Στο πλαίσιο του λαϊκού πολιτισμού εντάσσονται αρκετά, ξεχωριστού ενδιαφέροντος, δρώμενα, έθιμα, παραδόσεις γύρω από τα γεφύρια. Ερμηνεύοντας μερικά απ’ αυτά, θα ήθελα να αναδειχθούν τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα. Να αναζητήσουμε, δηλαδή, το ιδεολογικό τους περιεχόμενο που κωδικοποιεί συγκεκριμένες βασικές αξίες και υποδηλώνει πτυχές από τη νοοτροπία ή την κοσμοθεωρία της παραδοσιακής κοινότητας. Γιατί, τα λεγόμενα «μνημεία του λόγου» και «οι κατά παράδοση πράξεις και ενέργειες», όπως γενικότερα όλες οι ανθρώπινες επιλογές και πρακτικές είναι πολυσήμαντες και αντανακλούν ή αναπαράγουν το πολιτισμικό ήθος της εποχής τους. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, ένα έθιμο που επιβίωνε μέχρι τα νεότερα χρόνια και ας το ερμηνεύσουμε σε συνάρτηση με το πνευματικό του υπόβαθρο που πιστοποιεί την ιστορική ταυτότητα του εθίμου. Την παρουσία του, δηλαδή, και τη λειτουργία του σε συγκεκριμένη κοινωνία με συγκεκριμένες αντιλήψεις και όρους ζωής. Την απουσία του επίσης από τη δική μας σύγχρονη κοινωνία επειδή, ακριβώς, απουσιάζουν οι αντίστοιχοι όροι υλικής και πνευματικής ζωής. Άλλοτε, λοιπόν, όταν το ψίκι έφτανε μπροστά σ’ ένα γεφύρι, οι οργανοπαίχτες σταματούσαν το τραγούδι. Η νύφη κι ο γαμπρός ξεπέζευαν απ’ τα άλογα, το ίδιο και η υπόλοιπη γαμήλια πομπή. Σιωπηλοί και κατηφείς περνούσαν σιγά-σιγά στην άλλη όχθη. Πίστευαν πως αν δεν το τηρούσαν τούτο το έθιμο, η στοιχειωμένη ψυχή του γεφυριού, συνειδητοποιώντας τη διαφορά του πάνω από τον κάτω κόσμο , θα άφηνε το κράτημα και θα ’στηνε το χορό. Έτσι, το γεφύρι θα έτριζε, θα κουνιόταν, μπορεί και να σωριαζόταν μέσα στο νερό. Δεν ήθελαν, λοιπόν, να προκαλέσουν. Η απλότητα του μύθου αλλά και η σοβαρότητα του Λόγου που υποκρύπτει. Πρώτα απ’ όλα η στοιχειωμένη ψυχή του θύματος που σύμφωνα με τις δοξασίες, θυσιάστηκε για να εξιλεώσει το δαίμονα-θεό του ποταμού. Να τον εξευμενίσει για το χτίσιμο του γεφυριού που είναι μια ανθρώπινη παρέμβαση στην περιοχή που εξουσιάζουν οι δυνάμεις της φύσης. Γιατί από την αρχαιότητα ακόμα τα ποτάμια θεωρούνταν ιερά. Ο Martin Nilsson, ερευνητής της αρχαίας ελληνικής λαϊκής θρησκείας γράφει: «Ποτέ δεν περνούσε στρατός από ποτάμι, χωρίς να κάνει θυσία σ’ αυτό. ο Ησίοδος πάλι συμβουλεύει, διαβαίνοντας κανείς ένα ποτάμι να πει μια προσευχή και να βρέξει τα χέρια του στο νερό. Ζητούσαν τη βοήθεια του ποταμού όχι μόνο για την ευφορία της γης, μα και για την ευγονία των ανθρώπων. Μετά τον 6ο αιώνα π. Χ. συνήθιζαν πολύ ονόματα παρμένα από ορισμένα ποτάμια, όπως π.χ. Κηφισόδοτος-το δώρο του Κηφισού. Όταν ο έφηβος έκοβε τα μακριά μαλλιά του, αφιέρωνε τις μπούκλες του στο γειτονικό ποτάμι». Από καταβολής κόσμου ο άνθρωπος περιβάλλει με μύθους ή απεικονίζει λατρευτικά και σεβαστικά ό,τι εύχεται και ελπίζει ότι θα του διασφαλίζει την επιβίωση και την ευημερία. Και το ποτάμι, το νερό είναι πηγή και σύμβολο ζωής. Το «ζείδωρον» ύδωρ, σύμβολο ευγονίας, αφθονίας και κάθαρσης, δε λείπει από τις εθιμικές τελετές τόσο του κύκλου της ζωής όσο και του κύκλου του χρόνου. Ξεχωριστή θέση έχει ως θρησκευτική τελετουργική πράξη καθαρμού και καθαγιασμού μέσω του Βαπτίσματος και της γιορτής των Θεοφανίων. Αναφερόμαστε σε μια κοινωνία στην οποία η εξάρτηση της ζωής από τον παράγοντα φύση ήταν καθοριστική. Η ζωοποιός ιδιότητα των φυσικών πόρων οδήγησε σε μια μεταφυσική σχέση μ’ αυτούς και ειδικότερα με το νερό, όπως αυτή αποτυπώνεται στα έθιμα και τις δοξασίες του λαού μας. Επανέρχομαι στο έθιμο και θυμίζω τη διαφορά από τον πάνω και κάτω κόσμο. Τη χαρά της ζωής και την καταχνιά του θανάτου. Η λαϊκή αντίληψη για τη μεταθανάτια ζωή αποτυπώνεται, κατεξοχήν, στα μοιρολόγια που μιλούν για τον αβάσταχτο πόνο του τελεσίδικου χωρισμού. Και στα τραγούδια του Χάρου η επίγεια ζωή αναδεικνύεται ως το υπέρτατο αγαθό που μπορεί να απολαμβάνει ο άνθρωπος. Παράλληλα με την παρηγοριά της αιώνιας ζωής του χριστιανικού δόγματος συζεί και συλειτουργεί ο αποτροπιασμός για τον αραχνιασμένο Άδη και τα παγωμένα Τάρταρα. Παράλληλα με την πίστη και η λαϊκή δοξασία. Και είναι ακριβώς αυτή η αμφιθυμία το βασικό γνώρισμα της θρησκευτικής συμπεριφοράς του λαού. Το ίδιο χέρι θα χαράξει στην είσοδο του σπιτιού σταυρό της Ανάστασης, αλλά και θα κρεμάσει στις ζαγορίσιες σαλόπορτες ή στους ομπορούς πέταλα αλόγου, κέρατα βοδιού ή κριαριού. Ένας συμφυρμός πίστης, φόβου και πρόληψης που εκφορτίζεται με την προσφυγή στο θείο, αλλά και στις επικυρωμένες πρακτικές της λαϊκής πίστης. Στη συνέχεια διαβάζω απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Γιώργου Θεοτοκά «Το γεφύρι της Άρτας» και ας ακούσουμε τη γνωστή φοβερή στιγμή του «χτισίματος» της γυναίκας του πρωτομάστορα:
«ΜΑΣΤΟΡΟΙ: Το μυστρί! Τον ασβέστη! Τον πηλό! Εμπρός! Μια και καλή! Όξω φτώχεια! Μες στα όλα! Έμπρός! Έλα και ξεμπερδέυουμε! Στην ευχή του Θεού! Εμπρός! Τι να σου κάμω γυναίκα ερημοσκότεινη; Ποιος να σε σώσει από την άραχλη τη μοίρα σου; Δε φταίει κανείς, χαντακωμένη ψυχή! Εμπρός! Άντε να τελειώνουμε! Να λευτερωθούμε! Άντε να σωθούμε! Εμπρός! Να λύσουμε τα μάγια! Να πνίξουμε τη βασκανιά! Να ξαναγίνουμε άνθρωποι! Εμπρός! Τον πηλό! Τον ασβέστη! Το μυστρί
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ: Γιατί μωρέ, γιατί; Γιατί, μωρέ παιδιά; Γιατί, μωρέ το κάματε, αδέλφια μου , παιδιά του Θεού; Γιατί; Γιατί; Γιατί;
ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ: (τρέχει εδώ κι εκεί και δίνει θάρρος). Εμπρός! Εμπρός! Δουλειά! Λευτεριά! Εμπρός! Άλλη μιά! Βαράτε δυνατά! Κλείστε την γερά! Μη σας ξεφύγει, προσέχετε καλά! Εμπρός, καλοτεχνίτες μου και καλοδουλευταράδες, δεξιοί και προκομμένοι μου, λεβέντες χρυσοχέρηδες! Για την τρανή μας τη δουλειά! Για την καλή μας λευτεριά! Βαστάτε! Χτυπάτε! Αέρα και το πήραμε το κάστρο του Σατανά, τ’ άτιμο το Γεφύρι, το μπαμπέσικο!...». Ας αναζητήσουμε πίσω από το συγκεκριμένο μύθο το Λόγο. Τη λογική, δηλαδή, της παραδοσιακής κοινωνίας που τη διακρίνει το πνεύμα της συλλογικότητας. Κεντρικός άξονας του μύθου η ανάγκη της θυσίας, της προσωπικής / ατομικής ευτυχίας για το συνολικό καλό. Η διάσταση ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει. Η κυριαρχία της ευθύνης και της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Όμως το ίδιο το γεφύρι είναι ένα σύμβολο κοινωφελούς πράξης, δωρεάς ευαισθησίας για την επίλυση κοινών προβλημάτων. Και οι χορηγοί τους πρωτομάστορες της «φιλογένειας» με τη μορφή της ευεργεσίας, ειδικά στο Ζαγόρι: Νούτσος Κοντοδήμος, Τόλης Κοντοδήμος από το Βραδέτο, Αλέξης Νούτσος και Χρ. Μαρίνος από το Καπέσοβο, Γρηγόρης Κόκκορος, Αλέξης Πλακίδας από το Κουκούλι, Θόδωρος Πετσιώνης από το Δίλοφο, Γ. Κ. Μπεζεργιάνος από τους Κήπους, ο καλόγερος Σεραφείμ στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία της Βίτσας, Χατζηαναστασίου, Χατζηδούκα, Αγγ. Τσιολάκη και Ελένη Βαρνάβα από τους Νεγάδες, Βασίλης Τόλης και Κυριάκης Τόλης, από τους Φραγκάδες, Λάμπρος Χάτσιος, Ακρίβω Δ. Πρασίνου, Γάτσιος από το Τσεπέλοβο, Δημ. Κολώνιας από το Σκαμνέλι, Αλέξης Μίσιος από το Μονοδέντρι… μερικά από τα ονόματα που σημάδεψαν την εξέλιξη και τον πολιτισμό τούτου του τόπου. Γεφύρι σημαίνει επικοινωνία ανθρώπων και διακίνηση αγαθών, υπέρβαση των γεωγραφικών και τοπικών πολιτισμικών ορίων. Γεφύρι σημαίνει υπερπήδηση των υδάτινων εμποδίων και ξεπέρασμα της κυριαρχίας της φύσης. Φορτωμένα καραβάνια Κυρατζήδων ξανοίγονται προς τη Βιέννη, το Βουκουρέστι, τα βάθη της Ανατολής ασκώντας εμπόριο μακρινών αποστάσεων. Αγωγιάτες, πραματευτάδες αλλά και πλανόδιοι τεχνίτες δημιουργούν μια σημαντική κινητικότητα μέσα από ένα ευρύ δίκτυο ανταλλαγών. Διαμορφώνουν, έτσι, μία φαινομενικά αντιφατική πραγματικότητα: από τη μια οι «κλειστές» τοπικές κοινότητες και από την άλλη οι επικοινωνίες, οι επαφές με χώρες μακρινές. Σ’ αυτήν, ακριβώς, την αντίφαση κρύβονται πολλά από την πολιτισμική δυναμική που αναπτύχθηκε στον τόπο μας. Μια διαλεκτική αντιθέσεων καθώς ο αγροτοποιμενικός χαρακτήρας της περιοχής εμβολίαζεται με νέες οικονομικές-πολιτισμικές δραστηριότητες. Τα γεφύρια αναιρούν την απομόνωση, διευκολύνουν τις συναλλαγές, αλλά και τη διαπολιτισμική επικοινωνία. Γίνονται συντελεστές προόδου, δίαυλοι του πλούτου υλικού και πνευματικού, που εισρέει από τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο και πέρα απ’ αυτόν. Πρωτομάστορες, λοιπόν, της ευεργεσίας και της προσφοράς στο σύνολο διαθέτουν αυτό τον πλούτο στον τόπο τους. Γίνονται χορηγοί μεγάλων γεφυριών που αντισταθμίζουν τις δυσκολίες πρόσβασης του ορεινού χώρου. Χτίζουν γεφύρια και συγχρόνως «χτίζουν» τη λογική της τοπικής οικονομίας και του πολιτισμού. Όμως, ας γυρίσουμε στο μύθο. Στη γυναίκα του πρωτομάστορα, στο αθώο θύμα που μπροστά στο άμεσο ενδεχόμενο του θανάτου της εξεγείρεται, όχι απέναντι στον άντρα της, αλλά στη μοίρα. Μεταφυσικές δοξασίες, εθιμικοί κώδικες, κοινωνικές αξίες και πρότυπα συμπαρατάσσονται εδώ για να συνδηλώσουν την ανάγκη του εξιλαστήριου θύματος. Και αυτό πρέπει να είναι μια γυναίκα. Όχι τυχαία γυναίκα. Όμως, η διαφορά βρίσκεται, κατεξοχήν, στο φύλο, όχι στην κοινωνική τάξη. Η θυσία της είναι η αναπαραγωγή της γυναικείας υποταγής για το καλό του άμεσου οικογενειακού, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Το έθιμο, η παράδοση, οι προλήψεις είναι το μέσο παγίωσης αυτής της ασύμμετρης σχέσης και διάκρισης μεταξύ του αντρικού και γυναικείου κόσμου. Και η γυναίκα αποδέχεται έτσι, μοιρολατρικά, αυτούς τους διακριτούς ρόλους. Βιώνει μια κοινωνία που βασίζεται σε συμβάσεις. Σε μια κοινωνία όπου η τελετουργία των λαϊκών δρώμενων, οι παροιμίες, τα τραγούδια, ο χορός λειτουργούν ως εκπαιδευτικές διαδικασίες, ως παράγοντες μύησης στα κοινωνικά στερεότυπα. Το «χτίσιμο» της γυναίκας του πρωτομάστορα «χτίζει» και τη συλλογική συνείδηση. Εξωτερικεύει συμβολικά τα πρότυπα της «σωστής» γυναικείας συμπεριφοράς που πρέπει να κρατηθεί μέσα σε προκαθορισμένα, από τους ανθρώπους ή και από τη μοίρα, όρια. «…γυναίκα ερημοσκότεινη ποιος να σε σώσει από την άραχλη τη μοίρα σου; Δε φταίει κανείς χαντακωμένη ψυχή! Εμπρός! Άντε να τελειώνουμε! Να λευτερωθούμε! Άντε να σωθούμε…» Να σωθούμε! Να βρούμε λύση στο αδιέξοδο, στην απομόνωση. Στην ανισότητα των αγαθών. Να διαβούμε στην αντίπερα όχθη. Ο μύθος κρύβει το Λόγο, τη λογική. Και ο θρύλος του θανάτου της ζωντανής γυναίκας γεφυρώνει τις δύο έννοιες. Η ψυχή της γίνεται το καλό «στοιχειό» της οικοδομής. Σύμβολο αποτροπής και φύλακα-προστάτη. Αόρατη, φερέγγυα αφέντρα του γεφυριού, όπως αφέντρα ήταν όταν η μοίρα της όριζε ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην τήρηση των εθίμων που στήριζαν την παράδοση. Στο Ζαγόρι, οι γυναίκες ήταν εκείνες «… που έπλαθαν τον κόσμο του σπιτιού και διαμόρφωναν το περιβάλλον σύμφωνα με την κληρονομημένη παράδοση», όπως μας λέει και ο Ι.Ν. Νικολαϊδης στο σχετικό Δοκίμιο ανθρωπογεωγραφίας του. «…γυναίκα ερημοσκότεινη! Άντε να σωθούμε! Εμπρός! Να λύσουμε τα μάγια! Να πνίξουμε τη βασκανιά!...» Ο μύθος και ο Λόγος. Η πρόληψη και η αλήθεια.
Τα μάγια και ο ρεαλισμός μιας ανθρώπινης επιθυμίας. Η βασκανία και παράλληλα ο διαχρονικά ιερατικός-μαγικός ρόλος των γυναικών. Από την Πυθία, μάντισσα των Δελφών, μέχρι την ξεματιάστρα, τη σύγχρονη ακόμα ξεματιάστρα, παντού και πάντα η γυναίκα έπαιξε και παίζει το διαμεσολαβητικό της ρόλο ανάμεσα στους δύο κόσμους: στον κόσμο του φυσικού και στον κόσμο του ονείρου και της φαντασίας. Διαβάζω τη συνέχεια του τραγουδιστού θρύλου και ειδικά το σημείο όπου η γυναίκα του πρωτομάστορα αλλάζει τη βαριά κατάρα της στην υπόμνηση του αδελφού της.
«… κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα να πέφτουν οι διαβάτες.
- Κόρη τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε πόχεις μονάκριβο αδελφό μη λάχει και περάσει…» Κι αυτή τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει: «Αν τρέμουν τ’ άγρια τα βουνά , να τρέμη το γεφύρι κι αν πέφτουν τ’ άγρια τα πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
κι έχω αδελφό ’ς την ξενιτειά, μη λάχη και περάση».
Εδώ ο θεσμός της οικογένειας – ισχυρότατος στην παραδοσιακή κοινότητα – κατορθώνει να διασώσει το γενικό καλό μέσα από μια ιδιότυπη έκφραση του ατομικού. Ο αδελφός, για μια γυναίκα που δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, είναι το στοιχείο της συνέχειας της γενιάς, της συγγένειας του αίματος.
Σε συνάφεια μ’ αυτά, αναφέρω παράδοση από το Ζαγόρι σύμφωνα με την οποία αν μια γυναίκα ήταν στείρα ή γεννούσε το παιδί της πεθαμένο, αφού κατέβαινε στο πιο κοντινό ποτάμι, όταν είχε νύχτα με φεγγάρι, έσπρωχνε μέσα στα νερά, από την κορυφή της καμάρας μια ή και περισσότερες αρκάδες του, όρθιες, δηλαδή, πέτρες που ασφάλιζαν το διάδρομο διάβασης και πετροβολούσε το ποτάμι.
Ερμηνεύοντας τη συνήθεια αυτή δίνουμε δύο εξηγήσεις: σύμφωνα με την πρώτη ο λαός με διάφορες εκδηλώσεις μυστικισμού, επιδίωκε την εύνοια των φυσικών δυνάμεων για να επιτύχει την ευφορία της γης αλλά και τη δική του ευγονία. Ο ποταμός είναι ο παλιός προστάτης της ανθρώπινης ευγονίας, που όμως αδικεί κάποιες φορές. Γι αυτό ακολουθεί η εκδίκηση με το πετροβόλημα.
Όμως ας είμαστε και ρεαλιστές. Γιατί, συνήθως, όλα τα έθιμα με τον ιδεολογικό τους μανδύα κρύβουν μια πρακτική σκοπιμότητα. Το έθιμο είναι παράγοντας της εύρυθμης κοινωνικής αλλά και ατομικής ή οικογενειακής ζωής. Συνοψίζει, επίσης, με απτό τρόπο την κοσμοθεωρία, τις αξίες της εποχής, τις κοινωνικές της συντεταγμένες.
Η γέννα, η μητρότητα είναι ο κυριότερος παράγοντας της ολοκλήρωσης του έμφυλου ρόλου των γυναικών. Παραθέτω απόσπασμα από σχετική αφήγηση μιας Παππιγκιώτισας:
«Ιγώ, όταν παντρεύτ’κα, δεν κίν’σα έγκυους αμέσους. Πέρασαν πέντι μήνις και μου είπι ου άντρας μ’: αν δεν κάν’ς πιδί θα συ στείλου στα ζωνάρια μαζί με τα στειρό’ιδα (στείρες γίδες). Έτσ’ κάναμαν τότι τις στείρφις τις γίδις. Τ’ς αμολάγαμαν πάνω στα ζωνάρια, για να βοσκάν μόνις τ’ς και να παχαίνουν, για να τ’ς σφάζουμι μετά… Στειρό’ιδα λέγαμαν και τ’ς στείρφις τ’ς γυναίκις. Άμα δε γένναγις δε σ’ ήθιλαν κι οι πιθιρές (πεθερές). Οι γυναίκις, έλεγαν τότι, ότι φταιν…πουτέ οι άντρες…» Ένα πλήθος εθίμων – τουλάχιστον στην παραδοσιακή κοινωνία – συνδέεται, λοιπόν, με προληπτικές ενέργειες προκειμένου το νέο ζευγάρι να αποφύγει την κοινωνική επίκριση της ατεκνίας. Γιατί η απόκτηση παιδιών ήταν ή και είναι ακόμη κριτήριο κοινωνικής καταξίωσης. Άλλοτε απέδιδαν τη στειρότητα σε θεία οργή κατά των άκληρων, γι αυτό και η παροιμία: «άκληρος άθεος». Η γυναίκα, προπάντων, πλήρωνε το τίμημα της ατεκνίας και κατέφευγε σε ένα πλήθος μαγικο-θεραπευτικών πρακτικών. Όταν αυτές δεν απέδιδαν, τότε το έθιμο επικύρωνε το να φύγει νύχτα μια γυναίκα και να βρεθεί μόνη με φεγγάρι – συνδυάστε το με τη γονιμότητα του περιοδικού κύκλου της – σε κάποιο γεφύρι ξέμακρο από το χωριό…
Η ανάγκη, η απόγνωση, η επιθυμία προσοικείωσης του Καλού, ανέκαθεν οδηγούσε τον άνθρωπο σε μέσα, τελετουργίες, δρώμενα, πρακτικέ, έθιμα που μπορεί να προέρχονταν ακόμα και από ετερόκλητους χώρους: από τη μαγεία, τη θρησκεία, το μεταφυσικό, το παράλογο, το παράτυπο, ή και το απλώς πρακτικό.
Τελικά, μύθος και ορθολογισμός, δοξασία και λογική, πεζό και ποιητικό, αληθινό και ιδεατό αλληλοσυμπλέκονται και προωθούνται μέσω της αποδεκτής σύμβασης του εθίμου και της παράδοσης.
Μαρία Τσούπη
Φιλόλογος - Συγγραφέας
Από Εκδήλωση της 30 Ιουλίου 2009 στο Κουκούλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου