ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή, δὲς κι ἐμὲ τὸ παλληκάρι.
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὰ κάλαντα ἢ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ὀνομασίες των εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα, ἦταν μόνο κοινωνικὰ καὶ ἀγροτικὰ – ἡμερολογιακὰ καὶ παιδικά, χωρὶς κανένα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. θρησκευτικὰ στοιχεῖα, εἰδωλολατρικὰ πρῶτα κι ἔπειτα χριστιανικά, μπῆκαν σ᾽ αὐτὰ μόνο σὲ χρόνια ὄψιμα. ἔτσι βλέπουμε στὰ μὲν ἀρχαϊκὰ καὶ ἔντονα διαλεκτικὰ ἑλληνικὰ χελιδονίσματα καὶ εἰρεσιώνας ν᾽ ἀπουσιάζῃ κάθε ἴχνος θρησκευτικοῦ στοιχείου, στὸ δὲ ὀψιμώτερο κορώνισμα νὰ ἐμφανίζωνται ὁ Ἀπόλλων σὰν πατέρας τῆς Κορώνης καὶ οἱ θεοὶ σὰν ἐκτελεσταὶ τῶν εὐχῶν, κι αὐτοὺς ὅλους ἀργότερα νὰ τοὺς ὑποκαθιστοῦν οἱ ἅγιοι Βασίλειος, Λάζαρος, καὶ Κωνσταντῖνος.
Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐθιμικὴ συνήθεια λεγόταν κατ᾽ ἀρχὴν ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς στολισμένο μὲ μιὰ τούφα εἶρος8 ἤτοι ἔριον (=μαλλί) – γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε λεγόταν καὶ εἰρεσιώνη9 – καὶ μὲ διαφόρους πρόσθετους καρποὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἄφθονοι κατὰ τὴ φθινοπωρινὴ καὶ σεπτεμβριάτικη ἰσημερία, ἰδίως ῥόδια, κυδώνια, σῦκα, καὶ σταφύλια. αὐτὸ τὸ κλωνάρι, τὴν εἰρεσιώνη, τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν πόρτα τους καὶ τὸ κρατοῦσαν ὅσο περισσότερον καιρὸ μποροῦσαν, ὅπως τώρα κρεμοῦν τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς. ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν εἰρεσιώνη κατάγονται τόσο τὰ κρεμαστάρια ῥοδιῶν καὶ κυδωνιῶν στὸ ταβάνι τοῦ νεοελληνικοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ, ὅσο καὶ ὁ γαμήλιος φλάμπουρας τῶν Σαρακατσάνων ποὺ ἔχει στὰ ἄκρα του μπηγμένα μῆλα. ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη τὴν κρεμοῦσαν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν νὰ τραγουδήσουν τὴν εἰρεσιώνη – κάλαντα. γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῶν καλάντων, ποὺ λεγόταν εἰρεσιώνη 10, εἶναι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς.
Χελιδονίσματα λέγονταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδὴ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν περιερχόμενα στὰ σπίτια καὶ δεχόμενα φιλοδωρήματα, κυρίως ἀνήγγελλαν τὸν ἐρχομὸ τῆς ἀποδημητικῆς χελιδόνος. καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ λέγονταν χελιδονισταί 11. καὶ μέχρι σήμερα ἡ χελιδόνα τραγουδιέται ἀπὸ τὰ παιδιὰ σὰν κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, οἱ δὲ σημερινοὶ χελιδονισταὶ ἔχουν μιὰ ξύλινη χελιδόνα ποὺ τὴν περιστρέφουν σὲ ἄξονα μὲ ἑλκόμενο κορδόνι πάνω σὲ μιὰ ξύλινη τρουλλοειδῆ βάσι στολισμένη μὲ πρώιμα λουλούδια. τὸ ἴδιο πρέπει, νομίζω, νὰ ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι χελιδονισταί. τὰ ἴδια ἐαρινὰ κάλαντα σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος λέγονταν κορωνίσματα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν κορωνισταί 12, ἐπειδὴ ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδοῦσαν τὴν κορώνη (=κουρούνα), ἐπίσης ἀποδημητικὸ πτηνὸ καρακοειδές. στὸ μοναδικὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κορώνισμα, ποὺ διασώθηκε, φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ κορωνισταὶ κρατοῦσαν κι ἔπαιζαν ὁμοίωμα κορώνης, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ συμπέρανα προηγουμένως ὅτι τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὴ χελιδόνα, πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ μαρτυρεῖται ὡς ἐπιβίωσι καὶ στὴ νεοελληνικὴ παιδικὴ ἐθιμικὴ πρακτική. ὅσο γιὰ τὸ Λάζαρο, ποὺ τραγουδοῦν οἱ λαζαρῖνες στὰ λαζαρίσματά τους, εἶναι, νομίζω, διασκευὴ καὶ μεταπήδησι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Ἡλίου (Ἀπόλλωνος), ἢ ἴσως καὶ Ἡλαζάρου κάποτε λεγομένου, ὅπως κι ὁ Ἁη Λιᾶς ἢ Ἠλίας, ποὺ τὰ ἐξωκκλήσια του εἶναι συνήθως σὲ βουνοκορφὲς (Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν Ἁη Λιᾶ), εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ θεὸς Ἥλιος, ποὺ λατρευόταν στὰ ὑψηλὰ καὶ στὶς βουνοκορφές, ὅπως κατ᾽ ἐπανάληψι μαρτυρεῖται καὶ στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν τῆς Π. Διαθήκης. ἀλλὰ καὶ ὁ λεγόμενος Τίμιος Πρόδρομος, ποὺ στὰ «γενέθλιά του» κατὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Ἰουνίου, ἀνάβουν καὶ πηδοῦν φωτιὲς (ἐκφυλισμένες βακχικὲς ὀργιαστικὲς πυροβασίες ποὺ τραβήχτηκαν καὶ ἕνα μῆνα πιὸ μπροστὰ στὶς 21 Μαΐου τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης) καὶ ὁ δῆθεν Χριστὸς ποὺ τὴν παραμονὴ τῶν «γενεθλίων του» κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Δεκεμβρίου, ἀνάβουν πάλι φωτιὲς καὶ στὴ Φλώρινα καὶ σ᾽ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, (ἐνῷ ὁ ἀληθινὸς Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι βεβαιωμένο καὶ μαρτυρημένο ὅτι γεννήθηκε στὶς 5 Σεπτεμβρίου), δὲν εἶναι, λέω γιὰ τοὺς ἑορταζομένους στὶς 24 Ἰουνίου καὶ Δεκεμβρίου μὲ φωτιές, δὲν εἶναι παρὰ ὁ εἰδωλολατρικὸς θεὸς Ἥλιος ἢ Ἀπόλλων ἢ Διόνυσος – Βάκχος ἢ ῥωμαϊκὸς Σάτυρος (Σατῦρνος – Saturnus = Ἐπιβήτωρ). πρόκειται γιὰ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς μεταμφιεσμένες σὲ χριστιανικές. ἀλλ᾽ αὐτὰ τῶν δυὸ ἡλιοστασίων μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὶς ἐκφυλισμένες πυροβασίες δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὰ κάλαντα. τ΄ ἀνέφερα μόνο σὰ δείγματα μεταμφιέσεως εἰδωλολατρικῶν θεῶν καὶ σατύρων σὲ χριστιανικοὺς ἁγίους. τέτοια περίπτωσι θέλω νὰ πῶ, μόνον ὡς πρὸς τὸ ὄνομα, εἶναι καὶ ὁ Λάζαρος τῶν λαζαρισμάτων. ὄχι ὅμως καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀγερμόν.
Κατὰ τὴ ῥωμαϊκὴ ἐποχή, δηλαδὴ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ βυζαντινή, αἱ εἰρεσιῶναι καὶ τὰ χελιδονίσματα ἢ κορωνίσματα ἔγιναν κάλανδα ἢ κάλαντα 13 ἢ μὲ κάποια γλωσσικὴ φθορὰ κόλιντα 14 ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς kalendae (=νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς —Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά— , ἀγγελτήρια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ μηνὸς ἢ τῆς χρονιᾶς). καὶ ἔτσι μὲ τὴ λατινική τους ὀνομασία ἔμειναν μέχρι σήμερα. καὶ τραβήχτηκαν ὡς κάλαντα καὶ στὴ νεώτερη πρωτοχρονιὰ τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, τὴν 1 Ἰανουαρίου καὶ τὰ πέριξ.
στὴ συνέχεια παραθέτω, μεταφράζω, καὶ σχολιάζω τὰ τέσσερα σῳζόμενα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ προρρωμαϊκὰ κάλαντα, ἤτοι δύο εἰρεσιώνας ἕνα χελιδόνισμα, καὶ ἕνα κορώνισμα. ἀπ΄ ὅ,τι ξέρω, μέχρι σήμερα, οὔτε τὰ προσδιώρισε κανεὶς πρὶν ἀπὸ μένα ὡς κάλαντα, οὔτε τὰ μετέφρασε, οὔτε κἂν τὰ περισυνέλεξε σὲ σῶμα.
1. Εἰρεσιώνη α΄
Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο,
ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
Αὐταὶ ἀνακλίνεσθε θύραι. πλοῦτος γὰρ ἔσεισι
πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυῖα,
5 εἰρήνη τ᾽ ἀγαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστὰ μὲν εἴη,
κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατὰ καρδόπου ἕρποι μᾶζα,
τοῦ παιδὸς δὲ γυνὴ κατὰ διφράδα βήσεται ὕμμιν,
ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα,
αὐτὴ δ᾽ ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυῖα.
10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ………………………………..
εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙
οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν.
Μετάφρασι
Μπαίνουμε μὲς στ᾽ ἀρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλληκάρι σας ἡ νύφη νἄρθῃ θρονιασμένη σὲ θρονί,
ἡμίονοι σκληροπόδαροι στὸ σπιτικὸ αὐτὸ νὰ σᾶς τὴν κουβαλήσουν,
καὶ νὰ ὑφαίνῃ πανὶ σὲ ἀργαλειὸ μὲ χρυσάργυρες πατῆθρες.
σοὔρχομαι σοῦ ξανάρχομαι σὰ χελιδόνι κάθε χρόνο
καὶ στὴν αὐλόθυρά σου στέκομαι . ……………………………………
………………………………………………………………………………..
Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσῃς τίποτα, καλὰ καὶ καμωμένα,
εἰ δὲ μή, δὲν θὰ στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα.
γιατὶ ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί σου.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου καὶ ἡ Σούμμα 15. δημοτικὸ τῆς Σάμου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ποὺ ἴσως φτάνει καὶ μέχρι τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ ἰωνικὴ τῆς Σάμου. δακτυλικὸ ἑξάμετρο, μέτρο τῆς ἐπικῆς ποιήσεως σὲ κατ΄ οὐσίαν λυρικὸ κομμάτι, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ χρόνο ἀρχαιότερο ἀπὸ τὴν ἄνθησι τῆς τυπικῆς λυρικῆς ποιήσεως καὶ θυμίζει τὰ λεγόμενα Προοίμια ἢ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι στὴν οὐσία τους λυρικά. ἀπουσία κάθε ἴχνους θρησκείας, καθὼς καὶ νομίσματος. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. ὁ συντάκτης τοῦ Βίου, ὁ ὁποῖος τόσο τὸ κομμάτι αὐτὸ ὅσο καὶ πολλὰ ἄλλα ἀρχαϊκὰ ἀδέσποτα καὶ δημοτικά, ἐπικὰ στὸ μέτρο καὶ λυρικὰ στὴν οὐσία, ὅλα σὲ ἰωνικὴ διάλεκτο, προσπαθεῖ νὰ τὰ περάσῃ ὅλα σὰ χάντρες στὸ νῆμα τοῦ Βίου, προφανῶς γιὰ νὰ τὰ περισώσῃ καὶ γιὰ νὰ αἰτιολογήσῃ τὴν ὕπαρξί τους στὴν παράδοσι, στὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν εἰρεσιώνη αὐτὴ λέει ὅτι τὴν τραγουδοῦσε ὁ τυφλὸς καὶ φτωχὸς Ὅμηρος στὴ Σάμο ἀπὸ ἀρχοντικὸ σὲ ἀρχοντικό, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν κι αὐτὰ μαζί του. στὰ ἐπιλεγόμενα ὅμως γιὰ τὸ τραγούδι λέει˙ Ἤιδετο δὲ τάδε τὰ ἔπεα ἐν τῇ Σάμῳ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν παίδων, ὅτε ἀγείροιεν ἐν τῇ ἑορτῇ τοῦἈπόλλωνος. ἡ ἑορτὴ αὐτὴ πιθανῶς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, διότι τέτοια μέρα ἦταν εὐνόητο νὰ ἑορτάζεται ὁ Ἀπόλλων – Ἥλιος. αὐτὸ φυσικὰ δείχνει ὄχι τὴν ἀρχικὴ πραγματικότητα, ἀλλ᾽ ἐκείνη τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος, ὅταν βρῆκε καὶ περισυνέλεξε τὸ ᾆσμα ὁ συντάκτης τοῦ Βίου. ἡ ἑορτὴ ὁρίζεται ἢ μετασκευάζεται καὶ σὲ μεταγενέστερο χρόνο. ἐπίσης ὁ στίχος 10 μὲ τὴν ἀπροσδόκητη καὶ σαφῶς ἀταίριαστη ἀναφορὰ τῆς χελιδόνος εἶναι προφανῶς προσθήκη ἢ διασκευὴ νεώτερη τοῦ 432 π.Χ., ὅταν ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὁπότε ἡ εἰρεσιώνη αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς χελιδόνισμα. στὸ κείμενο τῆς Σούμμας ἡ προσθήκη ἔχει καὶ προέκτασι μὲ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ συνεπῶς εἰσδοχὴ θρησκευτικοῦ στοιχείου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὄψιμη ἐποχή. ὅλη μαζὶ ἡ προσθήκη ἔχει ὡς ἑξῆς.
10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ψιλὴ πόδας. ἀλλὰ φέρ᾽ αἶψα
πέρσαι τῷ Ἀπόλλωνος γυιάτιδος ………………..
2. Εἰρεσιώνη β΄
Εἰρεσιώνῃ σῦκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.
Μετάφρασι
Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα 16. δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. ἡ μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη. σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται. ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος, ἴσως ὅμως συμπτωματική, ὀφειλόμενη στὸ ὅτι πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀπόσπασμα˙ ἂν πρόκηται γιὰ τέτοιο. ἡ καταγωγὴ τοῦ τραγουδιοῦ ἀνεβάζεται μέχρι τὸ Θησέα τόσο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ὅσο κι ἀπὸ τὴ Σούμμα, ἡ ὁποία ἴσως ἀντλεῖ ἀπ΄ αὐτόν. στὴ Σούμμα λέγεται ὅτι τραγουδιόταν στὴν Ἀθήνα κατὰ τὶς ἑορτὲς Πυανέψια τοῦ Ἀπόλλωνος (7 Πυανεψιῶνος = 22 Ὀκτωβρίου, περίπου φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιὰ) καὶ Θαργήλια τοῦ Ἡλίου καὶ τῶν Ὡρῶν (=ἐποχῶν τοῦ ἔτους) (7 Θαργηλιῶνος = 22 Μαΐου, ἴσως ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, ἴσως καὶ θερινὸ ἡλιοστάσιο. περίπου δηλαδή). πάντως οὔτε ὁ Πλούταρχος οὔτε ὁ συντάκτης τοῦ σχετικοῦ λήμματος τῆς Σούμμας φαίνονται νὰ γνωρίζουν ἢ ν᾽ ἀντιλαμβάνωνται ὅτι ἡ εἰρεσιώνη ἦταν, κατ᾽ ἀρχὴν τοὐλάχιστο, αὐτὸ ποὺ λέμε τώρα κάλαντα. ἡμίονος ἐδῶ ἐννοεῖται ὁ φυσικὸς καὶ γόνιμος ἡμίονος (κυπραίικο γαϊδούρι) (Βίβλος, Γε 45, 23˙ Β’ Βα 13, 29. Ὅμηρος, Β 852˙ Η 333), κι ὄχι τὸ ἄγονο ὑβρίδιο ‘’μουλάρι’’, ποὺ λεγόταν οὐρεύς (Ὅμηρος, Α 50˙ Ω 702).
3. Χελιδόνισμα
Ἦλθ΄ ἦλθε χελιδὼν
καλὰς ὥρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
5 ἐπὶ νῶτα μέλαινα.
Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου
οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνιστρον.
καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκηθίταν οὐκ ἀπωθεῖται.
Πότερ᾽ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα;
10 εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες.
ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον
ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν.
μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις.
15 ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι.
οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία.
Μετάφρασι
Ἦρθε ἦρθε ἡ χελιδόνα,
φέρνει τὸν καλὸ καιρό,
φέρνει τὴν καλὴ χρονιά.
εἶναι ἄσπρη στὴν κοιλιά,
μαύρη στὴ ῥάχι ἑπάνω.
Κύλα κατὰ δῶ ἕναν πελτὲ σύκου ἀπ᾽ τὸ σπιτικὸ τὸ γεμάτο καλούδια.
κέρνα μας ἕνα ποτήρι κρασί, δός μας κι ἕνα πανέρι τυρί.
ἡ χελιδόνα δὲν λέει ὄχι καὶ στὰ σταρόψωμα καὶ στὴν κουλούρα.
Τί λές; θὰ μᾶς δώσῃς ἢ νὰ φύγουμε;
κι ἂν μὲν μᾶς δώσῃς, καλὰ καὶ καμωμένα.
ἂν ὅμως δὲν μᾶς δώσῃς, δὲν θὰ περάσῃ ἔτσι.
ἢ τὴν αὐλόπορτα σοῦ σηκώνουμε ἢ τὸ στέγαστρό της,
ἢ τὴν κοπελλάρα ποὺ κάθεται στὸ σπίτι μέσα.
εἶναι μικρούλα βέβαια, ἀλλὰ τόσο τὸ καλλίτερο,
γιὰ νὰ τὴ σηκώνουμε κι ἐμεῖς ἀκόμη εὐκολώτερα.
κι ἂν φέρῃς νὰ μᾶς δώσῃς κάτι, νἆναι κάτι μεγάλο.
ἔλα ἄνοιξε τὴν πόρτα σου μπροστὰ στὴ χελιδόνα.
δὲν εἴμαστε γέροι ἄνθρωποι, εἴμαστε παιδάκια.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Ἀθήναιος καὶ ἀποσπασματικὰ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ποὺ ὁμολογουμένως ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο17. ὁ δὲ Ἀθήναιος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ μὴ σῳζόμενο σήμερα ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θεόγνιδος Περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν, βιβλίον β΄. δημοτικὸ τῆς Ῥόδου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ἀλλὰ καὶ μὲ κομμάτια μεταγενέστερα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Μέτωνος κατὰ τὸ 432 π.Χ.. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, μέτρα λυρικῆς ποιήσεως, ᾆσμα διαιρούμενο κατὰ τὴ γνώμη μου σὲ τρεῖς στροφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία εἶναι τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα, μία τὰ αἰτήματα τῶν χελιδονιστῶν, καὶ μία οἱ ἀπειλές των σὲ περίπτωσι μὴ ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τους. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μέρος καὶ προέρχονται ἀπὸ εἰρεσιώνη φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς. τὸ δείχνουν τὰ καλούδια ποὺ ζητοῦν τὰ παιδιά. ἡ α΄ στροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι καὶ σὲ διαφορετικὸ μέτρο, καὶ οἱ δύο παρακάτω ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος εἶναι τὸ νεώτερο κομμάτι τὸ προστεθειμένο μετὰ τὸ 432 π.Χ. καὶ ἀναφέρονται σὲ ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά. εἶναι τὸ κυρίως χελιδόνισμα. ὁ Θέογνις ἔλεγε ὅτι τραγουδιόταν στὴ Ῥόδο κατὰ τὸ μῆνα Βοηδρομιῶνα (= 15 Σεπτεμβρίου – 15 Ὀκτωβρίου, ἀκριβῶς φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά), πρᾶγμα ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἐκπλήσσει, ἀφοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἔλευσι τῆς χελιδόνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ σκέψι μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καὶ προσαρμοστικὴ προσθήκη καὶ διασκευὴ ποὺ εἶπα προηγουμένως. ὁ Ἀθήναιος λέει ὅτι τὸν ἀγερμὸν αὐτὸν τὸν κατέδειξε πρῶτος ὁ Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, ἕνας δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς λεγομένους ἑπτὰ σοφούς, ποὺ φέρονται νὰ ἔζησαν γύρω στὸ 600 π.Χ.. ἀσφαλῶς τόσο ἀρχαῖες μποροῦν νὰ εἶναι μόνο οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν προμετώνειο εἰρεσιώνη, καὶ ὄχι τὸ χελιδόνισμα τῆς α΄ στροφῆς. σ᾽ ὅλο τὸ ᾆσμα εἶναι βέβαιη ἡ ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος. ἄξια σημειώσεως εἶναι τὸ ἀστεῖο παιδικὸ θράσος τῶν χελιδονιστῶν καὶ ἡ ἐπίσης ἀστεία καὶ ἀπαιτητικὴ παιδικὴ ἀπειλή τους . «Ἢ μᾶς δίνεις ὅ,τι ἀπαιτοῦμε, ἢ σοῦ χαλᾶμε τὴν αὐλόπορτα καὶ …ἀπάγουμε καὶ τὴν κοπελλάρα τοῦ σπιτιοῦ (προφανῶς νεογνό!) . κι ἂν εἶναι καὶ μικρή, τόσο τὸ καλλίτερο. νὰ μποροῦμε καὶ νὰ τὴ σηκώσουμε!». ἔμμεσο ἐγκώμιο τῆς ὀμορφιᾶς τῆς μικρῆς, πού, ἀπὸ τώρα κιόλας, γίνεται στόχος ἐρωτικῶν ἀπαγωγέων! καὶ στὰ σημερινὰ κόλιντα τῆς Τερπνῆς Σερρῶν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπειλῆς. ὑπάρχουν τρία στοιχεῖα. α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές, β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.
α΄. Κόλιντα, μπάμπω, κόλιντα! (ἄγγελμα)
τρεῖς χιλιάδις πρόβατα,
κι ἄλλα τόσα γίδια. (εὐχὲς)
β΄. Δῶσι, κυρά, καρύδια,….
δῶσι κι ἄλλα,… (θρασὺ αἴτημα)
γ ΄. Νὰ μὴ σὶ σπάσου τὰ κιραμίδια!
νὰ μὴ σὶ σπάσου τ᾽ σκάλα ! (ἀπειλή).
εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ διατηρήθηκαν τόσους αἰῶνες. ὑπ᾽ ὄψιν δὲ ὅτι καὶ ἡ Τερπνή, ὅπως ἡ Ῥόδος, ἦταν μέρος δωρικό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς τοπικῆς της λαλιᾶς ἀσαμόραστος καὶ μᾶκος (σᾶμα-σῆμα, μάκων-μήκων. βλ. Λεξικὸ τοῦ Ν. Πασχαλούδη). ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Μακεδόνες ἦταν Δωριεῖς, ἀφοῦ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στ᾽ ὄνομά τους φαίνεται τὸ δωρικὸ μᾶκος (=μῆκος, ψηλὸ ἀνάστημα).
4. Κορώνισμα
Ἐσθλοί, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων
τῇ παιδί τἀπόλλωνος ἢ λέκος πυρῶν
ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιθον ἢ ὅτι τις χρῄζει.
δότ᾽, ὦγαθοί, <τι> τῶν ἕκαστος ἐν χερσὶν
5 ἔχει κορώνῃ. χἅλα λήψεται χόνδρον.
φιλεῖ γὰρ αὕτη πάγχυ ταῦτα δαίνυσθαι.
ὁ νῦν ἅλας δοὺς αὖθι κηρίον δώσει.
ὦ παῖ, θύρην ἄγκλινε. πλοῦτος ἤκουσε,
καὶ τῇ κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα.
10 θεοί, γένοιτο πάντ᾽ ἄμεμπτος ἡ κούρη
κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι.
καὶ τῷ γέροντι πατρὶ κοῦρον εἰς χεῖρας
καὶ μητρὶ κούρην εἰς τὰ γοῦνα κατθείη,
θάλος τρέφειν γυναῖκα τοῖς κασιγνήτοις.
15 ἐγὼ δ᾽ ὅκου πόδες φέρουσιν, ὀφθαλμοὺς
ἀμείβομαι Μούσῃσι πρὸς θύρῃσ᾽ ᾄδων
καὶ δόντι καὶ μὴ δόντι πλέονα τῶν γεω.
………………………………………………
ἀλλ᾽ , ὦγαθοί, ἐπορέξαθ᾽ ὧν μυχὸς πλουτεῖ .
δὸς ὦν, ἄναξ, δὸς καὶ σὺ πότνα μοι νύμφη.
20 νόμος κορώνῃ χεῖρα δοῦν᾽ ἐπαιτούσῃ.
τοσαῦτ᾽ ἀείδω. δός τι καὶ καταχρήσει.
Μετάφρασι
Δῶστε, καλοί μου, μιὰ χεριὰ κριθάρι στὴν κορώνη,
τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, ἢ ἕνα πιάτο στάρι,
ἢ ἕνα ψωμὶ ἢ ἕνα ἡμιώβολο, ἢ ὅ,τι ἔχει κανεὶς προαίρεσι.
δῶστε, καλοί μου, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὅλοι σας κρατᾶτε,
δῶστε στὴν κορώνη. παίρνει δὲ καὶ λίγα σπυριὰ ἁλάτι.
γιατὶ τῆς ἀρέσουν πάρα πολὺ νὰ τρώῃ κάτι τέτοια.
ὅποιος δίνει ἁλάτι σήμερα, αὔριο θὰ δώσῃ μελιοῦ κηρήθρα.
ἄνοιξε τὴν πόρτα, δοῦλε. ὁ πλοῦτος τὴν κορώνη τὴν ἀκούει.
νά κι ἡ κοπέλλα ποὔρχεται καὶ φέρνει στὴν κορώνη σῦκα.
ὄμορφη κάντε την, θεοί, κόρη χωρὶς ψεγάδι,
κι ἄντρα νὰ βρῇ βοηθῆστε την πλούσιο καὶ παινεμένο.
στὰ χέρια τοῦ γέρου πατέρα της ἕναν ἐγγονὸ ν᾽ ἀκουμπήσῃ,
στῆς γριᾶς μάννας τὰ γόνατα μιὰ ἐγγονὴ ν᾽ ἀφήσῃ.
καὶ γιὰ τοὺς ἀδερφούς της κάποια γυναῖκα βλαστάρι ν᾽ ἀνατρέφῃ.
κι ἐγὼ κυττῶ νὰ πηγαίνω ὅπου μὲ πᾶν τὰ πόδια μου,
κι ἐκεῖ στὶς πόρτες ἐμπροστὰ νὰ τραγουδῶ στὶς Μοῦσες.
μοῦ δώσῃ δὲν μοῦ δώσῃ κάποιος, πιότερα τοῦ εὔχομαι ἀπ᾽ ὅσα ἔχει.
………………………………………………………………………………….
Ἀλλ΄, ὦ καλοί μου, δῶστε μου, ἀπ᾽ τοῦ κελλαριοῦ σας τὰ καλούδια.
δῶσε μου καὶ σύ, βασιλιᾶ μου, δῶσε μου καὶ σύ, νεράιδα λατρευτή.
ἔθιμο εἶναι νὰ δίνῃς μιὰ χεριά, ὅταν ἡ κορώνη ζητιανεύῃ.
μέχρι ἐδῶ τὸ ᾆσμα μου. δῶσε κι ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά σου κάτι.
Τὸ τραγούδι αὐτὸ διασῴζει ὁ Ἀθήναιος18, ὁ ὁποῖος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κολοφώνιο ποιητὴ Φοίνικα. ὑπῆρχαν τέτοια δημοτικὰ κορωνίσματα, στὰ ὁποῖα ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδιόταν ἡ κορώνη (κουρούνα), ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ Ἔφιππος, Ἁγνοκλῆς, καὶ Πάμφιλος, στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Ἀθήναιος, καὶ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος19 καὶ ἔμμεσα ὁ Αἰλιανός20. ἐννοεῖται ὅτι ἦταν ἀγερμοὶ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ὅπως τὰ χελιδονίσματα. αὐτὸ ἑδῶ ὅμως εἶναι ἔντεχνο ἰαμβικὸ ᾆσμα τοῦ Φοίνικος ἀπὸ τὴν Κολοφῶνα τῆς Μ. Ἀσίας, ἢ ἀκριβέστερα ἔντεχνη διασκευὴ κάποιου τέτοιου προϋπάρχοντος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὴν ὁποία φιλοτέχνησε ὁ Φοίνιξ. ὁ ποιητὴς αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος ἢ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων (Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰ.). ἡ γλῶσσα τοῦ ᾄσματος εἶναι ἐλαφρῶς ἰωνίζουσα, ὑπάρχει δὲ σ᾽ αὐτὸ ἀναφορὰ νομίσματος καὶ ἀρκετὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. ἡ κορώνη εἶναι προσωποποιημένη καὶ θεοποιημένη καὶ θυγατέρα τοῦ Ἀπόλλωνος, τὶς δὲ εὐχὲς ἐκπληρώνουν οἱ θεοί. τὰ τρόφιμα φιλοδωρήματα τὰ «τρώει» ἡ ἴδια ἡ Κορώνη, κάτι ποὺ εἶναι ἱερατικὴ φανφάρα. τὸ κορώνισμα κατὰ μὲν τὴν εἰσαγωγικὴ σημείωσι τοῦ Ἀθηναίου τὸ τραγουδοῦσαν ἄνδρες ἀγείροντες, καὶ ὄχι παιδιά,κατὰ δὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ ᾄσματος ἕνας μόνο ἄντρας, ἐπαγγελματίας κορωνιστής, δηλαδὴ προφανῶς ἱερεύς. εἶναι πολὺ ἐμφανῆ τὸ ἐπαγγελματικὸ ζητιανηλίκι, ἡ προσπάθεια προκλήσεως τοῦ οἴκτου τῶν ἀκροατῶν, ἡ χρῆσι κολακείας, καὶ ἡ διπλωματικὴ γλῶσσα καὶ φιλοφρόνησι τοῦ ἐπαγγελματία ζητιάνου. τὸ νόμισμα ἤμαιθον, ποὺ ἀναφέρεται, εἶναι κατὰ τὸν Ἡσύχιο ἡμιώβολον (μισὸς ὀβολὸς) ἢ στὴν Κύζικο διώβολον (δύο ὀβολοί)21. τὸ κορώνισμα πρέπει νὰ εἶναι ἀρχικὰ μὲν νεώτερο τοῦ 432 π.Χ., ὡς διασκευὴ δὲ εἶναι τοῦ Δ΄ ἢ τῶν Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰώνων. πολὺ γρήγορα πρέπει ἀπὸ παιδικὸ κορώνισμα νὰ μεταπήδησε σὲ ἱερατικὸ ἀγερμό, καὶ ἀπὸ ἱερατικὸ ἀγερμὸ σὲ συμποσιακὸ κι ἐν τέλει σὲ γαμήλιο τραγούδι ἐνηλίκων. διότι ὁ μὲν Ἔφιππος στὴν κωμῳδία του Ὀβελιαφόροι ἔχει τὸ στίχο τὸ μοσχίον / τὸ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν22, ὁ δὲ Αἰλιανὸς τὸν Γ΄ μ.Χ. αἰῶνα γράφει˙ Ἀκούω δὲ τοὺς πάλαι καὶ ἐν τοῖς γάμοις μετὰ τὸν ὑμέναιον τὴν κορώνην ᾄδειν, σύνθημα ὁμονοίας τοῦτο τοῖς συνιοῦσιν ἐπὶ παιδοποιίᾳ διδόντας. ἐπειδὴ κατὰ τὸν προλεγόμενο μῦθο του αἱ κορῶναι μυθολογοῦνται ὡς πουλιὰ ποὺ τηροῦν ἰσόβια συζυγικὴ πίστι.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς εἰδωλολατρίας ὅλοι οἱ προχριστιανικοὶ ἀγερμοὶ περιῆλθαν στὴ χρῆσι τοῦ ἱερατείου της. διότι ὁ Ἰωάννης Τζέτζης γνωρίζει τοὺς μηναγύρτας (=καλαντιστὰς τῆς κάθε πρωτομηνιᾶς) ὡς γάλλους (=θηλυστολοῦντες κιναίδους) ἱερεῖς μοναχοὺς τῆς θεᾶς Ῥέας τῆς Μητρὸς τοῦ θεοῦ τους Ἄττεως, οἱ ὁποῖοι ἔβαζαν πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι τὸ εἴδωλον τῆς θεᾶς αὐτῶν Ῥέας καί, περιερχόμενοι τὰς κώμας, τραγουδοῦσαν τὰ ἀρχίμηνα χτυπώντας καὶ τύμπανα (=ντέφια) καὶ ζητιανεύοντας (προσαιτοῦντες) ὄσπρια καὶ σιτηρὰ ὑπὲρ τοῦ μοναστηριοῦ τους. οἱ δὲ λάτρεις ἀσπάζονταν τὸ εἴδωλο καὶ τοὺς ἔδιναν ἕνα πιάτο ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν23. ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ καλόγεροι τῶν ἡμερῶν μας ζητείαν γιὰ τὰ μοναστήρια τους, μὲ λείψανα καὶ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι, καὶ μάζευαν τὰ ἴδια προϊόντα ἢ χρήματα μέχρι τὰ παιδικά μας χρόνια (1960), διατηρώντας τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοσι τῶν κιναίδων ἱερέων τῆς θεομήτορος Ῥέας. τὰ μικρὰ παιδιὰ τραγουδοῦσαν πιὰ τὰ «χριστιανικὰ» κάλαντα.
Ἡ μελέτη αὐτὴ πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1999
στὸ περιοδικὸ ‘’Τερπνή’’, φ. 42 – 44 (2001 – 02).
Μελέτες 4 (2008)
http://www.philologus.gr 24grammata
________________________________________
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Τὰ κάλαντα σὰν ἔθιμο εἶναι ἀρχαϊκὸ ἑλληνικὸ καὶ ῥωμαϊκό, καὶ μᾶλλον προϊστορικὸ καὶ γιὰ τὰ δύο ἔθνη. σὰν τωρινὸ ἑλληνικὸ εἶναι μιγαδικὸ ἑλληνορρωμαϊκό. ἡ λέξι κάλαντα εἶναι λατινική. στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους. καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ ἀγερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα. λέγονταν βέβαια ἀγερμοὶ (ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι) καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι. ὁ ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του1, ἡ ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν2, ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν3, ἡ θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων4, ἀλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει ἀγερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν. πρὶν ὅμως πῶ γιὰ τοὺς ἀγερμοὺς ἢ κάλαντα, πρέπει νὰ πῶ ὡρισμένα πράγματα γιὰ τὰ ἡμερολόγια τῶν ἀρχαίων. κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τὰ ἡμερολόγια δὲν ἦταν ἀκριβῆ καὶ οἱ ἡμεροδεῖκτες, εἴτε σὰν κρεμαστάρια τοῦ τοίχου εἴτε σὰ σημειωματάρια ἐπιτραπέζια εἴτε σὰ βιβλιαράκια τῆς τσέπης, δὲν ὑπῆρχαν. τὸ ἀρχαιότερο ἡμερολόγιο τοίχου ἢ τραπέζης ἔγραψε κατὰ τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ σύγχρονος τοῦ Ἀριστοτέλους μαθηματικὸς καὶ ἀστρονόμος Εὔδοξος ὁ Κνίδιος. γι΄ αὐτὸ λεγόταν Εὐδόξου Τέχνη. πιὸ μπροστὰ ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ κυρίως ὁ ἀγρότης μάθαινε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους ἢ καὶ τοῦ μηνὸς ὡς ἄγγελμα ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἔλεγαν τὰ κάλαντα. ἀκριβέστερα τὶς ἡμερολογιακὲς ἀλλαγὲς στὸ λαὸ τὶς ἀνακοίνωναν μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέει ὁ ποιητὴς Ἡσίοδος, ἦταν Ἔργα καὶ ἡμέραι, δηλαδὴ Καζαμίας, ἀγροτικὸ ἡμερολόγιο. τὰ παιδιὰ μετέφεραν στὸ λαὸ τὸ μήνυμα τῆς χρονικῆς ἀλλαγῆς μὲ μηνυτήρια κι εὐχετήρια τραγουδάκια, ὁ δὲ λαὸς ἔδινε στοὺς μικροὺς ἀγγελιοφόρους φιλοδωρήματα. στὴν ἀρχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχε νόμισμα, τὰ φιλοδωρήματα ἦταν καρποί, ἰδίως ξηροὶ ἢ λιασμένοι, ἀμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σῦκα, αὐγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλοῦρες, κρασὶ στὸ ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, ἅλας, καὶ διάφορα ἄλλα καλούδια ἀπὸ τὸ κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ. ἀργότερα ἦταν καὶ νομίσματα μικρῆς ἀξίας, ὀβολοὶ καὶ ἡμιώβολα ἢ ἤμαιθα.
Στοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς παιδικοὺς ἀγερμοὺς ἀναφέρονται οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ Ἀριστοφάνης ( Ε΄ π.Χ. αἰ.) Ἔφιππος, καὶ Ἁγνοκλῆς ὁ Ῥόδιος, ὁ ἰαμβικὸς ποιητὴς Φοίνιξ ὁ Κολοφώνιος, ὁ ἱστορικὸς τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θέογνις, οἱ λεξικογράφοι Πάμφιλος Ἀλεξανδρεύς, καὶ Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεύς, ὁ λόγιος ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος, ὁ Ἰωάννης Τζέτζης, καὶ κυρίως ὁ Πλούταρχος (Α΄-Β΄ μ.Χ. αἰ.), ὁ ἀνώνυμος συγγραφεὺς τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος ποὺ ἔγραψε τὸν ψευδηροδότειο Ὁμήρου βίον, ὁ συγγραφεὺς τοῦ Γ΄ αἰῶνος Ἀθήναιος, καὶ ἡ ἀρχαία ἐγκυκλοπαίδεια Σούμμα5. οἱ τέσσερες τελευταῖοι διέσωσαν καὶ τέσσερα πολὺ ἀρχαιότερά τους δημοτικὰ τραγούδια καλάντων, δύο στὴν ἰωνικὴ διάλεκτο τῆς Σάμου καὶ τῆς Κολοφῶνος, ἕνα στὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, καὶ ἕνα στὴν πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ τὴ λεγομένη καὶ ἀττική. τὰ δύο εἶναι ἀρχαιότερα τοῦ 500 π.Χ. καὶ τ᾽ ἄλλα δύο νεώτερα.
Τὸ ἕνα ἔτος ἔχει περίπου 365,24 μέρες, δηλαδὴ τόσες περιστροφὲς τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της περιέχει μία περιφορά της γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔχει 13,37 μῆνες, δηλαδὴ τόσες περιφορὲς τῆς σελήνης γύρω ἀπὸ τὴ γῆ, ἤτοι τόσα διαστήματα ἀπὸ πανσέληνο σὲ πανσέληνο, καὶ 53,5 ἑβδομάδες, δηλαδὴ τόσα τέταρτα τῆς περιφορᾶς τῆς σελήνης ἤτοι τέταρτα τῆς φωτισμένης ἐπιφανείας της. ἐπειδὴ καμμία ἀπὸ τὶς χρονικὲς αὐτὲς μονάδες δὲν εἶναι ἀκριβὴς ὑποδιαίρεσι τῆς ἄλλης, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πάντα περιττὸ ἀριθμό τους ἔχουν καὶ κλάσματα, ὁ ἄνθρωπος ἄργησε νὰ ῥυθμίσῃ τὸ ἡμερολόγιό του ὑποδιαιρώντας τὸ ἔτος σὲ μῆνες καὶ τοὺς μῆνες σὲ μέρες κι ἑβδομάδες. δεύτερη αἰτία ποὺ τὸν δυσκόλευε ἦταν τὸ ὅτι δὲν γνώριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἀκριβῆ χρονικὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, ποὺ εἶναι 365 μέρες, 5 ὥρες, 48΄ λεπτὰ καὶ 47΄΄ δευτερόλεπτα, οὔτε τοῦ μηνὸς οὔτε τῆς ἑβδομάδος. εἶναι τεκμαρτὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ νόμισε ὅτι τὸ ἔτος ἔχει 360 μέρες. γι΄αὐτὸ διῄρεσε τὸν κύκλο καὶ τὸ μοιρογνωμόνιό του σὲ 360 μοῖρες, καὶ ὄχι σὲ 400 ἢ 1000, γι΄αὐτὸ καὶ στὸ παλιότερο ἀριθμητικό του σύστημα, τὸ ἑξαδικό, εἶχε ‘’χιλιάδα‘’ τὸ 360, ‘’ἑκατοντάδα‘’ τὸ 60, καὶ ‘’δεκάδα’’ τὸ 6. ἀργότερα ἦταν ποὺ κατάλαβε ὅτι τὸ ἔτος τραβάει 365 μέρες (κατὰ τὴν προϊστορικὴ ἀκόμη ἐποχή), ἀκόμη ἀργότερα ὅτι τραβάει 365, 25 μέρες (τὸ 46 π.Χ.), καὶ τέλος κατάλαβε ὅτι τραβάει 365,242217 μέρες (τὸ 1580). καὶ τρίτη αἰτία ποὺ δυσκόλευε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνῃ ἕνα ἀκριβὲς ἡμερολόγιο ἦταν τὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ ἤθελε νὰ λαμβάνῃ στὰ σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψι του καὶ τοὺς κύκλους τῆς σελήνης (μῆνες) καὶ ταυτόχρονα νὰ τοὺς ἔχῃ συνήθως 12 (=6+6 ἤτοι δύο “δεκάδες” τοῦ ἑξαδικοῦ ἀριθμητικοῦ συστήματος), ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι 13,37. στὴν ἀρχὴ ἰσοφάριζε τὰ πράγματα παρεμβάλλοντας καὶ δέκατο τρίτο μῆνα, τὸν ἐμβόλιμον (=σφηνωμένο), ὄχι πάντα πετυχημένον στὸ χρονικὸ μῆκος του ἢ στὴ συχνότητα παρεμβολῆς του, ἢ αὐξομειώνοντας τὴ διάρκεια τῶν μηνῶν ἀπὸ 28 μέχρι 35 μέρες. ὁ μακεδονικὸς λ.χ. μήνας Ὑπερβερεταῖος (=ὑπερφερεταῖος , αὐτὸς ποὺ ὑπερφέρει , δηλαδὴ τὸ παρατραβάει) εἶχε 35 μέρες, ἑνῷ οἱ ἄλλοι 11 μῆνες εἶχαν 30 μέρες (30×11=330. 330+35=365). ὅλ΄ αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους 4 αἰῶνες σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ἱστορία του ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἡμερολόγια ποὺ δούλευαν σὰ ῥολόγια ποὺ πηγαίνουν μπροστά. μόνο τὸ προτελευταῖο ἡμερολόγιο, τὸ ἰουλιανὸ τοῦ 46 π.Χ., πήγαινε πίσω κατὰ 11 λεπτὰ καὶ 13 δευτερόλεπτα. κι ὅπως, ὅταν τὸ ῥολόγι πηγαίνῃ μπροστὰ ἢ πίσω, σὲ μεγάλο χρονικὸ διάστημα θὰ δείξῃ τὸ μεσημέρι νὰ εἶναι καὶ 12 ἡ ὥρα, καὶ 1, καὶ 2, καὶ 3, μέχρι καὶ πάλι 12, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ χάσει μία μέρα, ἔτσι καὶ τ᾽ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἔδειχναν τὸ καλοκαίρι καὶ Ἰούλιο μῆνα, καὶ Ὀκτώβριο, καὶ Φεβρουάριο, καὶ Μάιο, καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλο μῆνα. τὸ ἀτελέστατο λ.χ. αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο, σὲ παράλληλη χρῆσι μὲ τὸ τότε ἑλληνικὸ ἡμερολόγιο τοῦ Μέτωνος, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, τὸ 323 π.Χ., ἔδειχνε τὴν 1 τοῦ μηνός του Θώθ, τὴν πρωτοχρονιά του, στὶς 28 Ὀκτωβρίου, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ἡ Κλεοπάτρα, τὸ 31 π.Χ., ἔδειχνε τὴν ἴδια ἡμερομηνία του στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ μετωνείου ἡμερολογίου, καὶ τὸ 140 μ.Χ. τὴν ἔδειχνε στὶς 20 Ἰουλίου. διότι πήγαινε μπροστά. καὶ πήγαινε μπροστά, ἐπειδὴ ἦταν κοντό, μικρότερο ἀπὸ 365 μέρες.
Ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἤδη ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶχε παρατηρήσει ἐπίσης καὶ τὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ποὺ τὸ χωρίζουν σὲ τέσσερα τέταρτα (ἑποχές), τὶς δύο δηλαδὴ ἰσημερίες, ἑαρινὴ καὶ φθινοπωρινή, καὶ τὰ δύο ἡλιοστάσια, τὸ χειμερινὸ μὲ τὴ μέγιστη νύχτα τῆς χρονιᾶς, καὶ τὸ θερινὸ μὲ τὴ μέγιστη μέρα. εἶναι εὐνόητο ὅτι αὐτὰ τὰ διαπίστωνε παρατηρώντας ποιό εἶναι τὸ βορειότερο καὶ ποιό τὸ νοτιώτερο σημεῖο τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, στὰ δόντια τῶν ὀροσειρῶν τοῦ ὁρίζοντος δηλαδή, ὅπου φτάνει ὁ ἥλιος (ἡλιοστάσια), καὶ ποιά εἶναι τὰ μεσαῖα (ἰσημερίες). τὰ σημεῖα αὐτά, μὲ τὸ σημερινὸ ἡμερολόγιο, σὲ ἔτος δίσεκτο ποὺ εἶναι τὸ ἔτος τὸ χωρὶς ὑπόλοιπα κλάσματα ἡμερονυκτίου καὶ ἐκκρεμότητες, βρίσκονται στὶς 20 Μαρτίου, 21 Ἰουνίου, 22 Σεπτεμβρίου, καὶ 21 Δεκεμβρίου. ἡ μόνη ἀκαταστασία τοῦ σημερινοῦ ἡμερολογίου εἶναι ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους στὴ μέγιστη νύχτα του, δηλαδὴ τὴν πρωτοχρονιὰ στὶς 22 Δεκεμβρίου. πρέπει δηλαδὴ τὸ ἔτος νὰ τραβηχτῇ ἄλλες 10 μέρες μπροστά, ὥστε ἡ σημερινὴ 22 Δεκεμβρίου ἑνὸς δισέκτου ἔτους νὰ γίνῃ 1 Ἰανουαρίου. καὶ τὸ μῆκος τοῦ κάθε μηνὸς ἀνὰ τριμηνία νὰ ὁριστῇ τόσο, ὥστε τὰ τέσσερα ἐν λόγῳ σημεῖα τοῦ ἔτους νὰ πέφτουν στὴν τελευταία μέρα τῶν μηνῶν Δεκεμβρίου, Μαρτίου, Ἰουνίου, καὶ Σεπτεμβρίου.
Τέλος κατὰ τὴν ἀρχαιότητα δὲν ὥριζαν ὡς ἀρχὴ τοῦ ἔτους τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, τὸ χειμερινὸ δηλαδὴ ἡλιοστάσιο, ὅπως περίπου γίνεται τώρα, ἀλλὰ προτιμοῦσαν τὶς δυὸ ἰσημερίες, τὴν ἐαρινὴ πιὸ πολὺ σὰν πρωΐ τοῦ ἔτους, ἢ λιγώτερο τὴ φθινοπωρινὴ σὰ δειλινὸ τοῦ ἔτους καὶ τέλος τοῦ κύκλου τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν. διότι ὁ χειμώνας εἶναι, ἂς ποῦμε, ἡ νύχτα τοῦ ἔτους, τὸ δὲ καλοκαίρι ἡ μέρα. καὶ διότι καὶ τὸ εἰκοσιτετράωρο ἡμερονύκτιο οἱ ἀρχαῖοι τὸ ἄρχιζαν ἢ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἢ συνηθέστερα ἀπὸ τὴ δύσι του, σημεῖα ποὺ δὲν εἶναι σταθερά. ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι τὰ σταθερὰ σημεῖα τοῦ εἰκοσιτετραώρου εἶναι μόνο τὸ μεσονύκτιο καὶ τὸ μεσημέρι, καὶ ὅτι, ἀφοῦ τὸ μεσονύκτιο εἶναι καὶ τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, εἶναι καὶ ἡ καλλίτερη ἀρχή του καὶ τέλος του.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὅταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὡριζόταν μιὰ ἑορτὴ σὲ μιὰ ἡμερομηνία, λ.χ. τὴν 1 Μαρτίου, καθὼς τὸ ἡμερολόγιο πήγαινε σὰ χαλασμένο ῥολόγι πότε μπροστὰ καὶ πότε πίσω, αὐτὴ ἡ 1η Μαρτίου ἄλλοτε ἔφτανε στοὺς καύσωνες τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἄλλοτε στοὺς παγετοὺς τοῦ χειμῶνος. ὀνομαστικὰ ἦταν πάντοτε ἡ 1η Μαρτίου, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἔφτανε σχεδὸν σ᾽ ὁποιαδήποτε ἐποχή. ὅταν οἱ ἀστρονόμοι, οἱ ὅποιοι ἀστρονόμοι τῆς κάθε ἐποχῆς, διώρθωναν τὸ ἡμερολόγιο, οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐπέμεναν στὴν 1η Μαρτίου μὲ τὸ παλιό, ὅπως λ.χ. καὶ οἱ σημερινοὶ παλαιοημερολογῖτες ἔχουν τὴν 1η Μαρτίου τους στὶς 14 Μαρτίου. ἔτσι καὶ στὴν ἀρχαιότητα ἡ 1η Μαρτίου γιὰ τοὺς κατὰ καιροὺς παλαιοημερολογῖτες, ποὺ εἶναι σχεδὸν πάντα οἱ δεισιδαίμονες θρῆσκοι, ἔπεφτε καὶ στὶς 25 Μαρτίου καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου καὶ στὶς 21 Ἀπριλίου, ἡ δὲ 1η Ἰανουαρίου ἔπεφτε καὶ στὶς 24 ἢ 25 Δεκεμβρίου καὶ στὶς 5 ἢ 6 Ἰανουαρίου. σ᾽ αὐτὲς κυρίως τὶς ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες καὶ παλαιοημερογιτικὲς ἐμμονὲς ὀφείλονται τὰ κάλαντα (κάλαντα = kalendae = νουμηνία, νεομηνία, πρωτομηνιὰ) τῶν Χριστουγέννων ἢ τῆς παραμονῆς των, τῶν Φώτων ἢ τῆς παραμονῆς των, τοῦ Λαζάρου, τῶν Βαΐων, τοῦ Πάσχα, κλπ.. ἀρχικὰ ἦταν κάλαντα τῆς 1 ΄Ιανουαρίου ἢ τῆς 1 Μαρτίου (παλιᾶς πρωτοχρονιᾶς). ἀλλὰ προέτρεξα.
Τὰ παιδιὰ τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ῥωμαίους ὁ λόγος, στὴν ἀρχὴ ἔλεγαν τὰ κάλαντα (=μήνυμα καὶ εὐχὲς νεομηνίας) κάθε πρωτομηνιά. κι αὐτὸ τὸ μνημονεύει ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου, ποὺ γράφει ὅτι δῆθεν ὁ φτωχὸς Ὅμηρος, παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλεῖται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων6. ἀργότερα, κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐποχή, ὅταν τὰ ἡμερολόγια ἦταν προγράμματα καταγραφόμενα, τὰ κάλαντα τῶν παιδιῶν περιωρίστηκαν ἢ στὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ἰσημερίες καὶ ἡλιοστάσια, ἢ στὶς κατὰ καιροὺς πρωτοχρονιές, ποὺ ἦταν τοποθετημένες ἡ κάθε μιὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ σημεῖα. στὴν Ἑλλάδα λ.χ. πρὶν ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. εἶχαν τὴν πρωτοχρονιὰ στὴ φθινοπωρινὴ ἰσημερία ( 1 Ὀκτωβρίου ἢ καὶ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή), ἐνῷ ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. ὁ μεγάλος μαθηματικὸς Μέτων, ποὺ ἔκανε τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τρία τελευταῖα καὶ τελειότερα ἡμερολόγια (μετώνειο τοῦ Μέτωνος, ἰουλιανὸ τοῦ Σωσιγένους, γρηγοριανὸ τοῦ Lilio), τοποθέτησε τὴν πρωτοχρονιὰ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία (31 Μαρτίου ἢ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή). γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχουμε διασωσμένα κάλαντα καὶ φθινοπωρινὰ ἢ σεπτεμβριάτικα, καὶ ἐαρινὰ ἢ μαρτιάτικα. δὲν ἔχουμε χειμερινὰ καὶ θερινὰ διασωσμένα τραγούδια καλάντων οὔτε μαρτυρίες γιὰ τέτοια.
Οἱ Ῥωμαῖοι πολὺ σωστὰ ἤδη τὸ 153 π.Χ.7 ὥρισαν ὡς πρωτοχρονιὰ τὴν 1 Ἰανουαρίου, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἢ περίπου τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, ποὺ εἶναι τὸ μεσονύκτιο τοῦ ἔτους, ἡ μέγιστη νύχτα του. κι ἐνῷ πῆγαν ἐκεῖ καὶ τὰ κάλαντα, παρέμειναν καὶ στὴν παλιὰ πρωτοχρονιά τους τὴν 1 Μαρτίου. ὅταν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἐθιμικὸ καθεστὼς διήνυε τὸ δεύτερο αἰῶνα τῆς διαρκείας του, τότε ἦρθε ὁ Χριστιανισμός. ἔτσι μέσα στὸ δικό του κλῖμα, τὸ κάπως μεταγενέστερο βέβαια, μπῆκε κι ἐπιβίωσε καὶ τὸ ἐθιμικὸ αὐτὸ καθεστώς. μὲ αἰτία τὶς προειρημένες ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες τὰ μὲν κάλαντα τῆς 1 Ἰανουαρίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 24 καὶ 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα καὶ παραμονή τους) καὶ στὶς 5 καὶ 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα καὶ παραμονή τους), τὰ δὲ κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), καὶ μέσα σ᾽ ὅλο τὸν Ἀπρίλιο (Σάββατο τοῦ Λαζάρου, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα). γιὰ τὰ κάλαντα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) δὲν φαίνεται ἂν εἶναι ἔσχατα σημεῖα διασπορᾶς τῶν καλάντων τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ἢ πρώιμα σημεῖα διασπορᾶς κάποιων πολὺ ἀρχαιοτέρων καλάντων τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου ἢ κάποιας θερινῆς πρωτοχρονιᾶς (21 Ἰουνίου). πάντως, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες λαογραφικὲς ἔρευνες, στὸν ἑλληνικὸ χῶρο κάλαντα λέγονται στὶς 24 Δεκεμβρίου (κόλιντα παραμονῆς Χριστουγέννων), 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα), 1 Ἰανουαρίου (πρωτοχρονιὰ – Ἅγιος Βασίλειος), 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Φώτων), 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα), 1 Μαρτίου (χελιδόνα – χελιδονίσματα), 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), 27 Μαρτίου – 27 Ἀπριλίου (Σάββατο Λαζάρου – λαζαρῖνες – λαζαρίσματα), 28 Μαρτίου – 28 Ἀπριλίου (Κυριακὴ Βαΐων – Σήμερα τὰ βάια καὶ τῶν βαϊῶν), 1 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου (Μ. Πέμπτη – Σήμερα μαῦρος οὐρανός), 2 Ἀπριλίου – 3 Μαΐου (Μ. Παρασκευή), 4 Ἀπριλίου – 5 Μαΐου (Κυριακὴ τοῦ Πάσχα – Χριστὸς γεννήθη, χαρὰ στὸν κόσμο), 14 Μαΐου – 15 Ἰουνίου (Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως – Σήμερον τὰ ἅγια Κούντουρα καὶ αὔριο ἡ Ἀνάληψι), καὶ 21 Μαΐου (Ἅγιος Κωνσταντῖνος). καὶ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἑορτὲς ὑπάρχουν τὰ ἀνάλογα κάλαντα, τὰ προσαρμοσμένα ὄχι μόνο στὴ Χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας (Βασίλειος, Λάζαρος, Κωνσταντῖνος, Βάια, Ἀνάληψι). εἶναι ὅμως παρατηρήσιμο ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ εἶναι ὑποτυπώδης, τὸ δὲ κύριο περιεχόμενο τῶν καλάντων εἶναι εὐχὲς τῶν καλαντιστῶν στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας ποὺ δέχεται τὸ ἄγγελμά τους καὶ μάλιστα εὐχὲς στ΄ ἀνύπαντρα παλληκάρια καὶ κορίτσια τῆς οἰκογενείας γιὰ ἕναν καλὸ ἔρωτα ἢ γάμο, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι νήπια. μερικὲς φορὲς εἶναι καὶ ἄμεση ἐρωτικὴ πρότασι σὲ δεύτερο πρόσωπο. διότι ἀπὸ μιὰ ἄποψι τὰ κάλαντα ἦταν κάποτε καὶ εὐκαιρία καντάδας ἐκ τοῦ συστάδην. καὶ μιὰ τάχαμου τολμηρὴ καντάδα ἦταν καὶ τάχαμου καμουφλαρισμένη ἀνάμεσα στοὺς στίχους τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας, ὅπως περίπου εἶναι κρυμμένες οἱ συλλαβὲς τῶν κορακίστικων ἀνάμεσα στοὺς κορακισμοὺς κε-κε-κε (κε Α κε ὔρι κε ο κε θἄ κε ρθω κε νὰ κε σὲ κε δῶ).
Βαστάει πέννα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.Τὰ κάλαντα σὰν ἔθιμο εἶναι ἀρχαϊκὸ ἑλληνικὸ καὶ ῥωμαϊκό, καὶ μᾶλλον προϊστορικὸ καὶ γιὰ τὰ δύο ἔθνη. σὰν τωρινὸ ἑλληνικὸ εἶναι μιγαδικὸ ἑλληνορρωμαϊκό. ἡ λέξι κάλαντα εἶναι λατινική. στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους. καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ ἀγερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα. λέγονταν βέβαια ἀγερμοὶ (ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι) καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι. ὁ ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του1, ἡ ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν2, ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν3, ἡ θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων4, ἀλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει ἀγερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν. πρὶν ὅμως πῶ γιὰ τοὺς ἀγερμοὺς ἢ κάλαντα, πρέπει νὰ πῶ ὡρισμένα πράγματα γιὰ τὰ ἡμερολόγια τῶν ἀρχαίων. κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τὰ ἡμερολόγια δὲν ἦταν ἀκριβῆ καὶ οἱ ἡμεροδεῖκτες, εἴτε σὰν κρεμαστάρια τοῦ τοίχου εἴτε σὰ σημειωματάρια ἐπιτραπέζια εἴτε σὰ βιβλιαράκια τῆς τσέπης, δὲν ὑπῆρχαν. τὸ ἀρχαιότερο ἡμερολόγιο τοίχου ἢ τραπέζης ἔγραψε κατὰ τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ σύγχρονος τοῦ Ἀριστοτέλους μαθηματικὸς καὶ ἀστρονόμος Εὔδοξος ὁ Κνίδιος. γι΄ αὐτὸ λεγόταν Εὐδόξου Τέχνη. πιὸ μπροστὰ ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ κυρίως ὁ ἀγρότης μάθαινε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους ἢ καὶ τοῦ μηνὸς ὡς ἄγγελμα ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἔλεγαν τὰ κάλαντα. ἀκριβέστερα τὶς ἡμερολογιακὲς ἀλλαγὲς στὸ λαὸ τὶς ἀνακοίνωναν μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέει ὁ ποιητὴς Ἡσίοδος, ἦταν Ἔργα καὶ ἡμέραι, δηλαδὴ Καζαμίας, ἀγροτικὸ ἡμερολόγιο. τὰ παιδιὰ μετέφεραν στὸ λαὸ τὸ μήνυμα τῆς χρονικῆς ἀλλαγῆς μὲ μηνυτήρια κι εὐχετήρια τραγουδάκια, ὁ δὲ λαὸς ἔδινε στοὺς μικροὺς ἀγγελιοφόρους φιλοδωρήματα. στὴν ἀρχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχε νόμισμα, τὰ φιλοδωρήματα ἦταν καρποί, ἰδίως ξηροὶ ἢ λιασμένοι, ἀμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σῦκα, αὐγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλοῦρες, κρασὶ στὸ ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, ἅλας, καὶ διάφορα ἄλλα καλούδια ἀπὸ τὸ κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ. ἀργότερα ἦταν καὶ νομίσματα μικρῆς ἀξίας, ὀβολοὶ καὶ ἡμιώβολα ἢ ἤμαιθα.
Στοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς παιδικοὺς ἀγερμοὺς ἀναφέρονται οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ Ἀριστοφάνης ( Ε΄ π.Χ. αἰ.) Ἔφιππος, καὶ Ἁγνοκλῆς ὁ Ῥόδιος, ὁ ἰαμβικὸς ποιητὴς Φοίνιξ ὁ Κολοφώνιος, ὁ ἱστορικὸς τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θέογνις, οἱ λεξικογράφοι Πάμφιλος Ἀλεξανδρεύς, καὶ Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεύς, ὁ λόγιος ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος, ὁ Ἰωάννης Τζέτζης, καὶ κυρίως ὁ Πλούταρχος (Α΄-Β΄ μ.Χ. αἰ.), ὁ ἀνώνυμος συγγραφεὺς τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος ποὺ ἔγραψε τὸν ψευδηροδότειο Ὁμήρου βίον, ὁ συγγραφεὺς τοῦ Γ΄ αἰῶνος Ἀθήναιος, καὶ ἡ ἀρχαία ἐγκυκλοπαίδεια Σούμμα5. οἱ τέσσερες τελευταῖοι διέσωσαν καὶ τέσσερα πολὺ ἀρχαιότερά τους δημοτικὰ τραγούδια καλάντων, δύο στὴν ἰωνικὴ διάλεκτο τῆς Σάμου καὶ τῆς Κολοφῶνος, ἕνα στὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, καὶ ἕνα στὴν πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ τὴ λεγομένη καὶ ἀττική. τὰ δύο εἶναι ἀρχαιότερα τοῦ 500 π.Χ. καὶ τ᾽ ἄλλα δύο νεώτερα.
Τὸ ἕνα ἔτος ἔχει περίπου 365,24 μέρες, δηλαδὴ τόσες περιστροφὲς τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της περιέχει μία περιφορά της γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔχει 13,37 μῆνες, δηλαδὴ τόσες περιφορὲς τῆς σελήνης γύρω ἀπὸ τὴ γῆ, ἤτοι τόσα διαστήματα ἀπὸ πανσέληνο σὲ πανσέληνο, καὶ 53,5 ἑβδομάδες, δηλαδὴ τόσα τέταρτα τῆς περιφορᾶς τῆς σελήνης ἤτοι τέταρτα τῆς φωτισμένης ἐπιφανείας της. ἐπειδὴ καμμία ἀπὸ τὶς χρονικὲς αὐτὲς μονάδες δὲν εἶναι ἀκριβὴς ὑποδιαίρεσι τῆς ἄλλης, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πάντα περιττὸ ἀριθμό τους ἔχουν καὶ κλάσματα, ὁ ἄνθρωπος ἄργησε νὰ ῥυθμίσῃ τὸ ἡμερολόγιό του ὑποδιαιρώντας τὸ ἔτος σὲ μῆνες καὶ τοὺς μῆνες σὲ μέρες κι ἑβδομάδες. δεύτερη αἰτία ποὺ τὸν δυσκόλευε ἦταν τὸ ὅτι δὲν γνώριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἀκριβῆ χρονικὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, ποὺ εἶναι 365 μέρες, 5 ὥρες, 48΄ λεπτὰ καὶ 47΄΄ δευτερόλεπτα, οὔτε τοῦ μηνὸς οὔτε τῆς ἑβδομάδος. εἶναι τεκμαρτὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ νόμισε ὅτι τὸ ἔτος ἔχει 360 μέρες. γι΄αὐτὸ διῄρεσε τὸν κύκλο καὶ τὸ μοιρογνωμόνιό του σὲ 360 μοῖρες, καὶ ὄχι σὲ 400 ἢ 1000, γι΄αὐτὸ καὶ στὸ παλιότερο ἀριθμητικό του σύστημα, τὸ ἑξαδικό, εἶχε ‘’χιλιάδα‘’ τὸ 360, ‘’ἑκατοντάδα‘’ τὸ 60, καὶ ‘’δεκάδα’’ τὸ 6. ἀργότερα ἦταν ποὺ κατάλαβε ὅτι τὸ ἔτος τραβάει 365 μέρες (κατὰ τὴν προϊστορικὴ ἀκόμη ἐποχή), ἀκόμη ἀργότερα ὅτι τραβάει 365, 25 μέρες (τὸ 46 π.Χ.), καὶ τέλος κατάλαβε ὅτι τραβάει 365,242217 μέρες (τὸ 1580). καὶ τρίτη αἰτία ποὺ δυσκόλευε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνῃ ἕνα ἀκριβὲς ἡμερολόγιο ἦταν τὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ ἤθελε νὰ λαμβάνῃ στὰ σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψι του καὶ τοὺς κύκλους τῆς σελήνης (μῆνες) καὶ ταυτόχρονα νὰ τοὺς ἔχῃ συνήθως 12 (=6+6 ἤτοι δύο “δεκάδες” τοῦ ἑξαδικοῦ ἀριθμητικοῦ συστήματος), ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι 13,37. στὴν ἀρχὴ ἰσοφάριζε τὰ πράγματα παρεμβάλλοντας καὶ δέκατο τρίτο μῆνα, τὸν ἐμβόλιμον (=σφηνωμένο), ὄχι πάντα πετυχημένον στὸ χρονικὸ μῆκος του ἢ στὴ συχνότητα παρεμβολῆς του, ἢ αὐξομειώνοντας τὴ διάρκεια τῶν μηνῶν ἀπὸ 28 μέχρι 35 μέρες. ὁ μακεδονικὸς λ.χ. μήνας Ὑπερβερεταῖος (=ὑπερφερεταῖος , αὐτὸς ποὺ ὑπερφέρει , δηλαδὴ τὸ παρατραβάει) εἶχε 35 μέρες, ἑνῷ οἱ ἄλλοι 11 μῆνες εἶχαν 30 μέρες (30×11=330. 330+35=365). ὅλ΄ αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους 4 αἰῶνες σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ἱστορία του ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἡμερολόγια ποὺ δούλευαν σὰ ῥολόγια ποὺ πηγαίνουν μπροστά. μόνο τὸ προτελευταῖο ἡμερολόγιο, τὸ ἰουλιανὸ τοῦ 46 π.Χ., πήγαινε πίσω κατὰ 11 λεπτὰ καὶ 13 δευτερόλεπτα. κι ὅπως, ὅταν τὸ ῥολόγι πηγαίνῃ μπροστὰ ἢ πίσω, σὲ μεγάλο χρονικὸ διάστημα θὰ δείξῃ τὸ μεσημέρι νὰ εἶναι καὶ 12 ἡ ὥρα, καὶ 1, καὶ 2, καὶ 3, μέχρι καὶ πάλι 12, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ χάσει μία μέρα, ἔτσι καὶ τ᾽ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἔδειχναν τὸ καλοκαίρι καὶ Ἰούλιο μῆνα, καὶ Ὀκτώβριο, καὶ Φεβρουάριο, καὶ Μάιο, καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλο μῆνα. τὸ ἀτελέστατο λ.χ. αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο, σὲ παράλληλη χρῆσι μὲ τὸ τότε ἑλληνικὸ ἡμερολόγιο τοῦ Μέτωνος, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, τὸ 323 π.Χ., ἔδειχνε τὴν 1 τοῦ μηνός του Θώθ, τὴν πρωτοχρονιά του, στὶς 28 Ὀκτωβρίου, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ἡ Κλεοπάτρα, τὸ 31 π.Χ., ἔδειχνε τὴν ἴδια ἡμερομηνία του στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ μετωνείου ἡμερολογίου, καὶ τὸ 140 μ.Χ. τὴν ἔδειχνε στὶς 20 Ἰουλίου. διότι πήγαινε μπροστά. καὶ πήγαινε μπροστά, ἐπειδὴ ἦταν κοντό, μικρότερο ἀπὸ 365 μέρες.
Ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἤδη ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶχε παρατηρήσει ἐπίσης καὶ τὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ποὺ τὸ χωρίζουν σὲ τέσσερα τέταρτα (ἑποχές), τὶς δύο δηλαδὴ ἰσημερίες, ἑαρινὴ καὶ φθινοπωρινή, καὶ τὰ δύο ἡλιοστάσια, τὸ χειμερινὸ μὲ τὴ μέγιστη νύχτα τῆς χρονιᾶς, καὶ τὸ θερινὸ μὲ τὴ μέγιστη μέρα. εἶναι εὐνόητο ὅτι αὐτὰ τὰ διαπίστωνε παρατηρώντας ποιό εἶναι τὸ βορειότερο καὶ ποιό τὸ νοτιώτερο σημεῖο τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, στὰ δόντια τῶν ὀροσειρῶν τοῦ ὁρίζοντος δηλαδή, ὅπου φτάνει ὁ ἥλιος (ἡλιοστάσια), καὶ ποιά εἶναι τὰ μεσαῖα (ἰσημερίες). τὰ σημεῖα αὐτά, μὲ τὸ σημερινὸ ἡμερολόγιο, σὲ ἔτος δίσεκτο ποὺ εἶναι τὸ ἔτος τὸ χωρὶς ὑπόλοιπα κλάσματα ἡμερονυκτίου καὶ ἐκκρεμότητες, βρίσκονται στὶς 20 Μαρτίου, 21 Ἰουνίου, 22 Σεπτεμβρίου, καὶ 21 Δεκεμβρίου. ἡ μόνη ἀκαταστασία τοῦ σημερινοῦ ἡμερολογίου εἶναι ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους στὴ μέγιστη νύχτα του, δηλαδὴ τὴν πρωτοχρονιὰ στὶς 22 Δεκεμβρίου. πρέπει δηλαδὴ τὸ ἔτος νὰ τραβηχτῇ ἄλλες 10 μέρες μπροστά, ὥστε ἡ σημερινὴ 22 Δεκεμβρίου ἑνὸς δισέκτου ἔτους νὰ γίνῃ 1 Ἰανουαρίου. καὶ τὸ μῆκος τοῦ κάθε μηνὸς ἀνὰ τριμηνία νὰ ὁριστῇ τόσο, ὥστε τὰ τέσσερα ἐν λόγῳ σημεῖα τοῦ ἔτους νὰ πέφτουν στὴν τελευταία μέρα τῶν μηνῶν Δεκεμβρίου, Μαρτίου, Ἰουνίου, καὶ Σεπτεμβρίου.
Τέλος κατὰ τὴν ἀρχαιότητα δὲν ὥριζαν ὡς ἀρχὴ τοῦ ἔτους τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, τὸ χειμερινὸ δηλαδὴ ἡλιοστάσιο, ὅπως περίπου γίνεται τώρα, ἀλλὰ προτιμοῦσαν τὶς δυὸ ἰσημερίες, τὴν ἐαρινὴ πιὸ πολὺ σὰν πρωΐ τοῦ ἔτους, ἢ λιγώτερο τὴ φθινοπωρινὴ σὰ δειλινὸ τοῦ ἔτους καὶ τέλος τοῦ κύκλου τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν. διότι ὁ χειμώνας εἶναι, ἂς ποῦμε, ἡ νύχτα τοῦ ἔτους, τὸ δὲ καλοκαίρι ἡ μέρα. καὶ διότι καὶ τὸ εἰκοσιτετράωρο ἡμερονύκτιο οἱ ἀρχαῖοι τὸ ἄρχιζαν ἢ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἢ συνηθέστερα ἀπὸ τὴ δύσι του, σημεῖα ποὺ δὲν εἶναι σταθερά. ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι τὰ σταθερὰ σημεῖα τοῦ εἰκοσιτετραώρου εἶναι μόνο τὸ μεσονύκτιο καὶ τὸ μεσημέρι, καὶ ὅτι, ἀφοῦ τὸ μεσονύκτιο εἶναι καὶ τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, εἶναι καὶ ἡ καλλίτερη ἀρχή του καὶ τέλος του.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὅταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὡριζόταν μιὰ ἑορτὴ σὲ μιὰ ἡμερομηνία, λ.χ. τὴν 1 Μαρτίου, καθὼς τὸ ἡμερολόγιο πήγαινε σὰ χαλασμένο ῥολόγι πότε μπροστὰ καὶ πότε πίσω, αὐτὴ ἡ 1η Μαρτίου ἄλλοτε ἔφτανε στοὺς καύσωνες τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἄλλοτε στοὺς παγετοὺς τοῦ χειμῶνος. ὀνομαστικὰ ἦταν πάντοτε ἡ 1η Μαρτίου, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἔφτανε σχεδὸν σ᾽ ὁποιαδήποτε ἐποχή. ὅταν οἱ ἀστρονόμοι, οἱ ὅποιοι ἀστρονόμοι τῆς κάθε ἐποχῆς, διώρθωναν τὸ ἡμερολόγιο, οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐπέμεναν στὴν 1η Μαρτίου μὲ τὸ παλιό, ὅπως λ.χ. καὶ οἱ σημερινοὶ παλαιοημερολογῖτες ἔχουν τὴν 1η Μαρτίου τους στὶς 14 Μαρτίου. ἔτσι καὶ στὴν ἀρχαιότητα ἡ 1η Μαρτίου γιὰ τοὺς κατὰ καιροὺς παλαιοημερολογῖτες, ποὺ εἶναι σχεδὸν πάντα οἱ δεισιδαίμονες θρῆσκοι, ἔπεφτε καὶ στὶς 25 Μαρτίου καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου καὶ στὶς 21 Ἀπριλίου, ἡ δὲ 1η Ἰανουαρίου ἔπεφτε καὶ στὶς 24 ἢ 25 Δεκεμβρίου καὶ στὶς 5 ἢ 6 Ἰανουαρίου. σ᾽ αὐτὲς κυρίως τὶς ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες καὶ παλαιοημερογιτικὲς ἐμμονὲς ὀφείλονται τὰ κάλαντα (κάλαντα = kalendae = νουμηνία, νεομηνία, πρωτομηνιὰ) τῶν Χριστουγέννων ἢ τῆς παραμονῆς των, τῶν Φώτων ἢ τῆς παραμονῆς των, τοῦ Λαζάρου, τῶν Βαΐων, τοῦ Πάσχα, κλπ.. ἀρχικὰ ἦταν κάλαντα τῆς 1 ΄Ιανουαρίου ἢ τῆς 1 Μαρτίου (παλιᾶς πρωτοχρονιᾶς). ἀλλὰ προέτρεξα.
Τὰ παιδιὰ τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ῥωμαίους ὁ λόγος, στὴν ἀρχὴ ἔλεγαν τὰ κάλαντα (=μήνυμα καὶ εὐχὲς νεομηνίας) κάθε πρωτομηνιά. κι αὐτὸ τὸ μνημονεύει ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου, ποὺ γράφει ὅτι δῆθεν ὁ φτωχὸς Ὅμηρος, παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλεῖται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων6. ἀργότερα, κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐποχή, ὅταν τὰ ἡμερολόγια ἦταν προγράμματα καταγραφόμενα, τὰ κάλαντα τῶν παιδιῶν περιωρίστηκαν ἢ στὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ἰσημερίες καὶ ἡλιοστάσια, ἢ στὶς κατὰ καιροὺς πρωτοχρονιές, ποὺ ἦταν τοποθετημένες ἡ κάθε μιὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ σημεῖα. στὴν Ἑλλάδα λ.χ. πρὶν ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. εἶχαν τὴν πρωτοχρονιὰ στὴ φθινοπωρινὴ ἰσημερία ( 1 Ὀκτωβρίου ἢ καὶ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή), ἐνῷ ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. ὁ μεγάλος μαθηματικὸς Μέτων, ποὺ ἔκανε τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τρία τελευταῖα καὶ τελειότερα ἡμερολόγια (μετώνειο τοῦ Μέτωνος, ἰουλιανὸ τοῦ Σωσιγένους, γρηγοριανὸ τοῦ Lilio), τοποθέτησε τὴν πρωτοχρονιὰ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία (31 Μαρτίου ἢ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή). γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχουμε διασωσμένα κάλαντα καὶ φθινοπωρινὰ ἢ σεπτεμβριάτικα, καὶ ἐαρινὰ ἢ μαρτιάτικα. δὲν ἔχουμε χειμερινὰ καὶ θερινὰ διασωσμένα τραγούδια καλάντων οὔτε μαρτυρίες γιὰ τέτοια.
Οἱ Ῥωμαῖοι πολὺ σωστὰ ἤδη τὸ 153 π.Χ.7 ὥρισαν ὡς πρωτοχρονιὰ τὴν 1 Ἰανουαρίου, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἢ περίπου τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, ποὺ εἶναι τὸ μεσονύκτιο τοῦ ἔτους, ἡ μέγιστη νύχτα του. κι ἐνῷ πῆγαν ἐκεῖ καὶ τὰ κάλαντα, παρέμειναν καὶ στὴν παλιὰ πρωτοχρονιά τους τὴν 1 Μαρτίου. ὅταν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἐθιμικὸ καθεστὼς διήνυε τὸ δεύτερο αἰῶνα τῆς διαρκείας του, τότε ἦρθε ὁ Χριστιανισμός. ἔτσι μέσα στὸ δικό του κλῖμα, τὸ κάπως μεταγενέστερο βέβαια, μπῆκε κι ἐπιβίωσε καὶ τὸ ἐθιμικὸ αὐτὸ καθεστώς. μὲ αἰτία τὶς προειρημένες ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες τὰ μὲν κάλαντα τῆς 1 Ἰανουαρίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 24 καὶ 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα καὶ παραμονή τους) καὶ στὶς 5 καὶ 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα καὶ παραμονή τους), τὰ δὲ κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), καὶ μέσα σ᾽ ὅλο τὸν Ἀπρίλιο (Σάββατο τοῦ Λαζάρου, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα). γιὰ τὰ κάλαντα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) δὲν φαίνεται ἂν εἶναι ἔσχατα σημεῖα διασπορᾶς τῶν καλάντων τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ἢ πρώιμα σημεῖα διασπορᾶς κάποιων πολὺ ἀρχαιοτέρων καλάντων τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου ἢ κάποιας θερινῆς πρωτοχρονιᾶς (21 Ἰουνίου). πάντως, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες λαογραφικὲς ἔρευνες, στὸν ἑλληνικὸ χῶρο κάλαντα λέγονται στὶς 24 Δεκεμβρίου (κόλιντα παραμονῆς Χριστουγέννων), 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα), 1 Ἰανουαρίου (πρωτοχρονιὰ – Ἅγιος Βασίλειος), 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Φώτων), 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα), 1 Μαρτίου (χελιδόνα – χελιδονίσματα), 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), 27 Μαρτίου – 27 Ἀπριλίου (Σάββατο Λαζάρου – λαζαρῖνες – λαζαρίσματα), 28 Μαρτίου – 28 Ἀπριλίου (Κυριακὴ Βαΐων – Σήμερα τὰ βάια καὶ τῶν βαϊῶν), 1 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου (Μ. Πέμπτη – Σήμερα μαῦρος οὐρανός), 2 Ἀπριλίου – 3 Μαΐου (Μ. Παρασκευή), 4 Ἀπριλίου – 5 Μαΐου (Κυριακὴ τοῦ Πάσχα – Χριστὸς γεννήθη, χαρὰ στὸν κόσμο), 14 Μαΐου – 15 Ἰουνίου (Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως – Σήμερον τὰ ἅγια Κούντουρα καὶ αὔριο ἡ Ἀνάληψι), καὶ 21 Μαΐου (Ἅγιος Κωνσταντῖνος). καὶ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἑορτὲς ὑπάρχουν τὰ ἀνάλογα κάλαντα, τὰ προσαρμοσμένα ὄχι μόνο στὴ Χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας (Βασίλειος, Λάζαρος, Κωνσταντῖνος, Βάια, Ἀνάληψι). εἶναι ὅμως παρατηρήσιμο ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ εἶναι ὑποτυπώδης, τὸ δὲ κύριο περιεχόμενο τῶν καλάντων εἶναι εὐχὲς τῶν καλαντιστῶν στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας ποὺ δέχεται τὸ ἄγγελμά τους καὶ μάλιστα εὐχὲς στ΄ ἀνύπαντρα παλληκάρια καὶ κορίτσια τῆς οἰκογενείας γιὰ ἕναν καλὸ ἔρωτα ἢ γάμο, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι νήπια. μερικὲς φορὲς εἶναι καὶ ἄμεση ἐρωτικὴ πρότασι σὲ δεύτερο πρόσωπο. διότι ἀπὸ μιὰ ἄποψι τὰ κάλαντα ἦταν κάποτε καὶ εὐκαιρία καντάδας ἐκ τοῦ συστάδην. καὶ μιὰ τάχαμου τολμηρὴ καντάδα ἦταν καὶ τάχαμου καμουφλαρισμένη ἀνάμεσα στοὺς στίχους τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας, ὅπως περίπου εἶναι κρυμμένες οἱ συλλαβὲς τῶν κορακίστικων ἀνάμεσα στοὺς κορακισμοὺς κε-κε-κε (κε Α κε ὔρι κε ο κε θἄ κε ρθω κε νὰ κε σὲ κε δῶ).
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή, δὲς κι ἐμὲ τὸ παλληκάρι.
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὰ κάλαντα ἢ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ὀνομασίες των εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα, ἦταν μόνο κοινωνικὰ καὶ ἀγροτικὰ – ἡμερολογιακὰ καὶ παιδικά, χωρὶς κανένα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. θρησκευτικὰ στοιχεῖα, εἰδωλολατρικὰ πρῶτα κι ἔπειτα χριστιανικά, μπῆκαν σ᾽ αὐτὰ μόνο σὲ χρόνια ὄψιμα. ἔτσι βλέπουμε στὰ μὲν ἀρχαϊκὰ καὶ ἔντονα διαλεκτικὰ ἑλληνικὰ χελιδονίσματα καὶ εἰρεσιώνας ν᾽ ἀπουσιάζῃ κάθε ἴχνος θρησκευτικοῦ στοιχείου, στὸ δὲ ὀψιμώτερο κορώνισμα νὰ ἐμφανίζωνται ὁ Ἀπόλλων σὰν πατέρας τῆς Κορώνης καὶ οἱ θεοὶ σὰν ἐκτελεσταὶ τῶν εὐχῶν, κι αὐτοὺς ὅλους ἀργότερα νὰ τοὺς ὑποκαθιστοῦν οἱ ἅγιοι Βασίλειος, Λάζαρος, καὶ Κωνσταντῖνος.
Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐθιμικὴ συνήθεια λεγόταν κατ᾽ ἀρχὴν ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς στολισμένο μὲ μιὰ τούφα εἶρος8 ἤτοι ἔριον (=μαλλί) – γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε λεγόταν καὶ εἰρεσιώνη9 – καὶ μὲ διαφόρους πρόσθετους καρποὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἄφθονοι κατὰ τὴ φθινοπωρινὴ καὶ σεπτεμβριάτικη ἰσημερία, ἰδίως ῥόδια, κυδώνια, σῦκα, καὶ σταφύλια. αὐτὸ τὸ κλωνάρι, τὴν εἰρεσιώνη, τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν πόρτα τους καὶ τὸ κρατοῦσαν ὅσο περισσότερον καιρὸ μποροῦσαν, ὅπως τώρα κρεμοῦν τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς. ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν εἰρεσιώνη κατάγονται τόσο τὰ κρεμαστάρια ῥοδιῶν καὶ κυδωνιῶν στὸ ταβάνι τοῦ νεοελληνικοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ, ὅσο καὶ ὁ γαμήλιος φλάμπουρας τῶν Σαρακατσάνων ποὺ ἔχει στὰ ἄκρα του μπηγμένα μῆλα. ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη τὴν κρεμοῦσαν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν νὰ τραγουδήσουν τὴν εἰρεσιώνη – κάλαντα. γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῶν καλάντων, ποὺ λεγόταν εἰρεσιώνη 10, εἶναι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς.
Χελιδονίσματα λέγονταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδὴ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν περιερχόμενα στὰ σπίτια καὶ δεχόμενα φιλοδωρήματα, κυρίως ἀνήγγελλαν τὸν ἐρχομὸ τῆς ἀποδημητικῆς χελιδόνος. καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ λέγονταν χελιδονισταί 11. καὶ μέχρι σήμερα ἡ χελιδόνα τραγουδιέται ἀπὸ τὰ παιδιὰ σὰν κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, οἱ δὲ σημερινοὶ χελιδονισταὶ ἔχουν μιὰ ξύλινη χελιδόνα ποὺ τὴν περιστρέφουν σὲ ἄξονα μὲ ἑλκόμενο κορδόνι πάνω σὲ μιὰ ξύλινη τρουλλοειδῆ βάσι στολισμένη μὲ πρώιμα λουλούδια. τὸ ἴδιο πρέπει, νομίζω, νὰ ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι χελιδονισταί. τὰ ἴδια ἐαρινὰ κάλαντα σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος λέγονταν κορωνίσματα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν κορωνισταί 12, ἐπειδὴ ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδοῦσαν τὴν κορώνη (=κουρούνα), ἐπίσης ἀποδημητικὸ πτηνὸ καρακοειδές. στὸ μοναδικὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κορώνισμα, ποὺ διασώθηκε, φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ κορωνισταὶ κρατοῦσαν κι ἔπαιζαν ὁμοίωμα κορώνης, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ συμπέρανα προηγουμένως ὅτι τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὴ χελιδόνα, πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ μαρτυρεῖται ὡς ἐπιβίωσι καὶ στὴ νεοελληνικὴ παιδικὴ ἐθιμικὴ πρακτική. ὅσο γιὰ τὸ Λάζαρο, ποὺ τραγουδοῦν οἱ λαζαρῖνες στὰ λαζαρίσματά τους, εἶναι, νομίζω, διασκευὴ καὶ μεταπήδησι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Ἡλίου (Ἀπόλλωνος), ἢ ἴσως καὶ Ἡλαζάρου κάποτε λεγομένου, ὅπως κι ὁ Ἁη Λιᾶς ἢ Ἠλίας, ποὺ τὰ ἐξωκκλήσια του εἶναι συνήθως σὲ βουνοκορφὲς (Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν Ἁη Λιᾶ), εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ θεὸς Ἥλιος, ποὺ λατρευόταν στὰ ὑψηλὰ καὶ στὶς βουνοκορφές, ὅπως κατ᾽ ἐπανάληψι μαρτυρεῖται καὶ στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν τῆς Π. Διαθήκης. ἀλλὰ καὶ ὁ λεγόμενος Τίμιος Πρόδρομος, ποὺ στὰ «γενέθλιά του» κατὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Ἰουνίου, ἀνάβουν καὶ πηδοῦν φωτιὲς (ἐκφυλισμένες βακχικὲς ὀργιαστικὲς πυροβασίες ποὺ τραβήχτηκαν καὶ ἕνα μῆνα πιὸ μπροστὰ στὶς 21 Μαΐου τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης) καὶ ὁ δῆθεν Χριστὸς ποὺ τὴν παραμονὴ τῶν «γενεθλίων του» κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Δεκεμβρίου, ἀνάβουν πάλι φωτιὲς καὶ στὴ Φλώρινα καὶ σ᾽ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, (ἐνῷ ὁ ἀληθινὸς Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι βεβαιωμένο καὶ μαρτυρημένο ὅτι γεννήθηκε στὶς 5 Σεπτεμβρίου), δὲν εἶναι, λέω γιὰ τοὺς ἑορταζομένους στὶς 24 Ἰουνίου καὶ Δεκεμβρίου μὲ φωτιές, δὲν εἶναι παρὰ ὁ εἰδωλολατρικὸς θεὸς Ἥλιος ἢ Ἀπόλλων ἢ Διόνυσος – Βάκχος ἢ ῥωμαϊκὸς Σάτυρος (Σατῦρνος – Saturnus = Ἐπιβήτωρ). πρόκειται γιὰ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς μεταμφιεσμένες σὲ χριστιανικές. ἀλλ᾽ αὐτὰ τῶν δυὸ ἡλιοστασίων μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὶς ἐκφυλισμένες πυροβασίες δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὰ κάλαντα. τ΄ ἀνέφερα μόνο σὰ δείγματα μεταμφιέσεως εἰδωλολατρικῶν θεῶν καὶ σατύρων σὲ χριστιανικοὺς ἁγίους. τέτοια περίπτωσι θέλω νὰ πῶ, μόνον ὡς πρὸς τὸ ὄνομα, εἶναι καὶ ὁ Λάζαρος τῶν λαζαρισμάτων. ὄχι ὅμως καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀγερμόν.
Κατὰ τὴ ῥωμαϊκὴ ἐποχή, δηλαδὴ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ βυζαντινή, αἱ εἰρεσιῶναι καὶ τὰ χελιδονίσματα ἢ κορωνίσματα ἔγιναν κάλανδα ἢ κάλαντα 13 ἢ μὲ κάποια γλωσσικὴ φθορὰ κόλιντα 14 ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς kalendae (=νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς —Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά— , ἀγγελτήρια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ μηνὸς ἢ τῆς χρονιᾶς). καὶ ἔτσι μὲ τὴ λατινική τους ὀνομασία ἔμειναν μέχρι σήμερα. καὶ τραβήχτηκαν ὡς κάλαντα καὶ στὴ νεώτερη πρωτοχρονιὰ τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, τὴν 1 Ἰανουαρίου καὶ τὰ πέριξ.
στὴ συνέχεια παραθέτω, μεταφράζω, καὶ σχολιάζω τὰ τέσσερα σῳζόμενα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ προρρωμαϊκὰ κάλαντα, ἤτοι δύο εἰρεσιώνας ἕνα χελιδόνισμα, καὶ ἕνα κορώνισμα. ἀπ΄ ὅ,τι ξέρω, μέχρι σήμερα, οὔτε τὰ προσδιώρισε κανεὶς πρὶν ἀπὸ μένα ὡς κάλαντα, οὔτε τὰ μετέφρασε, οὔτε κἂν τὰ περισυνέλεξε σὲ σῶμα.
1. Εἰρεσιώνη α΄
Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο,
ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
Αὐταὶ ἀνακλίνεσθε θύραι. πλοῦτος γὰρ ἔσεισι
πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυῖα,
5 εἰρήνη τ᾽ ἀγαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστὰ μὲν εἴη,
κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατὰ καρδόπου ἕρποι μᾶζα,
τοῦ παιδὸς δὲ γυνὴ κατὰ διφράδα βήσεται ὕμμιν,
ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα,
αὐτὴ δ᾽ ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυῖα.
10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ………………………………..
εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙
οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν.
Μετάφρασι
Μπαίνουμε μὲς στ᾽ ἀρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλληκάρι σας ἡ νύφη νἄρθῃ θρονιασμένη σὲ θρονί,
ἡμίονοι σκληροπόδαροι στὸ σπιτικὸ αὐτὸ νὰ σᾶς τὴν κουβαλήσουν,
καὶ νὰ ὑφαίνῃ πανὶ σὲ ἀργαλειὸ μὲ χρυσάργυρες πατῆθρες.
σοὔρχομαι σοῦ ξανάρχομαι σὰ χελιδόνι κάθε χρόνο
καὶ στὴν αὐλόθυρά σου στέκομαι . ……………………………………
………………………………………………………………………………..
Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσῃς τίποτα, καλὰ καὶ καμωμένα,
εἰ δὲ μή, δὲν θὰ στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα.
γιατὶ ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί σου.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου καὶ ἡ Σούμμα 15. δημοτικὸ τῆς Σάμου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ποὺ ἴσως φτάνει καὶ μέχρι τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ ἰωνικὴ τῆς Σάμου. δακτυλικὸ ἑξάμετρο, μέτρο τῆς ἐπικῆς ποιήσεως σὲ κατ΄ οὐσίαν λυρικὸ κομμάτι, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ χρόνο ἀρχαιότερο ἀπὸ τὴν ἄνθησι τῆς τυπικῆς λυρικῆς ποιήσεως καὶ θυμίζει τὰ λεγόμενα Προοίμια ἢ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι στὴν οὐσία τους λυρικά. ἀπουσία κάθε ἴχνους θρησκείας, καθὼς καὶ νομίσματος. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. ὁ συντάκτης τοῦ Βίου, ὁ ὁποῖος τόσο τὸ κομμάτι αὐτὸ ὅσο καὶ πολλὰ ἄλλα ἀρχαϊκὰ ἀδέσποτα καὶ δημοτικά, ἐπικὰ στὸ μέτρο καὶ λυρικὰ στὴν οὐσία, ὅλα σὲ ἰωνικὴ διάλεκτο, προσπαθεῖ νὰ τὰ περάσῃ ὅλα σὰ χάντρες στὸ νῆμα τοῦ Βίου, προφανῶς γιὰ νὰ τὰ περισώσῃ καὶ γιὰ νὰ αἰτιολογήσῃ τὴν ὕπαρξί τους στὴν παράδοσι, στὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν εἰρεσιώνη αὐτὴ λέει ὅτι τὴν τραγουδοῦσε ὁ τυφλὸς καὶ φτωχὸς Ὅμηρος στὴ Σάμο ἀπὸ ἀρχοντικὸ σὲ ἀρχοντικό, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν κι αὐτὰ μαζί του. στὰ ἐπιλεγόμενα ὅμως γιὰ τὸ τραγούδι λέει˙ Ἤιδετο δὲ τάδε τὰ ἔπεα ἐν τῇ Σάμῳ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν παίδων, ὅτε ἀγείροιεν ἐν τῇ ἑορτῇ τοῦἈπόλλωνος. ἡ ἑορτὴ αὐτὴ πιθανῶς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, διότι τέτοια μέρα ἦταν εὐνόητο νὰ ἑορτάζεται ὁ Ἀπόλλων – Ἥλιος. αὐτὸ φυσικὰ δείχνει ὄχι τὴν ἀρχικὴ πραγματικότητα, ἀλλ᾽ ἐκείνη τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος, ὅταν βρῆκε καὶ περισυνέλεξε τὸ ᾆσμα ὁ συντάκτης τοῦ Βίου. ἡ ἑορτὴ ὁρίζεται ἢ μετασκευάζεται καὶ σὲ μεταγενέστερο χρόνο. ἐπίσης ὁ στίχος 10 μὲ τὴν ἀπροσδόκητη καὶ σαφῶς ἀταίριαστη ἀναφορὰ τῆς χελιδόνος εἶναι προφανῶς προσθήκη ἢ διασκευὴ νεώτερη τοῦ 432 π.Χ., ὅταν ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὁπότε ἡ εἰρεσιώνη αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς χελιδόνισμα. στὸ κείμενο τῆς Σούμμας ἡ προσθήκη ἔχει καὶ προέκτασι μὲ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ συνεπῶς εἰσδοχὴ θρησκευτικοῦ στοιχείου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὄψιμη ἐποχή. ὅλη μαζὶ ἡ προσθήκη ἔχει ὡς ἑξῆς.
10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ψιλὴ πόδας. ἀλλὰ φέρ᾽ αἶψα
πέρσαι τῷ Ἀπόλλωνος γυιάτιδος ………………..
2. Εἰρεσιώνη β΄
Εἰρεσιώνῃ σῦκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.
Μετάφρασι
Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα 16. δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. ἡ μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη. σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται. ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος, ἴσως ὅμως συμπτωματική, ὀφειλόμενη στὸ ὅτι πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀπόσπασμα˙ ἂν πρόκηται γιὰ τέτοιο. ἡ καταγωγὴ τοῦ τραγουδιοῦ ἀνεβάζεται μέχρι τὸ Θησέα τόσο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ὅσο κι ἀπὸ τὴ Σούμμα, ἡ ὁποία ἴσως ἀντλεῖ ἀπ΄ αὐτόν. στὴ Σούμμα λέγεται ὅτι τραγουδιόταν στὴν Ἀθήνα κατὰ τὶς ἑορτὲς Πυανέψια τοῦ Ἀπόλλωνος (7 Πυανεψιῶνος = 22 Ὀκτωβρίου, περίπου φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιὰ) καὶ Θαργήλια τοῦ Ἡλίου καὶ τῶν Ὡρῶν (=ἐποχῶν τοῦ ἔτους) (7 Θαργηλιῶνος = 22 Μαΐου, ἴσως ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, ἴσως καὶ θερινὸ ἡλιοστάσιο. περίπου δηλαδή). πάντως οὔτε ὁ Πλούταρχος οὔτε ὁ συντάκτης τοῦ σχετικοῦ λήμματος τῆς Σούμμας φαίνονται νὰ γνωρίζουν ἢ ν᾽ ἀντιλαμβάνωνται ὅτι ἡ εἰρεσιώνη ἦταν, κατ᾽ ἀρχὴν τοὐλάχιστο, αὐτὸ ποὺ λέμε τώρα κάλαντα. ἡμίονος ἐδῶ ἐννοεῖται ὁ φυσικὸς καὶ γόνιμος ἡμίονος (κυπραίικο γαϊδούρι) (Βίβλος, Γε 45, 23˙ Β’ Βα 13, 29. Ὅμηρος, Β 852˙ Η 333), κι ὄχι τὸ ἄγονο ὑβρίδιο ‘’μουλάρι’’, ποὺ λεγόταν οὐρεύς (Ὅμηρος, Α 50˙ Ω 702).
3. Χελιδόνισμα
Ἦλθ΄ ἦλθε χελιδὼν
καλὰς ὥρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
5 ἐπὶ νῶτα μέλαινα.
Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου
οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνιστρον.
καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκηθίταν οὐκ ἀπωθεῖται.
Πότερ᾽ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα;
10 εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες.
ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον
ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν.
μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις.
15 ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι.
οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία.
Μετάφρασι
Ἦρθε ἦρθε ἡ χελιδόνα,
φέρνει τὸν καλὸ καιρό,
φέρνει τὴν καλὴ χρονιά.
εἶναι ἄσπρη στὴν κοιλιά,
μαύρη στὴ ῥάχι ἑπάνω.
Κύλα κατὰ δῶ ἕναν πελτὲ σύκου ἀπ᾽ τὸ σπιτικὸ τὸ γεμάτο καλούδια.
κέρνα μας ἕνα ποτήρι κρασί, δός μας κι ἕνα πανέρι τυρί.
ἡ χελιδόνα δὲν λέει ὄχι καὶ στὰ σταρόψωμα καὶ στὴν κουλούρα.
Τί λές; θὰ μᾶς δώσῃς ἢ νὰ φύγουμε;
κι ἂν μὲν μᾶς δώσῃς, καλὰ καὶ καμωμένα.
ἂν ὅμως δὲν μᾶς δώσῃς, δὲν θὰ περάσῃ ἔτσι.
ἢ τὴν αὐλόπορτα σοῦ σηκώνουμε ἢ τὸ στέγαστρό της,
ἢ τὴν κοπελλάρα ποὺ κάθεται στὸ σπίτι μέσα.
εἶναι μικρούλα βέβαια, ἀλλὰ τόσο τὸ καλλίτερο,
γιὰ νὰ τὴ σηκώνουμε κι ἐμεῖς ἀκόμη εὐκολώτερα.
κι ἂν φέρῃς νὰ μᾶς δώσῃς κάτι, νἆναι κάτι μεγάλο.
ἔλα ἄνοιξε τὴν πόρτα σου μπροστὰ στὴ χελιδόνα.
δὲν εἴμαστε γέροι ἄνθρωποι, εἴμαστε παιδάκια.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Ἀθήναιος καὶ ἀποσπασματικὰ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ποὺ ὁμολογουμένως ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο17. ὁ δὲ Ἀθήναιος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ μὴ σῳζόμενο σήμερα ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θεόγνιδος Περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν, βιβλίον β΄. δημοτικὸ τῆς Ῥόδου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ἀλλὰ καὶ μὲ κομμάτια μεταγενέστερα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Μέτωνος κατὰ τὸ 432 π.Χ.. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, μέτρα λυρικῆς ποιήσεως, ᾆσμα διαιρούμενο κατὰ τὴ γνώμη μου σὲ τρεῖς στροφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία εἶναι τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα, μία τὰ αἰτήματα τῶν χελιδονιστῶν, καὶ μία οἱ ἀπειλές των σὲ περίπτωσι μὴ ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τους. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μέρος καὶ προέρχονται ἀπὸ εἰρεσιώνη φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς. τὸ δείχνουν τὰ καλούδια ποὺ ζητοῦν τὰ παιδιά. ἡ α΄ στροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι καὶ σὲ διαφορετικὸ μέτρο, καὶ οἱ δύο παρακάτω ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος εἶναι τὸ νεώτερο κομμάτι τὸ προστεθειμένο μετὰ τὸ 432 π.Χ. καὶ ἀναφέρονται σὲ ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά. εἶναι τὸ κυρίως χελιδόνισμα. ὁ Θέογνις ἔλεγε ὅτι τραγουδιόταν στὴ Ῥόδο κατὰ τὸ μῆνα Βοηδρομιῶνα (= 15 Σεπτεμβρίου – 15 Ὀκτωβρίου, ἀκριβῶς φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά), πρᾶγμα ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἐκπλήσσει, ἀφοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἔλευσι τῆς χελιδόνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ σκέψι μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καὶ προσαρμοστικὴ προσθήκη καὶ διασκευὴ ποὺ εἶπα προηγουμένως. ὁ Ἀθήναιος λέει ὅτι τὸν ἀγερμὸν αὐτὸν τὸν κατέδειξε πρῶτος ὁ Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, ἕνας δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς λεγομένους ἑπτὰ σοφούς, ποὺ φέρονται νὰ ἔζησαν γύρω στὸ 600 π.Χ.. ἀσφαλῶς τόσο ἀρχαῖες μποροῦν νὰ εἶναι μόνο οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν προμετώνειο εἰρεσιώνη, καὶ ὄχι τὸ χελιδόνισμα τῆς α΄ στροφῆς. σ᾽ ὅλο τὸ ᾆσμα εἶναι βέβαιη ἡ ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος. ἄξια σημειώσεως εἶναι τὸ ἀστεῖο παιδικὸ θράσος τῶν χελιδονιστῶν καὶ ἡ ἐπίσης ἀστεία καὶ ἀπαιτητικὴ παιδικὴ ἀπειλή τους . «Ἢ μᾶς δίνεις ὅ,τι ἀπαιτοῦμε, ἢ σοῦ χαλᾶμε τὴν αὐλόπορτα καὶ …ἀπάγουμε καὶ τὴν κοπελλάρα τοῦ σπιτιοῦ (προφανῶς νεογνό!) . κι ἂν εἶναι καὶ μικρή, τόσο τὸ καλλίτερο. νὰ μποροῦμε καὶ νὰ τὴ σηκώσουμε!». ἔμμεσο ἐγκώμιο τῆς ὀμορφιᾶς τῆς μικρῆς, πού, ἀπὸ τώρα κιόλας, γίνεται στόχος ἐρωτικῶν ἀπαγωγέων! καὶ στὰ σημερινὰ κόλιντα τῆς Τερπνῆς Σερρῶν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπειλῆς. ὑπάρχουν τρία στοιχεῖα. α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές, β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.
α΄. Κόλιντα, μπάμπω, κόλιντα! (ἄγγελμα)
τρεῖς χιλιάδις πρόβατα,
κι ἄλλα τόσα γίδια. (εὐχὲς)
β΄. Δῶσι, κυρά, καρύδια,….
δῶσι κι ἄλλα,… (θρασὺ αἴτημα)
γ ΄. Νὰ μὴ σὶ σπάσου τὰ κιραμίδια!
νὰ μὴ σὶ σπάσου τ᾽ σκάλα ! (ἀπειλή).
εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ διατηρήθηκαν τόσους αἰῶνες. ὑπ᾽ ὄψιν δὲ ὅτι καὶ ἡ Τερπνή, ὅπως ἡ Ῥόδος, ἦταν μέρος δωρικό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς τοπικῆς της λαλιᾶς ἀσαμόραστος καὶ μᾶκος (σᾶμα-σῆμα, μάκων-μήκων. βλ. Λεξικὸ τοῦ Ν. Πασχαλούδη). ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Μακεδόνες ἦταν Δωριεῖς, ἀφοῦ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στ᾽ ὄνομά τους φαίνεται τὸ δωρικὸ μᾶκος (=μῆκος, ψηλὸ ἀνάστημα).
4. Κορώνισμα
Ἐσθλοί, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων
τῇ παιδί τἀπόλλωνος ἢ λέκος πυρῶν
ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιθον ἢ ὅτι τις χρῄζει.
δότ᾽, ὦγαθοί, <τι> τῶν ἕκαστος ἐν χερσὶν
5 ἔχει κορώνῃ. χἅλα λήψεται χόνδρον.
φιλεῖ γὰρ αὕτη πάγχυ ταῦτα δαίνυσθαι.
ὁ νῦν ἅλας δοὺς αὖθι κηρίον δώσει.
ὦ παῖ, θύρην ἄγκλινε. πλοῦτος ἤκουσε,
καὶ τῇ κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα.
10 θεοί, γένοιτο πάντ᾽ ἄμεμπτος ἡ κούρη
κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι.
καὶ τῷ γέροντι πατρὶ κοῦρον εἰς χεῖρας
καὶ μητρὶ κούρην εἰς τὰ γοῦνα κατθείη,
θάλος τρέφειν γυναῖκα τοῖς κασιγνήτοις.
15 ἐγὼ δ᾽ ὅκου πόδες φέρουσιν, ὀφθαλμοὺς
ἀμείβομαι Μούσῃσι πρὸς θύρῃσ᾽ ᾄδων
καὶ δόντι καὶ μὴ δόντι πλέονα τῶν γεω.
………………………………………………
ἀλλ᾽ , ὦγαθοί, ἐπορέξαθ᾽ ὧν μυχὸς πλουτεῖ .
δὸς ὦν, ἄναξ, δὸς καὶ σὺ πότνα μοι νύμφη.
20 νόμος κορώνῃ χεῖρα δοῦν᾽ ἐπαιτούσῃ.
τοσαῦτ᾽ ἀείδω. δός τι καὶ καταχρήσει.
Μετάφρασι
Δῶστε, καλοί μου, μιὰ χεριὰ κριθάρι στὴν κορώνη,
τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, ἢ ἕνα πιάτο στάρι,
ἢ ἕνα ψωμὶ ἢ ἕνα ἡμιώβολο, ἢ ὅ,τι ἔχει κανεὶς προαίρεσι.
δῶστε, καλοί μου, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὅλοι σας κρατᾶτε,
δῶστε στὴν κορώνη. παίρνει δὲ καὶ λίγα σπυριὰ ἁλάτι.
γιατὶ τῆς ἀρέσουν πάρα πολὺ νὰ τρώῃ κάτι τέτοια.
ὅποιος δίνει ἁλάτι σήμερα, αὔριο θὰ δώσῃ μελιοῦ κηρήθρα.
ἄνοιξε τὴν πόρτα, δοῦλε. ὁ πλοῦτος τὴν κορώνη τὴν ἀκούει.
νά κι ἡ κοπέλλα ποὔρχεται καὶ φέρνει στὴν κορώνη σῦκα.
ὄμορφη κάντε την, θεοί, κόρη χωρὶς ψεγάδι,
κι ἄντρα νὰ βρῇ βοηθῆστε την πλούσιο καὶ παινεμένο.
στὰ χέρια τοῦ γέρου πατέρα της ἕναν ἐγγονὸ ν᾽ ἀκουμπήσῃ,
στῆς γριᾶς μάννας τὰ γόνατα μιὰ ἐγγονὴ ν᾽ ἀφήσῃ.
καὶ γιὰ τοὺς ἀδερφούς της κάποια γυναῖκα βλαστάρι ν᾽ ἀνατρέφῃ.
κι ἐγὼ κυττῶ νὰ πηγαίνω ὅπου μὲ πᾶν τὰ πόδια μου,
κι ἐκεῖ στὶς πόρτες ἐμπροστὰ νὰ τραγουδῶ στὶς Μοῦσες.
μοῦ δώσῃ δὲν μοῦ δώσῃ κάποιος, πιότερα τοῦ εὔχομαι ἀπ᾽ ὅσα ἔχει.
………………………………………………………………………………….
Ἀλλ΄, ὦ καλοί μου, δῶστε μου, ἀπ᾽ τοῦ κελλαριοῦ σας τὰ καλούδια.
δῶσε μου καὶ σύ, βασιλιᾶ μου, δῶσε μου καὶ σύ, νεράιδα λατρευτή.
ἔθιμο εἶναι νὰ δίνῃς μιὰ χεριά, ὅταν ἡ κορώνη ζητιανεύῃ.
μέχρι ἐδῶ τὸ ᾆσμα μου. δῶσε κι ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά σου κάτι.
Τὸ τραγούδι αὐτὸ διασῴζει ὁ Ἀθήναιος18, ὁ ὁποῖος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κολοφώνιο ποιητὴ Φοίνικα. ὑπῆρχαν τέτοια δημοτικὰ κορωνίσματα, στὰ ὁποῖα ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδιόταν ἡ κορώνη (κουρούνα), ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ Ἔφιππος, Ἁγνοκλῆς, καὶ Πάμφιλος, στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Ἀθήναιος, καὶ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος19 καὶ ἔμμεσα ὁ Αἰλιανός20. ἐννοεῖται ὅτι ἦταν ἀγερμοὶ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ὅπως τὰ χελιδονίσματα. αὐτὸ ἑδῶ ὅμως εἶναι ἔντεχνο ἰαμβικὸ ᾆσμα τοῦ Φοίνικος ἀπὸ τὴν Κολοφῶνα τῆς Μ. Ἀσίας, ἢ ἀκριβέστερα ἔντεχνη διασκευὴ κάποιου τέτοιου προϋπάρχοντος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὴν ὁποία φιλοτέχνησε ὁ Φοίνιξ. ὁ ποιητὴς αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος ἢ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων (Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰ.). ἡ γλῶσσα τοῦ ᾄσματος εἶναι ἐλαφρῶς ἰωνίζουσα, ὑπάρχει δὲ σ᾽ αὐτὸ ἀναφορὰ νομίσματος καὶ ἀρκετὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. ἡ κορώνη εἶναι προσωποποιημένη καὶ θεοποιημένη καὶ θυγατέρα τοῦ Ἀπόλλωνος, τὶς δὲ εὐχὲς ἐκπληρώνουν οἱ θεοί. τὰ τρόφιμα φιλοδωρήματα τὰ «τρώει» ἡ ἴδια ἡ Κορώνη, κάτι ποὺ εἶναι ἱερατικὴ φανφάρα. τὸ κορώνισμα κατὰ μὲν τὴν εἰσαγωγικὴ σημείωσι τοῦ Ἀθηναίου τὸ τραγουδοῦσαν ἄνδρες ἀγείροντες, καὶ ὄχι παιδιά,κατὰ δὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ ᾄσματος ἕνας μόνο ἄντρας, ἐπαγγελματίας κορωνιστής, δηλαδὴ προφανῶς ἱερεύς. εἶναι πολὺ ἐμφανῆ τὸ ἐπαγγελματικὸ ζητιανηλίκι, ἡ προσπάθεια προκλήσεως τοῦ οἴκτου τῶν ἀκροατῶν, ἡ χρῆσι κολακείας, καὶ ἡ διπλωματικὴ γλῶσσα καὶ φιλοφρόνησι τοῦ ἐπαγγελματία ζητιάνου. τὸ νόμισμα ἤμαιθον, ποὺ ἀναφέρεται, εἶναι κατὰ τὸν Ἡσύχιο ἡμιώβολον (μισὸς ὀβολὸς) ἢ στὴν Κύζικο διώβολον (δύο ὀβολοί)21. τὸ κορώνισμα πρέπει νὰ εἶναι ἀρχικὰ μὲν νεώτερο τοῦ 432 π.Χ., ὡς διασκευὴ δὲ εἶναι τοῦ Δ΄ ἢ τῶν Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰώνων. πολὺ γρήγορα πρέπει ἀπὸ παιδικὸ κορώνισμα νὰ μεταπήδησε σὲ ἱερατικὸ ἀγερμό, καὶ ἀπὸ ἱερατικὸ ἀγερμὸ σὲ συμποσιακὸ κι ἐν τέλει σὲ γαμήλιο τραγούδι ἐνηλίκων. διότι ὁ μὲν Ἔφιππος στὴν κωμῳδία του Ὀβελιαφόροι ἔχει τὸ στίχο τὸ μοσχίον / τὸ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν22, ὁ δὲ Αἰλιανὸς τὸν Γ΄ μ.Χ. αἰῶνα γράφει˙ Ἀκούω δὲ τοὺς πάλαι καὶ ἐν τοῖς γάμοις μετὰ τὸν ὑμέναιον τὴν κορώνην ᾄδειν, σύνθημα ὁμονοίας τοῦτο τοῖς συνιοῦσιν ἐπὶ παιδοποιίᾳ διδόντας. ἐπειδὴ κατὰ τὸν προλεγόμενο μῦθο του αἱ κορῶναι μυθολογοῦνται ὡς πουλιὰ ποὺ τηροῦν ἰσόβια συζυγικὴ πίστι.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς εἰδωλολατρίας ὅλοι οἱ προχριστιανικοὶ ἀγερμοὶ περιῆλθαν στὴ χρῆσι τοῦ ἱερατείου της. διότι ὁ Ἰωάννης Τζέτζης γνωρίζει τοὺς μηναγύρτας (=καλαντιστὰς τῆς κάθε πρωτομηνιᾶς) ὡς γάλλους (=θηλυστολοῦντες κιναίδους) ἱερεῖς μοναχοὺς τῆς θεᾶς Ῥέας τῆς Μητρὸς τοῦ θεοῦ τους Ἄττεως, οἱ ὁποῖοι ἔβαζαν πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι τὸ εἴδωλον τῆς θεᾶς αὐτῶν Ῥέας καί, περιερχόμενοι τὰς κώμας, τραγουδοῦσαν τὰ ἀρχίμηνα χτυπώντας καὶ τύμπανα (=ντέφια) καὶ ζητιανεύοντας (προσαιτοῦντες) ὄσπρια καὶ σιτηρὰ ὑπὲρ τοῦ μοναστηριοῦ τους. οἱ δὲ λάτρεις ἀσπάζονταν τὸ εἴδωλο καὶ τοὺς ἔδιναν ἕνα πιάτο ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν23. ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ καλόγεροι τῶν ἡμερῶν μας ζητείαν γιὰ τὰ μοναστήρια τους, μὲ λείψανα καὶ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι, καὶ μάζευαν τὰ ἴδια προϊόντα ἢ χρήματα μέχρι τὰ παιδικά μας χρόνια (1960), διατηρώντας τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοσι τῶν κιναίδων ἱερέων τῆς θεομήτορος Ῥέας. τὰ μικρὰ παιδιὰ τραγουδοῦσαν πιὰ τὰ «χριστιανικὰ» κάλαντα.
Ἡ μελέτη αὐτὴ πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1999
στὸ περιοδικὸ ‘’Τερπνή’’, φ. 42 – 44 (2001 – 02).
Μελέτες 4 (2008)
http://www.philologus.gr 24grammata
________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου