H ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
Μέρος Α
Υπάρχει μία φυσική εξέλιξη των πρώιμων αγροτικών εορτών της σποράς και της συγκομιδής, που από εξωστρεφής χαρούμενες πανήγυρεις οδήγησαν στα Μυστήρια. Αυτό οφείλεται βασικά στη σύλληψη μιας ιδέας ταύτισης. Μέσα από την παρατήρηση του κύκλου των εποχών του έτους, που πρόσφερε το δέσιμο με τη γη και την καλλιέργειά της, αναδυόταν αργά αλλά σταθερά η βίωση αντίστοιχων αλλά έντονων συναισθημάτων μέθεξης. Η ανθοφορία της άνοιξης, ο κάματος του θέρους, η παρακμή του φθινόπωρου και το πάγωμα του χειμώνα, πρόσφεραν εμπειρίες που συνδέονταν με τον κύκλο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη γέννηση, την ώριμη ηλικία, τα γηρατειά και το θάνατο.
Αλλά ενώ στην περίπτωση της ανθρώπινης ζωής ο κύκλος αυτός θραύεται οριστικά και αμετάκλητα, η παρατήρηση της φύσης οδηγούσε στη διαπίστωση ότι ενυπήρχε σε αυτή μια θαυματουργός δύναμη αναγέννησης και υπέρβασης της φθοράς, η αέναη επανάληψη του κύκλου.
Αυτή η αποκάλυψη, ενείχε βέβαια για τον προβληματισμένο άνθρωπο έναν πόνο και μια αίσθηση απόρριψης. Αλλά παράλληλα του πρόσφερε μια ελπίδα και μια προσδοκία. Καθώς και ο ίδιος ήταν μέρος αναπόσπαστο αυτής της φύσης.
Τα Μυστήρια ενίσχυαν ακριβώς αυτή την προσδοκία. Το δικαίωμα της ζωογόνου και βέβαιης σύνδεσης με εκείνη τη μαγική δύναμη αναγέννησης και ανάστασης που βρισκόταν πέρα και πάνω από τις εποχές και τους κύκλους, περιέρρεε όμως μέσα τη φύση και υποκρυπτόταν στο θαύμα της ζωής.
Αυτή τη δύναμη την εντόπιζαν να ενυπάρχει και να αξιοποιείται αποτελεσματικά από τα όντα εκείνα που προσωποποιούσαν αργότερα τα στοιχεία της φύσης και τα φαινόμενα, αλλά που δεν ταυτίζοταν με αυτά. Από τον Ήλιο που έδυε και ανέτειλε καθημερινά, από τον Αίολο, που δεν εξαφανιζόταν όταν δεν υπήρχε άνεμος, αλλά που επανερχόταν άνετα και ψιθυριστά κάθε φορά με αυτόν. Από τις Νύμφες και τις Δρυάδες που χόρευαν αιώνια πάνω από τα ύδατα και τη βλάστηση, ανεξάρτητα από τις μεταβολές τους.
Το επόμενο βήμα ήταν να εντοπιστούν όταν που εμφάνιζαν ένα ιδιαίτερο δεσμό, μια οικεία και φιλική σύνδεση με το ανθρώπινο γένος. Όχι βέβαια με τους ατάραχους Ολύμπιους θεούς, αλλά με εκείνους τους θεούς που περιφέρονταν στις συνοικήσεις, όπως ήταν ο Διόνυσος, η Δήμητρα και η Κόρη. Και εδώ βιώνεται για πρώτη φορά η αλληγορία. Η σπορά και η βλάστηση γίνονται τέλεσμα και μύθος και ο θάνατος του νεανικού θεού, θα προσφέρει μέσα από την Ανάσταση που γίνεται πάντα την άνοιξη, την ελπίδα της προσωπικής ανάστασης του Μύστη.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ
Το πρώτο δείγμα λατρείας και υπέρβασης της πρωτόγονης εγωιστικής αρπαγής και ανάλωσης, έγινε από τους ευαίσθητους εκείνους συλλέκτες του πλανήτη, όταν αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν προσφορές καρπών, ανθέων και φρούτων, αυτών ειδικά που αποκλήθηκαν "απαρχές". Τα πρώτα και τα καλύτερα δείγματα της όποιας συλλογής τους, τα εναπόθεταν με κάποιο τελετουργικό τρόπο για ένα διάστημα "εκεί", πάνω στις τράπεζες προσφορών προς διάθεση, για να χρησιμοποιηθούν από τα άλλα "όντα", ορατά και αόρατα και να ικανοποιηθούν και αυτά.
Και μόνο τότε, απαλλαγμένοι από το ταμπού που αυτά έφεραν σαν αλλότρια, μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια και την ανάγκη να χρησιμοποιήσει με φειδώ τα υπόλοιπα. Αυτή η αρχή καταγράφηκε τόσο έντονα στο ομαδικό συνειδητό των Ελλήνων, που μεταφέρθηκε και σε άλλα είδη, όχι πια μόνο συλλογής αλλά και παραγωγής τους. Στην κλασική λ.χ. εποχή οι αγγειοπλάστες αφιέρωναν τα πρώτα και τα πιο όμορφα αγγεία τους στη θεά Αθηνά, και μετά θεωρούσαν ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν συναλλαγές πάνω στα επόμενα έργα της τέχνης τους.
Ακόμα και τα δικά μας "πρόσφορα", στην εκκλησία, είναι συνέχεια αυτής της πανάρχαιας εκδήλωσης και ανάγκης. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ημέρα των Ευχαριστιών, έχουν αναδειχθεί, σε εθνική σχεδόν εορτή. Και εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι η προσφορά καρπών, φρούτων και άλλων αγαθών είναι από μόνη της μια "θρησκευτική" πράξη με τη βαθύτερη σημασία της λέξεως. Γιατί πέρα από ένα σκηνικό περίγραμμα (βωμός), προϋποθέτει την τελετουργική αντίληψη ότι η πράξη αυτή δεν είναι μια πράξη μάταιη ή κοινή. Προϋποθέτει επίσης αντίστοιχα, την ύπαρξη ενός "Κυρίου της βλάστησης" ή μιας "Mεγάλης Μητέρας" που δέχεται, αναγνωρίζει ή ακόμα ανταποδίδει κάτι θετικό έναντι αυτής.
Στην απλούστερη εξήγησή της είναι μια ήρεμη πράξη έμφυτης γενναιοδωρίας και μιάς αγνής "ευσέβειας", όπως μας βεβαιώνει και ο Θεόφραστος στον Πορφύριο (Περί αποχής των εμψύχων, 2,5.20-27). Για το θέμα αυτό βλ. επίσης Πλατ. Νόμοι 782c, Αριστ. Ηθ. Νικ. 1160α 25-7, (Εύμαιος) Οδ. Ξ 414-53.
ΤΑ ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑ
Τα θεσμοφόρια σα θεσμός, υπήρξαν η αρχαιότερη και η πιο διαδεδομένη Ελληνική αγροτική γιορτή, της οποίας καταβολές βρίσκουμε και στη λίθινη ακόμα εποχή. Στην αρχική της μορφή αυτή η γιορτή φαίνεται ότι ήταν αφιερωμένη στη λατρεία της θεάς της γονιμότητας. Για να τιμήσουν τη Γη Μητέρα, τη μεταγενέστερη Δήμητρα, οι παντρεμένες γυναίκες της κοινότητας, οι μητέρες, με έντονες παρορμήσεις προφανώς από τις μητριαρχικές τους καταβολές οι οποίες ήταν βαθύτατες, εκφράστηκαν δραματικά για πρώτη φορά μετά από τις Δαναΐδες που ίδρυσαν και το θεσμό αυτό.
Οι μητέρες λοιπόν έκαναν μια φορά τουλάχιστον το χρόνο την τελετουργική τους επανάσταση κατά των συνοικήσεων, υ γάμου, του νόμου και της τάξης. Οργάνωναν μια ειδική γιορτή στην οποία αυταρχικά έπαιρναν μέρος μόνο εκείνες. Αποκλείονταν αυστηρά οι άνδρες και οι ανύπαντρες γυναίκες από αυτή. Οι άντρες, όχι μόνο ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται αυτή την ανταρσία, αλλά έπρεπε αργότερα να καταβάλλουν στις γυναίκες τους σαν χορηγοί και όλα τους τα έξοδα. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία για τις νοικοκυρές, να εγκαταλείψουν τους άντρες τους, τα παιδιά τους και τα σπίτια τους και ομαδικά, αυτές οι σεμνές κυρίες, με βωμολοχίες, με απρεπείς χειρονομίες και με λοιδορισμούς, έτρεχαν να βρεθούν όλες μαζί, μερικά ημερόνυχτα μακριά από τους κατοικημένους τόπους, κάπου στην εξοχή. Έπαιρναν μαζί τους σκηνές, τρόφιμα, τελετουργικά εργαλεία, δάδες, και ζωντανά χοιρίδια (υς των νεογνών).
Η απουσία των ανδρών προσέδιδε σε αυτές τις γιορτές ένα έντονο μυστηριακό χαρακτήρα και ένα χρώμα ανεπανάληπτου πρωτογονισμού.
Ήταν μια δυναμική επιστροφή των γυναικών στα άδυτα της μητέρας φύσης. Στα ιερά της Δήμητρας, και κατά τους ιστορικούς ακόμα χρόνους, υπήρχαν αγάλματα που οι άντρες δεν επιτράπηκε ποτέ να τα δουν. Αλλά και τα μυστικά των τελετών αυτών διατηρήθηκαν τόσο καλά, που ακόμα κι ο Αριστοφάνης στις "Θεσμοφοριάζουσες" δεν μπορεί να μας δώσει ικανοποιητικά στοιχεία για το περιεχόμενό τους. Ο Ηρόδοτος παρατηρεί ειδικά ότι η ευσέβειά τους δεν του επιτρέπει να αναφέρει περισσότερα πράγματα για τα Θεσμοφόρια και θεωρεί ότι ο αρχικός, ο Πελασγικός τους χαρακτήρας όπως τον προσδιόρισαν οι Δαναίδες, διατηρήθηκε, μετά την κάθοδο των Δωριέων, μόνο στην αγαπημένη Αρκαδία.
Οι (ξανά) αναστημένες μητριαρχικές αυτές ομάδες, οργανωμένες κάτω από δύο "άρχουσες", έστηναν ένα ειδικό βωμό στο ύπαιθρο και παράμεναν γύρω του ακοίμητες σε σκηνές, πάνω σε κλίνες φτιαγμένες από κλάδους λυγαριάς που κατεπράυναν όπως πίστευαν, την ευαίσθητη θηλυκή τους υπόσταση, τις σεξουαλικές ορμές. Οι γιορτές αυτές στις οποίες το αρχικό ξεφάντωμα μετατρεπόταν σε βαθιά και στοχαστική μελαγχολία, κρατούσαν αργότερα, όταν τυποποιήθηκαν, από τρεις ημέρες (Αθήνα, Σπάρτη, Άβδηρα), μέχρι δέκα (Συρακούσες). Η πρώτη ημέρα ονομάζετο φυσικά "άνοδος" (στο βουνό ή και επάνοδος) της Δέσποινας του Κάτω Κόσμου από εκεί, από τα Χθόνια. Η δεύτερη όπου κάθονταν κατάχαμα και κατά την οποία τηρούσαν απόλυτη νηστεία, λεγόταν "νηστεία" ή "μέση". Και η Τρίτη (ή η τελευταία) "καλλιγένεια", προσδιορίζοντας έτσι και το σκοπό των τελετών αυτών, δηλαδή την ευγονία, την πολυτεκνία και την ευφορία της γης, για τα οποία αναδείκνυαν έτσι τον εαυτό τους οι γυναίκες, εξουσιαστικά και μοναδικά υπεύθυνο. Και τις υπόλοιπες μέρες νήστευαν βέβαια, τρώγοντας μόνο σουσαμόψωμο, "σησαμούντας" ή μόνο σπόρους από ρόδια.
Η θυσία των μεταφερθέντων ζώων που ήταν και το κύριο μέρος της τελετής, γινόταν τη νύχτα. Σε παρακείμενα απότομα χάσματα και κρημνούς, ή σπήλαια (Μέγαρα) όπου λόγω της επιλογής και της πανάρχαιας ανάλογης χρήσης τους, υπήρχαν σε αυτά φίδια (δράκοντες ους νομίζουσι φρουρούς των αδύτων), αρουραίοι, νυχτερίδες και αρπακτικά, οι θεσμοφοριάζουσες, με κραυγές και αποτρόπαιες χειρονομίες, φέροντας αναμμένους δαυλούς κατακρήμνιζαν κυρίως ζωντανά χοιρίδια, κλαδιά από πεύκα με κώνους και ομοιώματα φαλλών και φιδιών καμωμένα από ειδικό ζυμάρι (άρρητα ιερά εκ στέατος του σίτου κατασκευασμένα, μιμήματα δρακόντων και ανδρών σχημάτων).
Την επόμενη νύχτα, πραγματοποιούσαν την κυρίως Μύηση. Τις καινούργιες δηλαδή γυναίκες που έπαιρναν μέρος στην τελετή, ή τις νεώτερες τις οποίες ονόμαζαν "αντλήτριες" και που αυτές έπρεπε να νηστεύουν και τις τρεις ημέρες, (καθαρεύσασαι τριών ημερών) τις κατέβαζαν δεμένες με σκοινιά κάτω σ' αυτό το βάραθρο για να περισυλλέξουν με τη βοήθεια των πυρσών τους ότι είχε απομείνει από τα θύματα, συνοδεύοντας για τη σωτηρία τους, τόσο το κατέβασμα, όσο και το ανέβασμά τους με υστερικές τελετουργικές φράσεις, χειρονομίες, θορύβους και κραυγές. Αυτά τα υπολείμματα των προσφορών που έσωζαν με τόσο κίνδυνο οι νεόφυτες, αφού τα αναμείγνυαν με κοπανισμένο σιτάρι, τα τοποθετούσαν την Τρίτη ημέρα τελετουργικά, με αναστάσιμους ύμνους, τραγούδια και χορούς, πάνω στο βωμό της θεάς της γονιμότητας.
Έτσι, τα "θεσμοφόρια", (θεσμός είναι αυτό που αποτίθεται, το κατάθεμα) ήταν η γιορτή κατά την οποία οι γυναίκες "μετέφεραν εκείνα τα οποία επρόκειτο να τοποθετηθούν" αφιερωματικά μετά τις σχετικές τελετές, πάνω στο βωμό της θεάς της γονιμότητας. Οι νεώτεροι έδωσαν βέβαια άλλη εξήγηση και ήθελαν να οφείλεται η ονομασία τους, στους "θεσμούς" που όρισε η Δήμητρα για τη σπορά.
Στο τέλος της γιορτής, αυτά τα αφιερωμένα κατάλοιπά τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Άλλα κρατούσαν σα φυλαχτά, άλλα τοποθετούσαν στα σπίτια τους σαν αποτρόπαια, ενώ τα περισσότερα, αλεσμένα, τα σκόρπιζαν στους αγρούς για ευφορία. Γιατί μέσα από τα πάθη, είχαν αντλήσει τη μαγική ενέργεια για να ξαναρχίσει ο κύκλος της ζωής. Γι' αυτό και οι γιορτές αυτές γίνονταν λίγο πριν από τη φθινοπωρινή σπορά.
Έτσι στα θεσμοφόρια, όπου οι γυναίκες αντιδρώντας στη συμβατική τους καθημερινότητα, επαναστατούσαν κατά της ιδέας του γάμου και ανάγονταν πεισματικά σε πρωταρχικές μορφές έκφρασης και έντασης, είχαν το προνόμιο να πάρουν μέρος και να μεθέξουν βιωματικά, να ξαναμυηθούν σε ένα κύκλο συμπυκνωμένης αλλά φυσικής εμπειρίας σύλληψης, εγκυμοσύνης και μητρότητας. Η γέννηση και η ζωή οδηγούσαν - για κάποιο ανεξήγητο λόγο - στην κατάπτωση, τη δυστυχία, τα πάθη και το θάνατο. Στο βάραθρο. Αλλά διαισθάνονταν παράλληλα ότι ήταν δυνατό μέσα από την εμπιστευμένη τελετουργία, η φύση να αποκαλύψει τα μυστικά της και θαυματουργά να ακολουθήσει το μυστήριο της ανάσυρσης, της ευφορίας και της Ανάστασης.
Αυτές οι γιορτές έχουν τεράστια σημασία, γιατί θα αποτελέσουν αργότερα, τον πυρήνα πολυπλοκότερων τελετών και μυστηρίων, όπως είναι τα Διονύσια και ο Μαιναδισμός και κυρίως προσδιόρισαν αποφασιστικά τη μορφή των Ελευσινίων. Στη Θάσο και τη Νάξο μάλιστα, έχουν βρεθεί στα αντίστοιχα ιερά και χάσματα, πήλινα ομοιώματα χοιριδίων με ανοιχτές, σχισμένες κοιλιές, ένδειξη για συμβολικές πια και μόνο θυσίες.
Έτσι, καθώς η γυναικεία ευαισθησία υιοθέτησε εδώ για πρώτη φορά τη μίμηση, το σήμα και την υποκατάσταση, το τέλεσμα αποκτά πρωτεϊκά πια μορφή και διανοίγει μοναδικές προοπτικές έκφρασης και τέχνης. Οδηγεί κατ' ευθείαν στην Τραγωδία και το Θέατρο. Και με τον Ορφισμό, που είναι αντίθετος με τις αιματηρές θυσίες, τα Θεσμοφόρια δημιουργούν πλέον μια κοινή αναφορά και ρίζα. Ανάγονται στις "απαρχές", που εκφράζουν και αυτές την ανάγκη του ανθρώπου για προσφορές, όχι αναγκαστικά πια με θυσίες ζώων, αλλά ουσιαστικά αναίμακτες όπως εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά "θεσμοφοριακά" στην ήρεμη περιοχή των Κυκλάδων, με τελετουργικό όχημά τους τον Κέρνο και σχεδόν αποκλειστικό υλικό, το ιερό άνθος του κρόκου, που καλλιεργήθηκε λατρευτικά και επίπονα και στη Θήρα.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου