Ας επιστρέψουμε τώρα στην Ελλάδα για να δούμε τις εξελίξεις μέσα στο κρίσιμο 1943.
Ή μάλλον θα αρχίσουμε από το τέλος του 1942, όπου στις 2 Δεκέμβρη παραιτήθηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση, δηλαδή εκείνη του Γεωργίου Τσολάκογλου.
Είχε υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά, καθώς δεν είχε μπορέσει να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πείνα του χειμώνα του 1941-42. Όσα μέλη της είχαν κάποιο κύρος, δηλαδή οι στρατηγοί του ελληνοϊταλικού πολέμου που είχαν συμμετάσχει σε εκείνη στην αρχή, είχαν σπεύσει να παραιτηθούν. Είχαν απομείνει μόνο κάποια τυχοδιωκτικά και ανυπόληπτα στοιχεία – οι πιο σημαντικοί ήταν: πρώτον ο στρατηγός Γεώργιος Μπάκος που παρίστανε τον υπουργό εθνικής αμύνης και ήταν τόσο γερμανόπληκτος ώστε ενεργούσε για να σχηματιστεί… ελληνική φάλαγγα εθελοντών για να πολεμήσει με τους Γερμανούς στο ανατολικό μέτωπο! Ακόμα και ο Τσολάκογλου, πιο λογικός οπωσδήποτε, δεν έδειξε κάποιον… ενθουσιασμό γι’ αυτό το σχέδιο κι έτσι αυτό δεν προχώρησε. Ο Μπάκος εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ στη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Και δεύτερον ο Σωτήρης Γκοτζαμάνης (συνωνυμία με τον δολοφόνο του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963), ένας δεξιός πολιτικός από τη Βόρεια Ελλάδα και υπουργός στις κυβερνήσεις του Παναγή Τσαλδάρη (1932-33) που έπαιζε τον υπουργό οικονομικών. Αυτός συμμετείχε και στις επόμενες κατοχικές κυβερνήσεις, καταδικάστηκε σε θάνατο από τα ελληνικά δικαστήρια (του επίσημου κράτους!) μετά από την απελευθέρωση ως δοσίλογος αλλά στη συνέχεια… αμνηστεύθηκε και συνέχισε να πολιτεύεται σα να μη συνέβαινε τίποτα ως το θάνατό του. Το 1954 κατέβηκε ως υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης και ήρθε δεύτερος με ποσοστό σχεδόν 25% - ενώ στον δεύτερο γύρο των ίδιων δημοτικών εκλογών δεν εκλέχτηκε αλλά συγκέντρωσε το 44%!
Επίσης ένας άλλος υπουργός του Τσολάκογλου, ο «υπουργός γενικός διοικητής Κρήτης» Μανώλης Λουλακάκης, πολιτεύτηκε κι αυτός μεταπολεμικά με τα κόμματα… του Κέντρου (!!!) κι ανέλαβε και διάφορα υπουργεία – πέθανε μάλιστα ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης των αποστατών του Στέφανου Στεφανόπουλου!
Αυτή η μεγάλη παρένθεση έγινε για να καταλάβουμε… ποιοι κυβέρνησαν και ποιοι ήταν στα «μέσα και στα έξω» της ελληνικής πολιτικής σκηνής ύστερα από την Κατοχή.
Όπως και νάχει, τόσο το δυνάμωμα του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης όσο και οι εσωτερικές αλλαγές του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των Γερμανών και σε βάρος των καταρρεόντων Ιταλών επέβαλαν το σχηματισμό μιας πιο «δυνατής» κυβέρνησης. Χρειαζόταν κάποιος πιο πρόθυμος κι αποφασιστικός, με μεγαλύτερες ικανότητες και… πιο αδίστακτος στην προδοσία από τον Τσολάκογλου για να πολεμήσει τους αντάρτες και να ανταποκριθεί στις νέες πολιτικές ανάγκες, τις οποίες θα περιγράψουμε λίγο πιο κάτω.
Δεν ήταν όμως εύκολο να βρεθεί ο «εκλεκτός» και έτσι η πρωθυπουργία προσώρας ανατέθηκε στον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, έναν γερμανόφιλο πολύ περισσότερο από τον Τσολάκογλου και σπουδαγμένο στο Μόναχο καθηγητή της Ιατρικής (της Μαιευτικής/Γυναικολογίας συγκεκριμένα).
Ασφαλώς ούτε κατά διάνοια ο Λογοθετόπουλος είχε το πολιτικό βάρος για να κάνει τη δουλειά που του είχε ανατεθεί από τους Γερμανούς οι οποίοι τον είχαν διορίσει. Ήταν ολοφάνερο ότι η κυβέρνησή του ήταν μεταβατική, μέχρι να βρεθεί κάποιο άλλο κατάλληλο πρόσωπο.
Στο διάστημα πάντως που ήταν πρωθυπουργός ο Λογοθετόπουλος έγιναν κάποια σημαντικά γεγονότα μέσα κι έξω απ’ την Ελλάδα.
Το πρώτο απ’ αυτά ήταν η προσπάθεια της κυβέρνησης Λογοθετόπουλου να νομοθετήσει διάταγμα για την υποχρεωτική πολιτική επιστράτευση των Ελλήνων σε καταναγκαστικά έργα μέσα κι έξω (!!!) από την Ελλάδα (στη Μεσόγειο και στην ίδια τη Γερμανία) για λογαριασμό των Γερμανών, σύμφωνα με διαταγή του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή στρατηγού Σπάιντελ. Το διάταγμα αυτό υπογράφηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1943 – συμπτωματικά την ίδια μέρα ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ, η νεολαία του ΕΑΜ.
Η αντίδραση του ελληνικού λαού με επικεφαλής κατά μέγιστο ποσοστό το ΕΑΜ ήταν ακαριαία: με δυο τεράστιες διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, μια στις 24 Φεβρουαρίου του 1943 και μια άλλη, ακόμα μεγαλύτερη, στις 5 Μαρτίου, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες (στο ενδιάμεσο διάστημα είχε γίνει άλλη μια τεράστια πατριωτική διαδήλωση επ’ ευκαιρία της κηδείας του ποιητή Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου 1943) κάηκε το υπουργείο εργασίας και τα αρχεία του βάσει των οποίων θα γινόταν η επιστράτευση – ήταν τέτοια η οργή, η μαζικότητα και η αποφασιστικότητα του λαού ώστε οι Γερμανοί και η κατοχική κυβέρνηση αναγκάστηκαν στις 10 Μαρτίου του 1943 να ακυρώσουν την επιστράτευση! Αυτή ήταν μια τεράστια επιτυχία της Εθνικής Αντίστασης, μοναδική σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη!
Το άλλο γεγονός που συνέβη επί Λογοθετόπουλου ήταν η επαίσχυντη «εκκαθάριση» των Εβραίων της Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο του 1943 εκ μέρους των Γερμανών (αλλά και Ελλήνων συνεργατών τους…) και η μεταφορά τους στο Άουσβιτς. Από τους 46.091 Εβραίους που μεταφέρθηκαν εκεί, μόνο 1.950 επέστρεψαν και βρήκαν τις συναγωγές τους κατεστραμμένες και τις περιουσίες τους λεηλατημένες…
Ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη είχε και η θρησκευτική ηγεσία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με την παθητική στάση της σε στυλ «δεν μπορεί να μας σκοτώσουν όλους» (δυστυχώς οι Γερμανοί και μπορούσαν και το έκαναν…) την οποία τήρησε, παρά τις εκκλήσεις και προειδοποιήσεις του ΕΑΜ. Στην Αθήνα η κατάσταση δεν έφτασε σε τέτοιο σημείο, διότι η εκεί θρησκευτική ηγεσία των Εβραίων άκουσε το ΕΑΜ και πήρε τα μέτρα της, δηλαδή πολλοί Εβραίοι κατόρθωσαν να κρυφτούν ή ανέβηκαν στο βουνό. Επίσης πρέπει να πούμε ότι τόσο ο μητροπολίτης Γεννάδιος της Θεσσαλονίκης όσο και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος) καθώς και ο αστυνομικός διευθυντής Άγγελος Έβερτ που ήταν περισσότερο άνθρωπος των Άγγλων, βοήθησαν όσο μπορούσαν στη διάσωση Εβραίων χορηγώντας τους πλαστές ελληνικές ταυτότητες κλπ. Το ίδιο και μερικοί παράγοντες των ιταλικών κατοχικών αρχών.
Αξιοσημείωτη είναι η διάσωση των 275 Εβραίων της Ζακύνθου: όταν οι Γερμανοί διέταξαν τον δήμαρχο να τους παραδώσει κατάλογο με τα ονόματα των Εβραίων του νησιού, επενέβη ο μητροπολίτης Χρυσόστομος και τους παρέδωσε κατάλογο με δυο ονόματα: το δικό του και του δήμαρχου! Τελικά οι Γερμανοί απασχολημένοι με άλλα ζητήματα, ίσως και επειδή οι «υπεύθυνοι» από αυτούς για τους Εβραίους της Ζακύνθου δεν ήταν και τόσο ενθουσιασμένοι με την αποστολή τους, δεν τους εξόντωσαν.
Το σημαντικό γεγονός που συνέβη επί κυβέρνησης Λογοθετόπουλου έξω από την Ελλάδα, επηρέασε όμως τις εξελίξεις στην Ελλάδα καθοριστικά, ήταν το τέλος της μάχης του Στάλινγκραντ το Φεβρουάριο του 1943 – η νίκη των Σοβιετικών έδειξε σε όλους όσους είχαν στοιχειώδη ικανότητα να αναλύουν την κατάσταση ότι ήταν πια θέμα χρόνου να χάσουν τον πόλεμο οι Γερμανοί. Ότι και να έκαναν, δεν μπορούσαν πλέον να αποτρέψουν την αναπόφευκτη ήττα τους, μόνο να την καθυστερήσουν ήταν δυνατόν.
Αλλά το γεγονός αυτό άλλαξε και την κατάσταση στην Ελλάδα: πλέον το θέμα που έμπαινε επιτακτικά δεν ήταν η (βέβαιη πλέον) ήττα και αποχώρηση των Γερμανών (τους Ιταλούς δεν τους λογάριαζε κανείς από καιρό πριν) αλλά ποιος θα έπαιρνε την εξουσία μετά από την απελευθέρωση!
Έτσι, στο πώς θα λυνόταν το θέμα της εξουσίας προσαρμόστηκαν από εκεί και στο εξής οι κινήσεις όλων: και των Άγγλων και των Γερμανών και του ΚΚΕ/ΕΑΜ και της ελληνικής αστικής πολιτικής ηγεσίας, είτε «αντιστασιακής» είτε δοσιλογικής!
Η ολοφάνερη ανεπάρκεια του Λογοθετόπουλου να κάνει τη «δουλειά» των Γερμανών αλλά επίσης… όχι μόνο των Γερμανών όπως θα δούμε, οδήγησε στην καθαίρεσή του και στο διορισμό από τους Γερμανούς μιας τρίτης, της τελευταίας κατοχικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον παλιό, δεξιό, προπολεμικό, ακραίο βασιλόφρονα της δεκαετίας του 1930 πολιτικό Ιωάννη Ράλλη, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 7 Απρίλη του 1943.
Από τους υπουργούς της κυβέρνησης του Ράλλη αξίζει να αναφέρουμε τον «πολύ» καθηγητή της Θεολογίας Νικόλαο Λούβαρι, ο οποίος παρίστανε τον υπουργό θρησκευμάτων και παιδείας και τον υπουργό εθνικής προνοίας (!!!) – είχε και προπολεμικά διατελέσει υπουργός παιδείας στην κυβέρνηση Δεμερτζή και αργότερα του Μεταξά, ως την ώρα που επιβλήθηκε η δικτατορία του τελευταίου. Ο Λούβαρις καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης για δοσιλογισμό μετά από την απελευθέρωση – όμως το 1949 ξαναπήρε την έδρα του στο Πανεπιστήμιο και το 1960 έγινε και Ακαδημαϊκός… Επαναλαμβάνουμε ότι τα αναφέρουμε αυτά… για να μην ξεχνάμε ποιοι κυβέρνησαν την Ελλάδα μετά από την απελευθέρωση: ακόμα και οι λίγοι αντιστασιακοί των αστικών οργανώσεων παραμερίστηκαν γρήγορα και επέπλευσαν οι δοσίλογοι και οι «απολίτικοι» καιροσκόποι…
Η κατοχική κυβέρνηση του Ράλλη δεν είχε σχέση με τις προηγούμενες. Ήταν ιδιαίτερα «αναβαθμισμένη» (χαρακτηριστικά την όρκισε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός για να της δώσει κύρος, αν και δεν είχε ο ίδιος ορκίσει τις δυο προηγούμενες) και είχε άλλη, πολύ διαφορετική αποστολή.
Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο Ράλλης ήταν πολιτικό πρόσωπο, με πολύ μεγαλύτερες ικανότητες και αρμοδιότητες να παίρνει αποφάσεις απ’ όσο οι δυο προκάτοχοί του – και πολύ πιο σκληρός κι αδίστακτος και από τους δυο.
Δεύτερον και πιο σημαντικό: η κυβέρνηση του Ράλλη ήταν ουσιαστικά ή έστω έγινε σταδιακά όσο περνούσε ο καιρός και η αποχώρηση των Γερμανών πλησίαζε, μια κυβέρνηση… συνασπισμού μοναδική στην κατεχόμενη Ευρώπη: ΤΟΥ ΑΤΥΠΟΥ ΑΛΛΑ ΕΝΤΕΛΩΣ ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΒΡΕΤΤΑΝΩΝ!
Με άλλα λόγια, όσο πλησίαζε η απελευθέρωση, η κυβέρνηση του Ράλλη είχε δυο καθήκοντα: αφενός έπρεπε να υποστηρίξει τη γερμανική κατοχή και να φροντίσει να έχουν οι Γερμανοί τις μικρότερες δυνατές απώλειες και αφετέρου έπρεπε να κάνει τα πάντα ώστε να δυναμώσει πολιτικά και στρατιωτικά όλες τις διαθέσιμες ελληνικές αντικομμουνιστικές δυνάμεις προκειμένου η εξουσία κατά την απελευθέρωση να μην έπεφτε στα χέρια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αλλά των Βρετανών!
Πρέπει εδώ να πούμε ότι παρά τη φαινομενική αδιαλλαξία των Άγγλων αλλά και της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης του Καϊρου απέναντι στην κατοχική κυβέρνηση του Ράλλη καθώς και παρά τις εντολές του Χίτλερ προς τους Γερμανούς για… βαγκνερικό αγώνα μέχρι τέλους, δεν σκέπτονταν όλοι το ίδιο: υπήρχαν αρκετοί Γερμανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες που είχαν συνειδητοποιήσει το αναπόφευκτο της ήττας, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να καούν στην… ένδοξη πυρά που ήθελε να τους ρίξει ο Χίτλερ και έκαναν σχέδια για την επόμενη μέρα: γι’ αυτούς λοιπόν η επόμενη μέρα δεν ήταν παρά… ό,τι έγινε αργότερα στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή η συμμαχία της Δυτικής Γερμανίας με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία εναντίον του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου».
Ανάλογα, δηλαδή προσβλέποντας στην ίδια «επόμενη μέρα» σκέπτονταν και πολλοί Βρετανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες.
Αποτέλεσμα αυτών των σκέψεων ήταν η περίφημη σκοτεινή «υπόθεση Ντον Στοττ» - ο Ντόν(αλντ) Στοττ ήταν ένας βρετανός λοχίας ο οποίος προσπάθησε μέσω του κατοχικού δήμαρχου Αθηναίων, Άγγελου Γεωργάτου να ενώσει τις εθνικιστικές οργανώσεις της Αθήνας, πολλές καθαρά δοσιλογικού προσανατολισμού, σε «συνασπισμό» εναντίον του ΕΑΜ υπό την αιγίδα των Βρετανών υπάγοντάς τις μάλιστα στο βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και συζητώντας παράλληλα με Γερμανούς αξιωματικούς για «ειρήνευση» Μεγάλης Βρετανίας και Γερμανίας με σκοπό τον αντικομμουνιστικό αγώνα! Για το σκοπό αυτό έγινε μια σύσκεψη όλων αυτών των παραγόντων (Στοττ, Γεωργάτου, διαφόρων επικεφαλής εθνικιστικών και δοσιλογικών οργανώσεων και Γερμανών αξιωματικών) στο σπίτι του Γεωργάτου στις 13 Νοέμβρη του 1943! Δεν είναι ξεκάθαρο από ποιους βρετανικούς κύκλους είχε εντολές ο Στοττ, όμως όταν οι ενέργειές του μαθεύτηκαν η «επίσημη» βρετανική ηγεσία της Μέσης Ανατολής, φοβούμενη την οργή των (ακόμα αναγκαίων συμμάχων) Σοβιετικών τον ανακάλεσε - παρ’ όλα αυτά ο Στοττ μη έχοντας πληροφορηθεί την ανάκλησή του λόγω καταστροφής του ασυρμάτου του, έφυγε για την Τουρκία με την κάλυψη των γερμανικών αρχών κατοχής (!!!) και έφτασε στο Κάιρο για να δώσει στους επικεφαλής των Βρετανών εκεί τις πληροφορίες που είχε συλλέξει και να μεταφέρει… τις προτάσεις των Γερμανών συνομιλητών του! Του απαγόρευσαν να επιστρέψει στην Ελλάδα αλλά… τον τίμησαν με μετάλλιο (!!!) και τον μετέθεσαν στην Ινδονησία, όπου το 1945 χάθηκαν τα ίχνη του – ποτέ δεν μαθεύτηκε τι απέγινε!
Αυτή η κατασκοπική ιστορία δείχνει ότι ο Ψυχρός Πόλεμος άρχιζε ήδη από την Ελλάδα πριν καν κάνει την εμφάνισή του στην υπόλοιπη Ευρώπη!
Η κυβέρνηση Ράλλη αντιμετώπισε κι εκείνη μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση: στις 14 Ιουλίου του 1943 δημοσιεύθηκε μια ανακοίνωση των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία η «ευθύνη» για τη Μακεδονία ανατολικά του ποταμού Αξιού (πλην Θεσσαλονίκης) από τα γερμανικά στρατεύματα περνούσε στους Βουλγάρους!
Ήταν ολοφάνερο ότι παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις των Γερμανών ότι «δεν θα άλλαζε κάτι ως προς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα», η κίνηση αυτή προοιώνιζε την προσάρτηση ολόκληρης της Μακεδονίας από τη Βουλγαρία!
Στις 22 Ιουλίου του 1943 λοιπόν εκατοντάδες χιλιάδες λαού (ίσως και πεντακόσιες χιλιάδες) διαδήλωσαν στην Αθήνα, με επικεφαλής το ΕΑΜ, εναντίον αυτής της απόφασης – ήταν μια αιματηρότατη και επεισοδιακότατη διαδήλωση με τουλάχιστον 30 νεκρούς, με θύματα ανάμεσα στους υπόλοιπους τη 17χρονη ΕΠΟΝίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου, η οποία προσπάθησε να σταματήσει με το σώμα της ένα γερμανικό τανκ και ο οδηγός του την πυροβόλησε και τη σκότωσε και τη 19χρονη φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, Κούλα Λίλη, η οποία επιτέθηκε στον οδηγό του ίδιου άρματος με το τακούνι του παπουτσιού της και πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε κι εκείνη… Όμως η διαδήλωση είχε αποτέλεσμα: μπροστά στην οργή του λαού οι Γερμανοί «ανέστειλαν» τα σχέδιά τους και η παράδοση της συγκεκριμένης περιοχής της Μακεδονίας στους Βουλγάρους δεν πραγματοποιήθηκε!
Αυτές οι τεράστιες διαδηλώσεις του ΕΑΜ αλλά και πάμπολλες άλλες ειρηνικές ή ένοπλες κινητοποιήσεις του στην Αθήνα και στις συνοικίες της δείχνουν ότι Εθνική Αντίσταση δεν ήταν μόνο το (οπωσδήποτε σημαντικότατο επίσης) αντάρτικο των βουνών – η πολιτική σημασία των αγώνων στις πόλεις και πιο πολύ στην Αθήνα ήταν εξίσου μεγάλη. Μάλιστα όσοι συμμετείχαν στους αγώνες των πόλεων και (ξαναγράφουμε) ιδιαίτερα της Αθήνας, αντιμετώπιζαν συχνότατα μεγαλύτερους κινδύνους απ’ ό,τι οι αντάρτες των βουνών, για τους οποίους υπήρχαν μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα «ανάπαυλας» μεταξύ της μιας και της άλλης ένοπλης σύγκρουσής τους με τις κατοχικές δυνάμεις ή… με τις αντίπαλες αντάρτικες οργανώσεις.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση του Ράλλη προχώρησε σε αυτό που είχε σκοπό από τη σύστασή της: δηλαδή την ενίσχυση και ενοποίηση κάθε είδους αντικομμουνιστικής δύναμης, είτε επίσημης, όπως η Αστυνομία και η Χωροφυλακή είτε παραστρατιωτικής και παρακρατικής. Και η πιο σημαντική κίνηση που έκανε προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η ίδρυση των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας (η επίσημη ονομασία τους ήταν «Τάγματα Ευζώνων») – και εδώ πρέπει να σταθούμε για να περιγράψουμε τι ήταν αυτά και πώς εξελίχθηκαν.
Οι διεργασίες λοιπόν για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας άρχισαν ήδη λίγο καιρό πριν καθαιρεθεί η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου και ήταν ένας όρος του Ράλλη προς τους Γερμανούς προκειμένου να αναλάβει, δηλαδή τους «εξήγησε» ότι χρειαζόταν μια δική του, ανεξάρτητη στρατιωτική δύναμη για να αναλάβει αποτελεσματικότερα και… χωρίς κόστος για τους Γερμανούς τον αντιεαμικό αγώνα!
Δεν ήταν όμως μόνο ο Ράλλης αυτός που είχε τη σχετική ιδέα αλλά και οι στρατηγοί - επαναστάτες του 1922, Στέλιος Γονατάς, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας τοποθετημένος από την επανάσταση εκείνη και Θεόδωρος Πάγκαλος, ο δικτάτορας του 1925-26! Το αφελές σκεπτικό του Γονατά και του Πάγκαλου ήταν να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας με διπλό σκοπό: αφενός για να εμποδίσουν το ΕΑΜ να καταλάβει την εξουσία όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί και αφετέρου… για να εμποδίσουν την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και να επιβάλουν την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας – είναι βέβαιο ότι ο Ράλλης θα γελούσε μαζί τους και με τα «δημοκρατικά» τους σχέδια αλλά παρίστανε ότι δεχόταν τις απόψεις τους για να προσελκύσει στα Τάγματα Ασφαλείας αρκετούς άνεργους απότακτους αξιωματικούς του κινήματος του 1935 (παρατηρούμε εδώ ότι αυτοί οι απότακτοι του 1935 παντού βρίσκονταν στην Ελλάδα της Κατοχής… από τα Τάγματα Ασφαλείας ως το ΕΑΜ)!
Εννοείται ότι πάρα πολύ γρήγορα ο Γονατάς κι ο Πάγκαλος (στον οποίο το ΕΑΜ είχε προτείνει πριν από κάμποσο καιρό… να αναλάβει τη στρατιωτική ηγεσία του!!!) και οι αντιβασιλικές απόψεις τους παραμερίστηκαν και τα Τάγματα Ασφαλείας έγιναν… αυτό που θα περίμενε κανείς: μια ακροδεξιά στρατιωτική δύναμη άγριου αντικομμουνισμού, η οποία αργότερα, παρά την «αποκήρυξή» της από τους Βρετανούς χρησίμευσε ως ενίσχυση των «εθνικοφρόνων» και φιλοβασιλικών τελικά δυνάμεων στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο.
Η κακή φήμη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν δεδομένη – και δεν θα μπορούσαν να μην έχουν κακή φήμη αφού επιτελούσαν το «έργο» ενίσχυσης της γερμανικής κατοχής (με όρκο πίστης κάθε νέου μέλους τους στον Αδόλφο Χίτλερ!) και ανελέητου κυνηγητού κάθε αντιστασιακού, με συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις.
Όμως, παρ’ όλα αυτά, η απήχησή τους στον αντιεαμικό δεξιό κόσμο δεν ήταν ασήμαντη, ό,τι κι αν γράφτηκε σχετικά αργότερα… ιδιαίτερα μάλιστα στις περιοχές με φιλοβασιλική κι αντικομμουνιστική παράδοση όπως η Πελοπόννησος. Και η απήχηση αυτή ενισχυόταν στον ακροδεξιό και απολίτικο, μη αντιστασιακό κόσμο, από τις παροχές που τους έδινε σε τροφή και σε χρήμα η κυβέρνηση του Ράλλη. Μπορεί λοιπόν ποτέ να μη μπόρεσαν να αποκτήσουν, ούτε κατά διάνοια, τη δύναμη που είχε το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ και αργότερα, κυρίως στην Πελοπόννησο το 1944 γνώρισαν και τη στρατιωτική συντριβή από τον ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη, μετά πάντως από σκληρές κι αιματηρές μάχες. Ωστόσο… πρέπει να πούμε ότι τελικά η αποστολή τους πέτυχε: έγιναν μια αντιεαμική και αντικομμουνιστική «μαγιά», ιδιαίτερα χρήσιμη και πολύτιμη στους Βρετανούς και τις εγχώριες δοσιλογικές αλλά και γενικότερα αστικές δυνάμεις που αγωνίζονταν για να καταλάβουν εκείνες αντί του ΕΑΜ την εξουσία…
Δεν ήταν μόνο τα Τάγματα Ασφαλείας στην υπηρεσία του αντικομμουνιστικού αγώνα αλλά κι ένα σωρό άλλες οργανώσεις τοπικού χαρακτήρα: αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά τη δεξιά οργάνωση «Ελληνικός Στρατός» στην Πελοπόννησο, η οποία μετά από πολλές διακυμάνσεις συνεργασίας (με το ζόρι…) και συγκρούσεων με το ΕΑΜ διαλύθηκε τελικά από το τελευταίο, ο «Ελληνικός Εθνικός Στρατός» καθαρά δοσιλογική οργάνωση του τουρκόφωνου Πόντιου οπλαρχηγού «Κισά Μπατζάκ του κοντοπόδαρου» (Κυριάκου Παπαδόπουλου) στη Μακεδονία, οι απροκάλυπτα δοσιλογικές δυνάμεις του «Εθελοντικού Τάγματος Πούλου» επίσης στη Μακεδονία (ο Γεώργιος Πούλος ήταν άλλος ένας απότακτος αξιωματικός του κινήματος του 1935 ο οποίος ήταν τόσο πολύ αδίστακτος συνεργάτης των Γερμανών ώστε εκτελέστηκε το 1949 μετά από καταδίκη του από επίσημο ελληνικό δικαστήριο), οι εθνικιστές αντάρτες του Τσαούς Αντών (Αντώνη Φωστερίδη) πάλι στη Μακεδονία (αυτός έγινε το 1952 βουλευτής του Ελληνικού Συναγερμού…) και η οργάνωση «Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος», που αργότερα μετονομάστηκε σε «Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση» - ήταν κι εκείνη προσανατολισμένη στον αντικομμουνισμό, αν και είχε να παρουσιάσει κάποιους αγώνες εναντίον των Βουλγάρων, κι αυτή στη Μακεδονία. Επίσης οι οργανώσεις «ΡΑΝ» (Ρήλος – Αυλών – Νήσοι) στην Αθήνα, η οποία έπαιζε ένα ρόλο συντονιστικής οργάνωσης όλων των δεξιών εθνικιστικών δυνάμεων στην πρωτεύουσα και η πολύ γνωστή «Χ», με δύναμη κυρίως στην περιοχή του Θησείου και με αρχηγό τον μετέπειτα επίσης πάρα πολύ γνωστό Γρίβα – Διγενή – οι «προεκτάσεις» της «Χ» φτάνουν μέχρι… το ΠΑΣΟΚ και το γνωστό φαινόμενο του «αυριανισμού» πολύ αργότερα!!! Όπως και άλλες οργανώσεις, μικρότερες αλλά καθόλου λιγότερο άγριες και αιμοβόρες σε διάφορες άλλες περιοχές. Και φυσικά με πιο «καθώς πρέπει» αλλά με όχι λιγότερο αποφασιστικό τρόπο στον αντικομμουνιστικό αγώνα έμπαιναν όλο και περισσότερο κι ο ΕΔΕΣ με την ΕΚΚΑ – μάλιστα, όπως γράψαμε σε προηγούμενο μέρος, ο ΕΔΕΣ της Αθήνας διασπάστηκε κι ένα μεγάλο μέρος του κινήθηκε με καθαρά δοσιλογικό προσανατολισμό.
Βέβαια όλες μαζί αυτές οι οργανώσεις, όση αγριότητα και «ιεραποστολικό» αντικομμουνισμό κι αν επέδειξαν, δεν είχαν την απολύτως παραμικρή ελπίδα να αντιμετωπίσουν πολιτικά και στρατιωτικά κατά την απελευθέρωση της Ελλάδας το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, αν βέβαια το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ αποφάσιζαν να καταλάβουν την εξουσία…
Δεν χωράει συζήτηση πως το γεγονός ότι το πρόβλημα της εξουσίας άρχισε να μπαίνει σε πρώτη μοίρα καθώς και το γεγονός της οργάνωσης των αντιδραστικών – δοσιλογικών δυνάμεων επί κυβέρνησης Ράλλη, με τα εγκλήματα που διέπρατταν αδίστακτα τα Τάγματα Ασφαλείας και τα παρόμοια παραστρατιωτικά και παρακρατικά σχήματα, ανέβασαν την αγριότητα της Κατοχής σε δυσθεώρητα ύψη – εννοείται ότι και το ΕΑΜ δεν έμεινε από αυτή την άποψη με σταυρωμένα χέρια και σκλήρυνε κι αυτό τη στάση του απέναντι στους «αντιδραστικούς», πραγματικούς και… ύποπτους. Ενώ παράλληλα όλο και πιο άγρια γινόταν και η στάση των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων: όσο έχαναν τον πόλεμο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού, ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία, τόσο πιο θηριώδη εγκλήματα διέπρατταν.
Ένα άλλο μεγάλο γεγονός συνέβη έξω από την Ελλάδα λίγο μετά από τότε που ανέλαβε η κυβέρνηση Ράλλη: στις 24 Ιουλίου 1943 ανατράπηκε ο Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία – λίγους μήνες αργότερα, δηλαδή στις 8 Σεπτέμβρη του 1943 η Ιταλία θα συνθηκολογούσε και η ιταλική Κατοχή στην Ελλάδα θα κατέρρεε οριστικά. Τη θέση των Ιταλών πήραν οι Γερμανοί αλλά εκτός απ’ αυτό υπήρξαν κι άλλες σημαντικές συνέπειες από την κατάρρευση των Ιταλών που θα τις εξετάσουμε στα επόμενα μέρη.
Επειδή μεγάλωσε και αυτό το ενδέκατο μέρος, το τελειώνουμε εδώ – και στο επόμενο μέρος θα πάμε στις αντιστασιακές δυνάμεις, στις συγκρούσεις μεταξύ τους και στο ρόλο που έπαιξαν οι Βρετανοί σε αυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου