Τα εξεταζόμενα στοιχεία του Θεσσαλού ήρωα Αχιλλέα δεν αφορούν μόνον στην εντός Θεσσαλίας ζωή και παράδοση, σε μια αγροτική περιοχή, αλλά πρωτίστως στα μεγάλα πολιτικά κέντρα (Ρώμη, Νέα Ρώμη, Θεσσαλονίκη, κοκ ή και νεώτερα κρατικά μορφώματα, όπως το κράτος της Ηπείρου (1204 κ.ε.), των Νέων Πατρών (β΄μισό 13 ου αι.). Με το πνευματικό περιβάλλον που αναπτύσσεται στις τάξεις τους αξιοποιείται η παράδοση του Αχιλλέα, ή εφαρμόζεται πολιτική
κέντρων εξουσίας, εξαρτώντας συγγραφείς ή πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι μεταφέρουν περιγραφές σχετικές με το ηγεμονικό και εκπαιδευτικό πρότυπο του Αχιλλέα. Σε κάθε περίπτωση όλα τα παραπάνω εκφράζονται με τρόπο που επιστρέφει στη Θεσσαλία. Όλοι γνωρίζουν τον τόπο καταγωγής του ήρωα. Η μνήμη του αρχαίου κλέους της κουροτρόφου και ιπποτρόφου Θεσσα- λίας διαμορφώνει την παρουσία του εκπαιδευμένου και πολεμιστή Αχιλλέα με δύο τρόπους: 1. Είναι η μορφή που είχε μία ιδιαίτερη θέση στη ζωή και ιστορία της Θεσσαλίας, υστερορωμαϊκής
και μεσαιωνικής,. Υπάρχει ένας λογοτεχνικά επεξεργασμένος ήρωας, ο ομηρικός Αχιλλέας, γό-
νος της θεσσαλικής γης, αλλά πεθαίνει μακριά από αυτή, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, την
Τροία, στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος, όπως και η νήσος Λευκή στον Εύξεινο, όπου μεταβαίνει η
ψυχή του, οπότε ενδιαφέρει την Ιστορία, τη θρησκεία. Κατ’επίδραση των αρχαίων κειμένων των
οποίων οι συγγραφείς αρχαιότεροι και βυζαντινοί γνωρίζουν τη Θεσσαλία του Αχιλλέα, ο ήρωας
είναι πρότυπο ηρωϊσμού για νέους ηγέτες.
2. Υπάρχει ο Αχιλλέας ως παγανιστική θεότητα που
ανταποκρίνεται σε ένα μέρος του φυσικού κόσμου (numen), τις προσχώσεις των ποταμών κατά
τόπους και που σταδιακά θα εκφυλιστεί και απλώς θα αποτυπωθεί στον χάρτη ως τοπωνύμιο,
οπότε ενδιαφέρει την ιστορική γεωγραφία. Ως συνέχεια της αρχαίας φυσικής λατρείας του θεού
Αχιλλέα στις προσχώσεις των ποταμών, η οποία εξελίσσεται και επηρεάζει το λαϊκό κομμάτι από
την αγιολογική παράδοση του αγίου Αχιλλίου (εκβολές Πηνειού, Πρέσπα), απλώς λόγω συνωνυ-
μίας. Το νέο ιερό όνομα του αγίου επικάθεται στο παλαιότερο άσχετο (ως παγανιστικό, λαϊκό) με
τη χριστιανική λατρεία υπόστρωμα.
Α. Ο ήρωας Αχιλλέας έως τον ύστερο ελληνορωμαϊκό κόσμο
Ο χώρος που ορίζεται ως Θεσσαλία επί αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας αναφέρεται σε μία ακ-
μαία επαρχία με κέντρο τη Λάρισα, έδρα του Κοινού των Θεσσαλών (196 π.Χ. κ.ε.), υπό την δι-
οίκηση της επαρχίας Αχαΐας. Υπήρχε έλεγχος, πέραν των θεσσαλικών Τετράδων, στις περιοχές
μέχρι και τους Δελφούς, η Αμφικτυονία των οποίων υπάγεται με εντολή του Αυγούστου (27 π.Χ.)
στο Κοινό των Θεσσαλών. Οι Θεσσαλοί πάντα έλεγχαν το δελφικό Ιερό από την πλούσια Πελα-
σγίδα Λάρισα. Τον 6 ο αι. μ.Χ. η επαρχία της Θεσσαλίας, υπαγόμενη από τον 2 ο αι. στην επαρχία
της Μακεδονίας κατέχει την Ανατολική κεντρική Ελλάδα και τη ΒΔ Μακεδονία, δηλαδή περιοχές
νότια της Υπάτης έως τις Πρέσπες. Η ελληνορωμαϊκή λογοτεχνία στο σύνολό της αναγνωρίζοντας τον Όμηρο ως γενάρχη της,
θεωρεί τον Θεσσαλό Αχιλλέα ως το ανώτερο ηρωϊκό πρότυπο του Αρχαίου κόσμου, εξαιτίας του
κυρίαρχου ρόλου του στο πιο καταξιωμένο έπος, την Ιλιάδα, περίπου 50 ημέρες από τη δεκάχρο-
νη πολιορκία της Τροίας, αλλά και σε άλλα έπη (Οδύσσεια, Κύπρια, Αιθιοπίς, κλπ).
Από πρώϊμη εποχή, ήδη τον 6 ο αι. π.Χ., όταν καταγράφηκαν τα ομηρικά έπη και διαδόθηκαν
ακόμη πιο εύκολα, η Θεσσαλία νωρίς αναζητούσε έναν επίγονο του ήρωα, αφού ο εκ Λαρίσης
Αλευάδης Ευρύλοχος ο Θεσσαλός θεωρείται νέος Αχιλλεύς.
Στην Αθήνα η ποιητική και καλ- λιτεχνική διάσταση του Αχιλλέα είχε ανάπτυξη στο έργο φιλοσόφων (Πλάτων, Αριστοτέλης) και στην εικονογραφία των αττικών αγγείων, ενώ η αθηναϊκή τραγωδία ενέταξε τον Αχιλλέα στο θεματολόγιό της με χαρακτήρα κοντά σε αυτόν που εμφανίζει στην Ιλιάδα.
Ειδικά στον Ευριπίδη ο Αχιλλέας γίνεται πρότυπο στον Ορέστη, τιμωρό του Αίγισθου και δη με θεσσαλικό μαχαίρι. Όμως ο Αχιλλέας ήταν πανελλήνιος ήρωας, όπως φαίνεται σε ποίημα του Σιμωνίδη αφιερωμένο στις εορτές των Πλαταιών, όπου συγκρίνεται με τους νεκρούς της μάχης του 479 π.Χ.
Μία άλλη γραμμή είναι η λατρεία του Αχιλλέα -πέραν αυτής της Τροίας και της νήσου Λευ-
κής στον Εύξεινο που θα δούμε στη συνέχεια-, σε πλείστα μέρη του ελληνικού κόσμου (Αίγινα,
Λακωνία και Ήλις, Αστυπάλαια, και Ερυθραί στη Μ. Ασία, κτλ, Κρότων στη Νότια Ιταλία). Εν-
διαφέρον αποκτά η παρουσία του στη στρατοκρατική κοινωνία της Λακωνίας. Στην Ήπειρο ο
Αχιλλέας εθεωρείτο γενάρχης των Αιακιδών και τον ταύτιζαν με τον παλαιό θεό Άσπετο, τον
οποίο φοβούνταν να προφέρουν στο όνομά του (Πλούταρχος, Πύρρος, 1).
Η πανελλήνια λατρεία του Αχιλλέα συνδέεται με την περιφέρεια του ελληνικού κόσμου και όχι με το κέντρο, την Ελλάδα-Θεσσαλία ή Αθήνα, και οπωσδήποτε είναι διαφορετικός πόλος από τη λογοτεχνία που έχει άλλη αναφορά, λειτουργία και κοινό, όπως υπήρξε το αθηναϊκό.
Η τάση για μίμηση ή έξαρση του Αχιλλέα θα έχει μέλλον στο ηγεμονικό ρωμαϊκό πρότυπο. Ο
Αχιλλέας μπορεί να είναι Θεσσαλός Αχαιός, ήρωας του τρωϊκού πολέμου, αλλά για τη Ρώμη μέσω
του Αινεία ήταν εξίσου δικός της, αφού εγκολπώθηκε την προγονική παράδοση της Τροίας, ιδίως
από τότε που εντάχθηκε η Μ. Ασία στο ρωμαϊκό κράτος (133 π.Χ., κ.ε.). Στην πράξη όμως αυτό
συνέβη, αφού κληρονόμησε την ετρουσκική παράδοση που περιείχε μεταξύ άλλων θεών και τον
Achle-Αχιλλέα.
Βέβαια η γενναιότητα του Αχιλλέα έβλαψε τους Τρώες, προγόνους των Ρωμαί-
ων, γεγονός που κάνει τον Βιργίλιο να εκφράζεται με επιφύλαξη σε όσα εκθέτει στην Αινειάδα,
όπου ανασκευάζει την εθνική ιδέα των Ρωμαίων.
Πλην όμως ο Αχαιός ήρωας του Τρωϊκού πολέμου επιβάλλεται με θετική εικόνα στη Ρώμη.
Έτσι ο Κλαύδιος εικονίζεται ως Αχιλλέας να
υποτάσσει τη Βρεταννία.
Ιδιαίτερα όμως εξαίρεται για την παιδεία που απέκτησε από τον Φοίνικα και τον κένταυρο Χείρωνα, πρότυπο για έναν Ρωμαίο αριστοκράτη, τάση που δημιούργησε
την εικονογράφηση της Αμβροσιανής Ιλιάδας τον 5 ο αι.
Ο Αχιλλέας για τον έπαρχο Κύρο είναι ιδανικό πρότυπο για τον Θεοδόσιο Β΄ (401-450).
Στα 476-476 ο Armatus (=Οπλισμένος), ανε-
ψιός του σφετεριστή της εξουσίας Βασιλίσκου, επονομαζόμενος και Πύρρος, κατά τον συγγραφέα
Κάνδιδο φορούσε «σκευή Αχιλλέως» ως έφιππος.
Στον Αυγουστεώνα, πλατεία της Αγίας Σοφίας, αφού είχαν προηγηθεί οι μεγάλες νίκες του Ιουστινιανού, στήθηκε το 543/544 το περίφημο έφιπ-
πο άγαλμά του ως Αχιλλέα, αλλά και αλλού.
-Στην περίοδο της Νικαίας ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις
συγκρίνεται με μεγάλους στρατιωτικούς της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων τον Αχιλλέα,
-ομοίως και ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης θεωρείται άλλος Αχιλλέας. Το αρχέτυπο γενναίου πολεμιστή συνεχίζει να λειτουργεί στην περίοδο από τον 15 ο αι. κ.ε.
Η Τροία εθεωρείτο η κοιτίδα της Ρώμης μέσω του Αινεία, αλλά και μία συμβολικήκοιτίδα
στη νέα χριστιανική κοινωνία. Παρά λίγο η πόλη αυτή να γίνει πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου
το 324, απλώς δεν συνέφερε ως στρατηγική επιλογή, αλλά τελικά αξιοποιήθηκε στο επίπεδο των
συμβόλων. Αμέσως μετά το Παλλάδιον, ξόανο της Αθηνάς της Τροίας που μετέφερε ο Αινείας
στο Λάτιο, πακτώθηκε κάτω από τη στήλη του Κωνσταντίνου στην κεντρική Αγορά της Νέας
Ρώμης.
Το ηρωϊκό πρότυπο του Αχιλλέα θα ανανεωθεί από την ίδρυση της Κων/πόλεως (330),
όταν ορίζεται το νέο χριστιανικό ρωμαϊκό κράτος. Ο Αχιλλέας θα είναι ένας εκ των 80 μορφών
στο αυτοκρατορικό λουτρό του Ζεύξιππου που ανοίχθηκε στο κοινό στα εγκαίνια της Κων/πόλεως
(11 Μαΐου 330), μεταξύ άλλων θεών, ηρώων, και μεγάλων ανδρών, πολιτικών-στρατιωτικών ή
ανθρώπων παιδείας, του Αρχαίου κόσμου, αλλά σε ένα σύνολο που ήθελε να δείξει τις τρωϊκές
ρίζες της Ρώμης-Νέας Ρώμης, μία Νέα Τροία. Είναι η καλλιτεχνική προέκταση της προσπάθειας
που έκανε ο Κωνσταντίνος Α΄ το 324, να ιδρύσει τη νέα πρωτεύουσα στην Τροία. Οι παλαιοί θεοί
και ήρωες αποκτούν σημασία πλέον καθαρά συμβολική, μουσειακή, ρομαντική, όπως καθόρισε
η νομοθεσία τον 4 ο αι., τα παγανιστικά λατρευτικά αγάλματα να έχουν μόνον καλαισθητική αξία
ως έργα τέχνης.
Ο Αχιλλέας θα παραμείνει μία μορφή, στην οποία το πρώιμο και ύστερο Βυζάντιο θα επι-
στρέφει από καλλιτεχνική ή ιδεαλιστική αντίληψη, αλλά και από πολιτικό υπολογισμό, ανανεώ-
νοντας το πιο ηρωϊκό (στρατιωτικό) σύμβολο-προσωπικότητα του Αρχαίου κόσμου. Στην ουσία
επαναλάμβανε ό,τι είχε κάνει και η ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα για τον αρχέγονο ομηρικό ήρωά
της. Αποτελεί κομμάτι του ιδρυτικού ‘μύθου’ της Νέας Ρώμης, η οποία όπως και η Ρώμη έχει
συνείδηση ποια είναι η γη που τον γέννησε, η Θεσσαλία.
Για τον Αχιλλέα του μύθου, τον γιο του Πηλέα και της Θέτιδος, στην Αρχαιότητα υπάρχουν
δύο θεωρήσεις που τον κάνουν και τοπικό θεσσαλικό ήρωα αλλά και οικουμενικό.
1. Ως θνητός ήρωας κατάγεται ή από τη θεσσαλική Φθία (περιοχή της Φθιώτιδας),
έχοντας πελασγικό παρελθόν αναφορά (Ιλιάς Π, 233: όπου προσεύχεται στον πελασγικό Δωδωναίο Δία. Πρβλ. Στράβων, V. 221),
ή από τα Φάρσαλα, όπου στην κλασική εποχή οι κάτοικοι πίστευαν ότι ήταν το κέντρο
της Φθίας και τον τιμούσαν ως ήρωα. Είναι ο πολεμιστής, ο «ωκύς Αχιλλεύς» της Ιλιάδας.
2. Φονεύεται στην Τροία και θάπτεται με ισόθεες τιμές, ζώντας στον Κάτω Κόσμο σύμφωνα με τη Νέκυια της Οδύσσειας, πρώτος των νεκρών (λ. 467 κ.ε) ή ζώντας ως Μακάριος.
Η πραγματική κοινωνία του Αχιλλέα, αναφέρεται στα πρώϊμα κείμενα (Φθία: Ιλιάς, Α, 155,
Ι.363-364, Αισχύλος, Trag. Gr, Fr. 132, κτλ., Φάρσαλα: Κύκλια έπη, Μικρά Ιλιάς, fr. 19 Allen),
αλλά στην κλασική εποχή, ιδίως στον Ευριπίδη, θεωρείται απλώς Θεσσαλός.
Στην Ιλιάδα (ραψωδία Β, 681-689) ο Αχιλλέας με 50 καράβια ελέγχει τις περιοχές Πελασγικόν Άργος, Ἀλω, Αλόπη, Τραχίνα, Φθία και Ελλάδα. Το Πελασγικό Άργος όμως ταυτίζεται αργότερα με τον κάμπο της Λάρισας.
Η φύση της λατρείας του Αχιλλέα σχετίζεται με τη φύση του χώρου της. Αρχίζοντας από το
όνομα «Αχιλλεύς», το έτυμον του οποίου αποκαλύπτει τα εξής:
1. O Αχιλλεύς κύριος των ψυχών: Το όνομα κατά μία ερμηνεία προέρχεται εκ του «άχος
λύειν» (πόνος, θρήνος, όπως Αχέρων, Αχερουσία, κτλ.). Η Φθία, η πατρίδα του, χώρα των Φθι-
μένων, των νεκρών, τον ανέδειξε και από αυτή έγινε ήρωας του Τρωϊκού πολέμου. Ο Αχιλλεύς
επομένως ήταν αρχικά όνομα τοπικού θεού της Φθίας ή της Φαρσάλου, όπου κοντά υπήρχε το
Θετίδειον, ιερό της μητέρας του Θέτιδας. Στην Ιλιάδα ο Αχιλλεύς απορρέει εξ αρχής χολή, είναι
φονέας ανδρών, αλλά αυτό είναι μία λογοτεχνική προέκταση, εξέλιξη από έναν τοπικό θεό του
Κάτω κόσμου.
Είναι φονικός ανήρ ακόμη και στη Θεσσαλία.
Το πραγματικό κέντρο μεταθανάτιας, ταφικής λατρείας του Αχιλλέα, στο οποίο οι Θεσσαλοί
είχαν πρωτεύοντα ρόλο, αναπτύχθηκε ανά τους αιώνες στην Τροία, στο Σίγειον (τόπος σιγής,
σιωπής, στις εκβολές του ποταμού Σκαμάνδρου), στο στόμιο του Ελλησπόντου, στο πιο πολυσύ-
χναστο μέρος, όπου υπήρχε ο τάφος του (τύμβος, tumulus, Oδύσσεια, Ω 80-84: για να το βλέπουν
οι ναύτες ), ως το τέλος της Αρχαιότητας, πόλη που λεγόταν Αχίλλειον.
-Περιγράφονται σχεδόν αναλυτικά χώροι σχετιζόμενοι με τον τρωϊκό πόλεμο με αφορμή τον πρώτο γνωστό ηγέτης επισκέπτη (Σίγειον, Τροία), τον Ξέρξη (480 π.Χ.).
Η σημασία του τάφου του Αχιλλέα αυξήθηκε στον Αρχαίο κόσμο, αφότου τον επισκέφθηκε ο Αλέξανδρος στην πορεία του προς την Περσία για να τελέσει αγώνες, να μιμηθεί τον ηρωϊσμό του.
Τη πιο σημαντική όμως περιγραφή του χώρου έδωσε ο Φιλόστατος, του οποίου η οικογένεια
καταγόταν από την έναντι της Τροίας Λήμνο.
Στον ‘Ηρωϊκό’ του, ερχόταν στον τάφο με χρησμό του μαντείου της Δωδώνης ετησίως 14μελής αντιπροσωπεία (θεωρία) από τη Θεσσαλία για
απόδοση τιμών στον ήρωα υπό ειδικό τυπικό, όπου τελούνταν θυσίες και νυκτερινή τελετή,
ένα
είδος μυστικών πράξεων ή μυστηρίων.
Βέβαια υπήρχαν ασυνέχειες και μεταπτώσεις στην απόδοση τιμών, ενίοτε ετιμάτο ως νεκρός
και όχι ως θεός με αποτέλεσμα να πιστεύεται ότι οι Θεσσαλοί υφίστανται φυσικές καταστροφές.
Στην ανανέωση των τιμών συνέβαλε ο Απολλώνιος Τυανεύς τον 1 ο αι., ο οποίος χρησιμοποίησε
τον τάφο ως μαντείο.
Γι’αυτόν οι Θεσσαλοί δεν κατανοούσαν τον πανελλήνιο χαρακτήρα της
λατρείας του, δεν συμμετείχαν πάντοτε στους εθνικούς αγώνες, έγιναν προδότες, υποτάχθηκαν
στους Μήδους ή τους Ρωμαίους, υφιστάμενοι τιμωρία από τον ήρωα.
Η Ρώμη ήθελε τους Έλληνες με τον πρώτο και μεγαλύτερο ήρωά τους στρατευμένους στην
εθνική τους λατρεία ηρώων της Τροίας. Γι’αυτό επισκέπτονταν την Τροία Ρωμαίοι αυτοκράτορες
για να δουν από κοντά ό,τι είχε απομείνει από τον Θεσσαλό ήρωα, αλλά και να προσλάβουν από
αυτόν τα προσόντα του.
Ειδικά η επίσκεψη το 213 του αυτοκράτορα που εμιμείτο τον Αλέξαν-
δρο, του Καρακάλλα, συμπίπτει με τα 550 χρόνια της εισβολής του Αλεξάνδρου στη Μ. Ασία (334
πΧ.). Η εικόνα των περιορισμένων τιμών στον Αχιλλέα φαίνεται από ελάχιστα δείγματα στη Θεσ-
σαλία, όπου δεν εντοπίσθηκε μέχρι τώρα ειδική λατρεία του ήρωα.
Υπήρχαν μόνον ελάχιστα νομίσματα, του Κοινού των Θεσσαλών (περίοδος Αδριανού) και μερικών πόλεων με τη μορφή του Αχιλλέα (Φάρσαλος, Λάρισα Κρεμαστή).
Στη Λάρισα υπήρχε πιθανώτατα ένας ταφικός περίβολος αφιερωμένος στην Εννοδία Ιλιάδα, αποδεικνύοντας τις σχέσεις της πόλης με το Ίλιον/Τροία.
Υπήρχε ιερό της Αθηνάς Ιλιάδος, έδρα ομοσπονδίας της Αιολίδας στους Φυσκείς της Λοκρίδας
και στον Εχίνο.
Η απέναντι από την Ελλάδα ακτή του Αιγαίου, λόγω ίσως των αποστολών που
γίνονταν κατά περιόδους στον τάφο του Αχιλλέα ήταν εν γνώσει του Κοινού των Θεσσαλών, είτε
στην πρώτη φάση του (Αρχαιότητα) είτε στη δεύτερη (Ρωμαιοκρατία). Εντοπίσθηκαν δύο-τρία
ψηφίσματα των Λαρισαίων που απέδιδαν τιμές σε κατοίκους της Αλεξάνδρειας Τρωάδος, δείγμα
της συνεχιζόμενης λειτουργίας της Θεωρίας των Θεσσαλών.
Οι παραδόσεις για τον Αχιλλέα κατέληγαν έμμεσα να ενισχύουν μέσω της Τροίας/Ιλίου το
πρότυπο του Αχιλλέα και την πανάρχαια σχέση του με τη Θεσσαλία. Κανένα άλλο μέρος στο ρω-
μαϊκό κράτος όσο η Τροία δεν συντηρούσε τόσο πολύ και συνεχώς τους μύθους και την αρχαία
τοπογραφία της σε μια περιοχή που ήταν κέντρο διερχομένων (Αιγαίο-Εύξεινος). Το γεγονός ότι
η Λάρισα υπό την εξουσία της Ρώμης (196 π.Χ.) ως κεφαλή της Θεσσαλικής τετράδος εθεωρείτο
ελεύθερη περιοχή, φέρνει τη Θεσσαλία κοντά στον εκρωμαϊσμένο πλέον Αχιλλέα.
Το πιο σημαντικό θαλάσσιο κέντρο λατρείας του Αχιλλέα είναι η νήσος Λευκή (ή Αχιλλέως
Νήσος) στον Εύξεινο, 50 χιλιόμετρα ΝΑ. του δέλτα του ποταμού Ίστρου (Δούναβη), στον ΒΔ. Εύ-
ξεινο, μία βραχονησίδα με απότομους άσπρους βράχους.
Στην πραγματικότητα η Λευκή είναι
δημιουργία του αποικισμού των Ελλήνων, όπου επεκτάθηκε η λατρεία του Αχιλλέα σαν συνέχεια
αυτής της Τροίας και της Αιολίδας. Σχετίζεται μέχρι μια εποχή με την Ολβία, αποικία Μιλησίων, η
οποία είχε τα πρωτεία, προβάλλοντας τη λατρεία του Αχιλλέα Ποντάρχη, προστάτη των ναυτικών,
ιδιότητα όμως που προσέλαβε από τη μητέρα του Θέτιδα.
Οπωσδήποτε και οι Θεσσαλοί είχαν ακόμη πιο πριν σχέση με τον Εύξεινο (Αργοναυτικά Απολλωνίου Ροδίου), μια γενιά πριν από τον
Αχιλλέα, συμμετέχοντος του Πηλέα. Ήταν αυτοί που ανοίχτηκαν εκεί με την Αργώ, μάλιστα με
πρώτους στον κατάλογο 10-12 παλικάρια της πεδινής Θεσσαλίας, πλην όμως η Λευκή δεν ανα-
φέρεται στον περίπλου του Ευξείνου.
Θεωρήθηκε ότι η ψυχή του Αχιλλέα μεταφέρθηκε στη Λευκή, ζώντας σαν σε νησί των Μα-
κάρων.
Από την αρχή της ιστορίας της υπήρξε πανελλήνιο θρησκευτικό κέντρο, έχοντας άμεση
σχέση με το κεντρικό Ιερό στο Σίγειο, όπου ο ποιητής Αλκαίος (Fr. 14D) (7 ος αι., αρχές 6 ου
θεωρεί τον Αχιλλέα «Kύριο της σκυθικής γης».
Τον ναό στη Λευκή, αρχικά υπό τον έλεγχο της Ολβίας
και μετά της Τόμεως, απλώς αναφέρουν ο Ευριπίδης (Ανδρομάχη, 1260-1262) και άλλοι συγγρα-
φείς.
Το Ιερό επομένως λειτουργούσε από τον 6 ο αι. π.Χ. έως τουλάχιστον τον 3 ο αι. μ.Χ.
Ισχύει κάτι ανάλογο με το λατρευτικό κέντρο της Τροίας.
2. O Αχιλλεύς κύριος του υγρού στοιχείου: Η περίπτωση του Αχιλλέα Ποντάρχη δείχνει
την άλλη διάσταση της λατρείας του Αχιλλέα. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία αρχικά ο Αχιλλέας
ήταν θεότητα του υγρού στοιχείου και υποβιβάστηκε σε ήρωα.
Η εθνολογική-θρησκειολογική θεώρηση συνδέει τον Αχιλλέα με τα τρεχούμενα νερά, τα οποία αποθέτουν ιλύ στην εκβολή τους στη θάλασσα, μεταθέτοντας την ξηρά. Έτσι το όνομά του σχετίζεται με το αχ β , aha- , aqua, το
νερό, το «αχανές», η θαλάσσια μορφή του, τα ονόματα Αχελώος, Αχέρων, Ίναχος, Αχέλης, Aquilia,
Χηλή, Αχελός, Α(γ)χίαλος, ακόμη και το Αχαιός.
Θεωρείται ένα παλαιό numen (τοπικό πνεύμα)
που σχετίζεται με τις προσχώσεις των ποταμών, ως επενέργεια των ποταμίων υδάτων που μετα-
κινούν αμμώδεις όγκους. Ουσιαστικά διαπιστώνεται μία σχέση του Αχιλλέα με το προστιθέμενο
χώμα, αυτό που οι γεωλόγοι αποκαλούν αλουβιακές αποθέσεις. Από τέτοιες υδάτινες θεϊκές υπο-
στάσεις ενδεικτικά αναφέρεται ανάλογος θεός στην Αθήνα, όπου υπήρχε το Ιερό του Αχελώου,
Πανός και Νυμφών, στον Ιλισσό (Παναθηναϊκό στάδιο), όπου σύχναζε ο Σωκράτης και οι μαθητές
του.
Η σχέση του Αχιλλέα με τις προσχώσεις ποταμών οφείλεται (ή συνδέθηκε εκ των υστέρων
παρετυμολογικώς) με τα ονόματα των γονέων του, του πατέρα Πηλέα
(θεωρουμένου παλαιού θεού κατέχοντος το Πήλιον
και προφανώς ευρισκομένου σε επαφή με τη θάλασσα),
και της μητέρας του Νηρηΐδας Θέτιδας, στο γαλάζιο βασίλειο σε επαφή με το Πήλιο (Σηπιάς).
Μερικά τοπωνύμια είναι τα κατάλοιπα αυτής της σχέσης:
1. Ο Αχιλλέας ως βασιλιάς της Φθίας που την κληρονόμησε από τον πατέρα του Πηλέα
συνδέεται με τον ποταμό Σπερχειό (ορμητικό, γρήγορο). Γι' αυτό έχει ταγμένη σε αυτόν την κόμη
του αν επέστρεφε στη Φθία (Ιλιάς, Ψ 144-147). Από εδώ προέρχονται τα εναγίσματα στο τάφο
της Τροίας με νερό του Σπερχειού, όπως πηγάζει από τη Φθία στο εσωτερικό της Φθιώτιδας προς
τον Μαλλιακό κόλπο.
2. Το ιερό του Αχιλλέα στο Σίγειον, στην είσοδο του μεγάλου ρεύματος του Ελλησπόντου, στις
εκβολές του ποταμού Σκάμανδρου, είναι ίσως το σπουδαιότερο παράδειγμα.
3. Λουτρό «Αχιλλέως» στο Βυζάντιο το αρχαιότερο ήταν αυτό που έκτισε ο Βύζας, μετέπειτα
Κων/πολη.
Βωμός του Αχιλλέα και Αίαντα υπήρχε στη θέση που έγινε το Στρατήγιο, ευρισκόμε-
νο πάνω από τα λιμάνια του Κεράτιου κόλπου (Νεώριον και Φωσφόριον).
Υπάρχει ακόμη στον Βόσπορο και η Αχίλλειος Κώμη.
4. Αχίλλειον φρούριο αναφέρεται κοντά στη Σμύρνη (Στέφανος Βυζάντιος), Αχίλλειον στη
Μεσσηνία (Στέφανος Βυζάντιος), και Αχίλλειος λιμήν στη Λακωνία, Παυσανίας, III.25.4].
5. Οι «Αχιλλέως νήσοι» που είναι τα νησάκια στις εκβολές των ποταμών (όπως η Λευκή στον Πόντο).
6. Ο «Αχιλλέως δρόμος», μία αμμώδης επιμήκης νήσος που ανταποκρίνεται πληρέστερα στη
γεωγραφία του Αχιλλέα, το Αχίλλειον στην είσοδο της Μαιώτιδας, λίμνης στον Εύξεινο (Στέφανος
Βυζάντιος, κτλ).
7. Στο στόμιο του ποταμού Βορυσθένους/Δνείπερου (κοντά στην αμμουδιά του Kinburn) βρέ-
θηκε κυλινδρικός βωμός με επιγραφή που δείχνει αφιέρωση στον Αχιλλέα.
Στο μέρος αυτό φαντάζονταν ένα νησί του Αχιλλέα (Στράβων 2, 5, 22, κ.α.).
8. Το βυζαντινό τοπωνύμιο «Κελλία» που απαντά στις εκβολές (σε προσχώσεις) ποταμών
Δούναβη (Killia), αλλά και του Πηνειού, αποτελώντας εξέλιξη κατά παρετυμολογία του ονόματος
Αχιλλεύς (Αχιλλία, Αχιλλία). Σύμφωνα με τον Αντώνη Ρίζο συνδυάζεται με το χαρακτηριστικό
τοπωνύμιο Λυκοστόμιο (στόμιο του Λύκου), ένα δίδυμο που υπάρχει και στο Λυκοστόμιο του
Δούναβη και τα εκεί Κελλία.
Η παράδοση στον Πηνειό ήθελε να ελλοχεύει ένας λύκος που κα-
τασπάραξε έναν ναυαγό, τον Ανθέα, μόλις γλίτωσε από τη θάλασσα και βγήκε στις εκβολές του,
δείχνει ότι ισχύει η θεωρία για τη συνύπαρξη των ονομάτων Λύκου και Αχιλλέα.
Λύκος είναι συνηθισμένο όνομα ποταμού (π.χ. υπήρχε στην Κων/πολη). Ένας λύκος από τη Θέτιδα κατασπάραξε κοπάδια του Πηλέα, σύμφωνα με την Αλεξάνδρα του Λυκόφρονα (στ. 900-901)
και δεν είναι τυχαίο που ο Τζέτζης (Σχόλια εις Λυκόφρονα, Β΄, 266, στχ. 900-901) τοποθετεί τον λύκο του Λυκόφρονα στα Τέμπη.
Συνδυάζοντας τα παραπάνω διαφαίνεται ότι αρχικά ο Αχιλλέας ως πελασγική θεότητα, με-
τέπειτα ήρωας, πρέπει να ήταν πανάρχαιος θεός των υδάτων της θεσσαλικής λεκάνης. Νερό και
λάσπη, χωμάτινες αποθέσεις που το νερό μεταφέρει είναι το στοιχείο του. Οι φονικές του ιδιότη-
τες πιθανόν είναι ανάμνηση των πλημμυρών που συνέβαιναν στην πεδιάδα με τα ορμητικά σαν
τους κενταύρους νερά από τα γύρω όρη να παρασέρνουν σε ταχύτατο χρόνο οτιδήποτε στο διάβα
τους οδηγώντας τους απροστάτευτους ανθρώπους στον άλλο κόσμο. Άποικοι ή φυγάδες από την
πελασγική Θεσσαλία μπορεί να μετέφεραν τη λατρεία του σε Ανατολή και Δύση (Τυρρηνία, Ν.
Ιταλία, Μ. Ασία, Βόσπορος, Εύξεινος Πόντος). Στη Θεσσαλία έρχονται νέοι κάτοικοι, οι παλαιοί εί-
ναι υποταγμένοι ως πενέστες. Η μετακίνηση πληθυσμών από τη Θεσσαλία μπορεί να συνετέλεσε
να παραμείνουν ελάχιστες νησίδες λατρείας του Αχιλλέα σε αυτή, στον Σπερχειό πρωτίστως. Το
Θετίδειον Φαρσάλων μαρτυρεί κάτι επιπλέον: ο άρρην θεός πρέπει να έχει μητέρα, μια τοπική,
φαρσάλια, Μεγάλη Μητέρα. Το προϊστορικό αυτό κεφάλαιο, μυθικό πλέον στους ιστορικούς και
κλασικούς χρόνους, επεξεργασμένο καλλιτεχνικά, ενδιαφέρει οπωσδήποτε την ιστορία του θεσ-
σαλικού χώρου. Από την εποχή του Ομήρου ο Αχιλλέας γίνεται επικός ήρωας, όταν ο φόβος και
ο τρόμος που προκαλούσε ως μυθική φονική μορφή-οντότητα της φύσεως, μεταφέρθηκε στην
τέχνη του λόγου, πλέον είναι πολεμικός φονέας ανδρών. Παρέμεινε όμως η λατρεία του Αχιλλέα
να αφορά όχι σε μεσόγεια, αλλά σε παραθαλάσσια μέρη, ειδικά σε Ιερά και τοπωνύμια στις εκβο-
λές των ποταμών και τις προσχώσεις τους. Είτε άποικοι είτε έμποροι και ναυτικοί θα μετέφεραν
το όνομα Αχιλλέας παντού εκτός Θεσσαλίας, αλλά και θα αφομοίωναν (μετάθεσις) προγενέστερα
συναφή προς το νερό ονόματα, είτε πελασγικά (όπως ο Achle), είτε ινδοευρωπαϊκά. Ο Αχιλλέας
πρωτίστως είναι ένα numen στην είσοδο του Άγνωστου, ενός ποταμού που εξέβαλλε τη θάλασ-
σα, όπου το αντίκριζαν πρώτα οι ναυτικοί. Η ηρωϊκή μορφή του Αχιλλέα, του πολεμιστή, δίνει
κουράγιο στους ερχομένους με πλοία σε μια ξηρά, ένα δέλτα ποταμού για να προσαράξουν, να
εξερευνήσουν την περιοχή, να εμπορευθούν με ασφάλεια. Σχετίζεται επομένως με τη θαλάσσια
επικοινωνία και τους ναυτικούς.
Με τον τρόπο αυτόν η θεσσαλική περιπέτεια του Αχιλλέα απλώνεται στις ανατολικές και δυ-
τικές θάλασσες, τα ποτάμια λιμάνια και τις προσχώσεις, αλλά αφήνει ελάχιστα ίχνη και στην ίδια
τη γη της Θεσσαλίας, ούτε καν ιερά. Υπήρξε κοιτίδα, αλλά δεν κατείχε το σώμα του Αχιλλέα (στην
Τροία) ή την Ψυχή του (στη νήσο Λευκή).
Β. Ο Αχιλλέας και η μεσαιωνική Θεσσαλία
Στο Βυζάντιο η Θεσσαλία είχε ελάχιστη συγγραφική παραγωγή εντοπίων. Ο Αχιλλέας γίνεται
γνωστός από άλλους συγγραφείς που ζουν σε μεγάλα κέντρα, άσχετα αν έχουν (ελάχιστη) σχέση ή
και καθόλου με τη Θεσσαλία. Εμφανίζονται τρεις περιπτώσεις όπου ο Αχιλλέας και η πατρίδα του
σχετίζονται με: 1. τη Λάρισα, 2. την Υπάτη-Φθιώτιδα, 3. την Ήπειρο. Είναι ακριβώς η μεθομηρική
γεωγραφία του Αχιλλέα στον ελλαδικό χώρο. Όλο το υλικό, αντιπροσωπευτικό ασφαλώς, δεν εξα-
ντλεί όλους τους Βυζαντινούς συγγραφείς, προσαρμόζεται στα πολιτικά-γεωγραφικά δεδομένα,
τα οποία σε διάστημα 12 αιώνων.
Η Μητρόπολη Θεσσαλίας υπό τον επίσκοπο Λαρίσης, πιθανώτατα από τον 4 ο αι., όταν ορ-
γανώθηκε η Εκκλησία, βρέθηκε ως επαρχία της Θεσσαλίας από το 297 κ.ε. (υπαγόμενη στη διοί-
κηση της Μακεδονίας, ήδη από τον 2 ο αιώνα) να προΐσταται των θεσσαλικών πόλεων με διοικητή
Πραίζες. Τον 10 ο -11 ο αι., η Λάρισα γίνεται έδρα του Θέματος της Ελλάδος. Από τον 13 ο αι. (1267
κ.ε.) η Θεσσαλία σχεδόν στο σύνολό αποτελεί αυτόνομη επαρχία υπαγόμενη με ψιλή σχέση με το
Βυζάντιο και έδρα τη Νεοπάτρα στην πεδιάδα του Σπερχειού στη Φθιώτιδα έως το 1318/19, όταν
διαλύθηκε από τους Καταλανούς. Τον 13 ο -14 ο αι. αποκαλείται Μεγάλη Βλαχία, χώρα κυρίως λα-
τινιφώνων.
Αργότερα ενσωματώθηκε στους Οθωμανούς (1386/87: Ανατολική Θεσσαλία, 1393:
Δυτική Θεσσαλία, ΝΑ. ακτή: 15 ος αι. ).
Για τους Ελληνόφωνους συγγραφείς του Κέντρου (Κων/πολη) η Θεσσαλία είναι πάντα η
πατρίδα του Αχιλλέα (όπως επικράτησε από την Αρχαιότητα), μία χώρα με παλαιά ιστορική πα-
ράδοση, χαρακτηριστική για το εύφορο έδαφος, γεννήτρια επωνύμων ανδρών, δημιουργό του
περίφημου θεσσαλικού ιππικού. Ενίοτε απλοποιούνται οι μύθοι και συνδέουν τη Φθία με τη Λά-
ρισα, την πιο γνωστή θεσσαλική πόλη. O Προκόπιος π.χ. εσφαλμένα δέχεται ότι η Φθία βρίσκεται
κοντά στη Λάρισα. Ήταν η μεγάλη πόλη της Θεσσαλίας. Ένα πλήθος βυζαντινών πηγών θεωρεί
τα Φάρσαλα ως «Φθία», δηλαδή έμμεσα αποδίδει σε αυτά τις παραδόσεις περί του Αχιλλέα.
Ομοίως ο Παχυμέρης τονίζει: «Φάρσαλα φρούριον, ὃ Φθίαν ὁ παλαιὸς ἔχει λόγος».
Το Χρονικό των Τούρκων σουλτάνων θεωρεί «τα Φέρσαλα, πατρίδα του Ἀχιλλέως, πλησίον τῆς Λαρίσου». Ο Νικήτας Μάγιστρος, καταγόμενος από τη Λάρισα (περ. 870) αναφέρεται στον Αχιλλέα, γιο του Πηλέα και της Θέτιδος (επιστολή 12.34-41. 22.11-16. 24.9 κτλ. προς τον Ιώαννη Πατρίκιο).
Για να αντιμετωπίσει την πολεμική των πρωτευουσιάνων και ελληνιστών φίλων της μακεδονι-
κής δυναστείας έναντι των επαρχιωτών Λακαπηνών επιστρατεύει τη Λάρισα. Όντας εξόριστος
στην περιοχή της Προποντίδος κοντἀ στην Τροία, την περιοχή δράσεως του Αχιλλέα, θα θυμηθεί
με υπερηφάνεια την πατρίδα του που γέννησε τέκνα άξια όπως ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος.
Γράφει (επιστολή 23) στον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (καταγόμενο ομοίως εκ Λαρί-
σης
) : «Ἐῶ τὸν Θετταλὸν ἐκεῖνον τὸν πᾶσαν τὴν Ἀσίαν σχεδὸν εἰπεῖν ἐν Ἰλίῳ μονήρη τρεψάμενον
(καὶ τοῦτο γὰρ τῆς φυσάσης [=η Λάρισα που τον γέννησε] ἐγκώμιον..». Συνεχίζει με το θεσσαλικό
ιππικό που επέτρεψε στον Μέγα Αλέξανδρο να νικήσει τους Πέρσες.
Και πιο κάτω συνεχίζει με τον Πάτροκλο, τον οποίο γνωρίζει ο Θεσσαλός συνομιλητής του.
Τελικά φαντάζεται τη φιλία
τους ως δύο Θεσσαλούς που ήταν ανάλογη με την φιλία Αχιλλέα και Πατρόκλου, όπου ο δεύτερος
παρηγορεί τον πρώτο για την αδικία που υπέστη από τον Αγαμέμνονα. Δηλαδή, είχε ανάγκη και
ο ίδιος τον φίλο του ως αδίκως εξόριστος. Γι' αυτό πιο πριν του υπενθυμίζει ότι το αξίωμά του
ως επισκόπου είναι να παρηγορεί.
Υμνεί ακόμη τη Λάρισα στο πελασγικό Άργος και έμμεσα τη
Θεσσαλία, ενθυμούμενος πληροφορίες αρχαίων συγγραφέων (εριβώλαξ, κουροτρόφος, εύιππος,
εύβοτος, εύδιος, αγλαά πάντα φέρουσα, ευνοημένη από θεούς ειδικά τον Απόλλωνα, έχοντας τους
περίφημους θεσσαλικούς ίππους).
Του υπενθυμίζει το ένδοξο παρελθόν της πατρίδας τους που
ακμάζει ακόμη, αφού πάντα έτρεφε σημαντικούς άντρες. Αντί για τον άγιο Αχίλλιο και τον άγιο
Δημήτριο, υπενθυμίζει τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο!
Αντίθετα ο συγγραφέας Λέων Διάκονος (β΄ μισό 10 ου αι.) σχολιάζοντας τις μάχες Βυζαντινών
και Ρώσων την εποχή του αναφέρει μία ειδική παράδοση ότι ο Αχιλλέας ήταν Σκύθης (δηλαδή
σαν Ρώσος της εποχής του που ήταν σφαγείς των Βουλγάρων), αλλά εκδιώχθηκε και ήλθε στη
Θεσσαλία.
Είναι ένας ιστορικός αναχρονισμός, αλλά φαίνεται ότι στηρίζεται τις αρχαίες παραδόσεις του Ποντάρχη Αχιλλέα.
Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ως ο κατ'εξοχήν σχολιαστής του Ομήρου, γνωρίζει άριστα τα του
Αχιλλέα αλλά και τα της (Δευτέρας) Θεσσαλίας, ενώ η Θεσσαλονίκη ήταν κι αυτή Θεσσαλία (Πά-α). Περιγράφει τα πάντα από τη Θεσσαλία, χώρα, πόλεις, ευγενή γένη, ακτοίκους. Ασχολεί-
ται ιδιαίτερα με την πατρίδα τον Αχιλλέα, την Φθία, γι'αυτόν τα Φάρσαλα, στην οποία αποδίδει τα
περιγραφόμενα από τον Όμηρο για την ευφορία της, ως γενέτειρα ανδρών και κοπαδιών. Η Φθία
έλαβε το όνομα από τον Φθίο, υιό του Ποσειδώνα και της Λαρίσης.
Ο Ευστάθιος επίσης έγραψε
τον Βίο του οσίου Φωτίου των Θεσσαλών, έχοντος πιθανώτατα θεσσαλική καταγωγή, αφού χαρα-
κτηρίζει την πατρίδα του «τὸ σεμνὸν τοῦτο ἔδαφος, τὸ κούρους μὲν οὐ γενναίους ούδ' ἀρειμανίους
νυνὶ τρέφον, οὐδ' ἵππους ἀρμενίους αὐχοῦν τὰ πρὸς πομπὰς τε καὶ πανηγύρεις ἤ πρὸς πολέμους
ἐπιτηδείων, εἴ καὶ πρὶν Αἰνειάτας ηὔχει καὶ Μυρμηδόνας, καὶ τὸν Ἐρεχθείδην δῆμον καὶ Αἰακείδην
καὶ τοὺς Πελασγικοὺς καὶ τοὺς Φθιῶτας».
Κανονικά σε ένα αγιολογικό κείμενο ο Ευστάθιος θα έπρεπε να αναφερόταν σε αγίους της Θεσσαλίας, προτιμά όμως τα ομηρικά συμφραζόμενα λόγω
της λογιότητάς του σε μία εποχή με παρατηρούμενη έξαρση της επιρροής του Ομήρου στο Βυζά-
ντιο, για να αναφερθεί στον κόσμο του Αχιλλέα, τους Μυρμιδόνες και τους κατοίκους της Φθίας
(τους Αινιάνες πιθανόν αναφέρει γνωρίζοντας τα Αιθιοπικά).
Στην άλλη μεριά του Αιγαίου ο Αχιλλέας θα μετεξελιχθεί σε ‘Χριστιανό’, κάτι που γίνεται
γνωστό τον 13 ο αι. μέσω της Θεσσαλίας. O Νικηφόρος Βλεμμύδης αναφέρει (επιστολή XXIII στον
αυτοκράτορα Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη, δηλαδή της περιόδου 1254-1258) ότι του εστάλη ένα «σοφό
γράμμα» από τη «Θεσσαλία». Μάλλον κυριολεκτεί και δεν εννοεί τη Θεσσαλονίκη, αφού το 1239 ο
ίδιος (Νικηφόρος Βλεμμύδης, Αυτοβιογραφία, Ι, 63) είχε έλθει προς αναζήτηση χειρογράφων στη
Λάρισα μετά το Άγιον Όρος και τη Θεσσαλονίκη, γεγονός που περιγράφει το 1264/65 ): «.. νῦν
δὲ τῷ ἐκ Θετταλίας ἔναγχος διαπεφοιτηκότι γράμματι τῆς ἱερᾶς περιηγήσεως ποδηγούμε-
νος εἶδον φημὶ, κατὰ τὴν Σκαμάνδρου ἐπισκοπὴν ποικίλλα ζωγραφήματα καὶ ἀλλόκοτα, ὧν ἦν τις
ἀνὴρ εὐμήκης ἔνοπλος, ἐπίγραμμα φέρων "ὁ προφήτης 'Ἀχιλλεὺς". ἐπὶ δὲ τῷ δηλωθέντι σοφῷ
γράμματι τῷ ἐκ Θετταλίας καὶ ἀπὸ τῶν αἰτήσεων τεμάχιά τινα ἐγκεχάρακτο, καὶ μεμυημένος ἐκ
τούτου...».
Ο επισκοπικός ναός της βυζαντινής πόλεως Σκάμανδρος, από το όνομα του ποταμού
της Τροίας, διέθετε σύνθεση κάποιων αρχαίων μορφών, οι οποίοι θα κρατούσαν κείμενα ή έφε-
ραν επιγραφές, οι οποίες κάποια στιγμή αποτυπώθηκαν σε συλλογή λεγόμενη «Θεοσοφία» στην
παραλλαγή «Συμφωνία» (Ω) «Περί θεού». Είναι δύο σιβυλλικοί χρησμοί που επιγράφονται «Ἐκ
τῶν Σκαμάνδρου..».
Πότε συντελέσθηκε το σύνολο των «ζωγραφημάτων» στην Σκάμανδρο είναι
άγνωστο, δεν αποκλείεται να μην είναι του 13 ου αι., αλλά πολύ προγενέστερο, αφού η «Θεοσοφία»
καταγράφηκε στα τέλη 5 -αρχές 6 ου αιώνα. Πάντως η επικοινωνία μεταξύ Θεσσαλίας και Τροί-
ας (Σκαμάνδρου) ήταν συνεχής, εύκολη και σε ανώτατο επίπεδο. Π.χ. δύο αδελφοί που ζουν στο
α΄μισό του 10 ου αι, ο Ιάκωβος μητροπολίτης Λαρίσης και ο Αλέξανδρος Νικαίας, σχολιαστής του
Λουκιανού, καθηγητής στη Μαγναύρα, αλληλογραφούν μεταξύ τους.
Στον Ελλήσποντο ακόμη
ζούσε εξόριστος ο φίλος τους Νικήτας Μάγιστρος. Η ιδιότητα του «προφήτη» κανονικά πρέπει να
αποτελεί μετατροπή της ταφικής λατρείας του Αχιλλέα στο Αχίλλειον, τη λειτουργία του μαντείου
(Απολλώνιος-Φιλόστρατος), όπως ήταν το Ιερό στη Λευκή νήσο, και πιθανόν της Τροίας (2
ος αι.).
Τη μαντική δεν εξοβέλισε το πρώιμο Βυζάντιο, τουλάχιστον όσο υπήρξε 'κάθετο' στη μαγεία.
Πάντως η μετεξέλιξη από εθνικό προφήτη (μάντη) σε Χριστιανό 'προφήτη' είχε ενδιάμεση
κατάσταση την τιμή του ως απλού ήρωα της Τροίας, στην ουσία της Ρώμης, ίσως μέσω του Κων-
σταντίνου. Ο Πηγάσιος, επίσκοπος επί Κωνσταντίου (προ του 361), υποδεχόμενος τον Ιουλιανό
στο Ίλιον τον οδήγησε στο ηρώο-ναΐσκο του Έκτορα, στην Αθηνά Ιλιάδα και στον τάφο του Αχιλ-
λέα, λέγοντας ότι συμφωνεί με τις τιμές που απέδιδαν οι κάτοικοι του Ιλίου σαν σε ήρωες. Είναι
η μεταβατική εποχή για να αξιοποιηθεί αργότερα ο λόγος του Αχιλλέα ως 'προφητεία' που
επιβεβαιώνει σε τελική ανάλυση ηρωϊκή παράδοση της Ρώμης.
Τη σχέση του Αχιλλέα με την κοιλάδα του Σπερχειού και τη Νότια Ελλάδα σύμφωνα με
έναν μύθο ανανεώνει ο γιος του Νεοπτόλεμος, ο οποίος επέστρεψε στην Ελλάδα από την Τροία,
αφού σκότωσε την Κασσάνδρα, ο δε τάφος του βρισκόταν στον κατώτερο θεσσαλικό χώρο, τους
Δελφούς.
Το Ιερό του Απόλλωνα επί αιώνες είχε άμεση εξάρτηση από την πλούσια Θεσσαλία
και τους κατοίκους της. Ο Νεοπτόλεμος εμφανιζόμενος νεαρός αιμοδιψής στα «Μεθομηρικά»,
αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του, λειτουργεί ως υποκατάστατο του ανώτερου Αχαιού
πολεμιστή, συντελεί αυτός τώρα να αλωθεί και να καταστραφεί ολοσχερώς η Τροία, αφού εξολο-
θρεύει τους Τρώες.
Την ίδια παράδοση αξιοποιεί ο επίσκοπος Τρίκκης Θεσσαλίας Ηλιόδωρος από την Έμεσα της
Συρίας (4 ος αι.).
Στο μνημειώδες έργο του «Αιθιοπικά»ο κεντρικός ήρωας Θεαγένης είναι
Θεσσαλός, αρχηγός της Θεωρίας των Αινιάνων στους Δελφούς (στην περίοδο των Πυθικών αγώ-
νων), αρχίζει την περιπέτειά του από την πατρίδα του Υπάτη (Αιθιοπικά, βιβλίο 2 ο κεφ. 26.1 κ.ε.,
κεφ. 34: Θεωρεί τους Αινιάνες ως πιο γνησίους Έλληνες Θεσσαλούς με καταγωγή από τον Δευ-
καλίωνα με πρωτεύουσα την Υπάτη. Η Υπάτη, πλέον είναι το κέντρο της Θεσσαλίας, ορίζεται ως
η πατρίδα του Αχιλλέα, αυτή που αντιπροσωπεύει τους Θεσσαλούς έχοντας ιστορικό ρόλο στην
Αμφικτυονία Δελφών.
Προφανώς ο Ηλιόδωρος επηρεάζεται από τον κομβικό ρόλο που έχει η
πόλη στο αρκετά παλαιότερο μυθιστόρημα του Λουκίου ή Όνου.
Η Θεωρία (περιγραφή κεφ. 2.34-35, 3.Ι κ.ε.) γίνεται προς τιμήν του Νεοπτόλεμου γιου του
Αχιλλέα στον τάφο του στους Δελφούς με απόφαση των Θεσσαλών.
Κατά τον Ηλιόδωρο η Θέτις εξήλθε στον Μαλλιακό κόλπο, όπου εκβάλλει ο Σπερχειός με εκτενέστατες προσχώσεις, κι όχι στο
Πήλιο για να παντρευτεί τον Πηλέα. Περιγράφει την αποστολή (Θεωρία), τις θυσίες και τελετές
που επιτελεί, βασισμένος στην περιγραφή που δίνει ο Φιλόστρατος για την αντίστοιχη Θεωρία
των Θεσσαλών στην Τροία (Ηρωϊκός, 19.5, και τις Εικόνες Β, ΙΙ).
Στο κεφ. 3.2 ο περιγράφεται ύμνο στη Θέτιδα, μητέρα του Αχιλλέα, όπως υπήρχε ανάλογος ύμνος και στη θεσσαλική Θεωρία
της Τροίας. O Θεαγένης αναπαριστά στη χλαμύδα του τη μάχη Λαπιθών και Κενταύρων που έγι-
νε βορείως της Λάρισας κοντά στα Τέμπη και στον Πηνειό, όπου ο Απόλλων είχε καθαρθεί, ενώ
κρατά δόρυ από μελία, σαν αυτό που είχε ο Πηλέας και του έδωσε ο Κένταυρος Χείρων στον γάμο
του με τη Θέτιδα.
Ο Θεαγένης, ο εκ θεϊκού γένους, άμεσος απόγονος του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου, τον μι-
μείται με τα κατορθώματα που επιτελεί ως την Αιθιοπία, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της νή-
σου Λευκής στον Εύξεινο (βάσει αντιλήψεων των Ελλήνων), κάτι που δεν είναι τυχαίο.
Γίνεται δίδυμο με τη Χαρίκλεια, που είναι λευκή Αιθιοπίς (αλμπίνο;) κόρη βασιλέων, εδώ όμως θετή κόρη του Χαρικλή, ιερέα των Δελφών, αλλά εμφανίζεται ως νέα Άρτεμις (Αιθιοπικά, κεφ.1.22: υπηρετεί σε ιερό της Άρτεμης στους Δελφούς, τοξοβόλος και κυνηγός όπως η θεά, κεφ.2.33). Το μοντέλο
του νέου Αχιλλέα και της νέας Άρτεμης, ως πρότυπα ερωτευμένων νέων, προβάλλει ο Παύλος
Σιλεντιάριος, που συνεργάζεται με τον Ιουστινιανό, έναν νέο Αχιλλέα (543), όπως είδαμε. Ο
Απόλλων, ο θεός της μουσικής, θεός της εξόδου των Τεμπών, γίνεται πολεμικό υποκατάστατο-α-
ντίζηλος του Αχιλλέα, αφού φτάνει να τον σκοτώνει μέσω του Πάρη.
Οι μύθοι των Μυρμιδόνων και του Αχιλλέα αναβιώνουν στο βραχύβιο κράτος των Νέων
Πατρών που ίδρυσε ένας κλάδος της δυναστείας των Κομνηνοδουκάδων, όταν κατέλαβαν την
Ανατολική Κεντρική Ελλάδα, διαφεντεύοντας μία πολεμική αριστοκρατία. Τώρα ο Ιωάννης Α΄ ο
Νόθος φέρεται ως «νέος Αχιλλεύς», επιβάλλεται σε τρεις βυζαντινούς στρατηγούς, και οι σκληρο-
τράχηλοι ορεσίβιοι της περιοχής, οι «Μεγαλοβλαχίται», εξισώνονται κατά τον Παχυμέρη (1242π.1310) με τους στρατιώτες του,
δηλαδή συγκρίνονται με τους Μυρμιδόνες, επιτελώντας έργο
ασφάλειας της περιοχής. Οι Βυζαντινοί που διέθεταν παιδεία έδιναν άλλη σημασία στον όρο
«Μεγαλοβλαχίτης» από το «Βλάχος», που είναι φυλετικός όρος θυμίζοντας λατινικές ρίζες, οπότε
έφευγε από ένα καθαρό ελληνικό-ρωμαϊκό ιδεώδες, σε εποχή που πολεμούσαν τους Λατίνους.
Οι στρατοί των Βυζαντινών και των Νεοπατρινών συναντήθηκαν αντιμέτωποι και οι πρώτοι
πάντα έχαναν. Ίσως είναι ένας θαυμασμός του αριστοκράτη, ίσως μία προσπάθεια των πρωτευου-
σιάνων να κατανοήσουν τους τραχείς επαρχιώτες με υπερβολές ειλημμένες από την Ιστορία. Το
βασικό θέμα είναι ότι στον Παχυμέρη ο Κομνηνοδούκας ηγεμόνας των Νέων Πατρών παρουσιά-
ζεται ως "νέος Αχιλλεύς".
Ο υπαινιγμός του Παχυμέρη συντονίζεται με το γεγονός ότι τον 13 ο αιώνα γράφεται η Αχιλληΐς,
μία ερωτική και άχρονη διήγηση, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ένδοξο παρελθόν:
είναι μία μικρή ιπποτική ερωτική ιστορία, επηρεασμένη από αυτή του Διγενή,
αν και εκσυγχρονισμένο παλαιό σενάριο. Δύο πόλεις, η μία των Μυρμιδόνων απειλείται αλλά επιβιώνει, η άλλη, η Τροία, καταστρέφεται -για την ακρίβεια η πρώτη καταστρέφει τη δεύτερη-, είναι ένα θέμα που υπάρχει στην «Ασπίδα» του Αχιλλέα (Ιλιάς, Σ. στχ. 478-608), την αρχαιότερη Έκφραση έργου
τέχνης: όπου δύο πόλεις, στη μία, τελούνται γάμος και δίκη (490-508), ενώ η άλλη, πολιορκείται
από δύο στρατούς, ενώ δείχνεται μια ενέδρα και μια μάχη (509-540). Γενικά ο Δυτικός Μεσαί-
ωνας δίνει εκτός της πολεμικής και την ερωτική διάσταση του προτύπου Αχιλλέα, στη συνέχεια
ελληνορωμαϊκών έργων. Την Αχιλληΐδα έχει λάβει υπόψη του ο συγγραφέας του «Αφανισμού
της Τροίας», κώδικα Napolitanus.
Σύμφωνα με τον P. Magdalino η διήγηση αυτή δεν μπορεί να αναφέρεται στη Νότια Θεσσα-
λία στην Αυλή της Νεοπάτρας, δηλαδή δεν υπάρχει σύνδεση με τα λεγόμενα του Παχυμέρη. Η
άποψη αυτή όμως δεν είναι απόλυτη. Το έντονο ερωτικό στοιχείο έχει σύνδεση με τη λογική μιας
δυναστείας, αφού αποτελεί την εσωτερική πηγή της δύναμης και συνέχειά της.
Οι πολιτικές εξαρτήσεις του ήρωα Αχιλλέα που είδαμε ότι είναι πολύ παλαιές αποδεικνύο-
νται με πλήρη ενάργεια στο κράτος της Ηπείρου (μέρος του οποίου ήταν και αυτό της Νεοπά-
τρας, αφού η διαίρεση Ηπείρου και Θεσσαλίας έγινε το 1267 για κληρονομικούς ρόλους), που
δημιούργησε μία δική του Ιλιάδα. Το κράτος της Ηπείρου όμως επέστρεψε στις πηγές του, στον
Αχιλλέα και κυρίως τον Νεοπτόλεμο (βλ. αμέσως μετά). Οπότε γιατί να μην έχει γίνει πιο πριν στη
Νεοπάτρα, η οποία είχε γεωγραφική σχέση με τη Φθία του Αχιλλέα; Η ιδέα της αποκατάστασης
του αρχικώς αμυνόμενου κράτους που επιτίθεται και καταλαμβάνει την Τροία με τον Αχιλλέα, το
απόλυτο αρχέτυπο ανδρείας, συνάδει με τη λογική της εποχής.
Ο Κωνσταντίνος Ερμονιακός συνέγραψε με προτροπή του ζεύγους των δεσποτών της
Ηπείρου Ιωάννη Ορσίνη και της Άννας Παλαιολογίνας μία Ιλιάδα (1323-1335) [«Εἰς ἀξίωσιν
δεσπότου Κομνηνοῦ Ἀγγελοδούκῳ Ἰωάννου τοῦ ἡρώου, τοῦ τὴν Δύσιν δεσποτεύων»], γράφει ένα
σχετικό κείμενο που περιλαμβάνει: τον βίο του Ομήρου, την κρίση του Πάρι (στο Πήλιον), τις μά-
χες της Τροίας μέχρι την εκδίκηση της Εκάβης, δηλαδή μία συλλογή μύθων του Ομήρου σε 9800
στίχους, περισσότερο τα Προομηρικά και Μεθομηρικά θέματα, χωρίς περιεχόμενο με ιδιαίτερο εν-
διαφέρον. Ο Ιωάννης Ορσίνης μετά τον θάνατο του Στεφάνου Γαβριηλοπούλου, σεβαστοκράτορα
της Θεσσαλίας (1332), κατέλαβε για λίγο τις εκτάσεις που κατείχε εκείνος, θεωρώντας ότι ανήκαν
στη δυναστεία του, εφόσον η Θεσσαλία είχε ταυτισθεί με την τύχη του κράτους της Ηπείρου μετά
το 1204. Το έργο του Ερμονιακού δεν θεωρείται βυζαντιακό με την έννοια ότι δεν συντάχθηκε
στα όρια της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου ή δεν εκφράζει την κεντρική εξουσία μετά το 1204.
Πάντως παρουσιάζει εξάρτηση από τη Χρονογραφία του Μανασσή (ο οποίος ζει στην περίοδο του
Μανουήλ Κομνηνού, στα 1130-περ.1187), όπου εκτυλίσσεται μία ανάλογη πολύ πιο σύντομη
ιστορία.
Η σχέση της Ηπείρου με τον Αχιλλέα, μέσω του Νεοπτόλεμου, θα δώσει αφορμή στον Ισί-
δωρο Σεβίλλης (c. 560-4 April 636), σημαντικό Λατίνο συγγραφέα να αποκαλέσει την Ήπειρο
ως Achillia, δηλαδή βασίλειο του ήρωα Αχιλλέα, στηριζόμενος στον Μ. Junianus Justinus.
[Η Ήπειρος πάντως είναι χώρα του Αχελώου, κάτι που θα γνώριζε ο Ισίδωρος. Τον μιμείται ο Μαρίνο
Sanudo, συγγραφέας του 14 ου αι., αποκαλώντας σε επιστολή στον επίσκοπο της Capua to 1325,
μία πολύ σημαντική έκθεση για τη Θεσσαλία, «contrata (=contrée, country) Achillia», περιοχή
εξουσιάζει ο Signorinus, κάπου κοντά στην Καλαμπάκα, τη σημερινή Καστανιά (τότε Custinni).
Πηγή του μάλλον είναι ο Πλούταρχος που αναφέρει ότι o «Ἀχιλλεύς ἐν Ἠπείρῳ ἰσοθέους τιμὰς
ἔσχε», εφόσον ο γιος του Νεοπτόλεμος την κατέλαβε οδηγώντας δικό του λαό (Πύρρος 1.1-3),
αλλά ίσως και ότι εθεωρείτο γενάρχης των Ηπειρωτών. Στην ουσία ο Sanudo δημιουργεί υπαι-
νιγμό στους Βλαχόφωνους της Πίνδου και Δυτικής Θεσσαλίας που έλεγχαν την περιοχή μετά το
1204 ως μέρος της Μεγάλης Βλαχίας. Πρόκειται για μία λογοτεχνική γεωγραφική ονομασία, η
οποία όμως δεν φαίνεται να επηρέασε άμεσα την ελληνόφωνη μεσαιωνική γραμματεία.
Με τον Αχιλλέα εμφανίζει έμμεση σχέση η όλη παράδοση του αγίου Αχιλλίου Λαρίσης, ο οποί-
ος τιμάται από τα μέσα του 9 ου αι. κ.ε., και μάλιστα σχετίζεται με τα νερά, αλλά και την άμυνα κατά
των εχθρών.
Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι και σήμερα το όνομα Αχιλλεύς είναι καθιερωμένο,
στην περιοχή της Λάρισας και γενικότερα στην Ελλάδα, άσχετα αν οι φέροντες το εορτάζουν στις
15 Μαΐου, του αγίου Αχιλλίου. Το όνομα Αχίλλιος (Αχίλλης) είναι ασύνηθες, το φέρουν σχεδόν μόνον κληρικοί, όπως και το Αχιλλέας, αφού απαντούν μόλις τον 18 ο -19 ο αι.αι.
Ο Α. Ρίζος βρίσκει σχέση ανάμεσα στον άγιο Αχίλλιο με τον Λατίνο άγιο μάρτυρα Αχιλλέα που συνεορτάζει με τον άγιο Νηρέα (όνομα θαλασσινής θεότητας) στις 12 Μαΐου.
Το γεγονός ότι οι εορτές τους είναι στα μέσα
Μαΐου, δείχνει μία εξάρτηση, εφόσον ομώνυμοι άγιοι τιμώνται ακόμη και στην ίδια ημερομηνία,
τη στιγμή που η Λάρισα βρισκόταν τον 8 ο αιώνα υπό την εκκλησιαστική κηδεμονία της Ρώμης.
Ήταν δηλαδή σύνηθες να συμπίπτει η τιμή του νεωτέρου αγίου με έναν παλαιότερο. Εδώ όμως, αν
εφαρμόσθηκε αυτή η λογική, υπήρξε παραλλαγή, γιατί προφανώς συνέβη κάτι άλλο.
Τον Αχιλλέα συγχέει με τον άγιο Αχίλλιο ο Νορμανδός Βοημούνδος, όταν το 1082, από τις 3
Νοεμβρίου έως το καλοκαίρι του επόμενου έτους, πολιορκεί τη Λάρισα. Προέτρεπε τους στρατι-
ώτες του ότι εντός της πόλεως υπήρχε ένας θησαυρός του Αχιλλέα! Ο Guilielmus Apuliensis πε-
ριγράφοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις του Βοημούνδου στη Λάρισα (1082-1083) αναφέρει για
ποιο λόγο ήθελε πολύ να καταλάβει την πόλη: «Obsidet (Buamundus) insigni Larissam nomine
claram / Ad quam delatos thesauros imperiales, / Quamque opibus magnis audiverat esse
repletam / Prodiit hac auctor Troianae cladis Αχιλλέας
Για τους 'θησαυρούς' μπορεί να μίλησε
στους ανθρώπους του για να πολεμήσουν, αλλά είναι προφανές ότι τον επηρέασε το όνομα του
πολιούχου αγίου που ήταν ο Αχίλλιος/Achillis. Εδώ όμως τώρα φαίνεται πως εκδηλώνει θαυμα-
σμό για τη χώρα που γέννησε τον Αχιλλέα, την Ανατολική Θεσσαλία, που ήθελε να καταλάβει.
Γνωρίζει ότι βρίσκεται στο κέντρο της γης του Αχιλλέα, το οποίο συνεκδοχικώς θεωρείται ότι είναι
η Λάρισα (δες πιο πάνω), αλλά συγχέει τον αρχαίο ήρωα με τον πολιούχο και τον ναό του.
Ο συνειρμός (διαδοχή ονομάτων -και όχι ταύτιση- με βάση της αρχή της μετάθεσης) του
Αχιλλίου με τον Αχιλλέα θα έχει ιστορική-γεωγραφική εφαρμογή στις εκβολές του Πηνειού, όπου
ήδη παρατηρήθηκε ότι λειτουργεί μία διαχρονική παράδοση του Αχιλλέα ως numen των εκβο-
λών των ποταμών. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με τη διήγηση Γ 3 των Θαυμάτων του Αγίου
Δημητρίου (ΠΓ 116, 1388-1393, 1389, συλλογή που συντάχθηκε τον 10 ο -11 ο αι. Στα Τέμπη, τη
βόρεια έξοδο (Καὶ ἐπείπερ ... τὰ Τέμπη διεξιέναι τούτοις ἔτυχε τὰ θετταλικὰ..) έγινε η συνάντηση
του αγίου Δημητρίου και του αγίου Αχιλλίου, όπως την κατέγραψαν «Ιταλιώται» προσκυνητές
που μιλούσαν λατινικά την εποχή που είχε αλωθεί η Θεσσαλονίκη από τους Σαρακηνούς (904).
Εκφράσθηκε η άποψη ότι ο Αχίλλιος εκείνης της περίστασης ήταν μία ‘μεταμόρφωση’ του ήρωα
Αχιλλέα.
Έτσι μπορεί μεν το γεγονός να αναφέρεται στις αρχές του 10 ου αιώνα, αλλά υπήρχε
κάποιο προσκύνημα του αγίου Αχιλλίου στην περιοχή της εξόδου των Τεμπών στη Μακεδονία.
Ο άγιος Δημήτριος έρχεται ως έπηλυς, ο εντόπιος είναι ο Αχίλλιος που τον υποδέχεται στα όρια
της Μητροπόλεως/επισκοπής Λαρίσης.
Η μικρή εύφορη πεδιάδα που δημιουργήθηκε από τον Πηνειό, που είναι o πρωτεύων της
Θεσσαλίας, από τα Τέμπη μέχρι τη θάλασσα, μία έκταση δημιουργημένη από τις προσχώσεις του
Πηνειού, δεν αποδείχθηκε ότι είχε παλαιότερη λατρεία στον ήρωα Αχιλλέα με ιστορικά-αρχαιο-
λογικά στοιχεία. Στην Αρχαιότητα η πεδιάδα αυτή είχε ως πόλη σύμφωνα με νεώτερη άποψη του
B. Helly, τις «Ευρυμεναί», δηλαδή ένα ευρύ χώρο που ανοιγόταν από τα Τέμπη ως τη θάλασσα.
Αν όντως σε ένα προγενέστερο τοπωνύμιο, κατάλοιπο λατρείας Αχιλλέα, ήλθε και προστέθηκε ο
άγιος Αχίλλιος, αυτό θα συνέβη από τον 9 ο αιώνα, όταν στη Λάρισα εμφανίζεται η τιμή του αγίου
Αχιλλίου (Α΄ Βίος, πρώτος Κανών).
Για την περίπτωση να συνδέεται η πεδιάδα των εκβολών του Πηνειού με μία αρχέγονη λα-
τρεία του ήρωα Αχιλλέα, μπορεί να προσαχθεί ως άλλο επιχείρημα από τα τοπωνύμια της περιο-
χής
1. Στην περιοχή αυτή εμφανίζεται η μοναστική κοινότητα «Κελλία» ή Ζαγορά (=στα σλαβικά
η πίσω πλευρά του όρους σε συνάρτηση με την πεδινή Θεσσαλία, όπως φέρεται στα αγιολογικά
κείμενα του οσίου Χριστοδούλου της Πάτμου που παραλίγο να αναλάβει εδώ ως Πρώτος, επι-
κεφαλής) και που αργότερα αποκαλείται «Όρος των Κελλίων». Ανήκει στην περιοχή της Μητρο-
πόλεως Λαρίσης επί Λατινοκρατίας,
οπότε βρισκόταν νοτίως των εκβολών του Πηνειού.
2. Υπάρχει και πιο προσδιορισμένο γεωγραφικά τοπωνύμιο. Κελλία λεγόταν το χωριό Λασποχώρι
κοντά στη γέφυρα του Πηνειού σύμφωνα με πρώιμο οθωμανικό έγγραφο. Μπορεί να θεωρηθεί
κατάλοιπο: 1. από την οδό την άγουσα προς Κελλία, 2. από προγενέστερο τοπωνύμιο των προ-
σχώσεων του Πηνειού στην περιοχή. Δηλαδή δεν αποδεικνύεται τόσο ότι τα Κελλία ή Ζαγορά
ήταν πολύ κοντά ή η ίδια η περιοχή ήταν μέρος των Κελλίων, όσο ότι η περιοχή κρατά κάποιες
μνήμες από μία Chilia/ Achilia, που μπορεί να ήταν ένα ξεχασμένο ή αλλαγμένο λόγω μετάθεσης,
τοπωνύμιο που κάποτε είχε σχέση με τον Αχιλλέα. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι υπήρξε κά-
ποτε εδώ ιερό του Αχιλλέα, αλλά η παράδοση του Ζώσιμου για τα ιερά των θεσσαλικών γεφυρών
του Πηνειού,
προφανώς και των παραποτάμων του που καλύπτουν όλη τη Θεσσαλία, εδώ έχει
εφαρμογή. Οπότε με αυτή την λογική μπορεί να υπήρξε ένα ιερό του Αχιλλέα, για να δικαιολογεί-
ται η παρουσία των κοπαδιών του Πηλέα θέμα που προανεφέρθη
Ανάλογη επιβίωση, από λαϊκή παράδοση ή το πιο πιθανόν λόγια επίδραση, αποτελεί η ύπαρ-
ξη στην περιοχή του οικισμού Λυκοστόμιον, βυζαντινή μακεδονική πολίχνη στα σύνορα με τη
Θεσσαλία, επιβεβαιώνοντας ότι το υδρωνύμιο με θέμα ach- (aha-) συνδυάζεται με το like-, luk-lux
(λευκό), αλλά παρετυμολογικώς μετατίθεται στο λύκος, τελικά το τοπωνύμιο Λυκοστόμιο, «στό-
μα/στόμιο του Λύκου».
Τη σημασία της περιοχής ως «στόματος του λύκου», γνωρίζει ακόμη
και ο Νορμανδός Βοημούνδος, όταν βρέθηκε να πολιορκεί τη Λάρισα στα 1082/83. Το αρχαίο
numen υδάτινων περασμάτων, το οποίο εξελίχθηκε στον λύκο που κατασπάραξε τον Ανθέα στις
εκβολές του Πηνειού (βλ. πιο πάνω) έγινε τελικά ο βυζαντινός Λύκος που φυλούσε το Στόμιο
της περιοχής; Από την άλλη μεριά, η μακεδονική Φίλα που κτίσθηκε πάνω από τις εκβολές του
Πηνειού, πιθανόν υποδηλώνει το αντίστροφο, ένα σχήμα ευφημισμού, το εχθρικό λημέρι να
θεωρηθεί φιλικό υπό την επίβλεψη των Μακεδόνων.
Ο ίδιος συνδυασμός εντοπίζεται στο εξίσου σπουδαίο λατρευτικό κέντρο, την Αρχιεπισκοπή
στο νησί Achil στην Μικρή Πρέσπα (=στα σλαβικά σωρός λευκού χιονιού), όπου μεταφέρθηκε το
985 το λείψανο του αγίου Αχιλλίου από τη Λάρισα. Το ζήτημα έθιξε πρώτος ο Α. Ρίζος, συνδέο-
ντας το όνομα του νησιού με τη λίμνη, το υγρό στοιχείο, αν και δεν λαμβάνει υπόψη ότι υπήρχε
μέχρι σχεδόν το τέλος της Αρχαιότητας πόλη Λύκη ή Λύκα (κατά το lacus, lacuna, lake), αρχαία
πόλη στο σημερινό νησί, το οποίο προ του 14 -15 ου αι. ήταν χερσόνησος.
Η Λύκη ήταν «πόλις» και όχι φυλετική κοινότητα ή κώμη, από τα ελληνιστικά χρόνια έως τον 3 ο αι. μ.Χ.
Η περιοχή
βρίσκεται στο βόρειο σύνορο της ρωμαϊκής επαρχίας της Θεσσαλίας στον 6 ο αι., όταν έφτανε ως
την Καστοριά (βλ. σημ. 4). Οι Λαρισαίοι οδηγούσαν τα ποίμνια εις τα όρη της Βουλγαρίας (δηλαδή
του θέματος της Βουλγαρίας, περιοχή Πρεσπών-Σκοπίων τον 11 ο αι.) σύμφωνα με τον Κεκαυμέ- νο.
Ενδεχόμενες σχέσεις της Ανατολικής Θεσσαλίας με την περιοχή της Μ. Πρέσπας φανερώνει
το γεγονός ότι στη βασιλική του Αγίου Αχιλλίου στη Μ.Πρέσπα βρέθηκαν εκτός από πολλά spolia
αρχαίας εποχής και πλάκες τάφων που φέρουν μέσα στο ορθογώνιο πλαίσιο να εικονίζεται κίο-
νας με ιωνικό κιονόκρανο (αρχικά υπολογίσθηκε ότι μεταφέρθηκαν από το αρχαίο νεκροταφείο
της περιοχής Λύκας). Το ίδιο ακριβώς, δηλαδή ανάλογες ταφικές κατασκευές, εντοπίσθηκε μόνον
στην Αγριά Μαγνησίας και στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου.
Μέχρι τώρα στη Πρέσπα δεν βρέθηκε επιγραφή που να αναφέρει το όνομα Αχιλλέας, αλλά μία θεότητα υπόσταση του Δία (της
βροχής), ο Κύριος Δημήτριος.
Το πλέον σίγουρο στοιχείο είναι η φύση του νησιού Αχίλ/Αγίου
Αχιλλίου, της αρχαίας Λύκας, η άφθονη ιλύς που περιβάλλει τη λίμνη, ιδίως στο σημείο που ενώ-
νεται η Μικρή με τη Μεγάλη Πρέσπα, αλλά και τον βυθό πέριξ του σημερινού νησιού. Η Πρέσπα
μέσω των κοπαδιών της Θεσσαλίας προσεγγίζεται πολύ εύκολα διαχρονικώς.
ΤΕΛΙΚΑ
Για τον καλύτερο των Αχαιών στην ομηρική επική ποίηση, τον ήρωα Αχιλλέα, υπήρχαν αρκετές μνήμες στην ύστερη ρωμαϊκή και μεσαιωνική περίοδο. Σε αυτή την περίοδο το πρόβλημα ποια ακριβώς ήταν η καταγωγή του, η Φθία ή ο Φαρσάλος, είναι δευτερεύον, και έχουν γίνει αποδεκτά και τα δύο. Σε κάθε περίπτωση θεσσαλικός ήρωας, ο Αχιλλέας έγινε οικουμενικός ήρωας: αν και μεγάλος εχθρός της Τροίας, ο Αχιλλέας και οι Θεσσαλοί ίδρυσαν έτσι το μύθο της πόλης των υποτιθέμενων προγόνων της Ρώμης, από την οποία προέκυψε η Νέα Ρώμη (330). Είναι γνωστό ότι ο Κωνσταντίνος σκόπευε να χτίσει την πρωτεύουσά του στην περιοχή της Τρωάδας. Σχετικά με τη λατρεία του Αχιλλέα από την Ιταλία στον Βόρειο Εύξεινο, το νησί Λεύκη, είναι γνωστό ότι το κέντρο του δεν ήταν η Θεσσαλία αλλά ο τάφος του Αχιλλέα στην περιοχή της Τροίας μέχρι τον τρίτο αιώνα μ.Χ., όπου οι Θεσσαλοί έστειλαν θρησκευτική αποστολή. αν και δεν είναι βέβαιο ότι αυτό συνέβαινε συνεχώς. Ο ήρωας Αχιλλέας αφομοίωσε έναν προϊστορικό νουμέν των αλλουβίων των εκβολών των ποταμών, και αυτός είναι ο λόγος που στα μέρη αυτά σώζονται πολλά τοπωνύμια που σχετίζονται με τον Αχιλλέα ή έχουν ετυμολογική σχέση με το όνομά του. Για την αριστοκρατία της Ρώμης ο Αχιλλέας ήταν στο μέρος των νικητών Αχαιών, και όχι των ηττημένων Τρωών, και ήταν πρότυπο συνδυασμού πειθαρχίας και μαχητικής αρετής, πρότυπο και για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ως Ιουστινιανός, ένας νέος Αχιλλέας. Πολλοί μεσαιωνικοί συγγραφείς ανακαινίζουν διαφορετικές εικόνες του Αχιλλέα (ή του βάναυσου γιου του Νεοπτόλεμος) και τις ηρωικές τους χώρες (Θεσσαλία-Ήπειρος) πάντα λόγω πολιτικής σκοπιμότητας (Χριστόδωρος, Ηλιόδωρος, Ισίδωρος Σεβίλλης, Νικήτας Μάγιστρος, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παχυμέρης, συγγραφέας του Αχιλλέος, Ερμωνιακός). Θα είναι επίσης μια χριστιανική ερμηνεία, ο «προφήτης Αχιλλέας», στην πόλη Σκαμνάνδρος, περιοχή Τρωάδας
πηγή
(2) Ο ήρωας Αχιλλέας στην ύστερη ρωμαϊκή και μεσαιωνική θεσσαλική παράδοση (ιστορική-ιστορικογεωγραφική ανάλυση), 2ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Φαρσάλων «Ο ομηρικός Αχιλλέας: Διαχρονικές αντανακλάσεις στην τέχνη και γραμματεία», Δήμος Φαρσάλων 2019, 49-73. | Σταύρος Γκουλούλης - Academia.edu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου