Σχολώντας από την δουλειά το σούρουπο, αποφάσισα να περπατήσω, πριν επιστρέψω στο σπίτι.
Ο καιρός ήταν νεφελώδης. Ίσως σε λίγο θα το γύριζε σε βροχή. Άνοιξα το μπουφάν για να με σπρώχνει ο αέρας και έστριψα ένα τσιγάρο, να μου κρατήσει παρέα στην σημερινή περιπλάνηση σε πεζοδρόμιο σπαρμένο με κοφτερές πέτρες λόγω του εσωτερικού μου ταραγμένου τοπίου.
Η συνήθεια αυτή ερχόταν από τα παλιά. Από τα χρόνια τα φοιτητικά. Παρέα με τον Θέμη τον συμφοιτητή, κατηφορίζαμε τις πλάκες στο κέντρο της Αθήνας κραδαίνοντας όνειρα, ιδέες, προσμονές και με τρεχαλητό κτυπούσαμε τα πόδια λες και βροντούσαμε «παρών» σε έναν θαρραλέο εαυτό.
Απόψε όλο αυτό θυμόμουν. Έστριψα το τσιγάρο και διπλάρωσα την μνήμη της νιότης σε σκληρό τετ α τετ.
Με την μοναξιά έχω σχέσεις εχθρικές. Διαθέτω, οικογένεια με γυναίκα μουράτη και παιδιά ήδη πολυταξιδεμένα να συνηθίζουν, το νέο τρόπο της ζωής. Ο κόσμος όλος είναι σπίτι μας. Άλλωστε είμαστε ένας φουκαριάρης λαός -κακομαθημένος- και χωρίς τρόπους σύγχρονους. Καλύτερα να ξεχάσουμε την προέλευσή μας. Έτσι μόνο θα πάμε μπροστά.
Έχω οτι οι άνθρωποι ποθούν στα τσίγκινα όνειρά τους. Κι αυτό το έδαφος -της δικής μου κατοχής- θα το υπερασπιστώ μέχρι θανάτου. Η νέα μου πατρίδα είναι η ζωή μου όλη. Ότι γνώρισα ήταν για μένα ξένο.
Ώρες – ώρες θυμάμαι τον γεωπόνο, γέρο, πατέρα μου. Κάθε τόσο -λίγα χρόνια πριν πεθάνει-επιβιβαζόταν σ’ ένα λεωφορείο σακαράκα (που ταξίδευε μέχρι τα όρια της τακτοποιημένης δήθεν χώρας και κουβαλούσε χρειώδη στους ξωμάχους). Επισκεπτόταν στα πατρογονικά του τον Ξενοφώντα, φίλο του παιδικό -αγρότη- που έκανε αγώνα κατά των εντολών για καταστροφή των γεννημάτων τάχα «για το καλό του τόπου» και συνέχισε να καλλιεργεί πατάτες.
Ο γέρος μου λοιπόν γνωρίζοντας τη μαύρη φτώχεια του Ξενοφώντα, δίχως ίχνος λύπης έστεκε με δουλειά προσωπική στον φίλο παραγωγό. Στη συνέχεια τροφοδοτούσε γνωστούς και φίλους και το αντίτιμο πήγαινε στον γερο-Φώντα. Οι λογαριασμοί της ζωής στα πέτρινα όρη ήταν και υπόθεση προσωπική του δικού μου πατέρα. Αφελής και looser ο γέρος, αλλά για παράξενους λόγους ανεξήγητα ευτυχής.
Πήρε ψιλόβροχο. Το κρεμασμένο στα χείλη τσιγάρο, μούσκεψε. Με τη χούφτα το ‘τριψα στην τσέπη του παντελονιού , όπως κάναμε φοιτητάκια για οικονομία λόγω πενιχρού χαρτζιλικιού.
Στην μέση της ζωής μου, θυμάμαι τον ενθουσιασμό για την πρόσληψη στην εταιρεία μεγαθήριο.
Μέσα μου ξέσπασαν πυροτεχνήματα και όνειρα ατσαλωμένα από κάθε τάχα ασχήμια.
Η εταιρεία βέβαια ήταν απλωμένη σε όλον τον πλανήτη σαν χταπόδι. Εφιαλτευόμουν πολλές νύχτες με την αγωνία της ταχύτατης αντικατάστασης μιας εξειδικευμένης θέσης -σα τη δική μου- με κάποιον που θα ζούσε στις Αντίλλες ή στη Γουαδελούπη. Τότε στον εφιάλτη γινόμουν ένα τίποτε στις βεντούζες του χταποδιού και το θαλάμι μύριζε αέριο θαλάμων αερίων από άλλες εποχές. Πάντα τότε ξυπνούσα και τιναζόμουν σαν μανιασμένο ηλεκτρόδιο. Ίσως είχα πάντα μια μορφή υπερκόπωσης. Όλοι εμείς οι κοσμοπολίτες δουλεύουμε σκληρά.
Πάλι ο γέρος μου μπροστά μου καταμεσής της βρεγμένης ασφάλτου μου την έχει στήσει.
«Τα σύνορα τα εθνικά μου είναι η Εταιρεία. Αυτή είναι η νέα πατρίδα μου πατέρα. Αυτήν υπηρετώ και τα συμφέροντα της υπερασπίζομαι. Όλα τ’ άλλα ας πνιγούν». Συμπλήρωνα.
Και ο γέρος γυρνούσε την πλάτη και πάντα κλάδευε τους βασιλικούς στο περβάζι. Από το λίγο τρέμουλο στην πλάτη μάλλον έκλαιγε. Αδύνατον να αντιληφθεί την πρόοδο και το νέο. Του ήταν αδύνατον.
Γρήγορα η πίστη μου και η εργατικότητα ανταμείφθηκαν με θέσεις ψηλότερες και αποδοχές ιδιαιτέρως παχουλές. Ήμουν καλά. Πολύ καλά.
Η βροχή δυνάμωνε και βάδιζα κάτω από τα στέγαστρα της λεωφόρου για να μένει το τσιγάρο μου στεγνό. Περίεργη νύχτα. Λες και το μέσα μου ξεπήδησε και τραβούσε έναν δικό του δρόμο.
Πριν μισό χρόνο περίπου προσλήφθηκε χάρη σε μένα, ο Θέμης. Με ελάχιστες αποδοχές. Είχε περιέλθει σε πλήρη ένδεια. Μεσολάβησα, τον πήραν. Έκανε σα τρελός από την χαρά του. «Θα στο χρωστώ και στις επόμενες ζωές, αδελφέ» Έτσι μου ’λεγε… Η χαρά και η ευγνωμοσύνη του φίλου μου, κατάφερε ν’ αγιάσει το τοπίο πλήρους υπακοής που μέσα μου σα βάλτος είχε για τα καλά εγκατασταθεί.
Το ψιλόβροχο δεν έλεγε να σταματήσει. Η επιστολή στην τσέπη μου με έκαιγε. Το τσιγάρο κολλούσε και πονούσε τα ξερά χείλη.
Το χρονικό πριν την Επιστολή: Ο Θέμης άντεξε 6 μήνες. Επέμενε να εξυπηρετεί όλους τους ανθρώπους με προτεραιότητα τις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες. Το έκανε λες και τους γνώριζε ή ήταν συγγενείς του. Οι οδηγίες ήταν σαφείς και ακριβείς από την Εταιρεία. «Δεν χάνετε ούτε 1 δευτερόλεπτο. Να αντιμετωπίζετε τους ανθρώπους ως κοινά νούμερα»
Ο Θέμης αγρίεψε. Αντιμίλησε λέγοντας πως εκπαιδεύουν τους νέους στην απανθρωποποίηση. Οι νέοι τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Ο Θέμης χακάρισε πολλά δίκτυα, γράφοντας «Οι άνθρωποι δεν είμαστε νούμερα ούτε κρέας σκύλου φτηνό για τα αφεντικά»
Κατήγγειλε την Εταιρεία. Εκλήθη η αντιτρομοκρατική και συνελήφθη.
Η Επιστολή: Θα έπρεπε να διαλέξω. ‘Η την δουλειά μου ή τον Θέμη. Ήμουν υποχρεωμένος να υπογράψω και να στηρίξω ένα ψεύτικο και συκοφαντικό κατασκεύασμα σε βάρος του φίλου μου Θέμη ή αλλιώς η απόλυση ήταν μονόδρομος.
Πήρε καταιγίδα. Το στέγαστρο δεν με ωφελούσε. Βγήκα στη μπόρα ασκεπής. Θόλωσε η λεωφόρος.
Ο εαυτός μου τυμπάνιζε. Ξάφνου ξαπλώνω καταγής. Το σώμα μου πυροβολείται ανελέητα από την βροντερή βροχή. Οι ελάχιστοι με θεωρούν νεκρό και για μεγάλη μου χαρά δεν ασχολήθηκαν. Όλο το βράδυ μούσκευα. Έγινα ένα με τη γη. Σα βόλος φυτρωμένος στα όρη.
Χαράματα, ψηλάφισα την επιστολή. Ήταν στη θέση της.
…………………………………………………………………………………
Βρεγμένος και παράξενος με όψη άγριου και καρδιά ανθρώπου διάλεξε τον Θέμη.
Ποτίζοντας με νερά τα παχουλά χαλιά της Εταιρίας, πέταξε την επιστολή στους επικεφαλής. Βρόντηξε την βαριά πόρτα και λευτερώθηκε.
Είχε διαλέξει τον παλιό και ακριβό φίλο Θέμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου