Ένας υποστηρικτής του φώναξε κάποτε στον Αντλάι Στήβενσον, σπουδαίο αμερικανό πολιτικό των Δημοκρατικών και υποψήφιο Πρόεδρο της δεκαετίας του 50, «Κυβερνήτη Στήβενσον, όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι μαζί σου!» Και ο Στήβενσον απάντησε: «Αυτό δεν αρκεί. Χρειάζομαι την πλειοψηφία»
Πριν μερικά χρόνια κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το βιβλίο του Μπράϊαν Κάπλαν, «Ο Μύθος του ορθολογικού ψηφοφόρου» το οποίο προκάλεσε πολλές συζητήσεις μεταξύ των πολιτικών επιστημόνων πέραν του Ατλαντικού. Στο βιβλίο αυτό ο Κάπλαν προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση στο φαινόμενο της επιλογής κακών πολιτικών από τους ψηφοφόρους. Πολιτικών που «μοιάζουν» καλές αλλά αποδεικνύονται εκ των υστέρων εσφαλμένες. Η κύρια θέση του συγγραφέα είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι συμπεριφέρονται με παραλογισμό στην πολιτική σφαίρα και διακατέχονται από προκαταλήψεις σε ότι αφορά τα οικονομικά ζητήματα.
Σύμφωνα με μια κοινά παραδεκτή άποψη, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ορθολογικά και η συστηματική μεροληψία δεν υιοθετείται ως υπόθεση. Ο Κάπλαν δε διαφωνεί με αυτή την άποψη. Οι άνθρωποι σκέφτονται γενικά ορθολογικά όταν πρόκειται να αγοράσουν μια τηλεόραση ή να επιλέξουν μια δουλειά. Αλλά υποστηρίζει ότι δρουν ορθολογικά γιατί σε προσωπικό επίπεδο η λάθος επιλογή θα έχει κόστος. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, όπως είναι οι εκλογές, είναι ουσιαστικά ανέξοδο για το μεμονωμένο άτομο να παραμείνει αμετακίνητο στις προκαταλήψεις και στις πεποιθήσεις του. Για τον ορθολογικά αδαή ψηφοφόρο αν το να πιστεύει σε μια πεποίθηση είναι ανέξοδο, τότε είναι και ορθολογικό, ακόμα κι αν η πεποίθηση είναι εσφαλμένη. Για πολλούς ανθρώπους η αναγκαιότητα να σκεφτούν είναι μια επίπονη διαδικασία γι αυτό και την αποφεύγουν. Αφού οι πολιτικές πεποιθήσεις-αυταπάτες είναι δωρεάν, ο εκλογέας τις καταναλώνει μέχρι να φτάσει σε ένα σημείο κορεσμού, πιστεύοντας ό,τι τον κάνει να νοιώθει καλά. Ο Κάπλαν προχωράει πέρα από την έννοια του ορθολογικά αδαή ψηφοφόρου, στον επιλεκτικά παράλογο ψηφοφόρο ο οποίος επιλέγει πολιτικούς και πολιτικές που αντικατοπτρίζουν τα στερεότυπα και τις προλήψεις του. Και οι πολιτικοί αντιστρόφως κάνουν ό,τι μπορούν για να ικανοποιούν αυτές τις φαντασιώσεις. Το κόστος των προκαταλήψεων και της «άγνοιας» το πληρώνουν όλοι.
Ας δούμε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή.
«Σε μια ολοκληρωτική διακυβέρνηση η πολιτική είναι τις περισσότερες φορές άθλια αλλά σπάνια ακατανόητη. Το χτίσιμο του Τείχους του Βερολίνου ξεσήκωσε παγκόσμια κατακραυγή αλλά ελάχιστοι αναρωτήθηκαν, «Τι να σκέφτονται οι ηγέτες της Ανατολικής Γερμανίας;». Αυτό ήταν προφανές: ήθελαν να συνεχίσουν να έχουν τον έλεγχο των υπηκόων τους οι οποίοι έφευγαν μαζικά προς την άλλη πλευρά. Το Τείχος του Βερολίνου είχε κάποια μειονεκτήματα για την κυβερνώσα ελίτ. Έβλαψε π.χ. τον τουρισμό καθιστώντας δυσκολότερη την εισροή σκληρού νομίσματος που ήταν αναγκαίο για την εισαγωγή πολυτελών αγαθών από τη Δύση. Αλλά συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα, το Τείχος προστάτεψε τα συμφέροντα των εκλεκτών μελών του κόμματος.
Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη γιατί η δημοκρατία αποτελεί πανάκεια. Η ιστορία των ολοκληρωτικών καθεστώτων δημιουργεί την εντύπωση ότι οι κακές πολιτικές υπάρχουν επειδή τα συμφέροντα των κυριάρχων και των κυριαρχούμενων αποκλίνουν. Μια απλή λύση στο πρόβλημα αυτό είναι η ταυτοποίηση κυριάρχων και κυριαρχούμενων, φέρνοντας «το λαό στην εξουσία». Αν κατόπιν ο λαός αποφασίσει να εκχωρήσει τη λήψη αποφάσεων σε πολιτικούς πλήρους απασχόλησης δεν έχει και τόση σημασία αφού όποιος πληρώνει τα βιολιά διαλέγει και το τραγούδι.
Εντούτοις, αυτή η αισιόδοξη θεώρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος έρχεται συχνά σε αντίθεση με τα πραγματικά γεγονότα. Οι δημοκρατίες πολλές φορές υιοθετούν πολιτικές οι οποίες είναι επιβλαβείς για τους περισσότερους ανθρώπους. Θεωρητικά η δημοκρατία είναι το προπύργιο έναντι όλων των κοινωνικά επιβλαβών πολιτικών αλλά στην πράξη τους παρέχει ένα ασφαλές λιμάνι.
Πως μπορεί να εξηγηθεί αυτό το παράδοξο της δημοκρατίας; Μια απάντηση είναι ότι οι «εκπρόσωποι» του λαού έχουν αντιστρέψει την κατάσταση προς όφελός τους. Οι εκλογές μπορεί να είναι ασθενέστερος αποτρεπτικός παράγοντας ανάρμοστων συμπεριφορών απ’ ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, καθιστώντας πιο σημαντική την ικανοποίηση ειδικών συμφερόντων αντί του κοινού καλού. Μια δεύτερη απάντηση, συμπληρωματική της πρώτης, είναι ότι οι ψηφοφόροι έχουν πλήρη άγνοια για τα πολιτικά δρώμενα. Δε γνωρίζουν ποιοι είναι οι εκπρόσωποί τους, ούτε και τι κάνουν. Το γεγονός αυτό δελεάζει τους πολιτικούς να προωθούν την προσωπική τους ατζέντα και να πωλούν εαυτούς σε διάφορους «χορηγούς».
Μια εκ διαμέτρου αντίθετη θεώρηση είναι η άρνηση του γεγονότος ότι η λειτουργία της δημοκρατίας είναι προβληματική. Οι ένθερμοι υποστηρικτές της επάρκειας των δημοκρατικών θεσμών ισχυρίζονται ότι το κοινό έχει πάντα δίκιο και οι «ειδήμονες» άδικο. (σημ. Ο «σοφός» λαός που πάντα αποφασίζει σωστά κλπ). Αυτή είναι μια απλή και έντιμη μεν, επικίνδυνη δε θεώρηση των πραγμάτων. Μια ασφαλέστερη και λιγότερο απλοϊκή πρακτική των υποστηρικτών της ορθής λειτουργίας της δημοκρατίας είναι να βρίσκουν κενά στους υποτιθέμενους μηχανισμούς που οδηγούν σε αποτυχημένες πολιτικές στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Οι πιο ευφυείς θιασώτες της αποτελεσματικότητας της δημοκρατικής διακυβέρνησης συνήθως επιλέγουν αυτή την ασφαλέστερη οδό.
Γιατί όμως οι δημοκρατίες αποτυγχάνουν? Η κεντρική ιδέα την οποία υποστηρίζω είναι ότι οι ψηφοφόροι είναι κάτι χειρότερο από αδαείς· είναι με μια λέξη «παράλογοι» και ψηφίζουν αναλόγως. Οι οικονομολόγοι και η γνωστική ψυχολογία υποθέτουν συνήθως ότι ο κάθε άνθρωπος «επεξεργάζεται» τις εισερχόμενες πληροφορίες στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Αλλά η κοινή λογική λέει ότι τα συναισθήματα και οι ιδεολογίες – όχι απλά τα γεγονότα ή η επεξεργασία τους – κυβερνούν την ανθρώπινη φύση. Οι αντιλήψεις π.χ. περί προστατευτισμού είναι δύσκολο να εκριζωθούν γιατί μοιάζουν καλές. Όταν οι ψηφοφόροι ψηφίζουν υπό την επίδραση εσφαλμένων πεποιθήσεων οι οποίες μοιάζουν καλές (σημ. κατ’ αναλογία «λεφτά υπάρχουν», «επανίδρυση του κράτους», «εκσυγχρονισμός» ,κλπ), το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης παράγει επίμονα επιβλαβείς πολιτικές. Όπως λέει και ένα παλιό σλόγκαν των προγραμματιστών: Σκουπίδια βάζεις, σκουπίδια βγάζεις.
Ο καθολικός παραλογισμός δεν χτυπά μόνο τη δημοκρατία αλλά όλους τους ανθρώπινους θεσμούς. Μια κριτική υπόθεση αυτού του βιβλίου είναι ότι ο παραλογισμός, όπως και η άγνοια, είναι επιλεκτικός. Από συνήθεια εξοστρακίζουμε ανεπιθύμητες πληροφορίες για θέματα που δεν μας ενδιαφέρουν. Κατά τον ίδιο τρόπο «κλείνουμε το διακόπτη» των ορθολογικών μας δυνατοτήτων όταν δεν μας ενδιαφέρει η αλήθεια για συγκεκριμένα ζητήματα. Οι οικονομολόγοι υποστήριζαν για πολύ καιρό ότι η άγνοια των ψηφοφόρων αποτελεί μια προβλέψιμη απόκριση της ασημαντότητας της μιας ψήφου. Γιατί να μελετήσει κάποιος ζητήματα για τα οποία δεν μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα? Γενικεύοντας ακόμα περισσότερο θα έλεγα, γιατί να ελέγξει κάποιος τις αυθόρμητες συναισθηματικές και ιδεολογικές του αντιδράσεις αν δεν μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα?
Σύμφωνα με την αφελή θεώρηση περί δημοσίου συμφέροντος, η δημοκρατία λειτουργεί επειδή κάνει αυτό που θέλουν οι ψηφοφόροι. Σύμφωνα με την άποψη των σκεπτικιστών για τη λειτουργία της δημοκρατίας, αποτυγχάνει επειδή δεν κάνει αυτό που επιθυμούν οι ψηφοφόροι. Κατά τη δική μου άποψη η δημοκρατία αποτυγχάνει γιατί κάνει αυτό που θέλουν οι ψηφοφόροι. Ένας παράλογος ψηφοφόρος δεν βλάπτει μόνο τον εαυτό του. Βλάπτει επίσης και κάθε άλλον ο οποίος επηρεάζεται από τις εσφαλμένες πολιτικές.
Όταν όμως καταγράφουμε τις αποτυχίες της δημοκρατίας πρέπει να έχουμε κατά νου κάποια πράγματα. Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε δημοκρατικά πολιτεύματα απολαμβάνουν πρωτόγνωρα επίπεδα ζωής. Τα ελαττώματα των χειρότερων δημοκρατιών ωχριούν μπροστά σε αυτά των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Παρόλα αυτά, τώρα που η δημοκρατία είναι ο συνήθης τύπος διακυβέρνησης, δεν υπάρχει λόγος διαφωνίας για το αν είναι καλύτερος από τον Κομμουνισμό (σημ. στα καθ’ ημάς δεν είμαι και τόσο σίγουρος) ή από τη μεσαιωνική φεουδαρχία. Τέτοιες συγκρίσεις θέτουν τον πήχη χαμηλά. Αξίζει περισσότερο να σκεφτούμε το πώς και το γιατί απογοητεύει η λειτουργία της δημοκρατίας.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου