Π. Ήφαιστος, «ΟΙ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ»
Περίληψη. Το κείμενο που ακολουθεί αποτυπώνονται κύριες πτυχές της προ-επαναστατικής και μετά-επαναστατικής Ελλάδας. Από το παρόν άντλησε η προφορική ομιλία στο Δημαρχείο Πόρου στις 25 Αυγούστου 2017 με θέμα τις αφετηρίες του νεοελληνικού κράτους και τον ρόλο του Καποδίστρια μέχρι και την δολοφονία του.
Εν μέσω μιας γενικής αντίθεσης των μεγάλων δυνάμεων για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους η Έλληνες της μετά-Επαναστατικής περιόδου κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1820 πάσχιζαν με διαδοχικές Εθνικές Συνελεύσεις να συγκροτηθούν κρατικά. Τους θεμελιώδεις δηλαδή Συνταγματικούς νόμους και την θεσμική συγκρότηση του κράτους.
Οι μεγάλες δυνάμεις ποτέ δεν έπαυσαν να παρακολουθούν και να ενδιαφέρονται για την πρώτη βασικά εθνική επανάσταση των μετά-Μεσαιωνικών χρόνων. Μια σημαντική στιγμή ήταν οι διασκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων μετά την Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να συναντηθούν οι πρέσβεις τους στον Πόρο τον Σεπτέμβριο του 1828.
Εν τω μεταξύ, στις 30 Μαρτίου 1827 στην 3η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο Καποδίστριας εκλέχθηκε Κυβερνήτης με θητεία 7 ετών, κάτι που η Βρετανία αντιμετώπισε με μεγάλη δυσπιστία λόγω γεωπολιτικών ανταγωνισμών με την Ρωσία της οποίας ο Καποδίστριας υπήρξε υπουργός εξωτερικών. Η Βρετανία ήθελε περιορισμένη αυτόνομη περιοχή και όχι ανεξάρτητο νεοελληνικό κράτος. Ο Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο 1828 μετά από πολλές περιπέτειες και Βρετανικές κωλυσιεργίες.
Από την άφιξή του μέχρι και την δολοφονία του επιδίδεται αφενός σε ένα ρεσιτάλ διπλωματικών ελιγμών στο επίπεδο των μεγάλων δυνάμεων και αφετέρου σε μια μεγάλη προσπάθεια εσωτερικών ελιγμών για να πειστούν οι ηγέτες του διαφοροποιημένου πεδίου των Ελληνικών κοινοτήτων. Μελετώντας τα γεγονότα αυτής της περιόδου μετά από δύο αιώνες απαιτείται να τονιστεί εξαρχής ότι, αποτελούσε ένα δύσκολο στοίχημα που για να κερδηθεί απαιτούσε λήψη στρατηγικών αποφάσεων η εκπλήρωση των οποίων θα περνούσε μέσα από πολλές Συμπληγάδες.
Πιο συγκεκριμένα:
Στο κείμενο που ακολουθεί με συντομία, θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε σε μερικές πτυχές αυτής της αφετηριακής και καθοριστικής για τον Ελληνισμό περιόδου και στους προσανατολισμούς που σταθεροποιήθηκαν αρχές της δεκαετίας του 1830.
Θα ήταν χρήσιμο να υπογραμμιστεί εξαρχής ότι οι αποφάσεις, τα αποτελέσματά τους, οι ζημιές και τα κέρδη κάθε ιστορικής στιγμής συντελούνται σε παρόντα χρόνο και όπως πολλοί σοφά λένε, τελικά το δικαστήριο των εθνών είναι η ιστορία. Τα τετελεσμένα επικυρώνονται με Συνθήκες και αποτελούν την νέα διεθνή τάξη.
Αυτό το ιστορικά καταμαρτυρημένο γεγονός απαιτείται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη όταν ορίζουμε σκοπούς, χαράσσουμε σχέδια και παίρνουμε αποφάσεις, ιδιαίτερα εκείνες τις αποφάσεις που αφορούν την ασφάλειά μας και την επιβίωσή μας, οι οποίες για τις βιώσιμες κοινωνίες είναι έσχατες λογικές και απαιτούν ομοφωνία.
Στον σύγχρονο κρατοκεντρικό κόσμο –που αφετηρία έχει την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 και την επικύρωση του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας το 1945 με τον ΟΗΕ–, όπως κάθε διεθνολόγος γνωρίζει, η ασφάλεια, η ελευθερία και η επιβίωση μιας κοινωνίας διασφαλίζονται εάν διαθέτει ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος.
Αυτό επιδίωξαν να αποκτήσουν οι Έλληνες με την Επανάσταση του 1821 αλλά και όλα τα υπόλοιπα έθνη τον 19ο και 20ο αιώνα, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε δύο εκατοντάδες μέλη του ΟΗΕ. Η Ελληνική Επανάσταση, ήταν βασικά η πρώτη αντί-αυτοκρατορική αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας μετά την Βεστφαλία και εκδηλώθηκε μόλις έξη χρόνια μετά το Κογκρέσο της Βιέννης όπου τα ηγεμονικά κράτη αποφάσισαν να αποθαρρύνουν τις εξεγέρσεις. Πρέπει να συνεκτιμάται το γεγονός, επίσης, ότι εκδηλώθηκε στην γεωπολιτικά σημαντικότερη περιοχή της Περιμέτρου της Ευρασίας (βλ. ανάλυση και παρεμβαλλόμενο χάρτη πιο κάτω[1]).
Παρά την αρνητική συγκυρία του 18ου αιώνα και ενόψει του γεγονότος ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία παράκμαζε, λογικό είναι να σκεπτεί κανείς ότι ήταν εντός ορίων του εφικτού οι Έλληνες να αποκτήσουν το δικό τους ανεξάρτητο κράτος. Οι Έλληνες διέθεταν
1) αστική τάξη της διασποράς τα μέλη της οποίας γνώριζαν το διεθνές σύστημα της εποχής,
2) διανοούμενους μεγάλης εμβέλειας στα πεδία της επιστήμης, των τεχνών και του πολιτισμού,
3) μεγάλη πολιτισμική επιρροή στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη λόγω Αναγέννησης και
4) την διάσπαρτη σε Κοινότητες Ελληνική πολιτική ανθρωπολογία από την Ευρώπη μέχρι τα βάθη της Ανατολής όπως διαιωνίστηκε επί αιώνες.
Εκτιμώ ότι το μείζον πρόβλημα της Ελληνικής Επανάστασης ήταν λιγότερο η Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία διάνυε πλέον φάση παρακμής και περισσότερο οι Στρατηγικές των Μεγάλων ηγεμονικών Δυνάμεων της εποχής.
Για να επιτύχει η Επανάσταση και μετά εάν ιδρυόταν ένα νεοελληνικό κράτος να σταθεροποιήσει σύνορα και να επιβιώσει, απαιτείτο οι Έλληνες να διαθέτουν μια Υψηλή Στρατηγική η οποία θα είχε διασχίσει τις Συμπληγάδες των ηγεμονικών στρατηγικών και των ηγεμονικών ανταγωνισμών σε μια μετά-Ναπολεόντια ιστορική καμπή διόλου γραμμική.
Ο Καποδίστριας κατείχε εξέχουσα θέση και διέθετε μεγάλη πείρα στα πεδία της στρατηγικής των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Γνώριζε πλήρως τις προϋποθέσεις του σύγχρονου κρατοκεντρικού κόσμου, γνώριζε την στρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων και γνώριζε όχι μόνο τι σήμαινε για τις ναυτικές δυνάμεις η δημιουργία ενός εύρωστου νέου κράτους σε κεντρικό σημείο της περιμέτρου της Ευρασίας αλλά και τι σημαίνει για τα τότε δεσποτικά και αποικιοκρατικά κράτη της Ευρώπης η δημοκρατική του συγκρότηση.
Έστω και αν η Επανάσταση άρχισε βασικά απροετοίμαστα, μπορούσε στην συνέχεια να επιτύχει εάν οι ηγέτες κατάφερναν να ελιχθούν επιδέξια στα περιθώρια των στρατηγικών αναμετρήσεων των δυνάμεων της εποχής.
Έπρεπε επίσης, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, οι τρεις μεγάλες συνιστώσες της Επανάστασης, δηλαδή η Ελληνική αστική τάξη της διασποράς, οι ηγέτες των επαναστατημένων κοινοτήτων και οι διανοούμενοι, να κινηθούν συντονισμένα και στην βάση σχεδίου.
Εξαιρετικά δύσκολο, γιατί εξ αντικειμένου οι Κοινότητες στην πολλών αιώνων διαδρομή τους μέσα σε αυτοκρατορικά σχήματα μετά την Κλασική εποχή ανάπτυξαν πολιτική παράδοση αυτεξούσιας πολιτικής οργάνωσης, αυτόνομων πολιτικών αποφάσεων και ιδιαίτερων για την κάθε μια σχέσεων με τις υπέρτερες εξουσίες.
Ο Ελληνισμός της μετά-Κλασσικής εποχής μέχρι και την Επανάσταση, εν ολίγοις, ήταν διαφοροποιημένος, και το στοίχημα τον 18ο αιώνα ήταν να βρεθεί τρόπος να συνυπάρξουν μέσα σε ένα συμπολιτειακό κοσμοσύστημα[2], η κεντρική εξουσία του οποίου, όμως, ενώ θα διατηρούσε τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά θα ήταν διπλωματικά επαρκώς συγκεντρωτικό για να λειτουργήσει ορθολογιστικά και συμβατά με την διεθνή πολιτική του 18ου και 20ου αιώνα.
Κατά την διάρκεια των λίγων χρόνων διακυβέρνησής του μέχρι και την δολοφονία του, ο Καποδίστριας έδειξε δείγματα γραφής υψηλών διπλωματικών δεξιοτήτων, πλην στο τέλος, για μια σειρά αντικειμενικών κριτηρίων και παραγόντων, δεν επαρκούσαν από μόνα τους. Η υψηλή στρατηγική της επανάστασης για να εκπληρώσει τους σκοπούς έπρεπε να διαχειριστεί ταυτόχρονα αφενός την αρνητική στάση των μεγάλων δυνάμεων για ένα πλήρως ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος και αφετέρου τους ηγέτες των Ελληνικών κοινοτήτων και την προεστική/προνομιούχα τάξη[3].
Όπως σημειώνει ο Διονύσης Τσιριγώτης, «το έργο χάραξης-διαμόρφωσης και εφαρμογής μιας ανεξάρτητης υψηλής στρατηγικής φαλκιδεύετε και από την καθεστηκυία διεθνή τάξη της Ευρωπαϊκής δεσποτείας, όπως αποκρυσταλλώνεται στο διατακτικό του Κονσέρτου της Βιέννης»[4]. Στο επίπεδο των προεστικών ελίτ, εξάλλου, εξωπραγματικά και με τρόπο που φωτίζει την άγνοιά τους για τις διεθνείς συγκυρίες της εποχής πριν και μετά την Επανάσταση, αναπτύχθηκαν φιλοδοξίες διαδοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και συνεπακόλουθα, ισχυρές αντιπολιτευτικές δυνάμεις κατά του Ιωάννη Καποδίστρια.
Την ίδια στιγμή ο Καποδίστριας μαζί με την αστική τάξη της διασποράς επιχειρούσε ελιγμούς για την αποδοχή δημιουργίας ενός πραγματικά ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Στο σημείο αυτό, χρήζει να μνημονεύσουμε ότι κατά την διάρκεια αυτής της ιστορικής φάσης το διεθνές σύστημα ωρίμαζε και σταθεροποιούταν στην σύγχρονη κρατοκεντρική του μορφή (ιδιαίτερα μετά την Διάσκεψη της Βιέννης το 1815 όταν συμφωνήθηκε μια ηγεμονικά προσδιορισμένη ηγεμονική τάξη). Με αποφάσεις και συναλλαγές των μεγάλων δυνάμεων και λίγο πολύ συμπεφωνημένα διαμορφωνόταν και ορίζονταν οι λειτουργίες μιας βασικά διεθνούς ηγεμονικής τάξης πραγμάτων.
Ήδη στην αφετηρία της ανάθεσης σε αυτόν της διακυβέρνησης των επαναστατημένων Ελλήνων, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Καποδίστριας στο εσωτερικό δεν ήταν μόνο η αντιπολίτευση μερικών ηγετών των Κοινοτήτων αλλά και η χαώδης κατάσταση στο επίπεδο της διοίκησης και της οικονομικής οργάνωσης. Ο Διονύσης Τσιριγώτης παραθέτει το εξής πολύ σημαντικό απόσπασμα συνομιλίας του Καποδίστρια με τον πρόεδρο της αντικυβερνητικής επιτροπής Γ. Μαυρομιχάλη τον Ιανουάριο του 1828. Αυτή ήταν η κατάσταση των Επαναστατημένων Ελλήνων μια δεκαετία μετά την έναρξη της Επανάστασης όπως εδώ την καταγράφει ο Καποδίστριας:
«[…] … Ως ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει εις πολλούς κινδύνους ακόμη η ελληνική ελευθερία. Μου δώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε εις τα δάκτυλα την επικράτειάν μας. Τ’ Ανάπλι, την Αίγιναν, Πόρο, Ύδρα, Κόρινθο, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ο Ιμπραϊμης κρατεί τα κάστρα και το μεσόγειο της Πελοποννήσου, ο Κιουτάγιας τη Ρούμελη, πολλά νησιά βασανίζονται από αυτεξούσιο στρατιώτη και από πειρατείαν, τα δύο μεγάλα καράβια μας είναι αραγμένα ξαρμάτωτα εις τον Πόρο, η Αθήνα έφαγε πέρυσι τους ανδρειωτέρους των Ελλήνων. Που το θησαυροφυλάκιον του έθνους; Ακούω επουλήσατε και την δεκατία του φετεινού έτους, πρίν σπαρθεί ακόμα το γέννημα× ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι, σκόρπιοι εις τα βουνά και εις τα σπήλαια× το δημόσιο είναι πλακωμένο από δύο εκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, αλλά τόσα ζητούν οι στρατιωτικοί, η γη είναι υποθηκευμένη εις τους Άγγλους δανειστάς× ανάγκη να την ελευθερώσουμε με την ίδια απόφαση ως την ελευθερώσαμε και από τα άρματα του Κιουταγιά και του Αιγυπτίου.[…]» «Ένα μόνο φοβούμαι πολύ και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνηση τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων-επειδή κάθε τόπος έχει χωριστά το μυστήριο της ζωής του, το νόμο της ευτυχίας του- αν πλανεθεί ο ελληνισμός και σηκώσει σκοτάδι μεταξύ μας ώστε εσείς να μη διαβάζετε εις την καρδίαν μου, θολωθούν και εμένα οι οφθαλμοί, ποιος ηεξύρει;… που θα πάμε, τι θα γένουμε; ετινάξατε το καβούκι των αλλοφύλων, αλλ’ οι πλεκτάνες της διπλωματίας έχουν κλωστές πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστές θανάτου, άφαντες και εσείς δεν τις εννοείτε. Κατεβαίνω πολεμιστής εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχάς πολλών, τα ονειροπολήματα των λογιωτάτων, ξένων πρακτικής ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικό και ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας αν βασιλεύση εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό× φιλήκοος των ξένων είναι προδότης»[5].
Θα προσπαθήσουμε τώρα να δούμε με πιο συγκεκριμένο τρόπο τόσο τους σκοπούς των ηγετών της προ-Επαναστατικής και μετά-Επαναστατικής Ελλάδας όσο και το διεθνές περιβάλλον εντός του οποίου επιχείρησαν να τους εκπληρώσουν.
Μια αντικειμενική ανάγνωση των σταθμών και των διαδρομών της πρώτης δεκαετίας μετά την Επανάσταση καταμαρτυρεί ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο και με διαφορετική κατά περίπτωση αντίληψη για την καταλληλότερη στρατηγική, ο Ιωάννης Καποδίστριας αντανακλώντας και μια γενικότερη αξίωση των Ελλήνων αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός πλήρως ανεξάρτητου και δημοκρατικά συγκροτημένου νεοελληνικού κράτους.
Βασικά, ενσαρκώνοντας την ιστορική κατάσταση δύο χιλιετίες μετά την κλασσική εποχή και τέσσερεις αιώνες μετά την πτώση της Βασιλεύουσας Πόλης, η δομή στην οποία πολλοί αποσκοπούσαν συμπεριλαμβανομένου του Καποδίστρια, ήταν ένα μεγάλο συμπολιτειακό σύστημα ομοεθνών κοινοτήτων δημοκρατικά συγκροτημένο σε όλα τα επίπεδα[6].
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο ιστορικό στοίχημα με δύο σκέλη προβλημάτων που η Ελληνική στρατηγική έπρεπε να αντιμετωπίσει.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1815 στο Κογκρέσο της Βιέννης συμφώνησαν μια ηγεμονική διεθνή τάξη που αποθάρρυνε όχι μόνο τις Επαναστάσεις αλλά, προσθέτουμε, και τις δημοκρατικές αξιώσεις.
Η στρατηγική της μεγάλης ναυτικής δύναμης του Ηνωμένου Βασιλείου ήλεγχε το μεγαλύτερο τμήμα του πλανήτη και επόπτευε την Περίμετρο της Ευρασίας. Μεταξύ άλλων η Βρετανική στρατηγική εφάρμοζε μόνιμο ναυτικό αποκλεισμό της Ευρώπης για να ελέγχει την ροή ισχύος αποκλείοντας την επικράτηση μιας δύναμης ή μιας συμμαχίας ηπειρωτικών δυνάμεων στον Ευρασιατικό χώρο, ενώ πάνω στην Περίμετρο της Ευρασίας που αρχίζει από την Ευρώπη και φτάνει στην Κίνα εμπόδιζε κάθε ηπειρωτική δύναμη και κυρίως την Ρωσία να κατέβει στα λεγόμενα θερμά νερά (βλ. παρεμβαλλόμενο χάρτη και παραπομπές για γεωπολιτική ανάλυση σε προγενέστερη υποσημείωση πιο πάνω).
Πάνω σε αυτή την περίμετρο ο πυρήνας όλων των στρατηγικών αναμετρήσεων ήταν τα Βαλκάνια και η Μικρά Ασία συμπεριλαμβανομένης της ανέκαθεν πλουτοπαραγωγικά πλούσιας περιοχής Ανατολικά του Αιγαίου. Εδώ ιστορικά δεν συναντώνται μόνο όλες οι δυνάμεις, όλοι οι πολιτισμοί, όλες οι θρησκείες, όλες οι αυτοκρατορίες και όλοι επίδοξοι ηγεμόνες[7]. Ήταν και συνεχίζει να είναι μια γεωγραφική περιοχή μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας καθότι επηρεάζει εάν όχι προσδιορίζει την κατανομή ισχύος και συμφερόντων πλανητικά.
Σε αυτό το πεδίο λοιπόν είναι που συντηρήθηκαν επί αιώνες οι Ελληνικές κοινότητες ως αυτεξούσιες και δημοκρατικά συγκροτημένες πολιτικές κοινότητες. Η συγκρότηση ενός μεγάλου και ισχυρού Ελληνικού κράτους που θα τις συμπεριελάμβανε, είτε στο πλαίσιο μιας κρατικής δομής καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των Ευρωπαϊκών κρατών, είτε στο πλαίσιο ενός συμπολιτειακού κοσμοσυστήματος δημοκρατικά συγκροτημένου παρόμοιου με το Βυζαντινό, εξ αντικειμένου, θα ανάτρεπε συλλήβδην τους στρατηγικούς συσχετισμούς πάνω στον πλανήτη και θα προκαλούσε αξιώσεις δημοκρατικής συγκρότησης μέσα στα ίδια τα Ευρωπαϊκά κράτη.
Το πόσο σκεφτήκαμε και το πόσο και πως αντιμετωπίσαμε τα πιο πάνω και άλλα συναφή ζητήματα στα πλαίσια της εθνικής μας στρατηγικής είναι και το μείζον ζήτημα που ερμηνεύει τα προβλήματα πάνω στα οποία προσκρούσαμε τότε αλλά και αυτά που αντιμετωπίζουμε έκτοτε μέχρι και σήμερα.
Διατρέχοντας τους κύριους σταθμούς από την Επανάσταση, στις Εθνικές Συνελεύσεις, και στις διαβουλεύσεις των μεγάλων δυνάμεων μέχρι και την δολοφονία του Καποδίστρια το 1831, παρατηρούμε ότι αυτά ήταν ακριβώς τα κύρια προβλήματα, ιδιαίτερα της μετά-Επαναστατικής περιόδου.
Συνοψίζοντας λέμε ότι η αντιμετώπισή τους απαιτούσε πρώτο βαθιά γνώση της τότε διεθνούς πολιτική και η Ελληνική αστική τάξη της διασποράς με πρώτιστο τον Καποδίστρια είχαν αυτή την γνώση, και δεύτερον, πειθαρχία των παραδοσιακά αυτεξούσιων Κοινοτήτων οι οποίες, όμως, μετά από μια μακρά ιδιόμορφη διαδρομή αιώνων απαιτείτο χωρίς να ακυρωθούν να ολοκληρωθούν μέσα στο νεοελληνικό κράτος.
Μελετώντας την στρατηγική του Καποδίστρια, ιδιαίτερα την περίοδο 1828 μέχρι την δολοφονία του, εκτιμάται ότι ένα κύριο δύσκολο πολιτειακό στοίχημα ήταν το πώς θα κατορθώσει από την μια πλευρά να δημιουργήσει ένα εντολοδόχο μεν πλην θεσμικά ισχυρό δε νεοελληνικό κράτος και από την άλλη πλευρά να ενσωματώσει σε αυτό το κράτος τις Κοινότητες με δημοκρατικές διαδικασίες που θα καθιστούσε την καθολική βούληση της νεοελληνικής κοινωνίας και των κοινοτήτων της την κύρια διαμορφωτική εισροή[8].
Παρενθετικά υπογραμμίζεται ότι μελέτη μιας άλλης περίπτωσης, των Εβραίων, δείχνει ότι υπήρχε μια παρόμοια διαφοροποίηση των Εβραϊκών κοινοτήτων, εξ ου και η φράση «χάβρα των Εβραίων». Πολύ πριν την ανακήρυξη του ανεξάρτητου Ισραηλινού κράτους του 1948 και παρά τις διαφωνίες μεταξύ των ανά τον κόσμο εβραϊκών κοινοτήτων και οργανώσεων, υπήρξε οργάνωσή τους, συντονισμός τους και συμβολή στην εκπλήρωση του σκοπού απόκτησης κυρίαρχου κράτους. Παρά τις αρχικές ενδό-Εβραϊκές διενέξεις τελικά επικράτησε εκείνη η άποψη πως ο σύγχρονος κρατοκεντρικός κόσμος απαιτεί συσπείρωση μέσα σε ένα ενιαίο και οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά ισχυρό ισραηλινό κράτος εξ ου και το αποτέλεσμα που βλέπουμε[9].
Τα πρώτα Συντάγματα που προτάθηκαν στις μετά-Επαναστατικές Συνελεύσεις, σημειώνεται, αυθόρμητα και ως το πιο φυσικό πράγμα ενσάρκωσαν τον πολιτικό πολιτισμό χιλιετιών των Ελληνικών Κοινοτήτων και το γεγονός ότι η Επανάσταση που προηγήθηκε οργανώθηκε στην βάση της οργάνωσης των Κοινών και με πρόσημο την δημοκρατία και την ελευθερία. Χαρακτηριστικά, κυριαρχούσαν θέσεις για καθολική ψήφο, όταν, για παράδειγμα, στην Μεγάλη Βρετανία ψήφιζε μόλις το 7%.
Για να το θέσω διαφορετικά την ίδια εποχή όταν στα Ευρωπαϊκά μετά-Μεσαιωνικά κράτη –τα οποία κατά βάση ασκούσαν δεσποτική εξουσία επί τις δύσμοιρης μετά-Μεσαιωνικής ανθρωπολογίας– οι εξεγερθέντες στο Παρίσι αξίωσαν στοιχειώδη δικαιώματα οι μετά-Βυζαντινοί Έλληνες επαναστάτησαν αξιώνοντας Δημοκρατία και Ελευθερία[10].
Αυτό δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορες τις δεσποτικές εξουσίες των αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης οι οποίες όπως ήδη υπογραμμίσαμε πριν λίγα χρόνια το 1815 στο Κογκρέσο της Βιέννης πρόκριναν περισσότερη (ηγεμονική) τάξη και λιγότερη δικαιοσύνη αποθαρρύνοντας έτσι τις επαναστάσεις και τις δημοκρατικές αξιώσεις[11]. Αντίθετα, το μοντέρνο μετά-Μεσαιωνικό ευρωπαϊκό κράτος όσον αφορά την πολιτική του ωρίμανση, και αυτό μόνο μετά την Γαλλική εξέγερση, βρίσκεται στα πρώιμα κλασικά χρόνια[12]. Μετά την Γαλλική εξέγερση δόθηκαν δικαιώματα που εν μέρει κατοχυρώνουν την ατομική ελευθερία. Ασφαλώς, οι πολίτες όλων των σύγχρονων κρατών παλεύουν για κοινωνική ελευθερία και πολιτική ελευθερία αλλά μέχρι και σήμερα βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά από την κλασικά νοούμενη πολιτική ελευθερία όπου ο πολίτης είναι εντολέας, οι ασκούντες εξουσία ανακλητοί εντολοδόχοι και η κοινωνία κάτοχος του κράτους.
Ο Καποδίστριας μετά την πρόσκληση της Εθνοσυνέλευσης φθάνει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828 και αρχίζει διαπραγματεύσεις με τις μεγάλες δυνάμεις για την έκταση του νεοελληνικού κράτους και την πολιτική και θεσμική του δόμηση[13].
Χρήζει να τονιστεί ότι ήδη το 1828 οι περισσότερες περιοχές που απελευθερώθηκαν επανακτήθηκαν από τους Οθωμανούς, η Πελοπόννησος είχε καταστραφεί από την εισβολή του Ιμπραήμ και όπως ήδη υπογραμμίσαμε με τα λόγια του ίδιου του Καποδίστρια, λογικότατα η κατάσταση στην Ελληνική πλευρά ήταν χαώδης[14].
Εν τω μεταξύ, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1820 οι μεγάλες δυνάμεις ενδιαφέρονται έντονα και διαβουλεύονται, παρεμβαίνουν και συζητούν για το μέλλον των Ελλήνων[15]. Οι Μεγάλες Δυνάμεις λογικότατα δεν συμφωνούν πάντα στις μεταξύ τους διαβουλεύσεις –το αντίθετο: υποκρίνονται, εξαπατούν αλλήλους και υπονομεύουν την στρατηγική της άλλης πλευράς[16]– και εκεί είναι που μετά το 1828 αναδεικνύονται οι διπλωματικές δεξιότητες του Καποδίστρια. Έχοντας ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές έριδες μεταξύ προσώπων και κοινοτήτων και την δυσπιστία των μεγάλων δυνάμεων εν τούτοις ελίσσεται επιδέξια στα περιθώρια των ηγεμονικών στρατηγικών αντιπαραθέσεων[17]. Βασικά, στην στρατηγική θεωρία μια τέτοια προσέγγιση των ηγετών των λιγότερο ισχυρών κρατών είναι προϋπόθεση για την ασφάλειά τους, την ακεραιότητά τους και την επιβίωσή τους (patron-client relations)[18].
Οι πρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων συναντώνται στον Πόρο τον Σεπτέμβριο του 1828, επεξεργάζονται διάφορα σενάρια και τα προτείνουν στις κυβερνήσεις τους. Με την ισχυρή υποστήριξη του Πρέσβη Canning, συνομιλητή του Καποδίστρια –και εδώ γίνεται φανερό πως πέραν των διπλωματικών του δεξιοτήτων η μακρόχρονη διαδρομή του στην Ευρωπαϊκή Διπλωματία του επέτρεψε να διαθέτει σημαντικές διασυνδέσεις–, κυριάρχησε η άποψη για ένα βιώσιμο Ελληνικό κράτος. Οι Πρέσβεις μετά την συνάντηση του Πόρου, βασικά, οριοθέτησαν το νέο κράτος νότια της γραμμής που αρχίζει από τον κόλπο του Βόλου μέχρι την Αρτα.
Οι αντίθετες φωνές με κύριο εκφραστή τον ίδιο τον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Wellington –ο οποίος βασικά αρχικά ανέτρεψε τις θέσεις που επικράτησαν στον Πόρο–, ήθελαν μόνο την Πελοπόννησο και όλα Βόρεια του Ισθμού της Κορίνθου να μείνουν Οθωμανικά. Χαρακτηριστικά, ο Wellington δήλωσε ότι, ο σκοπός «δεν είναι να κατακτηθεί έδαφος από την (Υψηλή) Πύλη, αλλά να ειρηνεύσει η χώρα από την ανταρσία». Υποστήριξε επίσης ότι επιθυμούσε ένα Ελληνικό κράτος που θα αποτελείται μόνο από την Πελοπόννησο με το υπόλοιπο της Ελλάδας να παραμείνει Οθωμανική[19].
Ολοκληρώνω κάνοντας στοιχειώδεις αναφορές στους διπλωματικούς και πολιτικούς ελιγμούς του Καποδίστρια. Με πολιτική ίσης φιλίας που εν μέρει αναίρεσε την προκατάληψη μερικών Βρετανών διπλωματών για τον παρελθόν του στην ρωσική διπλωματία, αγωνίζεται για μετατροπή της θέσης περί αυτονομίας σε ανεξαρτησία με το να υιοθετήσει ένα βάσιμο επιχείρημα περί βιωσιμότητας της νέας πολιτικής οντότητας με υιοθέτηση «βιώσιμων σύνορων»[20].
Ο Καποδίστριας αναπτύσσει, βασικά μόνος του, μια υψηλή στρατηγική για να κατοχυρώσει και νομιμοποιήσει διεθνώς τις εδαφικές αξιώσεις και την ανεξαρτησία των Ελλήνων και να καθησυχάσει αφενός τις επιφυλάξεις του Λονδίνου και αφετέρου των άλλων δυνάμεων τόσο για τις συνέπειες δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου και ισχυρού κράτους όσο και ενός δημοκρατικά δομημένου κράτους που θα δημιουργούσε ντόμινο αξιώσεων στην Ευρώπη και ευρύτερα[21].
Με υπόμνημά του κατά την διάρκεια της Συνδιάσκεψης του Πόρου και με δύο άλλα στην συνέχεια μεταξύ άλλων και για την ρύθμιση του Ανατολικού ζητήματος με μερική ή ολική αντικατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιχειρεί να σταθεροποιήσει εδαφική Επικράτεια και διεθνές καθεστώς ευνοϊκό για τους Έλληνες. Για να το επιτύχει υιοθετεί, μεταξύ άλλων, 1ον) την νομιμοποιημένη στο επίπεδο των δυνάμεων θέση του ασυμβίβαστου της συνύπαρξης Ελλήνων και Οθωμανών στα ίδια εδάφη, 2ον) εκμεταλλευόμενος την άρνηση των Οθωμανών να δεχθούν διαμεσολάβηση επιχειρηματολογεί κατά της επικυριαρχίας της Υψηλής Πύλης στα Ελληνικά εδάφη και επικαλούμενος τοπογεωγραφικά επιχειρήματα αξιώνει την συμπερίληψη της Κρήτης, ενώ υπογραμμίζει την πιθανή αστάθεια εάν σε μια εν εξελίξει και υπό διαμόρφωση κατάσταση στην Ελλάδα οι Οθωμανοί θα συνέχιζαν να έχουν προσδιοριστικό ρόλο[22].
Το πολιτειακό ζήτημα ήταν αμφίπλευρα δύσκολο και ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα του Καποδίστρια[23]:
Η μονολεκτική απάντησή μου είναι πως κάτι τέτοιο απαιτεί επαρκή κατανόηση των χαρακτηριστικών και λειτουργιών του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος μετά το 1648 που επικυρώθηκε στον ΟΗΕ το 1945 και το οποίο ενόσω προχωράμε στον 21ο αιώνα γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, πιο συγκρουσιακό και ανελέητο εάν θανατηφόρο για όσα κράτη οι κοινωνίες τους είναι απρόσεκτες.
Ακόμη, οι νεοέλληνες δεν μεριμνήσαμε, τουλάχιστον μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, να επιτύχουμε ενότητα γύρω από ένα κεντρικό κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό με άξονα τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της εθνικής ασφάλειας και της κρατικής επιβίωσης. Αντίθετα, η νεοελληνική κοινωνία,
Ιδιαίτερα ως προς το τελευταίο, η προσκόλληση στα κίβδηλα ιδεολογικά δόγματα υπήρξε αποδυναμωτική, διχαστική και αποπροσανατολιστική:
Κανείς όμως μπορεί να μιλήσει για τους προσανατολισμούς, τους κινδύνους και τις προσεγγίσεις. Ο προσανατολισμός είναι
Α. η επιδίωξη μιας μη εμφύλιας πολιτικής επανάστασης η οποία θα αποδεσμεύσει τις μακραίωνες Ελληνικές πολιτικές παραδόσεις της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας τις οποίες εδώ και καιρό πολλοί καταπολεμούν
Β. Συνταγματικές και πολιτειακές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν το νεοελληνικό κράτος αληθινά δημοκρατικό όπως ήταν η κυρίαρχη θέση πριν και μετά την Επανάσταση, και
Β. η υιοθέτηση στρατηγικών συμβατών με την σύγχρονη διεθνή πολιτική οι οποίες θα δυναμώνουν και θα επιτυγχάνουν μόνο εάν είναι εδρασμένες πάνω στην κοσμοθεωρία της φιλοπατρίας και θα καθοδηγούνται από την θέση ότι χωρίς ισχυρό κράτος δεν είναι δεδομένη η επιβίωση της νεοελληνικής κοινωνίας και του νεοελληνικού κράτους
Περίληψη. Το κείμενο που ακολουθεί αποτυπώνονται κύριες πτυχές της προ-επαναστατικής και μετά-επαναστατικής Ελλάδας. Από το παρόν άντλησε η προφορική ομιλία στο Δημαρχείο Πόρου στις 25 Αυγούστου 2017 με θέμα τις αφετηρίες του νεοελληνικού κράτους και τον ρόλο του Καποδίστρια μέχρι και την δολοφονία του.
Εν μέσω μιας γενικής αντίθεσης των μεγάλων δυνάμεων για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους η Έλληνες της μετά-Επαναστατικής περιόδου κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1820 πάσχιζαν με διαδοχικές Εθνικές Συνελεύσεις να συγκροτηθούν κρατικά. Τους θεμελιώδεις δηλαδή Συνταγματικούς νόμους και την θεσμική συγκρότηση του κράτους.
Οι μεγάλες δυνάμεις ποτέ δεν έπαυσαν να παρακολουθούν και να ενδιαφέρονται για την πρώτη βασικά εθνική επανάσταση των μετά-Μεσαιωνικών χρόνων. Μια σημαντική στιγμή ήταν οι διασκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων μετά την Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να συναντηθούν οι πρέσβεις τους στον Πόρο τον Σεπτέμβριο του 1828.
Εν τω μεταξύ, στις 30 Μαρτίου 1827 στην 3η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο Καποδίστριας εκλέχθηκε Κυβερνήτης με θητεία 7 ετών, κάτι που η Βρετανία αντιμετώπισε με μεγάλη δυσπιστία λόγω γεωπολιτικών ανταγωνισμών με την Ρωσία της οποίας ο Καποδίστριας υπήρξε υπουργός εξωτερικών. Η Βρετανία ήθελε περιορισμένη αυτόνομη περιοχή και όχι ανεξάρτητο νεοελληνικό κράτος. Ο Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο 1828 μετά από πολλές περιπέτειες και Βρετανικές κωλυσιεργίες.
Από την άφιξή του μέχρι και την δολοφονία του επιδίδεται αφενός σε ένα ρεσιτάλ διπλωματικών ελιγμών στο επίπεδο των μεγάλων δυνάμεων και αφετέρου σε μια μεγάλη προσπάθεια εσωτερικών ελιγμών για να πειστούν οι ηγέτες του διαφοροποιημένου πεδίου των Ελληνικών κοινοτήτων. Μελετώντας τα γεγονότα αυτής της περιόδου μετά από δύο αιώνες απαιτείται να τονιστεί εξαρχής ότι, αποτελούσε ένα δύσκολο στοίχημα που για να κερδηθεί απαιτούσε λήψη στρατηγικών αποφάσεων η εκπλήρωση των οποίων θα περνούσε μέσα από πολλές Συμπληγάδες.
Πιο συγκεκριμένα:
- Έπρεπε να πειστούν οι μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα η Βρετανία να αποδεχθούν ένα εκτεταμένο και πραγματικά ανεξάρτητο νεοελληνικό κράτος κάτι που απαιτούσε εξαιρετικά δύσκολους διπλωματικούς χειρισμούς.
- Έπρεπε να ενωθούν τα νήματα των Ελληνικών κοινοτήτων οι οποίες όχι μόνο συχνά υιοθετούσαν αποκλίνουσες στάσεις αλλά και επηρεάζονταν από τις μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα την Βρετανία και την Γαλλία με σκοπό να αποδυναμωθεί ο Καποδίστριας.
- Έπρεπε να δημιουργηθεί, συγκροτηθεί και σταθεροποιηθεί πολιτειακά ένα ισχυρό και ταυτόχρονα δημοκρατικό ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, την στιγμή που οι μεγάλες δυνάμεις ήθελαν ένα περιορισμένης έκτασης υποτελές κρατίδιο.
Στο κείμενο που ακολουθεί με συντομία, θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε σε μερικές πτυχές αυτής της αφετηριακής και καθοριστικής για τον Ελληνισμό περιόδου και στους προσανατολισμούς που σταθεροποιήθηκαν αρχές της δεκαετίας του 1830.
Θα ήταν χρήσιμο να υπογραμμιστεί εξαρχής ότι οι αποφάσεις, τα αποτελέσματά τους, οι ζημιές και τα κέρδη κάθε ιστορικής στιγμής συντελούνται σε παρόντα χρόνο και όπως πολλοί σοφά λένε, τελικά το δικαστήριο των εθνών είναι η ιστορία. Τα τετελεσμένα επικυρώνονται με Συνθήκες και αποτελούν την νέα διεθνή τάξη.
Αυτό το ιστορικά καταμαρτυρημένο γεγονός απαιτείται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη όταν ορίζουμε σκοπούς, χαράσσουμε σχέδια και παίρνουμε αποφάσεις, ιδιαίτερα εκείνες τις αποφάσεις που αφορούν την ασφάλειά μας και την επιβίωσή μας, οι οποίες για τις βιώσιμες κοινωνίες είναι έσχατες λογικές και απαιτούν ομοφωνία.
Στον σύγχρονο κρατοκεντρικό κόσμο –που αφετηρία έχει την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 και την επικύρωση του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας το 1945 με τον ΟΗΕ–, όπως κάθε διεθνολόγος γνωρίζει, η ασφάλεια, η ελευθερία και η επιβίωση μιας κοινωνίας διασφαλίζονται εάν διαθέτει ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος.
Αυτό επιδίωξαν να αποκτήσουν οι Έλληνες με την Επανάσταση του 1821 αλλά και όλα τα υπόλοιπα έθνη τον 19ο και 20ο αιώνα, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε δύο εκατοντάδες μέλη του ΟΗΕ. Η Ελληνική Επανάσταση, ήταν βασικά η πρώτη αντί-αυτοκρατορική αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας μετά την Βεστφαλία και εκδηλώθηκε μόλις έξη χρόνια μετά το Κογκρέσο της Βιέννης όπου τα ηγεμονικά κράτη αποφάσισαν να αποθαρρύνουν τις εξεγέρσεις. Πρέπει να συνεκτιμάται το γεγονός, επίσης, ότι εκδηλώθηκε στην γεωπολιτικά σημαντικότερη περιοχή της Περιμέτρου της Ευρασίας (βλ. ανάλυση και παρεμβαλλόμενο χάρτη πιο κάτω[1]).
Παρά την αρνητική συγκυρία του 18ου αιώνα και ενόψει του γεγονότος ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία παράκμαζε, λογικό είναι να σκεπτεί κανείς ότι ήταν εντός ορίων του εφικτού οι Έλληνες να αποκτήσουν το δικό τους ανεξάρτητο κράτος. Οι Έλληνες διέθεταν
1) αστική τάξη της διασποράς τα μέλη της οποίας γνώριζαν το διεθνές σύστημα της εποχής,
2) διανοούμενους μεγάλης εμβέλειας στα πεδία της επιστήμης, των τεχνών και του πολιτισμού,
3) μεγάλη πολιτισμική επιρροή στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη λόγω Αναγέννησης και
4) την διάσπαρτη σε Κοινότητες Ελληνική πολιτική ανθρωπολογία από την Ευρώπη μέχρι τα βάθη της Ανατολής όπως διαιωνίστηκε επί αιώνες.
Εκτιμώ ότι το μείζον πρόβλημα της Ελληνικής Επανάστασης ήταν λιγότερο η Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία διάνυε πλέον φάση παρακμής και περισσότερο οι Στρατηγικές των Μεγάλων ηγεμονικών Δυνάμεων της εποχής.
Για να επιτύχει η Επανάσταση και μετά εάν ιδρυόταν ένα νεοελληνικό κράτος να σταθεροποιήσει σύνορα και να επιβιώσει, απαιτείτο οι Έλληνες να διαθέτουν μια Υψηλή Στρατηγική η οποία θα είχε διασχίσει τις Συμπληγάδες των ηγεμονικών στρατηγικών και των ηγεμονικών ανταγωνισμών σε μια μετά-Ναπολεόντια ιστορική καμπή διόλου γραμμική.
Ο Καποδίστριας κατείχε εξέχουσα θέση και διέθετε μεγάλη πείρα στα πεδία της στρατηγικής των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Γνώριζε πλήρως τις προϋποθέσεις του σύγχρονου κρατοκεντρικού κόσμου, γνώριζε την στρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων και γνώριζε όχι μόνο τι σήμαινε για τις ναυτικές δυνάμεις η δημιουργία ενός εύρωστου νέου κράτους σε κεντρικό σημείο της περιμέτρου της Ευρασίας αλλά και τι σημαίνει για τα τότε δεσποτικά και αποικιοκρατικά κράτη της Ευρώπης η δημοκρατική του συγκρότηση.
Έστω και αν η Επανάσταση άρχισε βασικά απροετοίμαστα, μπορούσε στην συνέχεια να επιτύχει εάν οι ηγέτες κατάφερναν να ελιχθούν επιδέξια στα περιθώρια των στρατηγικών αναμετρήσεων των δυνάμεων της εποχής.
Έπρεπε επίσης, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, οι τρεις μεγάλες συνιστώσες της Επανάστασης, δηλαδή η Ελληνική αστική τάξη της διασποράς, οι ηγέτες των επαναστατημένων κοινοτήτων και οι διανοούμενοι, να κινηθούν συντονισμένα και στην βάση σχεδίου.
Εξαιρετικά δύσκολο, γιατί εξ αντικειμένου οι Κοινότητες στην πολλών αιώνων διαδρομή τους μέσα σε αυτοκρατορικά σχήματα μετά την Κλασική εποχή ανάπτυξαν πολιτική παράδοση αυτεξούσιας πολιτικής οργάνωσης, αυτόνομων πολιτικών αποφάσεων και ιδιαίτερων για την κάθε μια σχέσεων με τις υπέρτερες εξουσίες.
Ο Ελληνισμός της μετά-Κλασσικής εποχής μέχρι και την Επανάσταση, εν ολίγοις, ήταν διαφοροποιημένος, και το στοίχημα τον 18ο αιώνα ήταν να βρεθεί τρόπος να συνυπάρξουν μέσα σε ένα συμπολιτειακό κοσμοσύστημα[2], η κεντρική εξουσία του οποίου, όμως, ενώ θα διατηρούσε τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά θα ήταν διπλωματικά επαρκώς συγκεντρωτικό για να λειτουργήσει ορθολογιστικά και συμβατά με την διεθνή πολιτική του 18ου και 20ου αιώνα.
Κατά την διάρκεια των λίγων χρόνων διακυβέρνησής του μέχρι και την δολοφονία του, ο Καποδίστριας έδειξε δείγματα γραφής υψηλών διπλωματικών δεξιοτήτων, πλην στο τέλος, για μια σειρά αντικειμενικών κριτηρίων και παραγόντων, δεν επαρκούσαν από μόνα τους. Η υψηλή στρατηγική της επανάστασης για να εκπληρώσει τους σκοπούς έπρεπε να διαχειριστεί ταυτόχρονα αφενός την αρνητική στάση των μεγάλων δυνάμεων για ένα πλήρως ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος και αφετέρου τους ηγέτες των Ελληνικών κοινοτήτων και την προεστική/προνομιούχα τάξη[3].
Όπως σημειώνει ο Διονύσης Τσιριγώτης, «το έργο χάραξης-διαμόρφωσης και εφαρμογής μιας ανεξάρτητης υψηλής στρατηγικής φαλκιδεύετε και από την καθεστηκυία διεθνή τάξη της Ευρωπαϊκής δεσποτείας, όπως αποκρυσταλλώνεται στο διατακτικό του Κονσέρτου της Βιέννης»[4]. Στο επίπεδο των προεστικών ελίτ, εξάλλου, εξωπραγματικά και με τρόπο που φωτίζει την άγνοιά τους για τις διεθνείς συγκυρίες της εποχής πριν και μετά την Επανάσταση, αναπτύχθηκαν φιλοδοξίες διαδοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και συνεπακόλουθα, ισχυρές αντιπολιτευτικές δυνάμεις κατά του Ιωάννη Καποδίστρια.
Την ίδια στιγμή ο Καποδίστριας μαζί με την αστική τάξη της διασποράς επιχειρούσε ελιγμούς για την αποδοχή δημιουργίας ενός πραγματικά ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Στο σημείο αυτό, χρήζει να μνημονεύσουμε ότι κατά την διάρκεια αυτής της ιστορικής φάσης το διεθνές σύστημα ωρίμαζε και σταθεροποιούταν στην σύγχρονη κρατοκεντρική του μορφή (ιδιαίτερα μετά την Διάσκεψη της Βιέννης το 1815 όταν συμφωνήθηκε μια ηγεμονικά προσδιορισμένη ηγεμονική τάξη). Με αποφάσεις και συναλλαγές των μεγάλων δυνάμεων και λίγο πολύ συμπεφωνημένα διαμορφωνόταν και ορίζονταν οι λειτουργίες μιας βασικά διεθνούς ηγεμονικής τάξης πραγμάτων.
Ήδη στην αφετηρία της ανάθεσης σε αυτόν της διακυβέρνησης των επαναστατημένων Ελλήνων, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Καποδίστριας στο εσωτερικό δεν ήταν μόνο η αντιπολίτευση μερικών ηγετών των Κοινοτήτων αλλά και η χαώδης κατάσταση στο επίπεδο της διοίκησης και της οικονομικής οργάνωσης. Ο Διονύσης Τσιριγώτης παραθέτει το εξής πολύ σημαντικό απόσπασμα συνομιλίας του Καποδίστρια με τον πρόεδρο της αντικυβερνητικής επιτροπής Γ. Μαυρομιχάλη τον Ιανουάριο του 1828. Αυτή ήταν η κατάσταση των Επαναστατημένων Ελλήνων μια δεκαετία μετά την έναρξη της Επανάστασης όπως εδώ την καταγράφει ο Καποδίστριας:
«[…] … Ως ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει εις πολλούς κινδύνους ακόμη η ελληνική ελευθερία. Μου δώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε εις τα δάκτυλα την επικράτειάν μας. Τ’ Ανάπλι, την Αίγιναν, Πόρο, Ύδρα, Κόρινθο, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ο Ιμπραϊμης κρατεί τα κάστρα και το μεσόγειο της Πελοποννήσου, ο Κιουτάγιας τη Ρούμελη, πολλά νησιά βασανίζονται από αυτεξούσιο στρατιώτη και από πειρατείαν, τα δύο μεγάλα καράβια μας είναι αραγμένα ξαρμάτωτα εις τον Πόρο, η Αθήνα έφαγε πέρυσι τους ανδρειωτέρους των Ελλήνων. Που το θησαυροφυλάκιον του έθνους; Ακούω επουλήσατε και την δεκατία του φετεινού έτους, πρίν σπαρθεί ακόμα το γέννημα× ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι, σκόρπιοι εις τα βουνά και εις τα σπήλαια× το δημόσιο είναι πλακωμένο από δύο εκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, αλλά τόσα ζητούν οι στρατιωτικοί, η γη είναι υποθηκευμένη εις τους Άγγλους δανειστάς× ανάγκη να την ελευθερώσουμε με την ίδια απόφαση ως την ελευθερώσαμε και από τα άρματα του Κιουταγιά και του Αιγυπτίου.[…]» «Ένα μόνο φοβούμαι πολύ και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνηση τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων-επειδή κάθε τόπος έχει χωριστά το μυστήριο της ζωής του, το νόμο της ευτυχίας του- αν πλανεθεί ο ελληνισμός και σηκώσει σκοτάδι μεταξύ μας ώστε εσείς να μη διαβάζετε εις την καρδίαν μου, θολωθούν και εμένα οι οφθαλμοί, ποιος ηεξύρει;… που θα πάμε, τι θα γένουμε; ετινάξατε το καβούκι των αλλοφύλων, αλλ’ οι πλεκτάνες της διπλωματίας έχουν κλωστές πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστές θανάτου, άφαντες και εσείς δεν τις εννοείτε. Κατεβαίνω πολεμιστής εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχάς πολλών, τα ονειροπολήματα των λογιωτάτων, ξένων πρακτικής ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικό και ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας αν βασιλεύση εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό× φιλήκοος των ξένων είναι προδότης»[5].
Θα προσπαθήσουμε τώρα να δούμε με πιο συγκεκριμένο τρόπο τόσο τους σκοπούς των ηγετών της προ-Επαναστατικής και μετά-Επαναστατικής Ελλάδας όσο και το διεθνές περιβάλλον εντός του οποίου επιχείρησαν να τους εκπληρώσουν.
Μια αντικειμενική ανάγνωση των σταθμών και των διαδρομών της πρώτης δεκαετίας μετά την Επανάσταση καταμαρτυρεί ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο και με διαφορετική κατά περίπτωση αντίληψη για την καταλληλότερη στρατηγική, ο Ιωάννης Καποδίστριας αντανακλώντας και μια γενικότερη αξίωση των Ελλήνων αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός πλήρως ανεξάρτητου και δημοκρατικά συγκροτημένου νεοελληνικού κράτους.
Βασικά, ενσαρκώνοντας την ιστορική κατάσταση δύο χιλιετίες μετά την κλασσική εποχή και τέσσερεις αιώνες μετά την πτώση της Βασιλεύουσας Πόλης, η δομή στην οποία πολλοί αποσκοπούσαν συμπεριλαμβανομένου του Καποδίστρια, ήταν ένα μεγάλο συμπολιτειακό σύστημα ομοεθνών κοινοτήτων δημοκρατικά συγκροτημένο σε όλα τα επίπεδα[6].
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο ιστορικό στοίχημα με δύο σκέλη προβλημάτων που η Ελληνική στρατηγική έπρεπε να αντιμετωπίσει.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1815 στο Κογκρέσο της Βιέννης συμφώνησαν μια ηγεμονική διεθνή τάξη που αποθάρρυνε όχι μόνο τις Επαναστάσεις αλλά, προσθέτουμε, και τις δημοκρατικές αξιώσεις.
Η στρατηγική της μεγάλης ναυτικής δύναμης του Ηνωμένου Βασιλείου ήλεγχε το μεγαλύτερο τμήμα του πλανήτη και επόπτευε την Περίμετρο της Ευρασίας. Μεταξύ άλλων η Βρετανική στρατηγική εφάρμοζε μόνιμο ναυτικό αποκλεισμό της Ευρώπης για να ελέγχει την ροή ισχύος αποκλείοντας την επικράτηση μιας δύναμης ή μιας συμμαχίας ηπειρωτικών δυνάμεων στον Ευρασιατικό χώρο, ενώ πάνω στην Περίμετρο της Ευρασίας που αρχίζει από την Ευρώπη και φτάνει στην Κίνα εμπόδιζε κάθε ηπειρωτική δύναμη και κυρίως την Ρωσία να κατέβει στα λεγόμενα θερμά νερά (βλ. παρεμβαλλόμενο χάρτη και παραπομπές για γεωπολιτική ανάλυση σε προγενέστερη υποσημείωση πιο πάνω).
Πάνω σε αυτή την περίμετρο ο πυρήνας όλων των στρατηγικών αναμετρήσεων ήταν τα Βαλκάνια και η Μικρά Ασία συμπεριλαμβανομένης της ανέκαθεν πλουτοπαραγωγικά πλούσιας περιοχής Ανατολικά του Αιγαίου. Εδώ ιστορικά δεν συναντώνται μόνο όλες οι δυνάμεις, όλοι οι πολιτισμοί, όλες οι θρησκείες, όλες οι αυτοκρατορίες και όλοι επίδοξοι ηγεμόνες[7]. Ήταν και συνεχίζει να είναι μια γεωγραφική περιοχή μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας καθότι επηρεάζει εάν όχι προσδιορίζει την κατανομή ισχύος και συμφερόντων πλανητικά.
Σε αυτό το πεδίο λοιπόν είναι που συντηρήθηκαν επί αιώνες οι Ελληνικές κοινότητες ως αυτεξούσιες και δημοκρατικά συγκροτημένες πολιτικές κοινότητες. Η συγκρότηση ενός μεγάλου και ισχυρού Ελληνικού κράτους που θα τις συμπεριελάμβανε, είτε στο πλαίσιο μιας κρατικής δομής καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των Ευρωπαϊκών κρατών, είτε στο πλαίσιο ενός συμπολιτειακού κοσμοσυστήματος δημοκρατικά συγκροτημένου παρόμοιου με το Βυζαντινό, εξ αντικειμένου, θα ανάτρεπε συλλήβδην τους στρατηγικούς συσχετισμούς πάνω στον πλανήτη και θα προκαλούσε αξιώσεις δημοκρατικής συγκρότησης μέσα στα ίδια τα Ευρωπαϊκά κράτη.
Το πόσο σκεφτήκαμε και το πόσο και πως αντιμετωπίσαμε τα πιο πάνω και άλλα συναφή ζητήματα στα πλαίσια της εθνικής μας στρατηγικής είναι και το μείζον ζήτημα που ερμηνεύει τα προβλήματα πάνω στα οποία προσκρούσαμε τότε αλλά και αυτά που αντιμετωπίζουμε έκτοτε μέχρι και σήμερα.
Διατρέχοντας τους κύριους σταθμούς από την Επανάσταση, στις Εθνικές Συνελεύσεις, και στις διαβουλεύσεις των μεγάλων δυνάμεων μέχρι και την δολοφονία του Καποδίστρια το 1831, παρατηρούμε ότι αυτά ήταν ακριβώς τα κύρια προβλήματα, ιδιαίτερα της μετά-Επαναστατικής περιόδου.
Συνοψίζοντας λέμε ότι η αντιμετώπισή τους απαιτούσε πρώτο βαθιά γνώση της τότε διεθνούς πολιτική και η Ελληνική αστική τάξη της διασποράς με πρώτιστο τον Καποδίστρια είχαν αυτή την γνώση, και δεύτερον, πειθαρχία των παραδοσιακά αυτεξούσιων Κοινοτήτων οι οποίες, όμως, μετά από μια μακρά ιδιόμορφη διαδρομή αιώνων απαιτείτο χωρίς να ακυρωθούν να ολοκληρωθούν μέσα στο νεοελληνικό κράτος.
Μελετώντας την στρατηγική του Καποδίστρια, ιδιαίτερα την περίοδο 1828 μέχρι την δολοφονία του, εκτιμάται ότι ένα κύριο δύσκολο πολιτειακό στοίχημα ήταν το πώς θα κατορθώσει από την μια πλευρά να δημιουργήσει ένα εντολοδόχο μεν πλην θεσμικά ισχυρό δε νεοελληνικό κράτος και από την άλλη πλευρά να ενσωματώσει σε αυτό το κράτος τις Κοινότητες με δημοκρατικές διαδικασίες που θα καθιστούσε την καθολική βούληση της νεοελληνικής κοινωνίας και των κοινοτήτων της την κύρια διαμορφωτική εισροή[8].
Παρενθετικά υπογραμμίζεται ότι μελέτη μιας άλλης περίπτωσης, των Εβραίων, δείχνει ότι υπήρχε μια παρόμοια διαφοροποίηση των Εβραϊκών κοινοτήτων, εξ ου και η φράση «χάβρα των Εβραίων». Πολύ πριν την ανακήρυξη του ανεξάρτητου Ισραηλινού κράτους του 1948 και παρά τις διαφωνίες μεταξύ των ανά τον κόσμο εβραϊκών κοινοτήτων και οργανώσεων, υπήρξε οργάνωσή τους, συντονισμός τους και συμβολή στην εκπλήρωση του σκοπού απόκτησης κυρίαρχου κράτους. Παρά τις αρχικές ενδό-Εβραϊκές διενέξεις τελικά επικράτησε εκείνη η άποψη πως ο σύγχρονος κρατοκεντρικός κόσμος απαιτεί συσπείρωση μέσα σε ένα ενιαίο και οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά ισχυρό ισραηλινό κράτος εξ ου και το αποτέλεσμα που βλέπουμε[9].
Τα πρώτα Συντάγματα που προτάθηκαν στις μετά-Επαναστατικές Συνελεύσεις, σημειώνεται, αυθόρμητα και ως το πιο φυσικό πράγμα ενσάρκωσαν τον πολιτικό πολιτισμό χιλιετιών των Ελληνικών Κοινοτήτων και το γεγονός ότι η Επανάσταση που προηγήθηκε οργανώθηκε στην βάση της οργάνωσης των Κοινών και με πρόσημο την δημοκρατία και την ελευθερία. Χαρακτηριστικά, κυριαρχούσαν θέσεις για καθολική ψήφο, όταν, για παράδειγμα, στην Μεγάλη Βρετανία ψήφιζε μόλις το 7%.
Για να το θέσω διαφορετικά την ίδια εποχή όταν στα Ευρωπαϊκά μετά-Μεσαιωνικά κράτη –τα οποία κατά βάση ασκούσαν δεσποτική εξουσία επί τις δύσμοιρης μετά-Μεσαιωνικής ανθρωπολογίας– οι εξεγερθέντες στο Παρίσι αξίωσαν στοιχειώδη δικαιώματα οι μετά-Βυζαντινοί Έλληνες επαναστάτησαν αξιώνοντας Δημοκρατία και Ελευθερία[10].
Αυτό δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορες τις δεσποτικές εξουσίες των αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης οι οποίες όπως ήδη υπογραμμίσαμε πριν λίγα χρόνια το 1815 στο Κογκρέσο της Βιέννης πρόκριναν περισσότερη (ηγεμονική) τάξη και λιγότερη δικαιοσύνη αποθαρρύνοντας έτσι τις επαναστάσεις και τις δημοκρατικές αξιώσεις[11]. Αντίθετα, το μοντέρνο μετά-Μεσαιωνικό ευρωπαϊκό κράτος όσον αφορά την πολιτική του ωρίμανση, και αυτό μόνο μετά την Γαλλική εξέγερση, βρίσκεται στα πρώιμα κλασικά χρόνια[12]. Μετά την Γαλλική εξέγερση δόθηκαν δικαιώματα που εν μέρει κατοχυρώνουν την ατομική ελευθερία. Ασφαλώς, οι πολίτες όλων των σύγχρονων κρατών παλεύουν για κοινωνική ελευθερία και πολιτική ελευθερία αλλά μέχρι και σήμερα βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά από την κλασικά νοούμενη πολιτική ελευθερία όπου ο πολίτης είναι εντολέας, οι ασκούντες εξουσία ανακλητοί εντολοδόχοι και η κοινωνία κάτοχος του κράτους.
Ο Καποδίστριας μετά την πρόσκληση της Εθνοσυνέλευσης φθάνει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828 και αρχίζει διαπραγματεύσεις με τις μεγάλες δυνάμεις για την έκταση του νεοελληνικού κράτους και την πολιτική και θεσμική του δόμηση[13].
Χρήζει να τονιστεί ότι ήδη το 1828 οι περισσότερες περιοχές που απελευθερώθηκαν επανακτήθηκαν από τους Οθωμανούς, η Πελοπόννησος είχε καταστραφεί από την εισβολή του Ιμπραήμ και όπως ήδη υπογραμμίσαμε με τα λόγια του ίδιου του Καποδίστρια, λογικότατα η κατάσταση στην Ελληνική πλευρά ήταν χαώδης[14].
Εν τω μεταξύ, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1820 οι μεγάλες δυνάμεις ενδιαφέρονται έντονα και διαβουλεύονται, παρεμβαίνουν και συζητούν για το μέλλον των Ελλήνων[15]. Οι Μεγάλες Δυνάμεις λογικότατα δεν συμφωνούν πάντα στις μεταξύ τους διαβουλεύσεις –το αντίθετο: υποκρίνονται, εξαπατούν αλλήλους και υπονομεύουν την στρατηγική της άλλης πλευράς[16]– και εκεί είναι που μετά το 1828 αναδεικνύονται οι διπλωματικές δεξιότητες του Καποδίστρια. Έχοντας ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές έριδες μεταξύ προσώπων και κοινοτήτων και την δυσπιστία των μεγάλων δυνάμεων εν τούτοις ελίσσεται επιδέξια στα περιθώρια των ηγεμονικών στρατηγικών αντιπαραθέσεων[17]. Βασικά, στην στρατηγική θεωρία μια τέτοια προσέγγιση των ηγετών των λιγότερο ισχυρών κρατών είναι προϋπόθεση για την ασφάλειά τους, την ακεραιότητά τους και την επιβίωσή τους (patron-client relations)[18].
Οι πρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων συναντώνται στον Πόρο τον Σεπτέμβριο του 1828, επεξεργάζονται διάφορα σενάρια και τα προτείνουν στις κυβερνήσεις τους. Με την ισχυρή υποστήριξη του Πρέσβη Canning, συνομιλητή του Καποδίστρια –και εδώ γίνεται φανερό πως πέραν των διπλωματικών του δεξιοτήτων η μακρόχρονη διαδρομή του στην Ευρωπαϊκή Διπλωματία του επέτρεψε να διαθέτει σημαντικές διασυνδέσεις–, κυριάρχησε η άποψη για ένα βιώσιμο Ελληνικό κράτος. Οι Πρέσβεις μετά την συνάντηση του Πόρου, βασικά, οριοθέτησαν το νέο κράτος νότια της γραμμής που αρχίζει από τον κόλπο του Βόλου μέχρι την Αρτα.
Οι αντίθετες φωνές με κύριο εκφραστή τον ίδιο τον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Wellington –ο οποίος βασικά αρχικά ανέτρεψε τις θέσεις που επικράτησαν στον Πόρο–, ήθελαν μόνο την Πελοπόννησο και όλα Βόρεια του Ισθμού της Κορίνθου να μείνουν Οθωμανικά. Χαρακτηριστικά, ο Wellington δήλωσε ότι, ο σκοπός «δεν είναι να κατακτηθεί έδαφος από την (Υψηλή) Πύλη, αλλά να ειρηνεύσει η χώρα από την ανταρσία». Υποστήριξε επίσης ότι επιθυμούσε ένα Ελληνικό κράτος που θα αποτελείται μόνο από την Πελοπόννησο με το υπόλοιπο της Ελλάδας να παραμείνει Οθωμανική[19].
Ολοκληρώνω κάνοντας στοιχειώδεις αναφορές στους διπλωματικούς και πολιτικούς ελιγμούς του Καποδίστρια. Με πολιτική ίσης φιλίας που εν μέρει αναίρεσε την προκατάληψη μερικών Βρετανών διπλωματών για τον παρελθόν του στην ρωσική διπλωματία, αγωνίζεται για μετατροπή της θέσης περί αυτονομίας σε ανεξαρτησία με το να υιοθετήσει ένα βάσιμο επιχείρημα περί βιωσιμότητας της νέας πολιτικής οντότητας με υιοθέτηση «βιώσιμων σύνορων»[20].
Ο Καποδίστριας αναπτύσσει, βασικά μόνος του, μια υψηλή στρατηγική για να κατοχυρώσει και νομιμοποιήσει διεθνώς τις εδαφικές αξιώσεις και την ανεξαρτησία των Ελλήνων και να καθησυχάσει αφενός τις επιφυλάξεις του Λονδίνου και αφετέρου των άλλων δυνάμεων τόσο για τις συνέπειες δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου και ισχυρού κράτους όσο και ενός δημοκρατικά δομημένου κράτους που θα δημιουργούσε ντόμινο αξιώσεων στην Ευρώπη και ευρύτερα[21].
Με υπόμνημά του κατά την διάρκεια της Συνδιάσκεψης του Πόρου και με δύο άλλα στην συνέχεια μεταξύ άλλων και για την ρύθμιση του Ανατολικού ζητήματος με μερική ή ολική αντικατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιχειρεί να σταθεροποιήσει εδαφική Επικράτεια και διεθνές καθεστώς ευνοϊκό για τους Έλληνες. Για να το επιτύχει υιοθετεί, μεταξύ άλλων, 1ον) την νομιμοποιημένη στο επίπεδο των δυνάμεων θέση του ασυμβίβαστου της συνύπαρξης Ελλήνων και Οθωμανών στα ίδια εδάφη, 2ον) εκμεταλλευόμενος την άρνηση των Οθωμανών να δεχθούν διαμεσολάβηση επιχειρηματολογεί κατά της επικυριαρχίας της Υψηλής Πύλης στα Ελληνικά εδάφη και επικαλούμενος τοπογεωγραφικά επιχειρήματα αξιώνει την συμπερίληψη της Κρήτης, ενώ υπογραμμίζει την πιθανή αστάθεια εάν σε μια εν εξελίξει και υπό διαμόρφωση κατάσταση στην Ελλάδα οι Οθωμανοί θα συνέχιζαν να έχουν προσδιοριστικό ρόλο[22].
Το πολιτειακό ζήτημα ήταν αμφίπλευρα δύσκολο και ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα του Καποδίστρια[23]:
- 1ο. Οι μεγάλες δυνάμεις αξιώνουν μια διορισμένη απολυταρχική δεσποτεία,
- 2ο. Ο Καποδίστριας αντιτίθεται σε κάθε δεσποτική ηγεμονία και –παρά τις αντιδράσεις μερικών ηγετών των Κοινοτήτων– επιζητεί με ελιγμούς, μεταβατικές περιόδους και τακτικές αναβολές να συγκροτήσει το νεοελληνικό κράτος[24].
- 3ο. Οι Κοινότητες ζητούσαν αυτονομία συνάμα και συμμετοχή στο κεντρικό κράτος με τρόπο που έδειχνε πως δεν κατανοούσαν τα θεμελιώδη θεσμικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους,
- 4ο. Κάνει τακτικούς ελιγμούς και υποχωρήσεις χωρίς όμως να εγκαταλειφτούν οι τελικοί σκοποί και
- 5ο. παρατηρούμε ότι παράγοντες των Κοινοτήτων αφενός αυτονομούνταν ενίοτε αυταρχικά και διασπαστικά και αφετέρου παράγοντες των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα της ΜΒ το εκμεταλλεύονταν προσεγγίζοντάς τους για να τους εναντιώσουν κατά του Καποδίστρια[25] και τελικά να τον δολοφονήσουν.
- Για το ποιοι πραγματικά τον δολοφόνησαν και πόσοι ήταν στην Εκκλησία έτοιμοι να τον δολοφονήσουν λέγονται πολλά αλλά από άποψη διεθνούς πολιτικής ξέρουμε, νομίζω, ποιοι θα τον ήθελαν νεκρό.
Η μονολεκτική απάντησή μου είναι πως κάτι τέτοιο απαιτεί επαρκή κατανόηση των χαρακτηριστικών και λειτουργιών του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος μετά το 1648 που επικυρώθηκε στον ΟΗΕ το 1945 και το οποίο ενόσω προχωράμε στον 21ο αιώνα γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, πιο συγκρουσιακό και ανελέητο εάν θανατηφόρο για όσα κράτη οι κοινωνίες τους είναι απρόσεκτες.
Ακόμη, οι νεοέλληνες δεν μεριμνήσαμε, τουλάχιστον μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, να επιτύχουμε ενότητα γύρω από ένα κεντρικό κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό με άξονα τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της εθνικής ασφάλειας και της κρατικής επιβίωσης. Αντίθετα, η νεοελληνική κοινωνία,
- διαιρέθηκε στην βάση κίβδηλων ιδεολογικών δογμάτων[26],
- υπέπεσε στο μέγα σφάλμα του εμφυλίου πολέμου που έγινε στο όνομα των ιδεολογιών,
- δεν καλλιεργήθηκε η γνώση για τον πραγματικό χαρακτήρα της διεθνούς πολιτικής,
- δεν καλλιεργήθηκε η γνώση για τον πραγματικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,
- ουκ ολίγοι έθρεψαν την ξένη εξάρτηση στην βάση ιδεολογημάτων (τα ύστερα είναι η παγκοσμιοποίηση και άτοπες θεωρήσεις περί την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση),
- δεν υπήρξε μέριμνα για επαρκή ισχύ να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικές απειλές,
- ενίοτε καλλιεργήθηκαν παντελώς ανορθολογικά δόγματα κατά της έννοιας του κράτους,
- δεν υπήρξε στρατηγική επίτευξης ισόρροπων σχέσεων εντός των συμμαχιών στις οποίες εντάχθηκε το νεοελληνικό κράτος,
- δεν αναπτύχθηκε στρατηγική διασφάλισης των εκτός συνόρων Ελλήνων και
Ιδιαίτερα ως προς το τελευταίο, η προσκόλληση στα κίβδηλα ιδεολογικά δόγματα υπήρξε αποδυναμωτική, διχαστική και αποπροσανατολιστική:
- εμπόδισε την υιοθέτηση αποφάσεων συμβατών με τις πολιτικές παραδόσεις της Ελληνικότητας οι οποίες θα ανάπτυσσαν το πολίτευμα με φορά κίνησης προς την Δημοκρατία και την Ελευθερία,
- οδήγησε σε πιθηκισμό καθεστωτικών προτύπων ασύμβατων με τον πλούτο πολιτικών παραδόσεων των Ελληνικών Κοινοτήτων,
- ακύρωσε την πολιτική αυτοδιοίκηση των Ελληνικών Κοινοτήτων (ήταν ο πρώτος νόμος των Βαυαρών) και
- με δεδομένη την απουσία ισχυρού κράτους δημοκρατικά συγκροτημένου οι πολίτες εξωθήθηκαν στην ιδιωτεία και στην πελατειακή κομματοκρατία.
- να έχει συνολικά αποδυναμωθεί σε βαθμό απελπιστικό και επικίνδυνο,
- η οικονομία και τα Ελληνικά νοικοκυριά να πλήττονται θανάσιμα και ίσως ανεπίστροφα,
- εκατοντάδες χιλιάδες κυρίως ταλαντούχοι νέοι να μεταναστεύουν και
- να έχει ακυρωθεί βασικά κάθε έννοια εθνικής ανεξαρτησίας[27].
Κανείς όμως μπορεί να μιλήσει για τους προσανατολισμούς, τους κινδύνους και τις προσεγγίσεις. Ο προσανατολισμός είναι
Α. η επιδίωξη μιας μη εμφύλιας πολιτικής επανάστασης η οποία θα αποδεσμεύσει τις μακραίωνες Ελληνικές πολιτικές παραδόσεις της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας τις οποίες εδώ και καιρό πολλοί καταπολεμούν
Β. Συνταγματικές και πολιτειακές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν το νεοελληνικό κράτος αληθινά δημοκρατικό όπως ήταν η κυρίαρχη θέση πριν και μετά την Επανάσταση, και
Β. η υιοθέτηση στρατηγικών συμβατών με την σύγχρονη διεθνή πολιτική οι οποίες θα δυναμώνουν και θα επιτυγχάνουν μόνο εάν είναι εδρασμένες πάνω στην κοσμοθεωρία της φιλοπατρίας και θα καθοδηγούνται από την θέση ότι χωρίς ισχυρό κράτος δεν είναι δεδομένη η επιβίωση της νεοελληνικής κοινωνίας και του νεοελληνικού κράτους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου