Ο παγκόσμιος ψυχρός πόλεμος με την Κίνα εξωθεί τη Δύση σε ορισμένες συμβολικές κινήσεις διπλωματικής απελπισίας και χαμένου πολιτικού γοήτρου.
Την ώρα που το βλέμμα της παγκόσμιας κοινής γνώμης ήταν στραμμένο στην για πολλοστή φορά αιματοβαμμένη γη της Παλαιστίνης, τέσσερα φαινομενικά ασύνδετα και διαφορετικά, αλλά και τόσο δηλωτικά της εποχής μας γεγονότα έρχονταν να υπενθυμίσουν τη νέα διαίρεση της υφηλίου στα ψυχροπολεμικά και ανταγωνιστικά στρατόπεδα μεταξύ Δύσης και Κίνας.
Εν αρχή ήταν τα, σε κλειστό κύκλο, εγκαίνια της έκθεσης για τη δουλεία και το δουλεμπόριο στο Ράικσμουζέουμ του Άμστερνταμ από τον βασιλιά της Ολλανδίας, Βίλεμ-Αλεξάντερ στις 16 του Μάη και με προοπτική αυτή η έκθεση να κρατήσει έως τις 29 του Αυγούστου, κορονοϊού επιτρέποντος. Η πολιτιστική αυτή πρωτοβουλία κυοφορούνταν εδώ και χρόνια ως μια εκδήλωση έμμεσης και συμβολικής συγγνώμης της Ολλανδίας για τον ρόλο της στην αποικιοκρατία και το δουλεμπόριο από την Αφρική προς τις προσαρτημένες κτήσεις κυρίως της Καραϊβικής και της Νότιας Αμερικής. Όμως το όλο εγχείρημα συναντούσε την πάγια αρνητική στάση των διαδοχικών κυβερνήσεων του Μαρκ Ρούτε, καθώς είναι υπαρκτός και δηλωμένος ο φόβος πως μια τέτοια ενέργεια πιθανώς θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, για να διεκδικήσουν οι σημερινοί απόγονοι των μαύρων σκλάβων αποζημιώσεις από το ολλανδικό κράτος, όπως έχουν διατυπώσει ξεκάθαρα τις προθέσεις τους στα δίκτυα οργάνωσης τους.
Το τελικό πράσινο φως για αυτήν την εκδήλωση δόθηκε μόλις πέρυσι από την κεντρική τράπεζα της Ολλανδίας που είναι ταυτόχρονα μεγάλος χορηγός του μουσείου και έχει ως ιδρύτρια και βασική της μέτοχο την ίδια τη βασιλική οικογένεια της χώρας. Από τη στιγμή που η τράπεζα μίλησε, και κατ’ επέκταση ο θρόνος, η κυβέρνηση υποχώρησε. Κρίσιμος κρίκος ήταν και η πίεση που ασκήθηκε από το ολλανδικό κίνημα του Black Lives Matter και τους κατά κύριο λόγο Σουριναμέζους έγχρωμους απογόνους των σκλάβων που ζουν σήμερα στην Ολλανδία. Η έκθεση θεωρείται και ένας τρόπος εκτόνωσης των διαμαρτυριών.
Εξάλλου, την τελευταία δεκαετία έχουν ενταθεί οι ενέργειες, έτσι ώστε να αναγνωριστεί ο καταστροφικός για τους ανθρώπους αλλά επικερδέστατος για την ολλανδική οικονομία ρόλος της Χάγης και του Άμστερνταμ στην παγκόσμια διπλή εξάπλωση, της δουλείας και της αποικιοκρατίας, με βασικό έπαθλο την ολοκληρωτική λεηλασία της Αφρικής. Μήπως όμως στη συγκυρία, η κεντρική τράπεζα και ο βασιλικός οίκος θυμήθηκαν να τιμήσουν τα θύματα της δουλοκτητικής αποικιοκρατικής οικονομίας που έληξε για την Ολλανδία στα μέσα του 19ου αιώνα, και με κάποια υστεροβουλία ως προς τον συμβολισμό της κίνησης;
Την ίδια μέρα, στη γειτονική Δανία, ξεκινούσε η πενθήμερη περιοδεία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν στη Βόρεια Ευρώπη και τον Αρκτικό Κύκλο. Ο Μπλίνκεν ταξίδευσε πρώτα στην Κοπεγχάγη, μετά στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας, όπου μεταξύ άλλων συναντήθηκε και με τον Ρώσο ομόλογο του, Σεργκέι Λαβρόφ και κατόπιν στο Καγκενλούρσακ της Γροιλανδίας με αφορμή, υποτίθεται, τη σύσκεψη των χωρών γύρω από την Αρκτική, στο πλαίσιο του λεγόμενου Αρκτικού Συμβουλίου, για να συζητηθεί το μέλλον της περιοχής κάτω από το πρίσμα των προκλήσεων που θέτει η κλιματική κρίση. Μέχρις εδώ, και στη βιτρίνα των ειδήσεων και των μέσων ενημέρωσης, τίποτα το φοβερό.
Όμως στην Κοπεγχάγη, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ζήτησε και πέτυχε μια άτυπη τετραμερή συνάντηση ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, της Δανίας, των Φερόων Νήσων και της Γροιλανδίας, όπου, μετά την εκλογική νίκη του αυτονομιστικού κόμματος των ιθαγενών Ινουίτ, Αταγκατιγκίιτ και την κυβερνητική συνεργασία με το κεντροδεξιό, λαϊκιστικό κόμμα, Νάλερακ, το υπουργείο έχει περάσει στα χέρια ενός δανικής καταγωγής Γροιλανδού, του Πέλε Μπρόμπεργκ, που είναι και ο επικεφαλής του Νάλερακ στο κοινοβούλιο. Γιατί έπρεπε να γίνει αυτή η προκαταρκτική συνάντηση ανάμεσα σε αυτές ακριβώς τις αντιπροσωπείες, έξω και νωρίτερα από το προγραμματισμένο πλαίσιο του Αρκτικού Συμβουλίου;
Προχθές, πάλι, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν παρέστη στις τελετές μνήμης για τη γενοκτονία των Τούτσι από τους Χούτου στη Ρουάντα, αν και στην πραγματικότητα, η ανθρωποσφαγή του 1994 ελάχιστα ξεχώρισε θύματα ανάμεσα στις διαφορετικές εθνοτικές ομάδες εξοντώνοντας παράλληλα σχεδόν ολοκληρωτικά και την υπο-μειονότητα των Πυγμαίων της χώρας. Στο πλαίσιο της επίσκεψης του, ο Γάλλος πρόεδρος ζήτησε δημόσια “συγγνώμη” για τη στάση της χώρα; του κατά τη διάρκεια των αιματηρών εκείνων δώδεκα εβδομάδων, καθώς η τότε κυβέρνηση του Φρανσουά Μιτεράν είχε τηρήσει στάση διπλωματικής σιωπής και πολυεπίπεδης στήριξης στην κατακρημνισμένη στο τέλος από τον εμφύλιο πόλεμο και τη νίκη των ανταρτών Τούτσι, κυβέρνηση των στρατιωτικών Χούτου. Αυτοί είχαν διαδεχθεί εσπευσμένα τον δολοφονημένο πρόεδρο-δικτάτορα, Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, έπειτα από την πυραυλική επίθεση στο προεδρικό αεροσκάφος, στις 6 Απριλίου 1994, ημερομηνία της τυπικής όσο και προσχεδιασμένης έναρξης των σφαγών στην κεντροαφρικανική χώρα.
Γιατί άραγε η Γαλλία θυμήθηκε μόλις σήμερα να ζητήσει αυτήν τη δημόσια και κάπως “με μισή καρδιά” συγγνώμη, με καθυστέρηση είκοσι επτά ετών και έπειτα από την πρώτα ταραχώδη διακοπή και έπειτα μερική αποκατάσταση των διπλωματικών της σχέσεων με το Κιγκάλι τα προηγούμενα δεκαπέντε χρόνια;
Τέλος, και σε ένα αποκορύφωμα αυτών των φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους γεγονότων, η Γερμανία διά του υπουργού Εξωτερικών της, Χάικο Μάας ανακοίνωσε, κάπως εσπευσμένα καθώς τυπικά δεν έχουν ολοκληρωθεί οι συζητήσεις, την επίτευξη διμερούς συμφωνίας με τη Ναμίμπια. Με αυτήν και έπειτα από πολύχρονες διαπραγματεύσεις, το Βερολίνο αναγνωρίζει πως η περίοδος της γερμανικής αποικιοκρατικής κατοχής και διοίκησης στη Νοτιοδυτική Αφρική συνιστούσε “γενοκτονία” σε βάρος των ιθαγενών φυλών των Νάμα και Χερέρο, ειδικά κατά την τετραετία 1904-1908. Παράλληλα, η Γερμανία αναλαμβάνει να προχωρήσει σε ένα μεγαλεπήβολο επενδυτικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης της Ναμίμπια, ύψους 1,3 δισε. ευρώ για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Εκ πρώτης όψεως, μια πολύ εντυπωσιακή είδηση. Όμως γιατί τώρα;
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις συνδέονται ουσιωδώς με τον παγκόσμιο, πολιτικό και οικονομικό, ρόλο που έχει αποκτήσει η Κίνα, επενδύοντας ταυτόχρονα σε όλα εκείνα τα γεωστρατηγικής σημασίας σημεία του πλανήτη στα οποία, από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, επήλθε η αποτίναξη των αποικιοκρατικών δεσμών ή υποβιβάστηκε η οικονομική τους σημασία για τις ευρωπαϊκές κυρίως μητροπόλεις. Με αυτό το πρίσμα, ειδικά η πρωτοβουλία του βασιλικού οίκου της Ολλανδίας και της κεντρικής τράπεζας της χώρας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική έμμεση ομολογία ενοχής και συγγνώμης για το παρελθόν, προκειμένου να επανέλθουν σε ένα χαμένο προ πολλού υψηλό επίπεδο οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της Χάγης με τη Λατινική Αμερική, γενικά, και με τις παλιές της αποικίες, ειδικά.
Η Κίνα έχει εισβάλει οικονομικά στη Λατινική Αμερική
Στη Λατινική Αμερική, και μόνο μέσα στο 2019, η Κίνα υπερκέρασε για πρώτη φορά πλήρως τις Ηνωμένες Πολιτείες στη χρηματοδότηση και τη διοικητική υποστήριξη μεγάλης κλίμακας έργων, με άμεσες επενδύσεις ύψους 12,9 δισ. δολαρίων. Οι περισσότερες κατευθύνονται στην κατασκευή στρατηγικής σημασίας υποδομών όπως είναι τα λιμάνια, οι σιδηρόδρομοι, οι αυτοκινητόδρομοι και οι εγκαταστάσεις φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, καθώς το Πεκίνο είναι ο κορυφαίος πια εισαγωγέας και καταναλωτής λατινοαμερικανικών προϊόντων, όπως το πετρέλαιο, το βόειο κρέας, η σόγια, ο σίδηρος και ο χαλκός από την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και τη Χιλή, αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, η Κίνα κατασκευάζει εκείνες τις υποδομές που θα εξυπηρετήσουν την απομύζηση των λατινοαμερικανικών κρατών από τον ορυκτό, γεωργικό και κτηνοτροφικό πλούτο τους.
Η πάλαι ποτέ ολλανδική αποικία του Σουρινάμ δεν έχει ξεφύγει από αυτήν την πολυετή “επίθεση αγάπης” των Κινέζων: αυτή τη στιγμή υλοποιούνται τρία μείζονα έργα υποδομών, στο εθνικό οδικό δίκτυο, τους εμπορικούς λιμένες της πρωτεύουσας Παραμαρίμπο και τις τηλεπικοινωνίες, με την επίβλεψη της Huawei, όλα χρηματοδοτούμενα από την Κίνα. Η πανδημία της Covid-19 ενίσχυσε έτι περαιτέρω αυτή τη στενή οικονομική και πολιτική σχέση: το Πεκίνο προμήθευσε κατά προτεραιότητα το Σουρινάμ με ιατρικό εξοπλισμό, εμβόλια και αποστολές εφοδίων, καθώς η χώρα δοκιμάζεται σκληρά από την πανδημία και τα νοσοκομεία έχουν ξεχειλίσει από ασθενείς. Το τελευταίο χρονικά και προφανές διπλωματικά αντάλλαγμα ήταν ότι το Σουρινάμ υποστήριξε αναφανδόν την Κίνα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τον Ιούνιο του 2020, στο ζήτημα του νόμου περί εθνικής ασφάλειας που σκληραίνει το καθεστώς επιτήρησης του Χονγκ Κονγκ και είχε προκαλέσει πολύμηνες διαδηλώσεις και θυελλώδεις διαμαρτυρίες στην ημιαυτόνομη πόλη-κράτος της Ασίας.
Η διανομή της Αφρικής μεταξύ παλιών και νέων αποικιοκρατών
Την ίδια διπλωματική στάση υπέρ του Πεκίνου στα Ηνωμένα Έθνη, είχε κρατήσει πέρυσι και το Μπουρούντι. Η κεντροαφρικανική δημοκρατία, γειτονική στη Ρουάντα, με παραπλήσια, αν θέλετε, σιαμαία ιστορία αποικιοκρατίας και εθνοτικών συγκρούσεων από την εποχή πρώτα της γερμανικής και έπειτα της βελγικής κατάκτησης των δύο χωρών, έχει σφυρηλατήσει μακροχρόνιες και βαθιές σχέσεις με την Κίνα, που επένδυσε μόνο το 2020 και πάντα και στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας, 164 εκατομμύρια δολάρια στη χώρα. Το Μπουρούντι έχει πλούσιο σε ορυκτά υπέδαφος: χαλκός, ταντάλιο, το τόσο πολύτιμο για τις μπαταρίες φορητών ηλεκτρονικών συσκευών κοβάλτιο, νικέλιο βρίσκονται σε ορυχεία όπου διάφορα κοινοπρακτικά σχήματα εκμετάλλευσης αποσπούν αυτόν τον πλούτο για την παραγωγή και κατανάλωση της Κίνας. Σε ανάλογης σημασίας και έκτασης κοιτάσματα “κάθεται” και η Ρουάντα, που δεν έχει ακόμη ανοίξει την οικονομία της σε εξορυκτικές δραστηριότητες.
Συνολικά στην Αφρική και σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του 2019, η Κίνα έβρεξε χρήμα: πάνω από 7,2 δισ. δολάρια για στρατηγικές υποδομές, όπως συμβαίνει και στη Λατινική Αμερική (δρόμοι, λιμάνια, σιδηροδρομικά δίκτυα κ.α.). Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ασθμαίνουσα σήμερα Γαλλία της προεδρίας Μακρόν που τρέχει καταϊδρωμένος πρώτα, να ζητήσει “συγγνώμη” από το Κιγκάλι για τη γενοκτονία του 1994, κατόπιν να συζητήσει στη Νότια Αφρική την εξέλιξη της πανδημίας και την πολιτική κρίση στη Μοζαμβίκη, έχουν υποχωρήσει στα ιστορικά χαμηλά των 3,15 δισ. δολαρίων άμεσης οικονομικής υποστήριξης προς όλες τις αφρικανικές χώρες.
Η Δύση χάνει, μπροστά στα μάτια της, τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της πιο πλούσιας σε πρώτες ύλες και συνάμα πιο λεηλατημένης ηπείρου του πλανήτη και παλεύει να ανακτήσει ένα προ πολλού φθαρμένο κύρος με καταρχάς ‘’συμβολικές’’ πράξεις επανατοποθέτησης της εξωτερικής της πολιτικής σε σχέση με το παρελθόν, μήπως και περισώσει κάτι από το καταρρακωμένο παρόν και το ανταγωνιστικά θλιβερό μέλλον στην Αφρική της νέας αποικιοκρατικής διείσδυσης.
Αυτά βλέπει το Βερολίνο και σπεύδει να κατοχυρώσει ξανά τον ρόλο του στη Δυτική Αφρική, συγκεκριμένα στην παλιά και αιματοβαμμένη αποικία της Νοτιοδυτικής Αφρικής, προσφέροντας μία σε μεγάλο βαθμό υστερόβουλη και σίγουρα ιστορικά και νομικά πρωθύστερη αναγνώριση της γενοκτονίας των ιθαγενών στη χώρα, προκειμένου να ξεκινήσουν ξανά και σε νέες βάσεις, οι οικονομικές σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ της Γερμανίας και της Ναμίμπια. Και πώς θα γινόταν διαφορετικά όταν αυτή η χώρα διαθέτει στο έδαφος της, τα μεγαλύτερα, πλέον προσιτά και εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα ουρανίου σε όλη την ήπειρο; Το ουράνιο είναι ένας από τους ορυκτούς πόρους που δεν πρέπει να πέφτουν χωρίς άγρια διπλωματική πάλη σε “λάθος χέρια” από τη στιγμή που σε αυτό βασίζεται η παραγωγή πυρηνικού οπλοστασίου ή εργοστασίων. Διόλου τυχαία, το εθνικό έργο που λογικά θα ενταχθεί πρώτο στο πακέτο “επανόρθωσης” των 1,3 δισ. ευρώ είναι εκείνο του νέου, πολυδαίδαλου σιδηροδρομικού δικτύου, προκειμένου ο σημερινός ορυκτός πλούτος της Ναμίμπια να υφαρπαχθεί χωρίς ενοχές στοιχειωμένες από το αιματηρό παρελθόν, λέμε εμείς.
Οι διπλωματικοί πάγοι λιώνουν μεταξύ Γροιλανδίας και ΗΠΑ
Κάπως έτσι, επιστρέφουμε στον Βορρά του Ατλαντικού. Με αφορμή τις πρόσφατες, πρόωρες εθνικές εκλογές για το νέο κοινοβούλιο της Γροιλανδίας, είχαμε αφιερώσει σχετικό άρθρο στο “Κοσμοδρόμιο” αναφορικά με τις προοπτικές που ανοίγονταν έπειτα από την αναμενόμενη νίκη του αριστερού, αυτονομιστικού κόμματος των Ινουίτ, Αταγκατιγκίιτ. Οι Ινουίτ είχαν ταχθεί κατηγορηματικά εναντίον της έναρξης εξορυκτικών εργασιών στο πεδίο του Κβάνεφελντ. Εκεί, βρίσκονται ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα σπάνιων γαιών τα οποία η προηγούμενη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Σιουμούτ είχε εκχωρήσει αρχικά σε μια αυστραλο-κινεζική κοινοπραξία των εταιρειών Greenland Minerals και Shenghe Resources. Με όχι και τόσο μεγάλη ζέση, την τελευταίας προεκλογικής στιγμής αποδοκιμασία τους στο ορυχείο είχαν εκφράσει και οι κεντροδεξιοί του Νάλερακ, παρόλο που στην προηγούμενη σύνθεση του κοινοβουλίου είχαν προτιμήσει να απέχουν από τις σχετικές ψηφοφορίες. Με την τετραμερή συνάντηση που επεδίωξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Άντονι Μπλίνκεν ανάμεσα σε όλους τους “ενδιαφερόμενους” υπουργούς Εξωτερικών (και Εμπορίου στην περίπτωση της Γροιλανδίας) με ισχυρούς πολιτικούς, κοινωνικούς και γενεαλογικούς δεσμούς με το νησί, πέτυχαν πρώτα και κύρια να λιώσουν οι διπλωματικοί πάγοι ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Νούουκ, πρωτεύουσα της Γροιλανδίας.
Ήδη σε συνέντευξη τους στο περιοδικό ΤΙΜΕ, ο πρωθυπουργός της Γροιλανδίας, ο 34χρονος ιθαγενής Μούτε Εγκέντε και ο υπουργός Εξωτερικών, Πέλε Μπρόμπεργκ ξεκαθάρισαν ότι “από τις Ηνωμένες Πολιτείες ζητούμε βοήθεια για την ανάπτυξη της αλιείας, του τουρισμού και ενδεχομένως των εξορύξεων στο νησί μας, αναγνωρίζοντας ότι αυτό θα καταστεί πολύτιμο τα επόμενα χρόνια λόγω των νέων συνθηκών που θα διαμορφώσει η κλιματική αλλαγή. Επίσης ξέρουμε ότι υπάρχει μια ξεχασμένη αμερικανική στρατιωτική βάση στο νησί μας, αλλά δεν θα θέλαμε να χρησιμοποιηθεί αυτή, χωρίς αντάλλαγμα, για να παρακολουθούν οι Αμερικανοί τους Κινέζους ή τους Ρώσους”. Στροφή στον “ρεαλισμό”, ένδειξη προθέσεων προς τη Ουάσιγκτον και κίνηση πρόσω ολοταχώς για την παγκοσμιοποιημένη ενσωμάτωση και από τους έως χθες “ανυπότακτους” Ινουίτ; Πιθανότατα. Με κάποιο “αντάλλαγμα”, όπως είπαν οι δύο Γροιλανδοί πολιτικοί στο ΤΙΜΕ.
Ο Μπλίνκεν δήλωσε δημόσια ότι η Ουάσιγκτον δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει το νησί από τη Δανία, όπως είχε ισχυριστεί ανοικονόμητα ο Ντόναλντ Τραμπ, το 2019. Αυτή η δήλωση όμως δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν οι προσπάθειες επηρεασμού και χειραγώγησης της γροιλανδικής κυβέρνησης, προκειμένου αφενός να σταματήσει κάθε σχεδιαζόμενη, εξορυκτική δραστηριότητα της Κίνας στο νησί και αφετέρου να ξεκινήσουν από μηδενική βάση οι όποιες νέες διαπραγματεύσεις με την Κοπεγχάγη για να πετύχει το Νούουκ, την πολυπόθητη πλήρη ανεξαρτησία από τη Δανία. Αυτό θα είναι το λογικό και ιστορικό “αντάλλαγμα” που επιδιώκει η κυβέρνηση συνεργασίας των Γροιλανδών, μαζί με μια έκφραση “συγγνώμης” από τους κυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες της Μέτε Φρεντέρικσεν για τα διακόσια και πλέον χρόνια αποικιοκρατικής διοίκησης στο νησί της “πράσινης γης”, προκειμένου να παραχωρηθούν εν συνεχεία ευρύτατα οικονομικά, επιχειρηματικά και “ενδεχομένως” εξορυκτικά προνόμια και δικαιώματα στην Αμερική και τις άλλες δυνάμεις της Δύσης.
Με άλλα λόγια, η πολιτική εξάρτηση από τη Δανία θα φύγει από την πόρτα, για να επιστρέψει η οικονομική πρόσδεση από το παράθυρο. Τι διαφορετικό, εξάλλου, κάνουν αυτή τη στιγμή, Ολλανδοί, Γάλλοι και Γερμανοί όταν αναγνωρίζουν την αποικιοκρατική ενοχή τους και ζητούν συμβολικά “συγγνώμη” για το ακραία εκμεταλλευτικό τους παρελθόν, προγραμματίζοντας ένα ανταγωνιστικό διπλωματικό και οικονομικό μέλλον με την Κίνα, με στόχο να αποσπάσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα και ανταλλάγματα από τις παλιές τους αποικίες, με τις ανάλογες επενδυτικές παρεμβάσεις και εξαγορές;
Οι Δυτικοί, επομένως, ξανάρχονται. Στις ίδιες ηπείρους, στις ίδιες γεωγραφικές συντεταγμένες, στις ίδιες παλιές αποικίες, που είτε εγκατέλειψαν, είτε παραγνώρισαν, είτε “ξέχασαν” βλέποντας, ειδικά την τελευταία δεκαετία, την Κίνα να τους προσπερνά και να τους υπερφαλαγγίζει στις ίδιες ηπείρους, στις ίδιες γεωγραφικές συντεταγμένες και τις ίδιες πολύτιμες για το παραγωγικό και ορυκτό κεφάλαιο τους πρώην δυτικές αποικίες. Οπότε, η γαλλική “συγγνώμη”, η ολλανδική “ενοχή”, η γερμανική “αναγνώριση γενοκτονίας” και η αμερικανική “τετραμερής” δεν είναι αθώες στο παγκόσμιο περιβάλλον γεωπολιτικών ανταγωνισμών ισχύος της εποχής μας. Το παιχνίδι έχει ανοίξει, είναι πλανητικό και σε αυτό επιστρατεύονται όλα τα υπαρκτά ή κατασκευασμένα, διπλωματικά και πολιτικά όπλα – ακόμη και οι υποκριτικές “συγγνώμες”, “ενοχές” ή “επανορθώσεις” για το βαρύ, αιματηρό και εκμεταλλευτικό παρελθόν που προμηνύει ένα εξίσου βαρύ και ίσως αιματηρό εκμεταλλευτικό μέλλον, όποια παγκόσμια αποικιοκρατική δύναμη της Δύσης ή της Ανατολής επικρατήσει σε αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου