Ένα ωραίο παραμύθι για την τέλεια καρδιά…
[[ Δημ. Μάρκου ]]
Πριν λίγες ώρες ανέτειλε το έτος 2020, κάτω από μελαγχολικές σκέψεις. Γιατί είναι δύσκολοι οι καιροί για πρίγκιπες... Κάποιοι εύχονται να έρθει η καλή νεράιδα του παραµυθιού και να εξαφανίσει την υποτέλειά μας στη Γερμανία της Μπέρκελ και το ΔΝΤ µ’ ένα τίναγµα του µαγικού ραβδιού. Ή η όμορφη κοπέλα να δώσει το φιλί στον άσχημο βάτραχο- τον άνεργο ή βασανισμένο εργαζόμενο και πανταχόθεν πληττόμενο από τα οικονομικά μέτρα και να τον μεταμορφώσει σε βασιλόπουλο- ευτυχισμένο πολίτη της χώρας με ευοίωνο μέλλον. Αλλά αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια…
Οι ωραιότερες αλήθειες για την εφήμερη ζωή μας, για τον σκοπό που βρισκόμαστε σε αυτόν τον γαλάζιο πλανήτη και βολοδέρνουμε μέσα στις αντιξοότητες, είναι κρυμμένες μέσα σε ωραίες ιστορίες, σε μυστηριώδη παραμύθια, σε θαυμάσιους μύθους, σε συγκινητικές παραβολές.
Όλοι οι μεγάλοι Διδάσκαλοι παρουσίασαν τις πτυχές της μίας και Μοναδικής Αλήθειας με ιστορίες, παραμύθια, μύθους και παραβολές. Αυτά μπορούσαν να προκαλέσουν συζήτηση ανάμεσα στους ακροατές και προβληματισμό. Αυτά ήσαν ικανά να δώσουν μια ώθηση για να πάει λίγο παραπέρα η σκέψη, να ρίξουν λάδι στα γρανάζια του μυαλού.
Ο Κρητικός στοχαστής Ν. Καζαντζάκης αναρωτιέται: «Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια;» για να δώσει στη συνέχεια την απάντηση: «Ναι, το παραμύθι• αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια». Το παραμύθι, ο μύθος, η παραβολή δε βγαίνουν έτσι από το μυαλό του παραμυθά, του μυθοπλόκου, του Δάσκαλου, του ιεροφάντη. Πλάθονται σιγά- σιγά, ωριμάζουν μέσα του και μετά με απλά λόγια δίνονται στον κόσμο. Η σκέψη μολώνεται με λόγια, στεργιώνει και βγαίνει από τα χείλη σαν αγκωνάρι του ήθους και της διδαχής για τον σωστό τρόπο ζωής. Βέβαια, ο Καζαντζάκης το δίνει ποιο ποιητικά, το δίνει σαν τριαντάφυλλο.
Ας δούμε πως το γράφει στο έργο του “Αναφορά στον Γκρέκο”:
[[ Χρόνια τώρα με είχε μάθει ένας παλιός ραβίνος, ο Νάχμαν, πώς να καταλαβαίνω πως ήρθε η ώρα ν’ ανοίγω το στόμα να μιλώ, να πιάνω πένα να γράφω. Ήταν απλός, γελαστός, άγιος• αρμήνευε τους μαθητές του πώς να γίνουνται κι αυτοί απλοί, γελαστοί και ν’ αγιάζουν• μα μια μέρα έπεσαν στα πόδια του:
- Αγαπημένε Ραβή, του παραπονέθηκαν, γιατί δε μιλάς κι εσύ όπως ο ραβίνος Ζαδίκ, ν’ αραδιάζεις μεγάλες ιδέες, να οικοδομάς μεγάλες θεωρίες, να σε ακούν συνεπαρμένοι, με ανοιχτό στόμα, οι ανθρώποι; Μόνο μιλάς με λόγια απλοϊκά, σαν τις γριές γιαγιάδες, και λες παραμύθια;
Ο αγαθός ραβίνος χαμογέλασε• έκαμε κάμποση ώρα ν’ αποκριθεί• τέλος άνοιξε το στόμα:
- Μια μέρα, είπε, οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά: «Κυρα-τριανταφυλλιά, δε μας μαθαίνεις κι εμάς το μυστικό; Πώς φτιάχνεις το τριαντάφυλλο;» Κι η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε: «Πολύ απλό ‘ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες• αλάκερο το χειμώνα δουλεύω με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα, κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι ανέμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό ‘ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες.»
- Δάσκαλε, έκαμαν οι μαθητές, δεν καταλάβαμε.
Ο ραβίνος γέλασε:
- Κι εγώ καλά- καλά δεν καταλαβαίνω, είπε.
- Το λοιπόν, δάσκαλε;
- Μου φαίνεται πως ήθελα να πω απάνω- κάτω τούτο: Όταν έχω μια ιδέα, τη δουλεύω καιρό πολύ, αμίλητα, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη• κι όταν ανοίγω το στόμα, τι μυστήριο είναι ετούτο, παιδιά μου! όταν ανοίγω το στόμα, η ιδέα βγαίνει παραμύθι.
Γέλασε πάλι.
- Εμείς οι ανθρώποι το λέμε παραμύθι, είπε• η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο. ]]
Πριν διηγηθούμε το ωραίο παραμύθι μας θα παραθέσουμε λίγες πληροφορίες για τις έννοιες παραμύθι- μύθος- παραβολή:
Ξέρουμε ότι το παραμύθι είναι μια διήγηση πλασμένη με ποιητική φαντασία, παρμένη από τον κόσμο του μαγικού και του υπερφυσικού. Μπορεί να μην έχει λογική εξάρτηση από τους όρους της πραγματικής ζωής, αλλά ο κόσμος το δέχεται με ευχαρίστηση, χωρίς να το θεωρεί πιστευτό. Είναι μια σύντομη ή λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το έθος, που μπορεί να εκφραστεί ρητά στο τέλος του σαν αξιωματική αρχή. Συγγενές του μύθου αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση, μια μυθιστοριογραφία, μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει μεταφορική χρήση κάποιου ζώου ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες, όπως ο κατεργάρης. Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στην εκάστοτε άρχουσα τάξη, ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο. Προσωποποιεί και εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο, από τον άνθρωπο και τα ζώα στα δέντρα, τα λουλούδια, τις πέτρες, τα ρεύματα και τους ανέμους. Διαφέρει από το μύθο, γιατί αυτός είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία. Ο μύθος είναι ιερή ή θρησκευτική αφήγηση της οποίας το περιεχόμενο σχετίζεται με την προέλευση ή τη δημιουργία φυσικών, υπερφυσικών ή πολιτιστικών φαινομένων. Ο μύθος είναι ένα ιδιαίτερο είδος ιστορίας, που προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποιες όψεις του κόσμου που μας περιβάλλει.
Πάντα ο κεντρικός πυρήνας του συνίσταται από τρεις βασικές αλήθειες. Καταρχήν είναι μια προσπάθεια ερμηνείας του μακρόκοσμου, των δυνάμεων που ελέγχουν τον κόσμο και της σχέσης που έχουν τα ανθρώπινα πλάσματα με αυτές τις δυνάμεις. Έπειτα, είναι ένας συμβολικός τρόπος διδασκαλίας αυτών των πλασμάτων, για το πώς μπορούν να τα βγάζουν πέρα με τις δυνάμεις της εξέλιξης, μέσα από καθορισμένα ανοδικά μονοπάτια που καλείται να βαδίσει η συνείδηση. Τέλος, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται από τους επιστήμονες ιστορικούς, σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανώς καταγραφή -με τη μορφή του θρύλου- πρώιμων ιστορικών γεγονότων με συγκεκριμένες χωροχρονικές αναφορές. Συγκεκριμένο παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση είναι η μεγάλη έρευνα που διεξάγεται για την ιστορικότητα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές, και κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις οι μύθοι των ανθρώπων υπήρξαν η ζωντανή έμπνευση για όλες τις δραστηριότητες του νου, των συγκινήσεων και του σώματος. Πολύ περισσότερο κάτι τέτοιο είναι αληθινό για τους Έλληνες, έναν λαό με γόνιμη μυθοπλαστική φαντασία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο μύθος είναι ένα μυστικό άνοιγμα, μέσα από το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ρίξει μια φευγαλέα κοσμολογική ματιά στις ανεξάντλητες ενέργειες του σύμπαντος και στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι ενέργειες μεταβάλλονται, μετουσιώνονται σε πολιτισμό.
Η παραβολή είναι αφήγηση γεγονότων, τα οποία συνέβησαν ή μπορεί να συμβούν, περιέχουν δε με αλληγορικό τρόπο υψηλή ηθική ή θρησκευτική διδασκαλία. Οι παραβολές του Ιησού με ζωηρές εικόνες οδηγούν στην κατανόηση των υπερκόσμιων αληθειών.
Ας έρθουμε τώρα στο θαυμάσιο παραμύθι μας:
[[ Στην πλατεία μιας μακρινής πόλης είχε σταθεί ένας νεαρός και υπερηφανευόταν ότι είχε τον ομορφότερη καρδιά. Οι περαστικοί θαύμαζαν την καρδιά του που ήταν τέλεια. Δεν υπήρχε ούτε ένα σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι πάνω της. Και όλοι τότε συμφώνησαν ότι αυτή ήταν η πιο όμορφη καρδιά που είχαν δει ποτέ τους. Ο νεαρός κορδωνόταν και χαιρόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά.
Ξάφνου ένας γέρος ζύγωσε το νεαρό μας και είπε: «Όμως η καρδιά σου δεν πλησιάζει την ομορφιά της δικής μου καρδιάς». Ο κόσμος αλλά και το παλικάρι κοίταξαν την καρδιά του γέρου. Χτυπούσε δυνατά, ήταν όμως γεμάτη ουλές. Υπήρχαν σημεία όπου φαινόταν ότι είχαν κοπεί κομμάτια και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί άλλα, που όμως δεν ταίριαζαν καλά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δαντελωτές άκρες. Κι αλλού υπήρχαν σημεία με βαθειά χάσματα , απ’ όπου έλλειπαν και ολόκληρα κομμάτια. Οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Πώς ήταν δυνατόν να ισχυρίζεται αυτός ότι η καρδιά του ήταν η ωραιότερη, σκέφτονταν. Ο νέος κοίταξε την καρδιά του γέρου, είδε τα χάλια της και γέλασε. « Πλάκα μας κάνεις; Για κάνε σύγκριση ανάμεσα στη δικιά σου και στη δικιά μου καρδιά. Η δικιά μου είναι τέλεια ενώ η δικιά σου είναι ένα μάτσο ουλές και δάκρυα». « Μάλιστα…» είπε ο γέροντας, «η δικιά σου δείχνει τέλεια, όμως δεν θα άλλαζα ποτέ μου τη δική μου καρδιά με τη δική σου. Κοίταξε, κάθε ουλή αντιπροσωπεύει κάποιον που του έδωσα την αγάπη μου. Κόβω ένα κομμάτι της καρδιάς μου και του το δίνω, και συχνά μου δίνει ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς για να πάει στη θέση του άδειου μέρους της καρδιάς μου, αλλά επειδή τα κομμάτια δεν είναι ακριβώς ίδια, έχω μερικές αγκαθωτές άκρες, που όμως τις λατρεύω γιατί μου θυμίζουν την αγάπη που μοιράστηκα. Μερικές άλλες φορές, έχω δώσει κομμάτια της καρδιάς μου κι ο άλλος δε μου έδωσε πίσω ένα κομμάτι της δικής του... Αυτά είναι τα άδεια χάσματα.. Ξέρεις...το να προσφέρεις την αγάπη σου έχει κάποιο ρίσκο. Παρόλο που αυτά τα χάσματα πονούν, παραμένουν ανοιχτά ..και μου θυμίζουν την αγάπη που έχω για αυτούς τους ανθρώπους. Κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα γυρίσουν πάλι κοντά μου και θα γεμίσουν τους άδειους χώρους που περιμένουν....
Βλέπεις λοιπόν τι θα πει πραγματική ομορφιά;»
Ο νεαρός στάθηκε σιωπηλός. Με δάκρυα να τρέχουν αργά στα μάγουλά του, προχώρησε προς τον γέροντα, άπλωσε το χέρι του μέσα στην όμορφη νεανική καρδούλα του και έκοψε ένα κομμάτι της. Το πρόσφερε στο γέροντα με χέρια που έτρεμαν..
Ο γέροντας άπλωσε τα χέρια του και πήρε αυτή την προσφορά...την έβαλε στην καρδιά του, και μετά πήρε ένα κομμάτι της δικής του ταλαιπωρημένης καρδιάς και το έβαλε πάνω στην πληγή της καρδιάς του νεαρού. Έτσι έμειναν και στη καρδιά του νέου κάποιες αγκαθωτές άκρες. Αμέσως ο νεαρός κοίταξε την καρδούλα του που δεν ήτανε πια τέλεια. Ήταν όμως ομορφότερη από οποιαδήποτε άλλη αφού όλη η αγάπη από την καρδιά του γέροντα ξεχείλιζε τώρα από την δική του καρδιά....]]
Ο νέος, λοιπόν, μας λέει το παραμύθι μας, είχε μια ωραία καρδιά, αλλά αχρησιμοποίητη. Και κορδωνόταν γι’ αυτήν. Όπως κορδώνεται κάποιος που πήρε ένα ακριβό αυτοκίνητο. Κυκλοφορεί με το γυαλιστερό του “εργαλείο” και καμαρώνει γι’ αυτό. Αλλά αρνείται να πάρει και να μεταφέρει στο κοντινότερο νοσοκομείο τον δύστυχο τραυματισμένο από αυτοκινητιστικό ατύχημα για να μη μείνουν στάμπες στο ακριβή δερμάτινη ταπετσαρία των καθισμάτων από το αίμα του θύματος. Καμαρώνει για το καινούργιο κουστούμι του “Αρμάνι”, αλλά δεν δίνει το παλιό του σακάκι στον κουρελή άστεγο, που συναντά στο δρόμο. Πετάει τα τρόφιμα που δεν χρησιμοποίησε και μπαγιάτεψαν, αλλά δεν τα δίνει στον πεινασμένο που βλέπει κάτω από το παράθυρό του να ψάχνει τους σκουπιδοτενεκέδες. Καυχιέται για την πολυτελή βίλα του στην ακριβότερη περιοχή της πόλης του, αλλά αφήνει να σαπίζει το παλιό του τροχόσπιτο, που έχει να χρησιμοποιήσει πάνω από δέκα χρόνια γιατί η οικονομική του δυνατότητα του επιτρέπει να κάνει διακοπές σε σουπερ-ξενοδοχεία, και αφήνει τον άστεγο να τουρτουρίζει στο κρύο. Και όλοι γύρω του θαυμάζουν την οικονομική του άνεση και τον μακαρίζουν.
Πώς καταντήσαμε… Κλειστήκαμε σαν τα σαλιγκάρια στο καβούκι μας. Και από πάνω κάναμε, όπως αυτά, την κρούστα της πλήρους απομόνωσης. Δε μιλάμε με τον γείτονα, δεν πηγαίνουμε επισκέψεις στους συγγενείς, δεν συζητάμε σαν οικογένεια για να μην μας ζαλίζουν με τις δυσκολίες που συναντούν. Μαθαίνουμε στις ειδήσεις από τα κανάλια ότι ο γεράκος στο διπλανό σπίτι βρέθηκε νεκρός, αν και μας χτύπησε την προηγούμενη μέρα στα ρουθούνια η μπόχα από το σώμα του που ήταν σε σήψη. Αλλά… έχουμε τρεις τηλεοράσεις στο σπίτι, ώστε ο καθένας να βλέπει το πρόγραμμά του. Άλλοτε κλεισμένοι στο δωμάτιό μας σερφάρουμε στο ίντερνετ, χρησιμοποιούμε το Facebook και θαρρούμε ότι επικοινωνούμε με τον κόσμο. Κι όταν συναντιόμαστε με την παρέα στην ταβέρνα ή στην καφετέρια, αντί να συζητήσουμε βυθιζόμαστε στο κινητό μας χωρίς ν’ ανταλλάξουμε λέξη.
Λείπουν εντελώς από τη ζωή μας οι ορθές ανθρώπινες σχέσεις, έχουμε έλλειμμα αγάπης. Κι αν την έχουμε σε μικρή δόση, είναι εγωιστική. Επικεντρώνεται στο “εγώ” μας ή το πολύ- πολύ να της επιτρέψουμε να περιφέρεται σε μικρή ακτίνα γύρω από αυτό. Κλείνουμε τα αυτιά μας όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα ή δενόμαστε σαν τον Ιθακίσιο βασιλιά στο κατάρτι του εγωκεντρισμού μας για να μην επηρεαστούμε από το μαυλιστικό λόγο των βασάνων των συνανθρώπων μας. Δεν τους αντιμετωπίζουμε σαν αδερφούς συνοδοιπόρους στο μεγάλο ταξίδι της επιστροφής στην Ιθάκη μας. Τους βλέπουμε σαν προσφορές, τους συγκρίνουμε και τους επιλέγουμε σαν να αγοράζαμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στοχεύουμε στο όφελος που θα αποκομίσουμε απ’ αυτούς παραβλέποντας τις ανιδιοτελείς ανθρώπινες σχέσεις γιατί μπήκαμε στο καλούπι που μας θέλει να γενούμε ολοένα και περισσότερο ηθικά αναίσθητοι και συναισθηματικά ανάπηροι. Ξεχάσαμε το χαμόγελο και στο πρόσωπό μας έχουμε το μουντό ύφος του κατσούφη, αν και χρειάζονται μόλις 14 μυς για να χαμογελάσουμε και 72 για να κατσουφιάσουμε.
Τέλος πάντων τι είναι αυτό που μπορεί να μας αλλάξει; Τι μπορεί να γλυκάνει την πικρή ζωή μας; Ο Α. Ρότσεστερ μας λέει πως είναι η αγάπη. Λέει χαρακτηριστικά: «Αγάπη είναι μια σταγόνα από τον ουρανό, που ρίχνει ο Θεός στο ποτήρι της ζωής για να μειώσει την πίκρα της». Επομένως ο Θεός ρίχνει μια σταγόνα του για να γλυκάνει τη ζωή μας, επειδή η αγάπη προέρχεται από Εκείνον: « Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού εστι, και πας ο αγαπών εκ Θεού γεγένηται και γινώσκει το Θεόν. Ο μη αγαπών ουν έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν». (Α΄ Ιωάννου, δ΄7-8) Ο Επουράνιος Πατέρας δεν επιθυμεί οι θρησκόληπτοι να Τον αγαπούν- καλύτερα να καμώνονται φαρισαϊκά πως Τον αγαπούν- και να μην αγαπούν τους συνανθρώπους τους: «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν• ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν;» (Α΄ Ιωάννη, δ’ 20)
Πολύ ποιητικά είπε κάποιος από μας: «Ρώτησα ένα λουλούδι, ένα πουλί και έναν άνθρωπο τι είναι η αγάπη. Και το λουλούδι άνθισε, το πουλί κελάηδησε και ο άνθρωπος δάκρυσε». Ο Ν. Καζαντζάκης αναρωτιέται τι είναι η αγάπη για να δώσει μετά τον ορισμό της: «Τι είναι η αγάπη; Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένας. Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. Αγαπώ θα πει: Χάνομαι...» Για να συμπληρώσει ένας άλλος στοχαστής, ο Πάουλο Κοέλο: «Είναι ανώφελο να μιλάς γι’ αγάπη, γιατί η αγάπη έχει τη δική της γλώσσα και μιλάει από μόνη της».
Ο Σούφι Ανσαρί είπε: «Αν μπορείς να περπατάς πάνω στο νερό, δεν είσαι πιο επιδέξιος από ένα άχυρο. Αν μπορείς να πετάς στον αέρα, δεν είσαι πιο επιδέξιος από μια μύγα. Κατάκτησε την καρδιά σου, και τότε θα γίνεις κάποιος». Απόχτησε μια καρδιά γεμάτη ξέφτια, μπαλώματα και χάσματα σαν του γέρου στο παραμύθι, θα ΄λεγα εγώ. Μη διστάζεις να δίνεις ή να δίνεσαι. Σημασία δεν έχει τι θα πάρεις. Μεγαλύτερη αξία έχει τι θα δώσεις… Η πραγματική αγάπη είναι πάντοτε συνυφασμένη με την προσφορά, τη θυσία, την ανιδιοτέλεια. Αγάπη είναι να χαίρεσαι με αυτόν που χαίρεται και να λυπάσαι με αυτόν που πονά. Αυτός που αγαπά ανέχεται τον άλλο με τις ατέλειές του χωρίς να τον περιφρονεί, χωρίς καν να τον κάνει να νιώθει άσχημα για αυτό που είναι. Όταν αγαπάς ενδιαφέρεσαι τι θα γίνει ο άλλος, χωρίς όμως αυτό το ενδιαφέρον να γίνεται καταπίεση και επιβολή. Και αυτό, γιατί η πραγματική αγάπη εμπεριέχει τον σεβασμό της ελευθερίας του άλλου, την εκτίμηση στην προσωπικότητά του. Όταν αγαπάς μπορείς να κατανοείς και να σέβεσαι τον άλλο και τις αποφάσεις του. Βλέπεις κάποιον που είναι λάθος και εσύ του δείχνεις τον σωστό δρόμο. Θέλεις το καλό του και μόνο.
Παρεξηγημένη αγάπη είναι όταν ο άλλος γίνεται το αντικείμενο με το οποίο ικανοποιώ εγώ τις ανάγκες και τις επιθυμίες μου. Κάτι τέτοιο μάλλον προσκόλληση και αδυναμία πρέπει να ονομάζεται παρά αγάπη. Καταντούμε σε αυτή την παρεξηγημένη κατάσταση είτε όταν είμαστε φίλαυτοι – δηλαδή “εγωιστές” - είτε όταν πάσχουμε από ανασφάλεια. Σε αυτή την περίπτωση, ο φόβος μη τυχόν και μας απορρίψουν οι άλλοι μας κάνει να απαιτούμε συνεχώς επιβεβαίωση Η ανασφάλεια, με τις απαιτήσεις που προτάσσει, μας εμποδίζει από το να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον άλλο για αυτό που πραγματικά είναι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μας εμποδίζουν οι απαιτήσεις που προτάσσει η φιλαυτία, ο “εγωισμός”. Ποια από τις δύο πιο πάνω μορφές αγάπης έχουμε εμείς μέσα μας;
Κριτήριο είναι η στάση μας απέναντι στους δύσκολους ανθρώπους: Αν τους αγαπούμε και αυτούς με την ίδια προθυμία, τότε η αγάπη μας είναι πραγματική. Αν όμως αγαπάμε μόνο όσους ανθρώπους βρίσκουμε ευχάριστους και βολικούς, τότε μάλλον η αγάπη μας εμπίπτει στην δεύτερη κατηγορία. Η αληθινή αγάπη μέσα στην ψυχή ενός ανθρώπου είναι σαν ένα δέντρο που σιγά – σιγά μεγαλώνει, και σκεπάζει όλο και περισσότερους ανθρώπους κάτω από την δροσερή σκιά του. Από εμάς το μόνο που απαιτείται είναι να φροντίσουμε λίγο για την καλλιέργειά της, καθώς επίσης να την προστατεύσουμε από αυτά που θα μπορούσαν να την ξεριζώσουν από την καρδιά.
«Αγάπα για να ζήσεις, ζήσε για ν’ αγαπάς» γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”.
Πολλές φορές δείχνεις το ενδιαφέρον σου για τους άλλους, τους αγαπάς, χωρίς να έχει ανταπόκριση η αγάπη σου. Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς γιατί έτσι το αισθάνεσαι και όχι για να πάρεις ανταπόδοση. Όταν δείχνεις ενδιαφέρον για να έχεις ανταποδοτικά οφέλη, ε τότε, αυτό δεν είναι αγάπη. Απλώσου, ανοίξου, δώσου χωρίς να προσδοκάς γιατί όταν δοκιμάζεις τους ανθρώπους κινδυνεύεις και να αποτύχεις. Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στην ζωή σου είναι να μην ρισκάρεις ποτέ! Το μεγαλύτερο ρίσκο μην το παίρνεις στη δουλειά σου. Να το παίρνεις με τους ανθρώπους. Κι αν πληγωθείς, δέσε τις πληγές σου και προχώρα. Τα χάσματα της καρδιάς σου θα τα γεμίσει ο χρόνος.
Σε αυτό το μεγάλο κοσμικό σχολείο της γης ενσαρκώθηκες για να πάρεις τα μεγάλα μαθήματα ζωής που από «κατ’ εικόνα» θα σε κάνουν «καθ’ ομοίωσιν». Υπομονετικά δέξου όλα τα μαθήματα, όλες τις εκφάνσεις της ζωής, ακόμη και τις πολύ δυσάρεστες. Και αυτές θα προέρχονται από τις συμπεριφορές, από τις κακίες των συνανθρώπων σου. Δέξου τους με κατανόηση και συμπάθεια. Ναι, δείξε συμπάθεια σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που σε έχουν δυσκολέψει, σε έχουν ταλαιπωρήσει, σου έχουν σταθεί εμπόδιο, γιατί χάρη σ’ αυτούς έχεις γίνει πιο δυνατός, πιο αποφασιστικός, περισσότερο ώριμος. Δέξου εκείνους που σου δείχνουν το σκληρό πρόσωπο της ζωής, γιατί σου κάνουν δωρεάν μαθήματα δύναμης. Προσπάθησε να μην πάρεις τις κακοήθειες, ανηθικότητες και ασχήμιές τους προσωπικά. Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να σου δώσουν τίποτε περισσότερο. Μπορούν να σου δώσουν απογοήτευση, πίκρα, να δείξουν αχαριστία και αγνωμοσύνη. Εσύ αντίθετα, δες τα σαν μαθήματα και δείξε συμπάθεια σε όλους εκείνους που σε πικραίνουν, που σε δυσκολεύουν, που σε απορρίπτουν. Δεν είναι εχθροί σου. Είναι τα μαθήματα που πρέπει να περάσεις για να πάρεις το “πτυχίο” που η ζωή κρατάει καλά φυλαγμένο στα ψηλότερα ράφια της. Είναι το εισιτήριο για την επιστροφή σου στην Ιθάκη. Τότε θα δείξεις ότι μπορείς επάξια να φορέσεις το δαχτυλίδι που θα σου περάσει ο Πατέρας όταν επιστρέψεις και σε δεχτεί την αγκαλιά Του.
Ο Άλμπερτ Σβάιτσερ είπε ότι: «Η αγάπη είναι ο σεβασμός στη ζωή». Γι’ αυτό όπως προτρέπει ο Βούδας: « Νίκα την οργή με την αγάπη, απάντησε με καλό στο κακό και την τσιγκουνιά να τη νικήσεις με την γενναιοδωρία». Ο Σοφοκλής βάζει στο στόμα της Αντιγόνης την πολύ μεγάλη φράση: «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν». Επομένως δε γεννηθήκαμε για να μισούμε, αλλά για να αγαπούμε μαζί με τις άλλες αδελφές ψυχές! Η αγάπη είναι θείο δώρημα! «ότι ο Θεός αγάπη εστίν. Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» ( Α’ Ιωάννου, δ΄ 8-9) Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο αποκτά κατά τον Ιωάννη μια διπλή λειτουργία: γίνεται η γέφυρα για να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον Θεό και παράλληλα αποτελεί το κριτήριο της αυθεντικότητας της αγάπης μας προς τον Θεό. Γνωρίζοντας τον αδελφό μας, ο οποίος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού», γνωρίζουμε τον ίδιο τον Θεό, όπως ακριβώς γνωρίζει κανείς έναν συγγραφέα ή έναν καλλιτέχνη μέσα από τα έργα του και μπορεί με βεβαιότητα να πει «λατρεύω τον Μότσαρτ, ή τον Μονέ». Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αγαπώ τον συνάνθρωπό μου σημαίνει ότι τον τοποθετώ μέσα στην καρδιά μου, η οποία πλαταίνει για να τον χωρέσει και, αν χρειαστεί, να τον συγχωρέσει για κάποιο κακό που μου έκανε. Έτσι η αγάπη γίνεται πλέον κοινωνία όπου στη θέση του “εγώ” βρίσκεται ο άλλος και στη θέση της κτητικότητας βρίσκεται η αυτοθυσία. Πολύ σωστά επισημαίνει ο ανατολίτης Ρουμί: «Η αγάπη είναι ο εξάντας της αλήθειας». Και η Αλήθεια είναι μία, απλά εμείς οι εφήμεροι νομίζουμε ότι έχει πολλές πτυχές. Κατά βάθος όμως η ψυχή μας γνωρίζει ότι είναι «μία».
Επειδή κατά τον Σέλλευ: «Η αγάπη φωτίζει με τη λάμψη του παραμυθιού την καθημερινότητα», θα κλείσουμε αυτό το άρθρο με ένα ακόμη παραμύθι:
[[ Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα νησί και εκεί ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Η Χαρά, η Λύπη, η Γνώση και όλα τα υπόλοιπα χωρίς φυσικά να λείπει η Αγάπη. Μία μέρα σαν όλες τις υπόλοιπες ανακοινώθηκε στα συναισθήματα ότι το νησί θα βούλιαζε και έτσι το ένα μετά το άλλο κατασκεύασαν πλοία και έφυγαν. Όλα, εκτός απ’ την Αγάπη. Η Αγάπη ήταν η μοναδική που έμεινε. Θέλησε να περιμένει, να περιμένει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί είχε σχεδόν βουλιάξει ολόκληρο η αγάπη αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ζητήσει βοήθεια. Εκείνη την ώρα είδε τον Πλούτο να την προσπερνά πάνω σε ένα μεγάλο πλοίο. Έτσι η Αγάπη είπε: «Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου;» Και ο Πλούτος απάντησε: «Όχι δεν μπορώ. Το χρυσάφι και το ασήμι που έχω μαζί μου καταλαμβάνει όλο το πλοίο και δεν υπάρχει καθόλου χώρος για σένα.» Η Αγάπη αποφάσισε να ρωτήσει τη Ματαιοδοξία που έκανε την εμφάνισή της μέσα σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Ματαιοδοξία βοήθα με σε ικετεύω!» «Μα Αγάπη είσαι μούσκεμα! Πώς να σε βάλω στο πλοίο μου, θα το καταστρέψεις!» απάντησε η ματαιοδοξία. Η Λύπη ήταν επίσης εκεί κοντά και έτσι η Αγάπη της είπε: «Λύπη, άσε με να ‘ρθω μαζί σου.» «Ώ αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που έχω ανάγκη να μείνω μόνη μου.» Η Χαρά πέρασε δίπλα απ’ την Αγάπη αλλά ήταν τόσο χαρούμενη που δεν μπόρεσε κάν να ακούσει που της φώναζε. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή! «Έλα Αγάπη, έλα μαζί μου.». Γυρίζοντας η αγάπη είδε έναν γέροντα. Η Αγάπη μέσα στη χαρά και την μεγάλη της τύχη ξέχασε να ρωτήσει το γέροντα που πήγαιναν. Όταν επιτέλους βρήκαν στεριά, η γέροντας άφησε την Αγάπη και συνέχισε το δρόμο του. Η Αγάπη κατάλαβε πόσα χρωστούσε στον καλό γέροντα και έτσι ρώτησε τη Γνώση, με τα κάτασπρα μαλλιά: «Ποιός με βοήθησε;» «Ήταν ο Χρόνος.» απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Μα γιατί με βοήθησε;» Και η Γνώση χαμογέλασε σοφά και αποκρίθηκε: «Γιατί μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει την αξία της Αγάπης.»
Οι ωραιότερες αλήθειες για την εφήμερη ζωή μας, για τον σκοπό που βρισκόμαστε σε αυτόν τον γαλάζιο πλανήτη και βολοδέρνουμε μέσα στις αντιξοότητες, είναι κρυμμένες μέσα σε ωραίες ιστορίες, σε μυστηριώδη παραμύθια, σε θαυμάσιους μύθους, σε συγκινητικές παραβολές.
Όλοι οι μεγάλοι Διδάσκαλοι παρουσίασαν τις πτυχές της μίας και Μοναδικής Αλήθειας με ιστορίες, παραμύθια, μύθους και παραβολές. Αυτά μπορούσαν να προκαλέσουν συζήτηση ανάμεσα στους ακροατές και προβληματισμό. Αυτά ήσαν ικανά να δώσουν μια ώθηση για να πάει λίγο παραπέρα η σκέψη, να ρίξουν λάδι στα γρανάζια του μυαλού.
Ο Κρητικός στοχαστής Ν. Καζαντζάκης αναρωτιέται: «Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια;» για να δώσει στη συνέχεια την απάντηση: «Ναι, το παραμύθι• αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια». Το παραμύθι, ο μύθος, η παραβολή δε βγαίνουν έτσι από το μυαλό του παραμυθά, του μυθοπλόκου, του Δάσκαλου, του ιεροφάντη. Πλάθονται σιγά- σιγά, ωριμάζουν μέσα του και μετά με απλά λόγια δίνονται στον κόσμο. Η σκέψη μολώνεται με λόγια, στεργιώνει και βγαίνει από τα χείλη σαν αγκωνάρι του ήθους και της διδαχής για τον σωστό τρόπο ζωής. Βέβαια, ο Καζαντζάκης το δίνει ποιο ποιητικά, το δίνει σαν τριαντάφυλλο.
Ας δούμε πως το γράφει στο έργο του “Αναφορά στον Γκρέκο”:
[[ Χρόνια τώρα με είχε μάθει ένας παλιός ραβίνος, ο Νάχμαν, πώς να καταλαβαίνω πως ήρθε η ώρα ν’ ανοίγω το στόμα να μιλώ, να πιάνω πένα να γράφω. Ήταν απλός, γελαστός, άγιος• αρμήνευε τους μαθητές του πώς να γίνουνται κι αυτοί απλοί, γελαστοί και ν’ αγιάζουν• μα μια μέρα έπεσαν στα πόδια του:
- Αγαπημένε Ραβή, του παραπονέθηκαν, γιατί δε μιλάς κι εσύ όπως ο ραβίνος Ζαδίκ, ν’ αραδιάζεις μεγάλες ιδέες, να οικοδομάς μεγάλες θεωρίες, να σε ακούν συνεπαρμένοι, με ανοιχτό στόμα, οι ανθρώποι; Μόνο μιλάς με λόγια απλοϊκά, σαν τις γριές γιαγιάδες, και λες παραμύθια;
Ο αγαθός ραβίνος χαμογέλασε• έκαμε κάμποση ώρα ν’ αποκριθεί• τέλος άνοιξε το στόμα:
- Μια μέρα, είπε, οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά: «Κυρα-τριανταφυλλιά, δε μας μαθαίνεις κι εμάς το μυστικό; Πώς φτιάχνεις το τριαντάφυλλο;» Κι η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε: «Πολύ απλό ‘ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες• αλάκερο το χειμώνα δουλεύω με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα, κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι ανέμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό ‘ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες.»
- Δάσκαλε, έκαμαν οι μαθητές, δεν καταλάβαμε.
Ο ραβίνος γέλασε:
- Κι εγώ καλά- καλά δεν καταλαβαίνω, είπε.
- Το λοιπόν, δάσκαλε;
- Μου φαίνεται πως ήθελα να πω απάνω- κάτω τούτο: Όταν έχω μια ιδέα, τη δουλεύω καιρό πολύ, αμίλητα, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη• κι όταν ανοίγω το στόμα, τι μυστήριο είναι ετούτο, παιδιά μου! όταν ανοίγω το στόμα, η ιδέα βγαίνει παραμύθι.
Γέλασε πάλι.
- Εμείς οι ανθρώποι το λέμε παραμύθι, είπε• η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο. ]]
Πριν διηγηθούμε το ωραίο παραμύθι μας θα παραθέσουμε λίγες πληροφορίες για τις έννοιες παραμύθι- μύθος- παραβολή:
Ξέρουμε ότι το παραμύθι είναι μια διήγηση πλασμένη με ποιητική φαντασία, παρμένη από τον κόσμο του μαγικού και του υπερφυσικού. Μπορεί να μην έχει λογική εξάρτηση από τους όρους της πραγματικής ζωής, αλλά ο κόσμος το δέχεται με ευχαρίστηση, χωρίς να το θεωρεί πιστευτό. Είναι μια σύντομη ή λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το έθος, που μπορεί να εκφραστεί ρητά στο τέλος του σαν αξιωματική αρχή. Συγγενές του μύθου αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση, μια μυθιστοριογραφία, μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει μεταφορική χρήση κάποιου ζώου ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες, όπως ο κατεργάρης. Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στην εκάστοτε άρχουσα τάξη, ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο. Προσωποποιεί και εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο, από τον άνθρωπο και τα ζώα στα δέντρα, τα λουλούδια, τις πέτρες, τα ρεύματα και τους ανέμους. Διαφέρει από το μύθο, γιατί αυτός είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία. Ο μύθος είναι ιερή ή θρησκευτική αφήγηση της οποίας το περιεχόμενο σχετίζεται με την προέλευση ή τη δημιουργία φυσικών, υπερφυσικών ή πολιτιστικών φαινομένων. Ο μύθος είναι ένα ιδιαίτερο είδος ιστορίας, που προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποιες όψεις του κόσμου που μας περιβάλλει.
Πάντα ο κεντρικός πυρήνας του συνίσταται από τρεις βασικές αλήθειες. Καταρχήν είναι μια προσπάθεια ερμηνείας του μακρόκοσμου, των δυνάμεων που ελέγχουν τον κόσμο και της σχέσης που έχουν τα ανθρώπινα πλάσματα με αυτές τις δυνάμεις. Έπειτα, είναι ένας συμβολικός τρόπος διδασκαλίας αυτών των πλασμάτων, για το πώς μπορούν να τα βγάζουν πέρα με τις δυνάμεις της εξέλιξης, μέσα από καθορισμένα ανοδικά μονοπάτια που καλείται να βαδίσει η συνείδηση. Τέλος, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται από τους επιστήμονες ιστορικούς, σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανώς καταγραφή -με τη μορφή του θρύλου- πρώιμων ιστορικών γεγονότων με συγκεκριμένες χωροχρονικές αναφορές. Συγκεκριμένο παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση είναι η μεγάλη έρευνα που διεξάγεται για την ιστορικότητα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές, και κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις οι μύθοι των ανθρώπων υπήρξαν η ζωντανή έμπνευση για όλες τις δραστηριότητες του νου, των συγκινήσεων και του σώματος. Πολύ περισσότερο κάτι τέτοιο είναι αληθινό για τους Έλληνες, έναν λαό με γόνιμη μυθοπλαστική φαντασία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο μύθος είναι ένα μυστικό άνοιγμα, μέσα από το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ρίξει μια φευγαλέα κοσμολογική ματιά στις ανεξάντλητες ενέργειες του σύμπαντος και στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι ενέργειες μεταβάλλονται, μετουσιώνονται σε πολιτισμό.
Η παραβολή είναι αφήγηση γεγονότων, τα οποία συνέβησαν ή μπορεί να συμβούν, περιέχουν δε με αλληγορικό τρόπο υψηλή ηθική ή θρησκευτική διδασκαλία. Οι παραβολές του Ιησού με ζωηρές εικόνες οδηγούν στην κατανόηση των υπερκόσμιων αληθειών.
Ας έρθουμε τώρα στο θαυμάσιο παραμύθι μας:
[[ Στην πλατεία μιας μακρινής πόλης είχε σταθεί ένας νεαρός και υπερηφανευόταν ότι είχε τον ομορφότερη καρδιά. Οι περαστικοί θαύμαζαν την καρδιά του που ήταν τέλεια. Δεν υπήρχε ούτε ένα σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι πάνω της. Και όλοι τότε συμφώνησαν ότι αυτή ήταν η πιο όμορφη καρδιά που είχαν δει ποτέ τους. Ο νεαρός κορδωνόταν και χαιρόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά.
Ξάφνου ένας γέρος ζύγωσε το νεαρό μας και είπε: «Όμως η καρδιά σου δεν πλησιάζει την ομορφιά της δικής μου καρδιάς». Ο κόσμος αλλά και το παλικάρι κοίταξαν την καρδιά του γέρου. Χτυπούσε δυνατά, ήταν όμως γεμάτη ουλές. Υπήρχαν σημεία όπου φαινόταν ότι είχαν κοπεί κομμάτια και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί άλλα, που όμως δεν ταίριαζαν καλά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δαντελωτές άκρες. Κι αλλού υπήρχαν σημεία με βαθειά χάσματα , απ’ όπου έλλειπαν και ολόκληρα κομμάτια. Οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Πώς ήταν δυνατόν να ισχυρίζεται αυτός ότι η καρδιά του ήταν η ωραιότερη, σκέφτονταν. Ο νέος κοίταξε την καρδιά του γέρου, είδε τα χάλια της και γέλασε. « Πλάκα μας κάνεις; Για κάνε σύγκριση ανάμεσα στη δικιά σου και στη δικιά μου καρδιά. Η δικιά μου είναι τέλεια ενώ η δικιά σου είναι ένα μάτσο ουλές και δάκρυα». « Μάλιστα…» είπε ο γέροντας, «η δικιά σου δείχνει τέλεια, όμως δεν θα άλλαζα ποτέ μου τη δική μου καρδιά με τη δική σου. Κοίταξε, κάθε ουλή αντιπροσωπεύει κάποιον που του έδωσα την αγάπη μου. Κόβω ένα κομμάτι της καρδιάς μου και του το δίνω, και συχνά μου δίνει ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς για να πάει στη θέση του άδειου μέρους της καρδιάς μου, αλλά επειδή τα κομμάτια δεν είναι ακριβώς ίδια, έχω μερικές αγκαθωτές άκρες, που όμως τις λατρεύω γιατί μου θυμίζουν την αγάπη που μοιράστηκα. Μερικές άλλες φορές, έχω δώσει κομμάτια της καρδιάς μου κι ο άλλος δε μου έδωσε πίσω ένα κομμάτι της δικής του... Αυτά είναι τα άδεια χάσματα.. Ξέρεις...το να προσφέρεις την αγάπη σου έχει κάποιο ρίσκο. Παρόλο που αυτά τα χάσματα πονούν, παραμένουν ανοιχτά ..και μου θυμίζουν την αγάπη που έχω για αυτούς τους ανθρώπους. Κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα γυρίσουν πάλι κοντά μου και θα γεμίσουν τους άδειους χώρους που περιμένουν....
Βλέπεις λοιπόν τι θα πει πραγματική ομορφιά;»
Ο νεαρός στάθηκε σιωπηλός. Με δάκρυα να τρέχουν αργά στα μάγουλά του, προχώρησε προς τον γέροντα, άπλωσε το χέρι του μέσα στην όμορφη νεανική καρδούλα του και έκοψε ένα κομμάτι της. Το πρόσφερε στο γέροντα με χέρια που έτρεμαν..
Ο γέροντας άπλωσε τα χέρια του και πήρε αυτή την προσφορά...την έβαλε στην καρδιά του, και μετά πήρε ένα κομμάτι της δικής του ταλαιπωρημένης καρδιάς και το έβαλε πάνω στην πληγή της καρδιάς του νεαρού. Έτσι έμειναν και στη καρδιά του νέου κάποιες αγκαθωτές άκρες. Αμέσως ο νεαρός κοίταξε την καρδούλα του που δεν ήτανε πια τέλεια. Ήταν όμως ομορφότερη από οποιαδήποτε άλλη αφού όλη η αγάπη από την καρδιά του γέροντα ξεχείλιζε τώρα από την δική του καρδιά....]]
Ο νέος, λοιπόν, μας λέει το παραμύθι μας, είχε μια ωραία καρδιά, αλλά αχρησιμοποίητη. Και κορδωνόταν γι’ αυτήν. Όπως κορδώνεται κάποιος που πήρε ένα ακριβό αυτοκίνητο. Κυκλοφορεί με το γυαλιστερό του “εργαλείο” και καμαρώνει γι’ αυτό. Αλλά αρνείται να πάρει και να μεταφέρει στο κοντινότερο νοσοκομείο τον δύστυχο τραυματισμένο από αυτοκινητιστικό ατύχημα για να μη μείνουν στάμπες στο ακριβή δερμάτινη ταπετσαρία των καθισμάτων από το αίμα του θύματος. Καμαρώνει για το καινούργιο κουστούμι του “Αρμάνι”, αλλά δεν δίνει το παλιό του σακάκι στον κουρελή άστεγο, που συναντά στο δρόμο. Πετάει τα τρόφιμα που δεν χρησιμοποίησε και μπαγιάτεψαν, αλλά δεν τα δίνει στον πεινασμένο που βλέπει κάτω από το παράθυρό του να ψάχνει τους σκουπιδοτενεκέδες. Καυχιέται για την πολυτελή βίλα του στην ακριβότερη περιοχή της πόλης του, αλλά αφήνει να σαπίζει το παλιό του τροχόσπιτο, που έχει να χρησιμοποιήσει πάνω από δέκα χρόνια γιατί η οικονομική του δυνατότητα του επιτρέπει να κάνει διακοπές σε σουπερ-ξενοδοχεία, και αφήνει τον άστεγο να τουρτουρίζει στο κρύο. Και όλοι γύρω του θαυμάζουν την οικονομική του άνεση και τον μακαρίζουν.
Πώς καταντήσαμε… Κλειστήκαμε σαν τα σαλιγκάρια στο καβούκι μας. Και από πάνω κάναμε, όπως αυτά, την κρούστα της πλήρους απομόνωσης. Δε μιλάμε με τον γείτονα, δεν πηγαίνουμε επισκέψεις στους συγγενείς, δεν συζητάμε σαν οικογένεια για να μην μας ζαλίζουν με τις δυσκολίες που συναντούν. Μαθαίνουμε στις ειδήσεις από τα κανάλια ότι ο γεράκος στο διπλανό σπίτι βρέθηκε νεκρός, αν και μας χτύπησε την προηγούμενη μέρα στα ρουθούνια η μπόχα από το σώμα του που ήταν σε σήψη. Αλλά… έχουμε τρεις τηλεοράσεις στο σπίτι, ώστε ο καθένας να βλέπει το πρόγραμμά του. Άλλοτε κλεισμένοι στο δωμάτιό μας σερφάρουμε στο ίντερνετ, χρησιμοποιούμε το Facebook και θαρρούμε ότι επικοινωνούμε με τον κόσμο. Κι όταν συναντιόμαστε με την παρέα στην ταβέρνα ή στην καφετέρια, αντί να συζητήσουμε βυθιζόμαστε στο κινητό μας χωρίς ν’ ανταλλάξουμε λέξη.
Λείπουν εντελώς από τη ζωή μας οι ορθές ανθρώπινες σχέσεις, έχουμε έλλειμμα αγάπης. Κι αν την έχουμε σε μικρή δόση, είναι εγωιστική. Επικεντρώνεται στο “εγώ” μας ή το πολύ- πολύ να της επιτρέψουμε να περιφέρεται σε μικρή ακτίνα γύρω από αυτό. Κλείνουμε τα αυτιά μας όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα ή δενόμαστε σαν τον Ιθακίσιο βασιλιά στο κατάρτι του εγωκεντρισμού μας για να μην επηρεαστούμε από το μαυλιστικό λόγο των βασάνων των συνανθρώπων μας. Δεν τους αντιμετωπίζουμε σαν αδερφούς συνοδοιπόρους στο μεγάλο ταξίδι της επιστροφής στην Ιθάκη μας. Τους βλέπουμε σαν προσφορές, τους συγκρίνουμε και τους επιλέγουμε σαν να αγοράζαμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στοχεύουμε στο όφελος που θα αποκομίσουμε απ’ αυτούς παραβλέποντας τις ανιδιοτελείς ανθρώπινες σχέσεις γιατί μπήκαμε στο καλούπι που μας θέλει να γενούμε ολοένα και περισσότερο ηθικά αναίσθητοι και συναισθηματικά ανάπηροι. Ξεχάσαμε το χαμόγελο και στο πρόσωπό μας έχουμε το μουντό ύφος του κατσούφη, αν και χρειάζονται μόλις 14 μυς για να χαμογελάσουμε και 72 για να κατσουφιάσουμε.
Τέλος πάντων τι είναι αυτό που μπορεί να μας αλλάξει; Τι μπορεί να γλυκάνει την πικρή ζωή μας; Ο Α. Ρότσεστερ μας λέει πως είναι η αγάπη. Λέει χαρακτηριστικά: «Αγάπη είναι μια σταγόνα από τον ουρανό, που ρίχνει ο Θεός στο ποτήρι της ζωής για να μειώσει την πίκρα της». Επομένως ο Θεός ρίχνει μια σταγόνα του για να γλυκάνει τη ζωή μας, επειδή η αγάπη προέρχεται από Εκείνον: « Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού εστι, και πας ο αγαπών εκ Θεού γεγένηται και γινώσκει το Θεόν. Ο μη αγαπών ουν έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν». (Α΄ Ιωάννου, δ΄7-8) Ο Επουράνιος Πατέρας δεν επιθυμεί οι θρησκόληπτοι να Τον αγαπούν- καλύτερα να καμώνονται φαρισαϊκά πως Τον αγαπούν- και να μην αγαπούν τους συνανθρώπους τους: «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν• ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν;» (Α΄ Ιωάννη, δ’ 20)
Πολύ ποιητικά είπε κάποιος από μας: «Ρώτησα ένα λουλούδι, ένα πουλί και έναν άνθρωπο τι είναι η αγάπη. Και το λουλούδι άνθισε, το πουλί κελάηδησε και ο άνθρωπος δάκρυσε». Ο Ν. Καζαντζάκης αναρωτιέται τι είναι η αγάπη για να δώσει μετά τον ορισμό της: «Τι είναι η αγάπη; Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένας. Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. Αγαπώ θα πει: Χάνομαι...» Για να συμπληρώσει ένας άλλος στοχαστής, ο Πάουλο Κοέλο: «Είναι ανώφελο να μιλάς γι’ αγάπη, γιατί η αγάπη έχει τη δική της γλώσσα και μιλάει από μόνη της».
Ο Σούφι Ανσαρί είπε: «Αν μπορείς να περπατάς πάνω στο νερό, δεν είσαι πιο επιδέξιος από ένα άχυρο. Αν μπορείς να πετάς στον αέρα, δεν είσαι πιο επιδέξιος από μια μύγα. Κατάκτησε την καρδιά σου, και τότε θα γίνεις κάποιος». Απόχτησε μια καρδιά γεμάτη ξέφτια, μπαλώματα και χάσματα σαν του γέρου στο παραμύθι, θα ΄λεγα εγώ. Μη διστάζεις να δίνεις ή να δίνεσαι. Σημασία δεν έχει τι θα πάρεις. Μεγαλύτερη αξία έχει τι θα δώσεις… Η πραγματική αγάπη είναι πάντοτε συνυφασμένη με την προσφορά, τη θυσία, την ανιδιοτέλεια. Αγάπη είναι να χαίρεσαι με αυτόν που χαίρεται και να λυπάσαι με αυτόν που πονά. Αυτός που αγαπά ανέχεται τον άλλο με τις ατέλειές του χωρίς να τον περιφρονεί, χωρίς καν να τον κάνει να νιώθει άσχημα για αυτό που είναι. Όταν αγαπάς ενδιαφέρεσαι τι θα γίνει ο άλλος, χωρίς όμως αυτό το ενδιαφέρον να γίνεται καταπίεση και επιβολή. Και αυτό, γιατί η πραγματική αγάπη εμπεριέχει τον σεβασμό της ελευθερίας του άλλου, την εκτίμηση στην προσωπικότητά του. Όταν αγαπάς μπορείς να κατανοείς και να σέβεσαι τον άλλο και τις αποφάσεις του. Βλέπεις κάποιον που είναι λάθος και εσύ του δείχνεις τον σωστό δρόμο. Θέλεις το καλό του και μόνο.
Παρεξηγημένη αγάπη είναι όταν ο άλλος γίνεται το αντικείμενο με το οποίο ικανοποιώ εγώ τις ανάγκες και τις επιθυμίες μου. Κάτι τέτοιο μάλλον προσκόλληση και αδυναμία πρέπει να ονομάζεται παρά αγάπη. Καταντούμε σε αυτή την παρεξηγημένη κατάσταση είτε όταν είμαστε φίλαυτοι – δηλαδή “εγωιστές” - είτε όταν πάσχουμε από ανασφάλεια. Σε αυτή την περίπτωση, ο φόβος μη τυχόν και μας απορρίψουν οι άλλοι μας κάνει να απαιτούμε συνεχώς επιβεβαίωση Η ανασφάλεια, με τις απαιτήσεις που προτάσσει, μας εμποδίζει από το να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον άλλο για αυτό που πραγματικά είναι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μας εμποδίζουν οι απαιτήσεις που προτάσσει η φιλαυτία, ο “εγωισμός”. Ποια από τις δύο πιο πάνω μορφές αγάπης έχουμε εμείς μέσα μας;
Κριτήριο είναι η στάση μας απέναντι στους δύσκολους ανθρώπους: Αν τους αγαπούμε και αυτούς με την ίδια προθυμία, τότε η αγάπη μας είναι πραγματική. Αν όμως αγαπάμε μόνο όσους ανθρώπους βρίσκουμε ευχάριστους και βολικούς, τότε μάλλον η αγάπη μας εμπίπτει στην δεύτερη κατηγορία. Η αληθινή αγάπη μέσα στην ψυχή ενός ανθρώπου είναι σαν ένα δέντρο που σιγά – σιγά μεγαλώνει, και σκεπάζει όλο και περισσότερους ανθρώπους κάτω από την δροσερή σκιά του. Από εμάς το μόνο που απαιτείται είναι να φροντίσουμε λίγο για την καλλιέργειά της, καθώς επίσης να την προστατεύσουμε από αυτά που θα μπορούσαν να την ξεριζώσουν από την καρδιά.
«Αγάπα για να ζήσεις, ζήσε για ν’ αγαπάς» γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”.
Πολλές φορές δείχνεις το ενδιαφέρον σου για τους άλλους, τους αγαπάς, χωρίς να έχει ανταπόκριση η αγάπη σου. Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς γιατί έτσι το αισθάνεσαι και όχι για να πάρεις ανταπόδοση. Όταν δείχνεις ενδιαφέρον για να έχεις ανταποδοτικά οφέλη, ε τότε, αυτό δεν είναι αγάπη. Απλώσου, ανοίξου, δώσου χωρίς να προσδοκάς γιατί όταν δοκιμάζεις τους ανθρώπους κινδυνεύεις και να αποτύχεις. Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στην ζωή σου είναι να μην ρισκάρεις ποτέ! Το μεγαλύτερο ρίσκο μην το παίρνεις στη δουλειά σου. Να το παίρνεις με τους ανθρώπους. Κι αν πληγωθείς, δέσε τις πληγές σου και προχώρα. Τα χάσματα της καρδιάς σου θα τα γεμίσει ο χρόνος.
Σε αυτό το μεγάλο κοσμικό σχολείο της γης ενσαρκώθηκες για να πάρεις τα μεγάλα μαθήματα ζωής που από «κατ’ εικόνα» θα σε κάνουν «καθ’ ομοίωσιν». Υπομονετικά δέξου όλα τα μαθήματα, όλες τις εκφάνσεις της ζωής, ακόμη και τις πολύ δυσάρεστες. Και αυτές θα προέρχονται από τις συμπεριφορές, από τις κακίες των συνανθρώπων σου. Δέξου τους με κατανόηση και συμπάθεια. Ναι, δείξε συμπάθεια σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που σε έχουν δυσκολέψει, σε έχουν ταλαιπωρήσει, σου έχουν σταθεί εμπόδιο, γιατί χάρη σ’ αυτούς έχεις γίνει πιο δυνατός, πιο αποφασιστικός, περισσότερο ώριμος. Δέξου εκείνους που σου δείχνουν το σκληρό πρόσωπο της ζωής, γιατί σου κάνουν δωρεάν μαθήματα δύναμης. Προσπάθησε να μην πάρεις τις κακοήθειες, ανηθικότητες και ασχήμιές τους προσωπικά. Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να σου δώσουν τίποτε περισσότερο. Μπορούν να σου δώσουν απογοήτευση, πίκρα, να δείξουν αχαριστία και αγνωμοσύνη. Εσύ αντίθετα, δες τα σαν μαθήματα και δείξε συμπάθεια σε όλους εκείνους που σε πικραίνουν, που σε δυσκολεύουν, που σε απορρίπτουν. Δεν είναι εχθροί σου. Είναι τα μαθήματα που πρέπει να περάσεις για να πάρεις το “πτυχίο” που η ζωή κρατάει καλά φυλαγμένο στα ψηλότερα ράφια της. Είναι το εισιτήριο για την επιστροφή σου στην Ιθάκη. Τότε θα δείξεις ότι μπορείς επάξια να φορέσεις το δαχτυλίδι που θα σου περάσει ο Πατέρας όταν επιστρέψεις και σε δεχτεί την αγκαλιά Του.
Ο Άλμπερτ Σβάιτσερ είπε ότι: «Η αγάπη είναι ο σεβασμός στη ζωή». Γι’ αυτό όπως προτρέπει ο Βούδας: « Νίκα την οργή με την αγάπη, απάντησε με καλό στο κακό και την τσιγκουνιά να τη νικήσεις με την γενναιοδωρία». Ο Σοφοκλής βάζει στο στόμα της Αντιγόνης την πολύ μεγάλη φράση: «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν». Επομένως δε γεννηθήκαμε για να μισούμε, αλλά για να αγαπούμε μαζί με τις άλλες αδελφές ψυχές! Η αγάπη είναι θείο δώρημα! «ότι ο Θεός αγάπη εστίν. Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» ( Α’ Ιωάννου, δ΄ 8-9) Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο αποκτά κατά τον Ιωάννη μια διπλή λειτουργία: γίνεται η γέφυρα για να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον Θεό και παράλληλα αποτελεί το κριτήριο της αυθεντικότητας της αγάπης μας προς τον Θεό. Γνωρίζοντας τον αδελφό μας, ο οποίος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού», γνωρίζουμε τον ίδιο τον Θεό, όπως ακριβώς γνωρίζει κανείς έναν συγγραφέα ή έναν καλλιτέχνη μέσα από τα έργα του και μπορεί με βεβαιότητα να πει «λατρεύω τον Μότσαρτ, ή τον Μονέ». Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αγαπώ τον συνάνθρωπό μου σημαίνει ότι τον τοποθετώ μέσα στην καρδιά μου, η οποία πλαταίνει για να τον χωρέσει και, αν χρειαστεί, να τον συγχωρέσει για κάποιο κακό που μου έκανε. Έτσι η αγάπη γίνεται πλέον κοινωνία όπου στη θέση του “εγώ” βρίσκεται ο άλλος και στη θέση της κτητικότητας βρίσκεται η αυτοθυσία. Πολύ σωστά επισημαίνει ο ανατολίτης Ρουμί: «Η αγάπη είναι ο εξάντας της αλήθειας». Και η Αλήθεια είναι μία, απλά εμείς οι εφήμεροι νομίζουμε ότι έχει πολλές πτυχές. Κατά βάθος όμως η ψυχή μας γνωρίζει ότι είναι «μία».
Επειδή κατά τον Σέλλευ: «Η αγάπη φωτίζει με τη λάμψη του παραμυθιού την καθημερινότητα», θα κλείσουμε αυτό το άρθρο με ένα ακόμη παραμύθι:
[[ Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα νησί και εκεί ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Η Χαρά, η Λύπη, η Γνώση και όλα τα υπόλοιπα χωρίς φυσικά να λείπει η Αγάπη. Μία μέρα σαν όλες τις υπόλοιπες ανακοινώθηκε στα συναισθήματα ότι το νησί θα βούλιαζε και έτσι το ένα μετά το άλλο κατασκεύασαν πλοία και έφυγαν. Όλα, εκτός απ’ την Αγάπη. Η Αγάπη ήταν η μοναδική που έμεινε. Θέλησε να περιμένει, να περιμένει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί είχε σχεδόν βουλιάξει ολόκληρο η αγάπη αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ζητήσει βοήθεια. Εκείνη την ώρα είδε τον Πλούτο να την προσπερνά πάνω σε ένα μεγάλο πλοίο. Έτσι η Αγάπη είπε: «Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου;» Και ο Πλούτος απάντησε: «Όχι δεν μπορώ. Το χρυσάφι και το ασήμι που έχω μαζί μου καταλαμβάνει όλο το πλοίο και δεν υπάρχει καθόλου χώρος για σένα.» Η Αγάπη αποφάσισε να ρωτήσει τη Ματαιοδοξία που έκανε την εμφάνισή της μέσα σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Ματαιοδοξία βοήθα με σε ικετεύω!» «Μα Αγάπη είσαι μούσκεμα! Πώς να σε βάλω στο πλοίο μου, θα το καταστρέψεις!» απάντησε η ματαιοδοξία. Η Λύπη ήταν επίσης εκεί κοντά και έτσι η Αγάπη της είπε: «Λύπη, άσε με να ‘ρθω μαζί σου.» «Ώ αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που έχω ανάγκη να μείνω μόνη μου.» Η Χαρά πέρασε δίπλα απ’ την Αγάπη αλλά ήταν τόσο χαρούμενη που δεν μπόρεσε κάν να ακούσει που της φώναζε. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή! «Έλα Αγάπη, έλα μαζί μου.». Γυρίζοντας η αγάπη είδε έναν γέροντα. Η Αγάπη μέσα στη χαρά και την μεγάλη της τύχη ξέχασε να ρωτήσει το γέροντα που πήγαιναν. Όταν επιτέλους βρήκαν στεριά, η γέροντας άφησε την Αγάπη και συνέχισε το δρόμο του. Η Αγάπη κατάλαβε πόσα χρωστούσε στον καλό γέροντα και έτσι ρώτησε τη Γνώση, με τα κάτασπρα μαλλιά: «Ποιός με βοήθησε;» «Ήταν ο Χρόνος.» απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Μα γιατί με βοήθησε;» Και η Γνώση χαμογέλασε σοφά και αποκρίθηκε: «Γιατί μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει την αξία της Αγάπης.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου