ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΟΙ ΚΑΡΑΛΙΒΑΝΑΙΟΙ ΚΙ Ο ΑΡΗΣ

Οι Καραλιβαναίοι και ο Άρης

Οι αετοί της Γκιώνας! 
Ο Δήμος Καραλίβανος (στην μέση) με την ομάδα του: Σαράντη, Κατσούτα, Καπούρο και Φουσέκη.
<<...Στις κορυφές της Γκιώνας ανθούν δυο τρεις ληστοομάδες, με κυριότερη των Καραλιβαναίων. Είναι στο Βουνό από το καλοκαίρι του 1941 και ούτε οι χωροφύλακες κατορθώνουν να τους συλλάβουν ούτε οι αντιστασιακές οργανώσεις να τους κερδίσουν, έχουν δικό τους μπαϊράκι. Τους Καραλιβαναίους κάπως έδειξε να τους συγκινεί η συνάντηση με τον Γιώργο Χουλιάρα στη στάνη του εξαδέλφου του Νίκου Χουλιάρα, τότε που γύρναγε μόνος στα χωριά για την προετοιμασία του αντάρτικου. Τη συνάντηση την περιγράφει ο ίδιος:  «τα πρόβατα σιγά σιγά πάνε βόσκοντας κατά το μαντρί. Από μακριά τα αρνιά, που ήταν κλεισμένα στο μαντρί, κατάλαβαν πως έρχονται οι μανάδες τους κι άρχισαν να βελάζουν, ενώ οι προβατίνες που τα άκουγαν σήκωσαν το κεφάλι και πάνε γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας, κοντά στα παιδιά τους. Κοντεύαμε στο μαντρί. Έρχεται κοντά μου ο Νίκος και μου λέει:
-Περπάτα ίσια και μην κοιτάς πέρα δώθε.
Αυτοί ήρθαν και είναι κρυμμένοι εκεί μπροστά μας, αριστερά, πίσω από τη μεγάλη κοτρόνα.
-   Καλά, το λέω, και τα σκυλιά;
-    Ασ’ τα σκυλιά, μου λέει εκείνος. Τα καταφέρνουν αυτοί, τους γνωρίζουν γιατί τα ταΐζουν.
 Στο μαντρί ο Νίκος άνοιξε την αμπάρα, όρμησαν έξω τ’ αρνιά, και για κάμποση ώρα γινότανε χαλασμός από τρεξίματα, πατήματα και βελάσματα, μέχρι που να βρει το καθένα τη μάνα του, να κολλήσει σαν βεντούζα στο βυζί της και μετά ησυχία. Μετά ο Νίκος άρμεξε τις προβατίνες, άναψε φωτιά,  βάλαμε απάνω στο καζάνι με το γάλα, έπλυνε τις τσαντίλες κι όλο κάτι έφκιανε, πέρα δώθε, γύρω στο μαντρί, λες και κάτι να περίμενε.

-    Καλά, του λέω, που ‘ναι αυτοί, γιατί δεν έρχονται;
-    Θα’ρθουν, μ’απάντησε, όταν είναι η ώρα τους.
-    Δηλαδή έχουν δική τους ώρα; Του ξανάπα.
-   Ναι, μου λέει, πρέπει να πέσει η νύχτα, τόσο, έτσι την ώρα που θα κινούνται μες στη λάκκα, απ’την κοτρόνα που είναι κρυμμένοι μέχρι την καλύβα, να μην μπορεί ανθρώπινο μάτι να διακρίνει τίποτα, ό,τι και να γίνεται μέσα σε αυτή. Εσύ τώρα ετοιμάσου, πήγαινε κατούρα, να’σαι έτοιμος, γιατί όταν θα μπούμε μέσα στην καλύβα, δεν θα ξαναβγείς μέχρι να μας πάρει η μέρα.

Έτσι, συμμάζεψε κι αυτός ό,τι ήταν να βάλει μέσα: ξύλα για τη φωτιά, νερό, γάλα και μπήκαμε στην καλύβα.  Σε λίγο ήρθαν κι αυτοί.
Ήταν δύο. Αμέσως μόλις πάτησαν μέσα και μας χαιρέτησαν, ο Νίκος είπε τονίζοντας μια μια τις λέξεις:
-    Από δω ο ξάδερφός μου, κι ανέφερε τ’ όνομα και το επίθετο. Έχει γεννηθεί στο Καστέλλι, αλλά μένει στη Λαμία.
Και αμέσως πρόσθεσε:
-          Τώρα τον κυνηγάνε  κι αυτόν οι χωροφύλακες και οι Ιταλοί κι ήρθε εδώ να κρυφτεί κάμποσες μέρες.

Τους είδα όρθιους, μέσα στο φως που ‘δινε ο λαμπρός της φωτιάς, στη μέση της καλύβας, όση ώρα κράτησαν οι γνωριμίες. Κοντός, γεμάτος και μελαχρινός ο ένας. Αυτός ήταν ο Δήμος Καραλίβανος. Ψηλότερος, πιο αδύνατος και ξανθός ήταν ο άλλος. Αυτός ήταν ο Θεοχάρης Πολύχρονος. Είχαν κι οι δυο στο πρόσωπο μερικές τούφες εδώ κι εκεί, τρίχες που έμοιαζαν σαν γένια, αραιότερα ο ένας από τον άλλον. Και οι δυο φορούσαν σκούφιες στο κεφάλι, και στις πλάτες είχαν ανάριχτα ριγμένες από μια στρατιωτική χλαίνη. Στον ώμο, κάτω από τη χλαίνη, είχαν κρεμασμένη από μια αραβίδα με την κάννη στον κατήφορο και κρατούσαν από μια γκλίτσα στο χέρι. Από μέσα φορούσαν ντουλαμάδες, όπως οι εύζωνοι, αλλά σε πολύ σκούρο χρώμα. Χακί στρατιωτικές κιλότες και τσαρούχια στα ποδάρια. Είχαν στο στήθος σταυρωτές φυσιγγιοθήκες και στη μέση ήταν ζωσμένοι από μια στρατιωτική ζωστήρα, που από την αριστερή μεριά κρέμονταν από ‘να μαχαίρι μέσα σε θ’κάρι, ντυμένο με λαμαρίνα με πολλά κεντίδια. Κι από τη δεξιά είχαν εφαρμοσμένο από ένα πιστόλι. Δυο τρεις αλυσίδες κρέμονταν μπροστά στο στήθος τους, από την κουμπότρυπα του ντουλαμά, κάτω από τον λαιμό τους, μέχρι το τσεπάκι αριστερά, που’χαν μέσα το ρολόι. Αυτά ήταν όλα κι όλα τα τσαμπράζια τους. Ούτε πολλά ούτε φανταχτερά που είδα να’χουν άλλοι σαν κι αυτούς που γνώρισα αργότερα.
 
 
Μετά τις συστάσεις εκείνοι ρώτησαν γιατί με κυνηγάνε κι εγώ άρχισα να εξηγώ. Ο Νίκος στο μεταξύ μέσα σ’ ένα κούτλα έτριψε ψωμί, έριξε και γάλα και έφαγαν εκείνοι. Το ίδιο, μέσα σε ένα μικρό καρδάρι, φάγαμε κι εμείς. Εγώ έλεγα και μετά το φαΐ, αυτοί άκουγαν, χωρίς να μιλάνε. Μόνο κατσιλαφιάζονταν από κανα θόρυβο που κάναν πότε πότε τα πρόβατα όταν ανακατεύονταν από δίπλα στο μαντρί. Η ώρα περνούσε και σε κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο είπε, και κάπως διακριτικά, ας γείρουμε τώρα και συνεχίζουμε την κουβέντα.
Σηκώθηκαν όρθιοι, τράβηξαν και έφεραν μπροστά τα ταγάρια τους, χωρίς να τα ξεκρεμάσουν από το λαιμό. Έριξαν τις χλαίνες αποπάνω τους στα μακριά, έτσι που, όταν έπεσαν, η μια φτερούγα έγινε στρώμα και η άλλη σκέπασμα. Ρίζωσαν καλά καλά και οι δυο την πλάτη τους στον τοίχο της καλύβας και ταίριασαν τα ταγάρια τους κάτω από το κεφάλι για προσκέφαλο. Μετά μάζεψαν τα γόνατα, έβαλαν τις αραβίδες ανάμεσα στα σκέλια και τις έπιασαν με το’να χέρι, ενώ ο ένας από τους δύο με το άλλο χέρι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού του.
Αναρωτήθηκα αν μ’ακούνε κι αν πρέπει να συνεχίσω ή όχι. Μ’άκουγαν όμως γιατί όταν μιλούσα για τα παιδιά που πεθαίνουν κάθε μέρα από την πείνα και τα δεινά που τραβάει ο κόσμος από τους κατακτητές και τους προδότες, τη στιγμή που άλλοι πλουτίζουν, έβριζαν. Ενώ, όταν τους εξήγησα τι είναι το ΕΑΜ, από ποιους απαρτίζεται και ότι σκοπό έχει να ενώσει όλους τους Έλληνες, ανεξάρτητα από ό,τι έκανε ο ένας στον άλλο στο παρελθόν, και ν’αγωνιστούν όλοι μαζί να λευτερώσουν την Ελλάδα και να ζούνε καλά όλοι οι Έλληνες, έδειξαν ενδιαφέρον.
Ρώτησαν:
-          Στ’αλήθεια, μπορεί να γίνει αυτό που λες;

     Τώρα βρήκα την ευκαιρία να λέω μέχρι που είπαν, αν έτσι είναι, τότε μαζί σου είμαστε κι εμείς, αν μας χρειαστείς. Ναι, τους είπα, αλλά πρέπει να έχουμε και κάποια επαφή. Αυτό μπορεί να γίνει, όποτε μας χρειαστείς, τον τρόπο τον ξέρεις τώρα, είπαν εκείνοι.

 Το πρωί, όταν ξύπνησα, είχαν φύγει χωρίς να τους  πάρω είδηση>> (αφήγηση Γιώργου Χουλιάρα).
***
Στην πλατεία της Κουκουβίστας (Καλοσκοπής) έκπληκτοι οι κάτοικοι του χωριού  παρακολουθούν τους φοβερούς Καραλιβαναίους, τον Δήμο, τον Θεοχάρη, τον Μπάφα, τον Λούκα, τον Φυσέκη, τον Σαράντη, τον Κασούτα, να ορκίζονται με παπά και με σημαία. Και, σαν να μην ήταν αρκετό αυτό, ακούνε το θηρίο τον Δήμο Καραλίβανο να τους ζητάει συγνώμη και να υπόσχεται ότι δεν πρόκειται να αδικήσει ξανά κανέναν.
Πλάι τους ο Άρης παρακολουθεί μειδιών. Αυτοί οι τρομεροί πολεμιστές ανήκουν πια στον ΕΛΑΣ και όχι μόνο θα τιμήσουν τον όρκο τους, αλλά θα αποδειχτούν τιμή για τον στρατό που κατετάγησαν. Ο μόνιμος υπολοχαγός και συμπολεμιστής τους Γιώργος Κατσίμπας θα γράψει συνεπαρμένος: «δασωτά πουρνάρια τα μαλλιά, σπιθαμές τα γενιομούστακα, γεμάτοι άγρια μεγαλοπρέπεια. Αϊτοί. Κείνος ο Καραλίβανος έτοιμος για πέταμα. Πρώτη μου φορά έβλεπα άνθρωπο να περπατάει χωρίς ν’αγγίζει τη γης. Αστρίτης το μάτι του. Κάθε εκατό χρόνια τα δάσα με τα στοιχειά σκαρώνουν μες στη νύχτα από έναν Καραλίβανο για να τον καμαρώσουν» (Διονύσης Χαριτόπουλος, Άρης ο αρχηγός των ατάκτων, Αθήνα 2013, τόμ.Α’, σσ.60-3)
.http://leftmovementgreece.blogspot.gr/2013/09/blog-post_26.html

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: