– Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ ΙΓ΄
Φτάνουμε πλέον στη σημαντικότερη και αγριότερη χρονιά της κατοχής, το 1944, μια χρονιά η οποία όχι μόνο καθόρισε τις εξελίξεις εκείνης της εποχής αλλά σημάδεψε μέχρι σήμερα την Ιστορία της Ελλάδας.
Πριν όμως αρχίσουμε την εξιστόρηση των πάρα πολλών γεγονότων της χρονιάς εκείνης, πρέπει να γυρίσουμε λίγους μήνες πίσω για δυο σημαντικές εξελίξεις που συνέβησαν το 1943.
Η πρώτη έγινε τον Ιούλιο του 1943 στη Μέση Ανατολή. Σε προηγούμενο μέρος έχουμε προαναφέρει την τριπλή διάσπαση των ελληνικών στρατευμάτων που βρίσκονταν εκεί, δηλαδή σε υποστηρικτές του βασιλιά, σε «παλαιοδημοκρατικούς» και σε υποστηρικτές του ΕΑΜ, οι οποίοι εκφράζονταν από την ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση) και τα παρακλάδια της στο ναυτικό και στην αεροπορία. Μιλήσαμε για την αποτυχημένη προσπάθεια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου να κάνει «απολίτικο» το ελληνικό στράτευμα (κάτι που με τις συνθήκες της εποχής ήταν εντελώς αδύνατον), η οποία κατέληξε στο πρώτο από τα κινήματα της Μέσης Ανατολής, εκείνο του Μαρτίου 1943, που έληξε με φαινομενική νίκη των «παλαιοδημοκρατικών».
Τώρα, τον Ιούλιο του 1943 η διαμάχη πήρε άλλη μορφή, δηλαδή μεταξύ ΑΣΟ και ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης. Τα γεγονότα έχουν συνοπτικά ως εξής: Στις 3 Ιουλίου ο διοικητής του 6ου Συντάγματος της Δεύτερης Ταξιαρχίας τιμώρησε ένα στρατιώτη με 20 μέρες φυλάκιση, με διαταγή να εκτίσει την ποινή του στις αγγλικές φυλακές. Η «Αντιφασιστική Επιτροπή» του Συντάγματος αντέδρασε και στις 6 Ιουλίου ζήτησε την άρση της ποινής – στον καυγά που επακολούθησε, ένας στρατονόμος πυροβόλησε και σκότωσε τον αρχηγό της επιτροπής αυτής!
Μετά απ’ αυτό η εξέγερση ήταν αναπόφευκτη: οι στρατιώτες οι οποίοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους υποστήριζαν την ΑΣΟ κατέλαβαν το επιτελείο της Δεύτερης Ταξιαρχίας, εκτέλεσαν τον παραπάνω στρατονόμο, απελευθέρωσαν όλους τους φυλακισμένους και προπηλάκισαν τον διοικητή του 6ου Συντάγματος και όλους τους «αντιδραστικούς» αξιωματικούς.
Η επέμβαση των Βρετανών ήταν άμεση – άλλωστε ήταν και «νόμιμη», καθώς οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή υπάγονταν στο βρετανικό στρατηγείο: διέλυσαν τη Δεύτερη Ταξιαρχία, μάζεψαν τους «υπόπτους», έφτιαξαν απ’ αυτούς ένα τάγμα «τιμωρημένων» που ονομάστηκε «Όγδοο Τάγμα Φρουρών» και το εξόρισαν στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής με αποστολή τη φύλαξη αιχμαλώτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Την ίδια περίοδο έγιναν επεισόδια και στο ναυτικό. Η ΑΣΟ ισχυρίστηκε ότι η δολοφονία του αρχηγού της «Αντιφασιστικής Επιτροπής» του 6ου Συντάγματος ήταν προμελετημένη προβοκάτσια Βρετανών και φιλοβασιλικών για να διαλύσουν την αντίθετη σε αυτούς Δεύτερη Ταξιαρχία. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό ίσχυε – η ουσία όμως από πολιτικής πλευράς ήταν ότι αυτή τη φορά οι Βρετανοί έδειξαν τα δόντια τους και δεν φάνηκαν «υποχωρητικοί» όπως είχε γίνει το Μάρτιο του 1943.
Παρ’ όλα αυτά η ΑΣΟ δεν το έβαλε κάτω – με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των στρατιωτών και με τις εκπληκτικές οργανωτικές ικανότητες του ηγέτη της, του Γιάννη Σαλλά, όχι μόνο δεν διαλύθηκε αλλά συνέχισε να δυναμώνει. Όμως, όπως φαίνεται, δεν έβγαλε τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα από αυτά τα γεγονότα, κάτι όμως το οποίο θα αναλύσουμε λίγο αργότερα.
Το άλλο σημαντικό γεγονός έγινε ένα μήνα αργότερα, δηλαδή τον Αύγουστο του 1943. Εκείνο τον καιρό στην περιοχή της Νεράιδας στην Ελεύθερη Ελλάδα των βουνών οι αντάρτες του ΕΛΑΣ κατόρθωσαν να κατασκευάσουν ένα αεροδρόμιο, το οποίο μάλιστα ουδέποτε κατάφεραν να εντοπίσουν οι Γερμανοί, λόγω του άριστου καμουφλάζ, αν και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξή του. Έτσι έγινε δυνατή η πρώτη επαφή των ελληνικών ανταρτικών δυνάμεων με την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση του Καϊρου αλλά και με τον ίδιο τον βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Έτσι, στις 10 Αυγούστου μετά από συνεννόηση μεταξύ των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ) και των Βρετανών, χωρίς να το γνωρίζει η εξόριστη βασιλική κυβέρνηση (τόσο την υπολόγιζαν οι Βρετανοί!...) μια αντιπροσωπεία των οργανώσεων αυτών, συνοδευόμενη από τον αρχηγό της ΒΣΑ (Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής) στην Ελλάδα, Έντι Μάγιερς, έφτασε στο Κάιρο για συνομιλίες, με αντικείμενο τη συμμετοχή τους στην εξόριστη κυβέρνηση – ξεκάθαρα η συμμετοχή αυτή, με μειοψηφική εκπροσώπηση, ήταν το τυράκι στη φάκα που είχαν στήσει οι Βρετανοί, καθώς σήμαινε υποχρέωση «νομιμοφροσύνης» προς τις αποφάσεις αυτής της κυβέρνησης και ουσιαστικά προς τις αποφάσεις των Βρετανών και του βασιλιά Γεωργίου Β΄.
Αλλά το θέμα του βασιλιά ήταν αγκάθι όχι μόνο για το ΕΑΜ αλλά και για ολόκληρο τον βενιζελογενή «παλαιοδημοκρατικό» κόσμο και ακόμα και για τους θεωρούμενους «ανανεωτικούς δεξιούς», όπως ο Κανελλόπουλος. Η διαφωνία ήταν ότι ο βασιλιάς, υποστηριζόμενος φανατικότατα από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα αμέσως μετά την απελευθέρωση ως επικεφαλής του «στρατού Του» (το κεφαλαίο το έβαζε ο ίδιος σε όλες τις γραπτές δηλώσεις του…), ενώ τόσο το ΕΑΜ όσο και οι «παλαιοδημοκρατικοί», οι οποίοι τον θεωρούσαν (όπως και ήταν) υπεύθυνος για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου απαιτούσαν να γίνει πρώτα δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος.
Έτσι όλη η σύσκεψη που έγινε αναλώθηκε σε αυτό το ζήτημα, στο οποίο τελικά το ΕΑΜ πέτυχε μια νίκη τακτικής, αφού έπεισε κι όλους τους υπόλοιπους, έως και τον Γεώργιο Εξηντάρη (εκπρόσωπο των «παλαιοδημοκρατικών» προπολεμικών κομμάτων) και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο να υπογράψουν από κοινού μια διακήρυξη η οποία έλεγε καθαρά ότι μόνο ύστερα από τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος μπορούσε να επιστρέψει ο βασιλιάς, αν το αποτέλεσμα θα ήταν υπέρ της βασιλείας – με τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, όλα έδειχναν ότι ο βασιλιάς καμιά ελπίδα δεν είχε για ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Η εξόριστη κυβέρνηση του Τσουδερού, ο οποίος άλλωστε προερχόταν κι εκείνος από τον «παλαιοδημοκρατικό» χώρο, αποδέχθηκε τη διακήρυξη και εξέδωσε μια ανάλογη ανακοίνωση του υπουργικού συμβουλίου. Το θέμα έδειχνε πως είχε λυθεί – όμως καθόλου αυτό δεν συνέβαινε, καθώς ο Γεώργιος Β΄ αρνήθηκε πεισματικά να δηλώσει ότι αποδεχόταν κι εκείνος την απόφαση της κυβέρνησής «Του» κι αντί γι’ αυτό απευθύνθηκε με επιστολές του στον Τσώρτσιλ και στον Αμερικανό πρόεδρο Ρούσβελτ! Με πιέσεις του Τσώρτσιλ, ο μάλλον άσχετος με τα ελληνικά ζητήματα Ρούσβελτ (οι Αμερικανοί «ενδιαφέρθηκαν» αργότερα για την Ελλάδα…) προσχώρησε στην άποψή του κι έτσι ο Τσώρτσιλ, καλυμμένος πολιτικά από «συμμαχική απόφαση» δήλωσε στις 31 Αυγούστου ότι ο βασιλιάς έπρεπε να επιστρέψει αμέσως μετά την απελευθέρωση στην Ελλάδα ως επικεφαλής του στρατού «και να παραμείνει εκεί ώσπου να εκφραστεί η θέληση του ελληνικού λαού σε συνθήκες ηρεμίας».
Ήταν μια ξεκάθαρη βρετανική προσβολή προς το ΕΑΜ και ένα χαστούκι – προειδοποίηση προς τους «παλαιοδημοκρατικούς». Σα να μην έφτανε αυτό, οι Βρετανοί ξαφνικά συνέλαβαν «φιλικά» την ελληνική αντιπροσωπεία και την οδήγησαν σε ένα αεροπλάνο που είχε αναμμένες τις μηχανές του για να τη στείλουν άρον- άρον πίσω στην Ελλάδα, καθώς θεωρούσαν ότι επηρέαζε «άσχημα» (γι’ αυτούς) την εξόριστη κυβέρνηση – η οποία είχε συμφωνήσει να συνεχίσει τις συνομιλίες μαζί της! Μετά από πολύ έντονες διαμαρτυρίες, την τελευταία στιγμή ανακλήθηκε η με το ζόρι αποστολή της αντιπροσωπείας στην Ελλάδα κι αυτή παρέμεινε για λίγο καιρό ακόμα στο Κάιρο… όμως οι συζητήσεις για συμμετοχή και του ΕΑΜ στην κυβέρνηση ναυάγησαν, διότι οι «παλαιοδημοκρατικοί», τόσο όσοι συμμετείχαν στην εξόριστη κυβέρνηση όσο κι εκείνοι της Αθήνας, πήραν το αγγλικό μήνυμα και δήλωσαν μέσω του Εξηντάρη ότι ήταν αντίθετοι!
Τελικά η αντιπροσωπεία έφυγε στις 15 Σεπτεμβρίου 1943 για την Αθήνα, αυτή τη φορά «κανονικά», χωρίς να εκδιωχθεί αλλά και χωρίς οι συνομιλίες να φέρουν αποτέλεσμα – αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στους άλλους συνάντησε και τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, ο οποίος, σύμφωνα με τις περιγραφές, τους αντιμετώπισε με… εγγλέζικο τακτ και «ευγένεια» αλλά και με κρυμμένη ειρωνεία και υπεροψία, όπως ακριβώς ένας Βρετανός αποικιοκράτης θα αντιμετώπιζε αντιπροσωπεία ενός υποταγμένου λαού. Ξεκάθαρα ο Γεώργιος είχε ψυχολογία πιο πολύ Βρετανού ύπατου αρμοστή σε αποικία, παρά Έλληνα βασιλιά. Και ο «αντιφασισμός του», το γεγονός ότι αντιστάθηκε στους Ιταλούς και στους Γερμανούς οφειλόταν περισσότερο στην αντίθεση των τελευταίων με τη Μεγάλη Βρετανία.
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι το ΕΑΜ σε εκείνη τη φάση άρχισε να δείχνει τάσεις υποχώρησης για το θέμα της επιστροφής του βασιλιά, δεχόμενο «να συζητηθεί αργότερα» και έδωσε έμφαση στην προσπάθειά του να συμμετάσχει στην κυβέρνηση – αυτό έδειχνε ότι κάθε άλλο παρά είχε πάρει το μάθημα τόσο από τη συμπεριφορά των Βρετανών απέναντί του όσο και από τα γεγονότα στο ελληνικό στράτευμα ένα μήνα προηγουμένως.
Αξίζει επίσης να πούμε ότι ο αρχηγός της ΒΣΑ Έντι Μάγιερς δεν επέστρεψε στην Ελλάδα διότι οι Βρετανοί τον είχαν θέσει σε δυσμένεια και τον ανακάλεσαν – ο λόγος της δυσμένειας ήταν πως ο Μάγιερς δεν καταλάβαινε επαρκώς ότι πλέον πρώτος στόχος της βρετανικής πολιτικής γινόταν η συντριβή του ΕΑΜ και όχι η συνεργασία όλων των οργανώσεων κατά των Γερμανών. Ο Μάγιερς αντικαταστάθηκε από τον υπαρχηγό του (ο οποίος ουσιαστικά ήδη τον είχε καπελώσει) και πολύ πιο… μυημένο στα βρετανικά σχέδια Κρις Γουντχάουζ.
Αργότερα, υπό άλλες συνθήκες τις οποίες θα περιγράψουμε, «έγινε δεκτό» το αίτημα του ΕΑΜ να επιστρέψει ο βασιλιάς μόνο μετά από δημοψήφισμα, αφού όμως οι Βρετανοί είχαν καταλήξει στον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν το δημοψήφισμα με τους όρους που ήθελαν…
Επιστρέφουμε τώρα στην Ελλάδα και μπαίνουμε στα γεγονότα του 1944.
Πρέπει πρώτα να πούμε, για να κατανοήσουμε το κλίμα της εποχής ότι η χρονιά του 1944 ήταν πρώτα απ’ όλα μια χρονιά κλιμάκωσης της αγριότητας. Της αγριότητας της Κατοχής πρώτα απ’ όλα, καθώς οι Γερμανοί, όσο έχαναν τον πόλεμο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και μέσα στην ίδια τη χώρα τους, τόσο πιο κτηνώδεις γίνονταν. Της αγριότητας των Ταγμάτων Ασφαλείας και των άλλων παρακρατικών και παραστρατιωτικών αντικομμουνιστικών οργανώσεων. Και βέβαια και της αγριότητας σε πολλές περιπτώσεις και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ απέναντι στους «αντιδραστικούς» - μόνο που η τελευταία δεν εκφραζόταν επίσημα, σε επίπεδο διακηρύξεων της ηγεσίας του, η οποία πάντα ακολουθούσε ενωτική και μετριοπαθή γραμμή αλλά σε επίπεδο πράξεων, είτε επειδή πραγματικά πολύ συχνά χρειαζόταν για να αντιμετωπιστεί η βία της κατοχικής κυβέρνησης του Ράλλη και των δυνάμεών της που προαναφέραμε είτε επειδή αρκετές φορές οι τοπικοί ηγέτες του ΕΑΜ έβλεπαν παντού «αντιδραστικούς» και τους καταδίωκαν.
Ενδεικτικά, για να μπει στο κλίμα όποιος διαβάζει αυτό το ιστορικό σημείωμα, αναφέρουμε τις τρομερές σφαγές των Γερμανών της 16ης Αυγούστου του 1943 στο Κομμένο Άρτας, της 13ης Δεκέμβρη του 1943 στα Καλάβρυτα, της 10ης Ιουνίου 1944 στο Δίστομο, την εκτέλεση 118 Ελλήνων, μελών και φίλων του ΕΑΜ, στο Μονοδένδρι Λακωνίας στις 25 Νοέμβρη του 1943, την εκτέλεση των διακοσίων κρατουμένων κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, το πολύ γνωστό μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944 – και όλα αυτά είναι μονάχα και απολύτως ενδεικτικά, καθώς υπήρχαν άπειρες άλλες περιπτώσεις εκτελέσεων, καψίματος χωριών, μπλόκων στις μεγάλες πόλεις, τα οποία επίσης κατέληγαν σε εκτελέσεις αγωνιστών που συλλαμβάνονταν, λεηλασιών, καταστροφών, συλλήψεων, φυλακίσεων είτε σε φυλακές είτε σε στρατόπεδα, βασανιστηρίων κλπ. Μια πραγματική κόλαση είχε δημιουργηθεί ήδη από το 1943 και ακόμα περισσότερο το 1944 – και το θέμα ήταν ότι οι «διάβολοι» της κόλασης αυτής δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί αλλά συμμετείχαν ιδιαίτερα ενεργά και οι Έλληνες συνεργάτες τους: εκτός του ότι έπαιρναν ανοιχτά μέρος σε πολλές από τις παραπάνω θηριωδίες, αυτοί ήταν οι κουκουλοφόροι που υποδείκνυαν στους Γερμανούς ποιους «έπρεπε» να συλλάβουν, να κρατήσουν ομήρους, να εκτελέσουν και να φυλακίσουν!
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν ήταν δυνατόν να μην αντιδράσουν σε αυτή την κατάσταση και φυσικά η αντίδραση δεν μπορούσε να γίνει με το σταυρό στο χέρι. Όσον αφορά το ΕΑΜ, διέθετε τον ΕΛΑΣ, που ήδη, όπως έχουμε προαναφέρει, κυριαρχούσε στην Ελεύθερη Ελλάδα. Στις πόλεις όμως και ιδιαίτερα στην Αθήνα χρειαζόταν μια άλλου είδους ένοπλή δύναμη και αυτή δημιουργήθηκε σε συνθήκες άκρας συνωμοτικότητας και παρανομίας από την ηγεσία του ΚΚΕ στα μέσα του 1943: ήταν η περιβόητη ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών), καθοδηγούμενη από το έμπειρο στέλεχος του ΚΚΕ,. Στέργιο Αναστασιάδη (εκτελέστηκε το 1949 στον εμφύλιο πόλεμο…), αποστολή της οποίας ήταν το σαμποτάζ σε στρατιωτικούς στόχους αλλά κυρίως η εξόντωση των συνεργατών των Γερμανών – από υπουργούς, όπως τον υπουργό εργασίας της κυβέρνησης Λογοθετόπουλου, Νίκο Καλύβα, μεγάλα ονόματα του δοσιλογισμού ή του διαπλεκόμενου με αυτόν αντικομμουνισμού, όπως τον Σήφη Βαρδινογιάννη (ναι… της γνωστής οικογένειας), αρχηγό του ΕΔΕΣ Πειραιά, που ανήκε στη μερίδα του ΕΔΕΣ η οποία στο όνομα του αντικομμουνιστικού αγώνα συνεργαζόταν με την κατοχική κυβέρνηση και πολλούς άλλους, είτε «μεγάλους» είτε τοπικούς χαφιέδες και βασανιστές.
Η ΟΠΛΑ έγινε πραγματικός τρόμος των συνεργατών των Γερμανών και από αυτή την άποψη πέτυχε το στόχο της και αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη. Έδωσε θάρρος κι αυτοπεποίθηση στα μέλη και στους φίλους του ΕΑΜ, που υπέφεραν πάρα πολύ από τη δράση των ταγματασφαλιτών και των άλλων «ελληνικών» στρατιωτικών δυνάμεων της κυβέρνησης του Ράλλη.
Όμως, αφενός σε μια τέτοια βίαια εποχή δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθούν και υπερβολές και αδικίες ως προς τα πρόσωπα που έγιναν στόχος της και αφετέρου κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ για ξεκαθάρισμα λογαριασμών όχι με συνεργάτες των Γερμανών αλλά με πολιτικούς αντιπάλους της, όπως μη δοσίλογους παράγοντες του αστικού, αντιεαμικού χώρου, τροτσκιστές, αρχειομαρξιστές (ήταν μια τάση αντίθετη στην ηγεσία του κόμματος που είχε αναπτυχθεί προπολεμικά, αργότερα συνδέθηκε με τον τροτσκισμό κι είχε αρχηγό τον Δημήτρη Γιωτόπουλο, πατέρα του γνωστού Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, φυλακισμένου σήμερα ως ηγέτη της «17 Νοέμβρη»!), κομμουνιστές που είχαν διαφωνήσει κι αποχωρήσει από το κόμμα κλπ.
Είναι αλήθεια, όπως έχουμε προαναφέρει μερικές συνέχειες προηγουμένως, ότι η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον «ανθρώπινο» και «μετριοπαθή» Γιώργη Σιάντο είχε δημιουργήσει ένα ιδιότυπο «παρακράτος», το οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες πολλών αγωνιστών του ΕΑΜ που παρέμειναν μάλιστα ως τις μέρες μας, μετά τη μεταπολίτευση του 1974, στο χώρο του ΚΚΕ, όπως π.χ. του γνωστού δημοσιογράφου Βάσου Γεωργίου (που πάντως δεν έριχνε την ευθύνη προσωπικά στον Σιάντο αλλά σε τοπικούς «δερβέναγες» του ΚΚΕ), εξόντωναν και «εξαφάνιζαν» πολλούς αγωνιστές αντίθετους στην κομματική ηγεσία ή μη αρεστούς σε συγκεκριμένα στελέχη – γνωστότερη ίσως απ’ όλες είναι η περίπτωση του παλιού κομμουνιστή Παντελή Δαμασκόπουλου ο οποίος κατηγορήθηκε ως «χαφιές» προπολεμικά από τον Νίκο Πλουμπίδη (!!!) που έπεισε γι’ αυτό και τον Σιάντο και διαγράφηκε από το κόμμα. Το 1943 εντάχθηκε παρ΄ όλα αυτά στο ΕΑΜ αλλά τον Μάιο του 1944 δολοφονήθηκε ως «προδότης» στο Καρπενήσι. Σύμφωνα με μαρτυρία του (όχι και τόσο αξιόπιστου πάντως…) Δημήτρη Βλαντά, στελέχους της ηγεσίας του ΚΚΕ επί Ζαχαριάδη, ο λόγος της δολοφονίας του Δαμασκόπουλου ήταν η πεποίθησή του για τον προβοκατόρικο ρόλο του Σιάντου – όπως και νάχει το ΚΚΕ αποκατέστησε τον Δαμασκόπουλο το 1981 και η αποκατάσταση δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» το 1984 (!!!).
Σε κάθε περίπτωση οι ακρότητες της ΟΠΛΑ (και όταν λέμε «ακρότητες» ασφαλώς δεν εννοούμε την απολύτως δικαιολογημένη δράση της κατά των δοσίλογων), η οποία ύστερα από την ίδρυση της ΠΕΕΑ, δηλαδή της «κυβέρνησης του βουνού», μετονομάστηκε σε «Λαϊκή Πολιτοφυλακή», αποτελούν γεγονός, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, μετά από τη λήξη της γερμανικής κατοχής. Τόσο πολύ ώστε ακόμα και ο Νίκος Ζαχαριάδης όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1945 δεν την είδε αρχικά με καλό μάτι – ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τελικά κι ο ίδιος, αυτός ο τόσο αντιφατικός άνθρωπος, δεν πήγε πίσω σε ακρότητες…
Μετά από αυτή τη μεγάλη αλλά οπωσδήποτε αναγκαία παρένθεση, συνεχίζουμε με τα γεγονότα. Όπως προαναφέραμε στην προηγούμενη συνέχεια, η ένοπλη σύγκρουση ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ έληξε με ανακωχή στις 4 Φεβρουαρίου του 1944. Μετά απ’ αυτό, ύστερα από την παρότρυνση και πίεση των Βρετανών με επικεφαλής τον Κρις Γουντχάουζ, οι αντάρτικες οργανώσεις, ΕΑΜ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ συγκεντρώθηκαν στο χωρίο Μυρόφυλλο Τρικάλων και στη συνέχεια στο χωριό Πλάκα του Αράχθου σε μια βασανιστική και μακρόσυρτη σύσκεψη, προκειμένου να βρουν ένα τρόπο συνύπαρξης πιο επιτυχημένο από εκείνον που είχε οδηγήσει στο θνησιγενές «Κοινό Γενικό Στρατηγείο».
Το κλίμα μεταξύ τους κάθε άλλο παρά καλό ήταν, ύστερα απ’ όσα είχαν προηγηθεί και η σύσκεψη κινδύνευσε πολλές φορές με ναυάγιο – σώθηκε από το ναυάγιο λόγω των διπλωματικών ικανοτήτων του Κρις Γουντχάουζ και του εκπροσώπου της ΕΚΚΑ, Γιώργου Καρτάλη και κυρίως λόγω του αιώνιου δισταγμού της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να έρθουν σε ρήξη με τους Βρετανούς.
Τελικά στις 29 Φεβρουαρίου του 1944 επιτεύχθηκε η «Συμφωνία της Πλάκας» (μερικές φορές η Ιστορία παίζει τα δικά της παιχνίδια με τις ονομασίες των γεγονότων!), η οποία πρόβλεπε ότι η κάθε αντάρτικη οργάνωση θα διατηρούσε τα εδάφη που κατείχε και ότι «θα αγωνίζονταν από κοινού εναντίον των Γερμανών» - ο πρώτος όρος ήταν ασφαλώς σε βάρος του ΕΑΜ, το οποίο είχε ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη κι απήχηση από τις άλλες οργανώσεις.
Το ΕΑΜ βέβαια πέτυχε μια τακτική νίκη, καθώς με αυτή τη συμφωνία αποκηρύχθηκαν ρητά από τους Βρετανούς και από τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και στη συνέχεια και από την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση τα Τάγματα Ασφαλείας, με τα οποία, όπως έχουμε δει, ο ΕΔΕΣ είχε επικίνδυνες «διασυνδέσεις». Όπως, όμως, αποδείχθηκε αργότερα, η αποκήρυξη αυτή ήταν «για τα μάτια του κόσμου» και δεν είχε καμιά ουσιαστική σημασία.
Αλλά το χειρότερο για το ΕΑΜ, ένα κυριολεκτικά θανάσιμο χτύπημα το οποίο… το ίδιο έδωσε στον εαυτό του, ήταν ένας μυστικός όρος της συμφωνίας, σύμφωνα με τον οποίο οι αντιστασιακές οργανώσεις (επομένως και το ΕΑΜ) που υπέγραψαν τη συμφωνία δέχτηκαν να βοηθήσουν το αγγλικό σχέδιο με την επωνυμία «Κιβωτός του Νώε», που πρόβλεπε την αναίμακτη επιστροφή της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης στην Αθήνα όταν θα αποχωρούσαν οι Γερμανοί!
Ήταν μια σοβαρότατη υποχώρηση του ΕΑΜ, μια αναγνώριση εκ μέρους του της «νομιμότητας» αυτής της κυβέρνησης και συνακόλουθα της επικυριαρχίας των Βρετανών, η οποία έκανε τη «Συμφωνία της Πλάκας» πρόδρομο των άλλων, γνωστότερων συμφωνιών, του Λιβάνου και της Γκαζέρτας, οι οποίες θα επακολουθούσαν. Δηλαδή με τη «Συμφωνία της Πλάκας» το ΕΑΜ έβαλε το κεφάλι του στο αγγλικό τσουβάλι – απέμενε να μπει ολόκληρο μέσα σ’ αυτό!
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άρης Βελουχιώτης κρατήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ μακριά και δεν συμμετείχε στη διάσκεψη που κατέληξε σε αυτή τη συμφωνία – από εκεί ξεκινά ο ουσιαστικός παραμερισμός του και η χωρίς προσχήματα πλέον ανάληψη της καθοδήγησης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ από το δίδυμο των ηγετών του ΚΚΕ, Σιάντου και Ιωαννίδη!
Εδώ τελειώνει αυτό το δέκατο τρίτο μέρος – στο επόμενο θα μιλήσουμε για την ΠΕΕΑ, δηλαδή την «κυβέρνηση του βουνού», την απροσμέτρητη σε συνέπειες δολοφονία του ηγέτη της ΕΚΚΑ, Δημητρίου Ψαρρού και για το μεγάλο κίνημα της Μέσης Ανατολής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου