Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι να βρέξη θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος.
Εσύρανε τα ρέματα, εσύραν τα λαγκάδια,
κ’ εκόπηκε το πέρασμα, κ’ εκόπη το γιοφύρι,
που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις ασημομπιστόλαις.
Κινάν και πάν `ς την εκκλησιά για να λειτρουγηθούνε,
φορούν τα πόσια τα χρυσά, τοις ασημοπαλάσκαις.
Σίντας ξελειτρουγήσανε και βγήκαν `ς την κουβέντα,
πετάχτηκε ό Κωσταντής και λέει του Δημητράκη.
"Τούτ’ η χαρά πού χομ’ εμείς σε λύπη θα μας φέρη,
πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο θιος να μας γλιτώση."
Τακούει ο Παναγιώταρος κ'εσβήστη από τα γέλοια.
"Τι λες, κουμπάρε Κωσταντή, τι λες, τι κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και ο Αλαμάνος."
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κ’ η συντυχιά κρατειώταν,
Μπουλούκπασας τους έκλεισε με χίλιους πεντακόσιους.
Τρεις περδικούλαις κάθουνται `ς τον πύργο της Καστάνιας,
η μία κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη το Δημητράκη,
κ’ η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη.
Β'
Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα,
καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ’ η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ’ άρματα του πελάγου.
'Σ την Άρια που έρρηξε τ’ ορδί διαβάζει το φερμάνι.
"Ποιος ειν’ ο Παναγιώταρος, ποιο λεν Κολοκοτρώνη,
να ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε."
Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη.
"Δεν προσκυνούμε Αλή μπεη, ο νους σου μη το βάνη,
τάρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια."
Κι’ ο Αλή μπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη.
Δώδεκα ημέραις πολεμάει με τόπια με ντουφέκια,
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
καρσί `ς τον πύργο τα βαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ’ έτρεμε, κ’ ήθελε για να πέση...
Γ'
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το εν’ απάνω `ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τι τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά `ν’ και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ’ άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ’ έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι’ αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
2 σχόλια:
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και ο Αλαμάνος.
Σ' αυτό το ηρωικό χωριουδάκι είχα την τύχη και την τιμή να γεννηθώ!!!
Εεεετσιιι….ούτε Τούρκος ούτε Αλαμάνος....΄τιμή σου!!ευχομαι να είσαι πάντα καλά και να επισκέπτεσαι το χωριουδάκι σου...
Δημοσίευση σχολίου