«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ»
«Μια φορά κι έναν καιρό, αν και δεν ήταν ο καιρός μου ή ο καιρός σας ή ο καιρός κανενός άλλου, σε μια άλλη εποχή και πολύ μακριά από αυτά τα μέρη.....».
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1812, ο Γιάκομπ Γκριμ (Jacob Ludwig Carl Grimm) και ο Βίλχελμ Γκριμ (Wilhelm Carl Grimm) στην ηλικία των 27 και 26 χρονών αντίστοιχα, δημοσιεύουν τον πρώτο τόμο μιας συλλογής η οποία στην πορεία του χρόνου θα γινόταν η πιο αγαπημένη συλλογή παραμυθιών για μικρούς και μεγάλους. Παραμύθια που έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές παιδιών και έχουν εμπνεύσει ατελείωτες εκδοχές τους είτε σε βιβλία είτε στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.
Ο πρώτος αυτός τόμος, υπό το όνομα «Kinder - und Hausmärchen», δηλαδή Παιδικά και Οικογενειακά Παραμύθια, περιείχε 86 ιστορίες και κυκλοφόρησε εν μέσω αντιδράσεων, επειδή τα περισσότερα από αυτά ήταν ακατάλληλα για παιδιά.
Τα παραμύθια που γνωρίζουμε σήμερα, αυτά που συνεχώς ανατυπώνονται, μεταφράζονται σ’ όλες τις γλώσσες και έχουν γίνει διάσημα, δεν είναι εκείνα που δημοσιεύτηκαν το 1812. Τα γνωστά σ’ όλους μας παραμύθια με τη σημερινή τους μορφή δημοσιεύονται στην έκδοση του 1857, η οποία είχε ελάχιστες, ίσως και καμία, ομοιότητες με την αρχική έκδοση του 1812. Μέσα στα 45 χρόνια και τις 6 εκδόσεις που μεσολάβησαν ανάμεσα στην αρχική έκδοση του 1812 και στην τελική του 1857, οι αδερφοί Γκριμ διόρθωσαν και, σε αρκετές περιπτώσεις, ξαναέγραψαν πλήρως τις ιστορίες ώστε να ανταποκρίνονται στις παιδικές ψυχές.
Οι αδελφοί Γιάκομπ και Βίλχελμ Καρλ Γκριμ ήταν δύο ιδιαίτερα δημοφιλείς συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών. Γεννήθηκαν στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και στις 24 Φεβρουαρίου του 1786 αντίστοιχα, στο Χάναου της Γερμανίας. Οι γονείς τους Φίλιπ Βίλχελμ (Philip Wilhelm Grimm) και Δωροθέα (Dorothea Zimmer) είχαν συνολικά εννέα παιδιά, από τα οποία τα τρία απεβίωσαν όταν ήταν ακόμα βρέφη. Το 1796, όταν ο Γιάκομπ, που ήταν και ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος, ήταν ένδεκα ετών, ο πατέρας τους πέθανε από πνευμονία, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη φτώχεια στην οικογένεια ,δυσκόλεψε τη ζωή τους και τους επηρέασε για χρόνια. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια τα αδέρφια, αν και διαφορετικοί χαρακτήρες (ο Γιάκομπ ήταν εσωστρεφής χαρακτήρας, σε αντίθεση με τον κοινωνικό Βίλχελμ) ανέπτυξαν έναν έντονο μεταξύ τους δεσμό και συνδέθηκαν ιδιαίτερα αντιμετωπίζοντας από κοινού τις δυσκολίες της ορφάνιας τους.
Οι Γκριμ τελείωσαν το Γυμνάσιο στο Κάσσελ και μετά σπούδασαν νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ όπου βίωσαν έντονα τον ρατσισμό λόγω της κατώτερης κοινωνικής τους τάξης. Αφού εργάστηκαν ένα διάστημα ως βιβλιοθηκάριοι στο Κάσσελ προσελήφθησαν ως καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, ο Γιάκομπ το 1830 και ο αδελφός του πέντε χρόνια αργότερα. Όμως, το 1837 απολύθηκαν επειδή διαμαρτυρήθηκαν μαζί με άλλους πέντε συναδέλφους τους κατά του βασιλιά Ερνέστου Αυγούστου Α΄, για την απόφασή του να καταργήσει το φιλελεύθερο σύνταγμα του βασιλείου του Ανόβερου. Η ομάδα των επτά, αυτών διαδηλωτών έγινε γνωστή ως «οι επτά του Γκέτινγκεν» (Göttinger Sieben).
Οι σπουδές τους είχαν ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η αφοσίωση τους στη συλλογή γερμανικών λαϊκών παραμυθιών. Η άνοδος του ρομαντισμού, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αναβίωσε το ενδιαφέρον τους για τις παραδοσιακές λαϊκές ιστορίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν για τους Γκριμ μια καθαρή μορφή εθνικής λογοτεχνίας και πολιτισμού. Με στόχο την ακαδημαϊκή τους έρευνα για τα λαϊκά παραμύθια καθιέρωσαν μια μεθοδολογία συλλογής και καταγραφής λαϊκών ιστοριών που αποτέλεσε τη βάση για τις μετέπειτα λαογραφικές μελέτες. Όπως αναφέρει ο Βίλχελμ στην αυτοβιογραφία του«η αγάπη με την οποία μελετήσαμε την παλιά γερμανική μας βοήθησε να ξεπεράσουμε την πνευματική κατάθλιψη εκείνων των ημερών».
Οι Γκριμ ήταν συγγραφείς και συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών, στα οποία ο Βίλχελμ Καρλ Γκριμ έδωσε λογοτεχνική μορφή και τα προσάρμοσε για παιδιά. Άρχισαν να συλλέγουν παραμύθια γύρω στο 1807, μια περίοδο που υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για παρόμοια έργα, καθώς μεταξύ του 1805 και του 1809 οι Λούντβιχ Άχιμ φον Άρνιμ (Ludwig Achim von Arnim) και Κλέμενς Μπρεντάνο (Clemens Brentano Wenzeslaus de La Roche) είχαν κυκλοφορήσει μία συλλογή με παραδοσιακά ποιήματα και λαϊκά γερμανικά τραγούδια με τίτλο «Des Knaben Wunderhorn» (Το μαγικό κέρας του παιδιού), ενώ περίπου έναν αιώνα νωρίτερα ο Γάλλος Σαρλ Περώ (Charles Perrault ) είχε εκδώσει και αυτός τη δική του συλλογή με παραμύθια.
Τα χρόνια εκείνα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για την οικογένεια Γκριμ. Όπως γράφει σε μια επιστολή που έστειλε στη θεία του ο Βίλχελμ: «Πέντε άνθρωποι τρώμε τρεις μερίδες φαγητό μια φορά την ημέρα». Για ένα διάστημα μάλιστα ο Γιάκομπ αναγκάζεται να μεταβεί στο Παρίσι όπου εργάστηκε ως βοηθός έρευνας του νομικού και ιστορικού Φον Σαβινί (Friedrich Carl von Savigny) για να μπορεί να συντηρεί όλη την οικογένεια. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1806 ο Κλέμενς Μπρεντάνο (Γερμανός λογοτέχνης, ιταλικής καταγωγής) ζήτησε τη βοήθεια των αδελφών για να προσθέσει στη συλλογή του λαϊκές ιστορίες, οπότε οι Γκριμ άρχισαν να συγκεντρώνουν παραμύθια με οργανωμένο τρόπο. Μέχρι το 1810, είχαν δημιουργήσει μια πλούσια χειρόγραφη συλλογή παραμυθιών, η οποία αποκτήθηκε έπειτα από πρόσκληση αφηγητών στο σπίτι τους και καταγραφή όσων άκουσαν. Κατόπιν αιτήματος του Μπρεντάνο, έγραψαν και έστειλαν αντίγραφα 53 ιστοριών για να συμπεριληφθούν στον τρίτο τόμο της έκδοσης «Des Knaben Wunderhorn» (Το μαγικό κέρας του παιδιού). Ο Μπρεντάνο είτε τις αγνόησε είτε ξεχάστηκε, αφήνοντας τα αντίγραφα σε μια εκκλησία στην Αλσατία, όπου βρέθηκαν το 1920 και έγιναν γνωστά ως χειρόγραφο Ölenberg. Πρόκειται για την παλαιότερη εκδοχή της συλλογής των αδερφών Γκριμ. Το συγκεκριμένο χειρόγραφο εκδόθηκε το 1927 και πάλι το 1975 Oι Γκριμ εξέδωσαν τελικά οι ίδιοι τον πρώτο τόμο παραμυθιών το 1812 υπό το όνομα «Kinder - und Hausmärchen» (Παιδικά και Οικογενειακά Παραμύθια), ο οποίος περιείχε 86 ιστορίες. Ακολούθησαν άλλες 70 ιστορίες σε ένα δεύτερο τόμο, που εκδόθηκε το 1814. Αυτή η έκδοση ήταν εικονογραφημένη από τον Λούντβιχ Έμιλ Γκριμ (Ludwig Emil Grimm ), τον τρίτο αδερφό της οικογένειας, ο οποίος ήταν ζωγράφος και χαράκτης. Διετέλεσε μάλιστα και καθηγητής της ακαδημίας ζωγραφικής του Κάσσελ και φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες με θρησκευτικά θέματα και προσωπογραφίες, που ακόμα και σήμερα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Οι μύθοι που παρουσίασαν στον πρώτο τόμο προϋπήρχαν στη λαϊκή γερμανική παράδοση, όμως οι αδελφοί Γκριμ βασίστηκαν σε συγκεκριμένες αφηγήσεις και όχι απλά σ' ό,τι έπιανε τ' αυτί τους στο δρόμο. Σύμφωνα με τον Χόλγκερ Έρχαρντ (Dr. Holger Ehrhardt), καθηγητή του Πανεπιστημίου στο Κάσσελ, όπου έζησαν, τα παραμύθια που περιέχονται στο πρώτο αυτό βιβλίο (μεταξύ των οποίων η Κοκκινοσκουφίτσα, η Χιονάτη και οι Εφτά Νάνοι, η Σταχτοπούτα κλπ.), προήλθαν από τις αφηγήσεις των οικογενειών Wild και Hassenpflug.
Στην πρώτη αυτή έκδοση των Γκριμ περιλαμβάνονταν θρύλοι, μυθιστορήματα και λαϊκές ιστορίες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν προοριζόταν για παιδικά παραμύθια. Ο ποιητής φον Άρνιμ (Von Armin) και φίλος των αδερφών ανησυχούσε βαθύτατα για το περιεχόμενο κάποιων παραμυθιών, όπως εκείνων που έδειχναν ότι τα παιδιά κατασπαράζονταν και πρότεινε να αφαιρεθούν. Αντ 'αυτού, οι Γκριμ πρόσθεσαν μια εισαγωγή με προειδοποιητικές συμβουλές προς τους γονείς καθώς είχαν την πεποίθηση ότι όλες οι ιστορίες είχαν αξία και αντανακλούσαν εγγενείς πολιτιστικές ιδιότητες. Επιπλέον, οι ιστορίες αυτές ήταν διδακτικές σε μια εποχή που η πειθαρχία βασιζόταν κυρίως στο φόβο και οι περισσότερες απ΄ αυτές, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα και η ιστορία του Χάνσελ και της Γκρέτελ γράφτηκαν ως προειδοποιητικές ιστορίες για παιδιά.
Οι Γκριμ κέρδισαν τη φήμη τους για τη συλλογή ιστοριών από τους αγρότες, αν και πολλές ιστορίες προέρχονταν από τις επαφές που είχαν με αριστοκρατικές οικογένειες, οι οποίες τους μετέφεραν ιστορίες και παραμύθια του Μεσαίωνα. Ο Βίλχελμ, επίσης, συγκέντρωσε μια σειρά από ιστορίες χάρη στη φιλία του με τον Βαρόνο Αμπενμπούργκ (August Franz Ludwig Maria ή Baron von Haxthausen-Abbenburg) τον οποίο είχε επισκεφθεί το 1811 στη Βεστφαλία, όπου άκουσε ιστορίες από τον κύκλο φίλων του. Ο Βαρόνος ήταν γνωστός συλλέκτης λαϊκών τραγουδιών της εποχής. Κατά την διάρκεια της επίσκεψης του, ο Βίλχελμ συγκέντρωσε ιστορίες και παραμύθια από Ουγενότους. Οι Ουγενότοι /Huguenots (Les Ηuguenots στα γαλλικά) ήταν μέλη της Προτεσταντικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Γαλλίας κατά τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, γνωστοί και ως Γάλλοι Καλβινιστές. Ο γαλλικός αυτός όρος (Les Ηuguenots ) χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τους Γάλλους αριστοκράτες που εμπνεύστηκαν από τα γραπτά του Ιωάννη Καλβίνου (Jean Calvin) και ασπάστηκαν τον προτεσταντισμό. Είναι πολύ πιθανό οι Huguenots να ήταν εξοικειωμένοι με τις ιστορίες του Περρώ. Eπίσης, είναι πιθανό μέσα από τις αφηγήσεις τους να μετέφεραν τα βιώματά τους από τους Γαλλικούς θρησκευτικούς πολέμους (1562–1598) και κυρίως από τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (Massacre de la Saint-Barthélemy) που ήταν η αφετηρία για την σφαγή χιλιάδων Ουγενότων πολιτών (οι διάφορες εκτιμήσεις κυμαίνονται ευρέως από 5.000 έως 100.000) σε όλη τη χώρα από τους Καθολικούς Γάλλους.
Το πρώτο βιβλίο των αδερφών Γκριμ έβριθε τρομακτικών και αφάνταστα νοσηρών περιγραφών. Επομένως, δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία κι έτσι ο Βίλχελμ επεξεργάστηκε και πάλι τις ιστορίες, δίνοντας τους μια περισσότερο συναισθηματική διάσταση. Για παράδειγμα, οι κακές μανάδες έδωσαν τη θέση τους σε κακές μητριές, ενώ οι γυμνές πριγκίπισσες δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς τα ρούχα τους. Από κει και μετά, οι Γκριμ άλλαξαν λίγο τις ιστορίες βάζοντας και δικά τους στοιχεία.
Άλλες ιστορίες συλλέχθηκαν από τη Δωροθέα Βιέχμαν (Dorothea Viehmann). Η Katharina Dorothea Pierson, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γνωρίστηκε με τους Γκριμ το 1813 και πολλές από τις ιστορίες της δημοσιεύθηκαν στον δεύτερο τόμο των παραμυθιών που κυκλοφόρησε το 1814. Oι πρόγονοι της Δωροθέας ήταν επίσης Προτεστάντες (Ουγενότοι), διώχθηκαν από τη Γαλλία και εγκαταστάθηκαν στο Κάσσελ. Λόγω των προγόνων της, η Δωροθέα ήξερε τα περισσότερα γαλλικά παραμύθια. Όπως αναφέρει ο Βίλχελμ στην αυτοβιογραφία του ήταν μια εκπληκτική σύμπτωση που συνάντησαν αυτή τη γυναίκα, η οποία μπορούσε να επαναλάβει τις ιστορίες της ξανά και ξανά χωρίς να αλλάξει μια λέξη.
Μεταξύ του 1816 και του 1818 εξέδωσαν δύο τόμους με γερμανικούς θρύλους με τίτλο «Deutsche Sagen» (Γερμανικές παροιμίες). Οι τόμοι περιείχαν 585 ιστορίες γραμμένες με χρονολογική σειρά. Ακόμη, κυκλοφόρησαν μία έκδοση με ιρλανδικές ιστορίες σχετικές με ξωτικά «Irische Elfenmärchen» το 1826, η οποία αποτελούσε μετάφραση και σχολιασμό μέρους του έργου «Fairy Legends and Traditions of the South of Ireland» του Ιρλανδού Τόμας Κρόφτον Κρόκερ, καθώς και μία έκδοση με τον τίτλο «Deutsche Mythologie» (Γερμανική Μυθολογία) το 1835.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, τα δυο αδέρφια τροποποίησαν, επεξεργάστηκαν και έγραψαν από την αρχή τις ιστορίες τους αφαιρώντας στοιχεία από παλαιές γερμανικές και γοτθικές θρησκείες, κομμάτια από την μυθολογία των Σκανδιναβών και μεσαιωνικά κατάλοιπα. Ο Βίλχελμ ανέλαβε αποκλειστικά την ευθύνη για τις αλλαγές, ενώ το 1819 τα δυο αδέρφια αποφάσισαν να τροποποιήσουν εντελώς την έκδοση ώστε να απευθύνεται και σε παιδιά.
Το 1825 ο Βίλχελμ παντρεύτηκε την Δωροθέα (Henriette Dorothea Wild), κόρη της οικογένειας Wild, μια από τις οικογένειες που τον τροφοδοτούσε με ιστορίες, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Γιάκομπ Γκριμ δεν παντρεύτηκε ποτέ και συνέχιζε να ζει με τα υπόλοιπα αδέρφια της οικογένειας.Η Δωροθέα και η οικογένειά της, όπως προαναφέρθηκε, είχε τροφοδοτήσει τους αδερφούς Γκριμ με τις περισσότερες ιστορίες. Σύμφωνα, μάλιστα, με έρευνα εκείνη ήταν που διηγήθηκε στον Βίλχελμ τα γνωστά παραμύθια «Η Ωραία Κοιμωμένη» και «Χάνσελ και Γκρέτελ». Επίσης ιδιαίτερο ρόλο στη συλλογή παραμυθιών είχε η οικογένεια Hassenpflug. Ο πατέρας της οικογένειας Γιοχάνες (Johannes Hassenpflug) ήταν φίλος με τον πατέρα των αδερφών Γκριμ. Κύρια πηγή των παραμυθιών ήταν η κόρη της οικογένειας, Μαρία Μαγδαληνή (Marie Magdalene Elisabeth Hassenpflug ). Η Μαρία διηγήθηκε στους Γκριμ την αρχική εκδοχή του παραμυθιού «Αδερφός και Αδερφή» (Brüderchen und Schwesterchen), το «Κορίτσι Χωρίς Χέρια» (Das Mädchen ohne Hände ), «Ο ληστής γαμπρός» (Der Räuberbräutigam) και προφανώς την αρχική εκδοχή του παραμυθιού της Χιονάτης (Schneewittchen). Το καλοκαίρι του 1822, μάλιστα, η Αμαλία Γκριμ (μικρότερη αδερφή του Γιάκομπ και του Βίλχελμ) παντρεύεται τον γιο της οικογένειας Hassenpflug, Χανς( Hans Daniel Ludwig Friedrich Hassenpflug). Μέχρι το 1857 επτά νέες εκδόσεις των παραμυθιών είχαν τυπωθεί και περιείχαν συνολικά 211 παραμύθια. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν γνωστά παραμύθια όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι, ο Βασιλιάς Βάτραχος, ο Κουτσοκαλιγέρης, Χάνσελ και Γκρέτελ, Ραπουνζέλ, ο Γενναίος Ραφτάκος, η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα, ο Λύκος και τα εφτά κατσικάκια, Αδελφός και Αδελφή και άλλα. Οι Γκριμ επέλεξαν 50 από αυτά και δημιούργησαν μία νέα έκδοση αποκλειστικά για παιδιά με το όνομα «Kleine Ausgabe»( Μικρή έκδοση).
Ο Βίλχελμ Καρλ Γκριμ πέθανε από λοίμωξη στις 16 Δεκεμβρίου του 1859, ενώ ο αδελφός του Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863 στο Βερολίνο. Και οι δύο είναι θαμμένοι στο κοιμητήριο του Αγίου Ματθαίου στο Βερολίνο. Ένα αυθεντικό αντίτυπο του πρώτου βιβλίου των αδερφών Γκριμ φυλάσσεται στο Μουσείο της πόλης Κάσσελ, στην Έσση της Γερμανίας, το οποίο είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στους δύο δημοφιλείς Γερμανούς «παραμυθάδες». Η συλλογή αυτή των Γκριμ έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της γερμανικής κουλτούρας και αγαπημένο βιβλίο της γερμανικής νεολαίας.
Το 2005 βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «The Brothers Grimm» με σκηνοθέτη τον Τέρι Γκίλιαμ (Terry Gilliam), η οποία παρουσιάζει τους αδελφούς Γκριμ με ένα διαφορετικό τρόπο από την πραγματικότητα, εμπνευσμένη κυρίως από τα διάσημα παραμύθια τους. Προφανώς ο σκηνοθέτης επηρεάστηκε από τους επικριτές των δυο αδερφών, οι οποίοι βασισμένοι στην αναλυτική ψυχολογία του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Gustav Jung ) θεωρούν ότι ο θάνατος του πατέρα τους σε συνδυασμό με την ακραία φτώχεια που βίωσαν τους οδήγησε να περάσουν τα προσωπικά τους βιώματα μέσα από τις ιστορίες τους. Λησμονούν βέβαια ότι τα δυο αδέρφια ήταν οι συλλέκτες και όχι οι συγγραφείς των παραμυθιών που ακόμη και σήμερα μαγεύουν μικρούς και μεγάλους.
Σημείωση: Το υλικό προέρχεται από το βιβλίο «Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άλλωστε
«Μια φορά κι έναν καιρό, αν και δεν ήταν ο καιρός μου ή ο καιρός σας ή ο καιρός κανενός άλλου, σε μια άλλη εποχή και πολύ μακριά από αυτά τα μέρη.....».
Η αρχή των παραμυθιών των αδερφών Γκριμ
Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Συγγραφέας του βιβλίου «Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας»
Δημοσιογράφος
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1812, ο Γιάκομπ Γκριμ (Jacob Ludwig Carl Grimm) και ο Βίλχελμ Γκριμ (Wilhelm Carl Grimm) στην ηλικία των 27 και 26 χρονών αντίστοιχα, δημοσιεύουν τον πρώτο τόμο μιας συλλογής η οποία στην πορεία του χρόνου θα γινόταν η πιο αγαπημένη συλλογή παραμυθιών για μικρούς και μεγάλους. Παραμύθια που έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές παιδιών και έχουν εμπνεύσει ατελείωτες εκδοχές τους είτε σε βιβλία είτε στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.
Ο πρώτος αυτός τόμος, υπό το όνομα «Kinder - und Hausmärchen», δηλαδή Παιδικά και Οικογενειακά Παραμύθια, περιείχε 86 ιστορίες και κυκλοφόρησε εν μέσω αντιδράσεων, επειδή τα περισσότερα από αυτά ήταν ακατάλληλα για παιδιά.
Τα παραμύθια που γνωρίζουμε σήμερα, αυτά που συνεχώς ανατυπώνονται, μεταφράζονται σ’ όλες τις γλώσσες και έχουν γίνει διάσημα, δεν είναι εκείνα που δημοσιεύτηκαν το 1812. Τα γνωστά σ’ όλους μας παραμύθια με τη σημερινή τους μορφή δημοσιεύονται στην έκδοση του 1857, η οποία είχε ελάχιστες, ίσως και καμία, ομοιότητες με την αρχική έκδοση του 1812. Μέσα στα 45 χρόνια και τις 6 εκδόσεις που μεσολάβησαν ανάμεσα στην αρχική έκδοση του 1812 και στην τελική του 1857, οι αδερφοί Γκριμ διόρθωσαν και, σε αρκετές περιπτώσεις, ξαναέγραψαν πλήρως τις ιστορίες ώστε να ανταποκρίνονται στις παιδικές ψυχές.
Γιατί, σε αντίθεση με ό,τι γράφεται σήμερα, οι μύθοι του βορρά, δηλαδή η κέλτικη, η γερμανική και η σκανδιναβική παράδοση και μυθολογία, απ’ όπου έλκουν την καταγωγή τους τα περισσότερα γνωστά παραμύθια, ήταν τραχείς, αιματηροί και καθόλου δεν νοιάζονταν για τις σύγχρονες ευαισθησίες της κοινωνίας μας.
Γονείς εγκαταλείπουν τα παιδιά τους στο έλεος του Θεού και των στοιχείων της φύσης χωρίς ίχνος συμπόνιας, άκαρδες μαγείρισσες παρασκευάζουν ακατονόμαστα εδέσματα από μέλη μικρών παιδιών, πανούργοι άρχοντες εκμεταλλεύονται την αφέλεια και την αδυναμία των υπηκόων τους, μητέρες βασανίζουν τις κόρες τους, πατεράδες τις παντρεύονται ή έρχονται σε σεξουαλική επαφή μαζί τους και δεισιδαιμονίες κυριαρχούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Τα παραμύθια, τα οποία εμείς σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως παιδικό ανάγνωσμα, απευθυνόταν αρχικά σε ενήλικους. Ακόμη και αν αυτές οι ιστορίες γινόταν ακούσματα για τα παιδιά ή τους εφήβους, είχαν σκοπό να τους προστατέψουν από τους κινδύνους που τους περίμεναν στο «σκοτεινό δάσος» της ενηλικίωσης και να τους βοηθήσουν να μεταβούν στην ωριμότητα και την ολοκλήρωση. Η παιδική λογοτεχνία, με τη σημερινή έννοια, εμφανίστηκε πολύ αργότερα στις κοινωνίες, μαζί σχεδόν με την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών και την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
Ποιοι ήταν οι αδελφοί Γκριμ
Γονείς εγκαταλείπουν τα παιδιά τους στο έλεος του Θεού και των στοιχείων της φύσης χωρίς ίχνος συμπόνιας, άκαρδες μαγείρισσες παρασκευάζουν ακατονόμαστα εδέσματα από μέλη μικρών παιδιών, πανούργοι άρχοντες εκμεταλλεύονται την αφέλεια και την αδυναμία των υπηκόων τους, μητέρες βασανίζουν τις κόρες τους, πατεράδες τις παντρεύονται ή έρχονται σε σεξουαλική επαφή μαζί τους και δεισιδαιμονίες κυριαρχούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Τα παραμύθια, τα οποία εμείς σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως παιδικό ανάγνωσμα, απευθυνόταν αρχικά σε ενήλικους. Ακόμη και αν αυτές οι ιστορίες γινόταν ακούσματα για τα παιδιά ή τους εφήβους, είχαν σκοπό να τους προστατέψουν από τους κινδύνους που τους περίμεναν στο «σκοτεινό δάσος» της ενηλικίωσης και να τους βοηθήσουν να μεταβούν στην ωριμότητα και την ολοκλήρωση. Η παιδική λογοτεχνία, με τη σημερινή έννοια, εμφανίστηκε πολύ αργότερα στις κοινωνίες, μαζί σχεδόν με την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών και την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
Ποιοι ήταν οι αδελφοί Γκριμ
Οι αδελφοί Γιάκομπ και Βίλχελμ Καρλ Γκριμ ήταν δύο ιδιαίτερα δημοφιλείς συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών. Γεννήθηκαν στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και στις 24 Φεβρουαρίου του 1786 αντίστοιχα, στο Χάναου της Γερμανίας. Οι γονείς τους Φίλιπ Βίλχελμ (Philip Wilhelm Grimm) και Δωροθέα (Dorothea Zimmer) είχαν συνολικά εννέα παιδιά, από τα οποία τα τρία απεβίωσαν όταν ήταν ακόμα βρέφη. Το 1796, όταν ο Γιάκομπ, που ήταν και ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος, ήταν ένδεκα ετών, ο πατέρας τους πέθανε από πνευμονία, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη φτώχεια στην οικογένεια ,δυσκόλεψε τη ζωή τους και τους επηρέασε για χρόνια. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια τα αδέρφια, αν και διαφορετικοί χαρακτήρες (ο Γιάκομπ ήταν εσωστρεφής χαρακτήρας, σε αντίθεση με τον κοινωνικό Βίλχελμ) ανέπτυξαν έναν έντονο μεταξύ τους δεσμό και συνδέθηκαν ιδιαίτερα αντιμετωπίζοντας από κοινού τις δυσκολίες της ορφάνιας τους.
Οι Γκριμ τελείωσαν το Γυμνάσιο στο Κάσσελ και μετά σπούδασαν νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ όπου βίωσαν έντονα τον ρατσισμό λόγω της κατώτερης κοινωνικής τους τάξης. Αφού εργάστηκαν ένα διάστημα ως βιβλιοθηκάριοι στο Κάσσελ προσελήφθησαν ως καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, ο Γιάκομπ το 1830 και ο αδελφός του πέντε χρόνια αργότερα. Όμως, το 1837 απολύθηκαν επειδή διαμαρτυρήθηκαν μαζί με άλλους πέντε συναδέλφους τους κατά του βασιλιά Ερνέστου Αυγούστου Α΄, για την απόφασή του να καταργήσει το φιλελεύθερο σύνταγμα του βασιλείου του Ανόβερου. Η ομάδα των επτά, αυτών διαδηλωτών έγινε γνωστή ως «οι επτά του Γκέτινγκεν» (Göttinger Sieben).
Οι σπουδές τους είχαν ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η αφοσίωση τους στη συλλογή γερμανικών λαϊκών παραμυθιών. Η άνοδος του ρομαντισμού, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αναβίωσε το ενδιαφέρον τους για τις παραδοσιακές λαϊκές ιστορίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν για τους Γκριμ μια καθαρή μορφή εθνικής λογοτεχνίας και πολιτισμού. Με στόχο την ακαδημαϊκή τους έρευνα για τα λαϊκά παραμύθια καθιέρωσαν μια μεθοδολογία συλλογής και καταγραφής λαϊκών ιστοριών που αποτέλεσε τη βάση για τις μετέπειτα λαογραφικές μελέτες. Όπως αναφέρει ο Βίλχελμ στην αυτοβιογραφία του«η αγάπη με την οποία μελετήσαμε την παλιά γερμανική μας βοήθησε να ξεπεράσουμε την πνευματική κατάθλιψη εκείνων των ημερών».
Οι Γκριμ ήταν συγγραφείς και συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών, στα οποία ο Βίλχελμ Καρλ Γκριμ έδωσε λογοτεχνική μορφή και τα προσάρμοσε για παιδιά. Άρχισαν να συλλέγουν παραμύθια γύρω στο 1807, μια περίοδο που υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για παρόμοια έργα, καθώς μεταξύ του 1805 και του 1809 οι Λούντβιχ Άχιμ φον Άρνιμ (Ludwig Achim von Arnim) και Κλέμενς Μπρεντάνο (Clemens Brentano Wenzeslaus de La Roche) είχαν κυκλοφορήσει μία συλλογή με παραδοσιακά ποιήματα και λαϊκά γερμανικά τραγούδια με τίτλο «Des Knaben Wunderhorn» (Το μαγικό κέρας του παιδιού), ενώ περίπου έναν αιώνα νωρίτερα ο Γάλλος Σαρλ Περώ (Charles Perrault ) είχε εκδώσει και αυτός τη δική του συλλογή με παραμύθια.
Τα χρόνια εκείνα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για την οικογένεια Γκριμ. Όπως γράφει σε μια επιστολή που έστειλε στη θεία του ο Βίλχελμ: «Πέντε άνθρωποι τρώμε τρεις μερίδες φαγητό μια φορά την ημέρα». Για ένα διάστημα μάλιστα ο Γιάκομπ αναγκάζεται να μεταβεί στο Παρίσι όπου εργάστηκε ως βοηθός έρευνας του νομικού και ιστορικού Φον Σαβινί (Friedrich Carl von Savigny) για να μπορεί να συντηρεί όλη την οικογένεια. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1806 ο Κλέμενς Μπρεντάνο (Γερμανός λογοτέχνης, ιταλικής καταγωγής) ζήτησε τη βοήθεια των αδελφών για να προσθέσει στη συλλογή του λαϊκές ιστορίες, οπότε οι Γκριμ άρχισαν να συγκεντρώνουν παραμύθια με οργανωμένο τρόπο. Μέχρι το 1810, είχαν δημιουργήσει μια πλούσια χειρόγραφη συλλογή παραμυθιών, η οποία αποκτήθηκε έπειτα από πρόσκληση αφηγητών στο σπίτι τους και καταγραφή όσων άκουσαν. Κατόπιν αιτήματος του Μπρεντάνο, έγραψαν και έστειλαν αντίγραφα 53 ιστοριών για να συμπεριληφθούν στον τρίτο τόμο της έκδοσης «Des Knaben Wunderhorn» (Το μαγικό κέρας του παιδιού). Ο Μπρεντάνο είτε τις αγνόησε είτε ξεχάστηκε, αφήνοντας τα αντίγραφα σε μια εκκλησία στην Αλσατία, όπου βρέθηκαν το 1920 και έγιναν γνωστά ως χειρόγραφο Ölenberg. Πρόκειται για την παλαιότερη εκδοχή της συλλογής των αδερφών Γκριμ. Το συγκεκριμένο χειρόγραφο εκδόθηκε το 1927 και πάλι το 1975 Oι Γκριμ εξέδωσαν τελικά οι ίδιοι τον πρώτο τόμο παραμυθιών το 1812 υπό το όνομα «Kinder - und Hausmärchen» (Παιδικά και Οικογενειακά Παραμύθια), ο οποίος περιείχε 86 ιστορίες. Ακολούθησαν άλλες 70 ιστορίες σε ένα δεύτερο τόμο, που εκδόθηκε το 1814. Αυτή η έκδοση ήταν εικονογραφημένη από τον Λούντβιχ Έμιλ Γκριμ (Ludwig Emil Grimm ), τον τρίτο αδερφό της οικογένειας, ο οποίος ήταν ζωγράφος και χαράκτης. Διετέλεσε μάλιστα και καθηγητής της ακαδημίας ζωγραφικής του Κάσσελ και φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες με θρησκευτικά θέματα και προσωπογραφίες, που ακόμα και σήμερα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Οι μύθοι που παρουσίασαν στον πρώτο τόμο προϋπήρχαν στη λαϊκή γερμανική παράδοση, όμως οι αδελφοί Γκριμ βασίστηκαν σε συγκεκριμένες αφηγήσεις και όχι απλά σ' ό,τι έπιανε τ' αυτί τους στο δρόμο. Σύμφωνα με τον Χόλγκερ Έρχαρντ (Dr. Holger Ehrhardt), καθηγητή του Πανεπιστημίου στο Κάσσελ, όπου έζησαν, τα παραμύθια που περιέχονται στο πρώτο αυτό βιβλίο (μεταξύ των οποίων η Κοκκινοσκουφίτσα, η Χιονάτη και οι Εφτά Νάνοι, η Σταχτοπούτα κλπ.), προήλθαν από τις αφηγήσεις των οικογενειών Wild και Hassenpflug.
Στην πρώτη αυτή έκδοση των Γκριμ περιλαμβάνονταν θρύλοι, μυθιστορήματα και λαϊκές ιστορίες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν προοριζόταν για παιδικά παραμύθια. Ο ποιητής φον Άρνιμ (Von Armin) και φίλος των αδερφών ανησυχούσε βαθύτατα για το περιεχόμενο κάποιων παραμυθιών, όπως εκείνων που έδειχναν ότι τα παιδιά κατασπαράζονταν και πρότεινε να αφαιρεθούν. Αντ 'αυτού, οι Γκριμ πρόσθεσαν μια εισαγωγή με προειδοποιητικές συμβουλές προς τους γονείς καθώς είχαν την πεποίθηση ότι όλες οι ιστορίες είχαν αξία και αντανακλούσαν εγγενείς πολιτιστικές ιδιότητες. Επιπλέον, οι ιστορίες αυτές ήταν διδακτικές σε μια εποχή που η πειθαρχία βασιζόταν κυρίως στο φόβο και οι περισσότερες απ΄ αυτές, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα και η ιστορία του Χάνσελ και της Γκρέτελ γράφτηκαν ως προειδοποιητικές ιστορίες για παιδιά.
Οι Γκριμ κέρδισαν τη φήμη τους για τη συλλογή ιστοριών από τους αγρότες, αν και πολλές ιστορίες προέρχονταν από τις επαφές που είχαν με αριστοκρατικές οικογένειες, οι οποίες τους μετέφεραν ιστορίες και παραμύθια του Μεσαίωνα. Ο Βίλχελμ, επίσης, συγκέντρωσε μια σειρά από ιστορίες χάρη στη φιλία του με τον Βαρόνο Αμπενμπούργκ (August Franz Ludwig Maria ή Baron von Haxthausen-Abbenburg) τον οποίο είχε επισκεφθεί το 1811 στη Βεστφαλία, όπου άκουσε ιστορίες από τον κύκλο φίλων του. Ο Βαρόνος ήταν γνωστός συλλέκτης λαϊκών τραγουδιών της εποχής. Κατά την διάρκεια της επίσκεψης του, ο Βίλχελμ συγκέντρωσε ιστορίες και παραμύθια από Ουγενότους. Οι Ουγενότοι /Huguenots (Les Ηuguenots στα γαλλικά) ήταν μέλη της Προτεσταντικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Γαλλίας κατά τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, γνωστοί και ως Γάλλοι Καλβινιστές. Ο γαλλικός αυτός όρος (Les Ηuguenots ) χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τους Γάλλους αριστοκράτες που εμπνεύστηκαν από τα γραπτά του Ιωάννη Καλβίνου (Jean Calvin) και ασπάστηκαν τον προτεσταντισμό. Είναι πολύ πιθανό οι Huguenots να ήταν εξοικειωμένοι με τις ιστορίες του Περρώ. Eπίσης, είναι πιθανό μέσα από τις αφηγήσεις τους να μετέφεραν τα βιώματά τους από τους Γαλλικούς θρησκευτικούς πολέμους (1562–1598) και κυρίως από τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (Massacre de la Saint-Barthélemy) που ήταν η αφετηρία για την σφαγή χιλιάδων Ουγενότων πολιτών (οι διάφορες εκτιμήσεις κυμαίνονται ευρέως από 5.000 έως 100.000) σε όλη τη χώρα από τους Καθολικούς Γάλλους.
Το πρώτο βιβλίο των αδερφών Γκριμ έβριθε τρομακτικών και αφάνταστα νοσηρών περιγραφών. Επομένως, δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία κι έτσι ο Βίλχελμ επεξεργάστηκε και πάλι τις ιστορίες, δίνοντας τους μια περισσότερο συναισθηματική διάσταση. Για παράδειγμα, οι κακές μανάδες έδωσαν τη θέση τους σε κακές μητριές, ενώ οι γυμνές πριγκίπισσες δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς τα ρούχα τους. Από κει και μετά, οι Γκριμ άλλαξαν λίγο τις ιστορίες βάζοντας και δικά τους στοιχεία.
Άλλες ιστορίες συλλέχθηκαν από τη Δωροθέα Βιέχμαν (Dorothea Viehmann). Η Katharina Dorothea Pierson, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γνωρίστηκε με τους Γκριμ το 1813 και πολλές από τις ιστορίες της δημοσιεύθηκαν στον δεύτερο τόμο των παραμυθιών που κυκλοφόρησε το 1814. Oι πρόγονοι της Δωροθέας ήταν επίσης Προτεστάντες (Ουγενότοι), διώχθηκαν από τη Γαλλία και εγκαταστάθηκαν στο Κάσσελ. Λόγω των προγόνων της, η Δωροθέα ήξερε τα περισσότερα γαλλικά παραμύθια. Όπως αναφέρει ο Βίλχελμ στην αυτοβιογραφία του ήταν μια εκπληκτική σύμπτωση που συνάντησαν αυτή τη γυναίκα, η οποία μπορούσε να επαναλάβει τις ιστορίες της ξανά και ξανά χωρίς να αλλάξει μια λέξη.
Μεταξύ του 1816 και του 1818 εξέδωσαν δύο τόμους με γερμανικούς θρύλους με τίτλο «Deutsche Sagen» (Γερμανικές παροιμίες). Οι τόμοι περιείχαν 585 ιστορίες γραμμένες με χρονολογική σειρά. Ακόμη, κυκλοφόρησαν μία έκδοση με ιρλανδικές ιστορίες σχετικές με ξωτικά «Irische Elfenmärchen» το 1826, η οποία αποτελούσε μετάφραση και σχολιασμό μέρους του έργου «Fairy Legends and Traditions of the South of Ireland» του Ιρλανδού Τόμας Κρόφτον Κρόκερ, καθώς και μία έκδοση με τον τίτλο «Deutsche Mythologie» (Γερμανική Μυθολογία) το 1835.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, τα δυο αδέρφια τροποποίησαν, επεξεργάστηκαν και έγραψαν από την αρχή τις ιστορίες τους αφαιρώντας στοιχεία από παλαιές γερμανικές και γοτθικές θρησκείες, κομμάτια από την μυθολογία των Σκανδιναβών και μεσαιωνικά κατάλοιπα. Ο Βίλχελμ ανέλαβε αποκλειστικά την ευθύνη για τις αλλαγές, ενώ το 1819 τα δυο αδέρφια αποφάσισαν να τροποποιήσουν εντελώς την έκδοση ώστε να απευθύνεται και σε παιδιά.
Το 1825 ο Βίλχελμ παντρεύτηκε την Δωροθέα (Henriette Dorothea Wild), κόρη της οικογένειας Wild, μια από τις οικογένειες που τον τροφοδοτούσε με ιστορίες, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Γιάκομπ Γκριμ δεν παντρεύτηκε ποτέ και συνέχιζε να ζει με τα υπόλοιπα αδέρφια της οικογένειας.Η Δωροθέα και η οικογένειά της, όπως προαναφέρθηκε, είχε τροφοδοτήσει τους αδερφούς Γκριμ με τις περισσότερες ιστορίες. Σύμφωνα, μάλιστα, με έρευνα εκείνη ήταν που διηγήθηκε στον Βίλχελμ τα γνωστά παραμύθια «Η Ωραία Κοιμωμένη» και «Χάνσελ και Γκρέτελ». Επίσης ιδιαίτερο ρόλο στη συλλογή παραμυθιών είχε η οικογένεια Hassenpflug. Ο πατέρας της οικογένειας Γιοχάνες (Johannes Hassenpflug) ήταν φίλος με τον πατέρα των αδερφών Γκριμ. Κύρια πηγή των παραμυθιών ήταν η κόρη της οικογένειας, Μαρία Μαγδαληνή (Marie Magdalene Elisabeth Hassenpflug ). Η Μαρία διηγήθηκε στους Γκριμ την αρχική εκδοχή του παραμυθιού «Αδερφός και Αδερφή» (Brüderchen und Schwesterchen), το «Κορίτσι Χωρίς Χέρια» (Das Mädchen ohne Hände ), «Ο ληστής γαμπρός» (Der Räuberbräutigam) και προφανώς την αρχική εκδοχή του παραμυθιού της Χιονάτης (Schneewittchen). Το καλοκαίρι του 1822, μάλιστα, η Αμαλία Γκριμ (μικρότερη αδερφή του Γιάκομπ και του Βίλχελμ) παντρεύεται τον γιο της οικογένειας Hassenpflug, Χανς( Hans Daniel Ludwig Friedrich Hassenpflug). Μέχρι το 1857 επτά νέες εκδόσεις των παραμυθιών είχαν τυπωθεί και περιείχαν συνολικά 211 παραμύθια. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν γνωστά παραμύθια όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι, ο Βασιλιάς Βάτραχος, ο Κουτσοκαλιγέρης, Χάνσελ και Γκρέτελ, Ραπουνζέλ, ο Γενναίος Ραφτάκος, η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα, ο Λύκος και τα εφτά κατσικάκια, Αδελφός και Αδελφή και άλλα. Οι Γκριμ επέλεξαν 50 από αυτά και δημιούργησαν μία νέα έκδοση αποκλειστικά για παιδιά με το όνομα «Kleine Ausgabe»( Μικρή έκδοση).
Ο Βίλχελμ Καρλ Γκριμ πέθανε από λοίμωξη στις 16 Δεκεμβρίου του 1859, ενώ ο αδελφός του Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863 στο Βερολίνο. Και οι δύο είναι θαμμένοι στο κοιμητήριο του Αγίου Ματθαίου στο Βερολίνο. Ένα αυθεντικό αντίτυπο του πρώτου βιβλίου των αδερφών Γκριμ φυλάσσεται στο Μουσείο της πόλης Κάσσελ, στην Έσση της Γερμανίας, το οποίο είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στους δύο δημοφιλείς Γερμανούς «παραμυθάδες». Η συλλογή αυτή των Γκριμ έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της γερμανικής κουλτούρας και αγαπημένο βιβλίο της γερμανικής νεολαίας.
Το 2005 βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «The Brothers Grimm» με σκηνοθέτη τον Τέρι Γκίλιαμ (Terry Gilliam), η οποία παρουσιάζει τους αδελφούς Γκριμ με ένα διαφορετικό τρόπο από την πραγματικότητα, εμπνευσμένη κυρίως από τα διάσημα παραμύθια τους. Προφανώς ο σκηνοθέτης επηρεάστηκε από τους επικριτές των δυο αδερφών, οι οποίοι βασισμένοι στην αναλυτική ψυχολογία του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Gustav Jung ) θεωρούν ότι ο θάνατος του πατέρα τους σε συνδυασμό με την ακραία φτώχεια που βίωσαν τους οδήγησε να περάσουν τα προσωπικά τους βιώματα μέσα από τις ιστορίες τους. Λησμονούν βέβαια ότι τα δυο αδέρφια ήταν οι συλλέκτες και όχι οι συγγραφείς των παραμυθιών που ακόμη και σήμερα μαγεύουν μικρούς και μεγάλους.
Σημείωση: Το υλικό προέρχεται από το βιβλίο «Ο βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άλλωστε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου