ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Η ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ....[Μέρος Α΄]


                     Γιγαντομαχία
Γράφει ο  Δημήτριος Μάρκου
     Ενώ ο Ησίοδος μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την Τιτανομαχία- ποιοι ήταν οι αντίμαχοι, τις φάσεις του αγώνα και με ποιο τρόπο πολέμησαν- για τη Γιγαντομαχία δεν αναφέρει λέξη. Για τους Γίγαντες αναφέρει μόνο μια εκδοχή του μύθου για τη γέννησή τους. Μας λέει πως όταν ο Κρόνος έκοψε, μετά από προτροπή και με τη βοήθεια της μάνας του Γης, τα αιδοία του πατέρα του Ουρανού, σταλαγματιές από το αίμα του έπεσαν στο σώμα της Γης. Και τότε αυτή, σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, γέννησε τις φοβερές Ερινύες, τους τρομαχτικούς Γίγαντες και τις Μελίες Νύμφες: 
 [[ Ήρθε και έφερε τη νύχτα ο Ουρανός ο μέγας και γύρω απ᾽ τη ΓηΑποτέλεσμα εικόνας για Γιγαντομαχία
απλώθηκε ποθώντας έρωτα και σ᾽ όλα τα μέρη της
τεντώθηκε. Κι ο γιος του απ᾽ την ενέδρα τ᾽ αριστερό του χέρι
άπλωσε και με το δεξιό του άδραξε το πελώριο δρεπάνι,
το μακρύ, το κοφτερό, κι ορμητικά τα αιδοία του πατέρα του
τα θέρισε και πάλι τα ᾽ριξε να πέσουν προς τα πίσω.
Κι εκείνα ανώφελα απ᾽ το χέρι του δεν έφυγαν:
όσες σταγόνες ματωμένες έσταξαν,
όλες τις δέχτηκε η Γη. Κι όταν παρήλθε ο χρόνος
τις Ερινύες γέννησε τις δυνατές και τους μεγάλους Γίγαντες,
που έλαμπαν στα όπλα τους και δόρατα μακρά στα χέρια τους κρατούσαν,
μα και τις Νύμφες που τις λεν Μελίες επάνω στην απέραντη γη. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 176-187)
    Η Γιγαντομαχία, λοιπόν, είναι άγνωστη στον Ησίοδο. Άγνωστη ήταν και στον Όμηρο, γιατί κι αυτός δεν αναφέρει τίποτα. Αναφέρει μονάχα πως οι Γίγαντες ήταν λαός με αυθάδεις κι ασεβείς ανθρώπους:
[[ και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας
γέννησε και η Περίβοια, π’ ασύγκριτη στα κάλλη
ήταν του Ευρυμέδοντα νεοτάτη θυγατέρα,
μεγαλοψύχου βασιλιά των προπετών Γιγάντων·
αλλ’ έχασε τον ασεβή λαόν, κι εχάθη κι εκείνος. ]] (Όμηρος, Οδύσσεια, η΄, 56-60)
     Από τον Πίνδαρο παίρνουμε την πληροφορία πως η μάχη έγινε στην πεδιάδα της Φλέγρας. Στον Νεμεόνικο αναφέρει πως ο Θηβαίος ήρωας Ηρακλής πήρε μέρος στη Γιγαντομαχία, όπου βοήθησε τους θεούς με τα τόξα του:
[[…………………….  Κι όταν
οι θεοί στης Φλέγρας τον κάμπο θα πολεμούν
τους Γίγαντες, τα λαμπρά μαλλιά τους
από τις πυκνές του σαϊτιές θ’ ανακατωθούν
με το χώμα………                    ]]  (Πίνδαρος, “Νεμεόνικος”  Ι, 97- 103)
     Ο Απολλόδωρος αναφέρεται στη Γιγαντομαχία και δίνει αρκετές πληροφορίες:
«Γῆ δὲ περὶ Τιτάνων ἀγανακτοῦσα γεννᾷ Γίγαντας ἐξ Οὐρανοῦ, μεγέθει μὲν σωμάτων ἀνυπερβλήτους, δυνάμει δὲ ἀκαταγωνίστους, οἳ φοβεροὶ μὲν ταῖς ὄψεσι κατεφαίνοντο, καθειμένοι βαθεῖαν κόμην ἐκ κεφαλῆς καὶ γενείων, εἶχον δὲ τὰς βάσεις φολίδας δρακόντων. ἐγένοντο δέ, ὡς μέν τινες λέγουσιν, ἐν Φλέγραις, ὡς δὲ ἄλλοι, ἐν Παλλήνῃ. ἠκόντιζον δὲ εἰς οὐρανὸν πέτρας καὶ δρῦς ἡμμένας. διέφερον δὲ πάντων Πορφυρίων τε καὶ Ἀλκυονεύς, ὃς δὴ καὶ ἀθάνατος ἦν ἐν ᾗπερ ἐγεννήθη γῇ μαχόμενος. οὗτος δὲ καὶ τὰς Ἡλίου βόας ἐξ Ἐρυθείας ἤλασε. τοῖς δὲ θεοῖς λόγιον ἦν ὑπὸ θεῶν μὲν μηδένα τῶν Γιγάντων ἀπολέσθαι δύνασθαι, συμμαχοῦντος δὲ θνητοῦ τινος τελευτήσειν. αἰσθομένη δὲ Γῆ τοῦτο ἐζήτει φάρμακον, ἵνα μηδ᾽ ὑπὸ θνητοῦ δυνηθῶσιν ἀπολέσθαι. Ζεὺς δ᾽ ἀπειπὼν φαίνειν Ἠοῖ τε καὶ Σελήνῃ καὶ Ἡλίῳ τὸ μὲν φάρμακον αὐτὸς ἔτεμε φθάσας, Ἡρακλέα δὲ σύμμαχον δι᾽ Ἀθηνᾶς ἐπεκαλέσατο. κἀκεῖνος πρῶτον μὲν ἐτόξευσεν Ἀλκυονέα· πίπτων δὲ ἐπὶ τῆς γῆς μᾶλλον ἀνεθάλπετο· Ἀθηνᾶς δὲ ὑποθεμένης ἔξω τῆς Παλλήνης εἵλκυσεν αὐτόν.
 κἀκεῖνος μὲν οὕτως ἐτελεύτα, Πορφυρίων δὲ Ἡρακλεῖ κατὰ τὴν μάχην ἐφώρμησε καὶ Ἥρᾳ. Ζεὺς δὲ αὐτῷ πόθον Ἥρας ἐνέβαλεν, ἥτις καὶ καταρρηγνύντος αὐτοῦ τοὺς πέπλους καὶ βιάζεσθαι θέλοντος βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο· καὶ Διὸς κεραυνώσαντος αὐτὸν Ἡρακλῆς τοξεύσας ἀπέκτεινε. τῶν δὲ λοιπῶν Ἀπόλλων μὲν Ἐφιάλτου τὸν ἀριστερὸν ἐτόξευσεν ὀφθαλμόν, Ἡρακλῆς δὲ τὸν δεξιόν· Εὔρυτον δὲ θύρσῳ Διόνυσος ἔκτεινε, Κλυτίον δὲ δᾳσὶν Ἑκάτη, Μίμαντα δὲ Ἥφαιστος βαλὼν μύδροις. Ἀθηνᾶ δὲ Ἐγκελάδῳ φεύγοντι Σικελίαν ἐπέρριψε τὴν νῆσον, Πάλλαντος δὲ τὴν δορὰν ἐκτεμοῦσα ταύτῃ κατὰ τὴν μάχην τὸ ἴδιον ἐπέσκεπε σῶμα. Πολυβώτης δὲ διὰ τῆς θαλάσσης διωχθεὶς ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος ἧκεν εἰς Κῶ· Ποσειδῶν δὲ τῆς νήσου μέρος ἀπορρήξας ἐπέρριψεν αὐτῷ, τὸ λεγόμενον Νίσυρον. Ἑρμῆς δὲ τὴν Ἄιδος κυνῆν ἔχων κατὰ τὴν μάχην Ἱππόλυτον ἀπέκτεινεν, Ἄρτεμις δὲ   Γρατίωνα, μοῖραι δ᾽ Ἄγριον καὶ Θόωνα χαλκέοις ῥοπάλοις μαχόμεναι τοὺς δὲ ἄλλους κεραυνοῖς Ζεὺς βαλὼν διέφθειρε· πάντας δὲ Ἡρακλῆς ἀπολλυμένους ἐτόξευσεν.» (Απολλόδωρος, “Βιβλιοθήκη” Α΄, 6, 1-2)
(Μετ.: […] η Γη, αγανακτισμένη για την τύχη των Τιτάνων [ο Δίας τους είχε ρίξει στον Τάρταρο], γέννησε από τον Ουρανό τους Γίγαντες, τεράστιους και ανίκητους, φοβερούς στην όψη, με πυκνά, πλούσια και μακριά μαλλιά και γένια και με λέπια φιδιού στα πόδια. Μερικοί λένε ότι γεννήθηκαν στις Φλέγρες, άλλοι πάλι στην Παλλήνη. Αυτοί εξακόντιζαν στον ουρανό πέτρες και φλεγόμενες δρυς. Απ’ όλους τους διέφερε ο Πορφυρίωνας και ο Αλκυονέας, που παρέμενε αθάνατος, όσο πολεμούσε στη γη που γεννήθηκε. Αυτός έδιωξε και τις αγελάδες του Ήλιου από την Ερύθεια. Στους θεούς δόθηκε σαφής χρησμός ότι κανένας τους δεν θα μπορούσε να σκοτώσει τους Γίγαντες, και ότι θα μπορούσαν να τους εξοντώσουν αν κάποιος θνητός συμμαχούσε μαζί τους. Όταν το πληροφορήθηκε η Γη, αναζήτησε ένα βοτάνι, για να μη σταθεί δυνατό να εξολοθρευτούν από κανένα θνητό. Αλλά ο Δίας απαγόρευσε στην Ηώ, στη Σελήνη και στον Ήλιο να φέγγουν και πρόλαβε αυτός και έκοψε το βοτάνι• με τη μεσολάβηση μάλιστα της Αθηνάς εξασφάλισε για σύμμαχο τον Ηρακλή. Και εκείνος σημάδεψε με το τόξο του πρώτα τον Αλκυονέα• αλλά πέφτοντας αυτός στη γη, ξανάβρισκε τις δυνάμεις του• με τη συμβουλή όμως της Αθηνάς ο Ηρακλής τον τράβηξε έξω από την Παλλήνη. 2 Και εκείνος λοιπόν με αυτόν τον τρόπο πέθανε. Ο Πορφυρίωνας πάλι, την ώρα της μάχης με τον Ηρακλή, όρμησε και στην Ήρα. Γιατί ο Δίας του ξύπνησε πόθο ερωτικό για τη θεά, η οποία, καθώς αυτός τις ξέσκιζε τα πέπλα θέλοντας να τη βιάσει, έβαλε τις φωνές καλώντας σε βοήθεια• και καθώς ο Δίας τον κατακεραύνωσε, ο Ηρακλής τον σκότωσε με το τόξο του. Όσο για τους υπόλοιπους, ο Απόλλωνας χτύπησε με τα βέλη του το αριστερό μάτι του Εφιάλτη και ο Ηρακλής το δεξιό• τον Εύρυτο τον σκότωσε ο Διόνυσος με τον θύρσο, τον Κλυτίο η Εκάτη με δαυλούς, τον Μίμαντα ο Ήφαιστος που τον χτύπησε με πυρακτωμένο σίδερο. Η Αθηνά με τη σειρά της, καθώς ο Εγκέλαδος το έσκαγε, έριξε επάνω του το νησί της Σικελίας, ύστερα έγδαρε τον Πάλλαντα και με το δέρμα του προστάτευε το σώμα της την ώρα της μάχης. Ο Πολυβώτης, κυνηγημένος μεσοπέλαγα από τον Ποσειδώνα, φθάνει στην Κω• και ο Ποσειδώνας έκοψε ένα κομμάτι του νησιού, που ονομαζόταν Νίσυρος, και το έριξε επάνω του. Ο Ερμής, φορώντας στην μάχη τη δερμάτινη περικεφαλαία του Άδη, σκότωσε τον Ιππόλυτο, η Άρτεμη τον Γρατίωνα, οι Μοίρες πολεμώντας με χάλκινα ρόπαλα, σκότωσαν τον Άγριο και τον Θόωνα, τους υπόλοιπους τους χτύπησε ο Δίας με κεραυνούς και τους εξόντωσε• και σε όλους εξαπέλυε τα βέλη του ο Ηρακλής και τους αποτελείωνε.)
    Η παραπάνω περιγραφή είναι περιληπτική. Στη συνέχεια θα βασιστούμε κυρίως στις πληροφορίες που δίνει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στο έργο του “Ωγυγία”, που έγραψε το 1815, καθώς επίσης και σε άλλες πηγές και θα δώσουμε συνθετικά τις λεπτομέρειες της Γιγαντομαχίας.
     Μετά την νίκη του Δία και των υπόλοιπων Κρονείων κατά των Τιτάνων, όταν ο Δίας τους έριξε στα Τάρταρα, αγανάκτησε η Γη με τον χαμό των παιδιών της. Αν και είχε βοηθήσει τον εγγονό της Δία να νικήσει, δεν άντεχε στην ιδέα οι γιοι και οι κόρες της να βρίσκονται καταπλακωμένοι στα μαύρα Τάρταρα. Για να πάρει εκδίκηση, αλλά και για να τιμωρήσει τους Ολύμπιους θεούς, που έπαψαν να την τιμούν, γέννησε τους Γίγαντες. Τους γέννησε στις Φλέγρες της Θράκης. Αυτοί είχαν ανθρώπινη μορφή, ήσαν πανύψηλοι και τερατώδεις και ασυναγώνιστοι στη δύναμη. Είχαν φοβερές όψεις, μαλλιά σκληρά και μακριά, μεγάλα γένια και τα πόδια τους κατέληγαν, κάτω στους μηρούς, σε ουρές δράκοντα. Απ’ όλα το τρομερότερο ήταν ότι έβγαζαν φωτιά από το στόμα και εξέπεμπαν κραυγές αγριότατες και ποικίλες, άλλοτε σαν ταύροι, άλλοτε σαν λιοντάρια, και άλλοτε διαφορετικά. Έτσι μόνο η όψη και η κραυγή τους προξενούσαν μέγιστο τρόμο σε όσους τους έβλεπαν και τους άκουγαν. Αντίθετα με τους Τιτάνες, που ήταν αθάνατοι, οι Γίγαντες ήσαν θνητοί. Απ’ αυτούς, λένε, πως κρατούσε και το γένος των ανθρώπων.
     Οι Γίγαντες ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Υπολογίζονται γύρω στους εκατό. Οι κυριότεροι ήσαν οι εξής: Κοίος, Οφίων, Κλύτιος, Άγριος, Αστραίος, Πάλλας,Αλκυονέας, Εφιάλτης, Έμφυτος, Εχίων, Καρύδων Ώτος, Αβσαίος, Άνδης, Άλμωψ, Αιγαίων, Ανώνυμος, Βισάλτης, Οπλάδαμος, Ολύμβρος, Όσταστος, Φέσμις, Πυρίπνοος, Θεοδάμας, Θούριος,Αχέρων, μακρόσιρις, μενεφιάραος,Γρατίων, Θόων, Πορφυρίων, Ιππόλυτος, Μίμας, Όμριμος, Πέλωρος, Δαμάστωρ, Ροίτος, παλληνεύς, Ασκός, Πρόνομος, Κελάδων, Άθως, Εύρυτος, Εγκέλαδος, Αλκυονεύς. Μερικά απ’ αυτά τα ονόματα συγχέονται με αυτά των Τιτάνων. Απ’ αυτούς ο Πορφυρίων ήταν ο πιο αντριωμένος και ο αγριότερος όλων. Ο Αλκυονέας ήταν ο πρώτος και υπήρξε αθάνατος όσο βρισκόταν πάνω στη γη του. Όλοι τους ήσαν άτρωτοι από τους θεούς και μόνον οι άνθρωποι μπορούσαν να τους σκοτώσουν. Στην αρχή συχνά τους επισκέπτονταν οι θεοί και έπαιρναν μέρος στα συμπόσιά τους. Αυτό γινόταν στις γιορτές όταν οι Γίγαντες πρόσφεραν εκατόμβες. Ακόμα και στο δρόμο, όταν τους συναντούσαν οι θεοί, πήγαιναν μαζί τους. Η δύναμη των Γιγάντων ήταν αφάνταστη. Μπορούσαν να ξεκολλούν με ευκολία βράχους ολόκληρους και να τους εκσφενδονίζουν μακριά.
      Υπάρχει η παραλλαγή του μύθου που λέει πως η Γη γέννησε στου Γίγαντες σμίγοντας με το Τάρταρο. Πάντως επικρατέστερη είναι η παράδοση που αναφέρει πως οι Γίγαντες γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού, που έσταξε πάνω στο σώμα της Γης, σαν του έκοψε τα αιδοία ο γιος του ο Κρόνος με χαλύβδινο δρεπάνι, όπως αναφέραμε παραπάνω, σύμφωνα με τη “Θεογονία” του Ησίοδου. Πάντως, όλες οι παραλλαγές αναφέρουν σαν μάνα τους τη Γη. Αυτοί, λοιπόν, προετοίμασαν πόλεμο κατά του Δία, με την παρακίνηση της Γης, για να εκδικηθεί τον χαμό των Τιτάνων, ή με δική τους πρωτοβουλία για να κυριαρχήσουν στον κόσμο, ξέροντας την μεγάλη δύναμή τους.  Έβαλαν όρη, το ένα πάνω στ’ άλλο, για ν’ ανέβουν στον ουρανό. Το πεδίο του πολέμου ήταν η πεδιάδα των Φλεγρών, που μετονομάστηκε αργότερα Παλλήνη, από την Παλλήνη την κόρη του Τυφώνα. Οι Φλέγρες βρίσκονταν στην χερσόνησο της Κασσάνδρας. Κάποιοι αναφέρουν ότι ο πόλεμος συνέβη στην Καμπανία της Ιταλίας, κοντά στην πόλη Κύμη, επειδή και εκεί ονομαζόταν η τοποθεσία πεδίο Φλέγραιο. Όμως, εκεί πραγματοποίησε ο Ηρακλής άλλον πόλεμο αργότερα με τους υπόλοιπους Γίγαντες. Ονομάστηκε ο τόπος της μάχης Φλέγραιος και στην Κασσάνδρα και στην Ιταλία, επειδή ο Δίας έριξε πολλούς κεραυνούς και κάηκε ο τόπος από την πολλή φωτιά. Γι’ αυτό ανάβλυσαν θερμά νερά.
     Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος έγινε στην Ταρτησό της Ισπανίας και κάποιοι άλλοι στη Συρία. Όμως αυτοί ήσαν άλλοι πόλεμοι., που έγιναν αργότερα. Σίγουρα πραγματοποιήθηκαν πολλές μάχες αυτού του πολέμου σε πολλά μέρη όταν υποχώρησαν οι Γίγαντες.
     ‘Όταν οι άγριοι Γίγαντες ετοιμάστηκαν σε όλα, άρχισαν έναν άγριο πόλεμο, που ονομάστηκε Γιγαντομαχία. Χωρίς να το περιμένουν οι θεοί, μιας και είχαν καλές σχέσεις πρώτα με τους γιους της γιαγιάς τους Γης, δέχτηκαν ξαφνική επίθεση με βροχή από βράχους κι αναμμένους δαυλούς. Έκραζαν κι αλάλαζαν άγρια οι Γίγαντες και έριχναν σαν ακόντια ολόκληρα δένδρα πυρακτωμένα προς τον ουρανό. Και βράχους τόσο μεγάλους, ώστε όσοι έπεσαν στη θάλασσα έγιναν νησιά, και όσοι έπεσαν στη γη έγιναν ψηλά όρη. Έτσι σχηματίστηκαν τα μεγάλα όρη και τα νησιά της θάλασσας. Στη συνέχεια άρπαζαν αυτά τα όρη και τα έριχναν εναντίον των θεών. Όλα πάνω στη γη αναστατώθηκαν, νησιά βούλιαζαν, στεριές γκρεμίζονταν στη θάλασσα, ποτάμια χάνονταν σε χάσματα ή άλλαζαν πορεία, κάνοντας κατάξερα τα μέρη όπου περνούσαν άλλοτε. Το Αιγαίο έγινε μια απέραντη κόλαση φωτιάς, η Θεσσαλία τρανταζόταν συνθέμελα, κι όλα τα βουνά έτρεμαν σαν φύλλα από δέντρα. Τραντάζονταν η Οίτη, η Όθρυς, το Πήλιο, η Πίνδος, η Όσα, ο Όλυμπος, το Παγγαίο, ο Άθως, η Ροδόπη.
    Όπως στην Τιτανομαχία, πάλι οι θεοί ζώστηκαν τα όπλα τους.  Αρχηγός στο θεϊκό στρατόπεδο ήταν ο Δίας, οπλισμένος όχι μόνο με την αστραπή, τη βροντή και τον κεραυνό, όπως στην Τιτανομαχία, αλλά και με την αιγίδα, το δέρμα κατσίκας που είχε πάνω το κεφάλι της Γοργόνας. Η τρομερή μορφή της έσπερνε τον πανικό ή απολίθωνε όποιον την αντίκριζε.
     Στο πλάι του, πρώτη και καλύτερη σύμμαχος η κόρη του η Αθηνά, η θεά των μαχών, που μόλις είχε γεννηθεί πάνοπλη από το κεφάλι του. Πάνω στο άρμα της, πάντα στο δεξιό του πατέρα της, φορώντας την πανοπλία της και με το γοργόνειο στο στήθος πολέμησε καλύτερα και από άντρας. Γι’ αυτό ο Δίας ονομάστηκε “γιγαντοφόνης” και “γιγαντολέτωρ” και η Αθηνά προσονομάστηκε “γιγαντολέτειρα”, δηλαδή αυτοί που σκότωσαν τους Γίγαντες.
    Παραστάτες του Δία ήταν η φοβερή η Στύγα και η κόρη της η Νίκη. Πρωτοπαλίκαρά του ήταν ο Ποσειδώνας με την τρίαινα, ο Απόλλωνας με το τόξο και τα βέλη του και ο Ήφαιστος με τον άκμονα, τις πυράγρες και τους μύδρους του. Σε κάποια στιγμή, που είδε ο κουτσοπόδαρος θεός κουρασμένο τον Ήλιο, τον πήρε πάνω στο δικό του άρμα. Μαζί κι ο Άρης με όλα του τα όπλα, ο Ερμής με το κηρύκειο. Μα και οι θεές δεν έκαναν πίσω. Πρόσφεραν με κάθε τρόπο τη βοήθειά τους. Η Ήρα, η Αφροδίτη, η Άρτεμη, η Εκάτη και οι Μοίρες πολέμησαν ισάξια με τους άντρες. Μόνο η Δήμητρα δε συμμετείχε στον αγώνα αυτόν γιατί είχε ιδιαίτερη συγγένεια με τη Γη, που προστάτευε τους καρπούς της, οι οποίοι φύτρωναν στο ιερό της χώμα.

     Ο πόλεμος κρατούσε πολύ καιρό μα με κανέναν τρόπο οι Ολύμπιοι δεν μπορούσαν να νικήσουν. Οι Γίγαντες ήταν αλύγιστοι. Τότε η Αθηνά έμαθε τον πανάρχαιο χρησμό που έλεγε πως οι Γίγαντες θα χαθούν μόνο αν κάποιοι θνητοί πολεμήσουν στο πλάι των αθανάτων. Μόλις το άκουσε ο Δίας έστειλε την Αθηνά να φωνάξει δυο θνητούς γιους του, τον Ηρακλή, που είχε αποκτήσει με την Αλκμήνη, και τον Διόνυσο, που τον γέννησε με την Σεμέλη. Σαν το ‘μαθε η Γη- από τους κατασκόπους της- αμέσως άρχισε να ψάχνει ένα μαγικό βοτάνι που θα έκανε άτρωτους τους Γίγαντες από τα βέλη των θνητών. Τούτο το θαυματουργό βοτάνι φύτρωνε μόνο σε ένα μέρος της γης, κι ετοιμάστηκε το πρωί να ψάξει να το βρει. Ο Δίας για να την καθυστερήσει απαγόρευσε στον Ήλιο, την Σελήνη και την Αυγή να ανατείλουν. Έτσι, επικράτησε για πολλές μέρες σκοτάδι μέχρι που ο Δίας βρήκε πρώτος το μαγικό βοτάνι και το κατέστρεψε. Έτσι κη νίκη έγειρε προς το μέρος των θεών.
    Κατέφθασε στο πλευρό των θεών, πρόθυμος να αγωνιστεί μαζί τους, ο Ηρακλής που υπήρξε ο πολυτιμότερος σύμμαχος της Αθηνάς σ’ αυτόν τον αγώνα και με τα βέλη του σκότωσε πάρα πολλούς Γίγαντες. Μάλιστα, επειδή ήταν γιος του Δία, μπορούσε, όταν κουραζόταν από την πολύωρη μάχη, ν’ ανεβαίνει στο άρμα του θεϊκού πατέρα του. Ο Διόνυσος ήρθε με την συνοδεία του, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες, μαζί κι ο Σιληνός, καβάλα πάνω σε γαϊδούρια, που με τους κρότους και τα γκαρίσματά τους πολλές φορές τρόμαζαν τους Γίγαντες. Το όπλο του Διόνυσου ήταν ο θύρσος. Οι δυο γιοι του Δία για τη γενναιότητα και το θάρρος που έδειξαν στη Γιγαντομαχία ανταμείφθηκαν μετά και έγιναν αθάνατοι.
   Οι μάχες διεξήχθηκαν στην πεδιάδα της Παλλήνης, όπου έγινε η πολυθρύλητη Γιγαντομαχία. Οι αρχαίοι μυθογράφοι μέσα από τα έργα τους μας δίνουν σημαντικές σκηνές αυτού του άγριου πολέμου. Πρώτα ο Ηρακλής τόξευσε τον Αλκυονέα, που ήταν ο μεγαλύτερος και ο πιο αντρειωμένος από τους Γίγαντες και σύμφωνα με την μυθική παράδοση ο αρχηγός τους. Η Γη του είχε τάξει να του δώσει ταίρι του την Άρτεμη. Το βέλος του Ηρακλή πέτυχε τον Γίγαντα και τον έριξε στη γη. Εκείνος έπεσε με βρόντο, αλλά πάλι εγέρθηκε. Κι ενώ ο Θηβαίος ήρωας πανηγύριζε για τη νίκη του, τον είδε ορθό και πάλι αντιμέτωπό του. Ο Ηρακλής τον τόξευσε πάλι. Κι όσες φορές τον χτύπησε θανάσιμα με τα βέλη του, τόσες φορές ο Γίγαντας σηκώθηκε. Αγνοώντας την αιτία ο Ηρακλής τον τόξευε αδιάκοπα. Κάποια στιγμή ο Γίγαντας ετοιμάστηκε να εκτοξεύσει στον Ηρακλή έναν τεράστιο βράχο που βρισκόταν δίπλα του. Ευτυχώς η Αθηνά κατάφερε να τον εμποδίσει. Τότε η Αθηνά τον συμβούλεψε να τον παρασύρει μακριά από τον τόπο του, που γεννήθηκε, γιατί όσο πατούσε σ’ αυτόν ήταν άτρωτος. Τότε ο ήρωας φορτώθηκε στις στιβαρές πλάτες του το Γίγαντα, τον μετέφερε έξω από το πεδίο της Φλέγρας όπου είχε γεννηθεί και τον εξόντωσε τελειωτικά με τα βέλη του. Οι επτά κόρες του, οι Αλκυονίδες- που ήσαν οι: Φθονία, Άνθη, Μεθώνη, Αλκίππη, Παλλήνη, Δριμώ και Αστερία- απελπισμένες από το θάνατο του πατέρα τους, ρίχτηκαν στη θάλασσα. Τις λυπήθηκε η Αμφιτρίτη και τις μεταμόρφωσε σε πουλιά, τις γνωστές μας αλκυόνες.
   Τον ίδιο ρόλο μηχανεύτηκε να παίξει και η Αφροδίτη. Σε μια δύσκολη στιγμή για τον Ηρακλή, όπου δεκαπέντε Γίγαντες τον είχαν περικυκλώσει με άγρια μανία, αυτή μετέφερε με τη θεϊκή δύναμή της τον ήρωα σ' ένα σπήλαιο. Μετά, έδειξε το καταπληκτικό της σώμα στους Γίγαντες, που μονομιάς κυριεύτηκαν από ερωτικό πόθο και άρχισαν να τρέχουν πίσω από τη θεά. Η Αφροδίτη τους οδήγησε έτσι στη σπηλιά όπου βρισκόταν ο Ηρακλής. Επειδή οι Γίγαντες δε χωρούσαν να περάσουν όλοι μαζί την είσοδο της σπηλιάς, έμπαιναν μέσα ένας- ένας. Ο Ηρακλής με μεγάλη ευκολία κατάφερε να εξοντώσει και τους δεκαπέντε.
   Η Αθηνά δεν κατέφυγε σε παρόμοια γυναικεία κόλπα. Χρησιμοποιώντας την ασπίδα και το δόρυ της πολέμησε πιότερο κι από αντρίκεια. Στην αρχή πάλευε πολλές ώρες με τον Πάλλαντα. Ο Γίγαντας ήταν τρομερά δυνατός, όμως η Αθηνά χρησιμοποιώντας πολεμικά κόλπα και έξυπνη στρατηγική κατάφερε να τον εξοντώσει. Στη συνέχεια τον έγδαρε και από το δέρμα του κατασκεύασε τη δική της αιγίδα, που την έκανε ατρόμητη. Από τότε πήρα και την προσωνυμία Παλλάδα.
    Ο Εγκέλαδος, όταν είδε το φριχτό τέλος του Πάλλαντα, το έβαλε στα πόδια. Αυτός ονειρευόταν να εξουσιάσει τη θάλασσα, στη θέση του κοσμοσείστη Ποσειδώνα, και να πάρει γυναίκα του την Αθηνά.  Η Αθηνά, όμως, η τρομερή μαχήτρια, αντιλήφθηκε την φυγή του Γίγαντα, και τον καταδίωξε. Επειδή δυσκολευόταν να τον φτάσει, άρπαξε τη Σικελία και την πέταξε κατά πάνω του. Το νησί βρήκε το στόχο του και καταπλάκωσε το Γίγαντα. Έτσι εξηγούνταν από τους αρχαίους οι εκρήξεις της Αίτνας, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα τινάγματα του Εγκέλαδου που ψυχομαχούσε.
   Τον Ευρυμέδοντα, που σύμφωνα με μια άλλη παράδοση ήταν αυτός ο αρχηγός των Γιγάντων, τον σκότωσε ο ίδιος ο Δίας. Και να πώς έγινε η τρομερή πάλη μεταξύ τους: Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να σκοτώσει ο ίδιος τον Δία έτσι ώστε σε περίπτωση νίκης των Γιγάντων, να γίνει αυτός ο κυρίαρχος του κόσμου. Έψαχνε λοιπόν μέσα στην αναταραχή τον αρχηγό των Ολυμπίων. Σε κάποια στιγμή διέκρινε τον βασιλιά των θεών και όρμησε με λύσσα εναντίον του. Η Γη προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει το γιο της. Έτσι έκανε να φυτρώσουν από το σώμα του χιλιάδες δηλητηριώδη φίδια. Ο Ευρυμέδοντας άρχισε μ' όλη του τη δύναμη να χτυπά τον Δία, που όμως προστατευόταν από τη θεϊκή αιγίδα του. Σε κάποια στιγμή ο Δίας κατάφερε να βάλει το πρόσωπο της Γοργόνας μπροστά στα μάτια του Γίγαντα. Τότε αυτός κυριεύτηκε από τρόμο. Ο Δίας έριξε πάνω του τον κεραυνό και σε λίγο το κορμί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
   Παρόμοια τύχη με τον Εγκέλαδο είχε και ο Πολυβώτης. Αυτόν ανέλαβε να τον αντιμετωπίσει ο Ποσειδώνας. Η μάχη γίνηκε μέσα στη θάλασσα και ήταν τρομερή. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν και κόντευαν να φτάσουν τα παλάτια του Ουρανού, ψηλά στον Αιθέρα. Ο Ποσειδώνας όμως είχε το προνόμιο ότι βρισκόταν στο δικό του χώρο, μέσα στο υγρό του βασίλειο. Με το όπλο που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες, την τρομερή τρίαινα, κατάφερε να τρυπήσει πολλές φορές το κορμί του Γίγαντα. Το αίμα του κυλούσε ασταμάτητα και κοκκίνισε ολόκληρη τη θάλασσα. Mη μπορώντας να τα βγάλει πέρα τράπηκε σε φυγή. Ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας όμως άρπαξε ένα κομμάτι από την Κω, το πέταξε με μεγάλη δύναμη στον Πολυβώτη και τον πλάκωσε. Το κομμάτι της Κω που καταπλάκωσε το Γίγαντα είναι το γνωστό νησί Νίσυρος, που ‘χει αποκάτω του θαμμένο τον Πολυβώτη.
     Και ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία από τη Λητώ, αντιτάχτηκε στους φοβερούς Γίγαντες.  Πιο γνωστή είναι η μάχη που έδωσε με το Γίγαντα Εφιάλτη. Τα μαγικά του Φοίβου βέλη έπεφταν σαν βροχή πάνω στο τρομερό τέρας. Μα ο Εφιάλτης  τίποτα δεν καταλάβαινε. Ο Ηρακλής όμως που είχε μάθει από την Αθηνά όλα τα μυστικά για την εξόντωση των εχθρών, έτρεξε για να βοηθήσει. Ο Εφιάλτης ήταν ένας από τους Γίγαντες για τους οποίους υπήρχε χρησμός ότι θα εξοντωνόταν μόνο αν τους χτυπούσε παράλληλα ένας θνητός και ένας αθάνατος. Έτσι όταν ο Απόλλωνας τόξευσε το αριστερό μάτι του Γίγαντα, ο Ηρακλής σημάδεψε το δεξί. Τότε ο Εφιάλτης, τυφλωμένος και με το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι πάνω στα γένια του και το τεράστιο σώμα του, ξεψύχησε. Η Γη για να εκδικηθεί τον Ηρακλή άρχισε από τότε να στέλνει τη μορφή του Εφιάλτη στα όνειρα των θνητών.
    Σαν είδε το τόξευμα στους οφθαλμούς του Εφιάλτη, ο Άθως άρπαξε το ψηλότερο όρος της Θράκης και το εκσφενδόνισε κατά των θεών, που έπεσε στη Μακεδονία κι εκεί στάθηκε. Ονομάστηκε το όρος Άθως, από το όνομα του Άθωνα.
    Ο Διόνυσος μαζί με τους Σάτυρους έτρεψαν σε φυγή τον Εύρυτο. Ο γιος της Σεμέλης  τον καταδίωξε και μ’ ένα χτύπημα του θύρσου του κατάφερε να σκοτώσει τον Γίγαντα. Αλλά η μανία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε παρακάλεσε τον πατέρα του να τον μεταμορφώσει σε λιοντάρι. Ο Δίας έκανε το χατίρι  του γιού του και έτσι σε λίγο ο Διόνυσος, μεταμορφωμένος  σε  λιοντάρι, κατασπάραξε το νεκρό Εύρυτο.
     Ο Πέλωρας, σαν είδε το αποκρουστικό τέλος του αδερφού του, βάλθηκε να εκδικηθεί το φονιά. Άρπαξε, λοιπόν, με μεγάλη ορμή το όρος Πήλιο και το εκτόξευσε ενάντια στον Διόνυσο. Ευτυχώς που ο Άρης παρακολουθούσε τη σκηνή και έπιασε το βουνό στον αέρα. Έτσι γλίτωσε τον αδελφό του Διόνυσο από βέβαιο χαμό. Μετά ο Άρης έμπηξε το σπαθί του στο στήθος του Πέλωρα και τον ξάπλωσε νεκρό. Υπάρχει και η παραλλαγή του μύθου που λέει πως ο Ποσειδώνας σκότωσε τον Γίγαντα. Ο Ποσειδώνας, σαν γλίτωσε τον θάνατο ο Διόνυσος, κυνήγησε τον Πέλωρα και όταν τον είδε να πηδά μέσα στα νερά του Σπερχειού ποταμού για να σωθεί, τον χτύπησε με την τρίαινά του και τον σκότωσε.
    Ο κουτσοπόδαρος  Ήφαιστος στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας έβαλε το μυαλό του και επινόησε τους μύδρους. Χρησιμοποίησε δηλαδή σαν όπλα του τα διάφορα υλικά που είχε μέσα στο εργαστήρι του. Έπιωνε πάνω στη φωτιά διάφορα μέταλλα, όπως ατσάλι, σίδερο, χαλκό και πυρακτωμένα τα εκτόξευε στους Γίγαντες. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εξοντώσει έναν πολύ επικίνδυνο Γίγαντα, τον Μίμαντα. Τη στιγμή που αυτός χτυπιόταν με τον Δία και την Αθηνά και τους είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ο Ήφαιστος του έριξε βλήματα πυρακτωμένου σιδήρου. Τότε ο Γίγαντας ένιωσε το κορμί του να ζεματάει, άρχισε να ουρλιάζει, έπεσε κάτω και κυλιόταν απελπισμένα στο έδαφος. Ο Δίας τότε βρήκε την ευκαιρία και τον πλάκωσε μ’ ένα βουνό. Από τότε είναι θαμμένος κάτω από το όρος Μίμαντας που βρίσκεται στις Ερυθρές απέναντι από τη Χίο.
  Ο φτερωπόδης Ερμής και σ’ αυτόν τον πόλεμο χρησιμοποίησε την πονηριά του. Κατέβηκε στον Αδη και ζήτησε από το θείο του, τον Πλούτωνα, την κυνέα, που τον έκανε αόρατο. Πέταξε αμέσως πάλι στο χώρο της μάχης και φορώντας το μαγικό σκούφο πλησίασε τον Ιππόλυτο. Ο Γίγαντας άρχισε ξαφνικά να βλέπει τεράστιους βράχους να σηκώνονται μόνοι τους από τη γη και να πέφτουν επάνω του. Σε λίγο άρχισε να νιώθει τσιμπήματα, να τον χτυπούν με κλοτσιές και γροθιές σ’ όλο του το κορμί, μα δεν έβλεπε κανέναν να βρίσκεται γύρω του. Τότε νόμισε πως έχασε τα λογικά του από την οχλαγοή και τους κρότους και τράπηκε μόνος του σε φυγή. Ο Ερμής τον κυνήγησε και κατάφερε με μεγάλη ευκολία, χρησιμοποιώντας το κηρύκειο, να τον αποτελειώσει.Αποτέλεσμα εικόνας για γιγαντομαχία

    Όμως, και οι θεές, που πήραν μέρος στη Γιγαντομαχία,  κατάφεραν να δώσουν σημαντική  βοήθεια στους βασικούς πρωταγωνιστές. Έτσι, η Εκάτη κατάφερε ρίχνοντας αμέτρητους αναμμένους δαυλούς να εξοντώσει τον Κλυτία. Αυτός , βάζοντας σαν ασπίδα τα πελώρια χέρια του, δεν προλάβαινε να αποφύγει τον έναν και αμέσως έφτανε ο άλλος δαυλός. Σε κάποια στιγμή που άφησε ελεύθερα τα χέρια του για να ξεκουραστούν. Τότε, η Εκάτη του πέταξε μια βροχή αναμμένους δαυλούς και ο  Γίγαντας τυλίχτηκε στις φλόγες χωρίς να προλάβει ν' αντιδράσει. Έτσι βρήκε φριχτό θάνατο.
     Επίσης, η Άρτεμη, η θεά του κυνηγιού, ρίχνοντας τα με το τόξο τις σαΐτες της , σκότωσε τον Γρατίωνα. Τέλος, οι Μοίρες, οι κόρες του Δία, στάθηκαν στο πλευρό του εξοπλισμένες με τα χάλκινα ρόπαλά τους.Αυτές σκότωσαν τον Άγριο και τον Θέοντα.
     Ο φοβερός Αδαμάστορας βλέποντας τον έναν πίσω από τον άλλο τους αδερφούς του να εξουδετερώνονται από τους Ολύμπιους, σε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής από τη μοίρα άρπαξε ολόκληρη την οροσειρά της Ροδόπης και την έριξε καταπάνω τους.  Εκείνη την ώρα περνούσε ο Ήλιος με το άρμα του.  Την τελευταία στιγμή κατάφερε ν' αλλάξει την πορεία των βουνών και έσωσε τους θεούς. Τότε αυτοί είδαν πως δεν ήταν εύκολο να τα βγάλουν πέρα με τον αδάμαστο Αδαμάστορα. Σκέφτηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους κι έτσι όρμησαν μαζί  πάνω του ο Δίας, ο Άρης, ο Ερμής, ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος κι αντάμα με τον Ηρακλή και τον Διόνυσο, μετά από πολλές ώρες πάλης κατάφεραν να τον εξοντώσουν.
         Μετά απ’ αυτά κρίθηκε η μάχη και οι Γίγαντες τράπηκαν σε ολοκληρωτική φυγή σπάζοντας το μέτωπό τους. Οι θεοί τους καταδίωξαν στην άτακτη φυγή τους κατά πόδας. Κάποιους σκότωσαν, κάποιοι, όμως, γλίτωσαν. Μερικοί λένε πως ο γάιδαρος του Σιληνού καθώς είδε παραταγμένους τους Γίγαντες άρχισε να γκαρίζει τόσο δυνατά, ώστε αυτοί πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Σκόρπισαν άτακτα σε διάφορους τόπους, οπότε μετά από χρόνια, όπου τους έβρισκαν οι θεοί και οι σύμμαχοι θνητοί  τους εξολόθρευσαν. Όταν ερχόταν ο Ηρακλής στην Ερύθυια για τα βόδια του Γηρυόνη, βρήκε στην Ιταλία πολλούς Γίγαντες συγκεντρωμένους κοντά στον Βεζούβιο και στην Κύμη, στην περιοχή της Νεάπολης, που προηγούμενα λεγόταν Καμπανία, για να τον εμποδίσουν να περάσει. Εκεί έγινε πολύ δυνατή μάχη. Τελείωσαν, όμως, τα βέλη του Ηρακλή και βρέθηκε σε κίνδυνο. Γι’ αυτό παρακάλεσε τα Δία σε βοήθεια, που τους κατακεραύνωσε όλους , και γι’ αυτό το πεδίο της Κύμης ονομάστηκε πεδίο Φλέγραιο.
     Κάποιοι λένε πως εφόρμησαν στην Ήρα ο Ανώνυμος και ο Πυρίπνοος. Τους πρόφτασε, όμως, ο Ηρακλής και τους σκότωσε. Από τότε επονομάστηκε Ηρακλής, από το «απαλαλκείν» και της Ήρας, επειδή προηγούμενα ονομαζόταν Νείλος. Επιπλέον ο Ηρακλής συνεπλάκη και με τον Θούριο. Ο τάφος του Μακροσόριδα βρέθηκε στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, έχοντας μήκος εκατό πήχεις. Τον Εχίονα η Αθηνά τον μεταμόρφωσε σε βράχο με την κεφαλή της Μέδουσας. Το ίδιο έπαθαν ο Δαμάστορας και ο Παλληνέας.  Κάποιοι λένε πως ο Τιτάνας δεν πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των θεών και πέθανε στην Αττική. Ένεκα αυτού ονομάστηκε Τιτανίδα η Αττική. Και ίσως να ήταν ο Μακρόσιρης αυτός.
     Επιστρέφοντας ο Ηρακλής με τα βόδια του Γηρυόνη, βρήκε στον Ισθμό της Κορίνθου τον δεύτερο Αλκυονέα, που φύλαγε το στενό και σκότωνε τους διαβάτες. Αυτός έριξε μεγάλο βράχο κατά του Ηρακλή  και του συνέτριψε δώδεκα άμαξες, σκοτώνοντας εικοσιτέσσερις ανθρώπους και μερικά βόδια. Έπειτα πήρε δεύτερο βράχο και τον εκσφενδόνισε προς τον Ηρακλή, αλλά πρόλαβε ο γιος της Αλκμήνης και τον απόκρουσε με το ρόπαλο. Μετά σκότωσε τον Αλκυονέα. Αυτό το βράχο τον είχε μεταφέρει ο Αλκυονέας από την Ερυθρά θάλασσα και τον μεταχειριζόταν σαν όπλο και ρόπαλο. Σωζόταν για πολύ καιρό στον Ισθμό για να υπενθυμίζει το συμβάν. 
    Ο Ασκός κατέφυγε στη Συρία. Όταν περνούσε από ‘κει ο Διόνυσος, συναπαντήθηκαν και πάλεψαν. Νίκησε ο Ασκός και έδεσε τον Διόνυσο στον ποταμό Βαδίνη της Δαμασκού. Τον ελευθέρωσε ο Ερμής, που συνέλαβε στον Ασκό, το έγδαρε και χρησιμοποίησε σαν αγγείο το δέρμα του για να να μεταφέρει κρασί στις οδοιπορίες του. Από τότε είναι γνωστοί σαν ασκοί τα δέρματα, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά υγρών, παίρνοντας το όνομα από τον Ασκό.  Η πόλη που έγινε αυτό ονομάστηκε Δερμασκός, απ’ όπου άλλαξε αργότερα σε Δαμασκό.
     Ο Δίας καταδίωκε τον Συκέα, αλλά η μητέρα του η Γη τον έκρυψε και πάνω του βλάστησε το ομώνυμο δέντρο. Απ’ αυτόν ονομάστηκε Συκέα και η πόλη της Κιλικίας. Άλλοι Γίγαντες πέρασαν στις Πιθηκούσες νήσους κι εκεί έμειναν. Αρχηγός τους ήταν ο Μίμας, που γέννησε τον Ιππότη. Από την θυγατέραα του Σεγέστη ο Δίας απόκτησε τον Αίολο. Κι άλλοι Γίγαντες πέρασαν στο νησί των Φαιάκων με αρχηγό τον Ευρυμέδοντα. Από την θυγατέρα του Περίβοια ο Ποσειδώνας απόκτησε τον ναυσίθοο, και ο Ναυσίθοος τον Αλκίνοο. Επίσης κάποιοι κατέφυγαν στον Βόσπορο, τους οποίους ο Δίας κεραύνωσε και τους έριξε στον Τάρταρο. Πολλούς δε σκότωσε και ο Ηρακλής. Όταν πια τους εξόντωσαν όλους, οι θεοί κάθισαν να ξαποστάσουν χαρούμενοι για τη νίκη τους. Αμέσως μετά άρχισαν να τακτοποιούν τα θεϊκά τους παλάτια που σχεδόν είχαν καταστραφεί ύστερα από τέτοια κοσμοχαλασιά.
     Μετά από χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι συνέχιζαν να βρίσκουν μέσα στη γη κόκαλα από σκοτωμένους Γίγαντες. Έδειχναν βράχους που είχαν εκσφενδονίσει αυτοί ή οι θεοί, όπως ένα βράχο στη Λυκαονία, που έλεγαν πως τον είχε ρίξει ο Δίας. Νησιά σαν τη Νίσυρο, τη Λήμνο και την Πορφυριώνη στην Προποντίδα. Βουνά σαν τον Μίμαντα και ηφαίστεια σαν το Βεζούβιο και την Αίτνα που κρατούσαν στα σπλάχνα τους τους Γίγαντες. Άλλοι ιστορούν πως επίτηδες η Γη με στοργή είχε θάψει τους γιους της βαθιά κάτω από τα βουνά ή πως είχε μεταμορφώσει τους ίδιους σε βουνά.
   Από το αίμα των φονευθέντων Γιγάντων, λένε, γεννήθηκαν άνθρωποι, που ήσαν χειρότεροι εκείνων. Γι’ αυτό ο Δίας αναγκάστηκε να τους ξεκάνει με τον κατακλυσμό- γνωστό σαν κατακλυσμό του Δευκαλίωνα- για να ξεκαθαρίσει τη γη από την κακία, την ανηθικότητα και την ασέβεια.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...http://vagiablog.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: