ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟ "ΧΡΥΣΟΥΝ ΓΕΝΟΣ" ΜΕΡΟΣ Α΄

Οι ρίζες της αναρχίας εις το «χρυσούν γένος» (μέρος α΄)


Ονειρέψου και κλάψε άμοιρο γένος,
τον δρόμο δεν βρίσκεις,
τον έχασες αλίμονο!
Είναι το χαίρε σου το βράδυ, αλίμονο!
Φραντς Κάφκα, «Η πληγή και η λέξη»
Σαν το κόκκινο νήμα του παραμυθιού, ένας κοινός μύθος ενώνει τις λαϊκές αφηγήσεις πολλών λαών· η ανάμνηση μίας παλιάς εποχής, όπου οι άνθρωποι ζούσαν ελεύθεροι, σε αρμονία με τη φύση. Αυτή η εποχή, που αντιστοιχούσε σε έναν τέτοιο τρόπο ζωής, ονομάστηκε από τον Ησίοδο «χρυσούν γένος». Ο Ησίοδος ήταν ένας βοσκός που αγαπούσε να λέει ιστορίες, ενώ έβοσκε τα πρόβατά του και δεν εμπιστευόταν τον κόσμο του εμπορίου και της ναυπηγικής που εκθείαζε η εποχή του. Και αυτός είχε γεννηθεί μέσα σε συνθήκες πολιτισμού στα δικά του μέρη, για αυτό και ζούσε ως βοσκός και όχι ως κυνηγός ή τροφοσυλλέκτης. Έτσι, ακόμη και o ίδιος, αναπολεί ήδη την «χρυσή εποχή» ως κάτι μακρινό. Οι εποχές που την ακολουθούσαν, κατά τον Ησίοδο, είχαν τα χαρακτηριστικά άλλων μετάλλων, πιο ευτελών, ακολουθώντας μία σχεδόν φθίνουσα πορεία ως τα δικά του χρόνια. Αν ζούσε σήμερα, προφανώς θα χαρακτήριζε το δικό μας γένος πλαστικό, χαλύβδινο ή κάτι παρόμοιο. Την ανάμνηση μίας άλλης ζωής που χάθηκε διατήρησαν στους μύθους τους και άλλοι λαοί, πολύ διαφορετικοί και πολύ απομακρυσμένοι μεταξύ τους, όπως οι Ίνκας, οι Αβορίγινες, οι παλαιότεροι κάτοικοι της Ιαπωνίας, αλλά και οι σύγχρονοι πληθυσμοί της Λατινικής Αμερικής. Άλλωστε, η ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση χρησιμοποίησε αυτό το μύθο και τον προσάρμοσε στο μοτίβο των πρωτοπλάστων, που εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο, ως τιμωρία για το αμάρτημα της γνώσης. Η ανάμνηση αυτού του «χρυσού γένους», όμως, δεν ανήκει στον ουράνιο κόσμο των θεών· διαδραματίστηκε εδώ, στη γη και μάλιστα δεν την έφεραν… άγνωστες ομάδες εξωγήινων.
Το «χρυσούν γένος», όπως όλα δείχνουν, ήταν η ανάμνηση της άναρχης κοινοτικής συμβίωσης, πριν επιβληθεί το κράτος και ο πολιτισμός στην ανθρώπινη ελευθερία. Η μνήμη μίας ευτυχισμένης απλής ζωής γοητεύει ακόμη και τους ανθρώπους που έζησαν στην εποχή που ο πολιτισμός ήταν ένα βρέφος πολλά υποσχόμενο. Τους άρεσε, ακόμη και στην πρώιμη φάση του πολιτισμού, να αφηγούνται γοητευτικές ιστορίες, που αναφέρονται σε μία ζωή δίχως θεσμούς και μισθωτή εργασία, κράτος και ιεραρχίες, όταν ο άνθρωπος ήταν κομμάτι της φύσης και όχι η φύση ένα κομμάτι στην τσέπη του ανθρώπου. Σε κάθε πολιτισμό βρίσκουμε αυτό το μύθο του χαμένου παραδείσου, όπου ο κόσμος περιβαλλόταν από ένα είδος ιερότητας. Συχνά οι άνθρωποι αυτοί παρουσιάζονται ως αθάνατοι ή αγέραστοι, που ζουν σε αρμονία μεταξύ τους, δεν κάνουν πολέμους, ούτε με τα άλλα ζώα και τη φύση. Παρά το δεδομένο της υπερβολής, που συναντούμε σε κάθε μύθο ή θρύλο, η αξία της ελεύθερης συλλογικής μνήμης που διασώζεται είναι ανεκτίμητη. Σε όλες τις μυθολογίες έρχεται η στιγμή μίας μεγάλης καταστροφής, ένας κατακλυσμός, που τους αλλάζει τη ζωή. Όσοι μένουν ζωντανοί πρέπει να διαλέξουν «ανάμεσα στο τόξο και στο βέλος», όπως λέει ο μύθος των Απάτσι Τσιρικάουα. Κι αυτοί «διαλέγουν το όπλο και γίνονται λευκοί». Ίσως όμως, αν μιλάμε για συμβολικό κατακλυσμό, η σωστή απάντηση στο εκβιαστικό ερώτημα «κιβωτός ή πνιγμός» να ήταν «ας γίνουμε βροχή, κανείς δεν μπορεί να πνίξει τα δάκρυα του ουρανού», κάτι που θα προκαλούσε μάλλον χάχανα στις ορδές των πολιτισμένων. Το σύνολο, όμως, της αντίληψης των απολίτιστων ανθρώπων συνέθεταν εξίσου η κοινή πραγματικότητα, ο μύθος και το όνειρο. Και σε έναν κόσμο που δεν είδαν ποτέ τους οι οθόνες, μας είναι δύσκολο, όσο και αν το θέλουμε, να αντιληφθούμε πλήρως την διαύγεια και την ένταση του ονειρέματος. Ο χώρος και ο χρόνος δεν είχαν καμία σημασία στο ονείρεμα ενός απολίτιστου κυνηγού και πολλές φορές θεωρούνταν ακόμη και σημαντικότερο το κομμάτι του ημερονυχτίου που περνούσαν στα μονοπάτια του ονείρου. Εξίσου σημαντική ήταν και η εξιστόρηση στους συντρόφους του, όσων είδε και πέρασε, για κόσμους προσωπικούς και γοητευτικούς. Για καταστάσεις παρόμοιες αλλά και εντελώς διαφορετικές απ’ όσα βιώνει ξυπνητός.
Η ηθική όμως των αρχαίων κυνηγών ήταν κάτι τόσο φυσικό για αυτούς, όσο το χορτάρι που ξανθαίνει το καλοκαίρι. Δεν φορμαριζόταν σε κανένα πολιτισμικό καλούπι αλλά στεκόταν ελεύθερη ως ο σημαντικότερος κρίκος που κρατούσε, όχι απλώς δεμένη, αλλά άρρηκτα ενωμένη την ομάδα. Και η ηθική αυτή δεν μπορούσε παρά να περιέχει την πιο ολοκληρωμένη αρχή του σεβασμού και της αλληλεγγύης. Αλλιώς, πώς θα ήταν δυνατόν οι ελεύθερες κοινότητες να συνέχιζαν απρόσκοπτα και για χιλιάδες χρόνια με επιτυχία το κυνήγι ζώων με απλούστατα μέσα, όπως επίσης τον εμπλουτισμό της ελεύθερης κουλτούρας τους με νέα στοιχεία, από αφηγήσεις, μύθους, και ιστορίες για το κυνήγι μέχρι λεπτομερείς παρατηρήσεις για τον ουράνιο θόλο; Ο λόγος των μελών της ομάδας όφειλε να είναι ειλικρινής. Σε διαφορετική περίπτωση τα αποτελέσματα θα ήταν σίγουρα καταστροφικά και η επιβίωση της ελεύθερης κοινότητας θα κινδύνευε. Φανταστείτε έναν αρχαίο κυνηγό να λέει ψέματα στους συντρόφους του πως είδε ένα κοπάδι μαμούθ τρεις μέρες ποδαρόδρομο απ’ τον καταυλισμό. Η ομάδα θα έχανε υπερπολύτιμο χρόνο και θα εμφανιζόταν τέτοια έλλειψη προμηθειών, που το σύνολο της κοινότητας θα κινδύνευε με αφανισμό. Το ζήτημα, όμως, της απολίτιστης ηθικής είναι τόσο ευρύ, που σίγουρα θα χρειαστεί κάποιο μελλοντικό κείμενο για ν’ αναπτυχθεί με επάρκεια.
Πριν από όλα, όμως, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε πάλι μία πολύ σημαντική παράμετρο, που χωρίζει σαν ένας βαθύς γκρεμός τη σύγχρονη σκέψη από την προβιομηχανική. Πριν τον γκρεμό αυτό, εκεί που το βλέμμα μας ατενίζει τον ορίζοντα, βρίσκεται ένας κόσμος που εμπιστεύεται το μύθο για αυτό που είναι, χωρίς να τον ντύνει με το σοβαροφανές κουστούμι της λογικής. Όσο πιο εναρμονισμένος με τη φύση είναι ο άνθρωπος, τόσο επικοινωνεί μαζί της με όλο του το είναι. Δε νιώθει την ανάγκη να δικαιολογηθεί στη λογική του, ούτε στη λογική κάποιου άλλου. Όσο πιο κοντά βρίσκεται ο άνθρωπος στη φυσική κατάσταση, τόσο η ζωή και η καθημερινότητα είναι πιο κοντά στο παιγνίδι. Όταν κυριαρχεί η λογική και ο ορθολογισμός, επιδιώκοντας να επιβληθούν ολοκληρωτικά ως μοναδικά μέσα προσέγγισης της αλήθειας, τότε ο μύθος πρέπει να απολογηθεί, να στηρίξει με επιχειρήματα τη θέση του. Τότε, όμως, χάνει και την υπόστασή του, γίνεται σκόνη η ουσία του και μένει ως ένα απλό διήγημα, ένα «ανωφελές διήγημα», που καλό θα ήταν να έχει τουλάχιστον ένα ηθικό δίδαγμα, ώστε να μείνει, έστω έτσι, κάτι χρήσιμο και ωφέλιμο από αυτό. Ακριβώς όμως εκεί, πίσω από τον γκρεμό, προσπαθούμε να κοιτάξουμε με τα κιάλια της φαντασίας μας, μήπως καταφέρουμε, έστω και λίγο, να απαλλαγούμε από το διδακτισμό του μύθου και τα επιχειρήματα της λογικής, που θέλει να διαφεντεύει εξ ολοκλήρου τη σκέψη μας. Για αυτό θα αφήσουμε, όσο είναι δυνατό σε ένα τέτοιο κείμενο, χώρο στον μύθο να αναπνεύσει, χωρίς να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι είναι «πραγματικός».
Έτσι, λοιπόν, δεν αναζητούμε στο μύθο του «χρυσού γένους» μία ιστορική αλήθεια, αλλά έναν τρόπο ζωής και σκέψης διαφορετικό, όπου ο διαχωρισμός ανάμεσα στο μύθο και το λόγο ήταν περιττός και αχρείαστος. Πολλές φορές εξετάζουμε τις πρώιμες κοινότητες σαν υπερπροστατευτικοί γονείς που νοιάζονται μόνο για το τι φοράει και τι τρώει το παιδί τους και όχι για αυτό που σκέφτεται. Επειδή μόνο αυτά αποδεικνύονται λογικά, οι επιστήμονες απαριθμούν με εξαντλητική ακρίβεια, που μπορεί να τους πάρει μία ολόκληρη ζωή, πόσα εργαλεία, πόσα αγγεία, πόσα οικήματα βρήκαν στον τάδε ή στον δείνα οικισμό, γιατί χρειάζονται αποδείξεις. Συγκεντρώνουν αποδείξεις και στοιχεία, μελετούν σαν ντέντεκτιβ τη ζωή, σα να ήταν ένα έγκλημα. Αλλά συχνά μένουν εκεί, γιατί τα άλλα είναι στη σφαίρα της φαντασίας, είναι μη έγκυρα, άρα καλό είναι να τα κρατάμε μόνο για κανένα ντοκιμαντέρ, καμία ταινία ή για να εντυπωσιάσουμε τους ακροατές σε κάποιο συμπόσιο. Δε διεκδικούμε, λοιπόν, την ιστορική ακρίβεια, για αυτό και δεν επικαλούμαστε άμεσα κάποια επιστημονική βιβλιογραφία σε κανένα από τα κείμενά μας, όπως θα κάναμε αν γράφαμε μία ακαδημαϊκών αξιώσεων εργασία, αλλά παραθέτουμε σχετικά βιβλία, που μας έδωσαν ιδέες και γνώσεις και δε μας εφοδίασαν απλώς με μερικά ακόμη λογικά επιχειρήματα, ούτε τα αντιμετωπίσαμε ως αυθεντίες. Άλλωστε, ένα βιβλίο είναι ένα σύνολο από το οποίο ο καθένας παίρνει αυτό που μπορεί να δει καλύτερα.
Η απαρχή του κόσμου
Όλοι οι θεοί, όλοι οι παράδεισοι,
Όλοι οι κόσμοι βρίσκονται μέσα μας.
Joseph Campbell
Οι αρχαϊκές κοινωνίες ήταν διαποτισμένες με το μύθο του αρχαίου παραδείσου, που δεν ήταν απλώς μία νοσταλγία για το παρελθόν, αλλά και μία προσπάθεια να τον επαναφέρουν στην καθημερινότητά τους. Άλλωστε, νόστος είναι η επιστροφή και η νοσταλγία εμπεριέχει ταυτόχρονα και το άλγος, δηλαδή τον πόνο. Η νοσταλγία είναι μία επίπονη επιστροφή, όχι μία εύκολη υπόθεση και προϋποθέτει πολλές ενέργειες από την πλευρά μας για να ολοκληρωθεί, δεν είναι ένας ρεμβασμός στην αιώρα μας εν ώρα καλοκαιρινής μέθης. Έτσι, λοιπόν, σε αυτές τις πρώιμες κοινωνίες οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με ιερότητα ό,τι τους περιέβαλλε, το καθημερινό ήταν αδιαχώριστο από αυτή την ιερότητα, που έδινε θεϊκή πνοή σε όλα τα πλάσματα, ακόμη και στις πέτρες. Το υλικό και το πνευματικό δεν ήταν ένα δίλημμα, αλλά αδιαίρετη ενότητα. Ωστόσο, αυτοί που πιστεύουν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν ένα είδος θηρίου, που έδειχνε τυφλή πίστη σε όσα θεωρούσε ιερά, που ήταν λίγο χαζός και ευκολόπιστος, αλλά και αρκετά άγριος και αιμοβόρος, ώστε το αρσενικό να σέρνει το θηλυκό από τα μαλλιά μέσα στη σπηλιά του και το μόνο που ήθελε ήταν να τρώει ωμό κρέας, μάλλον έχουν δει πολλές αμερικάνικες κωμωδίες. Έτσι και αλλιώς, είναι απείρως βολικό για τους κυρίαρχους να παρουσιάζουν ως εξευτελιστικές τόσο τις σχέσεις όσο και το σύνολο της διαβίωσης των πρωτόγονων ανθρώπων. Για τους πρωτόγονους λαούς όλη η φύση πάλλεται από ζωή, «μιλάει», ακόμη και αν είναι μία πέτρα, ένα ποτάμι, ο ήλιος και η σελήνη. Ο υλικός κόσμος είναι κάτι πέρα από όσα βλέπει το μάτι, μέσα από το μύθο ενώνεται και γίνεται ένα καθημερινό παιγνίδι με την ολότητα. Ο μύθος γίνεται το όχημα, για να συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής. Οι πρώιμες κοινωνίες, όπως λέει ο Campbell, μάθαιναν ότι «η ζωή υπάρχει σκοτώνοντας και τρώγοντας και αυτή είναι η ουσία της ζωής· αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο με το οποίο πρέπει να ασχοληθούν οι μύθοι».
Ο «προϊστορικός» κυνηγός αντιμετωπίζει το μύθο με την ίδια σημασία που αντιμετωπίζει την επιβίωσή του. Όταν πρέπει να σκοτώσει ένα ζώο, που πρώτα θα το κυνηγήσει, για να το φάει και να επιβιώσει, όχι για να συσσωρεύσει ένα εμπόρευμα, αλλά γιατί του είναι απολύτως απαραίτητο, τότε πρέπει να κάνει και μία υπέρβαση. Πρέπει να σκοτώσει κάτι που θεωρεί ιερό, όπως όλα όσα τον περιβάλλουν· είναι σα να αναγκάζεται να παρέμβει σε αυτό το περιβάλλον, γιατί διαθέτει τη συνείδηση της πνευματικής σχέσης με τον κόσμο. Για να μη σπάσει αυτή την πνευματική σχέση, χρησιμοποιεί το μύθο, δηλαδή την έκφραση της πνευματικότητάς του. Για αυτό δεν χρησιμοποιεί τα ζώα, αλλά τα τρώει και ό,τι απομένει το θάβει, προκειμένου να συνεχίσει να ζει ως μία άλλη μορφή ζωής. Σήμερα οι περισσότεροι θα το θεωρούσαν ανοησία, αλλά δείχνει μία βαθιά σοφία, που ενώνει τη ζωή και το θάνατο. Άλλωστε, ακόμη και στο σημερινό κατακερματισμένο κόσμο που ζούμε, εξακολουθούμε να διατηρούμε το δέος του θανάτου όχι μόνο για τους ανθρώπους που αγαπάμε, αλλά ακόμη και για τα κατοικίδια ζώα μας. Ο θάνατος είναι μια αλλόκοτη αλλά και οριστική παρένθεση στο ταξίδι της ύπαρξης και ο απολίτιστος άνθρωπος νιώθει ένα φυσικό δέος κάθε φορά που τον αντικρίζει. Είτε μιλάμε για τον αρχέγονο κυνηγό είτε για τον άνθρωπο του σήμερα, η λογική δηλώνει ανεπάρκεια αν κληθεί μόνη της να απαντήσει στο άγνωστο και ακατανόητο ζήτημα του θανάτου. Γι’ αυτό οι απολίτιστοι άνθρωποι καταδύθηκαν από νωρίς στο ονείρεμα, στον μύθο και την τέχνη. Αυτή η αγάπη για τη ζωή, λοιπόν, περιέβαλλε τον άνθρωπο που ζούσε από το κυνήγι και τον έφερνε σε οριακό σημείο, όταν έπρεπε να σκοτώσει μια άλλη ζωή για να τραφεί. Μάλιστα, αυτή η πράξη δείχνει μία σοφία, στοιχεία της οποίας βλέπουμε στην «αρχή της διατήρησης της ενέργειας», όπως έχει οριστεί απ’ τους φυσικούς. Τίποτε δεν πεθαίνει, αλλά συνεχίζει να υπάρχει με άλλη μορφή.
Οι θεότητες στο ανθρώπινο πάνθεον αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο σκοτεινές από τη στιγμή που οι άνθρωποι μπαίνουν στα δεσμά του πολιτισμού. Συχνά το ζενίθ της θρησκευτικής φρικαλεότητας, οι ανθρωποθυσίες, σχετίζονται με την έκκληση για καλύτερη σοδειά, δηλαδή ιδανικότερες συνθήκες για τις γεωργικές εργασίες. Ο άνθρωπος πιστεύει πλέον, πως το ξύλινο δόρυ του και η ικανότητα του στο κυνήγι δεν είναι αρκετά για να τον θρέψουν. Τα ανταλλάσσει, λοιπόν, με την τσάπα. Και σκάβει την γη, μοχθεί ίσως και περισσότερο αλλά δεν ορίζει πλέον την επιβίωση του. Όση μαστοριά και αν επιδεικνύει στο χωράφι, πάντα κοιτάζει με λατρεία ή μίσος τον ουρανό. Η σωστή αναλογία ήλιου-βροχής μπορεί να γεμίσει την αποθήκη του και η λάθος να τον οδηγήσει στην λιμοκτονία. Το βλέμμα του είναι στραμμένο έτσι συνέχεια ψηλά. Η Γη αρχίζει και υποτάσσεται στον ουρανό γιατί από μόνη της δεν μπορεί πια να τον θρέψει. Και όταν έρχεται η πρώτη μεγάλη πείνα, η ανθρωπινότητα δίνει σιγά – σιγά την θέση της στο μίσος. Γιατί είχε ξηρασία ή πλημμύρες και πεινάσαμε; Κάτι πρέπει να κάνουμε, γιατί ο ουρανός μας τιμωρεί… Το μη φυσικό –δηλαδή το να φυτευτεί ένας σπόρος από ανθρώπινο χέρι– δημιούργησε και μη φυσικά αιτήματα προς το υπερβατικό. Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες δεν είχαν παρόμοιες απαιτήσεις από το υπερβατικό στοιχείο. Η τροφή τους εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις δικές τους ικανότητες στο κυνήγι. Αν συνέβαινε μία γενικότερη φυσική καταστροφή (π.χ. ξηρασία) και αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις στην πανίδα, τότε το θεωρούσαν ως ένα συνολικότερο φυσικό πρόβλημα και μετακινούνταν, για να βρουν αλλού τροφή. Ο κόσμος, έτσι, δεν ήταν ιδιοκτησία, αλλά ένα μονοπάτι, όπως τον έβλεπαν και οι Αβορίγινες, που μέχρι την εισβολή των λευκών στην Αυστραλία ήταν αποκλειστικά τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί. Μια σοδειά καλαμποκιού που καταστράφηκε από ένα βάκιλο δημιουργεί διαφορετικά συναισθήματα. Τόση δουλειά και να πάει χαμένη; Γιατί να πεθάνουμε από την πείνα, ενώ τα άγρια ζώα και φυτά ευημερούν; Να, ίσως, ο πρώτος υπερτροφικός εγωισμός. Και ό,τι τρέφεται από δόλια συναισθήματα, αναπόφευκτα έχει και καταστροφικά αποτελέσματα. Πλήρης υποταγή των ανθρώπων στη θεότητα. Ας ξεριζώσουμε μερικές καρδιές, μήπως και δεν ξανθίσει το καλαμπόκι.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…..
 
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράσηΑπό την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 129, Ιούλιος-Αύγουστος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: