Στὸν Κωνσταντῖνο Κατσίφα
Γεῖς καβαλλάρης γνάντευε, θώρειε τοὺς Βουλιαράτες,
γένεια σγουροπυῤῥόξανθα, καστρογιοφύρια πλάτες,
κι’ ἀητόβλεπος ἐκύκλωνε νηὸ νὰ κοντοζυγώνῃ,
κι’ ὡς ξανταρώθη του, φαντός, σκιάζετ’ ὁ νηός, κερώνει.
«Μὴ σκιάζεσαι, βρὲ Κωνσταντῆ, μὴν πῇς στοιχειὸν ἢ Χάρο,
κι’ ὁ Πύῤῥος εἶμ’ ὁ Μολοσσός, μ’ ἐπέμψαν νὰ σὲ πάρω·
ψηλάθε σ’ ἐβιγλίσαμε στῆς θνητουριᾶς τὸν πάτον,
σὲ δικηοκρίναμε ἀδερφό, νὰ ὁρίσῃς στὸ φουσσᾶτον.
Καρδιοψυχώσου, γυιόκα μου, σῦρε ν’ ἀντρειοτελέψῃς,
στὴν βίβλον ἥρως νὰ γραφτῇς, μ’ αἷμα νὰ ξαντιμέψῃς·
κι’ ἀντάμα ἡμεῖς συντρέχομε κι’ ἄφαντοι καρτεροῦμε
ὁμάδι νὰ καλπάσωμε, στὰ Ἠλύσια ν’ ἀφιχθοῦμε».
Κι’ ὁ Κωνσταντῖνος ἔσυρε, τουφεκισμὸς γροικήθη…
Εἰς τ’ ὄρδινό του ἐτάξαν τον, «Πανάξιος» ἐβουήθη,
τοῦ ’δωκαν μαῦρον καὶ σπαθί, νέκταρ τὸν ἐκεράσαν,
πνευμάτω ἀγέλη ἐφτέρνισαν, προσήλια ἀγριοκαλπάσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου