψα μπλουζ. Εκεί, στις κερκίδες. Ηταν εκείνη την εποχή που η Δαλιδά είχε γίνει, πλην των άλλων, και gay icon. Στο drag show του Δαρζέντα στην Πλάκα ο Γιώργος Χάλαρης έβγαινε στη σκηνή ως Δαλιδά και έκανε την επιτυχία της σεζόν.Από το 1980 και μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, παρόλο που η καριέρα της συνέχιζε ακάθεκτη. Η σχέση της με τον Φρανσουά Μιτεράν τις παραμονές της ανάδειξής του στην εξουσία, αν και έγινε γνωστή, δεν κρεμάστηκε στα μανταλάκια των κουτσομπολίστικων εντύπων. Ούτε μία ακόμη απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε όταν εκείνος, μετά την εκλογική του νίκη, δεν την είχε στο πλευρό του στα Ηλύσια Πεδία όπως της είχε υποσχεθεί. Βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά ενός πλεϊμπόι της εποχής, του παρουσιαστή Ρισάρ Σανφρέ. Στην πρώτη κρίση της σχέσης τους εκείνος αυτοκτόνησε. Ο κύκλος όμως της δόξας και του θανάτου θα κλείσει οριστικά στις 3 Μαΐου του 1987. Το πρωινό εκείνης της ημέρας βρέθηκε νεκρή στο «Κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης», στο σπίτι της στη Μονμάρτρη. «Η ζωή μου άρχισε να γίνεται ανυπόφορη. Συγχωρέστε με» έγραφε το σημείωμα που άφησε. Ή, όπως έλεγε η ίδια όταν ζούσε: «Πέτυχα στη ζωή μου, αλλά τη ζωή μου δεν την πέτυχα».
Η κινηματογραφική βιογραφία «Ciao amore… Dalida» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες.* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Απριλίου 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου