Μέρος Β΄
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Και αφού οι θεοί συνέβαλαν στην καταστολή της κοινωνικής αναταραχής μέσα στις κοινότητες, έδωσαν και τη νίκη απέναντι στους Πέρσες. Μετά από το τέλος των πολέμων ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, με κάποια υπερβολή βεβαίως, δήλωνε «δεν είμαστε εμείς που το κάναμε αλλά οι θεοί και οι ήρωες». Έτσι, στις αρχές τουλάχιστον του 5αι βρίσκουμε τη θρησκεία συνδεδεμένη με την πολιτεία, και μάλιστα τη δημοκρατική πολιτεία, όσο ποτέ, αφού πλέον ο πατριωτισμός βρήκε την έκφρασή του με τη μορφή της θρησκείας, και η εθνική έξαρση απομάκρυνε την τάση για μυστικισμό και έκσταση της αρχαϊκής περιόδου χωρίς βεβαίως να την εξαλείψει. Εθνικό μνημείο νίκης στους Δελφούς, μεγαλόπρεποι ναοί (στην Ολυμπία (για Δία ) και την Αθήνα (Παρθενώνας)), εορτασμοί με σπάταλη μεγαλοπρέπεια εξέφραζαν την ευσέβεια και ευγνωμοσύνη των Ελλήνων στους θεούς, ώσπου η Αθηναϊκή πολιτεία, στην οποία κυρίως αναφερόμαστε, μετέτρεψε τη λατρεία σε επιχείρηση, ενώ βαθμιαία εκμεταλλεύτηκε τη θρησκεία για να αποκτήσει μια πολιτική επιβεβαίωση της ηγεμονικής της πλέον θέσης. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσαν να γεφυρωθούν οι πολιτικές διαφορές. Η ελληνική θρησκεία, αρχίζει πλέον να χάνει την ενοποιητική της δύναμη, τη στιγμή μάλιστα που ελαττωνόταν και η θρησκευτική πίστη με την αναθέρμανση του ατομικισμού.
Όπως καταλάβατε περάσαμε ήδη στην κλασική εποχή, 5 και 4 αι, την εποχή του ελληνικού Διαφωτισμού. Την εποχή που αποκρυσταλλώνεται η αυτογνωσία, η αυτοσυνειδησία, ο ορθολογισμός, οι επιστήμες και η φιλοσοφία. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά και οι σοφιστές. Όλα τα θέματα εξετάζονταν πλέον με βάση τον ορθό λόγο, και κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά ερμηνεύονταν σύμφωνα με την ορθολογιστική ιδιοτέλεια και σύμφωνα με την πίστη ότι αρετή είναι, ουσιαστικά, το να ζει κανείς με τρόπο ορθολογιστικό. Αυτό οδήγησε στην πρώτη θρησκευτική κρίση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού η θρησκεία υπέστη σκληρή κριτική, η οποία έφθασε μέχρι την πλήρη άρνηση των θεών. Συγχρόνως, όμως ήταν και η εποχή που, ενώ από τη μια μεριά απέρριπτε τους μύθους ως ασυμβίβαστους με τη λογική, από την άλλη πλευρά, μέσα στους κύκλους των ανθρώπων που έμεναν πιστοί στις θρησκευτικές παραδόσεις, τους είδε να απαλλάσσονται από μεγάλο μέρος της παλιάς τους τραχύτητας, και τους ακούμε και σήμερα με υψηλό ηθικό τόνο και αυξημένη ομορφιά στην ποίηση ενός Πινδάρου ή ενός Σοφοκλή, αλλά και τους «βλέπουμε» στις ιδεαλιστικές απεικονίσεις των θεών, που βασίζονται πλέον και στο ρεαλισμό.
Όπως είπαμε, η εξέλιξη προς το Διαφωτισμό ή τον ορθολογισμό και κατ’επέκταση προς την αμφισβήτηση των θεών δεν ξεκίνησε από τους σοφιστές. Την επισημάναμε στους Ίωνες φιλοσόφους. Εδώ παρενθετικά επιτρέψτε μου μια τολμηρή άποψη που σπανίως την λαμβάνουμε υπόψη. Τα πρώτα σπέρματα του ορθολογισμού τα συναντούμε στον Όμηρο. Η χρήση του ειδικού για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων και η σχέση αιτίου αιτιατού, μεταξύ των άλλων που συναντούμε στα έπη, είναι χαρακτηριστικά του φιλοσοφικού στοχασμού, ο οποίος μάλιστα προαναγγέλλει άμεσα τον επιστημονικό. Άλλωστε ο μύθος και το θρησκευτικό σύστημα του οποίου ήταν μέρος ποτέ δεν έπαψαν να έχουν παράλληλη πορεία σε όλα τα πνευματικά και επιστημονικά κινήματα που αναδύθηκαν στην αρχαιότητα.
Οι σοφιστές όμως ήταν αυτοί που έβαλαν τα θεμέλια της επιστημονικής σκέψης. Τοποθετώντας τον άνθρωπο στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους, συνέβαλαν στη δίχως προηγούμενο άνθηση του πνεύματος, που κορυφώθηκε στα μοναδικά επιτεύγματα της Αθήνας του Περικλή, και έθεσαν τις βάσεις για τα θεμελιώδη ηθικά προβλήματα με βάση την αντίθεση Νόμος – Φύσις. Η φύση ή αυτό που ονομάζουμε φυσικό νόμο, είναι το φυσικά αναγκαίο, που αντέχει στον έλεγχο, την εξέταση και αναγνωρίζεται ως αναπόφευκτο. Ο νόμος είναι ανθρώπινης προέλευσης, είναι αυτό που θεσπίζεται από τον άνθρωπο, τις συνήθειες, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία.
Και επειδή στους δύο αυτούς όρους, φύση – νόμος, απέδωσαν πολλές ερμηνείες, διατυπώθηκαν και πολλά επιχειρήματα διαφορετικών επιδιώξεων. Έτσι έφθασαν, τουλάχιστον στον κύκλο των μαθητών των σοφιστών, να διατυπωθούν οι πιο ακραίες θέσεις που ή αποδέχονταν το νόμο ως το μόνο καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης της ζωής, αφού αυτός έφερε τη αιδώ και τη δίκη, ή τον απέρριπταν ως εμπόδιο και αποδέχονταν μόνο τη φύση, θεωρώντας ότι τα πάθη είναι φυσικά και συνεπώς σωστά, άρα ο άνθρωπος έπρεπε να ζει σύμφωνα με αυτήν, ενώ η ηθική είναι μια συνθήκη, δεσμά που έπρεπε να συντριβούν. Έτσι και οι θεοί ως δημιουργήματα των ανθρώπων από φόβο είτε προς τα φυσικά φαινόμενα είτε προς την αδικία, και μάλιστα κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, επιδέχονταν τουλάχιστον και ηθική κριτική
Οι αμφιβολίες για την ύπαρξη των θεών και η αίσθηση απελευθέρωσης από ασήμαντους κανόνες και αισθήματα ενοχής οδήγησαν στο να ξεθωριάσει μέχρι και να εκλείψει η πίστη στους θεούς κυρίως ανάμεσα στους μορφωμένους, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί πάρα πολύ και το χάσμα ανάμεσα στις δοξασίες των διανοουμένων και του λαού, που ήδη υπονοείται στον Όμηρο, αφού ορισμένες κοινωνικές τάξεις αποκλείονταν από τις νεότερες πνευματικές εξελίξεις, οι οποίες δεν επέφεραν καμιά ουσιαστική αλλαγή στη καθημερινότητά τους.
Ποια ήταν λοιπόν η στάση του μέσου ανθρώπου σε αυτού του είδους τον ορθολογισμό; Η αντίδραση, η αντίσταση, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν επηρεάστηκε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τέτοιου είδους σκέψη.
Ο κοινός άνθρωπος δεν σταμάτησε, από την εποχή του Ομήρου, όπως είδαμε, να αισθάνεται την εμπειρία του πάθους ως κάτι μυστηριώδες και τρομερό, ότι βρίσκεται μέσα του μια δύναμη που δεν μπορεί πάντοτε να την ελέγξει, ούτε σταμάτησε να νιώθει δέος μπροστά στις εναλλαγές της μοίρας. Γι’ αυτό και πάντοτε είχε ανάγκη από θεούς πάνω στους οποίους μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του, να ζητήσει χάρες, βοήθεια και ανάπαυση. Έτσι, όλες οι θρησκευτικές ιδέες που συναντήσαμε στην αρχαϊκή εποχή διατηρούνται πίσω από το προσκήνιο της σκέψης του 5 αι. Άλλες αυτούσιες, άλλες μεταμορφωμένες, άλλες συγχωνευμένες με τις καινούριες. Βρίσκουμε ιδέες, που πέρα από τη λογική, διατηρούνταν πλάι πλάι και γίνονταν αποδεκτές ταυτοχρόνως από διαφορετικά άτομα ή και από το ίδιο άτομο. Κάποιος μπορούσε να πιστεύει σε μία ή σε όλες από αυτές, αφού δεν υπήρχε κατεστημένη εκκλησία για να πει ότι το ένα είναι αληθινό και το άλλο ψεύτικο. Όλη αυτή η σύγχυση που προκαλείται από όλες αυτές τις απόψεις σχετικά με τις σχέσεις θεών και ανθρώπων είναι ιστορικά κατανοητή, αφού είναι αποτελέσματα της αλλαγής των ανθρώπινων αναγκών στη διάρκεια των αιώνων, αλλά και του γεγονότος ότι δεν υπολογίστηκε, όσο έπρεπε, η επίδραση του συναισθήματος στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές, ευαίσθητοι δέκτες, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό, δίνουν ένα ηθικό νόημα σε όλη αυτή τη σύγχυση, και τη μετουσιώνουν σε υψηλή τέχνη που συγκινεί μέχρι σήμερα.
Ο Αισχύλος (Ελευσίνα 525-456πΧ)βαθιά θρησκευόμενος, πιο κοντά στην αρχαϊκή εποχή, στο μυστήριο και το φόβο, ανυψώνει το Δία σε μια παντοδύναμη και ηθική δύναμη, που διευθύνει τον κόσμο και στέλνει τις τύχες, καλές ή κακές. Επιζητώντας την τάξη, προβάλλει με φλογερή πίστη τη θεϊκή δικαιοσύνη που εκδηλώνεται ως τιμωρία απέναντι στην ανθρώπινη ενοχή, ενοχή από αλαζονεία ή από κληρονομική κατάρα. Θα λέγαμε πως χρησιμοποιεί τις τύχες των ανθρώπων για να προβάλλει τις πράξεις των θεών.
Ο Σοφοκλής, (Κολωνός 496-406 πΧ) ευσεβής, με βαθιά αίσθηση της θεϊκής μεγαλοπρέπειας θεωρούσε τη θρησκεία αυταπόδεικτη ομολογία. Οι θεοί δεν απουσιάζουν από τις τραγωδίες του, όμως είναι απόλυτοι και απόμακροι με ασαφή στο άνθρωπο βούληση, και δε συσχετίζονται πια τόσο με τη δικαιοσύνη. Ζώντας την πολιτική και πνευματική άνθηση στράφηκε στον άνθρωπο. Εκείνο που τον ενδιέφερε ως δραματουργό ήταν τα συναισθήματα, οι πράξεις, τα κίνητρα και τα ελατήρια τους, το ευμετάβλητο της τύχης, σε συνάρτηση με το ανθρώπινο ιδεώδες στο οποίο υπακούν οι ήρωές του, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό στερείται θεϊκού βάθους.
Με τον Ευριπίδη (Σαλαμίνα 485-406 πΧ) η κριτική και οι συζητήσεις της εποχής του Διαφωτισμού έκαναν πιο έντονα την εμφάνισή τους στη σκηνή. Επιτίθεται στους παλαιούς μύθους και επισημαίνει τις παραλείψεις των θεών στη δικαιοσύνη, στην ηθική, στις άσπλαχνες πράξεις τους(Ίων) και αμφισβητεί τους χρησμούς και τις μαντείες. Ο Ευριπίδης δεν αρνείται τους θεούς, αλλά και δεν επιτρέπει παρανοήσεις για αυτούς, στους οποίους οι άνθρωποι πιστεύουν και τους θέλουν δίκαιους, ενάρετους και φιλικούς. «Εάν οι θεοί κάνουν κάποια απάτη δεν είναι θεοί» διακηρύσσει. Για τον Ευριπίδη κανένας θεός δεν είναι αφέντης άλλου. Ο αληθινός θεός δεν έχει ανάγκη από τίποτα· είναι τέλειος και αυτάρκης σε όλα (Ηρακλής 1340 -1346). Από την άλλη, δε διστάζει να καταφερθεί και κατά της ορθολογιστικής ψυχολογίας μερικών υποστηρικτών του ορθολογισμού και στην επιδέξια ανηθικότητα άλλων. (Μήδεια)
Ακόμη και ο Αριστοφάνης (445-386πΧ) μέσα από τις κωμωδίες του αποτυπώνει αυτή τη σύγκρουση του παλαιού με το καινούριο.
Το ότι μέσα στο λαό υπήρχε έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα, φαίνεται και από το γεγονός ότι την εποχή αυτή του Διαφωτισμού, των νέων ιδεών, όπου η θρησκεία έπεσε θύμα της κριτικής, και ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι «η Αθήνα επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία λόγου από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδος» (Γοργίας461e), υπήρξαν και διώξεις των διανοουμένων, παρωπίδες στη σκέψη, κάψιμο βιβλίων. Πολλές ήταν οι θρησκευτικές καταμηνύσεις για ασέβεια, για καινά δαιμόνια, για αθεΐα, παρακινημένες ίσως από τους μάντεις, με ισχυρή επιρροή στη λαϊκή γνώμη ακόμη και σε μορφωμένους της εποχής.(πχ Ξενοφών).
Βεβαίως οι αιτίες μπορούσαν να είναι κατά βάση πολιτικές, αλλά εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι τους κατηγορούσαν για αθεΐα ως το πιο αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να καταπνίξουν μια ανεπιθύμητη φωνή ή να πλήξουν έναν πολιτικό αντίπαλο. Άρα, υπήρχε αυτό το θρησκευτικό συναίσθημα, η δεισιδαιμονία, ο φόβος του θείου, το οποίο εκμεταλλεύονταν οι πολιτικοί για δικούς τους σκοπούς. Ο Αναξαγόρας, ο φυσικός φιλόσοφος και φίλος του Περικλή, που καθόρισε με καταπληκτικό τρόπο τις αιτίες φυσικών φαινομένων, ο Πρωταγόρας, ο μετριοπαθής σοφιστής, που έκανε τον άνθρωπο μέτρο όλων των πραγμάτων, ενώ η ασάφεια του θέματος και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής τον εμπόδιζαν να καταλάβει αν υπάρχουν θεοί ή όχι, ο Αλκιβιάδης, ο αλαζών πολιτικός, ως ύποπτος για τον ακρωτηριασμό των Ερμών, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους δεισιδαίμονες Αθηναίους, ο Σωκράτης που τον συνέχεαν με τους σοφιστές, και που ανήγαγε τη γνώση στη μέγιστη αρετή, ο Αριστοτέλης, που τον κατηγόρησαν για ασέβεια είναι από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα διωγμών ως αντίδραση κατά της κριτικής της θρησκείας, και ανάμιξης της πολιτικής με αυτήν.
Παράδοξο πράγματι χαρακτηριστικό η θρησκευτική έξαρση, ακριβώς στην καρδιά της εποχής του ορθού λόγου.
Πέρα όμως από τη μεταφυσική ανάγκη του κοινού ανθρώπου, βασική αιτία της στροφής του προς το θείο, ίσως η πιο σημαντική, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο μεγαλύτερος και καταστροφικότερος πόλεμος της ελληνικής ιστορίας
Καταρχάς, γιατί όταν κινδυνεύει μια κοινότητα υπάρχει έντονη τάση για συσπείρωση στα παραδομένα και δεν ανέχεται την εκκεντρική γνώμη. Έτσι και τότε. Το να προσβάλλει κανείς τους θεούς αμφιβάλλοντας για την ύπαρξή τους ή αποκαλώντας τον Ήλιο «διάπυρο λίθο» (Αναξαγόρας) ήταν επικίνδυνο, ουσιαστικά προδοσία. Συντελούσε στο να βοηθά τον εχθρό. Και επειδή η θρησκεία ήταν μια συλλογική ευθύνη, οι θεοί δεν ικανοποιούνταν αρκετά με το να τιμωρούν μόνο το μεμονωμένο υβριστή. Ο Ησίοδος άλλωστε το είχε πει πως πόλεις ολόκληρες συχνά υπέφεραν εξαιτίας ενός φαύλου.
Επίσης, προσοχή όχι ο ίδιος ο ορθολογισμός αλλά ο άκρατος ορθολογισμός, κυρίως μαθητών των σοφιστών, όταν ανέλαβαν εξουσία, απορρίπτοντας τις παραδοσιακές αξίες μαζί και τις θρησκευτικές, με την πίστη ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του νόμου, αφού η φύση είναι ο υπέρτατος νόμος, σήμαινε απεριόριστη ελευθερία, δικαιώματα χωρίς καθήκοντα, αυταρχικότητα, πρόσφερε τη δυνατότητα να δικαιολογούνται οι βαρβαρότητες και μάλιστα σε μια εποχή, εποχή πολέμου, που έδινε αφορμές για βίαιη συμπεριφορά.
Για όλους αυτούς τους λόγους, από το τέλος του 5αι και κυρίως τον 4αι η διαφώτιση με τις νέες αντιλήψεις και η έλλειψη καθολικής εκπαίδευσης δημιούργησαν ρωγμές στο πνευματικό οικοδόμημα, και, καθώς οι διανοούμενοι κυρίως μετά τον Πλάτωνα σιγά σιγά αποσύρονταν στον κόσμο τους, οι ρωγμές έγιναν μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόλυτη διάσταση ανάμεσα στις δοξασίες των λίγων και στις δοξασίες των πολλών, ζημιώνοντας βέβαια και τους δύο. Η λαϊκή σκέψη χωρίς καθοδήγηση ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει τις δύσκολες επιτεύξεις της εποχής του Περικλή και αφέθηκε ανυπεράσπιστη. Η χαλάρωση της αστικής θρησκείας, άρχισε να δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να διαλέγουν τους δικούς τους θεούς αντί να ασχολούνται με τη λατρεία, όπως έκαναν οι πατέρες τους, αλλά και να καταφεύγουν στις χαρές και ευκολίες της λαϊκής θρησκείας.
Έχουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα αναβίωσης παλαιότερων αντιλήψεων, μερικές από τις οποίες άρχισαν ήδη με τον Πελοποννησιακό πόλεμο και εξηγήσαμε γιατί.
1) Όπως η αυξημένη ζήτηση της μαγικής ίασης, που έκανε τον Ασκληπιό μαζί με το ιερό φίδι του από ελάσσονα ήρωα σε μείζονα θεό και το ναό του στην Επίδαυρο φημισμένο τόπο προσκυνήματος με τις αγρυπνίες (εγκοίμηση=αγρυπνία), τα τάματα και όλες τις λαϊκές συνήθειες. Δείγμα της πνευματικής πόλωσης είναι το γεγονός ότι η γενιά που τίμησε τόσο πολύ το θεραπευτικό ερπετό – σύμβολο του Ασκληπιού, είδε να εκδίδονται μερικές από τις πιο σοβαρές επιστημονικές διατριβές του Ιπποκράτη.
2) Επίσης, η εισαγωγή ξενικών λατρειών πολλές από τις οποίες ήταν οργιαστικές. Η λατρεία της Φρύγιας ορεινής μητέρας, της Κυβέλης, μυστήρια και τελετές των ασιατικών θεών Άττη και Άδωνη κ.α.
3) Και πιο έντονη, κυρίως τον 4 αι, ήταν η ανάπτυξη της μαγείας, όπου πια έχουμε ορθολογισμό για τους λίγους, μαγεία για τους πολλούς. Γνωστοί οι κατάδεσμοι, τα δεσίματα, κυρίως στην Αττική, λίγα τον 5 αι. και ξαφνικά πάρα πολλά τον 4 αι. Πίστευαν πως μπορούσε κάποιος να «δέσει» τη θέληση ενός άλλου ανθρώπου ή να του προκαλέσει θάνατο εξεγείροντας εναντίον του την κατάρα των δυνάμεων του κάτω κόσμου. Έγραφαν την κατάρα σε κάτι ανθεκτικό, μια μολύβδινη πλάκα ή κεραμίδι και το τοποθετούσαν κατά προτίμηση στον τάφο ενός νεκρού. Έχουμε ενδείξεις ότι έγιναν προσπάθειες με δραστική νομοθεσία να περιοριστεί η μαγεία χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Όλη αυτή η οπισθοδρόμηση, κυρίως στη δεύτερη γενιά, ίσως οφείλεται, ως αντίδραση, ακριβώς στον κίνδυνο κατάρρευσης των παραδεδομένων αξιών από τον Διαφωτισμό. (φαινόμενο του εκκρεμούς;)
Μπορεί η αναζωογόνηση της λαϊκής λατρείας, η κλίση προς την οργιαστική θρησκεία, η μαγεία να ήταν μια επιστροφή στο παρελθόν, όμως συγχρόνως προδίκασαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ελληνιστικής εποχής και του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Πριν περάσουμε όμως στην ελληνιστική εποχή, θεωρώ απαραίτητο να αναφερθούμε στον Πλάτωνα, (428-348πΧ) στον τελευταίο σχεδόν διανοούμενο, ο οποίος κατάλαβε καθαρότερα από κάθε άλλον τον κίνδυνο που ενυπάρχει στη φθορά των παραδεδομένων αντιλήψεων και, για να σταθεροποιήσει τουλάχιστον την κατάσταση, προσπάθησε μέσα στα πλαίσια της πολιτείας να οργανώσει την αστική θρησκεία. Τις θέσεις του και τις προτάσεις του τις βρίσκουμε διατυπωμένες κυρίως στους «Νόμους», το έργο της ωριμότητάς του.
Ο Πλάτων μεγαλωμένος σε ένα ορθολογιστικό περιβάλλον απογοητευμένος από γεγονότα, όπως η πτώση της Αθηναϊκής ηγεμονίας, το τέλος του Κριτία, και του Χαρμίδη, που ήταν συγγενείς του, αλλά και των υπόλοιπων τυράννων, η δίκη του Σωκράτη, του σοφότερου των ανθρώπων, ο οποίος στην πράξη απέρριψε την ορθολογιστική ιδιοτέλεια, τουλάχιστον όπως την εννοούσαν οι πολλοί, αναγκάστηκε όχι να απορρίψει αλλά να αλλάξει τη σημασία του ορθολογισμού, δίνοντάς του μια επέκταση μεταφυσική. Συγχρόνως όμως επηρεασμένος πιθανόν από τους πυθαγορείους, («Φαίδων») με μια πρωτοποριακή σκέψη μετέφερε τις ιδέες τους από το επίπεδο της θείας αποκάλυψης στο επίπεδο του λογικού επιχειρήματος. Έτσι, ενώ οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι απέδιδαν μια ορισμένη φυσική σχέση του κόσμου που ζούμε με το Θείο, με τον Πλάτωνα και αργότερα με τον Αριστοτέλη οι δύο αυτοί κόσμοι βρέθηκαν σε μια τελείως διαφορετική σχέση.
Επιγραμματικά μπορούμε να δώσουμε τις βασικές του θρησκευτικές θέσεις - αρχές:
Καταρχάς υπάρχει ο ανώτατος άρχων, που τον ταυτίζει με τον Ήλιο και κατ’επέκταση με την ψυχή ή το νού, ο οποίος είναι ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος με πρότυπο τις αιώνιες ιδέες. Περιγράφει τα άστρα σαν «ουράνιους θεούς», τον ήλιο και τη σελήνη σαν «μεγάλους θεούς», στους οποίους οι άνθρωποι πρέπει να προσεύχονται. Αποδέχεται και τους παραδεδομένους θεούς, που πρέπει να λατρεύονται σύμφωνα με το τελετουργικό τυπικό. Οι θεοί ενδιαφέρονται για το πεπρωμένο των ανθρώπων και δεν τον φθονούν, ενώ η Θεία Δίκη αφορά προσωπικά τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι τους απογόνους του, αφού η ψυχή του καθενός έχει την ευθύνη του καλού ή του κακού και αναλόγως επιβραβεύεται ή τιμωρείται όσο ζει ή όταν πεθαίνει (Πολιτεία 10ο βιβλίο ο μύθος του Ηρώς ως απόδειξη των βραβείων και των τιμωριών). Επίσης οι θεοί δεν μπορούν να δωροδοκηθούν και καταφέρεται με δριμύτητα εναντίων των τσαρλατάτων που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι των θεών και με ψευτομαντείες και μαγείες εκμεταλλεύονται και παραπλανούν τους ανθρώπους.
Σε αυτές τις θέσεις ο Πλάτων θέλησε να δώσει μια λογική υποδομή χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που τις αποδεικνύουν, μια νομική υποδομή, θεωρώντας πως έπρεπε να θεσπιστούν νόμοι και να επιβάλλονται κυρώσεις μέχρι και θάνατος σε όποιον αμφισβητούσε αυτές τις αρχές, μια εκπαιδευτική υποδομή, αφού με αυτές θα πρέπει να καθοδηγούνται οι νέοι, και τέλος μια κοινωνική υποδομή τονίζοντας την ανάγκη σύνδεσης της θρησκευτικής και της λαϊκής ζωής σε όλα τα επίπεδα – μια ένωση εκκλησίας και κράτους θα λέγαμε.
Εκείνο που επιδίωκε ήταν να φύγει από τα χέρια των ιδιωτών, η τελετουργική λατρεία και να αξιοποιηθούν οι Δελφοί, ως επίσημος φορέας με απόλυτη θρησκευτική δικαιοδοσία, όπου θα λατρεύονταν και ο Ήλιος ως μια σχετικώς λογική μορφή λατρείας για τους λίγους, και ο παραδοσιακός Απόλλωνας για τους πολλούς, ώστε να αντιμετωπιστεί με κανόνες ο κίνδυνος για τη δημόσια ηθική από τη διάδοση του υλισμού και την χωρίς όρια δεισιδαιμονία. (Πολιτεια427BC, Νομοι738BC, 759C).
Άραγε όμως ποιος είναι ο προσωπικός θεός του Πλάτωνα, αφού, όπως λέει στον Τίμαιο (28C)
‘τον δημιουργό και πατέρα των πάντων είναι δύσκολο να τον βρει κανείς, και ακόμα κι αν τον βρει, είναι αδύνατον να τον αποκαλύψει,( περιγράψει ) σε όλους’. «τὸν μὲν οὖν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς εὑρεῖν τε ἔργον καὶ εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν·»
Οι προτάσεις αυτές του Πλάτωνα δεν εφαρμόστηκαν, όπως άλλωστε και η ιδανική του πολιτεία, όμως οι ιδέες του επηρέασαν φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα σε μεταγενέστερες εποχές.
Εδώ είναι απαραίτητο να συμπληρώσουμε την εικόνα του 4αι(399-300 πΧ) και να προχωρήσουμε καταρχάς στην πρώιμη φάση της ελληνιστικής περιόδου, δηλ. μέχρι το τέλος του 3 αι(299-200 πΧ).
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Πρώτη φάση της ελληνιστικής εποχής
Από τη μία πλευρά, παρατηρούμε πως την εποχή αυτή με πρωτοπόρο στην οργανωμένη εμπειρική έρευνα τον Αριστοτέλη και κυρίως μετά την ίδρυση του Λυκείου~335 πΧ, η ελληνική επιστήμη (μαθηματικά, αστρονομία, ιατρική, βοτανολογία, ζωολογία, γεωγραφία, γλώσσα, λογοτεχνία) αρχίζει να συστηματοποιείται και να φθάνει σε ένα επίπεδο που δεν θα μπορέσει να επιτύχει ξανά τουλάχιστον στα μαθηματικά και την αστρονομία πριν από τον 16αι μΧ.
Αυτή η άνθηση των επιστημών συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 3 αι, αφού η δύναμη των Ελληνιστικών βασιλείων σε αυτήν την πρώτη φάση της Ελληνιστικής εποχής έδινε ώθηση στις επιστήμες, που μέσω και των Αλεξανδρινών ερευνητών τα αποτελέσματά τους είχαν εξαπλωθεί σε ευρύτερους κύκλους. Είναι η εποχή που κυριαρχεί η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη λογική και επόμενο ήταν οι δογματικοί ορθολογιστές φιλόσοφοι κυρίως μετά την πρώτη γενιά των μαθητών του Αριστοτέλη να λογικοποιήσουν και τη θρησκεία, αφού θεωρούσαν πως τα πάντα στον άνθρωπο, με κορύφωση την ηθική τελειότητα, εξαρτώνται από την άσκηση του λογικού.
Δεν λάμβαναν όμως υπόψη ότι στην καθημερινή τους ζωή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ζουν με καθαρή λογική.
Ωστόσο κανένας φιλόσοφος δεν αποποιείται την έννοια του θείου με διάφορες σημασίες (ο Αριστοτέλης στη λέξη θείον αποδίδει: την έκσταση, την ουσία ουράνιων σωμάτων, την ανθρώπινη διανόηση, τη ζωή την αφιερωμένη στην αναζήτηση της αλήθειας, την υπέρταση αρετή της διάνοιας, το ένστικτο των μελισσών), ενώ όλες οι ελληνιστικές σχολές απέφευγαν, όπως και ο Πλάτων, να έλθουν σε ρήξη με τις παραδοσιακές μορφές λατρείας και κράτησαν τους ανθρωπολογικούς θεούς, θεωρώντας τους αλληγορικές μορφές ή σύμβολα.
Ο Αριστοτέλης (384-322πΧ) στο χαμένο βιβλίο του «Περί φιλοσοφίας», όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες, αλλά και στο έργο του «Μετά τα φυσικά» εξέθετε τη δική του κοσμολογία και θεολογία, μια τολμηρή αντίληψη, που επηρέασε μεταγενέστερους συγγραφείς και έργα. Για τον Αριστοτέλη ο θεός είναι άϋλος, τέλειος, αμετάβλητος, αιώνιος και ο πρώτος «κινητής» του σύμπαντος, το Ακίνητο Κινούν, η αιτία κάθε κίνησης του κόσμου και το τελικό αίτιο – σκοπός προς τον οποίο τείνουν τα πάντα. Από κει και πέρα παραμένει απομονωμένος και αδιάφορος στις μεταβολές και τις επικλήσεις του κόσμου στον οποίο προκαλεί μια τόσο μεγάλη κίνηση. Ο Αριστοτέλης δε θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει την ύπαρξη, τη δημιουργία του σύμπαντος. Πίστευε πως είναι αιώνιο, χωρίς αρχή και τέλος. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αυτής της αιωνιότητας ήταν οι διαρκείς κινήσεις των άστρων και των πλανητών που τα φανταζόταν έμψυχα και θεϊκά, ενώ η ελάχιστη γνώση που θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε γι’ αυτά μας δίνει μια μοναδική και πολύτιμη χαρά, ασυγκρίτως μεγαλύτερη από αυτήν που μας δίνει η γνώση όλων των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω μας («Περί ζώων μορίων»644b30).
Από κει και πέρα θεωρούσε πως ο θεός δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο λατρείας αλλά σεβασμού, χωρίς βεβαίως να απορρίπτει και το επίσημο τελετουργικό. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αναζητούσε τις βάσεις της υποκειμενικής συνείδησης για το θεό. Προτρέπει τον άνθρωπο να μην σκέφτεται μόνον με ανθρώπινα μέτρα, αλλά, επειδή έχει μέσα του κάτι θείο, το πνεύμα, πρέπει να ζει, όσο είναι δυνατόν, σαν να μην ήταν θνητός.(ηθικά νικομ1177b 24-1178a2 απόσπ 61: θεόν είναι τον άνθρωπον).
Από την άλλη, επειδή αναζήτησε την αλήθεια στον πραγματικό κόσμο, και όχι στον υπερφυσικό όπως ο Πλάτων, προσπάθησε να εξηγήσει λογικά, επιστημονικά, και όχι θρησκευτικά, ακόμη και τους άλογους παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς(πχ την πίστη στα όνειρα και στη μαντική) για να επιτύχει μια ρεαλιστική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, η οποία όμως δυστυχώς δεν είχε συνέχεια πέρα από τους μαθητές του. (είναι καταπληκτική η ψυχολογική ερμηνεία που δίνει στα όνειρα: μιλάει για διείσδυση στο υποσυνείδητο συμπτωμάτων υγείας που αγνοούμε όταν είμαστε ξυπνητοί, μιλάει για συμπτώσεις, ερεθίσματα κ.α ) («περί ενυπνίων»458b25, 460b20, «περί της καθ’ ύπνον μαντικής»463b 15, 464a20)
Οι Στωικοί στην πρώτη τουλάχιστον φάση του στωικισμού θεωρούσαν ότι ο ορατός φυσικός κόσμος και ο άνθρωπος αποτελούν μια ενότητα που καθοδηγείται και κυβερνάται από τον Λόγο, τον Νου, ο οποίος ταυτίζεται με το Θεό. Δηλ. ο Θεός της Νόησης ταυτίζεται με το Θεό του Σύμπαντος και αυτός καθορίζει και επιβλέπει την τάξη του, συνεπώς και την ανθρώπινη ζωή, γιαυτό τον ταυτίζουν και με την Ειμαρμένη, τη Μοίρα. Και όταν ο άνθρωπος ενεργεί κατά φύσιν και επομένως κατά Λόγον, ωθείται στην αρετή. Και ενώ ακούμε από τον Ζήνωνα, (ο Κιτιεύς από Κύπρο334-262πΧ) τον ιδρυτή της Στοάς ότι οι ναοί είναι περιττοί, αφού ο αληθινός ναός του θεού είναι το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και τον Χρύσιππο,(από Ταρσό της Κιλικίας 280-206πΧ) τον δεύτερο σημαντικότερο στωικό φιλόσοφο, ότι η παράσταση των θεών με ανθρώπινη μορφή είναι κάτι το παιδαριώδες, παρόλα αυτά, όπως είπαμε, κράτησαν τους ανθρωπολογικούς θεούς, ως αλληγορικές μορφές ή σύμβολα.
Ο παρεξηγημένος Επίκουρος, (Σάμος341-270 πΧ) πίστευε στους θεούς: «θεοί μέν γάρ εισιν. εναργής γάρ αυτών εστιν η γνώσις» (επιστολή προς Μενοικέα): οι θεοί βεβαίως υπάρχουν, διότι η γνώση που έχουμε γ’ αυτούς είναι εναργής – ολοφάνερη. Αυτοί οι θεοί όμως δεν έχουν καμιά σχέση με το φόβο, τη δεισιδαιμονία, τη δυστυχία και τη θλίψη. Είναι αντίθετα με την αιθέρια φύση τους. Είναι μακάριοι και αθάνατοι, είναι ανθρωπόμορφοι και μάλιστα ωραίοι. Για τον Επίκουρο άθεος και ασεβής είναι όποιος αποδίδει εγκληματικές προθέσεις στους θεούς, οι οποίοι υπάρχουν άφθαρτοι και αδιάφοροι για τις ατέλειες του κόσμου και τις περιπέτειες του πολιτισμού. Εκείνο στο οποίο είναι εντελώς αντίθετος είναι η ιδέα του κοσμικού πεπρωμένου, εντελώς διαφορετικού από την ομηρική μοίρα. Διέβλεψε και προειδοποίησε για τους κινδύνους του, και δυστυχώς οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν, όπως θα δούμε. Γι’ αυτό πίστευε πως οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από κάθε φόβο θείας οργής ή ελπίδα υλικού κέρδους, είναι προτιμότερο να ακολουθούν τη λαϊκή θρησκεία, να πιστεύουν το μύθο παρά να υποδουλώνονται στο πεπρωμένο, γιατί ο μύθος αφήνει τουλάχιστον την ελπίδα να μαλακώσουν τη θέληση και την οργή των θεών με τιμές. (επιστ3.134) Εκείνο που προσπάθησε ήταν να αποκαθάρει το περιεχόμενο του.
Αυτές όμως οι προσπάθειες να καθαρθεί η παράδοση δεν είχαν πολύ μεγάλη επίδραση στη λαϊκή πίστη. Όπως είπε και ο Επίκουρος «όσα πράγματα γνωρίζω, το πλήθος τα αποδοκιμάζει, και όσα το πλήθος επιδοκιμάζει, εγώ δεν τα γνωρίζω καθόλου». (Επίκουρος στον Σενέκα Epist. 29.10).
Το τι επιδοκίμαζε ο λαός είναι δύσκολο να το ξέρουμε.
Πάντως εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι και για τις δύο σχολές η θεότητα έχει πάψει να είναι συνώνυμη με την αυθαίρετη Δύναμη και έχει γίνει, αντίθετα, η ενσάρκωση ενός λογικού ιδανικού. Επιπλέον για τους φιλοσόφους το ουσιαστικό μέρος της θρησκείας δεν βρισκόταν πια στις λατρευτικές πράξεις αλλά σε ένα σιωπηλό στοχασμό του θείου και στην προσπάθεια να κατανοήσουν σε βάθος τη συγγένεια του ανθρώπου με αυτό.
Ας περιγράψουμε όμως τις συνθήκες που επικρατούσαν αυτόν τον αιώνα μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, δηλ. τον 3αι(299-100) στην πρώτη φάση της Ελληνιστικής εποχής. Οι συνθήκες αλλάζουν και μάλιστα ραγδαία. Οι πόλεις – κράτη αρχίζουν να παρακμάζουν και να ενσωματώνονται στα ελληνιστικά βασίλεια, οι ορίζοντες, κοινωνικοί, οικονομικοί και πνευματικοί, διευρύνονται σε όλη τη γνωστή Ανατολή και ένα πνεύμα κοσμοπολιτισμού αρχίζει να επηρεάζει τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής και αντιλήψεις. Νέες ιδέες δρομολογούνται σιγά σιγά, αλλά και παλιές αναζωογονούνται. Ο τόπος γέννησης ή η καταγωγή τώρα πια δεν έχει τόση σημασία. Οι σπουδαιότεροι άνδρες που κυριάρχησαν στην πνευματική ζωή της Αθήνας έρχονται από τις παρυφές του Ελληνισμού ή και πιο πέρα ακόμη. Ήταν επήλυδες, μέτοικοι, με πολύ χαλαρό δεσμό προς την πόλη. Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Ζήνων, Χρύσιππος. Μόνον ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος αλλά και αυτός γεννημένος σε αποικία. Βεβαίως, ακόμη και αν δεν ήταν όλοι τέκνα της Ελλάδας, μετείχαν, κατά τον λόγο του Ισοκράτη, της ελληνικής Παιδείας και του ελληνικού ήθους. Όμως εκείνο που χαρακτηρίζει κυρίως την εποχή είναι ότι ο άνθρωπος ως πολιτικό ζώο, ένα κλάσμα της «πόλεως», της αυτοδιοικούμενης πόλης – κράτους, τελείωσε. Αρχίζει πλέον ο άνθρωπος ως άτομο, η συνειδητοποίηση της ατομικότητάς του. Τώρα πια ο κάθε ένας είναι υπεύθυνος για την τύχη του και τη σωτηρία του.
Στο θέμα της θρησκείας από τη μια πλευρά την παρακμή της πόλης–κράτους ακολούθησε και η παρακμή της δημόσιας– αστικής λατρείας. Και αυτό γιατί στην πόλη η θρησκεία και ο δημόσιος βίος, η πόλη και οι θεοί της, ήταν στενά δεμένα μεταξύ τους. Από την άλλη, αποτέλεσμα της νέας παγκοσμιοποιημένης πολιτικής υπήρξε η αλληλεπίδραση της ελληνικής θρησκείας με τις ανατολικές που έγινε μεγαλύτερη (διαφορετικές απόψεις ως προς τον βαθμό της αλληλεπίδρασης). Εισέρρευσαν και άλλοι νέοι θεοί (όπως είδαμε να συμβαίνει και παλαιότερα)πχ οι Αιγύπτιοι θεοί Σάραπης και η Ίσις, και πήρε μεγάλη έκταση ένα φαινόμενο γνωστό και από παλιά: η ταύτιση ελληνικών θεών με ένα ξένο αντίστοιχό τους, που υπηρετούν περίπου τις ίδιες ανάγκες, πχ Διόνυσος – Όσιρις, Δίας – Ήλιος (Βάαλ), Κυβέλη - Ρέα κ.α.
Σε μια τέτοια όμως εποχή με τις μεγάλες και ξαφνικές αλλαγές, με εξασθενημένους έτσι ή αλλιώς τους δεσμούς με την παράδοση και τους παραδοσιακούς θεούς, ο άνθρωπος με όλα του τα πνευματικά και ηθικά ερείσματα κλονισμένα, μόνος και ανώνυμος μέσα στις καινούριες μεγαλουπόλεις αισθανόταν αδύναμος, κενός. Όλα όσα πριν ήταν δεδομένα, όλες οι λύσεις, που τις θεωρούσε κανείς ασφαλείς ως εκείνη την ώρα, είχαν γίνει προβλήματα. Και γι’ αυτό ο άνθρωπος της εποχής εκείνης είχε ανάγκη να βρει νέες απαντήσεις στα ερωτήματά του, νέα ερείσματα, νέες τοποθετήσεις. Ένα έργο που ανέλαβαν οι φιλόσοφοι, αφού ήδη από τις αρχές αυτού του αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται οι φυσικές επιστήμες από την κυρίως φιλοσοφία, και το θέμα της θρησκείας να παραμένει στα χέρια τους (των φιλοσόφων). Όμως από τη μία η προσπάθειά τους να εξηγήσουν την προέλευση των θεών και από την άλλη η τάση τους για εμβάθυνση της θρησκευτικής ηθικής δεν είχε μεγάλη επίδραση στο ευρύ κοινό και στην καθημερινότητά του. Γι’ αυτό και παρατηρούμε ποικιλία προσπαθειών να γεμίσει το κενό.
Έτσι, συναντούμε την προσωπολατρία, τη μαγική κολακεία, (πχ ο ύμνος του Ερμοκλή προς το Δημήτριο τον Πολιορκητή) προς τους βασιλιάδες, τους ήρωες, ακόμη και τους αθλητές, που γεμίζουν το κενό που αφήνουν οι παλιοί θεοί, αλλά συναντούμε και τη λατρεία της τύχης, αφού τελικά ο άνθρωπος δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ιδέα ότι, αν όχι οι παραδοσιακοί θεοί που έχασαν την ισχύ τους, οπωσδήποτε όμως μια δύναμη βρίσκεται πίσω από τα γεγονότα που τον ανυψώνουν ή τον ρίχνουν κάτω. Την προσωποποίησε μάλιστα και την έκανε θεά, τη θεά Τύχη. Κατά το Nilsson μια τέτοια λατρεία είναι «το τελευταίο στάδιο της εκλαΐκευσης της θρησκείας στην αντίληψη των δυνάμεων που διευθύνουν το σύμπαν και την τύχη του ανθρώπου».
Από την άλλη, ο αυξανόμενος μαρασμός της παράδοσης έκανε τον άνθρωπο ελεύθερο να επιλέξει τους προσωπικούς του θεούς, ενώ η αδυναμία και η μοναξιά ίσως να γέννησε σε πολλούς την ανάγκη για κάποιο προσωπικό θεό, φίλο και βοηθό. Γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να δημιουργούνται ιδιωτικές λέσχες αφοσιωμένες στη λατρεία μεμονωμένων θεών, παλαιών και νέων. Από επιγραφές μαθαίνουμε για κάποιους «Απολλωνιαστές». «Ερμαϊστές» κ.α.. Σίγουρα οι εταιρείες αυτές εξυπηρετούσαν κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, αλλά σε μια κοινωνία όπου οι παραδοσιακοί δεσμοί είχαν σπάσει, έδιναν στα μέλη τους και μια αληθινή αίσθηση κοινότητας με το θείο, πάτρωνα και προστάτη, της δικής τους επιλογής, αντικαθιστώντας την τοπική κοινότητα της παλαιάς κλειστής κοινωνίας.
Έτσι, μπορεί οι θεοί να αποσύρονται, αλλά η λατρεία τους εξακολουθεί να ζει, γίνονται θυσίες, προσφορές στη Αθηνά, τήρηση των αρχαίων απαγορεύσεων που σχετίζονται με τελετουργική αγνότητα. Άλλωστε αυτό εξυπηρετούσε και από πολιτική άποψη, για να κρατούνται σε τάξη οι ανήσυχες μάζες. Κανένας, εκτός από ελάχιστους διανοούμενους, δεν αντιλαμβάνεται πως η λατρεία αυτή δεν έχει κανένα νόημα, είναι μια αξιαγάπητη συνήθεια, ένα κέλυφος, μια πρόσοψη. Αυτήν την πρόσοψη έριξαν αργότερα οι χριστιανοί και αποκαλύφθηκε το κενό, αν και αυτό έγινε όχι με λίγη αντίσταση.
Δεύτερη φάση της ελληνιστικής εποχής
Δεύτερη φάση της ελληνιστικής εποχής
Και περνάμε τώρα στον 2αι(199-100πΧ). Το πιο οδυνηρό είναι ότι πια ο Ελληνικός πολιτισμός έμπαινε σε μια περίοδο βαθμιαίας πνευματικής παρακμής, με ορισμένες είναι αλήθεια ομαδικές ή ατομικές εξαιρέσεις. Μια παρακμή που συμπίπτει και με την παρακμή των Ελληνιστικών βασιλείων, τα οποία παρείχαν γενναία υποστήριξη στις επιστήμες. Έτσι πια δεν θα ξαναδούμε για πολλούς αιώνες έναν επιστήμονα ισάξιο με τον Ερατοσθένη (ο Κυρηναίος (Λιβύη) 276πΧ(3αι)–194πΧ (2αι)), έναν μαθηματικό σαν τον Αρχιμήδη (Συρακούσιος 287-212πΧ), ή έναν αστρονόμο σαν τον Αρίσταρχο (Σάμιος 310-230πΧ 4αι-3αι), ενώ το μοναδικό μεγάλο όνομα που θα παρέμενε στη φιλοσοφία ήταν ο υπερβατικός Πλάτων. Και όπως ήταν επόμενο, οι τεράστιες κοινωνικές και πνευματικές αλλαγές που συντελέστηκαν, επηρέασαν και τις θρησκευτικές αντιλήψεις.
Καθώς είχε αναπτυχθεί η αστρονομία, ήταν πλέον γνωστό ότι τα ουράνια σώματα ήταν τακτοποιημένα με μια επιστημονική τάξη, αυτήν της περιοδικής περιστροφής τους. Και ενώ η γνώση αυτή ως μηχανική αιτία της συγκρότησης και τακτοποίησης του κόσμου ανήκε στη φυσική επιστήμη και απέκλειε το θεό, στο θρησκευτικό πεδίο τη θέση του πήρε η πίστη στις δυνάμεις των άστρων, που οδήγησε στην εδραίωση της ηλιακής θρησκείας, για την οποία το έδαφος βεβαίως είχαν προετοιμάσει οι Πλατωνικοί, οι Αριστοτελικοί και οι Στωικοί, αλλά και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του νέου διευρυμένου κόσμου για ένα θεό που κυβερνούσε όλα και όλους.
Πλέον ο ήλιος, είτε κατά το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου (αρχή 3αι) είτε κατά το γεωκεντρικό, που υπερίσχυσε, πήρε κυρίαρχη θεϊκή θέση, πιθανότατα ως η αιτία κάθε ζωής πάνω στη γη. Αφού πλέον οι παλιοί θεοί δεν ικανοποιούσαν την απαίτηση για δικαιοσύνη και ήθος με αποτέλεσμα να κλονιστεί η πίστη σε αυτούς, βρέθηκαν οι θεοί στα ουράνια σώματα, που υπακούν σε αιώνιους και αμετάβλητους νόμους, γεγονός, που επιβεβαιώνει και τη θεϊκότητά τους, και από εκεί οδηγούν την τύχη του κόσμου και φυσικά του ανθρώπου δια μέσου των δυνάμεων που πηγάζουν από αυτά. Σε αντίθεση με τη γη, όπου υπάρχει μια συνεχής αλλαγή, ένας θάνατος και μια γέννηση, ενώ οι ατέλειες κυριαρχούν. Τώρα πλέον, αφού η γη αιωρείται ελεύθερη στο διάστημα, δεν υπήρχε πια θέση για τον κάτω κόσμο, το βασίλειο των νεκρών κάτω από την επιφάνεια της γης. Έτσι, μετά το θάνατο η ψυχή ανεβαίνει στον αέρα και καμιά φορά γίνεται αστέρι, στον αέρα, όπου κατοικούν και οι δαίμονες, τα ενδιάμεσα και μεσολαβητικά όντα ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, που δρούν σε αυτήν την περιοχή. Εκεί στον αέρα η ψυχή τιμωρείται και εξαγνίζεται, όπως γινόταν παλιά στον κάτω κόσμο, και, όταν έχει καθαρθεί, με ενδιάμεσο στάδιο τη σελήνη, (ανεβαίνει στη σελήνη και από εκεί με ένα νέο θάνατο χωρίζεται το λογικό από την ψυχή) εξαγνισμένη πλέον περνάει, στον Ήλιο, στην πρωταρχική φωτιά, που είναι συγχρόνως νοημοσύνη, και ενώνεται μαζί του.(οι Στωικοί σε μεταγενέστερη φάση)
Μπορεί ως θρησκεία να μην είχε πολύ μεγάλη απήχηση στο λαό, όμως οι επιπτώσεις της στις θρησκευτικές αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν στην ύστερη ελληνιστική εποχή, ήταν βαθιές και εκτεταμένες, με αποτέλεσμα να επέλθει η δεύτερη μεγάλη θρησκευτική κρίση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που έφερε την ευπιστία σε θέματα θρησκείας.
Και αυτό οφείλεται σε ένα περίεργο φαινόμενο. Όπως επισημάναμε προηγουμένως υπήρχε χάσμα ανάμεσα στις δοξασίες των λίγων και στις δοξασίες του λαού ήδη από το τέλος του 5αι. (Αυτό ακριβώς το χάσμα εξισορροπούνταν με τις εκδηλώσεις της λαϊκής πίστης, που ανέστελλαν τον αυξανόμενο ορθολογισμό των διανοουμένων.)
Από τον 3αι με το άνοιγμα των κοινωνιών, την αλλαγή των κοινωνικών στρωμάτων, τις ανατολικές επιρροές και την εξάπλωση της εκπαίδευσης σε ευρύτερα στρώματα άρχισε να παρατηρείται μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη, το λαό και τους διανοούμενους, ώσπου τον 2αι αυτή η αλληλεπίδραση πήρε μια παράξενη μορφή. Αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε μια λογοτεχνία, (αρχής γενομένης από τον Βόλο, έναν Αιγύπτιο, που θεωρήθηκε ο θεμελιωτής της αλχημείας) η οποία, βασιζόμενη στα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών, κάλυπτε τις δεισιδαιμονίες και προλήψεις με έναν ψευδοεπιστημονικό μανδύα, κερδίζοντας έτσι και τους απλούς αλλά και τους μορφωμένους.
Μοιραίο αποτέλεσμα αυτής της φιλολογίας ήταν ότι, χρησιμοποιώντας «φυσικές» εξηγήσεις για να δικαιολογήσει τα θαυμαστά πράγματα και τις δεισιδαιμονίες, υποδαύλισε την τάση της εποχής για το θαυματουργό και το απόκρυφο. Οι σοβαρές έρευνες στις φυσικές επιστήμες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου αντικαταστάθηκαν από μια δίψα για αναζήτηση και προβολή των μυστηριωδών και θαυμαστών δυνάμεων, των απόκρυφων ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων, μέσα από τις οποίες εκδηλώνονταν οι θαυμαστές θεϊκές δυνάμεις. Το γιατί συνέβη αυτό μπορούμε ίσως να το κατανοήσουμε, αν σκεφτούμε ότι οι αρχαίοι δεν μπορούσαν ακόμη να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα στις φυσικές και τις μαγικές δυνάμεις. Έτσι προέκυψε η πίστη ότι ενυπάρχουν απόκρυφες ιδιότητες και δυνάμεις σε ορισμένα ζώα, φυτά, πολύτιμους λίθους, μέταλλα και απεικονίσεις θεών, οι οποίες μπορούσαν να ανακληθούν και να φέρουν καλά αποτελέσματα στη ζωή των ανθρώπων με τη μαγεία, τις κατάλληλες τελετές και τα φυλαχτά με τις υπερφυσικές δυνάμεις. Και βεβαίως η πίστη αυτή συνδυάστηκε με τη μαγική ιατρική και την αστρολογία.
Η αστρολογία, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης της θεολογίας των άστρων. Ανακαλύφθηκε βεβαίως στη Βαβυλώνα, διαδόθηκε στην Αίγυπτο από όπου φαίνεται πως τη γνώρισε και ο Ηρόδοτος. Αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από τους Έλληνες και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αρχικά ασκήθηκε στην Ελλάδα. Η μόδα της φαίνεται να αρχίζει κυρίως το 2αι, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως λαϊκά εγχειρίδια με λεπτομέρειες, και επαγγελματίες αστρολόγοι.
Βασίζεται στην πίστη ότι τα άστρα με τη σοφή, θεϊκή κανονικότητά τους, επιδρούν στη ζωή πάνω στη γη και στη μοίρα του ανθρώπου, ενώ επιδρά χωριστά το κάθε άστρο ανάλογα με το χαρακτήρα του θεού του οποίου φέρει το όνομα. Και, αφού η κίνηση των άστρων μπορούσε να υπολογιστεί - αυτήν τη δυνατότητα την έδωσε η φυσική επιστήμη - μπορούσαν να προβλεφθούν από αυτά και τα γεγονότα της ζωής και η μοίρα του ανθρώπου. Και, αφού οι δυνάμεις των πλανητών ήταν θεοί, υπήρχαν οι ικανότεροι από τους άλλους, οι επαγγελματίες αστρολόγοι, οι οποίοι μπορούσαν να τις εξηγήσουν, να τις καθησυχάσουν με θυσίες και προσευχές, να τις δαμάσουν με μαγικά μέσα, να προβλέψουν ή να ερμηνεύσουν οιωνούς.
Αυτή η ιδέα της προκαθορισμένης ζωής, που δέσμευε τον άνθρωπο και τον απογύμνωνε από την ελεύθερη βούλησή του, ενώ του στερούσε και τις ελπίδες για τη χάρη των θεών, τον τρόμαξε και τον έστρεψε στη θρησκεία ως μια διαμαρτυρία κατά των άνευ νοήματος γεγονότων, το οποίο περιλαμβάνεται στη μηχανική αιτία.
Αλλά θα μπορούσαμε επίσης να κατανοήσουμε την εξάπλωσή της αστρολογίας, αν εξετάσουμε πάλι τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής. Οι καιροί ήταν πάλι ταραγμένοι. Η ρωμαϊκή κατάκτηση προ των πυλών. Επόμενο ήταν να δημιουργηθούν πολιτικές αναταραχές, φοβίες και ανασφάλειες. Οπότε το να ξέρει κανείς τι επρόκειτο να συμβεί ήταν πολύ σημαντικό.
Μια άλλη αιτία, ψυχολογική θα λέγαμε, που επισημαίνει ο Dodds, είναι ο φόβος της καθημερινής ευθύνης: ο άνθρωπος για περισσότερο από έναν αιώνα βίωσε την πνευματική του ελευθερία. Για να καλλιεργηθεί όμως, απαιτείται αναζήτηση, καθημερινός μόχθος. Πιο εύκολη δεν είναι η πίστη ότι το πεπρωμένο καθορίζεται από τα άστρα και δεν χρειάζεται η δική μας προσπάθεια; Μάταια οι ορθολογιστές, όπως ο Κικέρων, προσπάθησαν να εμποδίσουν αυτήν την οπισθοδρόμηση με λογικά επιχειρήματα.
Πολλές φορές όμως το άλογο στοιχείο του ανθρώπου κυριαρχεί μπροστά στο λογικό.
Έτσι περνάμε στον 1αι, πΧ όπου πλέον ο ορθολογισμός, που ήδη είχε αρχίσει να υποχωρεί, όπως είδαμε, τώρα πλέον έχει εξασθενήσει τελειωτικά. Η επιστήμη, δεν έφερνε πλέον νέα αποτελέσματα, ενώ οι φιλοσοφικές σχολές, φυσικά και η Ακαδημία, εκτός από τους Επικούρειους, έπαψαν πια να αναζητούν την αλήθεια αυτή καθαυτή και ασχολούνταν πλέον με καθαρά θεωρητικά, σχολαστικά θέματα, για να καταλήξουν, σε μεταγενέστερες εποχές, να ασχολούνται μόνο με τη θεοσοφία, με το θεό και τους θεούς ως δυνάμεις φιλοσοφικών θεωριών, και οι φιλόσοφοι μετατρέπονται όχι μόνον σε γιατρούς των ψυχών αλλά και σε υπηρέτες των θεών, ενώ η κοσμική γνώση πλέον είχε αξία μόνον όσο συνέβαλλε στην κατανόηση του θείου. Από κει και πέρα, όπως λέει ο Σενέκας «δεν πρέπει να μπαίνουμε σε κόπο να διερευνούμε πράγματα που δεν είναι δυνατόν ούτε ωφέλιμο να γνωρίζουμε».
Ακαθοδήγητη, η θρησκευτική θέληση για πίστη, έχοντας πλέον ως δεκανίκι, την επιστήμη, στράφηκε πλήρως προς τον αποκρυφισμό, το μυστικισμό. Ο παλαιός δυισμός πνεύματος και ύλης, θεού και φύσης, ψυχής και ορέξεων, που η ορθολογική σκέψη είχε προσπαθήσει να χτυπήσει, αναζωογονήθηκε παίρνοντας άλλες μορφές. Η λατρεία του ορατού κόσμου και η αντίληψη που εξέφραζε ο πρώιμος στωικισμός ότι αποτελούμε μια ενότητα με αυτόν τον κόσμο, άρχισε να αντικαθίσταται από την πίστη πως ο φυσικός κόσμος κατέχεται από πονηρές δυνάμεις, άρα η ψυχή χρειάζεται όχι να ενωθεί μαζί του αλλά να ξεφύγει από αυτόν. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν και η αναβίωση των μυστικιστικών κινημάτων, που τα είδαμε να εμφανίζονται τον 6αι, του Πυθαγορισμού και του Ορφισμού. Και βεβαίως όχι ως σχολές διδασκαλίας αλλά ως λατρεία και τρόπος ζωής. Βασίζονταν στην αυθεντία, στην αποκάλυψη και όχι στη λογική. Ο Πυθαγόρας εμφανιζόταν ως ένας εμπνευσμένος σοφός και πολλά απόκρυφα γραπτά αποδίδονταν σε αυτόν ή στους μαθητές του, ενώ εμφανίστηκαν και πολλά ποιήματα ως ιεροί λόγοι που αποδίδονταν στον Ορφέα. Δίδασκαν την παλαιά πίστη ότι το εγώ μπορεί να αποσπαστεί, ότι ο κόσμος μας είναι τόπος σκότους και μετανοίας και υπάρχει ανάγκη κάθαρσης, όλα αυτά συνδυασμένα και με άλλες μορφές της μαγικής παράδοσης.
Έτσι, καθώς οι άνθρωποι έπρεπε μόνοι τους να νοιαστούν για την ατομική τους σωτηρία κατέφευγαν σε γνωστές παραδοσιακές ή νέες μεθόδους ατομικής σωτηρίας. Έτσι άλλοι βασίζονταν σε ιερά βιβλία, που δήθεν ανακαλύφθηκαν σε ναούς της Ανατολής ή υπαγορεύτηκαν από θεό σε κάποιον εμπνευσμένο προφήτη, άλλοι αναζητούσαν μια προσωπική αποκάλυψη μέσα από χρησμό, όνειρο ή όραμα, άλλοι αναζητούσαν την ασφάλεια στην τελετουργική λατρεία είτε μυούμενοι σε ένα ή περισσότερα «μυστήρια» που υπήρχαν, ή καταφεύγοντας σε ιδιωτικούς μάγους.
Μια προσπάθεια να κυριευθεί το βασίλειο των ουρανών με υλικά μέσα. Έτσι βλέπουμε την πλήρη χρεοκοπία του ελληνικού ορθολογισμού. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι γιατί οπισθοχώρησε. Η φύση και οι αιτίες αυτής της οπισθοχώρησης δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Υπάρχουν πολλές μεμονωμένες απόψεις, οι οποίες επιδέχονται και αντιρρήσεις.
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό της Ελληνιστικής εποχής είναι η δρομολόγηση προς το μονοθεϊσμό. Η ιδέα ότι υπήρχαν πολλοί θεοί σύμφωνα με την ανθρώπινη πίστη, αλλά σύμφωνα με τη φύση ένας μόνον, (Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη) ήταν γνωστή από παλιά στους Έλληνες. Ήδη ο Ξενοφάνης το δεύτερο μισό του 6αι διακήρυξε ότι: «υπάρχει ένας θεός μέγιστος από θεούς και ανθρώπους, διάφορος στη μορφή και στη διάνοια από τους θνητούς», ενώ πολλοί άλλοι σπουδαίοι φιλόσοφοι μίλησαν για το «έν» ως πρωταρχική αρχή, ανεξαρτήτως της σημασίας που έδινε ο καθένας από αυτούς σε αυτό το εν. Βεβαίως αυτό δε σημαίνει ότι απέβαλαν τον πολυθεϊσμό. Κατά την Ελληνιστική όμως εποχή κάτω από τη μοναρχική και καλά οργανωμένη διακυβέρνηση του κράτους και κάτω από την επίδραση της νέας κοσμολογίας και της ηλιακής θρησκείας η φιλοσοφία συμπέρανε ότι ο κόσμος πρέπει να τακτοποιείται από έναν υπέρτατο άρχοντα ενθρονισμένο στους ουρανούς, τον Ήλιο. Και φυσικά αυτήν την ιδέα την ενθάρρυναν οι μονάρχες- αυτοκράτορες: όπως ο θεός- ήλιος κυβερνούσε το σύμπαν έτσι και το αντίγραφό του στη γη, ο αυτοκράτορας, κυβερνούσε σοφά τον κόσμο. Αλλά, όπως προείπαμε, η λατρεία του ήλιου ήταν περισσότερο θρησκεία του κράτους και όχι του λαού. Ήταν πολύ επιστημονική για να δώσει στον απλό πιστό ένα θεό που να εμπιστεύεται και να του δίνει παρηγοριά και βοήθεια. Πάντως ο Ήλιος ως σύμβολο είχε μεγάλη επιρροή και τον συναντούμε και σε χριστιανικά κείμενα (ο Χριστός, ήλιος της δικαιοσύνης). Η αδυναμία αυτού του ειδωλολατρικού, θα λέγαμε, μονοθεϊσμού ήταν ότι δεν απέβαλε ποτέ τον παλιό πολυθεϊσμό ούτε διαμόρφωσε ένα ενιαίο δόγμα. Οι παλιοί θεοί επέζησαν ως υποτελείς ή ως εκδηλώσεις του Υπέρτατου θεού σε διάφορα μέρη. Πάντως η συσσώρευση πολλών επιθέτων και λειτουργιών στον παντοδύναμο Δία και η πίστη ότι οι πολλοί θεοί της παλαιότερης πίστης δεν είναι παρά ένας θεός με πολλά ονόματα, μπορούν να θεωρηθούν προκαταρκτικά για το μονοθεϊσμό.
Τελειώνοντας και συνοψίζοντας την τελευταία περίοδο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, την Ελληνιστική, θα λέγαμε καταρχάς ότι η γνώση μας για τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά της εποχής αυτής (όπως και όλης της αρχαιότητας) σχηματίζει μια εικόνα περίπλοκη και μεταβαλλόμενη, η οποία συνεχώς διευρύνεται ή τροποποιείται με την ανακάλυψη νέου υλικού και από τον συνεχώς αυξανόμενο όγκο των σύγχρονων μελετών. Η ποικιλία εκδηλώσεων και η μεγάλη εσωτερική ταραχή είναι τα χαρακτηριστικά της εποχής. Επιπλέον, ενώ στο πρώτο κυρίως τμήμα της ήταν μια εποχή μεγάλων αυτόνομων επιτευγμάτων σε πολλούς τομείς, στην οψιμότερη αρχαιότητα δε βρήκε μια ισότιμη συνέχιση που θα συμπλήρωνε τα επιτεύγματα της, αφού τη θέση της έρευνας και της αναζήτησης πήραν η πίστη και η αποκάλυψη. Πολλά από αυτά που πέτυχε αποναρκώθηκαν ή ξεχάστηκαν, και από αυτήν την άποψη εμφανίζεται σαν μια εποχή μεταβατική που οδήγησε στο τέλος τους σημαντικές εξελίξεις και προετοίμασε συγχρόνως το έδαφος για το νέο και διαφορετικό που είδε το φως με το χριστιανισμό.
ΦΑΝΗ ΣΟΚΟΛΗ - ΤΖΗΚΑ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου