Έχει επαναληφθεί συχνά ότι ζούμε στην εποχή του τέλους των ιδεολογιών, ότι η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε τον ολοκληρωτικό και απόλυτο θρίαμβο της δημοκρατικής Δύσης και τη νίκη του φιλελευθερισμού επί του κομμουνισμού. Σύμφωνα με τήν επίσημη εκδοχή, στη μεταμοντέρνα εποχή οι ιδεολογίες του εικοστού αιώνα θα είχαν εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση τους σε μια νέα εποχή ελευθερίας που χαρακτηρίζεται από πλουραλισμό και δυσπιστία απέναντι στις μετα-αφηγήσεις, με γνώση που διαμορφώνεται αποκλειστικά ως «ελεύθερη και απρόβλεπτη δραστηριότητα του ανθρώπινου μυαλού», σε αντίθεση με τον «θεωρητικό και πολιτικό τρόμο που ασκούν οι κάτοχοι της υποτιθέμενης ενιαίας, σταθερής, παγκόσμιας και απολύτως εγγυημένης γνώσης».
Με μια πιο προσεκτική εξέταση, αποκαλύπτεται το ακριβώς αντίθετο. Πράγματι, μπορούμε εύλογα να πούμε ότι δεν υπήρξε ποτέ ιστορική εποχή πιο ιδεολογικοποιημένη από τη σημερινή, μόνο που η ιδεολογία δεν παρουσιάζεται πλέον ως τέτοια, αλλά αντίθετα ισχυρίζεται ότι ενσαρκώνει οικουμενικές αξίες. Με αυτόν τον τρόπο, τα δόγματά της εισχωρούν εντελώς άθελά τους στη συνείδηση των μαζών, που είναι ανίκανες να αναγνωρίσουν την τεχνητή και ψεύτικη φύση τους και να κατανοήσουν ότι η συλλογική τους φαντασία διαμορφώνεται από ολοκληρωτικούς και οργουελικούς μηχανισμούς, που ρυθμίζουν τις επιθυμίες τους και ως εκ τούτου τη συμπεριφορά τους.
Ο Παζολίνι επεσήμανε ήδη πώς η καταναλωτική ιδεολογία, που κρύβεται κάτω από μια επίφαση ελευθερίας, είναι αντίθετα επιτυχημένη όσο ποτέ άλλοτε στην αναδιαμόρφωση, τη χειραγώγηση και τη διαμόρφωση του ανθρώπου σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, επιβάλλοντας de facto (εκ των πραγμάτων) μια ολοκληρωτική εμπορευματοποίηση της κοινωνίας:
«Μέσω της τηλεόρασης, το Κέντρο έχει αφομοιώσει ολόκληρη τη χώρα που ήταν τόσο ιστορικά διαφοροποιημένη και πλούσια σε πρωτότυπους πολιτισμούς. Έχει ξεκινήσει ένα έργο ομογενοποίησης που καταστρέφει κάθε αυθεντικότητα και ιδιαιτερότητα. Δηλαδή, έχει επιβάλει -όπως είπα- τα πρότυπά της: τα οποία είναι τα πρότυπα που θέλει η νέα εκβιομηχάνιση, που δεν ικανοποιείται πια με έναν «άνθρωπο που καταναλώνει», αλλά απαιτεί να μην είναι νοητή άλλη ιδεολογία εκτός από εκείνη της κατανάλωσης. Ένας νεοκοσμικός ηδονισμός, που αγνοεί τυφλά κάθε ανθρωπιστική αξία και είναι τελείως ξένος προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες» [...] «Μπορεί επομένως να ειπωθεί ότι η «ανοχή» της ηδονιστικής ιδεολογίας που επιθυμεί η νέα εξουσία είναι η χειρότερη καταστολή (καταπίεση) στην ανθρώπινη ιστορία».
Η αληθινή δύναμη ανήκει στην πραγματικότητα σε αυτούς που ξέρουν πώς να ελίσσονται και να χειραγωγούν τη φαντασία και τα όνειρα των μαζών. Δεν συνίσταται σε υλική δύναμη, αλλά σε ψυχολογική δύναμη, στην ικανότητα πρόκλησης συμπεριφοράς στους ανθρώπους μέσω της χειραγώγησης των πιο βασικών παρορμήσεων. Η σωματική φυσική καταστολή εκθέτει πάντα κάποιον στον κίνδυνο μιας λαϊκής εξέγερσης, ενώ, δίνοντας στις μάζες την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, η εξουσία μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποφύγει τη βία στις λεγόμενες «δημοκρατίες».
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι κοινωνίες είναι εγγενώς πιο ελεύθερες, αντιθέτως. Όσο περισσότερο ο κοινωνικός έλεγχος είναι αόρατος και εφαρμόζεται με «ανώδυνα» εργαλεία, για παράδειγμα μέσω της προπαγάνδας των μέσων ενημέρωσης και της σχολικής εκπαίδευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η αποτελεσματικότητά του, εγκαθίσταται πολύ βαθύτερα, στη σφαίρα του ασυνείδητου και του παραλόγου (ανορθολογικού).
Ο ρόλος της καταναλωτικής ομογενοποίησης που διαδραματίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στα δημοκρατικά καθεστώτα κατέχει επομένως τη θέση που παίζει η φυσική καταστολή και η προπαγάνδα στις δικτατορίες, με τη μόνη διαφορά ότι, ενώ ο βίαιος καταναγκασμός δεν αποκλείει, αλλά μάλλον παραδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, την πιθανότητα αντιδράσεων, εξεγέρσεων, αντίθετα ο δημοκρατικός ολοκληρωτισμός οδηγεί στην πλήρη εκμηδένιση της βούλησης του ατόμου, παραλυμένου ακριβώς στην εσωτερική σφαίρα, το οποίο, μη συνειδητοποιώντας ότι χειραγωγείται, καταλήγει να νομιμοποιεί, μέσω της άκριτης προσήλωσής του σε ένα στυλ της ζωής που βασίζεται στον απόλυτο ηδονιστικό ατομικισμό και στα φιλελεύθερα και δημοκρατικά δόγματα, το έργο εκείνης της Δύναμης-Εξουσίας που έχει συμφέρον να καταστρέψει κάθε υγιή και κανονική τάξη της ύπαρξης των λαών.
Ο Aldous Huxley σωστά σημειώνει:
«Οι αρχαίοι δικτάτορες έπεσαν γιατί δεν ήξεραν πώς να δώσουν στους υπηκόους τους αρκετό ψωμί και τσίρκα, θαύματα και μυστήρια. Και δεν διέθεταν ένα πραγματικά αποτελεσματικό σύστημα χειραγώγησης του εγκεφάλου [...] Αλλά υπό έναν επιστημονικό δικτάτορα η εκπαίδευση θα λειτουργήσει πραγματικά και ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες θα μεγαλώσουν ερωτευμένοι με τη δουλεία (με την αγάπη της υποτέλειας) και δεν θα ονειρεύονται ποτέ την επανάσταση».
Το γεγονός ότι σήμερα είναι ακόμη και αδύνατο να συλλάβει κανείς μια εναλλακτική ιδεολογία σε σχέση με αυτή της νεοφιλελεύθερης Δύσης, ικανή να προτείνει ένα διαφορετικό σύστημα αξιών και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής από τον δυτικό που βασίζεται στις μαζικές αμβλώσεις, την πορνογραφία, τα ναρκωτικά, την υπερηφάνεια των ομοφυλοφίλων, τους γάμους των ομοφυλόφιλων, το Big Brother, τη μεταναστευτική και πολυεθνική προπαγάνδα, έχει οδηγήσει σε αυτή την ιεροποίηση της ιδεολογίας που είναι χαρακτηριστική όλων των ολοκληρωτισμών, η οποία στην πραγματικότητα νομιμοποιεί τον σημερινό κόσμο με όλες του τις αντιφάσεις και τον αιωνιοποιεί σύμφωνα με μια αυτοαναφορική λογική που αποκλείει εκ των προτέρων κάθε πιθανή κριτική των βασικών αρχών της.
Σήμερα λοιπόν ζούμε στην πιο ολοκληρωτική εποχή της ιστορίας όπου, ωστόσο, η ιδεολογία παρουσιάζεται με τη μάσκα της πολιτικής ορθότητας και την οικουμενική ρητορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δύναμη του συστήματος έγκειται στο να εμποδίζει τις μάζες να κατανοήσουν ότι είναι θύματα ιδεολογικής και ολοκληρωτικής εκμετάλλευσης, πιστεύοντας, αντίθετα, ότι ζουν σε μια ελεύθερη, ανεκτική, πλουραλιστική και δημοκρατική κοινωνία, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αυτά που πλασσάρονται ως αρχές απόλυτης εγκυρότητας είναι στην πραγματικότητα όπλα ψυχολογικού πολέμου, που ανταποκρίνονται αποκλειστικά στην κυνική αποφασιστικότητα των ομάδων συμφερόντων που τις χρησιμοποιούν για να ανοίξουν το δρόμο για την παγκοσμιοποίηση και την υπερεθνική κυριαρχία τους.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Ρώσος φιλόσοφος και συγγραφέας Alexander Zinoviev:
« Σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από μια ενιαία ιδεολογία, που προωθείται από το ενιαίο παγκοσμιοποιητικό κόμμα, ένα μοναδικό γεγονός [...] Ζούμε σε μια μετα-ιδεολογική εποχή και στην πραγματικότητα η υπερ-ιδεολογία του δυτικού κόσμου η οποία έχει εξαπλωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι πολύ πιο ισχυρή από την κομμουνιστική ή εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Ο δυτικός πολίτης είναι πολύ πιο μουδιασμένος από ό,τι ο μέσος σοβιετικός πολίτης ήταν υπό την κομμουνιστική προπαγάνδα. Στον ιδεολογικό τομέα, η ιδέα μετράει λιγότερο από τους μηχανισμούς διάχυσης της».
Αλλά αν, αφενός, αυτή η υπερ-ιδεολογία της δημοκρατικής Δύσης έχει ως κεντρικό πυρήνα τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αφετέρου παρουσιάζει μια διαλεκτική δομή εντελώς συγκρίσιμη με τη μαρξιστική σκέψη που, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, πέρασε από την ουτοπία τού κόκκινου παράδεισου στην παγκοσμιοποιητική ουτοπία που θέλει να καταργήσει όλες τις διαφορές και να δημιουργήσει έναν πολύχρωμο παράδεισο. Υπό αυτή την έννοια, ο κομμουνισμός δεν έχει πεθάνει, αλλά έχει συμμαχήσει με τον καπιταλισμό στην παγκοσμιοποιητική και ομογενοποιητική του ώθηση, η οποία στοχεύει στην καταστροφή των εθνών, στή μιγαδοποίηση των φυλών, στην κατάργηση των συνόρων και στην ανάμειξη των πολιτισμών.
Είναι σημαντικό ότι οι σημερινοί μετακομμουνιστές, όπως ο Τόνι Νέγκρι, δηλώνουν:
«Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ασφαλώς μια απλή πραγματικότητα […] Το καθήκον μας δεν είναι, ας πούμε, απλώς η αντίσταση σε αυτές τις διαδικασίες, αλλά μάλλον η αναδιοργάνωσή τους και η κατεύθυνση τους προς νέους σκοπούς»… «Μέσα από αυτούς και άλλους τύπους αγώνων, το πλήθος θα κληθεί να εφεύρει νέες μορφές δημοκρατίας και μια νέα συστατική εξουσία που μια μέρα θα μας οδηγήσει, μέσω της Αυτοκρατορίας, στο σημείο να την ξεπεράσουμε»… «Οι νόμιμες μεταναστεύσεις ατόμων που κατέχουν έγγραφα δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τήν λαθρομετανάστευση. Τα σύνορα των εθνικών κρατών γίνονται κόσκινα» … «Μια νέα νομαδική ορδή, μια νέα φυλή βαρβάρων, θα δημιουργηθεί για να εισβάλει ή να εκκενώσει την Αυτοκρατορία» …«Οι νέοι βάρβαροι καταστρέφουν με μια καταφατική βία και, στην ουσία της ύπαρξής τους, χαράζουν νέα μονοπάτια ζωής». (Στην πραγματικότητα, φάνηκε στο Bataclan στο Παρίσι)… «Αντί να αντισταθούμε στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, πρέπει να επιταχύνουμε τον ρυθμό της».
Ιδέες πολύ παρόμοιες με αυτές που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της 18ης Σεπτεμβρίου 1988 στο Festival dell'Unità στο Campi Bisenzio στην επαρχία της Φλωρεντίας, όπου δηλώθηκε πολύ πιο ρητά: «Θα φέρουμε τους μετανάστες μαζικά, θα τους χρειαστούμε για να ξαναρχίσουν την ταξική πάλη, αποδιάρθρωση της Δύσης και της Καθολικής Εκκλησίας».
Εδώ λοιπόν βλέπουμε ξεκάθαρα την ετερογονία των σκοπών, όπου τα κίνητρα που παρουσιάζονται στις μάζες είναι διαφορετικά από εκείνα που πραγματικά συγκινούν τις ελίτ. Η ανθρωπιστική ηθική που υπο άλλες συνθήκες επικαλείται για να δικαιολογήσει την πολιτική της υποδοχής στην πραγματικότητα απλώς χρησιμεύει ως μάσκα πίσω από την οποία οι διάφοροι εκπρόσωποι της παγκοσμιοποιητικής ολιγαρχίας στοχεύουν να πυροδοτήσουν μια μόνιμη επανάσταση βασισμένη στη σύγκρουση των πολιτισμών που αντικαθιστά την ταξική πάλη, υποδαυλίζοντας μίσος και βία παντού για να επιτύχουν, μετά από ολοκληρωτική σήψη, τη διαλεκτική υπέρβαση του ευρωπαϊκού πολιτισμού προς τη νέα αφροϊσλαμική σύνθεση, τη λεγόμενη Ευραβία.
Αυτό εξηγεί τη φαινομενική αντίφαση του να παίρνουμε θέση για την υπεράσπιση του κοσμικού προοδευτισμού, των δικαιωμάτων των γυναικών, των ομοφυλοφίλων και, ταυτόχρονα, του ανοίγματος στον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Ο ριζοσπαστικός προοδευτισμός και το Ισλάμ έχουν σφυρηλατήσει μια τακτική συμμαχία ενάντια στον κοινό εχθρό που αντιπροσωπεύει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Δεν υπάρχει λοιπόν αντίφαση αλλά απόλυτα συνεκτική λογική στην κυνική της μεθοδικότητα.
Ωστόσο, για να επιτευχθεί η πολυπόθητη πολυπολιτισμική και πολυεθνική σύνθεση, το Σύστημα χρειάζεται να φιμώσει κάθε εσωτερική αντίθεση. Έτσι, η πιο εμφανής αντίφαση των δημοκρατικών καθεστώτων, δηλαδή το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ρητορικής και πράξης, είναι η δίωξη των αντιφρονούντων, αφού αν και η εξουσία παρουσιάζεται ως δημοκρατική, χρησιμοποιεί έναν μηχανισμό για την καταστολή της διαφωνίας που είναι ουσιαστικά πανομοιότυπος με εκείνον της τα κομμουνιστικά καθεστώτα, μόνο που οι μορφές του έχουν γίνει σχεδόν αόρατες, αλλά πιο αποτελεσματικές από ποτέ.
Αυτό που κάνει τον μηχανισμό ανεπαίσθητο είναι το γεγονός ότι οι μόνοι που σήμερα αποτελούν πραγματική αντιπολίτευση στο σύστημα δεν είναι οι λεγόμενοι ανταγωνιστές ή οι διάφοροι αγανακτισμένοι της στιγμής - που δεν είναι καθόλου αντίθετοι στην παγκοσμιοποίηση, αλλά μόνο σε έναν τύπο παγκοσμιοποίησης - αλλά μόνο και αποκλειστικά εκείνα τα άτομα ή ομάδες που αναφέρονται ανοιχτά στις αξίες της φυλής, στην υπεράσπιση της ταυτότητας και του εδάφους, στις αρχές της παράδοσης, που θεωρούνται ασυμβίβαστα με το παγκοσμιοποιητικό σχέδιο, που στοχεύει στην καταστροφή του έθνους-κράτους και τη δημιουργία μιας νέας ανθρωπότητας μιγάδων χωρίς ρίζες ως προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας μονοπωλιακής αγοράς.
Από τη μεταπολεμική περίοδο, μια αληθινή και σωστή δαιμονοποίηση έχει εξαπολυθεί εναντίον εκείνων που διεκδικούν την ταυτότητά τους σε ολοένα και πιο μαζικές δόσεις, χάρη σε μια προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης που χρησιμοποιεί μαγικές λέξεις - ρατσιστής, φασίστας, ξενοφοβικός, ισλαμοφοβικός, ομοφοβικός - που παράγει το αποτέλεσμα της πρόκλησης των χειρότερων φαντασμάτων του ασυνείδητου στην κοινή γνώμη και της καθήλωσης της κριτικής σκέψης, έτσι ώστε οποιαδήποτε τιμωρία εναντίον τέτοιων εγκληματιών να φαίνεται νόμιμη και ηθικά δικαιολογημένη.
Αν διώξεις άδικα έναν πολιτικό αντίπαλο κινδυνεύεις να προκαλέσεις την αγανάκτηση του κοινού, αλλά αν μέσω της ύβρεως τον κάνεις να μοιάζει με εγκληματία – «βρώμικο ρατσιστή», «βρώμικο φασίστα» κ.λπ.– τότε το μίσος και η περιφρόνηση που προκαλείται εναντίον του σε εξουσιοδοτεί να κατηγορήσει όποιον ξεφεύγει από τον πολιτικά ορθό δρόμο για εγκλήματα σκέψης, όσο ξεκάθαρες, σαφείς και τεκμηριωμένες κι αν είναι οι αναλύσεις του.
Δεν μιλάμε πια για πολιτική, αλλά για μια αρνητική πνευματική διάσταση, μια ανθρώπινη ιδιότητα συνώνυμη με το κακό. Και αντί να αντιμετωπίζει κανείς τον πολιτικό του αντίπαλο επί ίσοις όροις, το Σύστημα προτρέπει να «παρακολουθεί», να «κρίνει» και να «μισεί» όσους δεν συμμορφώνονται με την ενιαία σκέψη. Κατά συνέπεια, οι πολίτες των σύγχρονων «δημοκρατιών» μπορούν επίσης να απολαύσουν το δικό τους προσωπικά «δύο λεπτά μίσους» με άρωμα Οργουελιανής φιλοσοφίας.
Έτσι φτάνουμε στο παράδοξο μιας ολοκληρωτικής δημοκρατίας (ή ενός δημοκρατικού ολοκληρωτισμού) στην οποία η απόλυτη ελευθερία μετατρέπεται σε απόλυτη σκλαβιά και όπου ακόμη και εκείνοι που περιορίζονται σε μια ισορροπημένη και ορθολογική κριτική της μετανάστευσης ή των ομοφυλοφιλικών ενώσεων, ακόμη και σε έναν λόγο που περιλαμβάνει σεβασμό στη διαφορετικότητα των άλλων, μπορεί να απεικονιστεί ως φανατικός ή ακόμα και ως τέρας.
Αυτή η αντίληψη της πολιτικής δεν είναι πλέον μια πολιτισμένη αντιπαράθεση μεταξύ αντιπάλων ίσης αξιοπρέπειας, σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει αμοιβαίο σεβασμό, αλλά ως ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ καλού και κακού, στον οποίο ο αντίπαλος μεταμορφώνεται σε έναν απόλυτο και ολοκληρωτικό κακό, τον οποίο νομιμοποιείται κανείς να μισεί και να περιθωριοποιεί επειδή είναι ουσιαστικά κακός, εξάλλου εμπίπτει στη μεροληπτική λογική που ενυπάρχει στη φιλοσοφία των αξιών.
Σύμφωνα με τον Carl Schmitt, είναι ακριβώς «η συζήτηση για αξίες και η σκέψη με όρους αξιών» που οδηγεί στη μοιραία γέννηση της ιδεολογίας, σε μια αιώνια σύγκρουση αξιών και διαιρέσεων του κόσμου, σε θρησκευτικούς πολέμους, στο διαρκές bellum omnium contra omnes (πόλεμος όλων εναντίον όλων). Η δημοκρατική Δύση που ισχυρίζεται ότι αντικειμενοποιεί τις αξίες της, αποσπώντας τες από το υποκειμενικό πλαίσιο στο οποίο προκύπτουν, στην πραγματικότητα προετοιμάζει το έδαφος για μια αναπόφευκτη σύγκρουση, αφού η αξία μπορεί να επιβληθεί μόνο με την υποτίμηση άλλων αξιών.
Επομένως, η υποτίμηση της απορριφθείσας αξίας ανοίγει έναν ορίζοντα σύγκρουσης εντός του οποίου δεν είναι δυνατή η διαμεσολάβηση.
«Κάθε σεβασμός προς τον εχθρό πέφτει, πράγματι γίνεται μη-αξία μόλις η μάχη εναντίον του εχθρού γίνεται μάχη για τις υπέρτατες αξίες. Η μη-αξία δεν απολαμβάνει κανένα δικαίωμα έναντι της αξίας, και όταν πρόκειται για την επιβολή της υπέρτατης αξίας, κανένα τίμημα δεν είναι πολύ υψηλό. Επομένως, μόνο ο εξολοθρευτής και ο εκμηδενισμένος παραμένουν στη σκηνή».
Με αυτή την έννοια, η ιδεολογία της δημοκρατικής Δύσης, με τη ρητορική της για τα ανθρώπινα δικαιώματα, γίνεται έτσι η πιο τυραννική απάτη, αφού ακριβώς η επίκληση στους ηθικούς λόγους και η διεκδίκηση της καθολικότητάς τους είναι που εγγυάται την απαραίτητη θεωρητική νομιμότητα για την εξόντωση του αντιπάλου, είτε πρόκειται για έναν γεωπολιτικό αντίπαλο – εναντίον του οποίου επιβάλλεται η νεοσυντηρητική ηθική του "αγώνα του καλού εναντίον του κακού" – είτε για έναν εσωτερικό αντιφρονούντα.
Η δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε δικαίως να εμπίπτει σε αυτό που ο Schmitt αποκαλεί τη θεωρία του κομματικού, που είναι η πιο ριζοσπαστική εκδήλωση της φιλοσοφίας των αξιών, που χαρακτηρίζεται από τη μετατόπιση του εννοιολογικού κέντρου βάρους του πολέμου, δηλαδή τη διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού, εντός τού Κράτους.
«Ο Λένιν μετέφερε το εννοιολογικό κέντρο βάρους του πολέμου, δηλαδή τη διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού, στο πολιτικό επίπεδο [...] και έκανε τον πραγματικό εχθρό τον απόλυτο εχθρό».
Αυτό περιγράφει τέλεια αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη σήμερα, όπου οι άρχοντες (κυβερνήτες) όλων των χωρών - επαναστάτες ακτιβιστές που επέλεξαν το ενιαίο παγκοσμιοποιητικό κόμμα αντί για το κράτος - αντί να παίρνουν θέση για την υπεράσπιση των πολιτών τους ενάντια στον εξωτερικό εχθρό, όπως ο ισλαμικός εισβολέας, διεξάγουν πόλεμο εναντίον των αντίστοιχων λαών τους ενθαρρύνοντας την ανεξέλεγκτη μετανάστευση και διώκοντας όποιον επικρίνει τις κακές πολιτικές υποδοχής.
Για την παγκοσμιοποιημένη ολιγαρχία, ο εχθρός που πρέπει να ανατραπεί δεν είναι ο δημόσιος εχθρός, δηλαδή αυτός που απειλεί την ασφάλεια και την ακεραιότητα του κράτους, αλλά μόνο και αποκλειστικά ο ιδεολογικός εχθρός, δηλαδή ο γηγενής υπερασπιστής του εθνικού εδάφους που αγωνίζεται για να υπερασπιστεί την ταυτότητα του αίματος και του εδάφους του.
Στην Ιταλία, η λαβή της καταστολής έχει εκδηλωθεί σε πλήρη μορφή με το περιβόητο "νόμο Mancino", έναν πραγματικό οργουελικό νόμο με τον οποίο αντί να τιμωρείται ένα γεγονός χτυπιέται η πρόθεση - η υποκίνηση μίσους - ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει.
Πολύ σωστά ειπώθηκε ότι «στην πραγματικότητα, βρίσκει κανείς απεριόριστο μίσος μεταξύ των πληροφοριοδοτών. Όποιος θέλει πραγματικά να καταστείλει το μίσος πρέπει να ξεκινήσει την έρευνά του όχι με τον κατηγορούμενο, αλλά με τον κατήγορό του».
Ίσως τότε ανακαλύψουμε ότι η αληθινή ιδεολογία του μίσους δεν είναι ούτε ο ρατσισμός ούτε ο φασισμός, αλλά μόνο και αποκλειστικά η δημοφιλελεύθερη οικουμενικότητα που με την ανθρωπιστική της ηθική υποδαυλίζει το μίσος στο όνομα της αγάπης και διώκει όποιον αντιτίθεται στο σχέδιο καταστροφής κάθε ταυτότητας, κάθε πολιτισμού, κάθε διαφοράς.
Για να περιγράψουμε την ολοκληρωτική μετατόπιση των σύγχρονων δημοκρατιών με μια αποτελεσματική εικόνα, μπορούμε να καταλήξουμε παραφράζοντας τον Μπρεχτ:
Πρώτα από όλα ήρθαν για τους ρατσιστές,
και σιωπούσα γιατί μισούσα τους ρατσιστές.
Μετά ήρθαν για τους ρεβιζιονιστές,
και σιώπησα γιατί με πείραξαν οι ρεβιζιονιστές.
Μετά ήρθαν για τους σεξιστές,
και σιωπούσα γιατί δεν ανεχόμουν τους σεξιστές.
Μετά ήρθαν για τους ομοφοβικούς,
και σιωπούσα γιατί με αηδίαζαν οι ομοφοβικοί.
Μια μέρα ήρθαν για μένα,
και δεν έμεινε κανείς να διαμαρτυρηθεί…
Ρίτσαρντ Περσιβάλντι
ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου