ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΑΝ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΜΑΣ
Έκανα παρόμοιες σκέψεις, ελπίζοντας στην απελευθερωτική αναγγελία του τρένου για την επιστροφή στο σπίτι, αλλά στον τόνο της κυρίας υπήρχε μια συνεσταλμένη θλίψη, χωρίς εχθρότητα ή ηθικισμό. Ποιος ξέρει γιατί, με έκανε να θυμηθώ μία φράση που είχα διαβάσει πολλά χρόνια πριν: “αγαπώ τη χώρα μου γιατί είναι δική μου.”. Πρόκειται για μια φράση που γράφτηκε επτά αιώνες πριν, από ένα χριστιανό επίσκοπο, ονόματι Stephen Orbelian, ιστορικό της Αρμενίας, μίας άτυχης χώρας, πολύ κοντά στην Τουρκία. Το πιο παράξενο πράγμα είναι η πηγή εκείνης της μακρινής θύμησης, όχι ένα φιλοσοφικό κείμενο ή ένα λογοτεχνικό έργο, αλλά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Rex Stout που περιστρέφεται πάνω στην επιβλητική φιγούρα του Nero Wolfe, τον ντετέκτιβ που αγαπά τις ορχιδέες και δεν αφήνει ποτέ το σπίτι του στο κέντρο της Νέας Υόρκης.
Αγαπώ την χώρα μου γιατί είναι δική μου. Πρόκειται για λίγες καθοριστικές λέξεις, λεπτές, κάθε άλλο παρά ρητορικές. Δεν μιλά για πατρίδα ή για έθνος, μόνον για τη χώρα, τον τόπο και η αγάπη για αυτόν δεν αφορά περασμένες δόξες, ιστορικές αποστολές ή μελλοντικές πορείες. Αναδύεται περισσότερο μία μετρημένη ιδέα κατοχής και η υπερηφάνεια του κατόχου. Δικό μου είναι εκείνο που αναγνωρίζω, που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μου, οι πέτρες, οι φωνές, οι πεποιθήσεις, τα ήθη, τα πρόσωπα που μου μοιάζουν. Οι λόγοι του Ορμπελιάν είναι ουσιώδεις: ο τόπος μου είναι δικός μου, είναι η πρώτη εικόνα που είδα ως παιδί, είναι η κοινότητα που με προστατεύει, είναι οι λέξεις που περιγράφουν τα πράγματα, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, και προφέρονται σε μια ορισμένη γλώσσα, μεταξύ των σπιτιών, των βουνών, των ποταμιών, που βρίσκονται πάντα εκεί, τα ίδια που συντρόφεψαν την ζωή άλλων όπως εμένα.
Μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της παιδικής μου ηλικίας ήταν η επίσκεψη στο τοπικό νεκροταφείο, όπου διάβασα το επίθετο μου κάτω από παλαιές φωτογραφίες ανθρώπων τόσο όμοιων με τη μαμά, με το μπαμπά και με τους παππούδες. Χωρίς να το γνωρίζω, άρχισα να αγαπώ κάτι, απλά διότι ήταν δικό μας και ζωντανό, βρισκόμενο γύρω από εμάς.
Το καλοκαίρι, η αποσύνθεση της κοινωνίας φαίνεται να γίνεται ορατή και απτή. Είναι σαν να την ακούς, να τη μυρίζεις. Ίσως είναι η εποχή της προσωπικής απογοήτευσης. Προτιμούμε τη μοναξιά όχι γιατί μας αρέσει, αλλά επειδή σηματοδοτεί την απόσταση από αυτό που δεν μας αρέσει και πάνω από όλα δεν μπορούμε πλέον να καταλάβουμε.. Στο μακελειό του πολέμου των χαρακωμάτων (Α΄ Παγκόσμιος), η καταστροφή που επικρατούσε προκάλεσε τη φρίκη του Giuseppe Ungaretti, αλλά τον έκανε να πει, “Η καρδιά μου είναι η πιο βασανισμένη χώρα”. Το βάσανο είναι ότι σταματήσαμε να αγαπάμε τη χώρα μας, και αυτό διότι πλέον δεν την αναγνωρίζουμε. Αλλά πως να αγαπήσεις αυτό που δεν είναι πιά δικό σου, όταν τα πρόσωπα, οι τρόποι και οι φωνές έχουν αλλάξει γύρω σου;
Άρθρο του Roberto Pecchioli
Μετάφραση: Ιωάννης Αυξεντίου
H Aθηνά αποκαλύπτει την Ιθάκη στον Οδυσσέα |
Φανταστείτε την εξής εικόνα: ο σιδηροδρομικός σταθμός μιας πόλης της Παδάνιας, το βράδυ μιας ασφυκτικής καλοκαιρινής Κυριακής. Λίγοι επιβάτες κατεβαίνουν από το τρένο μιας δευτερεύουσας γραμμής, για να περιμένουν την ανταπόκριση. Στο εσωτερικό του σταθμού, το γραφείο εισιτηρίων είναι ήδη κλειστό, όπως και τα δύο ή τρία μαγαζιά, το μπαρ και το περίπτερο. Μεταξύ της εξόδου και των κήπων με θέα στην πλατεία υπάρχει μεγάλη αναταραχή και ένα πλήθος που αποτελείται από Αφρικανούς. Οι γυναίκες, από τη συμπεριφορά και την ενδυμασία είναι εμφανώς σε αναμονή για να αρχίσουν ένα αρχαίο, θλιβερό επάγγελμα στους δρόμους των κοντινών μεγάλων πόλεων. Μεταξύ των ανδρών επικρατούν κάποιοι τύποι που μοιάζουν με μπράβους, κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τους εκμεταλλευτές των γυναικών. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι και οι νέοι άνδρες με κινητό τηλέφωνο, ακουστικά και καπέλο, όπου σταματάνε εμπρός από τα μαγαζιά ζητώντας ελεημοσύνη. Δείχνουν περίεργοι και αμήχανοι. Μία επιβάτης ανεβαίνει βιαστικά πάνω στο πεζοδρόμιο και μουρμουρίζει στο συνοδό της: “είμαστε στην Αφρική”.
Έκανα παρόμοιες σκέψεις, ελπίζοντας στην απελευθερωτική αναγγελία του τρένου για την επιστροφή στο σπίτι, αλλά στον τόνο της κυρίας υπήρχε μια συνεσταλμένη θλίψη, χωρίς εχθρότητα ή ηθικισμό. Ποιος ξέρει γιατί, με έκανε να θυμηθώ μία φράση που είχα διαβάσει πολλά χρόνια πριν: “αγαπώ τη χώρα μου γιατί είναι δική μου.”. Πρόκειται για μια φράση που γράφτηκε επτά αιώνες πριν, από ένα χριστιανό επίσκοπο, ονόματι Stephen Orbelian, ιστορικό της Αρμενίας, μίας άτυχης χώρας, πολύ κοντά στην Τουρκία. Το πιο παράξενο πράγμα είναι η πηγή εκείνης της μακρινής θύμησης, όχι ένα φιλοσοφικό κείμενο ή ένα λογοτεχνικό έργο, αλλά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Rex Stout που περιστρέφεται πάνω στην επιβλητική φιγούρα του Nero Wolfe, τον ντετέκτιβ που αγαπά τις ορχιδέες και δεν αφήνει ποτέ το σπίτι του στο κέντρο της Νέας Υόρκης.
Αγαπώ την χώρα μου γιατί είναι δική μου. Πρόκειται για λίγες καθοριστικές λέξεις, λεπτές, κάθε άλλο παρά ρητορικές. Δεν μιλά για πατρίδα ή για έθνος, μόνον για τη χώρα, τον τόπο και η αγάπη για αυτόν δεν αφορά περασμένες δόξες, ιστορικές αποστολές ή μελλοντικές πορείες. Αναδύεται περισσότερο μία μετρημένη ιδέα κατοχής και η υπερηφάνεια του κατόχου. Δικό μου είναι εκείνο που αναγνωρίζω, που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μου, οι πέτρες, οι φωνές, οι πεποιθήσεις, τα ήθη, τα πρόσωπα που μου μοιάζουν. Οι λόγοι του Ορμπελιάν είναι ουσιώδεις: ο τόπος μου είναι δικός μου, είναι η πρώτη εικόνα που είδα ως παιδί, είναι η κοινότητα που με προστατεύει, είναι οι λέξεις που περιγράφουν τα πράγματα, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, και προφέρονται σε μια ορισμένη γλώσσα, μεταξύ των σπιτιών, των βουνών, των ποταμιών, που βρίσκονται πάντα εκεί, τα ίδια που συντρόφεψαν την ζωή άλλων όπως εμένα.
Μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της παιδικής μου ηλικίας ήταν η επίσκεψη στο τοπικό νεκροταφείο, όπου διάβασα το επίθετο μου κάτω από παλαιές φωτογραφίες ανθρώπων τόσο όμοιων με τη μαμά, με το μπαμπά και με τους παππούδες. Χωρίς να το γνωρίζω, άρχισα να αγαπώ κάτι, απλά διότι ήταν δικό μας και ζωντανό, βρισκόμενο γύρω από εμάς.
O Oδυσσέας με το γέρο πατέρα του |
Σε εκείνο το σταθμό του τρένου, αμήχανος από τη βαθιά αλλοτριότητα των ανθρώπων που έβλεπα, κατανόησα ξαφνικά, γιατί, από καιρό, δεν καταφέρνουμε πια να αγαπάμε την χώρα μας. Διότι, δεν είναι πια δική μας! Απαλλοτριώθηκε. Και όχι μόνο λόγω της μαζικής εισροής μεταναστών,αλλά και γιατί τίποτα δεν έχει διασωθεί απο αυτή, που να μοιάζει σε εκείνο που υπήρχε λίγες δεκαετίες πριν. Η μεγάλη ομορφιά του φυσικού τοπίου όπως των χωριών και των πόλεων, έδωσε τη θέση της σε ανώνυμα περίχωρα με την ίδια γκρίζα απόχρωση. Ακόμα και τα γκράφιτι φαίνονται όμοια, δεν είναι παρά άμορφες κηλίδες που κάποιοι ονομάζουν τέχνη. Θλιβερές εικόνες: χιλιόμετρα κύβων και παραλληλεπίπεδων κατά μήκος των μεγαλυτέρων οδών, αποθήκες για κάθε χρήση, παντού κυριαρχεί η εγκατάλειψη. Τα ιστορικά κέντρα των πόλεων έχουν αφεθεί στην παρακμή ή στον έλεγχο των εγκληματιών εκατό διαφορετικών εθνοτήτων. Μια γενικευμένη αδιαφορία είναι κυριαρχή.
Δεν μοιραζόμαστε πλέον καμία κοινή αρχή ώστε να αποτελούμε κοινότητα. Ο Θεός πέθανε, η οικογένεια έγινε ‘ουράνιο τόξο’ ή ‘διευρύνθηκε’. Τα τελευταία πρόκειται για ευφημισμούς φτιαγμένους για να μην αναγνωρίσουμε το τέλος της. Η εργασία δεν υπάρχει και όταν υπάρχει είναι παροδική ή ‘ευέλικτη’. Η χώρα μας έχει καταντήσει πλέον σαν τρόλεϊ σουπερ μάρκετ, μια ελαφριά αποσκευή κατάλληλη για μία τσιγγάνικη ζωή. Αλλά δεν μπορούμε να λέμε τσιγγάνος πλέον, δεν επιτρέπεται. Να το λέμε νομάδας λοιπόν. Ένας νομάδας εφοδιασμένος με smartphone, γρήγορη σύνδεση και πιστωτική κάρτα. Και από την άλλη, η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης... μάζες φτωχών ξεριζωμένων, εξαπατημένων από κυνικούς εκμεταλλευτές, ανθρώπων, συνωστισμένες μέσα σε ένα κέντρο υποδοχής. Και όποιος είναι ξεριζωμένος, ξεριζώνει με τη σειρά του, πρόκειται για φαύλο κύκλο...
Το καλοκαίρι, η αποσύνθεση της κοινωνίας φαίνεται να γίνεται ορατή και απτή. Είναι σαν να την ακούς, να τη μυρίζεις. Ίσως είναι η εποχή της προσωπικής απογοήτευσης. Προτιμούμε τη μοναξιά όχι γιατί μας αρέσει, αλλά επειδή σηματοδοτεί την απόσταση από αυτό που δεν μας αρέσει και πάνω από όλα δεν μπορούμε πλέον να καταλάβουμε.. Στο μακελειό του πολέμου των χαρακωμάτων (Α΄ Παγκόσμιος), η καταστροφή που επικρατούσε προκάλεσε τη φρίκη του Giuseppe Ungaretti, αλλά τον έκανε να πει, “Η καρδιά μου είναι η πιο βασανισμένη χώρα”. Το βάσανο είναι ότι σταματήσαμε να αγαπάμε τη χώρα μας, και αυτό διότι πλέον δεν την αναγνωρίζουμε. Αλλά πως να αγαπήσεις αυτό που δεν είναι πιά δικό σου, όταν τα πρόσωπα, οι τρόποι και οι φωνές έχουν αλλάξει γύρω σου;
Τηλέμαχος και Θεοκλύμενος |
Ο Οδυσσέας, ο ήρωας αρχέτυπο του δυτικού πολιτισμού, ο πανούργος, ερευνητής του κόσμου, λαχταρούσε ένα νησάκι φτιαγμένο από πέτρες: την Ιθάκη. Μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας, ήξερε ότι εκείνος ο βράχος, ένας από τους πολλούς της ελληνικής θάλασσας, ήταν ο προορισμός του ως πατρίδα, τόπος της ψυχής αλλά και μοίρα του φυσικού σώματος που θέλει να βρει την ανάπαυση. Συμβολιζόταν από το νυφικό κρεβάτι φτιαγμένο από τα ίδια του τα χέρια. Εκεί ήταν που ήθελε να γυρίσει. Για να διεκδικήσει τα δικαιώματα του ως βασιλιάς βέβαια αλλά και προπάντων για να μπορέσει να ξαναδεί τα αγαπημένα του πρόσωπα, να αναπνεύσει τον αέρα της περιοχής που γεννήθηκε. Ο σκύλος Άργος, ο γέρος πατέρας Λαέρτης, ο βοσκός Εύμαιος, η σύζυγος Πηνελόπη, ο γιός Τηλέμαχος ήταν ‘δικοί του’ περισσότερο από το θρόνο και ο Οδυσσέας ήταν σίγουρος ότι η Ιθάκη τον περίμενε. Αυτή είναι η διαφορά, στην εποχή μας, όσοι μπορούν να δουν, βλέπουν πως η Ιθάκη δεν υπάρχει πια. Αγαπούσαμε τη χώρα μας γιατί ήταν δική μας, μέχρι που ήταν δική μας. Για χίλιους λόγους, δεν είναι πια και μεταμορφωθήκαμε σε εξόριστους, χωρίς καν να μετακινηθούμε από το σπίτι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου